Fereos Limited ν. Martin Brothers Tobacco Company Inc. (1997) 1 ΑΑΔ 378

(1997) 1 ΑΑΔ 378

[*378]18 Aπριλίου, 1997

[ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]

FEREOS LIMITED,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

MARTIN BROTHERS TOBACCO COMPANY INC.,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 8763).

 

Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Αίτηση για τροποποίηση της Έκθεσης Απαιτήσεως — Υποβληθείσα κατά την ακρόαση της έφεσης — Διακριτική ευχέρεια — Κρίθηκε ότι δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος για άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου υπέρ του αιτητή. 

Mαρτυρία — Αξιοπιστία μαρτύρων — Ευρήματα γεγονότων — Αρχές που διέπουν την επέμβαση του Εφετείου.

Δίκαιο Συμβάσεων — Αποκλειστικός αντιπρόσωπος πώλησης εισαγομένων εμπορευμάτων — Κατά πόσο υπήρχε σύμβαση για διορισμό.

Οι ενάγοντες-εφεσείοντες καταχώρησαν αγωγή αξιώνοντας αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας - η οποία όπως ισχυρίστηκαν περιείχετο σε επιστολή (τεκμ. 14) - για διορισμό τους από τους εναγομένους ως αποκλειστικούς αντιπροσώπους του καπνού “Captain Black” στην Κύπρο.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή στις 29.5.92 κρίνοντας ότι το τεκμ. 14 δεν συνιστούσε συμφωνία. Στις 23.6.92, οι εφεσείοντες καταχώρησαν έφεση η οποία ορίστηκε για ακρόαση στις 27.10.95. Ο εφεσείων ζήτησε αναβολή για να υποβάλει αίτηση για τροποποίηση της Έκθεσης Απαιτήσεως, ούτως ώστε να γίνεται αναφορά σε προφορική συμφωνία. Η αίτηση απορρίφθηκε αφού δεν συνοδευόταν από ένορκη δήλωση.  Στις 12.1.96 καταχωρήθηκε νέα νομότυπη αίτηση για τροποποίηση της Έκθεσης Απαιτήσεως με ισχυρισμό ότι είχε γίνει προφορική συμφωνία και/ή μερικώς προφορική και μερικώς γραπτή. Οι εφεσίβλητοι-καθ’ ων η αίτηση έφεραν ένσταση και ισχυρίσθηκαν ότι η αίτηση καταχωρήθηκε αδικαιολόγητα σε τόσο προχωρημένο στάδιο, στερώντας τους έτσι την ευκαιρία να αντιμετωπίσουν διαφορετικά την υπόθεση των εφεσειόντων-εναγό[*379]ντων και ζήτησαν την απόρριψή της.

Οι εφεσείοντες-αιτητές, υπέβαλαν ότι ήταν κατάλληλη περίπτωση για να γίνει αποδεκτή η αίτησή τους, επισημαίνοντας ότι είχε ήδη δοθεί μαρτυρία για την προφορική συμφωνία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η καθυστέρηση του αιτήματός τους οφείλετο, όπως ισχυρίστηκαν στην ένορκο δήλωση που υποστήριξε την αίτηση, στην εσφαλμένη ερμηνεία του περιεχομένου της επιστολής (τεκμ. 14), πράγμα που κατέστη έκδηλο για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση της έφεσης.

Αποφασίστηκε ότι:

Η κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη ερμηνεία που δόθηκε στο τεκμ. 14, δεν συνιστά λόγο για τη μη έγκαιρη τροποποίηση, ο δε ισχυρισμός ότι αυτό κατέστη έκδηλο για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση της έφεσης δεν ευσταθεί.

Το Εφετείο έχει διακριτική ευχέρεια να επιτρέψει τροποποίηση της Έκθεσης Απαιτήσεως όπου είναι φανερό ότι ο ενάγων θα επιτύχει στο αίτημά του και όπου όλα τα γεγονότα βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου. Εφ’ όσον το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί επί του θέματος για το οποίο αιτείται η τροποποίηση, η τυχόν αποδοχή της αίτησης θα συνιστούσε επέμβαση στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Επέμβαση του Εφετείου σε θέματα εκτίμησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων, που ανάγεται πρωτίστως στην αρμοδιότητα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πρέπει να γίνεται μετά από πολλή περίσκεψη και να χρησιμοποιείται με φειδώ.

Ακόμα και αν υπήρχε πεδίο για αποδοχή της αίτησης, η έφεση θα έπρεπε να απορριφθεί καθ’ ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης είναι ορθή. Η απόρριψη της έφεσης συμπαρασύρει και την αίτηση για τροποποίηση, η οποία αυτομάτως καθίσταται άνευ αντικειμένου.

Η αίτηση για τροποποίηση όπως και η έφεση επί της ουσίας απορρίφθηκαν με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων-αιτητών.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Φοινιώτης v. Greenmar Navigation (1989) 1(E) A.A.Δ. 33,

[*380]U Drive Company Limited v. Panayi and Another (1980) 1 C.L.R. 544,

Ιωακείμ v. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996,

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λαούτας, Π.E.Δ. και Φωτίου, E.Δ.) που δόθηκε στις 29 Mαΐου, 1992 (Aρ. Aγωγής 1334/86), με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή τους για αποζημιώσεις, λόγω διάρρηξης συμφωνίας για διορισμό τους ως αποκλειστικών αντιπροσώπων εισαγομένων εμπορευμάτων.

Α. Χαβιαράς, για τους Εφεσείοντες.

Χρ. Μιτσίδης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα εκδώσει ο Δικαστής Π. Αρτέμης.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η αγωγή των εφεσειόντων-εναγόντων αφορούσε αξίωση για αποζημιώσεις λόγω διάρρηξης συμφωνίας διορισμού τους από τους εναγομένους ως αποκλειστικούς διανομείς στην Κύπρο του καπνού “Captain Black”. Η αγωγή βασιζόταν σε κατ΄ισχυρισμό γραπτή συμφωνία, όπως φαίνεται στην παράγρ.4 της Έκθεσης Απαίτησης, που περιεχόταν σε επιστολή ημερ. 8.4.83, τεκμ.14. Το σχετικό μέρος της επιστολής αναφέρει τα ακόλουθα:

“I have explained to Imexpo that it is our wish to leave in your hands the Captain Black distribution for Cyprus, and trust this matter has been finally laid to rest. We sincerely hope that 1983 will see continued growth for our tobaccos in Cyprus, and look forward to your further news in due course.”

Το πρωτόδικο δικαστήριο, εκδίδοντας την απόφασή του στις 29.5.92, απέρριψε την αγωγή κρίνοντας ότι το περιεχόμενο του τεκμηρίου αυτού δεν συνιστούσε συμφωνία και παρόλον ότι δεν καλυπτόταν από τα δικόγραφα προχώρησε και εξέτασε μαρτυρία σχετικά με ισχυρισμό ότι προϋπήρξε προφορική συμφωνία που επιβεβαιωνόταν με το τεκμ.14. Τον ισχυρισμό αυτό για προφορική συμφωνία απέρριψε και πάλιν, θεωρώντας τη μαρτυρία επί του προκειμένου ως συγχυσμένη, αόριστη και προϊόν μεταγενέστερης σκέψης. [*381]Παρόλον τούτο, το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε και καθόρισε το ποσό των αποζημιώσεων. Στις 23.6.92 οι εφεσείοντες καταχώρησαν έφεση, η οποία με ειδοποίηση ημερ. 23.8.95 ορίστηκε για ακρόαση ενώπιόν μας στις 27.10.95. Στις 27.10.95, αφού ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων ανέπτυξε τα επιχειρήματά του πάνω στους λόγους έφεσης που αφορούσαν την απόρριψη της αγωγής, κατόπιν και υποδείξεων του Δικαστηρίου αναφορικά με την Έκθεση Απαίτησης, που όπως βρήκε το πρωτόδικο δικαστήριο δεν κάλυπτε ισχυρισμό για προφορική συμφωνία, ζήτησε αναβολή για να υποβάλει αίτηση για τροποποίηση της παραγράφου 4 της Έκθεσης Απαίτησης. Αφού δόθηκε η αναβολή, στις 31.10.95 καταχωρήθηκε τέτοια αίτηση με την οποία οι εφεσείοντες ζητούσαν την άδεια να τροποποιήσουν την παράγρ.4 ούτως ώστε να γίνεται αναφορά σε προφορική συμφωνία, που επιβεβαιώθηκε, μεταξύ άλλων, με το τεκμ.14. Η αίτηση αυτή δεν συνοδευόταν από ένορκο δήλωση και αφού ακούστηκαν οι αιτητές επί της αιτήσεως, ζήτησαν την άδεια του Δικαστηρίου να την αποσύρουν για να καταχωρήσουν άλλη νομότυπη αίτηση.  Η άδεια δόθηκε και η αίτηση αποσύρθηκε και απορρίφθηκε. Ακολούθως καταχωρήθηκε νέα αίτηση με ημερ. 12.1.96, με την οποία ζητούσαν και πάλιν την τροποποίηση της παραγρ.4, αυτή τη φορά όμως με ισχυρισμό ότι είχε γίνει προφορική συμφωνία “και/ή μερικώς προφορική και μερικώς γραπτή”, η οποία αυτή τη φορά συνοδευόταν και από σχετική ένορκο δήλωση.

Η άλλη πλευρά ενέστη στην αίτηση και αυτή εκδικάστηκε στις 4.4.96.  Οι εφεσείοντες-αιτητές, αφού αναφέρθηκαν στη νομολογία επί του θέματος, επισημαίνοντες ότι είχε ήδη δοθεί μαρτυρία για την προφορική συμφωνία, υπέβαλαν στο Δικαστήριο ότι ήταν κατάλληλη περίπτωση για να γίνει αποδεκτή η αίτησή τους.  Αντίθετα, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων-καθ’ ων η αίτηση ενιστάμενος στην τροποποίηση, υπέβαλε ότι δεν έπρεπε να εγκριθεί η αίτηση που καταχωρήθηκε αδικαιολόγητα σε τόσο προχωρημένο στάδιο και που αν κατεχωρείτο έγκαιρα θα τους έδιδε την ευκαιρία να αντιμετωπίσουν με διαφορετική στρατηγική την υπόθεση των εφεσειόντων-εναγόντων.

Για τις αρχές που αφορούν το θέμα υπάρχει σωρεία νομολογίας και αυτές οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου συνοψίστηκαν στην υπόθεση Φοινιώτης v. Greenmar Navigation (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 33 ως ακολούθως:

“(1) Η τροποποίηση της δικογραφίας επιτρέπεται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας δεδομένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που την καθιστούν απαραίτητη για την αποτελεσμα[*382]τική απονομή της δικαιοσύνης.

(2) Στον προσδιορισμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης όπως διαγράφονται στην συγκεκριμένη υπόθεση συνεκτιμούνται και οι επιπτώσεις από την τροποποίηση στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου.  Η διεξαγωγή της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο καθιερώνεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος ως θεμελιώδες δικαίωμα του κάθε διάδικου.

(3) Η τροποποίηση επιτρέπεται κατά κανόνα εφόσον δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στον αντίδικο δηλαδή ζημιά άλλη από εκείνη που μπορεί να θεραπευθεί με την έκδοση της κατάλληλης διαταγής ως προς τα έξοδα. Το αποδεικτικό βάρος για την αιτιολόγηση του αιτήματος και της καθυστέρησης στην διατύπωση των θέσεων του αιτητή ποικίλλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση ανάλογα επαυξάνει και το βάρος το οποίο πρέπει να αποσείσει ο αιτητής για την έκδοση διατάγματος για την τροποποίηση.

(4) Η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη της τροποποίησης υπεράσπισης. Στο στάδιο αυτό όμως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με φειδώ, λαμβάνοντας υπόψη τον εκτροχιασμό της δίκης από την προδιορισθείσα πορεία και τις αναπόφευκτες επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου. Στην υπόθεση Ηipgrave v. Case, 28 Ch.D. 361 υποδείχθηκε ότι το Δικαστήριο αντιμετωπίζει με διστακτικότητα αιτήσεις για τροποποίηση της δικογραφίας κατά την δίκη.”  (Η υπογράμμιση είναι δική μας)

Επίσης στην υπόθεση U Drive Company Limited v. Panayi and Another (1980) 1 C.L.R. 544, αφού έγινε εκτενής αναφορά στην νομολογία, απορρίφθηκε αίτηση για τροποποίηση στο στάδιο της έφεσης.

Η αιτιολόγηση του αιτήματος και της καθυστέρησης στο αίτημα για τροποποίηση εκ μέρους των εφεσειόντων-αιτητών περιέχεται στην 5η παράγραφο της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση και είναι όπως αναφέρεται “η εσφαλμένη ερμηνεία του περιεχομένου της επιστολής 8.4.83 πράγμα που κατέστη έκδηλο για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση της έφεσης”.

Έχουμε να παρατηρήσουμε ότι η κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένη ερμηνεία που δόθηκε στο τεκμ.14 δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο για [*383]τη μη έγκαιρη τροποποίηση ο δε ισχυρισμός ότι κατέστη τούτο έκδηλο για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση της έφεσης, δεν ευσταθεί. Τουλάχιστον από την ημερομηνία της απόφασης τούτο ήταν πιά καθαρό αφού το Δικαστήριο ρητά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το τεκμ.14 δεν περιείχε γραπτή συμφωνία.  Τούτο ακολούθως επεσημάνθη από το Εφετείο στους εφεσείοντες κατά τη διάρκεια της συζήτησης της έφεσης. Γι’ αυτό θεωρούμε παντελώς αδικαιολόγητη τη μεγάλη αυτή καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης για τροποποίηση και μόνο γι’ αυτό το λόγο θα απορρίπταμε την αίτηση. Υπάρχει όμως ακόμη και επιπρόσθετος λόγος. Όπως επισημαίνεται στο White Book, 1982 στη σελ.387, το Εφετείο έχει διακριτική ευχέρεια να επιτρέψει τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης όπου ο ενάγοντας είναι φανερό ότι θα επιτύχει στο τροποποιημένο αίτημά του και όπου όλα τα γεγονότα βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου. Έτσι, όπως ορθά έχει επισημάνει και ο συνήγορος των εφεσιβλήτων, για να έχει οποιαδήποτε ουσιαστική συνέπεια μιά τέτοια τροποποίηση, εφόσον το πρωτόδικο δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι το τεκμ.14 δεν περιέχει γραπτή συμφωνία και ότι η μαρτυρία περί προφορικής συμφωνίας δεν είναι αξιόπιστη και την έχει απορρίψει, θα πρέπει να είμαστε εμείς διατεθειμένοι να επέμβουμε στα ευρήματα αυτά του Δικαστηρίου και να τα ανατρέψουμε. Έχουμε ήδη ενώπιόν μας την πλήρη επιχειρηματολογία του συνηγόρου των εφεσειόντων και δεν είμαστε διατεθειμένοι να ανατρέψουμε τα ευρήματα αυτά. 

Σε σωρεία αποφάσεων έχουν αναλυθεί οι αρχές πάνω στις οποίες το Δικαστήριο επεμβαίνει στα θέματα εκτίμησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Αυτό, όπως τονίστηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Ιωακείμ v. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996, πρωτίστως ανάγεται στην αρμοδιότητα του πρωτόδικου δικαστηρίου και η κατ’ έφεση εισήγηση ότι η εκτίμηση είναι εσφαλμένη αναμένεται να υποστηρίζεται με πολύ πειστικά επιχειρήματα και  επέμβαση πρέπει να γίνεται μόνο μετά από πολλή περίσκεψη και να χρησιμοποιείται με περισσή φειδώ.

Το πρωτόδικο δικαστήριο που είχε ενώπιόν του τους μάρτυρες, αφού ανέλυσε τη μαρτυρία, κατέληξε, όπως επισημάναμε πιο πάνω, ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.1 δεν ήταν πειστική αλλά αντίθετα ήταν συγχυσμένη, αόριστη και αποτελούσε μεταγενέστερη σκέψη. Στο συμπέρασμα αυτό δεν έχουμε πεισθεί ότι δικαιολογείται η επέμβασή μας. Επιπρόσθετα, συμφωνούμε με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου  ότι το τεκμ.14 ουδόλως συνιστά γραπτή συμφωνία διορισμού των εφεσειόντων-εναγόντων ως αποκλειστικών διανομέων του προϊόντος των εφεσιβλήτων στην Κύπρο. Έτσι, έστω και αν επιτρέπαμε την τροποποίηση η έφεση θα έπρεπε να απορριφθεί.

[*384]Εν όψει των πιο πάνω παρατηρήσεών μας δεν δικαιολογείται αποδοχή του αιτήματος των εφεσειόντων για τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης.

Αντιμετωπίζοντας όμως και από μιά διαφορετική σκοπιά την υπόθεση θα λέγαμε ότι, εφόσον κρίνουμε, χωρίς την ανάγκη να ακούσουμε την άλλη πλευρά επί της ουσίας, ότι η επιχειρηματολογία των εφεσειόντων δεν μας οδηγεί σε ανατροπή των ευρημάτων του πρωτόδικου δικακστηρίου και πρέπει να καταλήξουμε σε απόρριψη της έφεσης, τούτο συμπαρασύρει και την αίτηση για τροποποίηση, η οποία αυτομάτως καθίσταται άνευ αντικειμένου.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους τόσο η αίτηση για τροποποίηση όσο και η έφεση επί της ουσίας της υπόθεσης απορρίπτονται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων-αιτητών.

Η αίτηση για τροποποίηση όπως και η έφεση επί της ουσίας απορρίπτονται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων-αιτητών.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο