Joannou & Paraskevaides Ltd και Άλλοι ν. S. Ch. Jeropoulos & Co Ltd και Άλλων (1997) 1 ΑΑΔ 451

(1997) 1 ΑΑΔ 451

[*451]22 Aπριλίου, 1997

[ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]

JOANNOU & PARASKEVAIDES LTD ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Eφεσείοντες,

v.

S. CH. JEROPOULOS & CO. LTD ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Eφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 8681).

 

Ναυτοδικείο — Μεταφορά εμπορευμάτων — Φορτωτική — Τι είναι φορτωτική — Πότε η φορτωτική συνιστά την πραγματική συμφωνία μεταξύ των μερών — Τι είναι η φορτωτική μεικτής μεταφοράς (through bill of lading) και ποία η νομική της φύση — Πως διακρίνεται η φορτωτική μεικτής μεταφοράς από τη συνήθη φορτωτική, που δεν καλύπτει ολόκληρη τη μεταφορά των εμπορευμάτων, αλλά σύμφωνα με την οποία ο αρχικός μεταφορέας ενεργώντας ως αντιπρόσωπος προωθεί τα αγαθά στον τελικό τους προορισμό.

Ναυτοδικείο — Σπονδυλωτή μεταφορά εμπορευμάτων — Φορτωτική μεικτής μεταφοράς — Μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία πολύπλοκης κατάστασης λόγω της δυνατότητας ερμηνείας της με πολλούς τρόπους.

Ναυτοδικείο — Μεταφορά εμπορευμάτων — Αποζημιώσεις για απώλεια εμπορευμάτων — Φορτωτική — Εσφαλμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει ότι η φορτωτική συνιστούσε τη σύμβαση μεταφοράς — Διαταγή για επανεκδίκαση.

Η ενάγουσα 3, εταιρεία εγγεγραμμένη στη Δυτική Γερμανία, ανέλαβε την εκτέλεση κάποιου έργου στη Βαγδάτη.  Η ενάγουσα 2 ανέλαβε την ανέγερση συγκροτήματος με προκατασκευασμένα μέρη, στο οποίο θα διέμεναν οι εργοδοτούμενοι της ενάγουσας 3. Τα προκατασκευασμένα μέρη θα κατασκεύαζε η ενάγουσα 1, αδελφή εταιρεία της ενάγουσας 2. Η ενάγουσα 1 απέστειλε τα υλικά συσκευασμένα σε εννιά εμπορευματοκιβώτια με τη διευθέτηση C.I.F.  Συμφωνήθηκε όπως το 60% του τιμήματος που θα κατέβαλλε η ενάγουσα 3 προς την ενά[*452]γουσα 2, θα καταβαλλόταν κατά την παρουσίαση φορτωτικής μεικτής μεταφοράς για ολόκληρο το ταξίδι διά θαλάσσης και ξηράς.

Η εναγόμενη 1, εταιρεία που διεξήγαγε εργασίες πρακτορείου μεταφορών, ανέλαβε να τακτοποιήσει το θέμα της μεταφοράς των εννέα εμπορευματοκιβωτίων. Η εναγόμενη 1 εξέδωσε την επίδικη φορτωτική (τεκμήριο 5), που κάλυπτε ολόκληρη τη διαδρομή από τη Λάρνακα μέχρι τον τελικό προορισμό.  Η εναγόμενη 2, γερμανική εταιρεία χερσαίων μεταφορών, ενεργούσε μέσω συνεργατών της στη Μερσίνα.  Τα εμπορευματοκιβώτια έφτασαν στη Μερσίνα και παραδόθηκαν στην εναγόμενη 2 για μεταφορά διά ξηράς μέχρι τον τελικό προορισμό.

Από τα εννέα εμπορευματοκιβώτια, μόνο πέντε έφθασαν στον προορισμό τους. Οι ενάγουσες αξίωναν με την αγωγή τους, αποζημιώσεις ύψους 60.271 Δολλαρίων Η.Π.Α. για την αξία των μη παραλειφθέντων υλικών καθώς και αποζημιώσεις για διάφορα έξοδα που δεν εξειδικεύονταν, ύψους 6.027 Δ. Η.Π.Α. και αποζημιώσεις για αποθηκευτικά και τέλη πληρωτέα στις Ιρακινές αρχές ύψους 60.000 Δολλαρίων Η.Π.Α.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η φορτωτική αποτελούσε τη σύμβαση μεταφοράς και απέρριψε την αγωγή, καταλήγοντας ότι καμιά από τις εναγόμενες εταιρείες δεν επείχε ευθύνη.  Τα τεκμήρια 2-4 - τηλέτυπα και άλλα έγγραφα που είχαν ανταλλαγεί - δεν λήφθηκαν καθόλου υπ’ όψιν.

Στην έφεση, οι εφεσείουσες, ισχυρίστηκαν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η φορτωτική που εξέδωσαν οι εναγόμενοι 1, αποτελούσε τη σύμβαση μεταφοράς, με αποτέλεσμα να παραλείψει να εξετάσει και αξιολογήσει τα ενώπιόν του γεγονότα που προηγήθηκαν της έκδοσης της φορτωτικής, για να διαπιστώσει την πραγματική συμφωνία μεταφοράς.

Η έκβαση της έφεσης εξαρτήθηκε από το κατά πόσο η φορτωτική αποτελούσε δεσμευτική συμφωνία μεταξύ του φορτωτή και του πλοιοκτήτη ή μόνο μαρτυρία για απόδειξη του περιεχομένου της σύμβασης, με αποτέλεσμα να μπορεί να αμφισβητηθεί, τροποποιηθεί ή μεταβληθεί με άλλη μαρτυρία με τελικό σκοπό την κατάληξη στην πραγματική συμφωνία μεταξύ των μερών.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η φορτωτική είναι έγγραφο που υπογράφεται από τον πλοιοκτήτη ή τον αντιπρόσωπό του, με το οποίο αναγνωρίζεται η φόρτωση [*453]των αγαθών επί του συγκεκριμένου σκάφους το οποίο θα φτάσει σε συγκεκριμένο προορισμό. Το έγγραφο αυτό καθορίζει τους όρους μεταφοράς των αγαθών που έχουν παραληφθεί.  Η σύμβαση μεταφοράς αποτελεί τη συμφωνία, ενώ η φορτωτική συνιστά την απόδειξη παραλαβής των αγαθών στην οποία αναφέρονται και οι όροι, σύμφωνα με τους οποίους θα πραγματοποιηθεί η μεταφορά.

2.  Το ερώτημα αν η φορτωτική περιέχει ή όχι την πραγματική συμφωνία μεταξύ των μερών, εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης.

3.  Μόνο όταν δεν έχει συναφθεί προηγούμενη συμφωνία με τους πλοιοκτήτες, η φορτωτική μπορεί να υπογραφεί από τον πλοίαρχο σαν σύμβαση.

4.  Η φορτωτική που χρησιμοποίησαν οι διάδικοι, στην παρούσα υπόθεση, χρησιμοποιείται συνήθως σε σπονδυλωτές μεταφορές.  Η φορτωτική αυτή είναι γνωστή ως “φορτωτική μεικτής μεταφοράς” (through bill of lading).  Η φορτωτική αυτή θα πρέπει να διαφοροποιηθεί και από τη φορτωτική συνήθους τύπου που δεν καλύπτει όμως ολόκληρη τη μεταφορά, αλλά σύμφωνα με την οποία ο αρχικός μεταφορέας, ενεργώντας ως αντιπρόσωπος, αναλαμβάνει να προωθήσει τα αγαθά στον τελικό τους προορισμό.

5.  Στην περίπτωση σύμβασης για σπονδυλωτή μεταφορά, εκτός όπου η σύμβαση περιορίζει ρητά την ευθύνη του μεταφορέα στο δικό του μέρος του ταξιδιού, ο πρώτος μεταφορέας με τον οποίο έχει συναφθεί η σύμβαση, δυνατό να είναι υπεύθυνος για αθέτηση της σύμβασης ακόμα και μετά που τα αγαθά θα έχουν φύγει από τα χέρια του.  Αλλά και ο μεταφορέας, στην κατοχή του οποίου ήταν τα εμπορεύματα κατά την αθέτηση, ευθύνεται επίσης αν η σύμβαση είχε συναφθεί για δική του ωφέλεια και ύστερα από δική του εξουσιοδότηση.

6.  Αν το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντιμετώπιζε ορθά την όλη υπόθεση, και δεν θεωρούσε ότι η φορτωτική συνιστούσε τη σύμβαση μεταφοράς, δεν θα αγνοούσε όλη την υπόλοιπη μαρτυρία και ενδεχομένως θα κατέληγε σε διαφορετικά συμπεράσματα για τις σχέσεις μεταξύ των διαδίκων.  Η λανθασμένη αυτή αντιμετώπιση, μετέβαλε τη βάση επί της οποίας θα έπρεπε να εξεταστεί η σχέση μεταξύ των διαφόρων εναγόντων και εναγομένων.  Ως εκ τούτου η μόνη διέξοδος για κατάληξη σε ασφαλή συμπεράσματα αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, είναι η επανεκδίκαση της υπόθεσης.

[*454]         Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Tα έξοδα κατ’ έφεση να βαρύνουν τους εφεσίβλητους.  Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα.

H έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε επανεκδίκαση.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Crooks v. Allan [1879] 5 Q.B.D. 38,

Runquist v. Ditchell [1800] 2 Camp. 556,

Phillips v. Edwards [1858] 3 H. & N. 813,

Sanderson v. Busher [1814] 4 Camp. 54,

Fraser v. Telegraph Constructions Co. [1872] L.R. 7 Q.B. 566,

Chartered Bank v. Netherlands India S.N. Co. [1883] 10 Q.B.D. 521,

Glyn v. East and West India Dock Co. [1882] 7 App. Cas. 591,

Sewell v. Burdick [1884] 10 App. Cas. 74,

The Ardennes [1951] 1 K.B. 55,

Leduc v. Ward [1888] 20 Q.B.D. 475,

Hooper v. L. & N.W. Ry. [1880]  50 L.J.Q.B. 103,

Scruttons v. Midland Silicones [1961] 2 Lloyd’s Rep. 365,

Muschamp v. Lancaster and Preston Ry. [1841] 8 M. & W. 421,

Zunz v. S.E. Ry. [1869] L.R. 4 Q.B. 539.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Nικολάου, Π.E.Δ. και Παναγή, E.Δ.) που δόθηκε στις 28 Φεβρουαρίου, 1992 (Aρ. Aγωγής 3010/83), με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή των εναγόντων για αποζημιώσεις σχετικά με την αξία των εμπορευματοκιβωτίων που δεν παραδόθηκαν.

Α. Χαβιαράς, για τους Εφεσείοντες.

S. McBride με Γ. Χριστοδούλου, για τους Εφεσίβλητους 1 και 3.

Χρ. Μιτσίδης με Πρ. Μιχαήλ (κα), για τους Εφεσίβλητους 2.

Cur. adv. vult.

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα υπόθεση προέκυψε μέσα από μια πολύπλοκη σχέση μεταξύ των διάφορων εναγόντων και εναγομένων και από μια όχι συνηθισμένη σύμβαση μεταφοράς. Σε συντομία τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Η ενάγουσα 3 που ήταν εταιρεία εγγεγραμμένη στην τότε Δυτική Γερμανία ανέλαβε την εκτέλεση κάποιου έργου στη Βαγδάτη. Για να καταστεί δυνατή η εκτέλεση του έργου απαιτείτο η κατασκευή συγκροτήματος στο οποίο θα διέμεναν και εργάζονταν οι εργοδοτούμενοί της. Την ανέγερση του συγκροτήματος με προκατασκευασμένα μέρη ανέλαβε η ενάγουσα 2. Τα προκατασκευασμένα μέρη θα κατασκεύαζε η ενάγουσα 1, Κυπριακή εταιρεία, αδελφή εταιρεία της ενάγουσας 2. Η συμφωνία προνοούσε ότι η ενάγουσα 2 θα παρέδιδε στο εργοτάξιο της ενάγουσας 3 τα προκατασκευασμένα μέρη του κτιριακού συγκροτήματος τα οποία θα απέστελλε με τη διευθέτηση γνωστή ως C.I.F. Για το τίμημα που θα κατέβαλλε η ενάγουσα 3 προς την ενάγουσα 2 διαλαμβανόταν ότι το 60% θα καταβαλλόταν κατά την παρουσίαση φορτωτικής μεικτής μεταφοράς* για ολόκληρο το ταξίδι διά θαλάσσης και ξηράς. Η ενάγουσα 1 απέστειλε τα υλικά συσκευασμένα σε εννιά εμπορευματοκιβώτια, πέντε από τα οποία έφτασαν στον προορισμό τους και παραλήφθηκαν από την ενάγουσα 3, ενώ τα υπόλοιπα τέσσερα τελικά δεν παραδόθηκαν.  Η αγωγή αφορούσε αποζημιώσεις για την αξία των τεσσάρων εμπορευματοκιβωτίων που δεν παραδόθηκαν. Συγκεκριμένα οι ενάγουσες αξιώνουν αποζημιώσεις για την αξία των μη παραληφθέντων υλικών ύψους 60,271 Δολλαρίων Η.Π.Α., αποζημιώσεις για διάφορα έξοδα που δεν εξειδικεύονται ύψους 6,027 Δολλαρίων Η.Π.Α. και τέλος αποζημιώσεις για αποθηκευτικά και τέλη πληρωτέα στις ιρακινές αρχές ύψους 60,000 Δολλαρίων Η.Π.Α.

Η εναγόμενη 1 είναι εταιρεία που διεξήγαγε εργασίες πρακτορείου μεταφορών με την οποία επικοινώνησε η ενάγουσα 1 και η οποία ανέλαβε να τακτοποιήσει το θέμα της μεταφοράς. Η εναγόμενη 1 εξέδωσε και την επίδικη φορτωτική (τεκμήριο 5) που κάλυπτε ολόκληρη τη διαδρομή από τη Λάρνακα μέχρι τον τελικό προορισμό. Η εναγόμενη 2 είναι Γερμανική εταιρεία η οποία ασχολείτο με μεταφορές διά ξηράς και ενεργούσε μέσω συνεργατών της στη Μερσίνα. Τα εμπορευματοκιβώτια έφτασαν στη Μερσίνα και παραδόθηκαν στην εναγόμενη 2 για μεταφορά διά ξηράς μέχρι τον τελικό προορισμό.

Η εναγόμενη 1 απέρριψε τις θέσεις των εναγουσών σε σχέση με την ευθύνη που της αποδίδεται. Υποστήριξε ότι η ίδια δεν ευθύνεται γιατί ενεργούσε μόνο ως αντιπρόσωπος της εναγόμενης 3, ενώ η εναγόμενη 2 δεν φέρει ευθύνη γιατί δεν ήταν σαν αποτέλεσμα μεταξύ τους νομικής σχέσης που η εναγόμενη 2 ανέλαβε τη διά ξηράς μεταφορά. Η υπεράσπιση της εναγόμενης 1 είναι παρόμοια με την υπεράσπιση της εναγόμενης 3. Προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ανέθεσε την διά ξηράς μεταφορά των υλικών στην εναγόμενη 2 ενεργώντας η ίδια για λογαριασμό της ενάγουσας 1, επικαλούμενη προς τούτο τους όρους της φορτωτικής. Η εναγόμενη 2 ισχυρίζεται ότι ενεργούσε ως ανεξάρτητος μεταφορέας που διορίστηκε από την εναγόμενη 3 που ενεργούσε ως πράκτορας αποστολών* για λογαριασμό της ενάγουσας 1.  Η εναγόμενη 3 αρνείται ότι είχε οποιαδήποτε συμβατική σχέση με τις ενάγουσες. Παραδέχεται τους ισχυρισμούς ότι ήταν ανεξάρτητος μεταφορέας, αλλά ισχυρίζεται ότι ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της εναγόμενης 1 και/ή της εναγόμενης 3 και συνεπώς δεν είχε ευθύνη προς τις ενάγουσες.

Το πρωτόδικο δικαστήριο με μια προσεκτική και πολυσέλιδη απόφαση κατέληξε ότι από τη φορτωτική που αποτελούσε τη σύμβαση μεταφοράς συνάγεται η έλλειψη νομικής σχέσης τέτοιας που να επιδρά στα επίδικα θέματα.  Συνοπτικά το Δικαστήριο δέκτηκε ότι η μόνη συμφωνία που είχε συναφθεί ήταν η συμφωνία μεταξύ της ενάγουσας 1 και της εναγομένης 3, δηλαδή η φορτωτική τεκμήριο 5. Περαιτέρω δέκτηκε ότι η εναγόμενη 1 ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της εναγόμενης 3. Το Δικαστήριο απορρίπτοντας τη θέση των εναγόντων ότι η σύμβαση μεταφοράς ήταν άλλη από τη φορτωτική, απέρριψε και δεν έλαβε καθόλου υπ’ όψη σειρά τεκ[*457]μηρίων, όπως τηλέτυπα και άλλα έγγραφα που είχαν ανταλλαγεί, όπως για παράδειγμα, τα τεκμήρια 2 και 4.

Οι ενάγουσες είχαν εισηγηθεί ότι οι εναγόμενες είχαν υποχρέωση να παραδώσουν τα υλικά στον τελικό τους προορισμό έχοντας έτσι υποχρέωση να δείξουν και τους λόγους παράλειψης εκπλήρωσης της συμβατικής τους υποχρέωσης.  Το πρωτόδικο δικαστήριο με μια σειρά συλλογισμών που βασίζονταν στο βασικό συμπέρασμα ότι η φορτωτική αποτελούσε τη σύμβαση μεταφοράς απέρριψε την αγωγή, αφού κατέληξε ότι καμιά από τις εναγόμενες εταιρείες δεν επείχε ευθύνη.

Η θέση των εναγουσών/εφεσειουσών είναι ότι η συμφωνία μεταφοράς ήταν μερικώς προφορική και μερικώς γραπτή, ενώ τόσο η φορτωτική τεκμήριο 5, όσο και τα τεκμήρια 2-4, αποτελούσαν μέρος της συμφωνίας. Υποστηρίκτηκε ενώπιόν μας ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου που απέκλεισε τα τεκμήρια 2, 3 και 4 από του να ληφθούν υπ’ όψη ως μέρος της συμφωνίας ήταν λανθασμένη.

Υποστηρίκτηκε επίσης ότι στη συγκεκριμένη φορτωτική, στο μέρος που είναι έντυπο, περιέχεται όρος σύμφωνα με τον οποίο αν θα υπάρξει περαιτέρω διαδρομή πέραν του λιμένος διά ξηράς, ο πλοιοκτήτης ενεργεί ως ναυτιλιακός αντιπρόσωπος. Από την άλλη στην ίδια φορτωτική ο πλοιοκτήτης αναλάμβανε εξ αρχής τη μεταφορά συμφωνώντας να τη διεκπεραιώσει μέχρι τέλους του ταξιδίου, δηλαδή μέχρι τη Βαγδάτη. Από τη σύγκρουση των δύο όρων προκύπτει μία σειρά επιχειρημάτων (βλ. Carver on Carriage by Sea, 12η Έκδοση, Τόμος 1, παραγρ. 525 και 528).

Ο πρώτος λόγος έφεσης που αναπτύχθηκε ενώπιόν μας ήταν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η φορτωτική που εξέδωσαν οι εναγόμενοι 1 αποτελούσε τη σύμβαση μεταφοράς, με αποτέλεσμα το δικαστήριο να παραλείψει να εξετάσει και αξιολογήσει τη μαρτυρία και τα λοιπά ενώπιόν του γεγονότα που προηγήθηκαν της έκδοσης της φορτωτικής για να διαπιστώσει την πραγματική συμφωνία μεταφοράς. Έτσι αφού το δικαστήριο δεν έλαβε υπ’ όψη την πραγματική συμφωνία μεταξύ των μερών, απέτυχε να αξιολογήσει και ρυθμίσει σωστά τις πραγματικές σχέσεις μεταξύ των διαδίκων.

Το ερώτημα κατά πόσο η φορτωτική αποτελεί δεσμευτική συμφωνία μεταξύ του φορτωτή και του πλοιοκτήτη ή μόνο μαρτυρία για απόδειξη του περιεχόμενου της σύμβασης, με αποτέλεσμα να [*458]μπορεί να αμφισβητηθεί, τροποποιηθεί ή μεταβληθεί με προφορική ή άλλη μαρτυρία με τελικό σκοπό την κατάληξη στην πραγματική συμφωνία μεταξύ των μερών, συζητήθηκε επανειλημμένα (Carver on Carriage by Sea, 13η Έκδοση, Τόμος 1, παραγρ. 84).

O επιφανής Δικαστής Lush J. στην υπόθεση Crooks v. Allan [1879] 5 Q.B.D. 38, 40, παραθέτει τη γνώμη του:

“A bill of lading is not the contract, but only the evidence of the contract; and it does not follow that a person who accepts the bill of lading which the shipowner hands him necessarily, and without regard to circumstances, binds himself to abide by all its stipulations. If a shipper of goods is not aware when he ships them, or is not informed in the course of the shipment, that the bill of lading which will be tendered to him will contain such a clause, he has a right to suppose that his goods are received on the usual terms, and to require a bill of lading which shall express those terms.”

(Bλέπε επίσης Runquist v. Ditchell [1800] 2 Camp. 556 και Phillips v. Edwards [1858] 3 H. & N. 813, υποθέσεις τις οποίες άνκαι ασαφείς επί του συγκεκριμένου σημείου φαίνεται να ευνοούν τη θέση ότι η φορτωτική δεν αποτελεί αναμφισβήτητη απόδειξη της ύπαρξης της σύμβασης.  Βλέπε περαιτέρω την απόφαση του Δικαστή Gibbs C.J. στην υπόθεση Sanderson v. Busher [1814] 4 Camp. 54).

Από την άλλη υποστηρίχθηκε η θέση ότι στις υποθέσεις όπου o φορτωτής αποδέχεται τη φορτωτική χωρίς διαμαρτυρία, είναι δύσκολο να υποστηρικτεί ότι το συγκεκριμένο έγγραφο μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι κάτι διαφορετικό από ό,τι παρουσιάζεται να είναι (βλ.The Bills of Lading Act του 1855 και Fraser v. Telegraph Constructions Co. [1872] L.R. 7 Q.B. 566, Chartered Bank v. Netherlands India S.N. Co. [1883] 10 Q.B.D. 521, Glyn v. East and West India Dock Co. [1882] 7 App. Cas. 591, 596).  Όμως στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων και συγκεκριμένα του Λόρδου Bramwell στην υπόθεση Sewell v. Burdick [1884] 10 App.Cas. 74 αναφέρεται:

“The Bills of Lading Act 1855, s.1] speaks of the contract contained in the bill of lading. To my mind there is no contract in it. It is a receipt for goods, stating the terms on which they were delivered to and received by the ship, and therefore excellent evidence of those terms, but it is not a contract. That has been made before the bill of lading was given.”

[*459]Τέλος στην υπόθεση Τhe Ardennes [1951] 1 K.B. 55, ο Λόρδος Goddard αναφέρει:

“It is, I think, well settled that a bill of lading is not in itself the contract between the shipowner and the shipper of goods, though it has been said to be excellent evidence of its terms: Sewell v. Burdick, per Lord Bramwell and Crooks v. Allan.  The contract has come into existence before the bill of lading is signed; the latter is signed by one party only, and handed by him to the shipper usually after the goods have been put on board.....[The shipper] is no party to the preparation of the bill of lading, nor does he sign it.”

Kάτι που συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι η φορτωτική δεν αποτελεί τη σύμβαση μεταφοράς είναι και το γεγονός ότι πριν από τη ψήφιση του Νόμου The Bills of Lading Act του 1855 η σύμβαση μεταφοράς δεν μεταβιβαζόταν με τη μεταβίβαση της φορτωτικής ή με τη μεταβίβαση της κυριότητας των αγαθών (βλ. Carver Carriage by Sea, 12η Έκδοση, Τόμος 1, παραγρ. 64).

Mπορεί με ασφάλεια να λεχθεί ότι καταλήγουμε στην αρχή ότι εξαρτάται από τα γεγονότα κάθε υπόθεσης κατά πόσο η φορτωτική περιέχει ή όχι την πραγματική συμφωνία μεταξύ των μερών.  Κάθε φορά που αποφασίστηκε ότι η φορτωτική συνιστά τη συμφωνία, αυτό έγινε είτε λόγω του άρθρου 1 του Νόμου The Bills of Lading Act του 1855 (όπως στην υπόθεση Leduc v. Ward [1888] 20 Q.B.D. 475), ή γιατί οι διάδικοι συμφώνησαν ότι έτσι είχαν τα πράγματα. Όταν ο πλοιοκτήτης υπογράφει τη φορτωτική (όπως στην υπόθεση Fraser v. Telegraph Construction Co. [1872] L.R. 7 Q.B. 566) και ο φορτωτής την αποδέχεται, το συμπέρασμα ότι η φορτωτική περιέχει τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας δυνατόν να είναι ακαταμάχητο. Aλλά όπου, ως συνήθως, η φορτωτική υπογράφεται από τον πλοίαρχο ο οποίος δεν έχει εξουσιοδότηση να μεταβάλει τους όρους της σύμβασης που ήδη έχει συναφθεί μεταξύ του πλοιοκτήτη και του φορτωτή, εξυπακούεται ότι οι όροι της φορτωτικής δεν μπορούν να είναι αναμφισβήτητη απόδειξη των όρων της συμφωνίας αυτής. Μόνο όταν δεν έχει συναφθεί προηγούμενη συμφωνία από τους πλοιοκτήτες η φορτωτική μπορεί να υπογραφεί από τον πλοίαρχο σαν σύμβαση (βλ. Carver on Carriage by Sea, 13η έκδοση, Τόμος 1, παραγρ. 89).

Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι η φορτωτική είναι έγγραφο που υπογράφεται από τον πλοιοκτήτη ή τον αντιπρόσωπό του, με το οποίο αναγνωρίζεται ότι τα αγαθά έχουν φορτωθεί επί [*460]του συγκεκριμένου σκάφους το οποίο θα φτάσει σε συγκεκριμένο προορισμό και το οποίο έγγραφο καθορίζει τους όρους με τους οποίους θα μεταφερθούν τα αγαθά που έχουν παραληφθεί (βλ. Sewell v. Burdick [1884] 10 App. Cas. 74, 105. Βλέπε επίσης Scrutton on Charterparties, 18η Έκδοση, σελ.2). Η σύμβαση μεταφοράς αποτελεί τη συμφωνία, ενώ η φορτωτική συνιστά την απόδειξη παραλαβής των αγαθών στην οποία αναφέρονται και οι όροι σύμφωνα με τους οποίους θα πραγματοποιηθεί η μεταφορά.

Στην παρούσα υπόθεση οι διάδικοι χρησιμοποίησαν ένα τύπο φορτωτικής που συνήθως χρησιμοποιείται σε σπονδυλωτές μεταφορές. Η φορτωτική αυτή που σήμερα αποτελεί κοινή πρακτική είναι γνωστή ως “through bill of lading”, όρο που νομίζουμε αποδίδεται στα Ελληνικά ως “φορτωτική μεικτής μεταφοράς”.

Η φορτωτική αυτή θα πρέπει να διαφοροποιηθεί και από τη φορτωτική συνήθους τύπου που δεν καλύπτει όμως ολόκληρη τη μεταφορά, αλλά σύμφωνα με την οποία ο αρχικός μεταφορέας ενεργώντας ως αντιπρόσωπος αναλαμβάνει να προωθήσει τα αγαθά στον τελικό τους προορισμό. Με τη φορτωτική μεικτής μεταφοράς το ταξίδι μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε εξ ολοκλήρου είτε εν μέρει οδικώς ή εν μέρει δια θαλάσσης και εν μέρει οδικώς ή ακόμα να χρησιμοποιηθούν προς ολοκλήρωση της θαλάσσιας μεταφοράς περισσότερα του ενός πλοία. Όταν σύμβαση για σπονδυλωτή μεταφορά γίνεται μεταξύ του μεταφορέα και του φορτωτή, εκτός όπου η σύμβαση ρητά περιορίζει την ευθύνη του μεταφορέα στο δικό του μέρος του ταξιδίου, ο μεταφορέας ευθύνεται για την πλήρη εκτέλεση  της σύμβασης, παρ’ όλον ότι μπορεί να υπήρχε πρόθεση όπως μέρος της μεταφοράς θα πραγματοποιείτο από άλλους. Εκτός αν υπάρχει ένας τέτοιος περιορισμός, ο πρώτος μεταφορέας με τον οποίο έχει συναφθεί η σύμβαση, δυνατόν να είναι υπεύθυνος για αθέτηση της σύμβασης ακόμα και μετά που τα αγαθά θα έχουν φύγει από τα χέρια του.  Αλλά ο μεταφορέας στην κατοχή του οποίου ήταν τα εμπορεύματα όταν υλοποιήθηκε η αθέτηση, επίσης γενικά ευθύνεται συμβατικά αν η σύμβαση είχε συναφθεί για δική του ωφέλεια και ύστερα από δική του εξουσιοδότηση (Hooper v. L. & N.W. Ry. [1880] 50 L.J.Q.B. 103).

Η ευθύνη του μεταφορέα που συμμετέχει στην εκτέλεση μιας σύνθετης σύμβασης μεταφοράς και με βάση την οποία ο ιδιοκτήτης των αγαθών μπορεί να εγείρει αγωγή εναντίον του, εδράζεται σε σχέση παρακαταθήκης (βλ. την απόφαση του Λόρδου Denning στην υπόθεση Scruttons v. Midland Silicones [1961] 2 Lloyd’s Rep. 365, 383).

[*461]Οι φορτωτικές μεικτής μεταφοράς μπορεί να πάρουν διάφορες μορφές. Ο πρώτος πλοιοκτήτης δυνατόν να υπογράψει φορτωτική μεικτής μεταφοράς αναλαμβάνοντας να μεταφέρει μαζί με άλλους μεταφορείς τα αγαθά στον τελικό τους προορισμό. Στην περίπτωση αυτή ο πλοιοκτήτης υπογράφει ως αντιπρόσωπος για λογαριασμό των άλλων μεταφορέων, που δυνατόν να κατονομάζονται ή να μην κατονομάζονται στη φορτωτική, καθιστώντας προφανές ότι υπογράφει ως αντιπρόσωπος των άλλων μεταφορέων κεχωρισμένως και όχι αλληλεγγύως. Άλλη μορφή έχουμε όταν ο πλοιοκτήτης παραλαμβάνοντας τα αγαθά αναλαμβάνει να τα μεταφέρει στο λιμένα μεταφόρτωσής τους κανονίζοντας εκεί την προώθηση των αγαθών στον τελικό τους προορισμό. Αυτό ο πλοιοκτήτης συνήθως συμφωνεί να πράξει όχι ως μεταφορέας, αλλά ως αντιπρόσωπος του φορτωτή και χωρίς να αναλαμβάνει οποιαδήποτε ευθύνη. Η μόνη υποχρέωση που σ’ αυτή την περίπτωση αναλαμβάνει ο πλοιοκτήτης είναι να φροντίσει να περιληφθεί στη δεύτερη σύμβαση μεταφοράς όρος που να προνοεί ότι η παράδοση στον τελικό προορισμό θα γίνει μόνο με την παρουσίαση της αρχικής φορτωτικής. Στην περίπτωση αυτή ο πλοιοκτήτης δεν δεσμεύεται να συμβληθεί με τους μετέπειτα μεταφορείς με συγκεκριμένους όρους (βλ. σχετικά Sassoon on C.I.F. and F.O.B. Contracts, 2η Έκδοση, παραγρ. 104).

Οι φορτωτικές μεικτής μεταφοράς μπορεί θεωρητικά να υπόκεινται σε διάφορες νομικές ατέλειες. Δυνατό για παράδειγμα να δημιουργηθούν ερωτήματα ως προς τη φύση της αντιπροσώπευσης των άλλων μεταφορέων από τον πρώτο πλοιοκτήτη. Αμφισβητείται επίσης κατά πόσο η φορτωτική μεικτής μεταφοράς ρυθμίζεται από το Νόμο The Bills of Lading Act του 1855 (βλ. το άρθρο του H. D. Bateson στο Law Quarterly Review (1889) Vol. V. σελ.424).

Θα πρέπει να γίνει διαφοροποίηση μεταξύ των φορτωτικών μεικτής μεταφοράς και των φορτωτικών που δεν καλύπτουν ολόκληρη τη διαδρομή, αλλά σύμφωνα με τις οποίες ο αρχικός μεταφορέας, ενεργώντας ως πράκτορας αποστολών προωθεί τα αγαθά στον τελικό τους προορισμό (βλ Carver on Carriage by Sea, 12η Έκδοση, Τόμος 1, παραγρ. 200). Όταν σύμβαση για σύνθετη μεταφορά συνάπτεται με μεταφορέα ή υπεργολάβο αυτός είναι υπεύθυνος για την πλήρη εκτέλεση της σύμβασης, παρ’  όλο ότι μπορεί να υπάρχει πρόθεση ότι μέρος της μεταφοράς θα γίνει από άλλους (Muschamp v. Lancaster and Preston Ry. [1841] 8 M. & W. 421), εκτός αν, όπως είναι συνήθως η περίπτωση, η σύμβαση ρητά περιορίζει την ευθύνη του στο δικό του μέρος του ταξιδιού (βλ. Zunz v. S.E. Ry. [1869] L.R. 4 Q.B. 539).

[*462]Όταν η σύμβαση προνοεί ότι ο πλοιοκτήτης θα παραδώσει σε άλλο μεταφορέα τα αγαθά για προώθηση σε περαιτέρω προορισμό, η ευθύνη του συνήθως δεν τερματίζεται όταν τα αγαθά εγκαταλείψουν το πλοίο. Είναι συνήθης πρακτική να εκδίδονται φορτωτικές μεικτής μεταφοράς που προνοούν μεταφορά μερικώς διά θαλάσσης και μερικώς σιδηροδρομικώς ή οδικώς. Ο χαρακτήρας των διάφορων μορφών συμβάσεων μεταφοράς διαφέρει και κατ’ ακολουθία η ευθύνη του πλοιοκτήτη εξαρτάται από τους όρους που συμφωνήθηκαν (βλ. Carver on Carriage by Sea, 12η Έκδοση, Τόμος 2, παραγρ. 1021).

Θεωρήσαμε ότι θα έπρεπε να αναλύσουμε σε κάποιο βάθος τη διαφορά μεταξύ της φορτωτικής και της σύμβασης μεταφοράς από τη μια, και τη νομική φύση της φορτωτικής μεικτής μεταφοράς από την άλλη, για να δείξουμε ακριβώς το πολύπλοκο των σχέσεων που υπάρχει στην παρούσα υπόθεση. Είναι φανερό πως αν το Δικαστήριο δεν θεωρούσε τη φορτωτική σαν το έγγραφο που διέπει τις σχέσεις μεταξύ των διαδίκων, αλλά σαν απλή απόδειξη της ύπαρξης της πραγματικής μεταξύ τους συμφωνίας, θα κατέληγε σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα από αυτά στα οποία κατέληξε, με αποτέλεσμα η εκτίμηση των σχέσεων των διαφόρων διαδίκων να ήταν εντελώς διαφορετική. Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο περίπλοκα ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι πρόκειται για φορτωτική μεικτής μεταφοράς που όπως είδαμε μπορεί να ερμηνευτεί με πολλούς τρόπους, ανάλογα με τη μορφή της και φυσικά τη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων.  Περαιτέρω αν το πρωτόδικο δικαστήριο δεν θεωρούσε τη φορτωτική σαν τη σύμβαση μεταφοράς θα ελάμβανε υπ’ όψη όχι μόνο την υπόλοιπη γραπτή μαρτυρία όπως τα τεκμήρια τα 2, 3 και 4, αλλά και άλλη προφορική μαρτυρία, με αποτέλεσμα τα συμπεράσματα του για τις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων διαδίκων να διαφοροποιούνταν ίσως ριζικά.  Πιστεύουμε ότι η λανθασμένη αυτή αντιμετώπιση έχει μεταβάλει τη βάση επί της οποίας θα έπρεπε να εξεταστεί η σχέση μεταξύ των διαφόρων εναγόντων και εναγομένων. Όλη η υπόθεση στηρίζεται στο πλέγμα των σχέσεων εναγόντων και εναγομένων, με βάση πάντα τη μεταξύ τους σύμβαση μεταφοράς. Το Δικαστήριο θεωρώντας τη φορτωτική ως τη σύμβαση παρέλειψε ακριβώς να εξετάσει τις πραγματικές σχέσεις μεταξύ των διαδίκων και συνεπώς κανένας από τους συλλογισμούς που έγιναν δεν είναι ασφαλής. Κατά συνέπεια η απόφαση του Δικαστηρίου θα πρέπει να ακυρωθεί. Θα ήταν ευχής έργο αν το παρόν Δικαστήριο θα μπορούσε να προχωρήσει μετά την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης στην εξαγωγή των δικών του συμπερασμάτων. Βρίσκουμε όμως ότι αδυνατούμε να προχωρήσουμε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στην κατά[*463]ληξη σε συγκεκριμένα συμπεράσματα γιατί δεν είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε τους μάρτυρες ενώ κατάθεταν. Έτσι αδυνατούμε να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα όσον αφορά την αξιοπιστία τους. Ατυχώς το πρωτόδικο δικαστήριο, λόγω ακριβώς της στάσης που τήρησε, δεν προχώρησε στην αξιολόγηση της υπόλοιπης μαρτυρίας με αποτέλεσμα το Εφετείο να βρίσκεται σε αδυναμία χρησιμοποίησής της. Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω βρίσκουμε ότι η μόνη διέξοδος που παραμένει είναι η επανεκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Αποφύγαμε να εκφράσουμε οποιαδήποτε άποψη ή να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες ως προς τις σχέσεις των διαφόρων εναγόντων και εναγομένων, ακριβώς για να αφεθεί το Δικαστήριο εντελώς ανεπηρέαστο κατά τη νέα εκδίκαση της υπόθεσης.

Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Η υπόθεση να τεθεί για επανεκδίκαση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.  Τα έξοδα κατ’ έφεση να βαρύνουν τους εφεσίβλητους, ενώ τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα.

H έφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο