Mεστάνας Σταύρος (1997) 1 ΑΑΔ 241

(1997) 1 ΑΑΔ 241

[*241]4 Μαρτίου, 1997

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΜΕΣΤΑΝΑ ΕΝΑΓΟΝΤΑ ΚΑΙ ΑΙΤΗΤΗ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 28/1/97 ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ 3336/92 ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΓΙΑ ΆΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ

ΑΚΥΡΩΤΙΚΟ (CERTIORARI) ΚΑΙ/Η ΕΝΤΑΛΜΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ (WRIT OF PROHIBITION)

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 11/2/97 ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΕΡΡΙΨΕ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΧΩΡΙΣ ΠΡΩΤΑ ΝΑ

ΑΚΟΥΣΕΙ ΤΟΝ ΑΙΤΗΤΗ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 28/1/97 ΚΑΙ/Η ΠΑΡΕΛΕΙΨΕ ΝΑ ΕΠΙΛΗΦΘΕΙ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΑΝ ΤΟΥ ΖΗΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΙΤΗΤΗ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΆΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Αίτηση Αρ. 23/97).

 

Προνομιακά εντάλματα — Certiorari και Prohibition — Αίτηση για χορήγηση άδειας καταχώρησης αίτησης με σκοπό την έκδοση ενταλμάτων certiorari και prohibition εναντίον απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε αίτημα για αναβολή ακρόασης της αγωγής, πριν την εξέταση αίτησης για αναστολή, που ήταν ορισμένη κατά την ίδια ημερομηνία με την ακρόαση — Κρίθηκε ότι το εγερθέν θέμα δεν αφορούσε την νομιμότητα της απόφασης αλλά την ορθότητά της που προέκυψε από λάθος πραγματικό, για το οποίο είχε μερίδιο ευθύνης και ο ίδιος ο αιτητής — Δεν διαπιστώθηκαν οι  εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας στην προκείμενη περίπτωση, όπου υπήρχε και εναλλακτικό ένδικο μέσο.

Προνομιακά εντάλματα — Certiorari — Ποία η εμβέλεια του εν λόγω [*242]προνομιακού εντάλματος.

Με την παρούσα αίτηση τίθενται προς εξέταση δύο ζητήματα:

α) η μη εξέταση της αίτησης για αναστολή, ορισμένης για ακρόαση κατά την ημερομηνία ακρόασης της αγωγής, και

β) σχόλιο του Δικαστηρίου ότι οι λόγοι που προτάθηκαν για αναβολή ήταν εν πολλοίς ακατανόητοι.

Τα γεγονότα είναι εν συντομία τα εξής:

Ο αιτητής, ενάγων σε αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας αδυνατούσε να εξεύρει και να διατηρήσει δικηγόρο της αρεσκείας του για την ακρόαση της υπόθεσής του. Το Δικαστήριο του παραχώρησε πολλές αναβολές. Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας καταχώρησε αίτηση για τροποποίηση, η οποία επετράπη μερικώς.  Στη συνέχεια καταχώρησε έφεση και έκτοτε επεδίωκε τη μετάθεση της ακρόασης της αγωγής σε χρόνο μετά την έκδοση απόφασης στην έφεση.  Ο αιτητής που παρουσιαζόταν πάντοτε χωρίς δικηγόρο, ζήτησε την τελευταία αναβολή παρουσιάζοντας ιατρικό πιστοποιητικό με κάποια προβλήματα υγείας τα οποία αντιμετώπιζε, τα οποία όμως δεν δικαιολογούσαν την αναβολή.  Στο μεταξύ καταχώρησε αίτηση για αναστολή η οποία ορίστηκε την ίδια ημέρα με την ακρόαση της αγωγής. Η άλλη πλευρά έφερε ένσταση στην αναβολή της υπόθεσης και το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για αναβολή.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε την ύπαρξη της αίτησης για αναστολή ούτως ώστε να την επιληφθεί πριν από την αίτηση για αναβολή.  Σ’ αυτό είναι υπαίτιος και ο αιτητής ο οποίος δεν κατέστησε σαφές ότι επρόκειτο για καταχωρηθείσα αίτηση ορισμένη για ακρόαση εκείνη την ημέρα.  Αποτέλεσμα αυτού ήταν το δικαστήριο να σχηματίσει την εντύπωση ότι επρόκειτο για προφορικό αίτημα.  Ότι συνέβηκε δεν θέτει προς εξέταση θέμα νομιμότητας αλλά ζήτημα ορθότητας που προέκυψε από λάθος πραγματικό.

2.  Το πρόβλημα δεν προέκυψε από αδυναμία του Δικαστηρίου να αντιληφθεί, αλλά του αιτητή να στοιχειοθετήσει. Ως εκ τούτου η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι δεν προβλήθηκε λόγος που να δικαιολογούσε την αναβολή ήταν εξ αντικειμένου ορθή και η κατάληξη αναπόφευκτη.

[*243]Η αίτηση απορρίφθηκε.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250,

Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,

Περέλλα Tζεννάρο (Aρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,

Attorney-General v. Christou (1962) C.L.R. 129.

Aίτηση.

Aίτηση για άδεια του Δικαστηρίου για καταχώρηση αίτησης για την έκδοση προνομιακών διαταγμάτων certiorari και prohibition αναφορικά με την Aγωγή Aρ. 3336/92 του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος (A. Kραμβής, Πρ.E.Δ.).

Σ. Δράκος, για τον Αιτητή.

NIKOΛAOY, Δ.: Aνάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Με την παρούσα αίτηση επιδιώκεται η χορήγηση άδειας για την καταχώρηση αίτησης προς έκδοση εντάλματος certiorari. Προϋπόθεση για την άδεια είναι η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης με την έννοια της συζητήσιμης υπόθεσης χωρίς αναφορά προς ο,τιδήποτε θα μπορούσε να αντιταχθεί: βλ. In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250.  Η ύπαρξη όμως αυτής της προϋπόθεσης δεν προεξοφλεί την έκβαση. Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου δεν ασκείται υπέρ της χορήγησης άδειας όπου προσφέρεται άλλο κατάλληλο ένδικο μέσο εκτός εάν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που καθιστούν απαραίτητο τον έλεγχο με certiorari: βλ. Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41. Την εμβέλεια του εντάλματος δεν παρίσταται ανάγκη να τη συζητήσω. Εκτίθεται συνοπτικά στην απόφαση Τζεννάρο Περέλλα, Πολ. Έφ. 9169, ημερ. 18 Ιουλίου 1995. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα (σελ. 9):

“Η εμβέλεια του προνομιακού εντάλματος certiorari, όπως την αναγνώρισε τελικά η σύγχρονη αγγλική νομολογία, παρέχει δυνατότητα για άσκηση ελέγχου από ανώτερο προς κατώτερο δικαστήριο - όχι όμως αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου - με προοπτική την επέμβαση, είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη, είτε όπου προκύπτει στην όψη του ‘πρακτικού’ της απόφανσης του κατώτερου δι[*244]καστηρίου προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας.”

Σε προηγούμενη νομολογία αναφέρονται ως εμπίπτουσες στο πεδίο που καλύπτει το ένταλμα και περιπτώσεις προκατάληψης ή συμφέροντος από μέρους του λαμβάνοντος την απόφαση όπως και η λήψη απόφασης με δόλο ή ψευδορκία: βλ. The Attorney-General v. Panayiotis Christou (1962) C.L.R. 129.  Αυτές όμως οι περιπτώσεις φαίνεται να κατατάσσονται από την Αγγλική νομολογία ως εκφάνσεις υπέρβασης εξουσίας και εντάσσονται ως εκ τούτου  στα όρια που θέτει η Τζεννάρο Περέλλα (ανωτέρω).

Υποβάλλεται συνάμα και αίτημα για χορήγηση άδειας να καταχωρηθεί αίτηση προς έκδοση εντάλματος prohibition.  Τα όσα όμως τέθηκαν ενώπιόν μου καθιστούν αυτό το αίτημα χωρίς καμιά απολύτως προοπτική. Ούτε και προωθήθηκε με την αγόρευση του συνήγορου του αιτητή.  Απορρίπτεται λοιπόν συνοπτικά.

Οι εξελίξεις που οδήγησαν στην παρούσα αίτηση συνοψίζονται ως εξής.  Ο αιτητής ήταν ενάγων στην αγωγή με αρ. 3336/92 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην οποία εκδόθηκε προς όφελός του προσωρινό διάταγμα για μη αποξένωση ή επιβάρυνση του επίδικου κτήματος. Από ενωρίς προέκυψε πρόβλημα αναφορικά με την πορεία της αγωγής εξ αιτίας της αδυναμίας του να εξεύρει και να διατηρήσει για την ακρόαση  δικηγόρο της αρεσκείας του. Ενόψει τούτου το δικαστήριο παραχώρησε πολλές αναβολές. Σε κάποιο στάδιο ο αιτητής καταχώρησε αίτηση για τροποποίηση. Με απόφαση ημερ. 22 Φεβρουαρίου 1996 η τροποποίηση επιτράπηκε μερικώς. Ο αιτητής ακολούθως καταχώρησε έφεση και έκτοτε επιδίωκε τη μετάθεση της ακρόασης της αγωγής σε χρόνο μετά την έκδοση απόφασης στην έφεση. Κατά την πρότελευταια φορά που ήταν ορισμένη η αγωγή για ακρόαση, ήτοι την 19 Δεκεμβρίου 1996, ο αιτητής υπέβαλε νέα παράκληση για τον ίδιο σκοπό. Το δικαστήριο επεσήμανε ότι δεν υπήρχε προς εξέταση αίτηση για αναστολή και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατό να ανακοπεί η πορεία της υπόθεσης.  Παραχώρησε ωστόσο - με δισταγμό καθώς ανέφερε - ακόμα μία αναβολή έτσι ώστε να μπορέσει ο αιτητής τελικά να διορίσει δικηγόρο για την ακρόαση.

Κατά την 11 Φεβρουαρίου 1997, που ήταν η νέα ημερομηνία ακρόασης, το δικαστήριο δήλωσε ότι ήταν έτοιμο να προχωρήσει με την ακρόαση της αγωγής.  Ο αιτητής, που και πάλι εμφανιζόταν χωρίς συνήγορο, ανέφερε τότε τα εξής:

[*245]

“Κύριε Δικαστά ήθελα να ληφθεί αν είναι δυνατόν σοβαρά η αίτησή μου για αναστολή και εκτός του ότι θα υποβάλει (sic) την αίτησή μου προς αναστολή θέλω να προσθέσω μερικά άλλα ζητήματα αν είναι δυνατόν.”

Το δικαστήριο τον ερώτησε αν ήταν έτοιμος για την ακρόαση της υπόθεσης και ο ενάγων απάντησε αρνητικά. Πρόσφερε δε εξηγήσεις με αναφορά στο ιστορικό από μία δική του προσωπική σκοπιά, με ασάφεια και κάπως ασυνάρτητη διάρθρωση. Δεν επρόκειτο για πρόβλημα γλωσσικής επάρκειας αλλά πληρότητας σκέψης και συνειρμού. Τίποτε δεν ανέφερε που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αναβολή. Σε μία ύστατη όμως προσπάθεια παρουσίασε και ιατρικό πιστοποιητικό αναφορικά με ορισμένα χρόνια προβλήματα υγείας τα οποία αντιμετώπιζε. Αλλά ούτε και αυτά, καθώς ήταν προφανές, δεν δικαιολογούσαν την αναβολή. Ο συνήγορος της άλλης πλευράς ενέστη στην αναβολή της υπόθεσης. Το δικαστήριο αποσύρθηκε και κατόπιν διαλείμματος εξέδωσε απόφαση με την οποία, στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, απέρριψε το αίτημα - όπως το αντιλήφθηκε - για αναβολή.

Με την παρούσα αίτηση τίθενται προς εξέταση δύο ζητήματα:

α) η μη εξέταση προηγουμένως της αίτησης για αναστολή ημερ.  28 Ιανουαρίου 1997 ορισμένης και εκείνης για ακρόαση κατά την ίδια ημερομηνία με την ακρόαση της αγωγής· και

β) σχόλιο του δικαστηρίου ότι οι λόγοι που προτάθηκαν για αναβολή ήταν εν πολλοίς ακατανόητοι.

Αρχίζω με το δεύτερο, παραθέτοντας το σχετικό απόσπασμα:

“Ο Ενάγων σήμερα ζητά ξανά νέα αναβολή επικαλούμενος εν πολλοίς ακατανόητους λόγους οι οποίοι εν πάση περιπτώσει συνοπτικά αποφαίνομαι ότι δεν δικαιολογούν υπό τις περιστάσεις την αναβολή.”

Αγορεύοντας ενώπιόν μου ο συνήγορός του εισηγήθηκε ότι η κατάληξη δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί με αναφορά σε λόγους που δεν είχαν γίνει κατανοητοί από το δικαστήριο. Τα όσα είχε αναφέρει ο αιτητής στο δικαστήριο τα έχω ήδη περιγράψει.  Και εξηγούν τον χαρακτηρισμό που τους έδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο ως λόγων προορισμένων να στηρίξουν το ενδεχόμενο ακόμα μιας αναβολής.  Το πρόβλημα δεν προέκυπτε από αδυνα[*246]μία του δικαστηρίου να ακούσει και να αντιληφθεί αλλά του αιτητή να στοιχειοθετήσει. Η διαπίστωση λοιπόν του δικαστηρίου ότι δεν προβλήθηκε λόγος που να δικαιολογούσε την αναβολή ήταν εξ αντικειμένου ορθή και η κατάληξη αναπόφευκτη.

Ως προς το πρώτο ζήτημα, είναι αυτονόητο ότι η φυσιολογική δικονομική σειρά επέβαλλε την εξέταση πρώτα της αίτησης για αναστολή. Η μη εξέτασή της όμως κατά προτεραιότητα δεν μου φαίνεται να ήταν το αποτέλεσμα απόφασης, έτσι ώστε να προκύπτει με την κατάληξή της νομικό σφάλμα, αλλά αποτυχίας αναφορικά με την επισήμανση μιας πραγματικότητας, ήτοι, της ύπαρξης της αίτησης για να της επιληφθεί το δικαστήριο.  Είναι νομίζω σχετικό το ότι κατά την προηγούμενη ημερομηνία που η αγωγή ήταν ορισμένη για ακρόαση, το δικαστήριο είχε εξηγήσει στον αιτητή ότι δεν ήταν δυνατό να εξεταστεί θέμα αναστολής στην απουσία σχετικής αίτησης.  Και δεν υπάρχει στο πρακτικό της τελευταίας ημερομηνίας οτιδήποτε που να δείχνει ότι το δικαστήριο είχε υπόψη του την στο μεταξύ καταχωρισθείσα αίτηση και επέλεξε να την αγνοήσει. Απλώς το δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε την ύπαρξη της αίτησης. Σε αυτό δεν ήταν αμέτοχος ευθύνης και ο ίδιος ο αιτητής ο οποίος παρέλειψε να προβεί στην αναγκαία εξειδίκευση όταν αναφέρθηκε σε αίτησή του για αναστολή. Δεν κατέστησε σαφές ότι επρόκειτο για καταχωρισθείσα αίτηση ορισμένη για ακρόαση εκείνη την ημέρα.  Με αποτέλεσμα το δικαστήριο να σχηματίσει, καθώς μου φαίνεται, την εντύπωση ότι επρόκειτο για νέο προφορικό αίτημα. Δεν είναι ανάγκη να συζητήσω εδώ τις επιπτώσεις.  Κατά την άποψή μου ό,τι συνέβηκε θέτει προς εξέταση μόνο ζήτημα ορθότητας που προέκυψε από λάθος πραγματικό και όχι ζήτημα νομιμότητας. Συνεπώς δεν προσφέρεται δυνατότητα ελέγχου με το επιδιωκόμενο προνομιακό ένταλμα.

Προσθέτω όμως και το εξής.  Αν κατέληγα πως εγειρόταν ζήτημα νομιμότητας αντί απλώς ορθότητας, θα απέστεργα το παρόν αίτημα δεδομένου ότι προσφέρεται  το ένδικο μέσο της έφεσης και δεν διακρίνω εξαιρετική περίσταση που θα καθιστούσε απαραίτητο τον έλεγχο με certiorari. Αν είναι η βραχύτητα του χρόνου εκδίκασης που ενδιαφέρει, διαθέτει και το Εφετείο δυνατότητα για σύντομη εκδίκαση ανάλογα με τις ανάγκες.

Η αίτηση απορρίπτεται.

H αίτηση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο