Eυαγγέλου Mιχαλάκης ν. Nαυτιλιακής Eταιρείας Aμαθούς Λτδ. και Άλλων (1997) 1 ΑΑΔ 187

(1997) 1 ΑΑΔ 187

[*187]24 Φεβρουαρίου, 1997

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΑΜΑΘΟΥΣ ΛΤΔ. ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9217).

 

Αμέλεια — Εργατικό ατύχημα — Τραυματισμός αχθοφόρου στο λιμάνι Λεμεσού κατά την εκφόρτωση πλοίου λόγω αμέλειας υπαλλήλου των εφεσιβλήτων — Εφεσίβλητοι εκ προστήσεως υπεύθυνοι — Εσφαλμένη εφαρμογή της αρχής του volenti non fit injuria — Επιμερισμός 30% συντρέχουσας αμέλειας στον τραυματισθέντα — Το volenti non fit injuria, συνιστά υπεράσπιση και όχι λόγο για μετριασμό των αποζημιώσεων — Οι αρχές που ισχύουν για εφαρμογή του, είναι οι ίδιες τόσο στις περιπτώσεις που ο τραυματισθείς είναι υπάλληλος του υπεύθυνου για τη ζημία όσο και στις περιπτώσεις που είναι ανεξάρτητος εργολάβος — Ποίες οι προϋποθέσεις για επίκληση της αρχής — Πως διακρίνεται από την συντρέχουσα αμέλεια — Το εύρημα συντρέχουσας αμέλειας ακυρώθηκε στην έφεση.

Aποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Τραυματισμός της παλάμης — Αποκατάσταση της χρήσης του χεριού — Παραμένει ο πόνος που δοκιμάζει ο εφεσείων κατά τη χρήση της παλάμης — Η δυσχέρεια δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να παρακωλύει τη χρήση του χεριού για οποιαδήποτε εργασία — Επιδικασθέν ποσό ΛΚ1.600,00 ως γενικές αποζημιώσεις — Eπικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Αποζημιώσεις — Ο καθορισμός αποζημιώσεων συνιστά ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου η αποζημίωση είναι, είτε καταφανώς υπερβολική, είτε καταφανώς χαμηλή.

Ο εφεσείων, αχθοφόρος στο λιμάνι της Λεμεσού, τραυματίστηκε από αμελή πράξη ή παράλειψη προσώπου που εργοδοτείτο από τους εφεσίβλητους κατά την εκφόρτωση πλοίου.  Το Επαρχιακό Δι[*188]καστήριο, σε αγωγή του εφεσείοντα, έκρινε τους εφεσίβλητους εκ προστήσεως υπόλογους.

Για τη ζημιά που υπέστη ο εφεσείων, αποδόθηκε ευθύνη και στον ίδιο, λόγω συντρέχουσας αμέλειας. Το εύρημα αυτό δεν συναρτάται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη του εφεσείοντα, η οποία συνέβαλε στη βλάβη που υπέστη.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από την απόφαση στην Fysco v. Γεωργίου, αποφάσισε ότι η ενσυνείδητη συμμετοχή του εφεσείοντα σε διαδικασία εκφόρτωσης, η οποία δεν ήταν η ασφαλέστερη δυνατή επιλογή και η οποία ενείχε κινδύνους για την ασφάλειά του, καθιστούσε εφαρμοστέα την αρχή volenti non fit injuria. Το Δικαστήριο οδηγήθηκε στο συμπέρασμα, ότι ισχύει διάφορος κανόνας ως προς την εφαρμογή της αρχής αυτής όπου ο τραυματισθείς δεν είναι υπάλληλος των εναγομένων αλλά ανεξάρτητος εργολάβος.  Ως εκ τούτου, επιμέρισε στον εφεσείοντα 30% ευθύνη για τη ζημιά την οποία υπέστη.

Ο εφεσείων προσβάλλει με την έφεσή του:

(α)   Την απόδοση ευθύνης και στον ίδιο για τις κακώσεις που υπέστη, και

(β)   Το ποσό των γενικών αποζημιώσεων, το οποίο χαρακτηρίζει ως υπέρμετρα χαμηλό.

Αποφασίστηκε ότι:

(α)   Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εξήγαγε το συμπέρασμα ότι οι προϋποθέσεις για την επιτυχή επίκληση της υπεράσπισης volenti non fit injuria χαλαρώνονται, οποτεδήποτε ο τραυματισθείς είναι αυτοεργοδοτούμενος ή ανεξάρτητος εργολάβος και όχι υπάλληλος του υπεύθυνου για τη ζημιά.

     Προϋπόθεση για την επίκληση της αρχής είναι η ανάληψη, εκ μέρους του ενάγοντα, του κινδύνου από τον οποίο προέκυψε η ζημιά. Ισχύει η αρχή αυτή, εφόσο ο ενάγων αναλαμβάνει τον κίνδυνο, αποποιούμενος, ταυτοχρόνως, κάθε δικαίωμα για την διεκδίκηση αποζημιώσεων. Η γνώση περί του κινδύνου δεν αρκεί αφ’ εαυτής.

     Εφόσο τυγχάνει εφαρμογής η αρχή volenti non fit injuria, συνιστά υπεράσπιση και όχι λόγο για μετριασμό των αποζημιώσεων, όπως στην περίπτωση της συντρέχουσας αμέλειας.

     Στην προκειμένη περίπτωση, όχι μόνο δεν προσήχθη μαρτυρία [*189]η οποία να τείνει να στοιχειοθετήσει την υπεράσπιση volenti non fit injuria, αλλά ούτε προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός στο δικόγραφο των εναγομένων, όπως επιβάλλεται.

     Η απόδοση συντρέχουσας αμέλειας στον εφεσείοντα, οφείλεται σε εσφαλμένη καθοδήγηση ως προς το νόμο.  Αφετέρου, ελλείπει ολοσχερώς μαρτυρία που να τη θεμελιώνει. Σ’ αυτό το σημείο η έφεση επιτυγχάνει.

(β)   Ο καθορισμός των αποζημιώσεων αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Μόνο όπου η αποζημίωση είναι, είτε καταφανώς υπερβολική, είτε καταφανώς χαμηλή, παρέχεται πεδίο για επέμβαση.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν διαπιστώνεται πεδίο για επέμβαση.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση ως προς την ευθύνη παραμερίσθηκε και αντικαταστάθηκε με απόφαση, βάσει της οποίας οι εφεσίβλητοι θα επωμισθούν ολόκληρη τη ζημιά την οποία υπέστη ο εφεσείων.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Fysco v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014,

Vassilico Cement Works v. Stavrou (1978) 1 C.L.R. 389,

Χριστοδούλου v. Γρηγορίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 178,

Αλεξάνδρου v. Λεβέντη και Άλλου (1996) 1 A.A.Δ. 420,

Ιορδάνου και Άλλες v. Κυριάκου και Άλλων (1996) 1 A.A.Δ. 1364.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Nικολάου, A.E.Δ.), που δόθηκε στις 27 Iουνίου, 1994 (Aρ. Aγωγής 8/91), με την οποία επιδικάσθηκε υπέρ του ενάγοντα το ποσό των £4.436 για συμφωνηθείσα ειδική ζημιά και £1.600 σαν γενικές αποζημιώσεις αφού του καταμερίσθηκε ευθύνη 30%.

Κ. Χατζηπιέρας, για τον Εφεσείοντα.

[*190]Π. Ονουφρίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Το Επαρχιακό Δικαστήριο, σε αγωγή του εφεσείοντα, έκρινε τους εφεσίβλητους εκ προστήσεως υπόλογους για τη σωματική βλάβη και την επακόλουθη ζημία που προκλήθηκε στον εφεσείοντα, λόγω αμελούς πράξης ή παράλειψης προσώπου που τελούσε στην υπηρεσία τους, κατά την εκφόρτωση πλοίου. Ο εν λόγω υπάλληλός τους ήταν χειριστής γερανού, με τη χρήση του οποίου μεταφερόταν από το πλοίο στην προβλήτα του λιμανιού συσκευασμένο φορτίο, περιτυλιγμένο και προσδεδεμένο στο γερανό με συρματόσχοινο. Ο εφεσείων, αχθοφόρος στο λιμάνι της Λεμεσού, ήταν επιφορτισμένος με την παραλαβή του φορτίου.

Η διαδικασία μετακίνησης του φορτίου από το πλοίο στο λιμάνι ήταν η ακόλουθη: Μετά την πρόσδεση του φορτίου στην άκρη του γερανού, ο χειριστής έθετε σε κίνηση το μηχανισμό λειτουργίας του, για τη μεταφορά του φορτίου από το πλοίο στην προκυμαία. Μετά την καταβίβαση του φορτίου, ο γερανός ακινητοποιείτο μέχρις ότου ο αχθοφόρος απελευθερώσει το φορτίο από το συρματόσχοινο, οπόταν ανυψωνόταν, ελεύθερος του φορτίου, για να μεταφέρει το επόμενο.

Ήταν καθήκον του γερανοδηγού να παρακολουθεί τη διαδικασία παραλαβής του φορτίου στην προβλήτα και να μεριμνά, ώστε να μην ανυψώνεται ο γερανός πριν την αποσύνδεση του φορτίου.  Στην υπό εξέταση υπόθεση, ο γερανοδηγός παρέλειψε να εκπληρώσει αυτό το καθήκον και έθεσε σε λειτουργία το μηχανισμό για την ανύψωση του γερανού, πριν αποσυνδεθεί το φορτίο από αυτόν. Ως αποτέλεσμα, το χέρι του εφεσείοντα περιπλέχθηκε στο συρματόσχοινο, με επακόλουθο τον τραυματισμό του. Οι συνέπειες θα ήταν οδυνηρότερες, αν οι φωνές των παρευρισκομένων στο λιμάνι δεν αφύπνιζαν το γερανοδηγό στα γενόμενα στο έδαφος, ώστε να σταματήσει το γερανό, δίδοντας την ευκαιρία στον εφεσείοντα να απελευθερώσει το χέρι του από την πλεκτάνη.

Η αμέλεια του υπαλλήλου των εφεσιβλήτων δεν αμφισβητείται, ούτε αποτελεί επίδικο θέμα της έφεσης.

Για τη ζημία που υπέστη ο εφεσείων, αποδόθηκε ευθύνη και [*191]στον ίδιο, λόγω συντρέχουσας αμέλειας. Το εύρημα αυτό δε συναρτάται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη του εφεσείοντα, η οποία συνέβαλε στη βλάβη που υπέστη, αλλά, με την ενσυνείδητη συμμετοχή του σε διαδικασία εκφόρτωσης, η οποία δεν ήταν η ασφαλέστερη δυνατή επιλογή και η οποία ενείχε κινδύνους για την ασφάλειά του. Η αποδοχή, ως εκ τούτου, του συγκεκριμένου συστήματος εκφόρτωσης καθιστούσε εφαρμοστέα, όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, την αρχή, γνωστή στο δίκαιο με το λατινικό αξίωμα volenti non fit injuria.  Καθοδήγηση, όπως αναφέρεται στην απόφαση, για την εφαρμογή της αρχής αυτής στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, αντλείται από το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στη Fysco v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014 - (σελ. 1025):-

“Γνώση αναφορικά με το δυνητικά επικίνδυνο του τρόπου εκτέλεσης της εργασίας δεν είναι στοιχείο που, από μόνο του, μπορεί να στοιχειοθετήσει συντρέχουσα αμέλεια όταν το ζημιογόνο αποτέλεσμα επέρχεται επειδή ο εργοδοτούμενος απλώς εκτέλεσε την εργασία του, όπως όφειλε να κάμει, αν ήθελε να τη διατηρήσει. Δεν επεκτεινόμαστε στα όσα εξηγήθηκαν από τη νομολογία ως προς το ανεφάρμοστο κάτω από παρόμοιες συνθήκες της αρχής volenti non fit injuria, γιατί η εισήγηση των εφεσειόντων περιοριζόταν στην άποψη πως αποδείχτηκε συντρέχουσα αμέλεια και δεν επεκτεινόταν μέχρι του σημείου αυτού. [Βλέπε Djemal v. Zim Israel Navigation Co Ltd (1967) 1 C.L.R. 227, Vassilico Cement Works v. Christos Stavrou (1978) 1 C.L.R. 389, Covotsos Textiles v. Serghiou (1981) 1 C.L.R. 475, Viceroy Shipping v. Mahattou (1982) 1 C.L.R. 170.] Σημειώνουμε μόνο πως για να απαλλαγεί από την ευθύνη ο εργοδότης για τέτοιο λόγο, χρειάζεται να αποδειχθεί πως ο εργοδοτούμενος, όχι απλώς γνώριζε την ύπαρξη του κινδύνου αλλά και τον αποδέχτηκε ρητά ή έστω με τη συμπεριφορά του με την έννοια ότι συμφώνησε να τον υποστεί παραιτούμενος του δικαιώματος του να αξιώσει αποζημιώσεις.  Σε κάθε περίπτωση η αποδοχή του κινδύνου πρέπει να αποδεικνύεται πως ήταν το προϊόν της ελεύθερης θέλησης του εργοδοτουμένου.  Αυτό, εξυπακούει δυνατότητα εκλογής. Τέτοια δυνατότητα δεν θεωρείται ότι υπάρχει στις περιπτώσεις εργοδοτουμένων που απλώς ανταποκρίνονται στην υποχρέωσή τους για εκτέλεση της εργασίας τους, χωρίς ο,τιδήποτε άλλο.”

Με αφορμή την τελευταία πρόταση του πιο πάνω αποσπάσματος, το Δικαστήριο οδηγείται στο συμπέρασμα ότι ισχύει  διάφορος κανόνας ως προς την εφαρμογή της αρχής volenti non [*192]fit injuria, σε περιπτώσεις όπως και η παρούσα, όπου ο τραυματισθείς δεν είναι υπάλληλος των εναγομένων αλλά ανεξάρτητος εργολάβος. Ως εκ τούτου, επιμέρισε στον εφεσείοντα 30% ευθύνη για τη ζημία την οποία υπέστη - £4.436,00 συμφωνηθείσα ειδική ζημία και £1.600,00 επιδικασθείσες γενικές αποζημιώσεις. 

Ως αποτέλεσμα του δυστυχήματος, ο εφεσείων τραυματίστηκε στην παλάμη, γεγονός που τον αδρανοποίησε και τον έθεσε εκτός εργασίας για ένα χρονικό διάστημα.  Αυτή η πτυχή της ζημίας περιλαμβάνεται στις ειδικές αποζημιώσεις.

Οι γενικές αποζημιώσεις απέβλεπαν στην αποκατάσταση του εφεσείοντος για τον πόνο και την ταλαιπωρία που επέφερε η κάκωση, η οποία παρατάθηκε και μετά την επανάκτηση της ικανότητας για εργασία, ιδιαίτερα αισθητή, λόγω του χειρωνακτικού χαρακτήρα της εργασίας του.

Ο εφεσείων προσβάλλει με την έφεσή του:-

(α)   Την απόδοση ευθύνης και στον ίδιο για τις κακώσεις που   υπέστη· και

(β)   Tο ποσό των γενικών αποζημιώσεων, το οποίο χαρακτηρίζει ως υπέρμετρα χαμηλό.

Η ΕΥΘΥΝΗ - VOLENTI NON FIT INJURIA:

Είναι πρόδηλο ότι, από την τελευταία πρόταση του αποσπάσματος της Fysco, το οποίο έχουμε παραθέσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγαγε το συμπέρασμα ότι οι προϋποθέσεις για την επιτυχή επίκληση της υπεράσπισης volenti non fit injuria χαλαρώνονται, οποτεδήποτε ο τραυματισθείς είναι αυτοεργοδοτούμενος ή ανεξάρτητος εργολάβος και όχι υπάλληλος του υπεύθυνου για τη ζημία. Αυτό αποτελεί σφάλμα. Όπως διευκρινίζεται με πολλή σαφήνεια στις αποφάσεις οι οποίες παρατίθενται στο σχετικό απόσπασμα της Fysco, προϋπόθεση για την επίκληση της αρχής είναι η ανάληψη, εκ μέρους του ενάγοντα, αυτού τούτου του κινδύνου από τον οποίο προέκυψε η ζημία.  Ισχύει η αρχή αυτή, εφόσο ο ενάγων αναλαμβάνει τον κίνδυνο, αποποιούμενος, ταυτοχρόνως, κάθε δικαίωμα για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων - (βλ., ειδικά, Vassilico Cement Works v. Christos Stavrou (1978) 1 C.L.R. 389).  Η γνώση περί του κινδύνου δεν αρκεί αφεαυτής. Εφόσο τυγχάνει εφαρμογής η αρχή volenti non fit injuria, συνιστά υπεράσπιση και όχι λόγο για μετριασμό των [*193]αποζημιώσεων, όπως στην περίπτωση της συντρέχουσας αμέλειας - (βλ. Clerk & Lindsell on Torts, Sixteenth Edition, 1989, The Common Law Library, Number 3, σελ. 112 και επέκεινα).

Στην προκείμενη περίπτωση, όχι μόνο δεν προσήχθη μαρτυρία, η οποία να τείνει να στοιχειοθετήσει την υπεράσπιση volenti non fit injuria, αλλά ούτε προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός στο δικόγραφο των εναγομένων, όπως επιβάλλεται - (βλ. Clerk & Lindsell on Torts, (ανωτέρω), σελ. 112).

Ούτε μπορεί να συσχετιστεί η υπεράσπιση volenti non fit injuria με συντρέχουσα αμέλεια. Η συντρέχουσα αμέλεια έχει ως λόγο τη συμβολή του τραυματισθέντα, με πράξεις ή παραλείψεις του ιδίου, στην πρόκληση της βλάβης την οποία υπέστη ή τη σοβαρότητά της. Εφόσο αποδεικνύεται (συντρέχουσα αμέλεια), επιμερίζεται η ευθύνη μεταξύ του ενάγοντα και του αμελούς εναγομένου, ανάλογα με την υπαιτιότητα ενός εκάστου και την αιτιώδη σχέση μεταξύ των υπαίτιων πράξεων ή παραλείψεών τους και της επελθούσας βλάβης - (βλ., μεταξύ άλλων, Χριστοδούλου v. Γρηγορίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 178. Άδωνης Αλεξάνδρου v. Άντρης Σωτηρίου Λεβέντη - (Π.Ε. 8452 και 8463 - (24/4/1996). Ειρήνη Ιορδάνου και Άλλες v. Γιάγκου Κυριάκου και Άλλων - (Π.Ε. 9081 - (20/12/1996)). Στην πράξη, η συντρέχουσα αμέλεια επενεργεί ως παράγοντας μετριασμού των αποζημιώσεων, τις οποίες μπορεί να κληθεί να καταβάλει το πρόσωπο το οποίο ευθύνεται για αμελή πράξη ή παράλειψη. Αντίθετα, η αρχή volenti non fit injuria παρέχει υπεράσπιση, η οποία απαλλάσσει τον προκαλέσαντα τη ζημία από κάθε ευθύνη.

Όπως υποδείξαμε, κατά την ακρόαση της έφεσης, η αρχή volenti non fit injuria, όπου τίθενται οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της, αποτελεί ασπίδα έναντι απαιτήσεων για αποζημιώσεις από τους κινδύνους που ενυπάρχουν σε εργασία ή πράξη η οποία εκτελείται. (Ως προς τη διάκριση μεταξύ της αρχής volenti non fit injuria και της συντρέχουσας αμέλειας, βλ. Clerk & Lindsell on Torts, (ανωτέρω), σελ. 130.)

Η απόδοση συντρέχουσας αμέλειας στον εφεσείοντα οφείλεται σε εσφαλμένη καθοδήγηση ως προς το νόμο. Αφετέρου, ελλείπει ολοσχερώς μαρτυρία που να τη θεμελιώνει. Σ’ αυτό το σημείο η έφεση επιτυγχάνει.

Διάφορη είναι η κατάληξή μας, ως προς τις γενικές αποζημιώσεις. Είναι γεγονός ότι η κατάσταση του εφεσείοντα ήταν [*194]επώδυνη για ένα χρονικό διάστημα. Αποκαταστάθηκε όμως η χρήση του χεριού και η απαίτηση, επέκεινα, περιορίζεται ουσιαστικά στον πόνο που δοκιμάζει ο εφεσείων κατά τη χρήση της παλάμης. Η δυσχέρεια την οποία αντιμετωπίζει δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να παρακωλύει τη χρήση του χεριού για οποιαδήποτε εργασία.

Το γεγονός ότι, αν εμείς είχαμε να καθορίσουμε τις γενικές αποζημιώσεις για τον πόνο και την ταλαιπωρία που υπέστη ο εφεσείων, θα αποδίδαμε κάπως μεγαλύτερο ποσό, δεν παρέχει έρεισμα για τον παραμερισμό αυτής της πτυχής της πρωτόδικης απόφασης. Όπως αναγνωρίζεται, μόνο όπου η αποζημίωση είναι, είτε καταφανώς υπερβολική, είτε καταφανώς χαμηλή, παρέχεται πεδίο για επέμβαση. Κατά τα άλλα, αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου ο καθορισμός των αποζημιώσεων.  Δε διαπιστώνουμε πεδίο για επέμβαση.

Το δεύτερο σκέλος της έφεσης απορρίπτεται.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς με έξοδα. 

Η πρωτόδικη απόφαση ως προς την ευθύνη παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση, βάσει της οποίας οι εφεσίβλητοι θα επωμισθούν ολόκληρη τη ζημία την οποία υπέστη ο εφεσείων.

Η πρωτόδικη απόφαση θα αναμορφωθεί, ανάλογα.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση ως προς την ευθύνη παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση, βάσει της οποίας οι εφεσίβλητοι θα επωμισθούν ολόκληρη τη ζημιά την οποία υπέστη ο εφεσείων.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο