(1997) 1 ΑΑΔ 415
[*415]21 Απριλίου, 1997
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΚΑΤΣΟΥΡΙΔΗΣ,
Εφεσείων-Καθ’ ού η αίτηση,
v.
ΑΝΔΡΟΥΛΛΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΤΣΟΥΡΙΔΗ,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.
(Έφεση Αρ. 52).
Αποφάσεις και Διατάγματα — Απαγορευτικά διατάγματα — Εξουσία έκδοσής τους από τα Οικογενειακά Δικαστήρια — Ποία η ορθή αντιμετώπιση από Δικαστή Οικογενειακού Δικαστηρίου, υποθέσεων αναφορικά με υποθέσεις συζυγικών οικογενειακών διαφορών.
Οικογενειακά Δικαστήρια — Συζυγική στέγη — Αίτηση εκ μέρους της εν διαστάσει συζύγου για παραχώρηση δικαιώματος σ’ αυτή, αποκλειστικής χρήσης, δυνάμει του Άρθρου 17 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 (Ν. 23/90) — Έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος μετά από μονομερή αίτηση της συζύγου, το οποίο απαγόρευε στο σύζυγο να εισέρχεται και/ή χρησιμοποιεί τη συζυγική κατοικία — Η παροχή ενδιάμεσης θεραπείας συναρτάται με την πιθανότητα εξασφάλισης ανάλογης θεραπείας κατά τη δίκη — Το θέμα της ευημερίας ανηλίκων, συνιστά ένα εκ των κριτηρίων που κατ’ ανάγκη αποτιμούνται κατά την παροχή της τελικής θεραπείας — Ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για ύπαρξη των προϋποθέσεων του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60), ως προς την έκδοση του επίδικου διατάγματος.
Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της οριστικοποίησης ενδιάμεσου προσωρινού διατάγματος του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε μετά από μονομερή αίτηση της αιτήτριας - εφεσίβλητης το οποίο απαγόρευε στον εφεσείοντα - εν διαστάσει σύζυγό της - να εισέρχεται και/ή χρησιμοποιεί την οικογενειακή στέγη.
Τα γεγονότα είναι εν συντομία τα ακόλουθα:
[*416]Οι διάδικοι τέλεσαν το γάμο τους το 1975 και έζησαν στις Η.Π.Α. τα περισσότερα χρόνια. Μετά τον επαναπατρισμό τους το 1993, ενοικίασαν σπίτι στο Στρόβολο όπου διέμεναν με τα δύο τους παιδιά ηλικίας 16 και 6 χρόνων. Όταν η συμβίωση τους διακόπηκε διέμεναν στο σπίτι η εφεσίβλητη και τα παιδιά τους. Ο εφεσείων εξακολουθούσε να επανέρχεται στην οικογενειακή κατοικία προφασιζόμενος, σύμφωνα με ισχυρισμό της εφεσείουσας, επιθυμία του να βλέπει τα παιδιά ή και να αποσπάσει αντικείμενα από το σπίτι για να τα πωλήσει. Στις 15.7.93 προσπάθησε να εισέλθει βίαια στο σπίτι στις 2.00 π.μ. με αποτέλεσμα να εμπλακεί η αστυνομία. Αυτό τρομοκράτησε τα παιδιά και τους δημιούργησε φόβο πως κινδύνευαν, αφού μαζί με τα άλλα, ο εφεσείων διατύπωνε σαφείς απειλές κατά της εφεσίβλητης και των συγγενών της.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα ισχυρίστηκε ότι η εφεσίβλητη δεν προέβη σε πλήρη αποκάλυψη των γεγονότων. Επίσης ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η υπαιτιότητα του αιτητή δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος.
Αποφασίστηκε ότι:
Α) Υπό Αρτεμίδη Δ.,:
1. Η διαδικασία με μονομερή αίτηση επιβάλλει στον αιτητή να αποκαλύψει στο Δικαστήριο όλα τα ουσιαστικά γεγονότα που μπορεί να ασκήσουν επιρροή στη δικαστική κρίση. Παράλειψη παρουσίασης ουσιαστικών γεγονότων, μπορεί να θεωρηθεί ως ένα είδος εξαπάτησης και ως εκ τούτου το Δικαστήριο αρνείται την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Ο κανόνας αυτός έχει αυξημένη ισχύ όταν το Δικαστήριο καλείται να δώσει ουσιαστικά με το ενδιάμεσο διάταγμα του, τη θεραπεία που επιδιώκεται στην κυρίως αίτηση.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία τα βασικά στοιχεία του αιτήματος ήταν δύο:
(α) ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι ο εφεσείων αρνείτο να εργαστεί, ενώ του άρεσε να ξενυκτά και να διασκεδάζει και
(β) συνεχείς ύβρεις και καβγάδες με αποκορύφωμα χειροδικία σε βάρος της.
2. Ο αιτητής ο οποίος ζητά από το Δικαστήριο τη λύση του γάμου του ή θεραπεία δυνάμει των διατάξεων του άρθρου που εξετάζεται, πρέπει να αποδείξει την υπαιτιότητα του άλλου. Αυτό που ως εκ της [*417]φύσεως των υποθέσεων δεν μπορεί να κρίνει το Δικαστήριο, και δεν έχει τέτοια υποχρέωση, είναι το βαθμό υπαιτιότητας του καθενός.
Όπως είναι φανερό από το περιεχόμενο και τη δομή της απόφασης, ο πρωτόδικος Δικαστής διαμόρφωσε κρίση μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του.
Το συμφέρον των παιδιών δεν επηρεάζεται από την έκδοση του επίδικου διατάγματος.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Per Curiam: H δικαστική απόφαση και η αιτιολογία της κρίνεται από το περιεχόμενό της. Ως εκ τούτου δεν είναι αναγκαία η παράθεση από τον πρωτόδικο Δικαστή στην αρχή της απόφασης συνοπτικού καταλόγου των θεμάτων που επιλαμβάνεται σ’ αυτή.
Β) Υπό Κωνσταντινίδη, Δ., συμφωνούντος και του Αρτέμη, Δ.:
1. Η αναστολή της πρωτόδικης διαδικασίας που αποφασίστηκε μετά από κοινή εισήγηση των διαδίκων, σε αναμονή της έκβασης της παρούσας έφεσης, δεν βρίσκει σύμφωνο το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο.
2. Το Οικογενειακό Δικαστήριο έχει εξουσία έκδοσης απαγορευτικών διαταγμάτων, σύμφωνα με το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60).
3. Η φύση της τελικής θεραπείας που επιδιώκεται δεν μεταβάλλει το δικαιοδοτικό πλαίσιο.
4. Η γνώμη που εξέφρασε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι “η υπαιτιότητα των συζύγων στη διακοπή της συμβίωσης δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν από το Δικαστήριο στην άσκηση των εξουσιών του σύμφωνα με το Άρθρο 17(1) του Ν. 23/90”, δεν είχε τη θέση της, αφού αναγνωρίστηκε σαφώς πως υπήρχε πιθανότητα να δικαιούται η εφεσίβλητη σε θεραπεία. Εν πάση όμως περιπτώσει, το άρθρο δεν εξεδικεύει κανένα από τους παράγοντες που θα μπορούσαν να προσμετρήσουν.
5. Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα για απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων δεν έχει πραγματικό υπόβαθρο, εν όψει της μαρτυρίας της εφεσίβλητης, τόσο στην ένορκη της δήλωση όσο και της προφορικής της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου.
[*418]6. Οι ορισμένες επί μέρους διαφορές ως προς τη μαρτυρία, δεν συνιστούν απόκρυψη ή μη ειλικρινή αποκάλυψη γεγονότος ουσιώδους για τους σκοπούς της αίτησης για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος.
7. Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα για παραγνώριση των επιπτώσεων του διατάγματος αναφορικά με το άτομό του δεν ευσταθεί, εν όψει του ότι δεν αμφισβητήθηκε (α) η ανάγκη της συμβίωσης των παιδιών με τη μητέρα τους και (β) το δικαίωμα επικοινωνίας του με τα παιδιά.
8. Εν όψει όλων των ανωτέρω, δεν παρέχεται περιθώριο για παρέμβαση προς ανατροπή του τρόπου με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία.
Η έφεση απορρίφθηκε. Δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα.
Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:
Στυλιανού v. Στυλιανού (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 583,
Louis Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ και Άλλης (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 1453,
Odysseos v. Pieris Estates Ltd and Others (1982) 1 C.L.R. 557,
Wiseman v. Simpson [1988] 1 All E.R. 245,
Μιχαηλίδης Λτδ v. Δρουσιώτη και Άλλοι (1995) 1 Α.Α.Δ. 877.
Έφεση.
Έφεση κατά της απόφασης ημερομηνίας 22/2/95 του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λε υκωσίας (Σ. Kαρατσής, Δ.) στην Aίτηση Aρ. 29/93, με την οποία το δικαστήριο οριστικοποίησε διάταγμα για την αποκλειστική χρήση της οικογενειακής στέγης από την αιτήτρια.
Λ. Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα.
Kαμία εμφάνιση για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
AΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ: Θα δοθούν δυο αποφάσεις με το ίδιο απο[*419]τέλεσμα, η δική μου και του δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη, με την οποία συμφωνεί και ο δικαστής Π. Αρτέμης.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Στις 22.2.95 δικαστής του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας οριστικοποίησε ενδιάμεσο προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε από το ίδιο δικαστήριο σε μονομερή αίτηση, που καταχωρίστηκε από την αιτήτρια-εφεσίβλητη στις 27.7.93. Η οριστικοποίηση του διατάγματος αυτού έγινε μετά από συζήτηση της αίτησης, και βεβαίως ισχύει μέχρι της αποφάσεως του Δικαστηρίου πάνω στην κυρίως αίτηση, που στηρίζεται στο άρθρο 17.1 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990, Ν.23/90.
Οι διατάξεις του πιο πάνω άρθρου, καθόσο μέρος τους αφορούν στην υπό κρίση έφεση, προβλέπουν τα εξής:
“17.-(1) Σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης ή σε περίπτωση που δίνεται γνωστοποίηση στον Επίσκοπο σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου Νόμου ή σε περίπτωση που καταχωρείται αγωγή διαζυγίου, το Οικογενειακό Δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτηση ενός από τους συζύγους, εφόσο το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας και ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των παιδιών, να παραχωρήσει στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση ολόκληρου ή τμήματος του ακινήτου που χρησιμεύει ως κύρια διαμονή των ιδίων (οικογενειακή στέγη), ανεξάρτητα από το ποιος από αυτούς είναι κύριος ή έχει απέναντι στον κύριο το δικαίωμα της χρήσης του. Η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου υπόκειται σε αναθεώρηση, όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις.”
Εισηγείται ο δικηγόρος του εφεσείοντα, καθ’ ου η αίτηση στο πρωτόδικο Δικαστήριο, πως η απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει να αναθεωρηθεί. Προτού προχωρήσουμε να ασχοληθούμε με τα επιχειρήματα του συνήγορου, θεωρούμε κατάλληλο το σημείο να παρατηρήσουμε πως, εφόσο το επίμαχο άρθρο δίδει στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο εξουσία αναθεωρήσεως της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τούτο σημαίνει πως το Εφετείο έχει ευρεία ευχέρεια να επανεξετάσει το αντικείμενο της έφεσης, στη βάση βέβαια του υλικού που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, και όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις να αναθεωρήσει την πρωτόδικη απόφαση.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα στην εμπεριστατωμένη αγόρευση του, στην οποία παρουσίασε με κάθε λεπτομέρεια και ακριβοδίκαιο [*420]τρόπο τις εισηγήσεις του, ισχυρίστηκε πως η εφεσίβλητη δεν προέβη στην ένορκη δήλωση, που υποστήριζε τη μονομερή αίτηση της, σε πλήρη αποκάλυψη των γεγονότων, που πρότεινε ως αιτιολογούντα τη λήψη από το Δικαστήριο αυτού του “δρακόντειου”, όπως αποκαλείται, μέτρου. Επιπλέον, συνεχίζει η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα, το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε πως η υπαιτιότητα του αιτητή δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την έκδοση τέτοιου διατάγματος. Αντιθέτως, είπε ο συνήγορος, η υπαιτιότητα του αιτούντος λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στην έκδοση τέτοιου διατάγματος, όπως τούτο καταδεικνύεται από τις ίδιες τις διατάξεις του νομοθετήματος, ιδιαίτερα της φράσης: “εφόσο το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας και ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των παιδιών.”
Ο πρωτόδικος δικαστής παράθεσε στο μέρος της απόφασης του, όπου εξετάζει τα νομικά κριτήρια βάσει των οποίων εκδίδεται ενδιάμεσο προσωρινό διάταγμα, τη νομολογία μας που υιοθετεί ουσιαστικά τις αρχές του Κοινοδικαίου. Πολύ ορθά επισημαίνει όμως και τη διαφορά που ενυπάρχει σ’ ένα τέτοιο διάταγμα λόγω του χώρου που καλύπτει, αυτού δηλαδή των συζυγικών-οικογενειακών σχέσεων.
Έχουμε την άποψη πως η πιο πάνω σοβαρή διαφορά καλόν είναι να λειτουργεί στη σκέψη του δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Η αντιδικία στις υποθέσεις ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων πηγάζει άμεσα ή έμμεσα, κατά το πλείστον, από τις περιουσιακές διαφορές των μερών. Γι’ αυτό και οι νομικοί κανόνες ή νομολογιακές αρχές, που αφορούν στον τομέα του δικαίου τούτου, λειτουργούν με το γνωστό καθιερωμένο τρόπο, χωρίς τούτο να σημαίνει βέβαια πως στερείται η κρίση του δικαστή της ανθρώπινης της διάστασης. Ο δικαστής όμως του Οικογενειακού Δικαστηρίου λειτουργεί, κατά το μεγαλύτερο μέρος της δικαιοδοσίας του, στον ευαίσθητο και πιο σοβαρό κοινωνικό χώρο, αυτό των οικογενειακών σχέσεων. Το ίδιο το νομοθέτημα που εξετάζουμε δίδει τα στοιχεία, αλλά και το θεμέλιο, από το οποίο και ξεκινά η λειτουργία της δικαστικής κρίσης. Οι φράσεις: “εφόσο το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας” και “ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των παιδιών”, δεν είναι τυχαία λεκτική ωραιοποίηση του Νόμου. Εφαρμόζοντας τις διατάξεις του, ο δικαστής παρεμβαίνει αποφασιστικά, και μάλιστα πριν από τη λύση της έγγαμης σχέσης, στην οικογενειακή μονάδα που κατά κανόνα, και γενική αντίληψη, αποτελεί το πιο ισχυρό νήμα στον κοινωνικό ιστό, μιας και αποτελείται από τα πιο αγαπημένα πρόσωπα μεταξύ τους. Το μέτρο τούτο χαρακτηρίζεται ως [*421]“δρακόντειο”. Ας μην παρεξηγείται όμως η παρομοίωση που παρουσιάζει το δικαστή να εφαρμόζει αυστηρά και σκληρά μέτρα όπως ο γνωστός νομοθέτης στην αρχαία Αθήνα, Δράκων. Η παρέμβαση του δικαστή, σύμφωνα με τις υπό συζήτηση διατάξεις του άρθρου, στην οικογένεια δεν έχει, για οποιοδήποτε μέλος της, τιμωρητικό χαρακτήρα. Σκοπεί μόνο στη διόρθωση ή τον περιορισμό της παραπέρα επιδείνωσης της οικογενειακής σχέσης, με σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στα μέλη της.
Υιοθετούμε κατά συνέπεια επομένως αυτά που λέχθηκαν από το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο στην υπόθεση Στυλιανού v. Στυλιανού (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. σελ. 583, ότι δηλαδή η διαδικασία με μονομερή αίτηση επιβάλλει στον αιτητή την αποκάλυψη στο Δικαστήριο όλων των ουσιαστικών γεγονότων που μπορεί να ασκήσουν επιρροή στη δικαστική κρίση, και πως παράλειψη παρουσίασης ουσιαστικών γεγονότων ενώπιον του Δικαστηρίου μπορεί να θεωρηθεί ως ένα είδος εξαπάτησης του και κατ’ ακολουθίαν το Δικαστήριο αρνείται την έκδοση του αιτουμένου διατάγματος. Ο κανόνας αυτός έχει, νομίζουμε, αυξημένη ισχύ όπου το Δικαστήριο καλείται, όπως στην παρούσα περίπτωση, να δώσει ουσιαστικά με το ενδιάμεσο διάταγμα του τη θεραπεία που επιδιώκεται στην κυρίως αίτηση.
Έχουμε πλήρη γνώση του γεγονότος πως όταν οι συζυγικές σχέσεις διαταραχθούν, σε βαθμό που οδηγούνται στη διάλυση, τα αισθήματα πικρίας του ζεύγους ενίοτε οδηγούν σε έντονες αντιπαραθέσεις, φορτισμένες σε υψηλό βαθμό από τα αίτια και τις αφορμές που οδήγησαν στη ρήξη της σχέσης. Είναι εδώ ακριβώς που ο δικαστής, αλλά και οι παράγοντες που βοηθούν στο έργο του, μπορούν να συμβάλουν ώστε η επίλυση των διαφορών να γίνεται μέσα σε πνεύμα συναντίληψης και ηρεμίας, ώστε η κρίση του Δικαστή να οδηγεί, κατ’ ανάγκη έστω, σε διορθωτικό μέτρο.
Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα πως η αιτήτρια δεν προέβη σε πλήρη αποκάλυψη των γεγονότων που υποστήριζαν την αίτησή της. Τα βασικά στοιχεία, τα οποία αναφέρθηκαν στην ένορκη δήλωση και υποστηρίχθηκαν κατά την ακρόαση με μαρτυρία, και στα οποία βασιζόταν το αίτημα ήσαν δυο: (α) Ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης πως ο εφεσείων αρνείτο να εργαστεί και να συντηρεί την οικογένεια του, ενώ του άρεσε να ξενυκτά και να διασκεδάζει, και (β) συνεχείς ύβρεις και καυγάδες με αποκορύφωμα χειροδικία σε βάρος της.
Είναι γεγονός πως ο εφεσείων έχει προβλήματα καρδιάς. [*422]Υποβλήθηκε δε σε θεραπεία με επακόλουθο να περιέλθει σε κατάθλιψη βαριάς μορφής. Από την προσαχθείσα όμως μαρτυρία διεφάνη πως για την αντιμετώπιση της ασθένειας του δεν επιζητούσε τη βοήθεια και θαλπωρή της οικογένειάς του. Αντίθετα με τη σύζυγο του βρισκόταν σε συνεχείς προστριβές. Η ίδια είπε πως την εξύβριζε τακτικά και ότι σε μια περίπτωση την κτύπησε σε δημόσιο δρόμο προσέτρεξε δε για να την βοηθήσει τρίτο πρόσωπο. Για το τελευταίο τούτο επεισόδιο μίλησε στη μαρτυρία της η ίδια, και υποστηρίχθηκε από αυτή της σπιτονοικοκυράς της και του προσώπου που έτρεξε να τη βοηθήσει. Στο πρωτόδικο Δικαστήριο προσκομίστηκε επίσης μαρτυρία πως η εφεσίβλητη πήγε πολλές φορές στην αστυνομία για να υποβάλει παράπονο για τη συμπεριφορά του συζύγου της, και ότι οι αστυνομικές αρχές συχνά ασχολήθηκαν με τις σχέσεις του ζεύγους. Μετά το επεισόδιο του ξυλοδαρμού, Ιούλη του 1993, διακόπηκε η συμβίωση και καταχωρίστηκε η επίδικη αίτηση. Θα πρέπει να αναφέρουμε πως και ο ίδιος ο εφεσείων είπε πως καταχώρισε στις 27.7.93 αίτηση διαζυγίου στο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο.
Είναι γεγονός πως στην απόφασή του ο πρωτόδικος δικαστής αναφέρει πως η υπαιτιότητα των συζύγων στη διακοπή της συμβίωσης δεν λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο, στην άσκηση των εξουσιών του βάσει του άρθρου 17.1 του Ν.23/90. Έχουμε τη γνώμη όμως πως όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο λέγει πως η υπαιτιότητα των συζύγων στη διακοπή της συμβίωσης δεν λαμβάνεται υπόψη, αυτό που εννοεί είναι ότι το Δικαστήριο δεν απασχολείται με ποσοστιαίες μονάδες υπαιτιότητας. Δεν επιμερίζει δηλαδή ποσοστά υπαιτιότητας, όπως γίνεται λ.χ. ο καταλογισμός ευθύνης για αμέλεια σε αστικές υποθέσεις.
Έχουμε την άποψη πως αιτητής ο οποίος αποτείνεται στο Οικογενειακό Δικαστήριο για τη λύση του γάμου του, ή για να θέσει σε λειτουργία τις διατάξεις του άρθρου που εξετάζουμε, πρέπει να αποδείξει πως ο καθ’ ου η αίτηση είναι υπαίτιος της συμπεριφοράς στην οποία στηρίζει το αίτημά του, ή για τη διακοπή της συμβίωσης. Στη διασάλευση των συζυγικών σχέσεων δυνατό να είναι ο ένας των μερών αποκλειστικά υπεύθυνος, ή και οι δύο. Εκείνος ο οποίος ζητά θεραπεία πρέπει να αποδείξει την υπαιτιότητα του άλλου. Αυτό, που ως εκ της φύσεως των υποθέσεων δεν μπορεί να κρίνει το Οικογενειακό Δικαστήριο, και δεν έχει τέτοια υποχρέωση, είναι το βαθμό υπαιτιότητας του καθενός.
Στην κρινόμενη έφεση, μολονότι ο πρωτόδικος δικαστής ανέφερε πως η υπαιτιότητα των συζύγων στη διακοπή της συμβίω[*423]σης δεν λαμβάνεται υπόψη, είναι φανερό από το περιεχόμενο και τη δομή της απόφασης πως η κρίση του διαμορφώθηκε μετά που αξιολόγησε, για τους σκοπούς της αίτησης και σε εκείνο το στάδιο, το υλικό της μαρτυρίας που είχε.
Έχουμε τη γνώμη πως δεν έχουν παρουσιαστεί ενώπιόν μας οποιεσδήποτε περιστάσεις που να επιβάλλουν την αναθεώρηση της απόφασης του Δικαστηρίου. Το υλικό που είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο, που συνοψίσαμε πιο πάνω, αξιολογήθηκε ορθά για τους σκοπούς της έκδοσης του προσωρινού διατάγματος και δεν βλέπουμε λόγο να επέμβουμε.
Αναφορικά με ένα από τα σοβαρά στοιχεία που αναφέρονται στο Νόμο το συμφέρον δηλαδή των παιδιών, στην υπό κρίση έφεση παρατηρούμε πως ο γιος, κατά το χρόνο της καταχώρησης της αίτησης, ήταν 16 ετών και η θυγατέρα 5. Ο γιος σήμερα έχει ενηλικιωθεί και μπορεί ο ίδιος να κάμει τις επιλογές του αναφορικά με την πορεία της ζωής και τις σχέσεις με τους γονείς του. Η σχέση του πατέρα με την κόρη παρουσιάζεται ως ομαλή, και επομένως, στο παρόν στάδιο δεν θα επηρεασθεί αρνητικά από το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν θα μένει μαζί της. Αντίθετα εφόσον η μικρή δεν θα επιμαρτυρεί τις διαμάχες των γονιών της θα έχει μια πιο φυσιολογική ζωή.
Τελειώνοντας επιθυμούμε να κάνουμε την εξής παρατήρηση. Δεν συμφωνούμε με την παράθεση από τον πρωτόδικο Δικαστή στην αρχή της απόφασης του συνοπτικού καταλόγου των θεμάτων, που κατά την κρίση του επιλαμβάνεται σ’ αυτή. Η απόφαση και η αιτιολογία της κρίνεται από το περιεχόμενο της.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη, με αίτησή της στο Οικογενειακό Δικαστήριο, επικαλούμενη το άρθρο17(1) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 (Ν. 23/90), ενόψει της διακοπής της συμβίωσής της με τον εφεσείοντα σύζυγό της, ζήτησε την παραχώρηση σ’ αυτή του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης της οικογενειακής στέγης. Κατοικίας δηλαδή στην οδό Μίνωος στo Στρόβολο που ενοικιάστηκε, μετά τον επαναπατρισμό του ζεύγους και των δυο παιδιών τους το 1993, ηλικίας 16 και 6 χρονών, μόλις δυο περίπου μήνες νωρίτερα. Διέμεναν ως τότε στις ΗΠΑ για μεγάλο χρονικό διάστημα. Από την εποχή του γάμου τους το 1975, με μια μικρή διακοπή το 1980 όταν είχαν επανέλθει για μερικούς μήνες.
Ταυτόχρονα, με μονομερή αίτησή της ζήτησε την έκδοση πα[*424]ρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος και, πράγματι, το πρωτόδικο Δικαστήριο απαγόρευσε στον εφεσείοντα “να εισέρχεται και/ή επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο και καθ’ οιονδήποτε χρόνο χρησιμοποιεί την κατοικία ....” Αντικείμενο της έφεσης είναι η απόφαση για οριστικοποίηση του διατάγματος αλλά πριν από οτιδήποτε άλλο θα επαναλάβουμε τη διαφωνία που διατυπώσαμε και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στην “αναστολή” της πρωτόδικης διαδικασίας που αποφασίστηκε μετά από κοινή εισήγηση των διαδίκων, σε αναμονή της έκβασης αυτής της έφεσης. Προσθέτουμε τώρα και τις παρατηρήσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ και Άλλης (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453 στις σελίδες 1465 και 1466:
“Θέλουμε να τονίσουμε ότι η παροχή ενδιάμεσης θεραπείας δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέτρο συνυφασμένο με την πιθανότητα εξασφάλισης ανάλογης θεραπείας κατά τη δίκη. Η δίκη είναι η καθιερωμένη διαδικασία για τον καθορισμό και διακήρυξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων. Το κύριο έρεισμα για την παροχή προσωρινής θεραπείας είναι η αντικειμενική αδυναμία της άμεσης διεξαγωγής της δίκης”.
Οι ισχυρισμοί των διαδίκων αναφορικά με σειρά από περιστατικά που συζητήθηκαν, ήταν αντίθετοι. Εξήγησε όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο πως δεν θα αξιολογούσε τη μαρτυρία για να καταλήξει σε ευρήματα που ανήκαν στη διαδικασία της κύριας δίκης. Συμφωνεί ο εφεσείων πως αυτό ήταν το ενδεδειγμένο, και ορθά επίσης δεν αμφισβήτησε τον προσανατολισμό του πρωτόδικου Δικαστηρίου προς τις προϋποθέσεις έκδοσης παρεμπίπτοντος διατάγματος, όπως τις θέτει το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60). Το οποίο και καθοδηγήθηκε από την υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates Ltd and Others (1982) 1 C.L.R. 557 και άλλες υποθέσεις που την ακολούθησαν, με αναφορά και στις αρχές που διέπουν την παροχή με παρεμπίπτον διάταγμα της τελικής θεραπείας. Κατά το άρθρο 16(1) του Ν. 23/90 τα Οικογενειακά Δικαστήρια ασκούν, τηρουμένων των αναλογιών, όλες τις εξουσίες που διαλαμβάνονται στο Τέταρτο Μέρος του πιο πάνω Νόμου, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 32 και ήταν αυτή τη δικαιοδοσία που επικαλέστηκε η εφεσίβλητη. Η φύση της τελικής θεραπείας που επιδιώκεται δεν μεταβάλλει το δικαιοδοτικό πλαίσιο. Οι οικογενειακές διαφορές κατά κανόνα συνάπτονται προς λεπτές πτυχές των ανθρωπίνων σχέσεων, και, συνήθως, εμπλέκουν και το όλως ευαίσθητο ζήτημα της ευημερίας ανηλίκων. Aυτά, όπως και τα ιδιαίτερα κριτήρια με γνώμονα τα οποία, όπως ορίζει κατά πε[*425]ρίπτωση ο ουσιαστικός νόμος, παρέχεται η τελική θεραπεία, κατ’ ανάγκην αποτιμούνται. Εντεταγμένα όμως στους προβληματισμούς που επάγεται η δικαιοδοτική διάταξη που περιλαμβάνει και τη γενική αξίωση να αναδεικνύεται η έκδοση του ορισμένου παρεμπίπτοντος διατάγματος, όσο και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τίθενται, ως δίκαιη και πρόσφορη.
Οι ενστάσεις του εφεσείοντα ενώπιόν μας δεν αφορούν στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Νόμου. Είχε δεχθεί εξαρχής πως εγειρόταν σοβαρό ζήτημα και πως υπήρχε πιθανότητα να δικαιούται η εφεσίβλητη σε θεραπεία. Σημειώνουμε εδώ πως ήταν αδιαμφισβήτητη η διακοπή της συμβίωσης και πως διέμεναν πλέον στην κατοικία που ενοικιάστηκε μόνο η εφεσίβλητη και τα παιδιά τους. Η εφεσίβλητη είχε αναφέρει στην ένορκη δήλωσή της πως “έδιωξε” τον εφεσείοντα λόγω της συμπεριφοράς του αλλά εξήγησε με την προφορική της μαρτυρία πως όταν τον κάλεσε να φύγει εκείνος συγκατένευσε. Ο ίδιος δε ο εφεσείων κατέθεσε πως “έφυγε από το σπίτι”. Επίσης σημειώνουμε πως οι διάδικοι περίπου συμφωνούσαν και ως προς το περιστατικό που έδωσε την αφορμή γι’ αυτή την εξέλιξη. Αφορούσε στην ενέργεια του εφεσείοντα να τοποθετήσει στο αυτοκίνητό του διάφορα αντικείμενα. Προσωπικά της, έλεγε η εφεσίβλητη, τα οποία θα πωλούσε για λογαριασμό του. Ενώ, άεργος όπως ήταν συνήθως, δεν φρόντιζε για τις ανάγκες της οικογένειάς του. Αντικείμενα που ανήκαν και στους δυο, έλεγε ο εφεσείων, τα οποία έφεραν από τις ΗΠΑ ακριβώς με σκοπό να τα πωλήσουν για να ενισχυθεί ο οικογενειακός προϋπολογισμός. Στον οποίο πάντα συνεισέφερε αν και σοβαρές ασθένειες και πρόσφατο ατύχημα δεν του επέτρεψαν να εργάζεται σταθερά. Το γεγονός ήταν πως δημιουργήθηκε επεισόδιο και πως παρενέβη η αστυνομία, όσο και αν ο εφεσείων αρνήθηκε τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης και άλλης μάρτυρος πως την κτύπησε.
Ο εφεσείων διέμενε πλέον στο σπίτι της αδελφής του και στη συνέχεια στο Παραλίμνι αφού εξασφάλισε εργασία στον Πρωταρά. Εξακολουθούσε όμως να επανέρχεται και στην οικογενειακή κατοικία και αυτή ήταν πλέον η αιτία των προστριβών. Για να αποσπάσει αντικείμενα από το σπίτι με σκοπό να τα πωλήσει ή και προφασιζόμενος, όπως κατέθεσε η εφεσίβλητη, επιθυμία του να βλέπει τα παιδιά τους, τους ενοχλούσε κάθε βράδυ τις πρωϊνές ώρες. Με αποκορύφωμα την προσπάθειά του να εισέλθει βίαια στο σπίτι στις 2.00 π.μ. στις 15.7.93 που οδήγησε και πάλιν στην εμπλοκή της αστυνομίας το ίδιο βράδυ αλλά και την επομένη. Με τελικό αποτέλεσμα την τρομοκράτηση των παιδιών και [*426]τη δημιουργία φόβου πως κινδύνευαν πλέον, αφού, μαζί με τα άλλα, ο εφεσείων διατύπωνε σαφείς απειλές κατά της ίδιας αλλά και των συγγενών της.
Ο εφεσείων δεν αρνήθηκε πως πράγματι επιχειρούσε να εισέλθει στο σπίτι. Αρνήθηκε όμως όλα τα άλλα. Ορμάτο, όπως ισχυρίστηκε, από τη γνήσια επιθυμία του να βλέπει τα παιδιά του και να παραλαμβάνει προσωπικά του αντικείμενα. Δέχθηκε πως στις 2.00 π.μ. τις 15.7.93 θέλησε να διανυκτερεύσει στο σπίτι επειδή δεν ήταν δυνατό να φιλοξενηθεί εκείνο το βράδυ από την αδελφή του. Ούτως ή άλλως, δημιουργούνταν προστριβές και επεισόδια για τα οποία κατ’ επανάληψη υποβλήθηκαν παράπονα στην αστυνομία, όπως κατέθεσε και αστυνομικός που κάλεσε η εφεσίβλητη. Αμφισβητούμενης βέβαια, έντασης αν και παραδέκτηκε και ο εφεσείων πως σε μια περίπτωση ο υιός του προσπάθησε να τον κτυπήσει. Και αυτά, με επίκεντρο όχι την επιθυμία του εφεσείοντα να επανέλθει στο σπίτι για να διαμένει εκεί και ας σημειωθεί παρενθετικά πως στη συνέχεια άσκησαν και οι δυο διάδικοι αγωγή διαζυγίου.
Μια παρέκβαση πριν προχωρήσουμε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε πως “η υπαιτιότητα των συζύγων στη διακοπή της συμβίωσης δεν λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο στην άσκηση των εξουσιών του σύμφωνα με το άρθρο 17(1) του Ν. 23/90”, και επεκτάθηκε ο κ. Βραχίμης σε επιχειρηματολογία ως προς την ορθότητα αυτής της θέσης. Και αφού το άρθρο 17(1) αναπαραγάγει ουσιαστικά το άρθρο 1393 του Ελληνικού Αστικού Κώδικα, μας παρέπεμψε στο Νέο Οικογενειακό Δίκαιο του Β. Α. Βαθρακοκοίλη Γ έκδοση σελ. 207 σύμφωνα με το οποίο πρέπει να συνεκτιμούνται το εύλογο ή όχι της διακοπής της συμβίωσης και η υπαιτιότητα. Χωρίς όμως να παραλείψει, και πρέπει να εξάρουμε αυτή τη δίκαιη στάση του, ιδιαίτερα σε μια διαδικασία στην οποία δεν εκπροσωπήθηκε η εφεσίβλητη, να επισημάνει την υποσημείωση στο ίδιο Σύγγραμμα πως άλλος συγγραφέας διατηρεί διαφορετική άποψη. (Βλ. συναφώς και Γ. Κουμάντου - Οικογενειακό Δίκαιο Τόμος ΙΙ σελ. 176 και Ιω. Γ. Δεληγιάνη, Οικογενειακό Δίκαιο Τόμος ΙΙ σελ. 196).
Αφού όμως σαφώς αναγνωρίστηκε πως υπήρχε πιθανότητα να δικαιούται η εφεσίβλητη σε θεραπεία, ακριβώς δυνάμει του άρθρου 17(1), δεν εγειρόταν τέτοιο θέμα. Θεωρούμε, συνεπώς, πως δεν είχε τη θέση της η γνώμη που εξέφρασε το πρωτόδικο Δικαστήριο και επίσης πως εκφεύγει και του πλαισίου της έφεσης η συζήτησή της, αφού, όπως σημειώσαμε, ούτε ενώπιόν μας αμφισβητηθηκε πως, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, πράγματι [*427]υπάρχει η αναφερθείσα πιθανότητα. Επειδή όμως από άλλο σημείο της πρωτόδικης απόφασης φαίνεται να προσδίδεται σημασία στο γεγονός ότι “το άρθρο 17(1) δεν συναρτά την επέμβαση του Δικαστηρίου με την υπαιτιότητα που ενδεχόμενα έχει ένας διάδικος στη διακοπή της συμβίωσης”, παρατηρούμε πως το άρθρο δεν εξειδικεύει κανένα από τους παράγοντες που θα μπορούσαν να προσμετρήσουν. Προνοεί πως παραχωρείται στον ένα σύζυγο η αποκλειστική χρήση της οικογενειακής στέγης ή τμήματός της “εφόσο το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας και ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των παιδιών”, χωρίς όμως να προκαθορίζει, ούτε θα ήταν δυνατό άλλωστε, ποιό γεγονός ή ποιά συμπεριφορά θα είχε και σε ποιό βαθμό ή δεν θα είχε σημασία, κατά περίπτωση.
Ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε ούτε την τρίτη από τις προϋποθέσεις της επιφύλαξης στο άρθρο 32(1). Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο σύγγραμμα του David Bean, Injunctions, 5η έκδοση σελ. 149 ως προς τη δυνατότητα του Δικαστηρίου για άμεση παρέμβαση με παρεμπίπτον διάταγμα στις περιπτώσεις οικογενειακών διαφορών που απολήγουν σε πράξεις βίας ή που επηρεάζουν την ευημερία ανηλίκων για να καταλήξει πως “οι πληγωμένες σχέσεις και τα τραυματισθέντα συναισθήματα των διαδίκων και των ανηλίκων δεν αποτιμούνται σε χρήμα και δεν αποκαθίστανται μεταγενέστερα”. Θεωρώντας ορθή αυτή την καθοδήγηση, ο εφεσείων συγκεκριμενοποίησε το παράπονό του με αναφορά στις επιπτώσεις του διατάγματος πάνω στον ίδιο. Κατά την εισήγησή του δεν συνεκτιμήθηκαν αυτές οι επιπτώσεις, ιδίως ο τραυματισμός των δικών του αισθημάτων. Δεν έγινε, συνεπώς, δίκαιος ισοζυγισμός και η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκήθηκε λανθασμένα. Επικαλέστηκε συναφώς την υπόθεση Wiseman v. Simpson [1988] 1 All ER 245, στην οποία το διάταγμα εξώσεως του συζύγου από την οικογενειακή στέγη χαρακτηρίστηκε ως μέτρο δρακόντειο και διατάχθηκε επανεκδίκαση ενόψει κενών σε σχέση με τη διαπίστωση πως ήταν δίκαιη και εύλογη η έκδοσή του, όπως απαιτεί ο αγγλικός Νόμος. Ο δεύτερος λόγος έφεσης που προωθήθηκε, αφορούσε σε διαφορετικό ζήτημα. Κατά τον εφεσείοντα εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ακύρωσε το διάταγμα ενόψει μή πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης από την εφεσίβλητη όλων των ουσιωδών γεγονότων όταν ζήτησε και πέτυχε την έκδοσή του με την αρχική μονομερή της αίτηση.
Θα ασχοληθούμε πρώτα με τον ισχυρισμό για μή αποκάλυψη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ως προς τις αρχές με αναφορά στην υπόθεση Στυλιανού v. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 583 [*428]και η αμφισβήτηση δεν αφορά σ’ αυτή την πτυχή της απόφασης του. Αφορά στο κατά πόσο, αντίθετα προς την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, απεκρύβησαν πράγματι ουσιώδη γεγονότα.
Ο εφεσείων απαρίθμησε όσα θεωρούσε ως απόκρυψη και μπορούμε να καταγράψουμε εξ αρχής τη διαφωνία μας προς την εισήγησή του. Ας πάρουμε το πρώτο στο οποίο και δόθηκε ιδιαίτερη σημασία. Στην ένορκη δήλωση της αιτήτριας περιεχόταν ο ισχυρισμός πως ο καθ’ ου η αίτηση απειλούσε συνεχώς ότι θα την σκότωνε, πως λόγω προβλήματος υγείας είχε καταστεί επικίνδυνος για τη ζωή της και την ομαλή λειτουργία της ζωής των παιδιών τους, τα οποία και περιγράφει ως τρομοκρατημένα. Κατά την προφορική της μαρτυρία η εφεσίβλητη δήλωσε πως υιοθετούσε την ένορκη δήλωσή της αλλά αυτό, κατά την εισήγηση του εφεσείοντα, δεν αρκούσε. Αναφέρθηκε στην απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Νίνος Β. Μιχαηλίδης Λτδ v. Κυριάκου Γ. Δρουσιώτη και Άλλοι, Πολιτική Έφεση 9346, ημερομηνίας 30.10.95 και πρότεινε πως η, κατά τον ισχυρισμό του, παράλειψη αναφοράς στα ίδια κατά την προφορική εξέταση, ανάγεται σε μή ειλικρινή αποκάλυψη. Εδώ δεν έχει πραγματικό υπόβαθρο ο ισχυρισμός και δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει οτιδήποτε άλλο. Βλέπουμε στην προφορική μαρτυρία της εφεσίβλητης, που ήταν μακροσκελής, ισχυρισμούς πως συνεχώς ο εφεσείων κτυπούσε την πόρτα του σπιτιού, την ύβριζε, δημιουργούσε ψυχολογικά προβλήματα στα παιδιά, και απειλούσε ότι “θα σπάσει την πόρτα να μπεί μέσα και θα γεμίσει το κρεβάτι μου με αίμα και όλη η οικογένειά μου θα μαυροφορήσει”.
Τα υπόλοιπα αναφέρονταν στο κατά πόσο ο εφεσείων, πράγματι αρρώστησε και υπέστη ατύχημα και γι’ αυτό δεν εργαζόταν, τον έδιωξε ή έφυγε από το σπίτι - θέμα στο οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί - πλήρωσε ή όχι κάποιο ενοίκιο και υπό ποιές συνθήκες τερματίστηκε η ενοικίαση της κατοικίας στον ίδιο, έφεραν αντικείμενα από τις ΗΠΑ για να τα πωλήσουν, κατασχέθηκαν ή απλώς κρατήθηκαν από την αστυνομία δυο όπλα που είχε στο αυτοκίνητό του, ανοίχτηκε ποινικός φάκελλος ή απλώς καταγράφηκαν παράπονα σε σχέση με τα επεισόδια που διαδραματίζονταν. Ακόμα και ως προς το κατά πόσο, επειδή η εφεσίβλητη στην ένορκή της δήλωση ισχυρίζεται πως ο εφεσείων την κτύπησε βίαια, θα έπρεπε να υπάρξει, και χωρίς αυτή έχουμε μή ειλικρινή αποκάλυψη, μαρτυρία για σωματική βλάβη. Υπήρξαν ορισμένες επί μέρους διαφορές αλλά δεν μπορούμε να δεχθούμε πως κατεφάνη οτιδήποτε που θα εδικαιολογείτο να ταξινομηθεί ως απόκρυψη ή μή ειλικρινής αποκάλυψη γεγονότος ουσιώδους [*429]για τους σκοπούς της αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα.
Απομένει ο ισχυρισμός για παραγνώριση των επιπτώσεων του Διατάγματος πάνω στον εφεσείοντα. Δεν συμμεριζόμαστε την άποψή του. Δεν προκύπτει πως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να συνεκτιμήσει όλα τα δεδομένα. Τα παιδιά θα έμεναν μαζί με τη μητέρα τους και η ανάγκη να διαμένουν στο σπίτι στο οποίο ήδη βρίσκονταν, δεν αμφισβητήθηκε. Η συμβίωση διεκόπη, το δικαίωμα του εφεσείοντα να επικοινωνεί με τα παιδιά του ουδέποτε αμφισβητήθηκε, ενώ οι ρυθμίσεις γι’ αυτό δεν συζητήθηκαν ως μέρος της διαδικασίας που διεξάχθηκε. Αντίθετα, η εφεσίβλητη δήλωσε την προθυμία της για ρυθμίσεις προς αυτή την κατεύθυνση και, ενόψει του συνόλου των περιστατικών, δεν παρέχεται περιθώριο για παρέμβαση προς ανατροπή του τρόπου με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία. Τα γεγονότα της υπόθεσης Wiseman v. Simpson (ανωτέρω) ήταν διαφορετικά και δεν αφορούσε σε παρεμπίπτον αλλά σε τελικό διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει αντίστοιχης, αλλά όχι ακριβώς όμοιας, αγγλικής νομοθετικής διάταξης.
Η έφεση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο