Σοφοκλέους Στέλιος ν. Aνδριανής M. Kαλογήρου (1997) 1 ΑΑΔ 369

(1997) 1 ΑΑΔ 369

[*369]15 Απριλίου, 1997

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

AΝΔΡΙΑΝΗΣ Μ. ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9411).

 

Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Συντρέχουσα αμέλεια — Eπιβάτιδα λεωφορείου κατεβαίνει από αυτό και επιχειρεί να διασταυρώσει από την πίσω πλευρά του, υπεραστικό δρόμο, από δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου — Αντίθετες εκδοχές — Εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι για το ατύχημα ευθυνόταν και ο οδηγός του αυτοκινήτου κατά 40% — Ανατράπηκε από το Εφετείο.

Έφεση — Ευρήματα γεγονότων — Δεν είναι ανατρέψιμα αν είναι δικαίως επιτρεπτά με βάση τη μαρτυρία.

Δίκαιο Αποδείξεως—Αμέλεια— Βάρος αποδείξεως—Εφαρμοστέες αρχές.

Μαρτυρία — Γραπτές καταθέσεις μάρτυρα στην Αστυνομία — Χρησιμοποιούνται μόνο για σκοπούς δοκιμασίας της αξιοπιστίας του.

Το ατύχημα συνέβηκε όταν η ενάγουσα κατέβηκε από λεωφορείο το οποίο την μετέφερε από την Άλωνα, και ενώ προσπαθούσε να διασταυρώσει το δρόμο από το σημείο που την είχε αφήσει το λεωφορείο, για να πορευθεί προς το χωριό Κάτω Μονή.  Κατά την ώρα της σύγκρουσης επικρατούσε σκοτάδι.

Τα σημεία τα οποία αμφισβητήθηκαν έντονα όσον αφορά τις συνθήκες του ατυχήματος, ήταν:

1. Κατά πόσο το λεωφορείο είχε απομακρυνθεί από τη σκηνή της [*370]σύγκρουσης ή αν αυτό βρισκόταν ακόμη στη σκηνή του δυστυχήματος (η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι το λεωφορείο είχε απομακρυνθεί) και

2. Κατά πόσο το σημείο συγκρούσεως βρισκόταν στην αριστερή πλευρά του δρόμου σε μικρή απόσταση από την άκρη της ασφάλτου σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου, όπως ισχυρίστηκε η ενάγουσα ή στη δεξιά πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου σε μικρή απόσταση από το κέντρο του δρόμου, όπως ισχυρίστηκε ο εναγόμενος.

Το ποσοστό ευθύνης της ενάγουσας καθορίσθηκε σε 60% και εκείνο του εναγομένου σε 40%. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι ο εναγόμενος ήταν ένοχος αμέλειας γιατί αν ασκούσε προσεκτικότερη παρατήρηση θα μπορούσε να είχε αντιληφθεί την ενάγουσα πλέον έγκαιρα.

Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο αποδόθηκε ευθύνη για τη σύγκρουση στον εναγόμενο. Ο εναγόμενος υποστήριξε ότι το σχετικό εύρημα δεν υποστηριζόταν από μαρτυρία αλλά αποτελούσε αυθαίρετη εικασία και συμπέρασμα.

Αποφασίστηκε ότι:

Το βάρος αποδείξεως σε υποθέσεις αμέλειας βρίσκεται στην πλευρά του ενάγοντα. Η απόδειξη που πρέπει να παρουσιάσει ο ενάγων πρέπει να προχωρεί πέρα από την καθαρή πιθανολόγηση και να φθάνει μέχρι το πεδίο νομικών συμπερασμάτων. Στην παρούσα υπόθεση, τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τη θέση στην οποία βρισκόταν το λεωφορείο όταν η ενάγουσα άρχισε να διασταυρώνει τον δρόμο δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία. Το ίδιο ισχύει και για το εύρημα ότι η ευθύνη του εναγομένου οφείλετο στην απουσία προσεκτικής παρατήρησης εκ μέρους του.  Επιπρόσθετα, δεν μπορεί να συναχθεί συμπέρασμα για αμέλεια χωρίς τον προσδιορισμό της απόστασης, έστω και κατά προσέγγιση, από την οποία ο εναγόμενος θα μπορούσε να αντιληφθεί την ύπαρξη της ενάγουσας.

Οι γραπτές καταθέσεις της ενάγουσας στην αστυνομία που υποστήριζαν σε κάποιο βαθμό τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τη θέση του λεωφορείου, δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αλήθεια του περιεχομένου τους ή να αποτελέσουν βάθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων και ευρημάτων.

[*371]Η έφεση έγινε δεκτή.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Searay Ltd v. M/V “Angostino Neto” (1995) 1 C.L.R. 231,

Jones v. G. W. Ry [1930] 144 L.T. 194,

Αγγελή v. Ηλία (1993) 1 Α.Α.Δ. 1043,

Antoniou v. Antoniou (1969) 1 C.L.R. 307,

Star Fiberglass Ltd v. Elneda Trading Ltd (1992) 1(A) C.L.R. 7,

Κυπριανού v. Αστυνομίας (1996) 2 A.A.Δ. 250.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Aρέστης, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 31 Iανουαρίου, 1995 (Aρ. Aγωγής 906/89), με την οποία καθορίστηκε το ποσοστό ευθύνης της ενάγουσας σε 60% και εκείνο του εναγόμενου σε 40% και επιδικάσθηκε το ποσό των £16.000 υπέρ της ενάγουσας ως γενικές αποζημιώσεις και £1.324 ως ειδικές αποζημιώσεις για τον τραυματισμό της σε οδικό δυστύχημα.

Στ. Ερωτοκρίτου (κα.), για τον Εφεσείοντα.

Γ. Ερωτοκρίτου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ενάγουσα-εφεσίβλητη (“η ενάγουσα”) κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο του εναγόμενου-εφεσείοντα (“ο εναγόμενος”), ενώ διασταύρωνε πεζή το δρόμο Περιστερώνας-Κάτω Μονής και τραυματίσθηκε.

Τα πιο κάτω πραγματικά περιστατικά αποτελούσαν κοινό έδαφος ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου:

Σε κάποιο χρονικό διάστημα πριν από το ατύχημα η ενάγουσα είχε κατέλθει από λεωφορείο το οποίο την μετέφερε από την Άλωνα. Το ατύχημα επεσυνέβη όταν η ενάγουσα προσπαθούσε να δια[*372]σταυρώσει το δρόμο, από το σημείο όπου την είχε αφήσει το λεωφορείο, για να περάσει απέναντι και να πορευθεί προς το χωριό Κάτω Μονή. Κατά την ώρα της σύγκρουσης επικρατούσε σκοτάδι.

Αυτό που είχε έντονα αμφισβητηθεί, όσον αφορά τις συνθήκες του ατυχήματος, ήταν το κατά πόσο το λεωφορείο από το οποίο είχε κατεβεί η ενάγουσα είχε απομακρυνθεί από τη σκηνή τη στιγμή της σύγκρουσης ή αν αυτό βρισκόταν ακόμη στη σκηνή του ατυχήματος. Η ενάγουσα υποστήριξε την πρώτη εκδοχή. Κατέθεσε ότι άρχισε να διασταυρώνει το δρόμο μετά που το λεωφορείο είχε απομακρυνθεί και δεν φαινόταν. Τα ίδια κατέθεσε και η συνεπιβάτιδα της ενάγουσας - Σοφία Πολυβίου. Από την άλλη ο εναγόμενος υποστήριξε την δεύτερη εκδοχή. Δέχθηκε ότι πρόσεξε το λεωφορείο στη δεξιά πλευρά του δρόμου με κίτρινο περιστρεφόμενο φανό. Νόμισε ότι το λεωφορείο είχε πάθει κάποια βλάβη και ελάττωσε ταχύτητα για να δει τί συμβαίνει. Όταν έφθασε δίπλα από το λεωφορείο αυτό άρχισε να κινείται. Μόλις το όχημα του βρισκόταν στο πίσω μέρος του λεωφορείου αντιλήφθηκε κάτι σαν σκιά που βγήκε από το πίσω μέρος του λεωφορείου και διασταύρωνε από δεξιά στα αριστερά και κτύπησε στο μπροστινό δεξιό μέρος του αυτοκινήτου.

Έντονη αμφισβήτηση υπήρχε και ως προς το σημείο συγκρούσεως. Η ενάγουσα το τοποθέτησε στην αριστερή πλευρά του δρόμου σε μικρή απόσταση από την άκρη της ασφάλτου σε σχέση με την πορεία του εναγομένου. Ο τελευταίος το τοποθέτησε στη δεξιά πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του σε μικρή απόσταση από το κέντρο του δρόμου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο μετά από εκτεταμένη ανάλυση της μαρτυρίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι “ούτε η ενάγουσα, ούτε ο εναγόμενος έλεγαν πλήρως την αλήθεια σε σχέση με τις συνθήκες του ατυχήματος”. Ήταν, όμως, της άποψης ότι σε μεγαλύτερο βαθμό η αλήθεια βρίσκεται στην πλευρά του εναγόμενου. Δέχθηκε ότι ο τελευταίος είπε την αλήθεια όσον αφορά το σημείο στο οποίο επήλθε η σύγκρουση, επειδή η εκδοχή του υποστηρίζετο από την πραγματική μαρτυρία - τις κηλίδες αίματος - και απέρριψε την σχετική εκδοχή της ενάγουσας επειδή την έκρινε αντιφατική και αναξιόπιστη. Σαν αναξιόπιστη έκρινε και την εκδοχή της συνεπιβάτιδας της ενάγουσας και εκείνη του οδηγού του λεωφορείου. Ωστόσο το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν της άποψης ότι ο εναγόμενος δεν έλεγε την αλήθεια στο δικαστήριο “ότι δηλαδή το λεωφορείο βρισκόταν ακόμα σταματημένο στο σημείο που είχε κατεβάσει την ενάγουσα και άρχισε να κινείται μόλις αυτός το πλεύρισε”. Προχώρησε δε στη διατύπωση συμπερασμάτων σε σχέση με τη θέση του λεω[*373]φορείου κατά την στιγμή της σύγκρουσης. Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφασή του:

“Το λεωφορείο πρέπει να είχε κινηθεί λίγο από πριν χωρίς όμως από την άλλη να δέχομαι την εκδοχή της ενάγουσας και των μαρτύρων της ότι το λεωφορείο είχε απομακρυνθεί στην απόσταση στην οποία αυτή ισχυρίζεται.

......................................................................................................

Θα πρέπει σ’ αυτό το σημείο να επισημάνω ότι η ενάγουσα στις γραπτές καταθέσεις της στην αστυνομία δεν ανέφερε ότι άρχισε να διασταυρώνει αφού το λεωφορείο απομακρύνθηκε χωρίς να μπορεί μάλιστα να δώσει την απόσταση. Επομένως τα όσα η ενάγουσα προφορικά ανέφερε, ότι όταν διασταύρωσε το λεωφορείο είχε χαθεί, κρίνονται σαν ανακριβή. Από την άλλη όμως και η θέση του εναγομένου την οποία ήδη περιέγραψα όσον αφορά τον τρόπο που κινήθηκε το λεωφορείο κρίνεται και αυτή σαν ανακριβής. Δεν θα μπορούσε να είχε γίνει η σύγκρουση, το λεωφορείο να βρισκόταν τόσο πολύ κοντά στο σημείο της σύγκρουσης και ο οδηγός του λεωφορείου να μην είχε αντιληφθεί καθόλου το γεγονός της σύγκρουσης. Είναι λογικό επομένως κάποιος να υποθέσει ότι το λεωφορείο άρχισε μεν να κινείται και να απομακρύνεται από το σημείο στο οποίο είχε αφήσει την ενάγουσα χωρίς βεβαίως να είναι απόλυτα σαφές ποιά απόσταση είχε καλύψει από το σημείο αυτό μέχρι τη στιγμή που έγινε η σύγκρουση. Δεν είχε απομακρυνθεί σε μεγάλη απόσταση και εν πάση περιπτώσει βρισκόταν μέσα στο οπτικό πεδίο της ενάγουσας. Ήταν τότε που η ενάγουσα άρχισε να διασταυρώνει το δρόμο.”

Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη στα πιο κάτω ευρήματα και συμπεράσματα:

“Είναι επομένως η απόφαση του Δικαστηρίου ότι η σύγκρουση έγινε στο σημείο του δρόμου το οποίο βρίσκεται αριστερότερα της άσπρης διαχωριστικής γραμμής σε σχέση με την πορεία του οχήματος του εναγομένου πολύ πλησίον του σημείου όπου ο εναγόμενος υπέδειξε στον εξεταστή της υπόθεσης. Είναι επίσης η απόφασή μου ότι το λεωφορείο άρχισε να απομακρύνεται και βρισκόταν σε απόσταση άγνωστη αλλά όχι πολύ μεγάλη από το σημείο όπου είχε προηγουμένως σταματήσει, εν πάση όμως περιπτώσει βρισκόταν ακόμα μέσα στο οπτικό πεδίο της ενάγουσας. Φαίνεται εκ των πραγμάτων ότι η ενάγουσα προχωρώντας μέσα στο δρόμο για να διασταυρώσει μέχρις ενός σημείου εμποδίζετο λόγω της ύπαρξης του λεωφορείου να αντιληφθεί την ύπαρξη [*374]του οχήματος του εναγομένου, όμως από κάποιο σημείο και μετά μπορούσε να αντιληφθεί την ύπαρξη του οχήματος του εναγομένου του οποίου τα φώτα ήταν αναμμένα. Το ίδιο θα πρέπει να λεχθεί και για την ορατότητα την οποία είχε ο εναγόμενος μπροστά του οδηγώντας προς το σημείο όπου έγινε η σύγκρουση. Πρέπει για κάποια απόσταση να μην ήταν σε θέση να αντιληφθεί τί βρισκόταν στα δεξιά του πέραν του σημείου όπου εκινείτο το λεωφορείο. Πρέπει όμως από κάποιο σημείο και μετά το οπτικό πεδίο να άρχισε να καθαρίζει και θα έπρεπε να ήταν σε θέση να αντιληφθεί την ύπαρξη της ενάγουσας μέσα στο δρόμο.

Βρίσκω επομένως ότι τόσο ο εναγόμενος όσο και η ενάγουσα φέρουν ευθύνη για τη σύγκρουση η οποία επεσυνέβη.”

Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω ευρημάτων και συμπερασμάτων και τα δύο μέρη κρίθηκαν ότι “φέρουν ευθύνη για τη σύγκρουση η οποία επεσυνέβη”. Το ποσοστό ευθύνης της ενάγουσας καθορίσθηκε σε 60% και εκείνο του εναγομένου σε 40%. Το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε ότι ο εναγόμενος δεν αντιλήφθηκε καθόλου την ύπαρξη της ενάγουσας μέσα στο δρόμο. Ήταν ένοχος αμέλειας γιατί - όπως το έθεσε το πρωτόδικο δικαστήριο - “αν ασκούσε προσεκτικότερη παρατήρηση μέσα στο δρόμο θα μπορούσε να είχε αντιληφθεί την ενάγουσα πλέον έγκαιρα”.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως σημείωσε στην απόφασή του, αποφάσισε να αποδώσει μεγαλύτερο ποσοστό ευθύνης στην ενάγουσα επειδή διασταύρωνε ένα υπεραστικό δρόμο, εφορούσε μάλλον σκούρα ρούχα και απέτυχε να αντιληφθεί τα φώτα του οχήματος του εναγόμενου ο οποίος πλησίαζε από τα αριστερά της. Έχοντας δε φθάσει στο κέντρο του δρόμου όφειλε να είχε σταματήσει για να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές για την ίδια να διασταυρώσει στην άλλη πλευρά του δρόμου.

Το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου με το οποίο αποδόθηκε ευθύνη για την σύγκρουση στον εναγόμενο αποτέλεσε το αντικείμενο της παρούσας έφεσης του τελευταίου. Υποστήριξε ότι δεν υπήρχε μαρτυρία που να στηρίζει τέτοιο εύρημα και ότι το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε αυθαίρετες εικασίες και συμπεράσματα.

Σε αγωγή για αμέλεια το βάρος απόδειξης το φέρει ο ενάγοντας. Στο σύγγραμμα Charlesworth & Percy on Negligence, 8η έκδοση, παραγ. 5-22, το ζήτημα του βάρους απόδειξης τίθεται ως πιο κάτω:

“In an action for negligence, as in every other action, the burden of proof falls upon the plaintiff alleging it to establish each element of the tort. Hence it is for the plaintiff to give evidence of the facts, on which he bases his claim for damages. His evidence must consist of facts, either proved or admitted, and, after it is concluded, two questions arise, (1) whether, on that evidence, negligence may be reasonably inferred and (2) whether assuming it may be reasonably inferred, negligence is in fact inferred.”*

Η απόδειξη που πρέπει να παρουσιάσει ο ενάγοντας πρέπει να προχωρεί πέρα από την καθαρή πιθανολόγηση και να φθάνει μέχρι το πεδίο των νομικών συμπερασμάτων** (Charlesworth & Percy on Negligence, πιο πάνω, παραγ. 5-23). Οι εικασίες δεν έχουν νομική ισχύ. Είναι άγνωστες στο νομικό μας σύστημα (Βλ. Searay Ltd v. M/V “Angostino Neto”, Αγωγή Ναυτοδικείου 155/90/23.3.95). Όπως τονίσθηκε στην Jones v. G. W. Ry. [1930] 144 L.T. 194, 202:

“The dividing line between conjecture and inference is often a very difficult one to draw. A conjecture may be plausible, but it is of no legal value, for its essence is that it is a mere guess. An inference in the legal sense, on the other hand, is a deduction from the evidence, and if it is a reasonble deduction it may have the [*376]validity of legal proof.”***

Έχουμε παραθέσει σε όλη τους την έκταση τους λόγους για τους οποίους ο εναγόμενος κρίθηκε αναξιόπιστος και τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Παρατηρούμε ότι οι λόγοι για τους οποίους δεν έγινε δεκτή η εκδοχή του εναγομένου βασίζονται σε υποθέσεις και εικασίες.   Πρόσθετα, ενώ από τη μια το πρωτόδικο δικαστήριο είχε θεωρήσει την μαρτυρία του οδηγού του λεωφορείου σαν αναξιόπιστη, από την άλλη προχώρησε να της προσδώσει κύρος και βαρύτητα με το να θεωρήσει τη μαρτυρία του εναγομένου αναξιόπιστη επειδή ο οδηγός του λεωφορείου έπρεπε να είχε αντιληφθεί τη σύγκρουση.  Πρόβαλε μαρτυρία που είχε κριθεί αναξιόπιστη σαν τον κύριο λόγο απόρριψης της μαρτυρίας του εναγομένου. Κατά την κρίση μας αυτή η προσέγγιση ήταν εσφαλμένη (Βλ. Αγγελή v. Ηλία, Πολιτική Έφεση 8082/30.12.93).

Ερχόμαστε τώρα στα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Είναι νομολογημένο ότι τα ευρήματα των πρωτόδικων δικαστηρίων δεν είναι ανατρέψιμα αν είναι δικαίως επιτρεπτά με βάση τη μαρτυρία (Βλ. Antoniou v. Antoniou (1969) 1 C.L.R. 307 και Star Fiberglass Ltd. v. Elneda Trading Ltd (1992) 1 C.L.R. 7).

Μετά από προσεκτική εξέταση της μαρτυρίας έχουμε διαπιστώσει ότι τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, που σχετίζονται με την θέση στην οποία βρισκόταν το λεωφορείο όταν η ενάγουσα άρχισε να διασταυρώνει το δρόμο δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία. Βασίζονται σε υποθέσεις και εικασίες οι οποίες δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία.  Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με τα ευρήματα και συμπεράσματα που σχετίζονται με τις συνθήκες της σύγκρουσης και τους λόγους για τους οποίους αποδόθηκε ευθύνη στον εναγόμενο. Ειδικώτερα: Δεν υπήρχε μαρτυρία που να δικαιολογεί το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι από κάποιο σημείο και μετά πρέπει το οπτικό πεδίο να άρχισε να καθαρίζει και θα έπρεπε - ο εναγόμενος - να ήταν σε θέση να αντιληφθεί την ύπαρξη της ενάγουσας μέσα στο δρόμο, και ότι αν ασκούσε προσεκτικότερη παρατήρηση μέσα στο δρόμο θα μπορούσε να είχε αντιληφθεί την ενάγουσα πλέον έγκαιρα. Εκτός του ότι το σχετικό συμπέρασμα δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία δεν βλέπουμε πως μπορεί να είχε συναχθεί συμπέρασμα για αμέλεια χωρίς τον προσδιορισμό της απόστασης, έστω και κατά προσέγγιση, από την οποία ο εναγόμενος θα μπορούσε να αντιληφθεί την ύπαρξη της ενάγουσας (Βλ. και Κυπριανού v. Αστυνο[*377]μίας, Ποινική Έφεση 6098/25.9.96). Τονίζουμε ότι ήταν η απουσία της προσεκτικής παρατήρησης η οποία αποτέλεσε το λόγο για τον οποίο αποδόθηκε ευθύνη στον εναγόμενο.

Είναι αλήθεια ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με τη θέση του λεωφορείου υποστηρίζονται σε κάποιο βαθμό  από τα όσα ανάφερε η ενάγουσα στις γραπτές καταθέσεις της στην αστυνομία. Ωστόσο το περιεχόμενο των καταθέσεων μπορούσε να χρησιμοποιηθεί - και χρησιμοποιήθηκε - μόνο για σκοπούς δοκιμασίας της αξιοπιστίας της ενάγουσας. Δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την αλήθεια του περιεχομένου του ή να αποτελέσει το βάθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων ή ευρημάτων (Βλ. Phipson on Evidence, 12η έκδοση, παραγ. 657).

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις μας εκθεμελιώνουν το βάθρο επί του οποίου έχει αποδοθεί ευθύνη για αμέλεια στον εναγόμενο.  Το σχετικό συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν δικαιολογείται από τη μαρτυρία. Η έφεση επιτυγχάνει. Η εκκαλούμενη απόφαση παραμερίζεται.

H έφεση επιτρέπεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο