Metalco (Heaters) Ltd ν. Kυριακής Nεοφύτου κ.ά. (1997) 1 ΑΑΔ 211

(1997) 1 ΑΑΔ 211

[*211]25 Φεβρουαρίου, 1997

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

METALCO (HEATERS) LTD

Εφεσείουσα,

v.

ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ Κ.Α.,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9337).

 

Aμέλεια — Εργατικό θανατηφόρο ατύχημα — Παράλειψη νόμιμου καθήκοντος εργοδότη να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προς εξασφάλιση ασφαλούς συστήματος εργασίας για εργοδοτούμενό του — Eπιμερισμός ευθύνης 60% στον εργοδότη και 40% στον αποβιώσαντα εργοδοτούμενο — Επικυρώθηκε από το Εφετείο.

Δίκαιο Aποδείξεως — Παραδοχή σε ποινική κατηγορία — Είναι αποδεκτή σε πολιτική διαδικασία επί του ιδίου θέματος.

Δίκη — Παρέμβαση Δικαστηρίου — Πρέπει να περιορίζεται εντός των ορίων που διασφαλίζουν ότι η διαδικασία διεξάγεται σύμφωνα με τους κανόνες της απόδειξης και της δικονομίας.

Την 3.3.1988 ο αποβιώσας Νεόφυτος Χριστοφή, υπεύθυνος για 17 χρόνια του συνεργείου της εφεσείουσας, ενώ ασχολείτο με άλλους εργάτες στην αντικατάσταση φθαρμένης μεταλλικής δεξαμενής, έπεσε στο έδαφος από ύψος 7 περίπου μέτρων με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του. Οι εφεσίβλητοι - ενάγοντες, με την ιδιότητά τους σαν διαχειριστές της περιουσίας του, εκίνησαν αγωγή εναντίον της εφεσείουσας εταιρείας για γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για τις ζημιές που υπέστησαν οι εξαρτώμενοί του σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 58 του Κεφ. 149. Οι γενικές και ειδικές αποζημιώσεις συμφωνήθηκαν, και παρέμεινε μόνο για εκδίκαση το θέμα της ευθύνης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ακροαματική διαδικασία κατέληξε ότι η ευθύνη του αποβιώσαντα ήταν 40% και της εφεσείουσας εταιρείας 60%. Εναντίον αυτής της απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση.

[*212]Λόγοι έφεσης:

(α)   Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα εταιρεία ευθύνεται για το ατύχημα ήταν εσφαλμένο, λόγω έλλειψης σχετικής μαρτυρίας. Επίσης δεν έγινε ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας, και τα ευρήματα του Δικαστηρίου ήταν αυθαίρετα ή δεν στοιχειοθετούσαν αμέλεια εκ μέρους της εφεσείουσας εταιρείας.

(β)   Παρέμβαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την εξέταση των μαρτύρων κατά παράβαση των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, του Δικαίου της Απόδειξης και των σχετικών επί του θέματος αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

(γ)   Ο καταμερισμός 60% ευθύνης στην εφεσείουσα εταιρεία ήταν εσφαλμένος.

Αποφασίστηκε ότι:

(α)     Ο ισχυρισμός του δικηγόρου της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την ενώπιόν του μαρτυρία δεν έχει αποδειχθεί. Το Δικαστήριο στην απόφασή του αξιολόγησε με λεπτομερείς αναφορές την ενώπιόν του μαρτυρία και απεδέχθη σχεδόν στην ολότητά της τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε για τους εφεσίβλητους.

     Η παραδοχή της εφεσείουσας εταιρείας σε ποινική κατηγορία για παράλειψη παροχής ασφαλούς συστήματος εργασίας στους εργοδοτουμένους της, έχει την έννοια παραδοχής των γεγονότων που την στοιχειοθετούν, είναι τυπική παραδοχή και αποδεκτή σε πολιτική διαδικασία.

     Σύμφωνα με το κοινό δίκαιο κάθε εργοδότης οφείλει στους εργοδοτούμενούς του το καθήκον να λαμβάνει κάθε εύλογη φροντίδα για την ασφάλειά τους. Το καθήκον του εργοδότη περιλαμβάνει την εξασφάλιση ασφαλούς μέρους εργασίας, την εξασφάλιση και συντήρηση ικανοποιητικού εξοπλισμού και την εξασφάλιση ασφαλούς συστήματος εργασίας.

     Η εφεσείουσα εταιρεία απέτυχε να εξασφαλίσει ασφαλές σύστημα εργασίας και παρέβηκε το επιβεβλημένο διά νόμου καθήκον της. Ως εκ τούτου η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα ευθύνεται για το ατύχημα είναι ορθή.

(β)     Η παρέμβαση του Δικαστηρίου κατά τη διάρκεια της ακροαματι[*213]κής διαδικασίας είναι επιτρεπτή, προς διασφάλιση της διεξαγωγής της διαδικασίας σύμφωνα με τους κανόνες της απόδειξης και της Δικονομίας και πρέπει να περιορίζεται εντός των ορίων αυτών.  Οι συχνές παρεμβάσεις πρέπει να αποφεύγονται. Η συχνότητα των παρεμβάσεων στην παρούσα υπόθεση, δεν ανέτρεψε την πορεία της δίκης ώστε να καθιστά τελικά τρωτή την απόφαση.

(γ)     Η κατανομή της ευθύνης γίνεται κάτω από ευρεία σκοπιά, με γνώμονα τη λογική και την κοινή εμπειρία. Ο καταμερισμός της ευθύνης αποτελεί, κατ’ εξοχή, έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι λειτουργεί κάτω από σωστή καθοδήγηση ως προς το νόμο.

     Στην παρούσα υπόθεση ο καταμερισμός της ευθύνης από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αντιστρατεύεται τα ευρήματα του Δικαστηρίου ή είναι έκδηλα εσφαλμένος ούτως ώστε να παρέχεται πεδίο για επέμβαση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Philippou v. Odysseos (1989) 1 C.L.R. 1,

Wilsons & Clyde Coal Co. Ltd. v. English [1938] A.C. 57,

Woods v. Durable Suites Ltd [1953] 2 All E.R. 391,

Christodoulou v. Angeli (1968) 1 C.L.R. 338,

Evangelou and Another v. Ambizas and Another (1982) 1 C.L.R. 41,

Charalambous and Another v. Kassapis  and Another (1988) 1 C.L.R. 25,

Αλεξάνδρου v. Λεβέντη και Άλλου (1996) 1 A.A.Δ. 420,

Ιορδάνου και Άλλες v. Κυριάκου και Άλλων (1996) 1 A.A.Δ. 1364.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Nικολαΐδης, Π.E.Δ.), που δόθηκε στις 7 Oκτωβρίου, 1994 (Aρ. Aγωγής 4204/88), με την οποία κατανεμήθηκε ευθύνη για ατύχημα σε ποσοστό 40% στον αποβιώσαντα και 60% στην εφεσείουσα εταιρεία.

[*214]Κ. Δημητριάδης, για την Εφεσείουσα.

Α. Μάγος, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Την 3.3.1988 ο αποβιώσας Νεόφυτος Χριστοφή, υπάλληλος της εφεσείουσας, ενώ ασχολείτο μαζί με άλλους εργάτες στην αντικατάσταση φθαρμένης μεταλλικής δεξαμενής, που ήταν τοποθετημένη σε μεταλλικό πύργο ύψους 6.50-7 μέτρων στην αυλή οικίας στη Λακατάμια, έπεσε στο έδαφος με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του.

Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες, με την ιδιότητά τους σαν διαχειριστές της περιουσίας του, εκίνησαν πολιτική αγωγή εναντίον της εφεσείουσας εταιρείας διεκδικώντας γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για τις ζημιές που υπέστη η περιουσία του και επίσης για τις ζημιές που υπέστησαν οι εξαρτώμενοί του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 58 του Κεφ. 149.

Πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας στο πρωτόδικο Δικαστήριο οι διάδικοι συμφώνησαν τις γενικές και ειδικές αποζημιώσεις στο συνολικό ποσό των £38.000.

Το μόνο θέμα που παρέμεινε για εκδίκαση ήταν το θέμα της ευθύνης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ακροαματική διαδικασία κατέληξε όπως κατανείμει την ευθύνη σε ποσοστά 40% στον αποβιώσαντα και 60% στην εφεσείουσα εταιρεία.

Εναντίον αυτής της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε η παρούσα έφεση.

Σαν λόγοι της έφεσης προβάλλονται οι εξής:

(α)       Ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι η εφεσείουσα εταιρεία ευθύνεται για το ατύχημα γιατί δεν υπήρξε μαρτυρία που να τείνει να την αποδείξει, ότι δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία, ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου ήσαν αυθαίρετα ή ότι το Δικαστήριο δεν κατέληξε σε καθόλου ευ[*215]ρήματα που να στοιχειοθετούν αμέλεια εκ μέρους της εφεσείουσας εταιρείας.

(β)       Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα επενέβαινε κατά την εξέταση των μαρτύρων σε κρίσιμα σημεία κατά παράβαση των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, του Δικαίου της Απόδειξης και των σχετικών επί του θέματος αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

(γ)        Ότι το Δικαστήριο λανθασμένα έχει καταμερήσει την ευθύνη στους διαδίκους επιρρίπτοντας ποσοστό ευθύνης 60% στην εφεσείουσα εταιρεία.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας ανέπτυξε τους λόγους 1, 3, 4 και 5 σε μία ενότητα, ορθώς κατά την άποψή μας, όπως συνοπτικά αναφέρονται στο στοιχείο (α) πιο πάνω. Θα ακολουθήσουμε την ίδια σειρά εξέτασης της έφεσης.

Είναι ο ισχυρισμός του δικηγόρου της εφεσείουσας ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τις συνθήκες της πτώσης του αποβιώσαντα από το μεταλλικό πύργο στο έδαφος της αυλής της οικίας. Ως ένα σημείο ο ισχυρισμός αυτός είναι ορθός. Υπάρχει όμως επαρκής και σταθερή μαρτυρία ότι ο αποβιώσας κατέπεσε στο έδαφος στην προσπάθειά του να ανεβεί στην κορυφή του πύργου για να αποσυνδέσει τη μεταλλική δεξαμενή και να την κατεβάσει, με τη βοήθεια γερανού, στο έδαφος.  Αυτή την εργασία διατάχθηκε από την εφεσείουσα να διενεργήσει και κατά την εκτέλεσή της συνέβηκε το ατύχημα.  Ο δικηγόρος της εφεσείουσας έφθασε στο σημείο να αμφισβητήσει και αυτό το γεγονός της πτώσης του αποβιώσαντα από το ύψος του μεταλλικού πύργου. Οι ισχυρισμοί του όμως αυτοί κρίνονται εντελώς ανεδαφικοί. Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο αποβιώσας κατέπεσε στο έδαφος από το ύψος του μεταλλικού πύργου ήταν εύλογο και συνάδει προς την παρουσιασθείσα μαρτυρία. Στην προσπάθειά του ο δικηγόρος της εφεσείουσας να μας πείσει περί του αντιθέτου, υπέβαλε ότι ο αποβιώσας δεν κρατούσε τον κάβουρα, εργαλείο για την αποσύνδεση της δεξαμενής, κατά την ανάβασή του στη στέγη της οικίας και ακολούθως στον πύργο, προφανώς για να υποστηρίξει ότι η πτώση του δεν συνέβηκε στην προσπάθειά του διεκπεραίωσης της εργασίας.  Ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν συνάδει με τη μαρτυρία. Ο βοηθός του αποβιώσαντα και αυτόπτης μάρτυρας (ΜΕ2) ρητά και σταθερά αναφέρει ότι ο αποβιώσας κρατούσε τον κάβουρα κατά την αναρρίχησή του επί του πύργου. Ο άλλος δε βοηθός του αποβιώ[*216]σαντα (ΜΕ5) αναφέρει στη μαρτυρία του ότι βρήκε τον κάβουρα στην κορυφή του πύργου μετά το δυστύχημα.

Περαιτέρω ο ισχυρισμός του δικηγόρου της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την ενώπιόν του μαρτυρία, κρίνεται σαν ανεδαφικός. Το Δικαστήριο στην απόφασή του αξιολόγησε με λεπτομερείς αναφορές την ενώπιόν του μαρτυρία και απεδέχθη σχεδόν στην ολοτητά της τη μαρτυρία που παρουσιάσθηκε για τους εφεσίβλητους. Εξάλλου η μαρτυρία που παρουσίασε η υπεράσπιση (εφεσείουσα εταιρεία) περιορίζετο στην κατάθεση του μοναδικού μάρτυρά της, ενός εκ των διοικητικών συμβούλων της, για την υπαλληλική σχέση του αποβιώσαντα με αυτή και ότι αυτός ήταν ο υπεύθυνος του συνεργείου.  Τις δύο αυτές θέσεις της υπεράσπισης το πρωτόδικο Δικαστήριο τις αξιολόγησε και τις αποδέχθηκε.

Ισχυρίζεται ο δικηγόρος της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να καταλήξει σε ευρήματα και υπαλλακτικά ότι τα ευρήματά του δεν ήταν ορθά.

Ο πρώτος ισχυρισμός δεν είναι ορθός. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε σαφή ευρήματα στην απόφασή του. Αναφέρει το Δικαστήριο στην απόφασή του ότι η εφεσείουσα παρέβηκε νόμιμο καθήκον που απορρέει από το Νόμο και τον Κανονισμό όπως φαίνεται από την παραδοχή τους στην ποινική υπόθεση αρ. 37673/88 και ότι η εφεσείουσα απέτυχε να παράσχει ασφαλές σύστημα εργασίας στους εργοδοτουμένους της.

Η εφεσείουσα εταιρεία για το υπό εκδίκαση ατύχημα, κατηγορήθηκε ενώπιον Ποινικού Δικαστηρίου με τέσσερις κατηγορίες, στις οποίες παραδέχθηκε ενοχή. Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Ποινικού Δικαστηρίου η εφεσείουσα αποδέχθηκε όλες τις λεπτομέρειες των κατηγοριών όπως αναφέρονται στο κατηγορητήριο. Οι λεπτομέρειες αυτές αναφέρονται σε παράλειψή της να παράσχει ασφαλή μέσα προσπέλασης, εξόδου και κατάλληλο δάπεδο εργασίας για τη διεκπεραίωση της εργασίας αντικατάστασης της φθαρμένης δεξαμενής που βρίσκετο σε μεταλλικό πύργο 7 μέτρων.  Περαιτέρω στις λεπτομέρειες των αδικημάτων αναφέρεται ότι η εφεσείουσα απέτυχε να παράσχει κιγκλιδώματα ή χειρολισθήρες, θωράκια ή άλλα κατάλληλα εμπόδια σε κάθε πλευρά του δαπέδου και επίσης απέτυχε να του παράσχει οποιαδήποτε άλλη προστασία, ως ειδική ζώνη ασφαλείας ή σχοινίο πρόσδεσης κατά την εκτέλεση της εργασίας του. Ο δικηγόρος της εφεσείουσας αγορεύοντας στο Ποινικό Δικαστήριο για μετριασμό της ποινής [*217]αποδέχθηκε πλήρως τις πιο πάνω παραλείψεις της.

Στην υπόθεση Philippou v. Odysseos (1989) 1 C.L.R. 1, έχει νομολογηθεί ότι η παραδοχή σε ποινική κατηγορία έχει την έννοια παραδοχής των γεγονότων που την στοιχειοθετούν, είναι τυπική παραδοχή και αποδεκτή σε πολιτική διαδικασία.

Στη σελίδα 10 της πιο πάνω απόφασης αναφέρεται:

“By the plea of guilty an accused person admits the offence charged, i.e. the acts charged and the application of the Law thereto - R. v. Riley, 18 Cox 285. This is a formal admission. It is admissible in civil litigation. It is evidence of the negligence and of the acts which constitute the careless driving. It is noteworthy that the negligence sufficient to establish civil liability is all that is required to support a conviction in criminal proceedings under section 8 of the Motor Vehicles and Road Traffic Law, 1972 (Law No. 86/72) under which the respondent - accused was charged - (Charalambous v. Police (1982) 2 C.L.R. 134).”

Και στη σελίδα 11 συνεχίζει:

“In the present case counsel for the accused - respondent said before the criminal Court:

“Accused pleads guilty with full reservation of rights to allege and prove contributory negligence on behalf of the complainant, in view of the fact that he failed to take avoiding action.”

This statement was made in the presence of the accused by his counsel and binds the accused.

The respondent was an officer in the National Guard, in full possession of his senses and with competent legal advice.  He pleaded guilty and no reason in law or justice was shown to allow him to retract before the civil Court.”

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε κατά τη γνώμη μας σε ορθά ευρήματα και συμπεράσματα αφού αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του.

Σύμφωνα με το κοινό δίκαιο κάθε εργοδότης οφείλει στους εργοδοτούμενούς του το καθήκον να λαμβάνει κάθε εύλογη φρο[*218]ντίδα για την ασφάλειά τους. (Wilsons & Clyde Coal Co. Ltd. v. English [1938] A.C. 57). Το καθήκον του εργοδότη περιλαμβάνει την εξασφάλιση ασφαλούς μέρους εργασίας, την εξασφάλιση και συντήρηση ικανοποιητικού εξοπλισμού και την εξασφάλιση ασφαλούς συστήματος εργασίας. (Βλέπε: Woods v. Durable Suites Ltd. [1953] 2 All E.R. 391 και Christodoulou v. Angeli (1968) 1 C.L.R. 338).

Η εφεσείουσα εταιρεία απέτυχε να εξασφαλίσει ασφαλές σύστημα εργασίας και παρέβηκε νόμιμο καθήκον που το επιβάλλει ο Νόμος. Ορθά κατά συνέπεια το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε τελικά στην απόφασή του ότι η εφεσείουσα ευθύνεται για το ατύχημα.

Άλλος λόγος έφεσης που πρόβαλε ο δικηγόρος της εφεσείουσας είναι ο ισχυρισμός ότι η συχνή και σε καίρια σημεία της μαρτυρίας επέμβαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ανεπίτρεπτη αφού εκθεμελίωνε τον κατ’ αντιμωλία χαρακτήρα της δίκης.

Το Δικαστήριο κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας μπορεί να παρεμβαίνει ούτως ώστε να διασφαλισθεί ότι η διαδικασία διεξάγεται σύμφωνα με τους κανόνες της απόδειξης και της δικονομίας και πρέπει να αποφεύγει ανάμιξή του πέραν των ορίων αυτών.

Η θέση αυτή διαγράφεται στην υπόθεση Evangelou and Another v. Ambizas and Another (1982) 1 C.L.R. 41, όπου στις σελίδες 61-62 αναφέρεται:

“Although a judge may intervene in order to ensure that the proceedings follow the course ordained by the rules of evidence and procedure, he must avoid interfering beyond the limits indicated above, and especially refrain from passing unnecessary comments that may create the impression of his descending into the arena of trial. A judge must invariably distance himself from the conflict that unfolds before him and maintain strictly his arbitral position throughout the proceedings. (See, Jones v. National Coal Board [1957] 2 All E.R. 155, and Yianni v. Yianni [1966] 1 All E.R. 231). Any departure from this stance of aloofness may compromise, in the eyes of the litigants, as well as third parties, his impartiality.  It is upon the unquestionable impartiality of the judiciary that the rule of law rests. (See, Duport Steels Ltd. & Others v. Sirs and Others [1980] 1 All E.R. 529(H.L.)).”

[*219]Στην υπό εκδίκαση υπόθεση έχουμε μελετήσει όλες τις παρεμβάσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις οποίες μας παρέπεμψε ο δικηγόρος της εφεσείουσας. Παρόλο που οι επεμβάσεις αυτές ήταν πράγματι συχνές, πράγμα ανεπιθύμητο, εν τούτοις έχουμε καταλήξει ότι η παρέμβαση του Δικαστηρίου δεν ανέτρεψε την πορεία της δίκης που να καθιστά τελικά τρωτή την απόφασή του.

Το τελευταίο παράπονο του δικηγόρου της εφεσείουσας αναφέρεται στον καταμερισμό της ευθύνης όπως κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Είναι ο ισχυρισμός του ότι με την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο αποβιώσας ήταν ο υπεύθυνος του συνεργείου και ότι είχε πείρα 17 χρόνων έπρεπε να του καταμερισθεί ευθύνη μεγαλύτερη του 40%.

Όπως διαπιστώνεται στον επιμερισμό της ευθύνης επέδρασε ουσιωδώς το γεγονός ότι ο αποβιώσας ήταν ένας έμπειρος εργάτης που ασχολείτο με την ίδια εργασία για διάστημα 17 χρόνων και ότι ήταν ο υπεύθυνος του συνεργείου που ασχολείτο με την αντικατάσταση της μεταλλικής δεξαμενής.

Η κατανομή της ευθύνης γίνεται κάτω από ευρεία σκοπιά, με γνώμονα τη λογική και την κοινή εμπειρία. (Βλέπε: Charalambous v. Kasapis (1988) 1 C.L.R. 25). Ο καταμερισμός της ευθύνης αποτελεί, κατ’ εξοχήν, έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι λειτουργεί κάτω από σωστή καθοδήγηση ως προς το νόμο. (Βλέπε: Αλεξάνδρου v. Λεβέντη, Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 8452 και 8463, ημερομηνίας 24.4.1996 και Ειρήνη Ιορδάνου και Άλλες v. Γιάγκου Κυριάκου, Πολιτική Έφεση Αρ. 9081, ημερομηνίας 20.12.1996).

Στην παρούσα υπόθεση δεν έχουμε πεισθεί ότι ο καταμερισμός της ευθύνης από το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιστρατεύεται τα ευρήματα του Δικαστηρίου ή είναι έκδηλα εσφαλμένος ούτως ώστε να μας παρέχεται πεδίο για επέμβαση.  Και ο λόγος αυτός της έφεσης κρίνεται σαν ανεδαφικός.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο