(1997) 1 ΑΑΔ 336
[*336]9 Απριλίου, 1997
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ, ΩΣ TRUSTEE ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ, ΠΤΩΧΕΥΣΑΝΤΑ, ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
v.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΦΡΕΜ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΗΣ,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 8976, 8987, 9070 & 9072).
Αστικά αδικήματα — Αποζημιώσεις — Δόλια μεταβίβαση ακινήτου — Αγωγή για αποζημιώσεις κατά του κτηματομεσίτη, της υπαλλήλου του και του πιστοποιούντος υπαλλήλου — Έκδοση απόφασης εκ συμφώνου κατά του κτηματομεσίτη για συγκεκριμένο ποσό αποζημιώσεων — Κατά πόσο το Δικαστήριο εκωλύετο να εκδώσει απόφαση για μεγαλύτερο ποσό εναντίον των άλλων εναγομένων για την ίδια ζημιά στην ίδια αγωγή — Ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ. 148, Άρθρο 11 — Εφαρμοστέες αρχές.
Πολιτική Δικονομία — Τροποποίηση δικογράφων — Έκδοση απόφασης για επιδίκαση αποζημιώσεων με οδηγίες για τροποποίηση της εκθέσεως απαιτήσεως ώστε να περιλαμβάνει τα επιδικασθέντα ποσά των αποζημιώσεων — Η τροποποίηση κρίθηκε ανεπίτρεπτη αναφορικά με έξοδα τα οποία δεν εστοιχειοθετούντο από τα γεγονότα της εκθέσεως απαιτήσεως — Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.19, θ. 4 — Δυνατότητα για παροχή θεραπείας η οποία στοιχειοθετείται από τα γεγονότα της εκθέσεως απαιτήσεως, εφ’ όσον αποδεικνύονται στη δίκη.
Αστικά αδικήματα — Παράβαση θέσμιου καθήκοντος — Πιστοποιών υπάλληλος πιστοποίησε το γνήσιο της ψευδούς υπογραφής της εφεσείουσας 3 σε πλαστό πληρεξούσιο έγγραφο για μεταβίβαση οικοπέδου χωρίς να βεβαιωθεί για την ταυτότητά της — Ο περί Πιστοποιούντων Υπαλλήλων Νόμος, Κεφ. 39, Άρθρο 7 — Ποίες οι προϋποθέσεις ζημιωθέντα για έγερση αγωγής και διεκδίκηση αποζημιώσεων.
Αστικά αδικήματα — Αδικοπραγούντες — Έκδοση απόφασης ενα[*337]ντίον τους μαζί και χωριστά χωρίς καταμερισμό του ποσοστού της ζημιάς που προκάλεσε κάθε ένας απ’ αυτούς — Κρίθηκε ορθή εν όψει του ότι η ζημιά που προκλήθηκε ήταν μία και αδιαχώριστη και δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία ανταλλαγής δικογράφων σαν αποτέλεσμα της ειδοποίησης καταμερισμού.
Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Καθορίζουν το πλαίσιο εντός του οποίου διεξάγεται η δίκη — Είναι δυνατή η τροποποίηση της εκθέσεως απαιτήσεως για συμπερίληψη αξίωσης του ενάγοντα, χωρίς τροποποίηση της οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλματος — Η εισαγωγή νέας αιτίας αγωγής είναι ανεπίτρεπτη — Οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί Δ.20, θ.1Α.
Mαρτυρία — Αξιολόγηση μαρτυρίας — Αξιοπιστία μαρτύρων — Εφαρμοστέες αρχές.
Κατά ή περί τον Μάϊο του 1986, ο Κύπρος Κυπριανού, κτηματομεσίτης, χρησιμοποιώντας πλαστό πληρεξούσιο στο οποίο υπέγραψε ψευδώς με το όνομα Παρασκευού Κυριάκου η υπάλληλός του, εφεσείουσα 3, μεταβίβασε στην εφεσίβλητη 2 το ½ μερίδιο ενός οικοπέδου στην Αγλαντζιά αντί του ποσού των ΛΚ6.500. Σε μεταγενέστερο χρόνο, ο Κυπριανού χρησιμοποιώντας το ίδιο πλαστό πληρεξούσιο, μεταβίβασε στον εφεσίβλητο 1, σύζυγο της εφεσίβλητης 2, το υπόλοιπο ½ μερίδιο του οικοπέδου αντί και πάλι του ποσού των ΛΚ6.500. Το οικόπεδο ανήκε σε κάποια Παρασκευού Κυριάκου, μητέρα της εφεσείουσας 3. Ο εφεσείων 2, πιστοποιών υπάλληλος, πιστοποίησε το γνήσιο της ψευδούς υπογραφής της εφεσείουσας 3, στο πλαστό πληρεξούσιο έγγραφο που έδιδε δικαίωμα μεταβίβασης του οικοπέδου στον Κυπριανού, χωρίς να βεβαιωθεί για την ταυτότητά της και με αυτό τον τρόπο κατέστη δυνατή η μεταβίβαση της κυριότητας του οικοπέδου στους αγοραστές, οι οποίοι κατέβαλαν στον Κυπριανού το τίμημα της αγοράς.
Όταν αποκαλύφθηκε ο δόλος, η Παρασκευού Κυριάκου, κίνησε την αγωγή υπ’ αρ. 4906/87 κατά του Κυπριανού, του εφεσείοντος 2 και των εφεσιβλήτων στην οποία οι εφεσίβλητοι δέκτηκαν ακύρωση της εγγραφής του οικοπέδου επ’ ονόματί τους και την επανεγγραφή του στο όνομα της ιδιοκτήτριας. Επίσης δέκτηκαν την πληρωμή ΛΚ881.- ως έξοδα υπολογισθέντα από τον Πρωτοκολλητή και διατάχθηκαν να πληρώσουν ΛΚ10.05 έξοδα έκδοσης της απόφασης, πλέον τόκο προς 6% ετησίως από 8.1.90 μέχρι εξοφλήσεως.
Ο Κυπριανού εν τω μεταξύ κήρυξε πτώχευση. Οι εφεσίβλητοι, σε αγωγή που κίνησαν κατά της Επισήμου Παραλήπτου σαν κατα[*338]πιστευματοδόχου της περιουσίας του, αξιούσαν ΛΚ20.000 σαν αποζημιώσεις με βάση την αξία του οικοπέδου κατά τον χρόνο της αγωγής.
Η Επίσημος Παραλήπτης, δέκτηκε εκ συμφώνου απόφαση για το ποσό των ΛΚ8.000. Η αγωγή ακολούθως προχώρησε μεταξύ των εφεσιβλήτων και των εφεσειόντων και το Δικαστήριο στις 31.5.93 εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων μαζί και χωριστά για το ποσό των ΛΚ13.892,05, με τόκο 6% ετησίως επί του ποσού των ΛΚ892,05 από 8.1.90 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον έξοδα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέκτηκε ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν απώλεια ΛΚ13.000, που αφορούσε το τίμημα της αγοράς του οικοπέδου, καθώς επίσης και την απώλεια του ποσού των ΛΚ881.- που αντιπροσώπευε τα δικηγορικά έξοδα στα οποία καταδικάσθηκαν στην αγωγή αρ. 4906/87, πλέον ΛΚ11,05 έξοδα ετοιμασίας της απόφασης πλέον τόκο επί του ποσού των ΛΚ892,05 προς 6% ετησίως από 8.1.90 μέχρι πλήρους εξοφλήσεως.
Επειδή οι εφεσίβλητοι δεν αξίωσαν με την Έκθεση Απαιτήσεως τους τα πιο πάνω ποσά της απόφασης, το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπό όρους, διάταξε δηλαδή την τροποποίηση των δικογράφων τους ούτως ώστε να διατυπώνεται η αξίωση αυτή σαν ειδική ζημιά που υπέστησαν. Οι εφεσείοντες ενέστησαν στην αίτηση για τροποποίηση. Στις 17.11.93 το Δικαστήριο επέτρεψε την τροποποίηση, και ακολούθησε η καταχώρηση της τροποποιημένης Έκθεσης Απαιτήσεως.
Η έφεση 8987 της εφεσείουσας 3 απορρίφθηκε. Απέμειναν προς εκδίκαση οι υπόλοιπες τρεις εφέσεις οι οποίες καταχωρήθηκαν από τον εφεσείοντα 2 εναντίον των εφεσιβλήτων.
Λόγοι έφεσης:
1. Η απόφαση του Δικαστηρίου για έκδοση απόφασης εναντίον των Εναγομένων 2 και 3 για ποσό μεγαλύτερο των ΛΚ8.000 είναι εσφαλμένη εν όψει της εκ συμφώνου αποδοχής απόφασης εναντίον του Κυπριανού για ποσό ΛΚ8.000. (Ο δικηγόρος του εφεσείοντα επικαλέσθηκε προς υποστήριξη του λόγου αυτού την επιφύλαξη (β) του άρθρου 11 του Κεφ. 148, βασιζόμενος στη θέση ότι το εν λόγω άρθρο είναι πανομοιότυπο με το Αγγλικό άρθρο 6 του Law Reform (Married Women and Tortfeasors) Act 1935.
2. Η απόφαση για τροποποίηση για το θέμα των δικηγορικών εξόδων και τόκων στην αγωγή αρ. 4906/87, είναι εσφαλμένη, αφού [*339]επέτρεπε την εισαγωγή νέας θεραπείας η οποία δεν εστοιχειοθετείτο από τα γεγονότα της εκθέσεως απαιτήσεως των εφεσιβλήτων. Επίσης δεν απεδείχθη η ζημιά αυτή αφού δεν δόθηκε μαρτυρία, με αποτέλεσμα να στερηθεί ο εφεσείων 2 της δυνατότητας αντεξέτασης και το θέμα των εξόδων δεν ήταν επίδικο θέμα.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επέτρεψε τις αιτούμενες τροποποιήσεις, οι οποίες υπερέβαιναν τις οδηγίες του Δικαστηρίου ημερ. 31.5.93 και/ή έγιναν χωρίς εξουσιοδότηση από το Δικαστήριο. Η πιο πάνω απόφαση ήταν κοινή του υπολογισμού των ζημιών των εναγόντων/εφεσιβλήτων, και δεν έδιδε δικαίωμα διεκδίκησης αποζημιώσεων για τις ζημιές που υπέστησαν χωριστά ή αξίωσης σε χωριστές θεραπείες.
4. Ο περί Πιστοποιούντων Υπαλλήλων Νόμος, Κεφ. 39, δεν παρέχει αγώγιμο δικαίωμα σε ιδιοκτήτη να κινήσει αγωγή για αποζημιώσεις για παράβαση θέσμιου καθήκοντος.
5. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εκδίδοντας απόφαση μαζί και χωριστά εναντίον των εφεσειόντων, έπρεπε να προβεί σε καταμερισμό των αποζημιώσεων μεταξύ τους, αφού οι εφεσείοντες προέβησαν σε διαφορετικές αδικοπραξίες. Επίσης η εφεσείουσα έπρεπε να καταδικαστεί σε μεγαλύτερες αποζημιώσεις, λόγω του ότι κρίθηκε ένοχη δόλου και απάτης, ενώ ο εφεσείων 2, ένοχος αμέλειας και παράβασης καθήκοντος.
6. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε την τροποποίηση των δικογράφων λόγω του ότι:
α) Δεν υλοποιήθηκε εντός της προθεσμίας που έθεσε το Δικαστήριο για τροποποίηση.
β) Η αίτηση για τροποποίηση δεν ήταν μέσα στο πνεύμα και το νόημα της απόφασης της 31.5.93.
γ) Το Δικαστήριο εστερείτο εξουσίας να τροποποιήσει δικόγραφα χωρίς αίτηση.
δ) Η απόφαση της 31.5.93 κατέστη ανενεργός ή/και μη εκτελεστή αφού οι εφεσίβλητοι παρέβησαν τον όρο της για τροποποίηση των δικογράφων εντός 21 ημερών.
7. Ο εφεσίβλητος δεν απέδειξε την ζημιά των ΛΚ6.500.- την οποία επεδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
[*340]8. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ήταν εντελώς αναξιόπιστος είναι εσφαλμένο.
9. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων αθέτησε το θέσμιο καθήκον του έναντι των εναγόντων και εσφαλμένα δεν τοποθετήθηκε πάνω στο νομικό λόγο που πρόβαλε ο εφεσείων, ότι δηλαδή οι ενάγοντες δεν εδικαιούντο να επιτύχουν στην αξίωσή τους για ισχυριζόμενη παράβαση από τον εφεσείοντα των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων του (breach of statutory duty) γιατί στην οπισθογράφηση της εκθέσεως απαιτήσεως δεν υπήρχε τέτοια αξίωση, αλλά μόνο αξίωση για ισχυριζόμενη συνωμοσία και/ή απάτη και/ή αμέλεια των εναγομένων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Όταν εγερθούν περισσότερες από μία αγωγές, σε σχέση με την ίδια ζημιά, η επιδίκαση των αποζημιώσεων μπορεί να είναι διάφορος, και δεν υπάρχει πρόνοια στο νόμο ότι τα ποσά αυτά δεν πρέπει να υπερβαίνουν το ποσό της πρώτης απόφασης. Ο περιορισμός δημιουργείται όταν τα ποσά των αποζημιώσεων “αναζητηθούν”, δηλαδή όταν ληφθούν μέτρα για την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν στις αγωγές αυτές. Σ’ αυτή την περίπτωση τα ποσά που μπορούν να “αναζητηθούν” δεν δύνανται να υπερβούν στο σύνολο το ποσό της αποζημίωσης που επιδικάσθηκε από τη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε πρώτα. Όταν εγερθεί μία αγωγή, η επιδίκαση των αποζημιώσεων γίνεται μία φορά όσον αφορά συναδικοπραγούντες. Όμως η έκδοση απόφασης εκ συμφώνου δεν δημιουργεί κώλυμα για επιδίκαση αποζημιώσεων για μεγαλύτερο ποσό στην ίδια αγωγή, μετά από ακροαματική διαδικασία.
2. Το θέμα των εξόδων δεν αποτέλεσε επίδικο θέμα στην παρούσα υπόθεση. Η απόφαση του Δικαστηρίου για απόδοσή τους πρέπει να ανατραπεί. Επίσης πρέπει να ανατραπεί και η απόφαση για τροποποίηση των δικογράφων για να περιληφθούν σ’ αυτά τα προαναφερθέντα έξοδα.
3. Το Δικαστήριο διέταξε τροποποίηση έτσι που οι ζημιές που υπέστησαν οι εφεσείοντες να αναφέρονται σαν ειδικές ζημιές στην έκθεση απαιτήσεως και όχι για να γίνει τροποποίηση για διαζευκτική αξίωση των ζημιών αυτών από έκαστο των εναγόντων. Επομένως η τροποποίηση αυτή θα πρέπει να ακυρωθεί.
4. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εναγόμενος 2 αθέτησε το θέσμιο καθήκον που είχε έναντι των εναγόντων και ότι [*341]πρόσωπο που έχει ζημιώσει από τέτοια αθέτηση έχει δικαίωμα να διεκδικήσει αποζημιώσεις μέσω σχετικής αγωγής, είναι ορθή.
5. Η έκδοση μιας απόφασης εναντίον των εφεσειόντων μαζί και χωριστά είναι ορθή. Οι εφεσείοντες ήταν αδικοπραγήσαντες και όχι συναδικοπραγήσαντες. Όμως η ζημιά την οποία υπέστησαν οι εφεσίβλητοι απορρέει από τα αδικήματα τα οποία διέπραξαν όλοι οι εναγόμενοι, τα οποία αν και διαφορετικά αποτελούν μια συναλλαγή (transaction) η οποία επέφερε τη ζημιά.
6. Οι εφεσίβλητοι δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι εγκατέλειψαν ή αποποιήθηκαν την απόφαση της 31.5.93, επειδή δεν προχώρησαν άμεσα με την τροποποίηση. Τα μέτρα που έλαβαν καταδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι δεν είχαν τέτοια πρόθεση.
7. Το ποσό των ΛΚ6.500 που πλήρωσε ο κάθε ένας από τους εφεσίβλητους δεν αμφισβητήθηκε στην έκθεση υπερασπίσεως του εφεσείοντα 2.
8. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ορθή και η εξαγωγή των ευρημάτων και συμπερασμάτων του βασίστηκε στη μαρτυρία όπως αυτή έγινε αποδεκτή.
9. Είναι γεγονός ότι η αξίωση των εφεσιβλήτων για αποζημιώσεις για παράβαση νομικού καθήκοντος δεν εγείρετο στην οπισθογράφηση του κλητηρίου εντάλματος, αλλά μόνο στην έκθεση απαιτήσεως. Όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι λόγω της αμέλειας σαν αποτέλεσμα της παράβασης θέσμιου καθήκοντος, που βρήκε τον εφεσείοντα 2 υπεύθυνο για αποζημιώσεις και όχι για την παράβαση θέσμιου καθήκοντος σαν ξεχωριστής αιτίας αγωγής.
Οι εφέσεις του εφεσείοντα 2 επιτυγχάνουν μερικώς. Το διάταγμα για τροποποίηση της εκθέσεως απαιτήσεως των εφεσιβλήτων ημερ. 17.11.93, επί των θεμάτων που αναφέρονται στους λόγους 2 και 3 της έφεσης, ανωτέρω, ακυρώνεται. Επίσης η απόφαση για πληρωμή από τον εφεσείοντα 2 των πιο πάνω ποσών των δικηγορικών εξόδων, πλέον τα έξοδα έκδοσης της απόφασης, πλέον τόκοι ανατρέπεται. Το άλλο σκέλος της απόφασης υπέρ των εφεσιβλήτων για το ποσό των ΛΚ13.000 πλέον τόκοι και έξοδα επικυρώνεται.
H έφεση επιτρέπεται μερικώς.Οι εφεσίβλητοι να πληρώσουν το ένα τρίτο των εξόδων των τριών εφέσεων του εφεσείοντα 2.
H έφεση επιτράπηκε μερικώς.
[*342]Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:
Wah Tat Bank Ltd. and Another v. Chan Cheng Kum [1975] 2 All E.R. 257 (Privy Council),
Bryanston Finance Ltd. and Others v. De Vries and Another [1975] 2 All E.R. 609 (Court of Appeal),
Saveriades and Others v. Georghiades and Others (1982) 1 C.L.R. 574,
Kennedy Hotels Ltd. v. Haig Indjirdjian (1992) 1 A.A.Δ. 400,
Βασιλειάδης και Άλλοι v. Πετρολίνα Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 16,
Loucaides v. C.D. Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R. 134,
Derry v. Peek [1889] 14 A.C. 337,
Phillips v. Britania Hygienic Laundry Co Ltd and Others [1923] All E.R. 127,
Dawson & Co v. Bingley U.D.C. 80 L.J.K.B. 842,
Tan Chye Choo and Others v. Chong Kew Moi [1979] 1 All E.R. 266,
Kythreotis v. Constantinou (1984) 1 C.L.R. 811,
Bank View Mill v. Nelson Corpn. [1942] 2 All E.R. 477,
Iωαννίδης v. Xαραλάμπους και Άλλου (1992) 1 A.A.Δ. 558,
Κούρτης v. Ιασωνίδης (1970) 1 Α.Α.Δ. 180,
Αυστριακές Αερογραμμές v. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου Λτδ και Άλλων (1991) 1 Α.Α.Δ. 764,
Iordanou v. Anyftos 24 C.L.R. 97.
Eφέσεις.
Eφέσεις από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Nικολαΐδης, Π.E.Δ., M. Γεωργίου, E.Δ.), που δόθηκε στις 31 Mαΐου, 1993 (Aρ. Aγωγής 569/90), με την οποία επιδικάσθηκε υπέρ των εναγόντων το πο[*343]σό των £13.000 με τόκους, το οποίο αντιπροσωπεύει την αξία του οικοπέδου, το οποίο ο εναγόμενος παράνομα μεταβίβασε στους ενάγοντες, καθώς επίσης και ποσόν £881,- δικηγορικά έξοδα και £11,05 έξοδα ετοιμασίας απόφασης.
Α. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσείοντα.
Kαμία εμφάνιση, για την Εφεσείουσα.
Π. Αγγελίδης, για τους Εφεσίβλητους σ’ όλες τις εφέσεις.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Χρυσοστομής.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Οι παρούσες εφέσεις που συνεκδικάστηκαν, αφορούν υπόθεση απάτης, συνομωσίας για διάπραξη απάτης και παράβαση θέσμιου καθήκοντος και/ή αμέλειας.
Πριν ασχοληθούμε με την ουσία των εφέσεων αυτών, θα παραθέσουμε συνοπτικά τα σχετικά γεγονότα για να γίνουν ευκολότερα κατανοητοί οι λόγοι των εφέσεων.
Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες (εφεσίβλητοι) με την αγωγή τους αρ. 569/90 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αξιούσαν εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων (εφεσειόντων) και της Επισήμου Παραλήπτη σαν καταπιστευματοδόχου (trustee) της περιουσίας του Κύπρου Κυπριανού, γενικές αποζημιώσεις και ζημιές ύψους £20.000. Οι ζημιές αντιπροσώπευαν την αξία ενός οικοπέδου κατά την 18.6.90. Το οικόπεδο αυτό αποτέλεσε το αίτιο της όλης υπόθεσης.
Ας πάρουμε όμως τα γεγονότα από την αρχή.
Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Κύπρος Κυπριανού, ασκούσε το επάγγελμα του κτηματομεσίτη ενώ η εφεσείουσα-εναγομένη 3 (εφεσείουσα 3) Μαρία Κωνσταντίνου ήταν υπάλληλός του. Ο εφεσείων-εναγόμενος 2 (εφεσείων 2) Κώστας Τσιάρκου ήταν Πιστοποιών Υπάλληλος.
Κατά ή περί το Μάϊο και Ιούνιο του 1986, ο Κύπρος Κυπριανού χρησιμοποιώντας πλαστό πληρεξούσιο στην ετοιμασία του οποίου συντέλεσε και η εφεσείουσα 3 με το να το υπογράψει ψευ[*344]δώς σαν Παρασκευού Κυριάκου, μεταβίβασε στην εφεσίβλητη 2 το 1/2 μερίδιο του οικοπέδου που βρίσκεται στην Αγλαντζιά, αντί του ποσού των £6.500. Σε μεταγενέστερη ημερομηνία ο Κυπριανού χρησιμοποιώντας το ίδιο πλαστό πληρεξούσιο, μεταβίβασε στον εφεσίβλητο 1, σύζυγο της εφεσίβλητης 2, το υπόλοιπο 1/2 μερίδιο του οικοπέδου αντί και πάλι του ποσού των £6.500. Το τίμημα αγοράς καταβλήθηκε στον Κύπρο Κυπριανού και από τους δυο εφεσίβλητους και το οικόπεδο μεταβιβάστηκε επ’ ονόματί τους. Το οικόπεδο ανήκε σε κάποια Παρασκευού Κυριάκου που είναι μητέρα της εφεσείουσας 3. Ο εφεσείων 2 πιστοποίησε το γνήσιο της ψευδούς υπογραφής της εφεσείουσας 3 στο πλαστό πληρεξούσιο έγγραφο που έδιδε δικαίωμα μεταβίβασης του οικοπέδου στον Κυπριανού, χωρίς να βεβαιωθεί για την ταυτότητά της και με αυτό τον τρόπο κατέστη δυνατή η μεταβίβαση της κυριότητας του οικοπέδου στους αγοραστές.
Λίγους μήνες αργότερα και συγκεκριμένα τον Οκτώβριο του 1986, αποκαλύφθηκε ο δόλος και η υπόθεση καταγγέλθηκε στην αστυνομία.
Ακολούθησε η αγωγή 4906/87 από την Παρασκευού Κυριάκου, την ιδιοκτήτρια του οικοπέδου, εναντίον του Κύπρου Κυπριανού, του εφεσείοντος 2 και των εφεσιβλήτων, με την οποία αξίωνε διάταγμα για την ακύρωση της εγγραφής του οικοπέδου και στις 8.1.90 οι εφεσίβλητοι κατά τη διάρκεια ακροαματικής διαδικασίας δέκτηκαν ακύρωση της εγγραφής του οικοπέδου επ’ ονόματί τους, σαν γενομένης άνευ νόμιμου δικαιώματος, παράνομα και με πλαστογραφημένο πληρεξούσιο και την εγγραφή του επ΄ονόματι της Παρασκευούς Κυριάκου. Επίσης δέχτηκαν την πληρωμή του ποσού των £881.- εξόδων που υπολογίστηκαν από τον Πρωτοκολλητή και διατάχθηκαν να πληρώσουν £11.05 έξοδα έκδοσης της απόφασης, πλέον τόκο προς 6% ετησίως από 8.1.90 μέχρι εξοφλήσεως.
Μεταγενέστερα καταχωρήθηκε η αγωγή αρ. 569/90 από τους εφεσίβλητους εναντίον της Επίσημου Παραλήπτη σαν καταπιστευματοδόχου της περιουσίας του Κύπρου Κυπριανού, αφού ο τελευταίος κηρύχθηκε στο μεταξύ σε πτώχευση και εναντίον των εφεσειόντων. Στην αγωγή αυτή οι εφεσίβλητοι αξιούσαν το ποσό των £20.000 σαν αποζημιώσεις με βάση την αξία του οικοπέδου κατά το χρόνο που καταχωρήθηκε η Έκθεση Απαιτήσεως.
Στις 30.10.90, η Επίσημος Παραλήπτης ενεργούσα σαν σύνδικος της πτώχευσης, δέκτηκε εκ συμφώνου απόφαση εναντίον της [*345]περιουσίας του Κύπρου Κυπριανού και υπέρ των εφεσιβλήτων για το ποσό των £8.000. Η αγωγή ακολούθως προχώρησε μεταξύ των εφεσιβλήτων και των εφεσειόντων και το Δικαστήριο στις 31.5.93 εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων μαζί και χωριστά και εναντίον των εφεσειόντων, για το ποσό των £13.892,05, με τόκο προς 6% ετησίως επί του ποσού των £892.05 από 8.1.90 μέχρι πλήρους εξόφλησης, πλέον έξοδα στη σχετική κλίμακα, όπως θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέκτηκε την αξίωση των εφεσιβλήτων για αποζημιώσεις με βάση την αξία του οικοπέδου, αλλά δέκτηκε ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν απώλεια £13.000, που αφορούσε το τίμημα αγοράς του οικοπέδου καθώς επίσης και την απώλεια του ποσού των £881.- που αντιπροσώπευε τα δικηγορικά έξοδα στα οποία καταδικάστηκαν στις 8.1.90 που εκδόθηκε η απόφαση εναντίον τους στην αγωγή αρ. 4906/87, πλέον £11.05 έξοδα ετοιμασίας της απόφασης, πλέον τόκο επί του ποσού των £892.05 προς 6% ετησίως από 8.1.90 μέχρι πλήρους εξόφλησης.
Επειδή οι εφεσίβλητοι δεν αξίωσαν με την Έκθεση Απαιτήσεως τους τα πιο πάνω ποσά της απόφασης, το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπό όρους, διάταξε δηλαδή την τροποποίηση των δικογράφων τους ούτως ώστε να διατυπώνεται η αξίωση αυτή σαν ειδική ζημιά που υπέστησαν. Η αίτηση για τροποποίηση καταχωρήθηκε, αλλά οι εφεσείοντες καταχώρησαν ένσταση. Μετά από ακροαματική διαδικασία, το Δικαστήριο στις 17.11.93 επέτρεψε την τροποποίηση, και ακολούθησε η καταχώρηση της τροποποιημένης Έκθεσης Απαιτήσεως.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατάληξε στην απόφασή του της 31.5.93, αφού είχε προβεί στο εύρημα ότι η εφεσείουσα 3 διάπραξε δόλο μαζί με τον Κύπρο Κυπριανού και εξαπάτησε τους εφεσίβλητους. Ο εφεσείων 2 χαρακτηρίστηκε αναξιόπιστος και βρέθηκε ένοχος βαρειάς αμέλειας, που θα μπορούσε να εξομοιωθεί με δόλο, γιατί παρέβηκε το θέσμιο καθήκο που είχε να βεβαιώνεται για την ταυτότητα των προσώπων των οποίων πιστοποιούσε την υπογραφή.
Σαν αποτέλεσμα καταχωρήθηκαν οι εφέσεις αρ. 8976, 9070 και 9072 από μέρους του εφεσείοντα 2 και η έφεση αρ. 8987 από μέρους της εφεσείουσας 3.
Η έφεση 8987 της εφεσείουσας 3 απορρίφθηκε λόγω μη εμφάνισής της στο Δικαστήριο κατά την ακρόαση της έφεσης και τελικά [*346]παρέμειναν και ακούστηκαν οι εφέσεις αρ. 8976 και 9070 του εφεσείοντα 2, οι οποίες προσβάλουν την απόφαση της 31.5.93 και η έφεση αρ. 9072 και πάλι του εφεσείοντα 2, που προσβάλλει την απόφαση της 17.11.93. Οι εφέσεις αρ. 8976 και 9070 προσβάλλουν την ίδια απόφαση της 31.5.93, η μεν πρώτη την απόφαση πριν την τροποποίηση, η δε δεύτερη την απόφαση μετά την τροποποίηση των δικογράφων και στηρίζονται στους ίδιους περίπου λόγους έφεσης. Όπως εξήγησε ο δικηγόρος του εφεσείοντα 2, η δεύτερη έφεση καταχωρήθηκε λόγω της πιθανότητας η απόφαση της 31.5.90 να μην είχε καταστεί εκτελεστή παρά μόνο μετά την απόφαση για τροποποίηση των δικογράφων της 17.11.93. Η έφεση αρ. 9072 στρέφεται εναντίον της απόφασης της 17.11.93, που επέτρεψε την τροποποίηση δικογράφων.
Επομένως, οι τρεις εφέσεις που απέμειναν, καταχωρήθηκαν από τον εφεσείοντα 2 και στρέφονται εναντίον των εφεσιβλήτων.
Οι λόγοι 2 και 5 στις εφέσεις αρ. 8976 και 9070, αποσύρθηκαν και απορρίφθηκαν. Θα ασχοληθούμε με τους υπόλοιπους λόγους των εφέσεων αυτών με τη σειρά που αναπτύχθηκαν ενώπιόν μας.
Λόγος έφεσης αρ. 7 των εφέσεων αρ. 8976 και 9070 εναντίον της απόφασης ημερ. 31.5.93
Ο λόγος αυτός, που είναι πανομοιότυπος και στις δύο εφέσεις, διατυπώνεται ως ακολούθως:
“7. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι οι Ενάγοντες δικαιούντο απόφασης εναντίον των άλλων Εναγομένων (και του Εφεσείοντα) για ποσό μεγαλύτερο των Λ.Κ.8.000.- και εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι δεν τύγχανε εφαρμογής το άρθρο 11 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παραγνώρισε ότι ο Εναγόμενος 1 δέχθηκε απόφαση, εκ συμφώνου, με τους Ενάγοντες υπέρ των Εναγόντων για ποσό Λ.Κ.8.000.- και κατά συνέπεια το Δικαστήριο δεν μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 11 του Κεφ. 148, να εκδώσει απόφαση εναντίον των Εναγομένων 2 και 3 για μεγαλύτερο ποσό.”
Ο λόγος αυτός βασίζεται στην ερμηνεία της επιφύλαξης (β) του άρθρου 11 του Κεφ. 148, το οποίο έχει ως ακολούθως:
“(b) if more than one action is brought in respect of that damage [*347]by or on behalf of the person by whom it was suffered, or for the benefit of the estate, or of the wife, husband, parent or child, of that person, against civil wrong doers liable in respect of the damage (whether as joint civil wrong doers or otherwise) the sums recoverable under the judgments given in those actions by way of damages shall not in the aggregate exceed the amount of the damages awarded by the judgment first given and in any of those actions, other than that in which judgment is first given, the plaintiff shall not be entitled to costs unless the Court is of the opinion that there was reasonable ground for bringing the action.”
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα 2 βασιζόμενος στη θέση ότι το δικό μας άρθρο 11 είναι πανομοιότυπο με το αγγλικό άρθρο 6 του Νόμου Law Reform (Married Women and Tortfeasors) Act 1935 και στηρίζοντας την επιχειρηματολογία του στις αποφάσεις Wah Tat Bank Ltd and Another v. Chan Cheng Kum [1975] 2 All E.R. 257 (Privy Council) και Bryanston Finance Ltd and Others v. de Vries and Another [1975] 2 All E.R. 609 (Court of Appeal), εισηγήθηκε ότι η απόφαση που δόθηκε εναντίον των εφεσειόντων 2 και 3 ως αποζημιώσεις, δεν μπορούσε να υπερβεί το ποσό των £8.000 της εκ συμφώνου απόφασης εναντίον του Κύπρου Κυπριανού, που εκδόθηκε πριν από την έκδοση της απόφασης εναντίον των εφεσειόντων και κάλεσε το Εφετείο να ανατρέψει την δεύτερη απόφαση των £13.900, για το επιπλέον ποσό. Προσθέτοντας ανάφερε πως ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο δέκτηκε την εισήγησή του αυτή, εντούτοις κατάληξε ότι η επιφύλαξη (β) του άρθρου 11 δεν καλύπτει αποφάσεις εκ συμφώνου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, είπε, έφτασε σε αυτή την κατάληξη, βασιζόμενο λανθασμένα σε ανεπίσημο ελληνικό κείμενο του σχετικού νόμου και ερμήνευσε τη λέξη “επιδικάζεται”, που αναφέρεται στο κείμενο αυτό, σαν απόφαση επιδίκασης αποζημιώσεων κατόπιν ακροάσεως και όχι σαν απόφαση εκ συμφώνου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα αυτό και προέβη σε μακρά νομική ανάλυση και παράθεσε και αυθεντίες. Κατάληξε ότι η απόφαση που δόθηκε εκ συμφώνου εναντίον του Κύπρου Κυπριανού δεν αποτελούσε κώλυμα για έκδοση απόφασης για μεγαλύτερο ποσό εναντίον των εφεσειόντων για την ίδια ζημιά στην ίδια αγωγή.
Επειδή έγινε αναφορά σε λανθασμένη μετάφραση του άρθρου 11, παραθέτουμε κατωτέρω επίσημη μετάφραση του άρθρου αυτού, η οποία έχει ως ακολούθως:
[*348]“11. Αν δύο ή περισσότεροι ευθύνονται παράλληλα βάσει των διατάξεων του Νόμου αυτού για οποιαδήποτε πράξη και η πράξη αυτή συνιστά αστικό αδίκημα, τα πρόσωπα αυτά ευθύνονται από κοινού για την πράξη αυτή ως συναδικοπραγήσαντες, και δύνανται να εναχθούν για το σκοπό αυτό από κοινού ή χωριστά:
Νοείται ότι αν πρόσωπο υποστεί ζημιά εξαιτίας αστικού αδικήματος (είτε αυτό αποτελεί έγκλημα είτε όχι)-
(α) δικαστική απόφαση που εκδόθηκε εναντίον οποιουδήποτε από τους αδικοπραγήσαντες ο οποίος ευθύνεται για τη ζημιά αυτή δεν επηρεάζει καθόλου την έγερση αγωγής κατά οποιουδήποτε άλλου, ο οποίος αν εναγόταν, θα ευθυνόταν ως συναδικοπραγήσας σε σχέση με την ίδια ζημιά.
(β) αν εγερθούν περισσότερες από μια αγωγές σε σχέση με τη ζημιά αυτή από ή εκ μέρους του προσώπου που ζημιώθηκε, ή για όφελος της κληρονομιάς ή της συζύγου, γονέα ή τέκνου αυτού που ζημιώθηκε, εναντίον αδικοπραγησάντων που ευθύνονται για τη ζημιά (είτε ως συναδικοπραγήσαντες είτε άλλως πως), τα ποσά τα οποία δύνανται να αναζητηθούν υπό μορφή αποζημίωσης δυνάμει των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται στις αγωγές αυτές δεν δύνανται να υπερβούν στο σύνολο το ποσό της αποζημίωσης που επιδικάστηκε από τη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε πρώτα, και σε οποιαδήποτε από τις αγωγές αυτές, εκτός αυτής κατά την οποία πρώτα εκδόθηκε δικαστική απόφαση, ο ενάγων δεν δικαιούται έξοδα εκτός αν το Δικαστήριο κρίνει ότι συνέτρεχε εύλογη αιτία για την έγερση της αγωγής.”
Από τις πρόνοιες του άρθρου αυτού είτε χρησιμοποιηθεί το αγγλικό κείμενο είτε η επίσημη μετάφραση, προκύπτει πως η έκδοση δικαστικής απόφασης εναντίον οποιουδήποτε από τους αδικοπραγούντες για την ίδια ζημιά που προκάλεσαν εξ αιτίας αστικού αδικήματος και όχι κατ’ ανάγκη του ιδίου αστικού αδικήματος, δεν δημιουργεί κώλυμα έγερσης αγωγής κατά οποιωνδήποτε άλλων αδικοπραγούντων που ευθύνονται για την ίδια ζημιά (είτε αυτοί είναι συναδικοπραγούντες είτε άλλως πως). Όταν εγερθούν περισσότερες από μια αγωγές σε σχέση με την ίδια ζημιά, η επιδίκαση των αποζημιώσεων μπορεί να είναι διάφορος και δεν υπάρχει πρόνοια στο νόμο ότι τα ποσά αυτά δεν πρέπει να υπερβαίνουν το ποσό της πρώτης απόφασης, όπως εισηγείται ο δικηγόρος του εφεσείοντα. Ο περιορισμός δημιουργείται όταν τα ποσά των [*349]αποζημιώσεων “αναζητηθούν”, δηλαδή όταν ληφθούν μέτρα για την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν στις αγωγές αυτές. Σε αυτή την περίπτωση τα ποσά που μπορούν να “αναζητηθούν” δεν δύνανται να υπερβούν στο σύνολο το ποσό της αποζημίωσης που επιδικάστηκε από τη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε πρώτα. Όταν εγερθεί μια αγωγή, η επιδίκαση των αποζημιώσεων γίνεται μια φορά όσον αφορά συναδικοπραγούντες (βλ. Saveriades and Others v. Georghiades and Others (1982) 1 C.L.R. 574). Όμως η έκδοση απόφασης εκ συμφώνου δεν δημιουργεί κώλυμα για επιδίκαση αποζημιώσεων για μεγαλύτερο ποσό στην ίδια αγωγή, μετά από ακροαματική διαδικασία.
Το δικό μας άρθρο 11 είναι σχεδόν πανομοιότυπο με το άρθρο 6(1) του Law Reform, (Married Women and Tortfeasors) Act 1935, το οποίο έτυχε ερμηνείας από τα Αγγλικά Δικαστήρια και στις υποθέσεις Wah Tat Bank Ltd and Another v. Chan Cheng Kum [1975] 2 All E.R. 257 (Privy Council) και Bryanston Finance Ltd and Οthers v. de Vries and Αnother [1975] 2 All E.R. 609 (Court of Appeal), στις οποίες αναφέρθηκε και ο δικηγόρος του εφεσείοντα 2. Όμως η ερμηνεία που δόθηκε στις υποθέσεις αυτές παρέχει στήριξη στη δική μας θέση.
Κατά συνέπεια, δεν βρίσκουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε σε λανθασμένη ερμηνεία όπως ισχυρίστηκε ο δικηγόρος του εφεσείοντα 2, ή ότι δεν εδικαιούτο να εκδώσει απόφαση για μεγαλύτερο ποσό, ιδιαίτερα μετά από τη διαπίστωσή του ότι επρόκειτο για δυο αστικά αδικήματα που απόρρεαν από μια συναλλαγή (transaction), τα οποία προκάλεσαν την ίδια ζημιά που δεν μπορούσε να διαχωρισθεί.
Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Λόγος 6 στις εφέσεις αρ. 8976 και 9070 και λόγος 5 στην έφεση αρ. 9072:
Όπως έχει νωρίτερα αναφερθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε προς όφελος των εφεσιβλήτων στην υπό κρίση αγωγή, εκτός από το ποσό των £13.000 που κατάβαλαν σαν τίμημα αγοράς του οικοπέδου και το ποσό των δικηγορικών εξόδων ανερχόμενων στο ποσό των £881, πλέον τόκοι, πλέον έξοδα ετοιμασίας αποφάσεως, που διατάχθηκαν να πληρώσουν στην νόμιμη ιδιοκτήτρια του οικοπέδου στην αγωγή αρ. 4906/87, όταν εκδόθηκε απόφαση εναντίον τους.
[*350]Επειδή τα ποσά αυτά, όπως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αναφέρονταν στα δικόγραφα των εφεσιβλήτων υπό μορφή ειδικών ζημιών και δεν περιλαμβάνονταν στην αξίωση (prayer) τους, κατά την έκδοση της απόφασής του της 31.5.93, έδωσε οδηγίες όπως οι εφεσίβλητοι τροποποιήσουν τα δικόγραφά τους ούτως ώστε να περιλαμβάνονται σε αυτά τα πιο πάνω ποσά στις λεπτομέρειες των ειδικών ζημιών.
Προς το σκοπό αυτό οι εφεσίβλητοι υπόβαλαν αίτηση για τροποποίηση των δικογράφων και το σχετικό διάταγμα εκδόθηκε στις 17.11.93, μετά από ακροαματική διαδικασία, δεδομένου ότι οι εφεσείοντες έφεραν ένσταση.
Με τον υπό κρίση λόγο διατυπώνεται το παράπονο όπως αναπτύχθηκε ενώπιόν μας, ότι εσφαλμένα και πεπλανημένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε την τροποποίηση για το θέμα των δικηγορικών εξόδων και τόκων στην αγωγή αρ. 4906/87, γιατί οι εφεσίβλητοι δεν εδικαιούντο την ζητηθείσα τροποποίηση, δεδομένου ότι μια τέτοια θεραπεία δεν μπορούσε να τους δοθεί αφού δεν εστοιχειοθετείτο από τα γεγονότα που περιέχονταν στην έκθεση απαιτήσεώς τους, ούτε εγίνετο οποιαδήποτε αναφορά για τα έξοδα. Επίσης ο δικηγόρος του εφεσείοντα ανάφερε πως οι εφεσίβλητοι δεν απόδειξαν την ύπαρξη της ζημιάς αυτής και κανένας από τους μάρτυρες δεν έδωσε μαρτυρία για το ποσό αυτό. Ένεκα τούτου δεν υπήρξε δυνατότητα αντεξέτασης από μέρους του εφεσείοντα 2. Ακόμα ανάφερε πως το θέμα των εξόδων δεν ήταν επίδικο θέμα. Τέλος, ο δικηγόρος του εφεσείοντα 2 παραπονέθηκε ότι στην απόφασή του της 17.11.92 το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με την επιχειρηματολογία του. Προς τεκμηρίωση των λόγων αυτών, αναφέρθηκε στις υποθέσεις Kennedy Hotels Ltd v. Haig Indjirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400, ημερ. 12.3.92, Αθηνόδωρος Βασιλειάδης και Άλλοι v. Πετρολίνα Λτδ, Πολ. Έφεση αρ. 8132, ημερ. 20.1.94, Christakis Loucaides v. C.D. Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R. 134.
Είναι νομολογιακή αρχή πως κάθε υπόθεση θα πρέπει να δικάζεται και να αποφασίζεται με βάση τα επίδικα θέματα όπως αυτά εγείρονται στα δικόγραφα. Όμως δεν είναι απαραίτητο να προσδιορίζεται επακριβώς η αιτούμενη θεραπεία, ούτε αποκλείεται η παροχή θεραπείας άλλης από εκείνης που επιζητείται.
Στην Kennedy Hotels Ltd v. Haig Indjirdjian (ανωτέρω), ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γ. Πικής, εκδίδοντας την απόφαση του Εφετείου ανάφερε τα εξής σχετικά με το υπό εξέ[*351]ταση θέμα στις σελ. 407-408:
“Στη Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542, κρίθηκε ότι οι κυπριακοί δικονομικοί θεσμοί προσαρμοσμένοι στους παλιούς δικονομικούς θεσμούς του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας δεν καθιστούν απαραίτητο, επιθυμητό όσο και αν είναι, τον επακριβή προσδιορισμό της θεραπείας η οποία επιδιώκεται, ούτε αποκλείουν την παροχή θεραπείας άλλης από εκείνη η οποία επιζητείται. Εφόσο στοιχειοθετούνται τα γεγονότα στο σώμα της έκθεσης απαιτήσεως για την παροχή θεραπείας, αυτή μπορεί να αποδοθεί χωρίς να έχει επιζητηθεί (βλ. επίσης Re Vandervell’s Trusts (No. 2) [1974] 3 All E.R. 205, και Drane v. Evangelou [1978] 2 All E.R. 437). Η θέση αυτή επαναβεβαιώθηκε από το Εφετείο στην Αριστοδήμου v. Χαραλάμπους, Πολ. Έφεση 6831, αποφασίστηκε στις 11.5.90 και θα δημοσιευθεί στους τόμους (1990) 1 Α.Α.Δ.. Όπως επισημαίνεται στην τελευταία απόφαση, η υποχρέωση για αποκάλυψη περιορίζεται από τις πρόνοιες της Δ.19 θ.4 στα ουσιώδη γεγονότα, και δεν επεκτείνεται στη μαρτυρία η οποία τα υποστηρίζει ή τις νομικές συνέπειες που συνεπάγεται η ύπαρξή τους. Το Εφετείο επαναβεβαίωσε ότι μπορεί να παρασχεθεί οποιαδήποτε θεραπεία η οποία στοιχειοθετείται από τα γεγονότα που περιέχονται στην έκθεση απαιτήσεως, εφόσον αποδεικνύονται κατά τη δίκη. Κρίθηκε ότι παράλειψη επιδίωξης ειδικής θεραπείας δεν αποτελεί κώλυμα για την απόδοσή της.”
Με βάση τις πιο πάνω αρχές εξετάσαμε τη δικογραφία των εφεσιβλήτων από την οποία διαπιστώσαμε ότι πράγματι δεν γίνεται καμιά αναφορά στα προαναφερθέντα έξοδα και ελλείπει το πραγματικό υπόβαθρο που θα δικαιολογούσε την απόδοσή τους. Επίσης διαπιστώσαμε ότι δεν δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία γι’ αυτό το θέμα και συνεπώς η ζημιά αυτή δεν αποδείκτηκε. Η μόνη μαρτυρία που υπάρχει προέρχεται από το φάκελο της αγωγής αρ. 4906/87, που έγινε τεκμήριο στην υπό κρίση αγωγή, πλην όμως προς το σκοπό όπως παρουσιαστούν ορισμένα τεκμήρια από την υπόθεση εκείνη. Το θέμα των δικηγορικών εξόδων δεν αποτέλεσε επίδικο θέμα στην παρούσα υπόθεση. Η αξίωση των εφεσιβλήτων ήταν για αποζημιώσεις με βάση την αξία του οικοπέδου κατά το χρόνο της καταχώρησης της έκθεσης απαιτήσεως. Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε και η απόφαση του να αποδώσει τα έξοδα αυτά, θα πρέπει να ανατραπεί. Επίσης θα πρέπει να ανατραπεί και η απόφαση για τροποποίηση των δικογράφων των εφεσιβλήτων για να περιληφθούν σ’ αυτά τα προαναφεθέντα έξοδα, δεδομένου ότι μια τέτοια τροποποίηση για τους λόγους που [*352]προαναφέρθηκαν, δεν ήταν επιτρεπτή.
Λόγος 7 στην Έφεση Αρ. 9072
Ο λόγος αυτός διατυπώνεται ως ακολούθως:
“7. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και πεπλανημένα αποφάνθηκε ότι οι Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες δικαιούντο, και/ή εσφαλμένα και πεπλανημένα δέχθηκε και/ή επέτρεψε τις αιτούμενες τροποποιήσεις στη σελίδα 2 της Αίτησης των Εφεσιβλήτων/Εναγόντων, ημερ. 14.6.93, που αρχίζουν με τη φράση “ΚΑΙ/Η ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΑ έκαστος των Εναγόντων αξιοί .....” μέχρι το τέλος της αξίωσης, γιατί αυτές δεν μπορούσαν να δοθούν από το Δικαστήριο, επειδή υπερβαίνουν τις οδηγίες ή/και διαταγή του Δικαστηρίου, ημερ. 31.5.93, και/ή έγιναν χωρίς εξουσιοδότηση από το Δικαστήριο το οποίο στην απόφαση του, ημερ. 31.5.93, αποφάσισε να εκδώσει κοινή απόφαση προβαίνοντας σε κοινό υπολογισμό των ζημιών των Εναγόντων/Εφεσιβλήτων και όχι να διεκδικήσουν τις αποζημιώσεις για τις ζημιές που υπέστησαν χωριστά ή να αξιώσουν χωριστές θεραπείες.”
Ο λόγος αυτός ευσταθεί γιατί το Δικαστήριο στις 31.5.93 εξέδωσε απόφαση για την προαναφερθείσα ζημιά, αποφάσισε ότι η ζημιά που οι εφεσείοντες προξένησαν στους εφεσίβλητους δεν μπορεί να χωριστεί και δεν προέβη σε καταμερισμό των αποζημιώσεων μεταξύ των εφεσειόντων. Γι’ αυτές τις ζημιές διέταξε να γίνει τροποποίηση έτσι που να αναφέρονται σαν ειδικές ζημιές στην Έκθεση Απαιτήσεως και όχι για να γίνει τροποποίηση για αξίωση των ζημιών αυτών “ΚΑΙ/Η ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΑ έκαστος των Εναγόντων αξιοί ....”. Συνεπώς το Δικαστήριο στην απόφαση του της 17.11.93, που διέταξε την τροποποίηση των δικογράφων, έσφαλε με το να επιτρέψει την προαναφερθείσα τροποποίηση η οποία δεν διατάχθηκε να γίνει με την απόφαση της 31.5.93.
Επομένως η τροποποίηση αυτή θα πρέπει να ακυρωθεί.
Λόγος 3 στις εφέσεις αρ. 8976 και 9070
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατάληξε στο εύρημα ότι ο εφεσείων 2 αθέτησε λόγω βαριάς αμέλειας που μπορεί κάποιος να την εξομοιώσει με δόλο, το θέσμιο καθήκον που είχε έναντι των εφεσιβλήτων που επιβάλλει το άρθρο 7 του περί Πιστοποιούντων Υπαλλήλων Νόμου, Κεφ. 39. Το θέσμιο αυτό καθήκο συνίσταται στη βεβαίωση της ταυτότητας των προσώπων των οποίων πι[*353]στοποιείται η υπογραφή. Πέραν τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του στη σελ. 24 ότι η αθέτηση αυτή του εφεσείοντα 2 ακόμα και αν δεν αποτελούσε παράβαση θέσμιου καθήκοντος, θα συνιστούσε αμέλεια στην εκτέλεση των καθηκόντων του σε τέτοιο βαθμό που να χαρακτηρίζεται σαν απερισκεψία (recklessness) ή η οποία θα μπορούσε να φτάσει ακόμα και τα όρια της δόλιας συμπεριφοράς, όπως αναλύεται στην υπόθεση Derry v. Peek [1889] 14 A.C. 337.
Σαν αποτέλεσμα ο εφεσείων 2 μαζί με την εφεσείουσα 3 βρέθηκαν υπεύθυνοι για την καταβολή των προαναφερθέντων αποζημιώσεων.
Είναι εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα 2 ότι ο Νόμος Κεφ. 39 δεν παρέχει αγώγιμο δικαίωμα σε ιδιοκτήτη να κινήσει αγωγή για αποζημιώσεις για παράβαση θέσμιου καθήκοντος. Εισηγήθηκε ακόμα ότι ο Νόμος αυτός επιβάλλει δημόσιο καθήκο και το καθήκο αυτό ο πιστοποιών υπάλληλος το οφείλει στο κράτος και κατάληξε ότι κακώς ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος για παράβαση θέσμιου καθήκοντος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε σε έκταση και με πολλή λεπτομέρεια ανάλυσε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί να εγερθεί αστική αξίωση για αποζημιώσεις σε περίπτωση παράβασης θέσμιου καθήκοντος. Μεταξύ των αυθεντιών στις οποίες αναφέρθηκε είναι και η Phillips v. Britania Hygienic Laundry Co Ltd and Others [1923] All E.R. 127, Dawson & Co v. Bingley U.D.C., 80 L.J.K.B. 842, Tan Chye Choo and Others v. Chong Kew Moi [1979] 1 All E.R. 266, Charlesworth on Negligence, 6η έκδοση, παρ. 1089, και επ.
Είναι γεγονός πως ο νόμος δεν δίδει δικαίωμα έγερσης αγωγής για αποζημιώσεις για κάθε περίπτωση που ένα πρόσωπο υφίσταται ζημιά σαν αποτέλεσμα παράβασης θέσμιου καθήκοντος από άλλο. Όταν ο νόμος επιβάλλει τέτοιο καθήκο σε ένα άτομο, η διακρίβωση κατά πόσο δημιουργείται δικαίωμα αγωγής για αποζημιώσεις εξαρτάται από το κατά πόσο το νομοθέτημα είχε σκοπό να επιβάλει το καθήκο αυτό σαν δημόσιο καθήκο, οπότε το πρόσωπο που υπέστη τη ζημιά δεν έχει δικαίωμα αγωγής ή αν επιπρόσθετα προς το δημόσιο καθήκο υπήρχε πρόθεση να επιβάλει το καθήκο αυτό και προς όφελος του προσώπου που υπέστη τη ζημιά, οπότε δημιουργείται το δικαίωμα στο πρόσωπο αυτό να εγείρει αγωγή για αποζημιώσεις. Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να ενδιατρίψει επί του θέματος αυτού μεταξύ άλλων και στην Kythreotis v. Constantinou [*354](1984) 1 C.L.R. 811, στην οποία γίνεται αναφορά και σε σχετικές αγγλικές αποφάσεις. Δεν θα ενδιατρίψουμε άλλο στην ανάλυση του θέματος αυτού, αλλά θα περιοριστούμε να αναφέρουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολούμενο με το θέμα αυτό ορθά έθεσε τα ακόλουθα ερωτήματα προς απάντηση επί του θέματος:
“(α) Η αγωγή έχει εγερθεί αναφορικά με το είδος της ζημιάς την οποία το συγκεκριμένο νομοθέτημα είχε πρόθεση να αποτρέψει;
(β) Ανήκει ο ενάγων στην τάξη που το νομοθέτημα είχε πρόθεση να προστατεύσει;
(γ) Είναι η ειδική θεραπεία που προβλέπεται από το νομοθέτημα αρκετή για την προστασία του ζημιωθέντος;”
Τα δύο πρώτα ερωτήματα τα απάντησε καταφατικά ενώ το τρίτο αρνητικά και κατάληξε ότι η επιβολή του καθήκοντος των πιστοποιούντων υπαλλήλων όπως διατυπώνεται στο άρθρο 7 του Νόμου, είχε σκοπό την προστασία των συναλλαττομένων γενικά, την αποφυγή καταδολιεύσεων και την πρόκληση χρηματικής ή περιουσιακής απώλειας, ακριβώς της ίδιας φύσης με την απώλεια που υπέστησαν οι εφεσίβλητοι. Το δικαίωμα του Υπουργού Εσωτερικών να ανακαλέσει το διορισμό Πιστοποιούντος Υπαλλήλου δεν υπέχει τη μορφή τιμωρίας και ότι δεν υπάρχει στο νομοθέτημα ειδική θεραπεία αρκετή για την προστασία του ζημιωθέντος από την αθέτηση του συγκεκριμένου θέσμιου καθήκοντος. Τέλος καταλήγει με τα ακόλουθα στη σελ. 23 της απόφασης:
“Στην παρούσα υπόθεση όλες οι προϋποθέσεις ικανοποιούνται και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο εναγόμενος 2 αθέτησε το θέσμιο καθήκον που είχε έναντι των εναγόντων. Η αθέτηση του καθήκοντος αυτού δίδει, κατά τη γνώμη μας, το δικαίωμα σε οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει ζημιώσει από την αθέτηση αυτή να διεκδικήσει αποζημιώσεις μέσω σχετικής αγωγής.”
Συμφωνούμε με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και με την κατάληξη ότι ο εφεσείων 2 αθέτησε το θέσμιο καθήκο που είχε έναντι των εφεσιβλήτων και ότι οι εφεσίβλητοι είχαν το δικαίωμα να καταχωρήσουν την αγωγή τους και να διεκδικήσουν από αυτόν αποζημιώσεις.
Εν πάση περιπτώσει διευκρινίζουμε ότι λόγω της παράβασης του θέσμιου καθήκοντος του, ο εφεσείων 2 κρίθηκε ένοχος βα[*355]ρειάς αμέλειας και είναι με βάση την αμέλεια αυτή που διατάχθηκε να καταβάλει αποζημιώσεις στους εφεσίβλητους.
Κατά συνέπεια και ο λόγος αυτός κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.
Λόγος 9 στις Εφέσεις αρ. 8976 και 9070
Ο λόγος 9 στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία εκδόθηκε μαζί και χωριστά εναντίον των εφεσειόντων, χωρίς το Δικαστήριο να προβεί σε καταμερισμό των αποζημιώσεων μεταξύ των εφεσειόντων, αφού οι εφεσείοντες προέβησαν σε διαφορετικές αδικοπραξίες. Ακόμα έγινε η εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να καταδικάσει την εφεσείουσα 3 σε μεγαλύτερες αποζημιώσεις επειδή αυτή βρέθηκε ένοχη δόλου και απάτης, ενώ ο εφεσείων 2, ένοχος αμέλειας και παράβασης καθήκοντος.
Πράγματι οι εφεσείοντες βρέθηκαν ένοχοι διαφορετικών αδικοπραξιών και δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν συναδικοπραγήσαντες. Όμως η ζημιά την οποία υπέστησαν οι εφεσίβλητοι απορρέει από τα αδικήματα τα οποία διέπραξαν όλοι οι εναγόμενοι, τα οποία αν και διαφορετικά, εντούτοις αποτελούν μια συναλλαγή (transaction) η οποία επέφερε και την ζημιά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα αυτό και παρόλο που διαπιστώνει ότι οι εφεσίβλητοι 2 και 3 έχουν προβεί σε διαφορετικές αδικοπραξίες, εντούτοις επειδή δεν ανταλλάγηκαν δικόγραφα σαν αποτέλεσμα της ειδοποίησης καταμερισμού του ποσού των αποζημιώσεων μεταξύ των εναγομένων και επειδή η ζημιά που προξένησαν στους εφεσίβλητους δεν μπορούσε να χωρισθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε καταμερισμό και εξέδωσε μια απόφαση εναντίον των εφεσειόντων μαζί και χωριστά. Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην Ιωαννίδης v. Χαραλάμπους και Άλλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 558, αφορούσε τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται στις περιπτώσεις που δίδεται ειδοποίηση με βάση το θ. 12 της Δ.10 των Διαδικαστικών Κανονισμών, η οποία είναι αυτή που καθορίζεται στους θ.7 και 8 της Δ.10 και ένας από τους λόγους που δεν προέβη σε καταμερισμό ήταν γιατί η διαδικασία αυτή δεν ακολουθήθηκε και όχι γιατί βασίστηκε σε λανθασμένες αρχές που διέπουν το θέμα του καταμερισμού.
Η οδός που ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ορθή. Σε περιπτώσεις όπως την παρούσα που οι εφεσείοντες ήταν δυο [*356]αδικοπραγήσαντες και όχι συναδικοπραγήσαντες, επειδή η ζημιά που προκλήθηκε ήταν μια και αδιαχώριστη που δεν επιδεχόταν διαχωρισμού για να κατανεμηθεί το ποσοστό της ζημιάς που κάθε ένας απ΄αυτούς προκάλεσε, και επειδή δεν ανταλλάγηκαν δικόγραφα σαν αποτέλεσμα της ειδοποίησης καταμερισμού, ορθά θεώρησε μαζί και χωριστά τους εφεσείοντες υπεύθυνους για όλη τη ζημιά που προκλήθηκε και εξέδωσε μια απόφαση. (βλ. Bank View Mill v. Nelson Corpn. [1942] 2 All E.R. 477 at p. 483).
Ο λόγος αυτός απορρίπτεται.
Λόγοι 1, 2, 3, 4 και 8 στις εφέσεις αρ. 9072, λόγοι 8 και 10 στην έφεση αρ. 8976 και λόγος 10 στην έφεση αρ. 9070
Οι λόγοι αυτοί αφορούν και πάλιν το θέμα της τροποποίησης των δικογράφων των εφεσιβλήτων που διάταξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι οποίοι συμπτύχθηκαν και περιορίστηκαν στα ακόλουθα.
Είναι εισήγηση του εφεσείοντα 2 ότι εσφαλμένα και πεπλανημένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε την αίτηση των εφεσιβλήτων για τροποποίηση των δικογράφων ημερ. 14.6.93, επειδή άφησαν και παρήλθαν 21 μέρες από την έκδοση της απόφασης της 31.5.93, χωρίς να προβούν στην τροποποίηση όπως ήταν η διαταγή του Δικαστηρίου, δηλαδή παραπονείται για τη μη υλοποίηση της τροποποίησης μέχρι τις 21.6.93. Επίσης είναι η θέση του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε με το να αποφανθεί ότι η αίτηση για τροποποίηση συνάδει με το πνεύμα και το νόημα της απόφασης της 31.5.93 και ότι χωρίς αίτηση το Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να τροποποιήσει τα δικόγραφα. Ακόμα είναι η θέση του εφεσείοντα 2 ότι η απόφαση της 31.5.93 ήταν υπό όρους και επειδή οι εφεσίβλητοι παρέβησαν τον όρο της απόφασης να τροποποιήσουν τα δικόγραφά τους εντός 21 ημερών, η εν λόγω απόφαση κατέστη ανενεργός ή/και μη εκτελεστή. Τέλος υποβλήθηκε ότι το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε καθόλου με όλους τους νομικούς λόγους που πρόβαλε ο εφεσείων 2 στην ένστασή του και στο Δικαστήριο. Προς υποστήριξη της θέσης αυτής ο δικηγόρος του εφεσείοντα 2 αναφέρθηκε σε αυθεντίες.
Δεν έχουμε πρόθεση να αναφερθούμε στη νομολογία αυτή, γιατί πιστεύουμε ότι οι λόγοι αυτοί μπορούν να απαντηθούν χωρίς δυσκολία και σε συντομία. Δεν συμμεριζόμαστε τις θέσεις του εφεσείοντα 2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την υπό όρους απόφασή του, είχε πράγματι δώσει άδεια για τροποποίηση των δικογράφων εντός 21 ημερών. Εντούτοις οι εφεσίβλητοι δεν μπορεί να θεωρη[*357]θούν ότι εγκατέλειψαν ή αποποιήθηκαν την απόφαση της 31.5.93, επειδή, αντί να προχωρήσουν άμεσα στην τροποποίηση, καταχώρησαν αίτηση για τροποποίηση που είχε σαν αποτέλεσμα τη λήψη διατάγματος για τροποποίηση μετά την παρέλευση των 21 ημερών. Επίσης δεν συμμεριζόμαστε την άποψη ότι η απόφαση αυτή κατέστη ανενεργός, μη εφαρμόσιμη και μη εκτελεστή. Τα μέτρα τα οποία έλαβαν οι εφεσίβλητοι καταδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι αυτοί δεν είχαν πρόθεση να εγκαταλείψουν ή να αποποιηθούν την απόφαση, αλλά με το να καταχωρήσουν την αίτησή τους για τροποποίηση των δικογράφων τους, πρόθεσή τους ήταν να συμμορφωθούν με το διάταγμα του Δικαστηρίου της 31.5.93.
Ενόψει της κατάληξης αυτής, δεν κρίνουμε σκόπιμο να ασχοληθούμε περισσότερο με το λόγο αυτό, ο οποίος κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.
Λόγος 8 των εφέσεων αρ. 8976 και 9070 και λόγος 6 της έφεσης αρ. 9072
Ο λόγος αυτός στο μεγαλύτερο μέρος του έχει ήδη απαντηθεί. Εξάλλου περιορίστηκε από το δικηγόρο του εφεσείοντα 2 στον ισχυρισμό ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν απόδειξε τη ζημιά των £6.500, την οποία επεδίκασε υπέρ του το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα 2 αναφέρθηκε σε αποσπάσματα μαρτυρίας του εφεσίβλητου 1, για να καταδείξει ότι αυτός δεν ήταν βέβαιος για το ύψος της ζημιάς του ή αν κλήθηκε να καταβάλει το ποσό των £6.500.-
Δεν νομίζουμε ότι ο λόγος αυτός μπορεί να ευσταθήσει με βάση τις εισηγήσεις του δικηγόρου του εφεσείοντα 2, δεδομένου ότι το θέμα της ζημιάς αυτής του εφεσίβλητου 1, καθώς και της εφεσίβλητης 2, δεν αμφισβητήθηκε στην Έκθεση Υπερασπίσεως του εφεσείοντα 2. Τουναντίον, όπως διαφαίνεται από την όλη διαδικασια που ακολούθησε, το ποσό των £6.500 που πλήρωσε ο κάθε ένας από τους εφεσίβλητους, ήταν κοινό έδαφος.
Συνεπώς και ο λόγος αυτός απορρίπτεται.
Λόγος 1 στις εφέσεις αρ. 8976 και 9070
Ο λόγος αυτός αφορά την εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων 2 δεν κατάθεσε την αλήθεια κατά την ακρόαση της υπόθεσης και/ή ότι περιήλθε σ’ αντιφάσεις και/ή ότι είναι εντελώς αναξιόπιστος και η μαρτυρία [*358]του εντελώς ψευδής και/ή δημιουργήθηκαν στο Δικαστήριο υποψίες για την εντιμότητά του και την όλη συμμετοχή στην καταδολίευση των Εναγόντων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παραγνώρισε ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα επιβεβαιώθηκε και/ή ενισχύθηκε και από ανεξάρτητη μαρτυρία, ήτοι των μαρτύρων των εναγόντων Θεοδόση Γεωργίου και Ιωάννη Κτωρίδη. Η προσαχθείσα μαρτυρία αντικρούει τα πιο πάνω ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετικά με την αξιοπιστία του εφεσείοντα.
Η εισήγηση αυτή δεν ευσταθεί. Οι Μ.Ε.4 Ιωάννης Κτωρίδης και Μ.Ε.9 Θεοδόσης Γεωργίου, των οποίων η μαρτυρία έγινε αποδεκτή, δεν επιβεβαιώνουν τη μαρτυρία του εφεσείοντα 2. Ο Μ.Ε.4 Ιωάννης Κτωρίδης, Ανώτερος Υπαστυνόμος, ειδικός για την εξέταση χειρογράφων και δακτυλογραφημένων κειμένων, έδωσε μαρτυρία ως ειδικός, ο οποίος μελέτησε διάφορα τεκμήρια και αποφάνθηκε ότι ανήκουν στο ίδιο πρόσωπο. Η μαρτυρία του εμπλέκει την εφεσείουσα 3 σαν το πρόσωπο που υπέγραψε ψευδώς το όνομα της μητέρας της στο πληρεξούσιο έγγραφο δυνάμει του οποίου ο Κύπρος Κυπριανού πέτυχε τη μεταβίβαση του οικοπέδου. Από τη μαρτυρία του Μ.Ε.9 Θεοδόση Γεωργίου, υπάλληλου του Κύπρου Κυπριανού, γίνεται φανερό πως ο μάρτυρας αυτός δεν ήταν παρών μέσα στο ιδιαίτερο γραφείο του Κύπρου Κυπριανού όπου έγινε η πιστοποίηση του ψευδούς πληρεξουσίου από τον εφεσίβλητο 2, αλλά ήταν σε χώρο έξω από αυτό. Επομένως, δεν μαρτύρησε οτιδήποτε για το περιστατικό μέσα στο γραφείο του Κύπρου Κυπριανού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία του εφεσείοντα 2, σχολιάζει κυρίως το περιστατικό αυτό όπως το αφηγήθηκε ο εφεσείων 2 και καταλήγει στο συμπέρασμα, αφού έκρινε το μάρτυρα αυτό αναξιόπιστο, ότι η αφήγηση αυτή έγινε από τον εφεσείοντα 2 με σκοπό τον αποκλεισμό της οποιασδήποτε ευθύνης του και για να δείξει ότι δεν είχε οποιαδήποτε συμμετοχή στην όλη συνομωσία.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ορθή και η εξαγωγή των ευρημάτων και των συμπερασμάτων του βασίστηκε στην μαρτυρία όπως αυτή έγινε αποδεκτή. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι δικαιολογείται η παρέμβασή μας στο θέμα αυτό που αφορά την αξιοπιστία του εφεσείοντα 2. Ο λόγος αυτός δεν μπορεί να ευσταθήσει και απορρίπτεται.
Λόγος 4 στις εφέσεις αρ. 8976 και 9070
Ο λόγος αυτός διατυπώνεται ως ακολούθως:
“4. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι ο [*359]Εφεσείων αθέτησε το θέσμιο καθήκον του που είχε έναντι των Εναγόντων και εσφαλμένα παραγνώρισε και/ή αρνήθηκε να τοποθετηθεί και/ή ν’ αποφασίσει πάνω στο νομικό λόγο που πρόβαλε ο Εφεσείων, ότι δηλαδή οι Ενάγοντες δεν δικαιούντο ούτε μπορούσαν να πετύχουν στην αξίωσή τους για ισχυριζόμενη παράβαση από τον Εφεσείοντα των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων του (breach of statutory duty), γιατί στην οπισθογράφηση της έκθεσης απαιτήσεως (endorsement of the writ) δεν υπάρχει τέτοια αξίωση, αλλά μόνο αξίωση για ισχυριζόμενη συνωμοσία και/ή απάτη και/ή αμέλεια των Εναγομένων. Στην Έκθεση Απαιτήσεως των Εναγόντων, ημ. 18/6/90, προστέθηκε, παράτυπα και αντικανονικά, νέα αιτία αγωγής εναντίον του Εφεσείοντα αναφορικά με παράβαση καθήκοντος εκ του νόμου. Ως εκ τούτου, οι Ενάγοντες κωλύοντο να προβούν στην προσθήκη της νέας αυτής αιτίας αγωγής χωρίς να ζητήσουν τροποποίηση της Έκθεσης Απαιτήσεως, πράγμα που δεν έπραξαν.”
Είναι γεγονός ότι στην οπισθογράφηση του Κλητηρίου Εντάλματος οι εφεσίβλητοι αξιούσαν εναντίον των εφεσειόντων αποζημιώσεις για συνωμοσία και/ή απάτη και/ή αμέλεια. Όμως στην Έκθεση Απαιτήσεως η αξίωσή τους για αποζημιώσεις στηρίχθηκε εκτός από τις ως άνω αιτίες αγωγής και στην παράβαση νομικού καθήκοντος από μέρους του εφεσείοντα 2.
Για την προσθήκη αυτή δεν επιδιώχθηκε και δεν έγινε τροποποίηση του Κλητηρίου Εντάλματος, για να την περιλάβει, αλλά και ούτε υπήρξε διάβημα από μέρους του εφεσείοντα 2 για τη διαγραφή της από την Έκθεση Απαιτήσεως.
Τα δικόγραφα αποτελούν το θεμέλιο της δίκης, η οποία διεξάγεται αποκλειστικά μέσα στα πλαίσια που αυτά έχουν προκαθορίσει (βλ. μεταξύ άλλων, Κούρτης v. Ιασωνίδης (1970) 1 Α.Α.Δ. 180, Αυστριακές Αερογραμμές v. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου Λτδ και Άλλοι (1991) 1 Α.Α.Δ. 764) και το Δικαστήριο οφείλει να περιορισθεί μέσα στα επίδικα θέματα όπως προκύπτουν από τα δικόγραφα, για να αποφασίσει την υπόθεση και δεν είναι επιτρεπτό να επεκταθεί σ’ άλλα επίδικα θέματα που πιθανό να αναφύονται από τη μαρτυρία (βλ. Iordanous v. Aniftos 24 C.L.R. 97).
Πέραν των προαναφερθέντων πλαισίων, σύμφωνα με τη Δ.20 θ. 1Α των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, ο ενάγων δύναται με την Έκθεση Απαιτήσεώς του, να μεταβάλει, τροποποιήσει ή επεκτείνει (alter, modify, or extend) την αξίωσή του, χωρίς να τροποποιήσει την οπισθογράφηση του [*360]Κλητηρίου Εντάλματος, όχι όμως να εισάξει νέα αιτία αγωγής.
Ο θεσμός αυτός είναι όμοιος με τον θ.4 Δ.20 των Αγγλικών Κανονισμών και στο σύγγραμμα Bullen & Leake and Jacob’s Precedents of Pleadings, 12η έκδοση, στη σελ. 70, αναφέρονται τα ακόλουθα:
“Altering, modifying or extending claim indorsed on the writ
Where the statement of claim is not indorsed on the writ, but is a separate document, whether served with the writ or later, it must, in general, confine itself to the causes of action mentioned in the general indorsement on the writ which itself consists of a concise statement of the nature of the claim made or the relief or remedy required in the action. Accordingly, the statement of claim must not contain any allegation or claim in respect of a cause of action unless that cause of action is mentioned in the writ or arises from facts which are the same as, or include, or form part of, facts giving rise to a cause of action so mentioned. Subject to such limitation, the plaintiff is permitted in his statement of claim to alter, modify or extend any claim made by him in the indorsement of the writ without amending the indorsement. But this does not entitle the plaintiff completely to change the cause of action indorsed on the writ, or to introduce an entirely new and additional cause of action, or to introduce a claim which the court has no jurisdiction to entertain.”
Δεν χρειάζεται, όπως θα διαφανεί κατωτέρω, να αναφερθούμε σε περισσότερες αυθεντίες επί του θέματος αυτού.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο πράγματι δεν ασχολήθηκε καθόλου με το θέμα αυτό και βασίστηκε στην παράβαση θέσμιου καθήκοντος σαν νέας αιτίας αγωγής, για να καταλήξει στην επιδίκαση αποζημιώσεων, χωρίς να γίνει τροποποίηση του Κλητηρίου Εντάλματος ή η προσθήκη αυτή δεν ήταν επίδικο θέμα και το Δικαστήριο δεν βασίστηκε σ’ αυτή;
Eίναι κατά την άποψή μας, εσφαλμένη η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα 2, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με αυτό το λόγο έφεσης. Μπορεί να μην εκφράστηκε ρητά αν και κατά πόσο υπήρξε προσθήκη νέας αιτίας αγωγής στην Έκθεση Απαιτήσεως, αλλά το Δικαστήριο ασχολήθηκε με την αμέλεια και την παράβαση θέσμιου καθήκοντος και προέβη σε ανάλυση διαφοροποιώντας τις δύο αιτίες αγωγής. Τελικά καταλήγοντας στα ευρήματά του, [*361]αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων 2 με την παράβαση του θέσμιου καθήκοντός του, υπήρξε ένοχος αμέλειας στην εκτέλεση των καθηκόντων του αυτών, σε τέτοιο βαθμό που η πράξη του να χαρακτηρίζεται απερισκεψία ή η οποία θα μπορούσε να φτάσει ακόμα και τα όρια της δόλιας συμπεριφοράς, όπως αναλύεται στην υπόθεση Derry v. Peek [1889] 14 A.C. Είναι επομένως λόγω της αμέλειας σαν αποτέλεσμα της παράβασης θέσμιου καθήκοντος, που βρήκε τον εφεσείοντα 2 υπεύθυνο για αποζημιώσεις και όχι για την παράβαση θέσμιου καθήκοντος σαν ξεχωριστής αιτίας αγωγής. Είναι με αυτό το πνεύμα που το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων 2 αθέτησε το θέσμιο καθήκο του και τούτο δεν είναι σφάλμα.
Αυτή η θέση είναι ενδεικτική από τα ακόλουθα αποσπάσματα της απόφασης:
Στη σελ. 24:-
“Ένα θέσμιο καθήκον τακτικά παρέχει τη βάση για έγερση αγωγής. Αυτή η ευθύνη είναι ιδιότυπη και εντελώς ανεξάρτητη από οποιαδήποτε άλλης μορφής ευθύνη εξ αδικοπραξίας. Συνιστά όμως η αθέτηση θέσμιου καθήκοντος αμέλεια; Η παράλειψη εκτέλεσης πράξης την οποία το νομοθέτημα απαιτεί από πρόσωπο να εκτελέσει αποτελεί αφ’ εαυτής αμέλεια του προσώπου αυτού; (Βλέπε Lochgelly Iron and Coal Co. v. Mc’ Mullan [1934] A.C.1, και Charlesworth on Negligence, 6η έκδοση, παρα. 1106 και επ., Βλέπε επίσης Municipality of Nicosia v. Andreas Kythreotis (1983) 1 C.L.R. 154).
Η έκταση του θέσμιου καθήκοντος είναι θέμα ερμηνείας του συγκεκριμένου νομοθετήματος, και αν αποδειχθεί ότι το συγκεκριμένο καθήκον δεν έχει τηρηθεί, υπάρχει δικαίωμα έγερσης αγωγής χωρίς προηγούμενη απόδειξη έλλειψης προσοχής ή επιμέλειας εκ μέρους του προσώπου που ήταν επιφορτισμένο με το καθήκον. Έχει αποφασιστεί ότι η παράλειψη εκτέλεσης της πράξης την οποία το νομοθέτημα απαιτεί από πρόσωπο να εκτελέσει, συνιστά από μόνη της αμέλεια του προσώπου αυτού (Lochgelly Iron and Coal Co. v. Mc’ Mullan (ανωτέρω)).”
Και στη σελ. 15:-
“..... δεν έχουμε στην ενώπιόν μας μαρτυρία τέτοια στοιχεία που να δικαιολογούν με τη βεβαιότητα που χρειάζεται το εύρημα ότι ο εναγόμενος 2 ήταν ένοχος δόλου. Αναμφίβολα όμως ο εναγόμενος 2 είναι ένοχος βαρειάς αμέλειας γιατί σαν πιστοποιών [*362]υπάλληλος παρέβηκε το θέσμιο καθήκον που είχε να βεβαιώνεται για την ταυτότητα των προσώπων των οποίων πιστοποιούσε την υπογραφή και την ευθύνη του κάτω από αυτές τις περιστάσεις θα εξετάσουμε στη συνέχεια. Επισημαίνουμε ότι η αμέλεια την οποία επέδειξε είναι τόσο μεγάλη που ουσιαστικά μπορεί κάποιος να την εξομοιώσει με δόλο. Ο εναγόμενος 2 κατά παράβαση τόσο των νομικών του υποχρεώσεων όσο και της συμπεριφοράς που θα πρέπει να τηρεί ένας λογικός άνθρωπος έκλεισε τα μάτια του στο ολοφάνερο ή για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του λαού μας “έκανε το στραβά μάτια” σε σημείο που η βαριά αυτή αμέλεια να μπορεί να αναχθεί σε δόλια συμπεριφορά.”
Είναι φανερό πως η κατάληξη για την ευθύνη του εφεσείοντα 2 δεν βασίζεται στην παράβαση θέσμιου καθήκοντος σαν ανεξάρτητης αιτίας αγωγής που προστέθηκε ανεπίτρεπτα στην Έκθεση Απαιτήσεως, αλλά στην αμέλεια, η οποία ήταν επίδικο θέμα. Δεν υπήρξε οποιαδήποτε παραγνώριση από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως υπάρχει ισχυρισμός.
Επομένως και ο λόγος αυτός απορρίπτεται.
Σαν αποτέλεσμα, οι εφέσεις του εφεσείοντα 2 επιτυγχάνουν μερικώς. Το διάταγμα για τροποποίηση της Έκθεσης Απαιτήσεως των εφεσιβλήτων ημερ. 17.11.93, κατά τρόπο που να αξιώνεται υπό μορφή ειδικής ζημιάς το ποσό των δικηγορικών εξόδων στην αγωγή αρ. 4906/87 για το ποσό των £881.- πλέον £11.05 έξοδα έκδοσης της απόφασης, πλέον τόκος προς 6% ετησίως από 8.1.90 μέχρι εξοφλήσεως, καθώς επίσης και η φράση “ΚΑΙ/Η ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΑ έκαστος των Εναγόντων αξιοί”, ακυρώνεται. Επίσης η απόφαση για την πληρωμή από μέρους του εφεσείοντα 2 των προαναφερθέντων ποσών των δικηγορικών εξόδων, πλέον τα έξοδα έκδοσης της απόφασης, πλέον τόκοι, ανατρέπεται. Το άλλο σκέλος της απόφασης υπέρ των εφεσιβλήτων για το ποσό των £13.000 πλέον τόκοι και έξοδα, παραμένει αναλλοίωτο.
Οι εφεσίβλητοι να πληρώσουν το ένα τρίτο των εξόδων των τριών εφέσεων του εφεσείοντα 2, δεδομένης της μερικής επιτυχίας των εφέσεων αυτών και της πολλαπλότητας της διαδικασίας που επέλεξε να ακολουθήσει ο εφεσείων 2.
H έφεση επιτρέπεται μερικώς.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο