Γορτ Προσέσινγκ Σεντρ Λτδ ν. Kυπριακής Δημοκρατίας δια του Γενικού Eισαγγελέως της Δημοκρατίας (1997) 1 ΑΑΔ 442

(1997) 1 ΑΑΔ 442

[*442]21 Απριλίου, 1997

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΟΡΤ ΠΡΟΣΕΣΙΝΓΚ ΣΕΝΤΡ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9066).

 

Δίκαιο των Συμβάσεων — Γραπτή σύμβαση για παροχή υπηρεσιών — Δεν έγινε επιτρεπτή η ερμηνεία της σύμβασης με γνώμονα προφορική συμφωνία, μεταγενέστερη του χρόνου σύναψης της γραπτής σύμβασης.

Το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων προκήρυξε προσφορές για τη προμήθεια, εγκατάσταση, συντήρηση φωτοτυπικών μηχανών και παροχή υπηρεσιών σχετικά με την αναπαραγωγή εγγράφων της 83ης Διακοινοβουλευτικής Διάσκεψης. Η προσφορά κατακυρώθηκε υπέρ των εφεσειόντων και υπεγράφη η σχετική σύμβαση.

Οι εφεσείοντες, ισχυρίστηκαν στην Έκθεση Απαιτήσεως, ότι έγινε σε μεταγενέστερο στάδιο και δεύτερη συμφωνία, προφορική αυτή τη φορά, όπως επιμαρτυρεί η επιστολή του Γενικού Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερ. 29.3.90, δυνάμει της οποίας οι εφεσείοντες είχαν συμφωνήσει να αναλάβουν και την εργασία της σύνδεσης των εγγράφων της διάσκεψης έναντι επιπρόσθετης αμοιβής.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, αφού έκρινε ότι η γραπτή σύμβαση κάλυπτε και το έργο της σύνδεσης των εγγράφων.

Οι εφεσείοντες, ισχυρίστηκαν στην έφεση, ότι η κατάληξη θα έπρεπε να ήταν διαφορετική εν όψει του περιεχομένου της γραπτής σύμβασης και των άλλων εγγράφων που παρουσιάστηκαν.

Αποφασίστηκε ότι:

[*443]1.      Η αξίωση των εναγόντων δεν στηριζόταν στη γραπτή σύμβαση αλλά στη μεταγενέστερη συμφωνία, όπως την επιμαρτυρεί η επιστολή της 29.3.90.  Σε καμιά περίπτωση δεν προτάθηκε η εν λόγω επιστολή ως ερμηνευτικό βοήθημα της γραπτής σύμβασης. Το ζήτημα της σύμβασης, ήλθε στην επιφάνεια, επειδή προέκυψε ως διαφορά, το κατά πόσο εκάλυπτε και το αντικείμενο της επιστολής. Ως εκ τούτου ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε την γραπτή συμφωνία με γνώμονα μόνο τα έγγραφα που την συνέθεταν.

2.  Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως στην έννοια της αναπαραγωγής των εγγράφων, περιλαμβανόταν και η εργασία που αποτελεί αντικείμενο της αγωγής, είναι ορθή.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

James Miller v. Whitworth Estates [1970] 1 All E.R. 796,

Schuler A.G. v. Wickman Ltd [1973] 2 All E.R. 39,

Παφίτης και Άλλοι v. Κουκουρή και Άλλων (1992) 1 Α.Α.Δ. 1154,

Chr. Petrides Tradelinks Ltd v. Παντελής Κυριάκου και Υιοί Λτδ (1996) 1 A.A.Δ. 441.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Nικολαΐδης, Π.E.Δ. και Γεωργίου, E.Δ.) που δόθηκε στις 15 Oκτωβρίου, 1993 (Aρ. Aγωγής 373/91), με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή των για επιπρόσθετη αμοιβή για σύνδεση εγγράφων, λόγω του ότι η γραπτή σύμβαση μεταξύ των μερών εκάλυπτε και το έργο της σύνδεσης των εγγράφων.

Δ. Παπαχρυσοστόμου, για τους Εφεσείοντες.

Λ. Χριστοδουλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη-Δημοκρατία.

Cur. adv. vult.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

[*444]ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Κατακυρώθηκε υπέρ των εφεσειόντων-εναγόντων διαγωνισμός που προκηρύχθηκε από το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων και υπεγράφη σύμβαση για την προμήθεια, εγκατάσταση, συντήρηση φωτοτυπικών μηχανών και παροχή υπηρεσιών που απαιτούνταν για την αναπαραγωγή εγγράφων της 83ης Διακοινοβουλευτικής Διάσκεψης.

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαιτήσεως συνάφθηκε μεταγενέστερα και δεύτερη συμφωνία, προφορική αυτή τη φορά, όπως επιμαρτυρεί η επιστολή του Γενικού Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων, ημερομηνίας 29.3.90. Αναφέρεται στην επιστολή πως είχαν συμφωνήσει να αναλάβουν οι εφεσείοντες και την εργασία της σύνδεσης των εγγράφων της διάσκεψης, έναντι αμοιβής που θα προσδιοριζόταν με τρόπο που καθορίστηκε και η αξίωσή τους αφορούσε σ’ αυτή την αμοιβή. Την υπολόγισαν στις £11.287 αλλά στην πορεία συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων πως αν επιτύγχαναν θα δικαιούνταν στο ποσό των £10.500.  Ταυτόχρονα, απέσυραν δεύτερη αξίωσή τους και οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι την ανταπαίτησή τους.

Με παραδεκτή την αποστολή της επιστολής ημερομηνίας 29 Μαρτίου 1990, ανέκυπτε ως επίδικο το ζήτημα του κύρους της συμφωνίας στην οποία αναφερόταν. Κατά την υπεράσπιση ήταν άκυρη γιατί στερείτο αντιπαροχής. Το θέμα της σύνδεσης των εγγράφων είχε αναφυεί κατά την πιο κρίσιμη στιγμή της Διάσκεψης και όσα διαμείφθηκαν δεν μπορούσαν να διαφοροποιήσουν την πραγματικότητα. Το έργο της σύνδεσης των εγγράφων συνιστούσε εξ αρχής υποχρέωση των εφεσειόντων, στο πλαίσιο της γραπτής σύμβασης.

Ο σαφής προσδιορισμός του επίδικου ζητήματος και η επικέντρωση των δικηγόρων των διαδίκων σε ό,τι προέκυπτε ως ο πυρήνας της διαφοράς, επέτρεψε τη συντόμευση της πρωτόδικης διαδικασίας. Οι διάδικοι, με κοινή δήλωσή τους, καθόρισαν ως εξής το μοναδικό, όπως συμφώνησαν, “σημείο που παραμένει για εκδίκαση”:

“Αν οι υποχρεώσεις που ανάλαβαν οι ενάγοντες από το τεκμήριο 2 καλύπτονταν ήδη από τις υποχρεώσεις που ανάλαβαν από το τεκμήριο 1 τότε δεν δικαιούνται σε οποιαδήποτε πληρωμή. Άν όμως οι υποχρεώσεις που ανάλαβαν βάσει του τεκμηρίου 2 δεν καλύπτονταν από τις πρόνοιες του τεκμηρίου 1 τότε δικαιούνται σε πληρωμή του ποσού που έχουν ήδη δηλώσει οι δικηγόροι ότι συμφωνούν”.

[*445]Δήλωσαν επίσης πως δεν θα προσήγαγαν οποιαδήποτε προφορική μαρτυρία και το αποδεικτικό υλικό περιορίστηκε σε όσα έγγραφα κατέθεσαν εκ συμφώνου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με εκτεταμένη αναφορά σε αριθμό αγγλικών υποθέσεων, επεκρότησε ως ορθή τη δήλωση των διαδίκων. Αυτά δεν άπτονται του ζητήματος που εγείρεται και δεν θα μας απασχολήσουν. Οι λόγοι της έφεσης αναφέρονται στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την εμβέλεια της γραπτής σύμβασης. Συγκεκριμένα, στην απόφαση του για απόρριψη της αγωγής, αφού όπως έκρινε, η γραπτή σύμβαση πράγματι κάλυπτε και το έργο της σύνδεσης των εγγράφων.

Κατά τους εφεσείοντες η κατάληξη θα έπρεπε να ήταν διαφορετική ενόψει του περιεχομένου της γραπτής σύμβασης και των άλλων εγγράφων που παρουσιάστηκαν. Κυρίως της επιστολής ημερομηνίας 29 Μαρτίου 1990 την οποία εσφαλμένα, όπως εισηγούνται, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιοποίησε κατά την ερμηνευτική του προσπάθεια. Κατά τους εφεσίβλητους η επιστολή αυτή ήταν στοιχείο εντελώς εξωγενές αφού σε καμιά περίπτωση δεν θα ήταν επιτρεπτό να αναζητηθεί η πρόθεση των συμβαλλομένων με γνώμονα δηλώσεις ή ενέργειές τους, μεταγενέστερες του χρόνου σύναψης της σύμβασης.

Η θέση των εφεσιβλήτων βρίσκει έρεισμα στις υποθέσεις James Miller v. Whitworth Estates [1970] 1 All E.R. p. 796 και Schuler A.G. v. Wickman Ltd [1973] 2 All E.R. p. 39 που επικαλέστηκαν. Όπως χαρακτηριστικά επισημάνθηκε από το Λόρδο Reid στην πρώτη από τις πιο πάνω υποθέσεις, αν ήταν επιτρεπτό να χρησιμοποιηθούν μεταγενέστερες δηλώσεις ή ενέργειες συμβαλλομένων ως ερμηνευτικό βοήθημα σύμβασης που ήδη συνήψαν, θα ήταν πιθανό να καταλήγαμε στο αποτέλεσμα να εννοούσε ένα πράγμα η σύμβαση κατά τον χρόνο της υπογραφής της και, λόγω μεταγενέστερου γεγονότος, διαφορετικό, ένα μήνα ή ένα χρόνο αργότερα.

Μας φαίνεται, όμως, πως ως θέμα τάξης αυτό το επιχείρημα των εφεσειόντων πρέπει να απορριφθεί ενόψει της βάσης της αγωγής όπως την καθόρισε η έκθεση απαιτήσεως και της κοινής δήλωσης των διαδίκων που παραθέσαμε. Με την οποία προσδιορίστηκε δεσμευτικά το επίδικο ζήτημα. (Βλ. Παφίτης και Άλλοι v. Κουκουρή και Άλλων (1992) 1 Α.Α.Δ. 1154, Chr. Petrides Tradelinks Ltd v. Παντελή Κυριάκου και Υιοί Λτδ, Πολ. Eφ. Αρ. 8825 - 26.4.96). Σε καμιά περίπτωση δεν προτάθηκε η επιστολή της 29.3.90 ως ερμηνευτικό βοήθημα της γραπτής σύμβασης.  Δεν στηριζόταν η [*446]αξίωση των εφεσειόντων στη γραπτή σύμβαση. Στηριζόταν σε μεταγενέστερη συμφωνία όπως την επιμαρτυρεί η επιστολή της 29 Μαρτίου 1990.  Το ζήτημα της έννοιας της γραπτής σύμβασης ήλθε στην επιφάνεια επειδή προέκυψε ως διαφορά το κατά πόσο κάλυπτε και το αντικείμενο της επιστολής. Εάν επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί η επιστολή, ως εκ των  αναγνωρίσεων που εμπεριείχε, ως δηλωτική της εμβέλειας της γραπτής σύμβασης, θα αντιστρέφαμε τους όρους.  Θα την μεταλλάσσαμε από ανεξάρτητη συμφωνία - έρεισμα της αξίωσης των εφεσειόντων - σε προτεινόμενο ερμηνευτικό βοήθημα της γραπτής σύμβασης την οποία ουδέποτε οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν ως τη βάση της αξίωσής τους.  Και ενώ το αντικείμενο της συζήτησης ήταν αν η νέα συμφωνία είχε αντιπαροχή, ώστε να δικαιωθούν πάνω σ’ αυτή τη βάση οι εφεσείοντες, θα οδηγούμαστε σε απόφαση υπέρ των εφεσειόντων επειδή προκύπτει από την επιστολή πως η γραπτή συμφωνία δεν καλύπτει και τη σύνδεση των εγγράφων. Πράγμα, όμως, που καθορίστηκε από τους διαδίκους ως το ζητούμενο.  Θεωρούμε, συνεπώς, πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αναζήτησε την έννοια της γραπτής συμφωνίας με γνώμονα το περιεχόμενο των εγγράφων που τη συνέθεταν, και τίποτε άλλο.

Αναφέρεται στα έγγραφα αυτά, πως οι εφεσείοντες θα παρείχαν όλα τα αναγκαία υλικά για τη συλλογή και σύνδεση των εγγράφων της Διάσκεψης και ήταν η εισήγησή τους πως ήταν σ’ αυτή την παροχή που εξαντλούνταν οι σχετικές υποχρεώσεις τους. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Είναι ορθή η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως στην έννοια της “αναπαραγωγής” των εγγράφων της Διάσκεψης περιλαμβανόταν και η συλλογή και σύνδεση των φωτοτυπιών (μέχρι τον καθορισθέντα αριθμό).  Μόνο έτσι θα “αναπαράγονταν” πράγματι τα έγγραφα και η πρόσθετη αναφορά στα υλικά για τη συλλογή και σύνδεση αποσκοπούσε όχι στον αποκλεισμό κάποιας εργασίας που από το σύνολο της σύμβασης τους βάρυνε αλλά στη ρύθμιση και του ζητήματος των υλικών που θα απαιτούνταν γι’ αυτή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο