Xριστοδούλου Aνδρέας ν. Θεοδώρας Aγαθοκλέους (1997) 1 ΑΑΔ 396

(1997) 1 ΑΑΔ 396

[*396]18 Aπριλίου, 1997

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9117).

 

Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Σύγκρουση αυτοκινήτου με μοτοποδήλατο όταν το αυτοκίνητο εξερχόμενο από πρατήριο βενζίνης με σκοπό να διασταυρώσει το δρόμο έστριψε δεξιά ανακόπτοντας την πορεία του μοτοποδηλάτου — Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για το δυστύχημα, επικυρώθηκε από το Εφετείο.

Aποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Τραύματα στην κεφαλή, τη λεκάνη και ακρόποδα — Οίδημα της κρανιοοιγνιακής χώρας, εκδορές αντιβραχίου και άκρας χειρός, θλαστικό τραύμα άκρου ποδός ραχιαίας επιφάνειας με διατομή του εκτείνοντος τένοντος του μεγάλου δακτύλου και κάταγμα λεκάνης — Μόνιμα κατάλοιπα — Το επιδικασθέν ποσό των ΛΚ20.000 μειώθηκε σε ΛΚ10.000.

Aποζημιώσεις — Ειδικές αποζημιώσεις — Μείωση ικανότητας για επικερδή εργασία — Οι αποζημιώσεις πρέπει να καλύπτουν μόνο τη συγκεκριμένη περίοδο ανικανότητας.

Aποζημιώσεις — Ειδικές αποζημιώσεις — Απώλεια εισοδημάτων — Στον καθορισμό των ειδικών αποζημιώσεων πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν το καθαρό εισόδημα του ενάγοντα μετά από αφαίρεση από το κερδαινόμενο εισόδημά του των φορολογικών του επιβαρύνσεων — Ο ενάγων έχει καθήκον να αποδείξει την πραγματική του απώλεια — Το Δικαστήριο υποχρεούται να προβεί το ίδιο σε υπολογισμό όχι κατ’ ανάγκη ακριβή, των φορολογικών υποχρεώσεων του ενάγοντα, καθοδηγούμενο από τις πρόνοιες των σχετικών νόμων και με βάση τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης.

[*397]Aποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Απώλεια μελλοντικών απολαβών — Ανάγεται στις γενικές αποζημιώσεις.

Τόκος — Ειδικές αποζημιώσεις — Επιδικάζεται τόκος από την έγερση του αγώγιμου δικαιώματος μέχρι την απόφαση, αλλά μειωμένος κατά το μισό, για αντιστάθμισμα του ότι δεν προκύπτει όλη η ζημιά από την αρχή — Γενικές αποζημιώσεις — Από την επίδοση της αγωγής μέχρι την απόφαση — Απώλεια μελλοντικών απολαβών — Δεν επιδικάζεται τόκος — Οι αρχές αυτές μπορούν να διαφοροποιηθούν αν το απαιτούν οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης.

Αμέλεια — Ευρήματα Δικαστηρίου — Αποζημιώσεις — Το ύψος του ποσού των αποζημιώσεων, αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Αρχές για επέμβαση από το Εφετείο — Τάση για αύξηση των αποζημιώσεων.

Δίκαιο Αποδείξεως — Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Παραδοχή σε ποινική διαδικασία — Έχει την έννοια παραδοχής των γεγονότων που τη στοιχειοθετούν — Είναι αποδεκτή σε πολιτική διαδικασία.

Μαρτυρία — Αξιολόγηση μαρτυρίας — Αποτελεί πρωταρχικό έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Πότε παρέχεται ευχέρεια για παραμερισμό ευρημάτων περί αξιοπιστίας από το Εφετείο.

Το ατύχημα συνέβηκε όταν ο εφεσείων προσπάθησε να εξέλθει από το χώρο του πρατηρίου βενζίνης στη Λεωφόρο Αρχ. Μακαρίου Γ΄ στη Λεμεσό, την οποία θέλησε να διασταυρώσει και να κατευθυνθεί προς τη δεξιά πλευρά. Η λεωφόρος στο σημείο της σύγκρουσης χωρίζεται σε τρεις λωρίδες κυκλοφορίας, δύο με δυτική κατεύθυνση την οποία ακολουθούσε το μοτοποδήλατο της εφεσίβλητης, και μία με αντίθετη κατεύθυνση.  Ο εφεσείων διέσχισε ελαφρά διαγώνια με κλίση προς τα δεξιά και κάλυψε όλο το πλάτος της πρώτης λωρίδας και πολύ μικρό μέρος (μισό πόδι περίπου), του πλάτους της δεύτερης.  Στην προσπάθειά του αυτή ανέκοψε την πορεία του μοτοποδηλάτου που οδηγούσε η εφεσίβλητη με συνέπεια τη σύγκρουση των δύο οχημάτων και τον τραυματισμό της.

Σύμφωνα με την ιατρική μαρτυρία η εφεσίβλητη, κομμώτρια 44 χρόνων με τέσσερα παιδιά, υπέστη τραύματα στην κεφαλή, τη λεκάνη και ακρόποδα. Έφερε οίδημα της κρανιοοιγνιακής χώρας, εκδορές αντιβραχίου και άκρας χειρός, θλαστικό τραύμα άκρου ποδός ραχιαίας επιφάνειας με διατομή του εκτείνοντος τένοντος του μεγάλου δακτύλου και κάταγμα της λεκάνης. Κάτω από γενική νάρκωση της έγινε καθαρισμός του τραύματος του άκρου ποδός, συρραφή του εκτείνο[*398]ντος τένοντος του μεγάλου δακτύλου και συρραφή του τραύματος και ακινητοποίηση διά γύψου.

Η εφεσίβλητη παρέμεινε στο Νοσοκομείο για περίοδο δύο εβδομάδων και παρακολουθείτο μετά για περίοδο τεσσάρων μηνών ως εξωτερικός ασθενής.

Μόνιμα κατάλοιπα του τραυματισμού της ήταν ουλές από τα τραύματα, υπαισθησία της ραχιαίας επιφάνειας του αριστερού άκρου ποδός με περιοδικό οίδημα στην περιοχή αυτή, δυσκινησία των δακτύλων και ουλές στην περιοχή του τραύματος. Τα συμπτώματα αυτά επιδεινώνονται μετά από μακρά ορθοστασία ή βάδισμα. Για μακρύ χρονικό διάστημα η εφεσίβλητη υπέφερε από περιοδική κεφαλαλγία και ίλιγγο, συμπτώματα μετατραυματικού υποκειμενικού συνδρόμου.

Η εφεσίβλητη δεν κατέστη ανίκανη να ασκεί το προηγούμενο επάγγελμά της αν και η καταστασή της επιδεινώνεται μετά από παρατεταμένη ορθοστασία, με πιθανό αποτέλεσμα να προκαλείται οίδημα στην περιοχή του τραύματος με επακόλουθο τη δυσφορία κατά την εκτέλεση της εργασίας της.  Η πιθανότητα μείωσης των μελλοντικών της εισοδημάτων λήφθηκε υπ’ όψιν κατά τον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων ως ένα ενιαίο και σφαιρικό ποσό.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι αποκλειστικός υπεύθυνος του ατυχήματος ήταν ο εφεσείων.

Ο εφεσείων είχε προηγουμένως παραδεχθεί στην ποινική δίκη κατηγορία για αμελή οδήγηση.

Η πρωτόδικη απόφαση εφεσιβλήθηκε τόσο αναφορικά με το θέμα της ευθύνης όσο και αναφορικά με την επιδίκαση των αποζημιώσεων.

Ο λόγος της έφεσης αναφορικά με την ευθύνη δεν πέτυχε. Το Εφετείο επεκύρωσε τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο καταλόγισε αμέλεια στον εφεσείοντα, στηριζόμενο στην παραδοχή του στην ποινική δίκη. Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι αφού εισήλθε στη λεωφόρο και κάλυψε την πρώτη λωρίδα σταμάτησε και αφού παρήλθε κάποιο χρονικό διάστημα η εφεσίβλητη κτύπησε στο αυτοκίνητό του, το οποίο ήταν ακινητοποιημένο, δεν έγινε αποδεκτός εν όψει της τελικής θέσης της μοτοσικλέτας μετά τη σύγκρουση, των ζημιών των οχημάτων και του τραύματος της εφεσίβλητης.

Οι λόγοι έφεσης αναφορικά με τις αποζημιώσεις εστρέφοντο εναντίον:

[*399]1.       Της επιδίκασης ΛΚ500 τον μήνα ως ειδικές αποζημιώσεις για απώλεια εισοδημάτων, γιατί η ζημιά αυτή δεν αποδείχθηκε με την αυστηρότητα που απαιτεί η νομολογία.

    Ο δικηγόρος του εφεσείοντα υπέβαλε σχετικά, ότι το Δικαστήριο είχε υποχρέωση να μειώσει το ποσό των ΛΚ500 υπολογίζοντας τις υποχρεώσεις της εφεσίβλητης για πληρωμή φόρου εισοδήματος, έκτακτης εισφοράς, εισφοράς στο Ταμείο Αμυντικής Θωράκισης και τα ανάλογα τέλη των Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

2. Της επιδίκασης ειδικών αποζημιώσεων για περίοδο 5 μηνών ενώ η περίοδος ανικανότητας προς εργασία της εφεσίβλητης ήταν μόνο για 4½ μήνες.

3. Του καθορισμού του ποσού των ΛΚ20.000 ως γενικές αποζημιώσεις.

4. Της επιδίκασης τόκου επί του ποσού των ΛΚ20.000. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα υπέβαλε σχετικά ότι δεν έπρεπε να δοθούν τόκοι παρά μόνο από την ημέρα της απόφασης, αφού το μεγαλύτερο μέρος του ποσού των ΛΚ20.000 επιδικάσθηκε ως απώλεια μελλοντικών απολαβών.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Η επιδίκαση του ποσού των ΛΚ500 για απώλεια εισοδήματος για χρονική περίοδο 11 μηνών, υποστηρίζεται από τη σχετική μαρτυρία και ως εκ τούτου δεν υπάρχει περιθώριο για ανατροπή του. Το ποσό αυτό μειώνεται κατά ΛΚ60 για τις φορολογικές υποχρεώσεις της εφεσίβλητης, τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να λάβει υπ’ όψιν.

2. Η περίοδος ανικανότητας για εργασία της εφεσίβλητης είναι μόνο για 4½ μήνες και όχι για πέντε μήνες.

    Το μέρος της πρωτόδικης απόφασης που αφορά τις ειδικές αποζημιώσεις παραμερίζεται και υποκαθίσταται με το ποσό των ΛΚ2.128.

3. Η ζημιά που δε σχετίζεται με συγκεκριμένη απώλεια εισοδημάτων στο μέλλον προσμετρά ως απώλεια που ανάγεται στις γενικές αποζημιώσεις και όχι κάτω από συγκεκριμένο κονδύλι μελλοντικής ζημιάς.

    Οι κακώσεις που υπέστη η εφεσίβλητη και οι συνέπειές τους, προδιαγράφουν αφ’ εαυτών ότι η επιδικασθείσα αποζημίωση είναι έκ[*400]δηλα υπερβολική. Το ποσό των ΛΚ20.000 μειώνεται ως εκ τούτου, σε ΛΚ10.000.

4. Σύμφωνα με την απόφαση Φοινικαρίδης και Άλλη v. Γεωργίου και Άλλων, δεν επιδικάζεται τόκος για απώλεια μελλοντικών απολαβών. Οι αρχές για επιδίκαση τόκου δεν αποτελούν κανόνα δικαίου ή πρακτικής και μπορούν να διαφοροποιηθούν αν το απαιτούν οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης.

Ο πρωτόδικος Δικαστής, στην παρούσα υπόθεση, δεν ξεχώρισε το ποσό που επεδίκασε για τον κίνδυνο απώλειας μελλοντικών αποζημιώσεων, από τις γενικές αποζημιώσεις. Στην υπόθεση Φοινικαρίδης, κρίθηκε ότι το ποσό της αποζημίωσης για πόνους, ταλαιπωρία και απώλεια των απολαύσεων της ζωής πρέπει να προσδιορίζεται και να υπολογίζεται χωριστά, ούτως ώστε να αποφεύγεται η επιβάρυνσή του με τόκους.

Ο πρωτόδικος Δικαστής, επεδίκασε τόκους επί των γενικών αποζημιώσεων όχι από την ημέρα επίδοσης της αγωγής στον εφεσείοντα αλλά από την ημέρα καταχώρησης της Έκθεσης Απαιτήσεώς του.  Εν όψει του γεγονότος ότι ένα μικρό μέρος του ποσού των ΛΚ10.000 αντιπροσωπεύει την αποζημίωση για τον κίνδυνο μελλοντικής απώλειας και του γεγονότος επίσης ότι η ημερομηνία έναρξης υπολογισμού του τόκου είναι μεταγενέστερη από αυτή που άλλως θα εδικαιούτο η εφεσίβλητη, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος αυτού, δεν χωρεί τροποποίηση.

Η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται ως ακολούθως:

Ειδικές αποζημιώσεις ΛΚ2.128.

Γενικές αποζημιώσεις ΛΚ10.000.

Επί του ποσού των ΛΚ10.000 επιδικάζεται τόκος προς 6% ετησίως από 6.11.1990.  Επί του ποσού των ΛΚ2.128 επιδικάζεται τόκος προς 6% ετησίως από την 23.12.1993 ημέρα κατά την οποία εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση.

Η έφεση έγινε δεκτή μερικώς χωρίς έξοδα στην κατ’ έφεση διαδικασία.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Philippou v. Odysseos (1989) 1 C.L.R. 1,

[*401]Πουρίκκος v. Βασιλείου (1993) 1 Α.Α.Δ. 256,

Χατζηϊωάννου v. Μπουκάριος (1995) 1 Α.Α.Δ. 131,

Σπύρου v. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 298,

Emmanuel and Another v. Nicolaou and Another (1977) 1 C.L.R. 15,

Zachariou v. Lioness (1983) 1 C.L.R. 415,

British Transport Commission v. Gourley [1955] 3 All E.R. 796,

Αριστοδήμου v. Πέτρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 980,

Lazarou v. S. Ch. Ieropoulos & Co Ltd and Another (1982) 1 C.L.R. 99,

Constantinou v. Selachouris (1969) 1 C.L.R. 416,

Christodoulides v. Kyprianou (1968) 1 C.L.R. 130,

Iοannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd  and Another v. Christofis (1982) 1 C.L.R. 789,

Θεμιστοκλέους v. Παρασκευά (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 498,

Μαυροπετρή v. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66,

Moeliker v. A. Reyrolle and Co. Ltd [1977] 1 All E.R. 9,

Clarke v. Rotax Aircraft [1975] 3 All E.R. 794,

Φοινικαρίδης και Άλλη v. Γεωργίου και Άλλων (1991) 1 Α.Α.Δ. 475.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Kορφιώτης, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 23 Δεκεμβρίου, 1993 (Aρ. Aγωγής 4354/90), με την οποία επιδικάσθηκε υπέρ της ενάγουσας το ποσό των £20.000 σαν γενικές αποζημιώσεις και £2.648 σαν ειδικές αποζημιώσεις, για σωματικές βλάβες και ζημιές, τις οποίες υπέστη συνεπεία αυτοκινητιστικού δυστυχήματος.

Χρ. Παύλου, για τον Εφεσείοντα-Εναγόμενο.

[*402]Μ. Ιωάννου, για την Εφεσίβλητη-Ενάγουσα.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η επίδικη διαφορά δημιουργήθηκε από τροχαίο ατύχημα, που συνέβηκε στις 8.12.1989 στη λεωφόρο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ στη Λεμεσό, μεταξύ του αυτοκινήτου του εφεσείοντα-εναγομένου και του μοτοποδηλάτου της εφεσίβλητης-ενάγουσας.

Με την έφεσή του ο εφεσείων προσβάλλει το σύνολο των θεμάτων που απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, δηλαδή τα θέματα της ευθύνης, των ειδικών και γενικών αποζημιώσεων ως και το θέμα της επιδίκασης τόκων.

Ο πρώτος λόγος έφεσης, που προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αποκλειστικός υπεύθυνος του ατυχήματος ήταν ο εφεσείων, διαγράφεται σε τρεις παραγράφους, πρώτον, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του ΜΥ1, δεύτερο, ότι απέδωσε μεγάλη σημασία στην παραδοχή του εφεσείοντα στην ποινική υπόθεση που αφορούσε το ατύχημα και, τρίτο, ότι δεν απέδωσε τη δέουσα σημασία στην πραγματική μαρτυρία και/ή την αξιολόγησε όχι με τον ορθό τρόπο σε συνάρτηση με τη μαρτυρία της εφεσίβλητης. Κατά την ακροαματική διαδικασία της έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εγκατέλειψε τη δεύτερη παράγραφο όσον αφορά την παραδοχή του εφεσείοντα στην ποινική υπόθεση.

Δεν υφίσταται ουσιαστική διαφωνία ως προς τα πραγματικά γεγονότα του ατυχήματος. Αυτό που αμφισβητείται από τον εφεσείοντα είναι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων εξήλθε από χώρο πρατηρίου βενζίνης σχεδόν κάθετα στη λεωφόρο με σκοπό να τη διασταυρώσει και να στρίψει δεξιά και με την ενέργειά του αυτή ανέκοψε την πορεία του μοτοποδηλάτου της εφεσίβλητης με επακόλουθο να γίνει η σύγκρουση.  Ισχυρισμός του εφεσείοντα είναι ότι αφού εισήλθε στη λεωφόρο και κάλυψε την πρώτη λωρίδα σταμάτησε και αφού παρήλθε κάποιο χρονικό διάστημα η εφεσίβλητη κτύπησε στο αυτοκίνητό του το οποίο ήταν ακινητοποιημένο.

Ο εφεσείων προσπάθησε να εξέλθει από το χώρο του πρατηρίου βενζίνης στη λεωφόρο την οποία θέλησε να διασταυρώσει και να [*403]κατευθυνθεί προς τη δεξιά πλευρά.  Η λεωφόρος στη σκηνή του δυστυχήματος χωρίζεται σε τρεις λωρίδες κυκλοφορίας.  Δύο από τις λωρίδες κυκλοφορίας χρησιμοποιούνται από οχήματα με δυτική κατεύθυνση, την κατεύθυνση μοτοποδηλάτου της εφεσίβλητης και μια λωρίδα χρησιμοποιείται από οχήματα με αντίθετη κατεύθυνση. Οι δύο λωρίδες κυκλοφορίας με δυτική κατεύθυνση έχουν συνολικό πλάτος 21 ποδών, η δε τρίτη με ανατολική κατεύθυνση 12 πόδια. Ο εφεσείων διέσχισε ελαφρά διαγώνια με κλίση προς τα δεξιά και κάλυψε όλο το πλάτος της πρώτης λωρίδας και πολύ μικρό μέρος του πλάτους της δεύτερης λωρίδας. Στη προσπάθειά του αυτή ανέκοψε την πορεία του μοτοποδηλάτου που οδηγούσε η εφεσίβλητη με συνέπεια τη σύγκρουση των δύο οχημάτων και τον τραυματισμό της. Η σύγκρουση έγινε κοντά στο σημείο που διαχωρίζεται η πρώτη με τη δεύτερη λωρίδα.  Το αυτοκίνητο του εφεσείοντα στην τελική του θέση απείχε από την άκρη της ασφάλτου 11 πόδια και είχε ήδη εισέλθει μισό περίπου πόδι στη δεύτερη λωρίδα. Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα τόσο στο πρωτόδικο Δικαστήριο όσο και κατά την ενώπιόν μας αγόρευση του ευπαιδεύτου δικηγόρου του είναι ότι μόλις έφθασε στη διαχωριστική γραμμή των δύο λωρίδων σταμάτησε και ενώ ήταν ακινητοποιημένο το αυτοκίνητό του τουλάχιστο για μισό ή ένα λεπτό, κτύπησε σ’ αυτό το μοτοποδήλατο της εφεσίβλητης. Ο ισχυρισμός αυτός, κατά το δικηγόρο του εφεσείοντα, υποστηρίζεται από την πραγματική μαρτυρία και δη το σχεδιάγραμμα της σκηνής του δυστυχήματος. Το σημείο σύγκρουσης, επιχειρηματολόγησε, εφάπτεται του εμπροσθίου μέρους του αυτοκινήτου, η δε μοτοσικλέτα είναι στην τελική της θέση σε απόσταση 11 ποδών μπροστά και βορειοδυτικά από το αυτοκίνητο. Εάν, όπως είπε, το αυτοκίνητο του εφεσείοντα ευρίσκετο σε κίνηση κατά τη στιγμή της σύγκρουσης τότε το μεν σημείο σύγκρουσης θα ήταν κάτω από το αυτοκίνητο η δε μοτοσικλέτα της εφεσίβλητης σε άλλη θέση.

Δεν συμφωνούμε με το συλλογισμό αυτό του δικηγόρου του εφεσείοντα. Αντίθετα, η τελική θέση της μοτοσικλέτας μετά τη σύγκρουση συνηγορεί ότι αυτή κτυπήθηκε στην αριστερή πλευρά και ανατράπηκε. Αυτή η εκδοχή ενισχύεται από τη μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή του ατυχήματος, ο οποίος κατέθεσε ότι το μεν αυτοκίνητο ήταν κτυπημένο στο μέσο του εμπρόσθιου προφυλακτήρα, η δε μοτοσικλέτα στο μέσο της αριστεράς πλευράς. Εξάλλου, το κύριο τραύμα της εφεσίβλητης ήταν στη ραχιαία επιφάνεια του αριστερού ποδιού.

Ο εφεσείων παραπονείται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του ΜΥ1 σαν αναξιόπιστη χωρίς να δώσει επαρκείς λόγους προς τούτο.

[*404]Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικό έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει εμπεδωθεί η αρχή ότι τα συμπεράσματα επί των γεγονότων αποτελούν ευθύνη και καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που έχει την ευκαιρία να δει και να εκτιμήσει τους μάρτυρες, ενώ δίδουν μαρτυρία από το εδώλιο του μάρτυρα και το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει για να μεταβάλει την αξιολόγηση αυτή. Ευχέρεια για τον παραμερισμό ευρημάτων περί αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν καταφαίνεται εξ αντικειμένου ότι είναι ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του ΜΥ1.  Οδηγήθηκε δε στην απόφασή του αυτή από το γεγονός ότι η παραδοχή του εφεσείοντα στην ποινική δίκη σε κατηγορία αμελούς οδήγησης μηχανοκινήτου οχήματος κάτω από τις συνθήκες που έγινε, δεν αφήνει περιθώρια εξαγωγής διαφορετικών ευρημάτων.  Η μαρτυρία τόσο του εφεσείοντα όσο και του ΜΥ1 έτεινε να αποδείξει ότι το αυτοκίνητο του πρώτου σταμάτησε πολύ πριν από τη σύγκρουση (πέραν του ενός λεπτού) και αργότερα η μοτοσικλέτα της εφεσίβλητης κτύπησε στο αυτοκίνητο. Αυτό όμως δεν έγινε δεκτό από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο στηρίχθηκε στην παραδοχή του εφεσείοντα στην ποινική δίκη. Ο εφεσείων στο μέσο της ένορκης μαρτυρίας του στην ποινική ακρόαση ζήτησε, δια του δικηγόρου του, να του επιτραπεί να αλλάξει απάντηση στην κατηγορία της αμελούς οδήγησης, όταν παραδέχθηκε κατά τη διάρκεια της κυρίας εξέτασής του, ότι η σύγκρουση των δύο οχημάτων έγινε σε διάστημα μισού δευτερολέπτου αφού ακινητοποίησε το αυτοκίνητό του οπότε άκουσε το θόρυβο της σύγκρουσης με το μοτοποδήλατο της εφεσίβλητης, την οποία προφανώς δεν είδε προηγουμένως.

Συνεπώς τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία συνάδουν με το σύνολο της μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του και δεν έχουμε πεισθεί από την επιχειρηματολογία του δικηγόρου του εφεσείοντα για την ανατροπή τους.

Στην υπόθεση Philippou v. Odysseos (1989) 1 C.L.R. 1, έχει νομολογηθεί ότι η παραδοχή σε ποινική κατηγορία έχει την έννοια παραδοχής των γεγονότων που την στοιχειοθετούν, είναι τυπική παραδοχή και αποδεκτή σε πολιτική διαδικασία.  Στη σελίδα 10 της πιο πάνω απόφασης αναφέρεται:

“By the plea of guilty an accused person admits the offence charged, i.e., the acts charged and the application of the Law thereto - R. v. Riley, 18 Cox 285. This is a formal admission. It is [*405]admissible in civil litigation. It is evidence of the negligence and of the acts which constitute the careless driving. It is noteworthy that the negligence sufficient to establish civil liability is all that is required to support a conviction in criminal proceedings under section 8 of the Motor Vehicles and Road Traffic Law, 1972 (Law No. 86/72) under which the respondent - accused was charged - (Charalambous v. Police (1982) 2 C.L.R. 134).

Και στη σελίδα 11 συνεχίζει:

“In the present case counsel for the accused - respondent said before the criminal Court:-

“Accused pleads guilty with full reservation of rights to allege and prove contributory negligence on behalf of the complainant, in view of the fact that he failed to take avoiding action.”

This statement was made in the presence of the accused by his counsel and binds the accused.

The respondent was an officer in the National Guard, in full possession of his senses and with competent legal advice. He pleaded guilty and no reason in law or justice was shown to allow him to retract before the civil Court.”

Η Philippou (ανωτέρω) ακολουθήθηκε από νεώτερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως η Χρ. Πουρίκκος v. Β. Βασιλείου, Πολιτική Έφεση 8012, ημερομηνίας 30.4.1993 και Λ. Χ”Ιωάννου v. Θ. Μπουκάριος, Πολιτική Έφεση 8380, ημερομηνίας 23.2.1995.

Είναι γνωστές οι αρχές που διέπουν το θέμα της αμέλειας και δεν θεωρούμε αναγκαίο να τις επαναλάβουμε, ούτε επίσης να επαναλάβουμε τα γεγονότα. Ο εφεσείων προτού επιχειρήσει να διασταυρώσει τη λεωφόρο, κάτω από δυσμενείς περιστάσεις που περιέφερε τον εαυτό του, έπρεπε να εντείνει την προσοχή του και να ελέγξει το δρόμο στα δεξιά του ότι κανένα όχημα δεν εκινείτο και ιδιαίτερα δίκυκλο στη δεύτερη λωρίδα κυκλοφορίας, με κίνδυνο την ανακοπή του και αναπόφευκτα τη σύγκρουση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά, συνεπώς, κατέληξε στα ευρήματα και τα συμπεράσματά του αφού αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του.

[*406]Ο λόγος αυτός της έφεσης όσον αφορά την ευθύνη στο ατύχημα δεν μπορεί να επιτύχει.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το ύψος της μηνιαίας απώλειας εισοδημάτων της εφεσίβλητης κατά τη διάρκεια της ανικανότητάς της προς εργασία. Δεν αμφισβητήθηκε η διάρκεια αυτής της ανικανότητας η οποία διήρκεσε, σύμφωνα με το εύρημα του Δικαστηρίου από 8.12.1989 μέχρι 24.4.1990, δηλαδή για 4 1/2 μήνες.  Δεν αμφισβητήθηκε επίσης ότι η εφεσίβλητη διατηρούσε προ του ατυχήματος κομμωτήριο στο οποίο ασκούσε το επάγγελμά της.

Το παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε και επεδίκασε ποσό £500 το μήνα στην εφεσίβλητη, γιατί η τελευταία δεν απέδειξε τη ζημιά αυτή για την απώλεια εισοδήματος με την αυστηρότητα που απαιτεί η νομολογία.

Είναι καθιερωμένη αρχή ότι οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να καταγράφονται στις έγγραφες προτάσεις με λεπτομέρειες και να αποδεικνύονται με αυστηρότητα. (Βλέπε: Ανδρέας Σπύρου v. Άριστου Χ”Χαραλάμπους (1989) 1Ε Α.Α.Δ. 298, Demetrios Emmanuel and Another v. Andronicos Nicolaou and Another (1977) 1 C.L.R. 15, Zachariou v. Lioness (1983) 1 C.L.R. 415 και McGregor on Damages, 15η Έκδοση, παράγραφος 23, σελίδα 15).

Στην έκθεση απαίτησής της η εφεσίβλητη προσδιόρισε ειδικά τις ειδικές αποζημιώσεις για απώλεια εισοδήματος για χρονική περίοδο 11 μηνών προς £500 το μήνα, εισόδημα το οποίο είχε προ του δυστυχήματος κατά τους ισχυρισμούς της. Στην ένορκη μαρτυρία της η εφεσίβλητη επιβεβαίωσε ότι κέρδιζε από την εργασία της ως αυτοεργοδοτούμενη κατά μέσο όσο £500.  Άλλοτε, όπως κατέθεσε, είχε εισόδημα £400 ή £450 τον ένα μήνα και τον άλλο μήνα £600.  Παραδέχθηκε ότι δεν εφύλαττε βιβλία εισπράξεων, ούτε προέβαινε σε ετήσιες δηλώσεις στο φόρο εισοδήματος. Προς ενίσχυση της μαρτυρίας της κάλεσε και αριθμό πελατών του κομμωτηρίου της. Ο εφεσείων καμιά μαρτυρία δεν παρουσίασε για να αντικρούσει τη μαρτυρία της εφεσίβλητης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αποδέχθηκε τη μαρτυρία που παρουσίασε η εφεσίβλητη, κατέληξε ότι αυτή είχε εισόδημα £500 το μήνα. Ο τελικός απολογισμός του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο πιο πάνω ποσό ήταν εναρμονισμένος με τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του και δεν αφήνει περιθώρια επέμβασής μας για την ανατροπή του.

[*407]Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υπέβαλε ότι το Δικαστήριο είχε την υποχρέωση να μειώσει το ποσό των £500 υπολογίζοντας τις υποχρεώσεις που θα είχε η εφεσίβλητη για πληρωμή φόρου εισοδήματος, την έκτακτη εισφορά, την εισφορά στο Ταμείο Αμυντικής Θωράκισης και τα ανάλογα τέλη Κοινωνικών Ασφαλίσεων, εφαρμόζοντας προς τούτο τη νομολογία επί του θέματος. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, χωρίς να αμφισβητεί τη νομολογία, υποστήριξε ότι θα ήταν παράλογο να προβεί σε αφαιρέσεις το πρωτόδικο Δικαστήριο γιατί ενώπιόν του δεν υπήρχε μαρτυρία που να του επιτρέπει κάτι τέτοιο.

Στην αγγλική αυθεντία British Transport Commission v. Gourley [1955] 3 All E.R. 796, αποφασίσθηκε ότι η υποχρέωση καταβολής των φόρων δεν είναι τόσο απομακρυσμένη (remote), ούτως ώστε να παραγνωρισθεί κατά τον υπολογισμό των αποζημιώσεων για απώλεια εισοδήματος και ο υπολογισμός αυτός των φορολογικών υποχρεώσεων δεν απαιτείται να είναι ακριβής. Οι αποζημιώσεις, αναφέρεται στην αγγλική αυθεντία, τις οποίες δικαιούται ο ενάγων ήταν αυτές που θα τον αποζημίωναν για την απώλεια που είχε αφού αφαιρεθούν οι φορολογικές του υποχρεώσεις, οπότε θα προέκυπτε η πραγματική του απώλεια. Στην απόφαση αυτή γίνεται μνεία ότι η μέθοδος αυτή υπολογισμού της απώλειας εισοδήματος εφαρμόζεται όταν οι αποζημιώσεις για τέτοια απώλεια δεν είναι δυνατό να φορολογηθούν.

Η αγγλική αυτή αυθεντία ακολουθήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Άριστου Αριστοδήμου, διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα Ανδρέα Γεωργίου v. Ανδρέα Πέτρου, Πολιτική Έφεση Αρ. 9088, ημερομηνίας 28.11.1995. Στη σελίδα 10 της απόφασης αναφέρεται:

“Εξετάζοντας τη μαρτυρία που προσκομίστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν βρίσκουμε ότι ο εφεσίβλητος δεν απέδειξε τα εισοδήματα του και έτσι δεν δικαιολογούμαστε να επέμβουμε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τη μαρτυρία που απεδέχθη, μπορούσε να καταλήξει ότι το εισόδημα του εφεσίβλητου ήταν £800.- το μήνα. Όμως ο υπολογισμός που έκαμε του καθαρού εισοδήματος είναι λανθασμένος. Ο εφεσίβλητος είχε καθήκο να αποδείξει την πραγματική ζημιά που υπέστη, αφαιρουμένων των φορολογικών του επιβαρύνσεων και δεν το έπραξε. Το Δικαστήριο, όμως, έπρεπε να προβεί το ίδιο σε ένα υπολογισμό, όχι κατ’ ανάγκη ακριβή, με βάση τους σχετικούς νόμους που αφορούν την πληρωμή φόρου εισοδήματος, έκτακτης εισφοράς, έκτακτης εισφοράς για την [*408]άμυνα και κοινωνικών ασφαλίσεων και να καταλήξει στο καθαρό ποσό των εισοδημάτων του. Το ποσό των £100.- μηνιαίως που αφαίρεσε, σίγουρα είναι ανεπαρκές. Λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες των σχετικών νόμων και το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν νυμφευμένος, κρίνουμε ότι το ποσό των £300.- μηνιαίως είναι επαρκές ποσό για να καλύψει τις φορολογικές του υποχρεώσεις και έτσι καταλήγουμε ότι το καθαρό μηνιαίο εισόδημα του ήταν £500.- μηνιαίως. Το ποσό αυτό είναι η πραγματική μηνιαία απώλεια του εισοδήματός του. (Βλ. British Transport Commission v. Gourley [1955] 3 All E.R. 796, Kemp and Kemp, Vol. 1, para. 9-028, p. 149).”

(Βλέπε επίσης: Αγωγή Ναυτοδικείου Lambros Lazarou v. S. Ch. Ieropoulos & Co Ltd and Another (1982) 1 C.L.R. 99).

Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε καθόλου υπόψη κατά τον υπολογισμό της μηνιαίας απώλειας εισοδήματος της εφεσίβλητης τις φορολογικές της υποχρεώσεις εάν κέρδιζε το ποσό των £500, καταλήγοντας έτσι σε λανθασμένο αποτέλεσμα.

Δεν έχουμε ενώπιόν μας πλήρη στοιχεία και μαρτυρία για να υπολογίσουμε με ακρίβεια τις φορολογικές αυτές υποχρεώσεις της εφεσίβλητης. Ακολουθώντας τις πιο πάνω αυθεντίες και τα γεγονότα που εξάγονται από τη μαρτυρία, ότι η εφεσίβλητη ήταν ηλικίας 44 χρόνων την ημέρα του δυστυχήματος, ότι είναι έγγαμη με τέσσερα παιδιά, δύο από τα οποία είναι ανήλικα και τη σχετική νομοθεσία, καταλήξαμε ότι ένα ποσό £60 είναι αρκετό να καλύψει τις φορολογικές υποχρεώσεις της εφεσίβλητης.  Καταλήγουμε ότι το ποσό αυτό υπολογίζεται σε £440, ποσό που αποτελεί την πραγματική απώλεια της εφεσίβλητης.

Ένα άλλο σφάλμα, κατά το δικηγόρο του εφεσείοντα, που ενεφιλοχώρησε στην απόφαση του Δικαστηρίου είναι ότι επεδίκασε ειδικές αποζημιώσεις για περίοδο πέντε μηνών, ενώ το ίδιο το Δικαστήριο περιγράφει την περίοδο ανικανότητας προς εργασία μεταξύ των ημερομηνιών 8.12.1989 έως 24.4.1990, που αντιστοιχεί προς 4 1/2 μήνες. Συμφωνούμε με την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα. Η περίοδος ανικανότητας προς εργασία της εφεσίβλητης είναι μόνο για 4 1/2 μήνες και όχι πέντε.

Το μέρος της πρωτόδικης απόφασης, που αφορά τις ειδικές αποζημιώσεις, παραμερίζεται και υποκαθίσταται με το ποσό των £2.128.

[*409]Ο επόμενος λόγος έφεσης προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει ως γενικές αποζημιώσεις το ποσό των £20.000. Ενώπιόν μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ισχυρίσθηκε ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τις νομικές αρχές και τη νομολογία υπολογίζοντας το ποσό αυτό το οποίο, κατά την εισήγησή του, είναι έκδηλα υπερβολικό. Υποβλήθηκε ενώπιόν του Εφετείου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε τις θέσεις των δικηγόρων στις τελικές τους αγορεύσεις όσον αφορά το θέμα των γενικών αποζημιώσεων και επεδίκασε ποσό πολύ μεγαλύτερο απ’ αυτό που ζητούσε ο δικηγόρος της εφεσίβλητης. Ο τελευταίος, αγορεύοντας ενώπιόν μας, διευκρίνισε ότι εισηγήθηκε ποσό £12.000 αλλά σε συνδυασμό άλλης εισήγησής του για επιδίκαση περαιτέρω άλλου ποσού για απώλεια μελλοντικού εισοδήματος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται στις τελικές αγορεύσεις των δικηγόρων ως προς το θέμα αυτό. Δεν ακολούθησε καμιά από τις δύο εισηγήσεις, εξάλλου αυτές ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες.  Το Δικαστήριο προσπάθησε, με την αιτιολογία που δίδει, να υπολογίσει το ίδιο τις γενικές αποζημιώσεις αρνούμενο να δεχθεί τη μία ή την άλλη εισήγηση των δικηγόρων. Δεν βρίσκουμε κανένα σφάλμα του Δικαστηρίου στο σημείο αυτό. Δεν είχε καμιά υποχρέωση, ούτε από το Νόμο, ούτε από τη νομολογία, να ακολουθήσει τη μία ή την άλλη εισήγηση των δικηγόρων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στην ιατρική μαρτυρία κατέληξε στα εξής ευρήματα στη σελίδα 23 της απόφασης:

“Από όλη την ενώπιον μου μαρτυρία την οποία εξέτασα με προσοχή ευρίσκω ότι οι μελλοντικές απολαβές της Ενάγουσας επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό γιατί δεν είναι μεν ανίκανη για εργασία, όμως θα έχει πρόβλημα στην εξάσκηση του επαγγέλματος της. Δεν μπορούν να καθοριστούν ποσοστά (βλέπε μαρτυρία ιατρού Α. Πετρίδη), ο ιατρός Φ. Φιλίππου “Δεν θα έλεγα ότι είναι εντελώς ανίκανη”. Δεν γνωρίζει άλλη εργασία από αυτή της κομμώτριας.  Η Ενάγουσα δικαιούται αποζημιώσεις γιατί εντοπίζεται πραγματικός ουσιαστικός κίνδυνος να υποστεί στο μέλλον οικονομική ζημιά λόγω της μείωσης της ικανότητας της για εργασία συνεπεία των τραυμάτων που υπέστη από το δυστύχημα (βλέπε Κωνσταντινίδης v. Χατζηιωάννου (1966) 1 Α.Α.Δ. 191, Θεμιστοκλέους v. Παρασκευά, Πολιτική Έφεση 7365, ημερομηνίας 23/3/92). Θα λάβω υπόψη τα ανωτέρω στον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων.”

Ακολούθως το Δικαστήριο μετά την αναφορά του στη νομο[*410]λογία καταλήγει στις σελίδες 26 και 27 ως ακολούθως:

“Λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία της Ενάγουσας ότι η θεραπεία της ήταν μακροχρόνιος και επώδυνη, ότι ορθοστασία και περπάτημα θα προκαλούν ενοχλήματα σε αυτή, θα έχει πρόβλημα στην εξάσκηση του επαγγέλματος της σαν κομμώτρια μετά από πολλή ώρα ορθοστασίας θα έχει πρήξιμο στο πόδι και δεν θα μπορεί να εργάζεται με τον ίδιο ρυθμό ως και πριν το δυστύχημα με συνέπεια την μείωση των μελλοντικών απολαβών της αυτό θα το λάβω υπόψη στις γενικές αποζημιώσεις - εδώ θεωρώ ορθό να παρατηρήσω ότι η Ενάγουσα δεν εργάστηκε μετά το δυστύχημα προς μετριασμό της ζημιάς - και υπό τις περιστάσεις ευρίσκω ότι δεν απέδειξε τη ζημιά που αξιώνει η Ενάγουσα κάτω από το κονδύλι Ε από 9.11.90 (σύμφωνα με την ιατρική μαρτυρία δεν είναι παντελώς ανίκανη για εργασία).

...............................................................................................................................................................................................................

Ευρίσκω ότι το ποσό των £20.000 είναι ορθό και δίκαιο σαν γενικές αποζημιώσεις πλέον £2,648 σαν Ειδικές αποζημιώσεις.”

Σύμφωνα με την ιατρική μαρτυρία, όπως τη δέκτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εφεσίβλητη υπέστη τραύματα στην κεφαλή, τη λεκάνη και ακροπόδα. Έφερε οίδημα της κρανιοοιγνιακής χώρας, εκδορές αντιβραχίου και άκρας χειρός, θλαστικό τραύμα άκρου ποδός ραχιαίας επιφάνειας με διατομή του εκτείνοντος τένοντος του μεγάλου δακτύλου και κάταγμα της λεκάνης.  Κάτω από γενική νάρκωση της έγινε καθαρισμός του τραύματος του άκρου ποδός, συρραφή του εκτείνοντος τένοντος του μεγάλου δακτύλου και συρραφή του τραύματος και ακινητοποίηση δια γύψου.

Η εφεσίβλητη παρέμεινε στο Νοσοκομείο για περίοδο δύο εβδομάδων και μετέπειτα για περίοδο τεσσάρων μηνών παρακολουθείτο ως εξωτερικός ασθενής.

Από το κάταγμα στη λεκάνη δεν παρέμεινε κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα. Ως μόνιμα κατάλοιπα του τραυματισμού της περιγράφονται από την ιατρική μαρτυρία, όπως ουλές από τα τραύματα, υπαισθησία της ραχιαίας επιφάνειας του αριστερού άκρου ποδός με περιοδικό οίδημα στην περιοχή αυτή, δυσκινησία των δακτύλων και ουλές στην περιοχή του τραύματος. Τα συμπτώματα αυτά επιδεινώνονται μετά από μακρά ορθοστασία ή βάδισμα. Για μακρό δε χρονικό διάστημα η εφεσίβλητη υπέφερε από περιοδική κεφαλαλγία και ίλιγγο, συμπτώματα μετα[*411]τραυματικού υποκειμενικού συνδρόμου. Η κινητικότητα της αριστερής ποδοκνημικής και άκρου ποδός δεν έχει επηρεαστεί.

Η ιατρική μαρτυρία συγκλίνει στο γεγονός ότι η εφεσίβλητη δεν είναι ανίκανη για άσκηση της προτέρας εργασίας της, αυτής της κομμώτριας, αν και γίνεται παραδεκτό ότι μετά από παρατεταμένη ορθοστασία προς το τέλος της ημέρας η κατάστασή της θα επιδεινώνεται, με πιθανό αποτέλεσμα οίδημα στην περιοχή του τραύματος με επακόλουθο τη δυσφορία κατά την εκτέλεση της εργασίας της.

Το Δικαστήριο βρήκε, ορθά, ότι η εφεσίβλητη δεν ήταν ανίκανη για εργασία, εντόπισε όμως ότι υπήρχε κίνδυνος μείωσης της ικανότητάς της για εργασία και πιθανότητα απώλειας μελλοντικών εισοδημάτων. Αυτή την πιθανότητα μείωσης των μελλοντικών εισοδημάτων της την έλαβε υπόψη κατά τον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων ως ένα ενιαίο και σφαιρικό ποσό.

Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο θέμα του ύψους του ποσού των αποζημιώσεων, εκτός εάν πεισθεί είτε ότι το Δικαστήριο ενήργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη του Νόμου είτε ότι το επιδικασθέν ποσό είναι τόσο υπερβολικό ή ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων ο ενάγων δικαιούται. (Βλέπε: Constantinou v. Selachouris (1969) 1 C.L.R. 416 και Christodoulides v. Kyprianou (1968) 1 C.L.R. 130).

Οι αρχές που διέπουν την επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων έχουν νομολογηθεί και θα πρέπει ιδιαίτερα να τονισθεί πώς, από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαπιστώνεται μία τάση για αύξηση των αποζημιώσεων σε σύγκριση με το ύψος των αποζημιώσεων που επιδικαζόταν στο παρελθόν. (Βλέπε: Paraskevaides (Overseas) Ltd. v. Christofi (1982) 1 C.L.R. 789 και Θεμιστοκλέους v. Παρασκευάς (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 498).

Στην υπόθεση Κυριάκου Μαυροπετρή ν. Γεωργίου Λουκά, Πολιτική Έφεση Αρ. 8293, ημερομηνίας 27.1.1995, αναφέρονται οι αρχές που εφαρμόζονται σε σχέση με την πιθανότητα απώλειας μελλοντικών εισοδημάτων. Καθοδηγητική για τον καθορισμό των αποζημιώσεων για την απώλεια της ικανότητας για εργασία από ζημιά που δε σχετίζεται με συγκεκριμένη απώλεια εισοδημάτων στο μέλλον είναι η απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στη Moeliker v. A. Reyrolle and Co. Ltd. [1977] 1 All E.R. 9. Η ζημιά [*412]προσμετρά ως απώλεια που ανάγεται στις γενικές αποζημιώσεις και όχι κάτω από συγκεκριμένο κονδύλι μελλοντικής ζημιάς. (Βλέπε επίσης: Clarke v. Rotax Aircraft [1975] 3 All E.R. 794).

Στη Μαυροπετρή (ανωτέρω) αναφέρονται τα εξής στη σελίδα 11:

“Το ύψος συναρτάται μ’ όλους εκείνους τους παράγοντες που τείνουν να διαφωτίσουν για την πιθανότητα απώλειας εισοδήματος στο μέλλον. Η μέθοδος του πολλαπλασιαστή και του πολλαπλασιαστέου δεν προσφέρεται σ’ αυτή την περίπτωση. Ελλείπει ο πολλαπλασιαστέος. Μεταξύ των παραγόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, όπως επισημαίνεται, είναι η ηλικία του ενάγοντα, η επαγγελματική του κατάσταση και κατάρτιση, καθώς και η φύση της ανικανότητάς του (για εργασία).”

Σ’ αυτή την υπόθεση η ανικανότητα της εφεσίβλητης είναι περιορισμένη και δεν καθιστά αδύνατη την άσκηση του επαγγέλματος που έχει ειδικευθεί, δηλαδή αυτό της κομμώτριας. Απλά, σύμφωνα με τη μαρτυρία, μετά από παρατεταμένη ορθοστασία θα αισθάνεται πόνο από το οίδημα του αριστερού άκρου ποδός με αποτέλεσμα δυσφορία και δυσκολία στην εκτέλεση της εργασίας της.

Η καταγραφή των κακώσεων που υπέστη η εφεσίβλητη και οι συνέπειές τους προδιαγράφουν αφ’ εαυτών ότι η επιδικασθείσα αποζημίωση είναι έκδηλα υπερβολική. Εφόσον κρίνεται αναγκαίος ο παραμερισμός αυτού του μέρους της απόφασης, η ευθύνη για τον καθορισμό των γενικών αποζημιώσεων βαρύνει το Εφετείο.

Κρίνουμε ότι το ποσό των £10.000 ως γενικές αποζημιώσεις συνιστά εύλογη και δίκαιη αποζημίωση.

Το μέρος της πρωτόδικης απόφασης, που αφορά τις γενικές αποζημιώσεις, παραμερίζεται και υποκαθίσταται με το ποσό των £10.000.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης αναφέρεται στην επιδίκαση τόκου από το πρωτόδικο Δικαστήριο επί του ποσού των £20.000 των γενικών αποζημιώσεων. Το παράπονο του δικηγόρου του εφεσείοντα συνίσταται στο γεγονός ότι κατά τους ισχυρισμούς του το μεγαλύτερο μέρος του ποσού αυτού επιδικάσθηκε ως απώλεια μελλοντικών απολαβών και ως εκ τούτου δεν έπρεπε να δοθούν τόκοι παρά μόνο από την ημέρα της απόφασης. Δεν συμφωνούμε με το συλλογισμό αυτό του δικηγόρου του εφεσείοντα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του δεν επεδίκασε οποιοδήποτε ποσό για απώ[*413]λεια μελλοντικών εισοδημάτων. Επεδίκασε το ποσό σαν γενικές αποζημιώσεις για πόνο, ταλαιπωρία και απώλεια των ανέσεων της ζωής αφού έλαβε υπόψη και τον κίνδυνο μελλοντικών εισοδημάτων.

Σύμφωνα με την αυθεντία Φοινικαρίδης και Άλλη ν. Γεωργίου και Άλλων (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, η επιδίκαση τόκου με βάση το άρθρο 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 και Ν. 156/85, διέπεται από τις αρχές της αγγλικής νομολογίας όπου γίνεται διαχωρισμός μεταξύ διαφόρων κατηγοριών αποζημίωσης. Επιδικάζεται δε τόκος επί μεν των ειδικών αποζημιώσεων από την έγερση του αγώγιμου δικαιώματος μέχρι την απόφαση αλλά μειωμένος κατά το μισό για να αντισταθμισθεί το ότι δεν προκύπτει όλη η ζημιά από την αρχή, επί δε των γενικών αποζημιώσεων από την επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο μέχρι την απόφαση. Για την απώλεια μελλοντικών απολαβών δεν επιδικάζεται τόκος. Τονίζεται δε στην πιο πάνω απόφαση ότι οι αρχές αυτές δεν αποτελούν κανόνα δικαίου ή έστω πρακτικής και μπορούν να διαφοροποιηθούν αν το απαιτούν οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης.

Στην παρούσα υπόθεση ο πρωτόδικος Δικαστής επεδίκασε γενικές αποζημιώσεις αφού έλαβε υπόψη και τον κίνδυνο απώλειας μελλοντικών αποζημιώσεων. Δεν έχει ξεχωρίσει το ποσό που επεδίκασε για τον εν λόγω κίνδυνο. Στην υπόθεση Φοινικαρίδης (ανωτέρω) κρίθηκε ως ορθό όπως στις περιπτώσεις αυτές αντί το ποσό να αποτελεί απροσδιόριστο μέρος της συνολικής αποζημίωσης για πόνους, ταλαιπωρία και απώλεια των απολαύσεων της ζωής να προσδιορίζεται και να υπολογίζεται χωριστά, ούτως ώστε να αποφεύγεται η επιβάρυνση τούτου με τόκους.

Ο πρωτόδικος Δικαστής επεδίκασε τόκους επί των γενικών αποζημιώσεων όχι από την ημέρα επίδοσης της αγωγής στον εφεσείοντα, αλλά από την ημερομηνία καταχώρησης της Έκθεσης Απαίτησής του. Έχοντας υπόψη την προηγούμενη κατάληξή μας για τη δραστική μείωση του επιδικασθέντος ποσού για γενικές αποζημιώσεις, του γεγονότος ότι ένα μικρό μόνο μέρος του ποσού των £10.000 αντιπροσωπεύει την αποζημίωση για τον κίνδυνο μελλοντικής απώλειας και του γεγονότος επίσης ότι η ημερομηνία έναρξης υπολογισμού του τόκου είναι μεταγενέστερη απ’ αυτή που άλλως θα εδικαιούτο η εφεσίβλητη, έχουμε καταλήξει να μην επέμβουμε στο μέρος αυτό της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Κατά συνέπεια η πρωτόδικη απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης τροποποιείται και έχει ως ακολούθως:

[*414](α) Ειδικές αποζημιώσεις                  £2.128

(β) Γενικές αποζημιώσεις για πόνο,

     ταλαιπωρία και απώλεια απολαύσεων

     της ζωής                                                 £10.000

                                                                      £12.128

Επί του ποσού των γενικών αποζημιώσεων (των £10.000) επιδικάζεται τόκος προς 6% ετησίως από 6.11.1990. Επί του υπολοίπου ποσού των ειδικών αποζημιώσεων επιδικάζεται τόκος προς 6% ετησίως από την ημέρα έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης, ήτοι την 23.12.1993.

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς.  Δεν επιδικάζονται έξοδα στην κατ’ έφεση διαδικασία.

Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου τροποποιείται ως ανωτέρω.

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς, χωρίς  έξοδα στην κατ’ έφεση διαδικασία.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο