Aλεξάνδρου Aλέξανδρος Aνδρέου ν. Θεόδωρος Kυριάκου & Yιοί Λτδ (1997) 1 ΑΑΔ 506

(1997) 1 ΑΑΔ 506

[*506]9 Μαΐου, 1997

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9204).

 

Αμέλεια — Εργατικό ατύχημα — Ευθύνη εργοδότη — Συντρέχουσα αμέλεια — Εργοδοτούμενος ειδικευμένος οξυγονοκολλητής, τραυματίστηκε ενώ ασχολείτο με την οξυγονοκόλληση  βυτίου των εργοδοτών του — Καταμερισμός ευθύνης 75% στον εργοδοτούμενο και 25% στους εργοδοτουμένους — Το ποσοστό ευθύνης κατανεμήθηκε εξίσου στην έφεση.

Αμέλεια — Εργατικό ατύχημα — Eπιμερισμός ευθύνης — Γίνεται κατά ευρεία σκοπιά με γνώμονα τη λογική και την κοινή εμπειρία — Αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Ποίες οι προϋποθέσεις για επέμβαση του Εφετείου.

Αμέλεια — Εργατικό ατύχημα — Ευθύνη εργοδότη — Παράβαση υποχρέωσης για εξασφάλιση ασφαλούς συστήματος εργασίας και παράλειψη καθοδήγησης του εργοδοτουμένου ως προς τα μέτρα που έπρεπε να λάβει για να αποφύγει το ατύχημα — Η εν λόγω υποχρέωση υπάρχει και στην περίπτωση έμπειρου εργοδοτουμένου.

Λέξεις και Φράσεις — “Σύστημα εργασίας” (“system of work”) και “καθήκον υπόδειξης ασφαλούς συστήματος εργασίας” (“duty to prescribe a safe system of work”) στο σύγγραμμα Charlesworth & Percy on Negligence.

Στις 11.11.87, ο εφεσείων πήρε οδηγίες να οξυγονοκολλήσει ένα βυτίο που ήταν τρυπημένο. Αρχικά γύρισε τον κύλινδρο του βυτίου έτσι ώστε η τρύπα να βρίσκεται στην κορυφή του, έσβησε τη μηχανή και ακινητοποίησε το βυτίο. Ακολούθως αφού έβαλε δύο ξύλα στα πλευρά για να το σταθεροποιήσει, ανέβηκε στην οροφή του βυτίου [*507]για την σχετική επιδιόρθωση, με αποτέλεσμα να προκληθεί περιστροφή του βυτίου και να τον πετάξει από αρκετό ύψος στο έδαφος.

To πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι εργοδότες είχαν υποχρέωση να εξασφαλίσουν και να υποδείξουν στον εφεσείοντα ασφαλές σύστημα εργασίας πράγμα που παρέλειψαν να κάμουν.  Η υποχρέωση αυτή του εργοδότη δεν ατονεί από το γεγονός ότι ο εργοδοτούμενος ήταν έμπειρος και αν ο τελευταίος ήταν στη θέση του εργοδότη θα μπορούε να επινοήσει ένα ασφαλές σύστημα εργασίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλόγησε και στον εφεσείοντα ευθύνη για το ατύχημα λόγω παράλειψής του να λάβει τις αναγκαίες προφυλάξεις.

Η ευθύνη καταμερίστηκε σε 75% στον ενάγοντα και σε 25% στην εναγόμενη εταιρεία.

Ο καταμερισμός της ευθύνης αποτέλεσε αντικείμενο της παρούσας έφεσης και της αντέφεσης η οποία καταχωρήθηκε από τους εργοδότες.

Αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία ότι:

Αντέφεση

Α) Υπό Καλλή, Δ., συμφωνούντος και του Νικήτα, Δ.:

1.  Οι εργοδότες παρέλειψαν να εξασφαλίσουν και υποδείξουν ένα ασφαλές σύστημα εργασίας και να δώσουν οδηγίες στον εφεσείοντα ως προς τις προφυλάξεις που θα έπρεπε να λάβει. Δεν είχαν επίσης εκπληρώσει την υποχρέωσή τους να καθοδηγήσουν τον εφεσείοντα ως προς τα μέτρα που έπρεπε να λάβει για να αποφύγει τα ατυχήματα.

2.  Οι πιο πάνω παραλείψεις, σε συνάρτηση με τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το σύστημα εργασίας που είχε υιοθετηθεί δεν ήταν ασφαλές, είναι αρκετές για να στοιχειοθετήσουν την ευθύνη των εργοδοτών για τον τραυματισμό του εφεσείοντα. Με αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι η πτώση οφείλετο στην περιστροφή του βυτίου και το γεγονός ότι το βυτίο ήταν περιστρεφόμενο, δεν ήταν απαραίτητο να αποδειχθεί τι ήταν εκείνο που προκάλεσε την περιστροφή του βυτίου.

     Εν όψει των όσων αναφέρονται πιο πάνω, η αντέφεση πρέπει να απορριφθεί.

[*508]Έφεση

     Ο καταμερισμός της ευθύνης ήταν έκδηλα εσφαλμένος, εν όψει των στοιχείων που λήφθηκαν υπ’ όψιν.  Τα στοιχεία αυτά ήταν:

α) Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου για παράλειψη των εργοδοτών να εξασφαλίσουν ασφαλές σύστημα εργασίας, και

β) Το γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν έμπειρος και ότι κατά τη διάρκεια της δεκαετούς εργοδότησής του σε προηγούμενους εργοδότες, υιοθετούσε σύστημα εργασίας, το οποίο σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ασφαλές.

Η έφεση έγινε δεκτή.

Β. Υπό Αρτεμίδη, Δ.:

     Δεν προσκομίστηκε καμιά μαρτυρία στο Δικαστήριο που να αποδεικνύει ότι ο μηχανισμός του βυτίου ήταν ελαττωματικός ή ότι δεν είχε την κατάλληλη συντήρηση.

     Η εκδοχή του εφεσείοντα ότι ανέβηκε στο πάνω μέρος του βυτίου μετά από εισήγηση του εργοδότη του, δεν ευσταθεί, εφ’ όσον ο ίδιος επέμενε πως ο τρόπος που εργαζόταν ήταν ο ενδεδειγμένος και αυτόν ακολουθούσε και στον προηγούμενο εργοδότη του.

     Η ευθύνη της εφεσίβλητης εντοπίζεται στην παράλειψή της να υποδείξει στον εφεσείοντα ασφαλή τρόπο εργασίας σε αντίθεση προς την εντόπιση της ευθύνης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην έλλειψη ασφαλούς συστήματος εργασίας.

     Η παραδοχή εκ μέρους του ίδιου του διευθυντή της εφεσίβλητης, ότι δεν είδε με ποιό τρόπο εκτελούσε τα καθήκοντα του ο εφεσείων καθιστά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστή, απόλυτα ορθή.  Εν όψει των ανωτέρω, τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση πρέπει να απορριφθούν.

Η έφεση επιτυγχάνει. Tο ποσοστό ευθύνης καταμερίζεται εξ ίσου. Το ποσό της αποζημίωσης να προσαρμοσθεί στη βάση του ποσοστού ευθύνης 50% των εργοδοτών, με τόκο όπως υποδεικνύεται στην πρωτόδικη απόφαση. Οι εργοδότες να πληρώσουν τα έξοδα της έφεσης.

H έφεση έγινε δεκτή κατά πλειοψηφία με έξοδα εναντίον των εφεσιβλήτων.

[*509]Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

General Cleaning Contractors v. Christmas [1952] 2 All E.R. 1110,

Christodoulou v. Angeli (1968) 1 C.L.R. 338,

Αλεξάνδρου v. Λεβέντη και Άλλου (1996) 1 A.A.Δ. 420,

Stavrou v. Papadopoulos (1969) 1 C.L.R. 172,

Iορδάνου και Άλλες v. Κυριάκου και Άλλων (1996)  1 A.A.Δ. 1364,

Ιωάννου κ.ά. v. Ταξί Κυριάκος Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 594,

Brown v. Thompson [1968] 2 All E.R. 708.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος (Kρονίδης, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 17 Mαΐου, 1994 (Aρ. Aγωγής 811/90), με την οποία αποδόθηκε στον ίδιο ευθύνη 75% για εργατικό ατύχημα και 25% στην εναγόμενη εταιρεία.

Μ. Μοντάνιος με Γρ. Λεοντίου, για τον Εφεσείοντα.

Α. Ανδρέου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

NIKHTAΣ, Δ.: Tην απόφαση της πλειοψηφίας (Nικήτας, Δ., Kαλλής, Δ.) θα δώσει ο Δικαστής Π. Kαλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν ειδικευμένος οξυγονοκολλητής. Τον εργοδοτούσε η εφεσίβλητη εταιρεία (“οι εργοδότες”).  Κατά τον κρίσιμο χρόνο οι εργοδότες ασχολούντο με την κατασκευή έτοιμου σκυροδέματος το οποίο μετέφεραν στις οικοδομές.  Ανάμεσα στα κυρίως καθήκοντα του εφεσείοντος ήταν οι οξυγονοκολλήσεις των βυτίων και άλλων φορτηγών αυτοκινήτων τα οποία χρησιμοποιούσαν οι εργοδότες για τη διεκπεραίωση των εργασιών τους. Τραυματίσθηκε ενώ ασχολείτο με την οξυγονοκόλληση ενός βυτίου των εργοδοτών του. Με σχετική αγωγή του απέδωσε αμέλεια στους εργοδότες και παράβαση των νομικών τους καθηκόντων επειδή, ανάμεσα σ’ άλλα, “δεν είχαν και/ή δεν εξασφάλισαν δια τον ίδιο ασφαλές σύστημα εργασίας”.

[*510]Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε την ολότητά της μαρτυρίας έκαμε τις πιο κάτω διαπιστώσεις σε σχέση με τις συνθήκες του ατυχήματος:

Στις 11.11.87 ο εφεσείων πήρε οδηγίες να οξυγονοκολλήσει ένα βυτίο που ήταν τρυπημένο. Μετά τις πιό πάνω οδηγίες που έδωσε ο διευθυντής των εργοδοτών, ο τελευταίος έφυγε από τον τόπο εργασίας. Ο εφεσείων αφού γύρισε τον κύλινδρο του βυτίου, έτσι ώστε η τρύπα να βρίσκεται στην κορυφή του, έσβησε τη μηχανή και ακινητοποίησε το βυτίο. Ακολούθως αφού ετοποθέτησε δύο ξύλα (τάκκους) στα πλευρά, ανέβηκε στην οροφή του βυτίου για να εκτελέσει την εργασία οξυγονοκόλλησης με αποτέλεσμα να υπάρξει περιστροφή του βυτίου και να τον πετάξει από αρκετό ύψος στο έδαφος.

Σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο το ασφαλές σύστημα εργασίας ήταν εκείνο που περιέγραψαν οι μάρτυρες των εργοδοτών “ότι δηλαδή πρέπει να γίνεται περιστροφή του βυτίου ούτως ώστε η τρύπα να έρχεται στο πλευρό του βυτίου και ο οξυγονοκολλητής να μπορεί να εργάζεται ιστάμενος στο έδαφος ή πατώντας σε ένα σκαμνί ή καρέκλα”. Τη μέθοδο αυτή χρησιμοποιούσε και ο ίδιος ο εφεσείων για περίοδο δέκα ετών στη διάρκεια της εργοδότησής του με τους πρώην εργοδότες του.  Επομένως - συνεχίζει το πρωτόδικο δικαστήριο - η διεξαγωγή της εργασίας οξυγονοκόλλησης του βυτίου με τον τρόπο που επιχείρησε ο εφεσείων ήταν επικίνδυνος και “τούτο ήταν στη γνώση” τόσο του εφεσείοντος όσο και των εργοδοτών.  Ο ίδιος δε ο εφεσείων έθεσε τον εαυτό του στον κίνδυνο να περιστραφεί το βυτίο και να τον ρίξει στο έδαφος.

Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε, επίσης, ότι οι εργοδότες ουδέποτε έδωσαν οδηγίες στον εφεσείοντα πως να διεξαγάγει την πιο πάνω εργασία.  Κατέληξε με την άποψη ότι ήταν  καθήκον των εργοδοτών να δώσουν οδηγίες στον εφεσείοντα να μην ανεβεί στην οροφή του βυτίου για να διεξαγάγει την ανατεθείσα σ’ αυτόν εργασία. Οι εργοδότες, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, είχαν την υποχρέωση να εξασφαλίσουν και να υποδείξουν στον εφεσείοντα ασφαλές σύστημα εργασίας, πράγμα που “παρέλειψαν παντελώς να κάνουν” όπως παραδέχθηκε και ο διευθυντής τους.  Η υποχρέωση αυτή του εργοδότη δεν ατονεί από το γεγονός ότι ο εργοδοτούμενος ήταν έμπειρος και εάν ο τελευταίος ήταν στη θέση του εργοδότη θα μπορούσε να επινοήσει ένα ασφαλές σύστημα εργασίας (Βλ. General Cleaning Contractors v. Christmas [1952] 2 All E.R. 1114).  Η παράλειψη αυτή του εργοδότη - κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο - συνιστά αμέλεια.

[*511]Το πρωτόδικο δικαστήριο καταλόγισε και στον εφεσείοντα ευθύνη για το ατύχημα επειδή ο τελευταίος παρέλειψε να λάβει τις συνηθισμένες προφυλάξεις που αναμένετο απ’ αυτόν κάτω από τις περιστάσεις.  Ανέβηκε στην οροφή του βυτίου για να οξυγονοκολλήσει την τρύπα ενώ τούτο ήταν επικίνδυνο και μπορούσε να το προβλέψει, ήτοι απέτυχε να επιδείξει εύλογη φροντίδα για τη δική του ασφάλεια και έτσι συνέτεινε (contributed) στο ατύχημα (Βλ. Yiangos Christodoulou v. Pantelis Angeli (1968) 1 C.L.R. 338).

Μεταφέρουμε το τελικό συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με τον καταμερισμό της ευθύνης “.... Χρησιμοποιώντας την κοινή λογική και έχοντας υπ’ όψη όλα τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής ευρίσκω ότι η μεν εναγόμενη εταιρεία ευθύνεται σε ποσοστό 25% ο δε ενάγοντας σε ποσοστό 75%”.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει τον πιο πάνω καταμερισμό της ευθύνης. Διατείνεται ότι το σχετικό εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι λανθασμένο, αόριστο, αστήρικτο και αδικαιολόγητο επειδή το πρωτόδικο δικαστήριο παράλειψε να καθορίσει ποιά κριτήρια εχρησιμοποίησε για την “κοινή λογική” και ποιά από τα γεγονότα της υπόθεσης έλαβε υπόψη που να δικαιολογούν τον καταμερισμό της ευθύνης με τα ποσοστά αυτά.

Ανικανοποίητοι από την πρωτόδικη απόφαση έμειναν και οι εργοδότες. Με ειδοποίηση αντέφεσης επεδίωξαν τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης. Εισηγούνται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ευθύνονται σε ποσοστό 25%.

Σύμφωνα με την εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου τους:

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν θα έπρεπε να βρεί έστω και αυτό το μικρό ποσοστό ευθύνης εναντίον των εργοδοτών γιατί ο εφεσείων δεν έχει αποδείξει οποιαδήποτε αμέλεια εις βάρος τους.    Στην απουσία οποιουδήποτε ευρήματος “που σχετίζεται με τους λόγους περιστροφής της ‘βαρέλλας’ (κυλίνδρου) εξαλείφεται αμέσως και η δυνατότητα να βρεθεί αμέλεια εναντίον των εργοδοτών”. Το πρωτόδικο δικαστήριο έπρεπε προτού προβεί στην εξέταση του συστήματος εργασίας να εντοπίσει την αιτία του ατυχήματος. Έπρεπε να εντοπίσει - όπως το έθεσε - “γιατί έπεσε εκείνο το πράγμα  που προκάλεσε τη ζημιά”.

Αρχίζουμε με την αντέφεση.

[*512]Η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι εργοδότες παρέλειψαν παντελώς να εξασφαλίσουν και υποδείξουν στον εφεσείοντα ασφαλές σύστημα εργασίας υποστηρίζεται πλήρως από την ενώπιόν του μαρτυρία. Αυτό που πρέπει να εξετάσουμε στη συνέχεια είναι η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι εργοδότες είχαν την υποχρέωση να εξασφαλίσουν και να υποδείξουν στον εφεσείοντα ασφαλές σύστημα εργασίας.

Για την έννοια των όρων “σύστημα εργασίας” (“system of work”) και “καθήκο υπόδειξης ασφαλούς συστήματος εργασίας” (“duty to prescribe a safe system of work”) παραπέμπουμε στις παραγ. 10-59 και 10-60 των Charlesworth & Percy on Negligence, 8η έκδοση:

 

“Meaning of system of work.  A system of work is the term used to describe: (i)  the organisation of the work; (ii) the way in which it is intended the work shall be carried out; (iii) the sequence of instructions (especially to inexperienced workers); (iv) the sequence of events; (v) the taking of precautions for the safety of the workers and at what stages;  (vi) the number of such persons required to do the job; (vii) the part to be taken by each of the various persons employed; and (viii) the moment at which they shall perform their respective tasks.

Duty to prescribe a safe system of work. It is a question of fact whether or not there is need for a system of work to be prescribed in any given circumstances. In deciding it, regard ought to be had to the nature of the work, i.e. whether properly it requires careful organisation and supervision, in the interests of safety of all those persons carrying it out, or it can be left by a prudent employer confidently to the care of the particular man on the spot to do it reasonably safely. It follows that an employer is under a duty to prescribe a system of work, even where the operation is a single one, if it is necessary in the interests of safety.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Έννοια του συστήματος εργασίας. Ένα σύστημα εργασίας είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή: (i) της οργάνωσης της εργασίας, (ii) του τρόπου με τον οποίο σκοπείται η εκτέλεση της εργασίας, (iii) της σειράς παροχής οδηγιών (ειδικώς σε άπειρους εργάτες), (iv) της σειράς των γεγονότων, (v) της λήψης προφυλάξεων για την ασφάλεια των εργατών και σε ποιά στάδια, (vi) του αριθμού  των προσώπων που χρειάζονται για την εκτέλεση της εργασίας, (vii) του ρόλου που θα αναλάβει [*513]ο καθένας από τους εργοδοτουμένους, (viii) και της στιγμής κατά την οποία θα εκτελέσουν τους αντίστοιχους ρόλους τους.

Καθήκο υπόδειξης ασφαλούς συστήματος εργασίας. Αποτελεί ζήτημα πραγματικό το κατά πόσο είναι απαραίτητο να προδιαγραφεί σύστημα εργασίας κάτω από οποιεσδήποτε δοσμένες περιστάσεις. Όταν εξετάζεται ένα τέτοιο ζήτημα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φύση της εργασίας, δηλαδή το κατά πόσο αυτή χρειάζεται προσεκτική οργάνωση και επίβλεψη, προς το συμφέρον της ασφάλειας εκείνων που την εκτελούν, ή μπορεί να αφεθεί πειστικά από ένα συνετό εργοδότη στην φροντίδα των επί τόπου υπαλλήλων να την εκτελέσουν με τρόπο λογικά ασφαλή. Ακολουθεί ότι ένας εργοδότης υπέχει καθήκον να υποδείξει σύστημα εργασίας έστω και εάν πρόκειται για ένα και μόνο εγχείρημα, εάν κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο προς το συμφέρον της ασφάλειας.”

Λαμβάνουμε υπόψη τη φύση της συγκεκριμένης εργασίας και ιδιαίτερα το γεγονός ότι για την εκτέλεσή της ένας έπρεπε είτε να ανεβεί επί της οροφής του βυτίου ή να γυρίσει το βυτίο ούτως ώστε η τρύπα να έρθει στο πλευρό και ο ίδιος ιστάμενος επί του εδάφους ή πατώντας σε ένα σκαμνί ή καρέκλα να εκτελεί την εργασία της οξυγονοκόλλησης. Θεωρούμε ότι η φύση της εργασίας ήταν τέτοια που χρειαζόταν προσεκτική οργάνωση και επίβλεψη, προς το συμφέρον της ασφάλειας όλων εκείνων που την εκτελούσαν. Δεν μπορούσε να αφεθεί στη φροντίδα του εφεσείοντα έστω και αν ο τελευταίος ήταν ένας έμπειρος εργάτης. Ακολουθεί πως η σχετική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αναγκαιότητα εξασφάλισης ή/και υπόδειξης συστήματος εργασίας ήταν ορθή. Για την κατάληξή μας αυτή έχουμε πάρει καθοδήγηση από την θεμελιακή υπόθεση General Cleaning Contractors Ltd v. Christmas [1952] 2 All E.R. 1110, 1114:

“It is, I think, well known to employers, and there is evidence in this case that it was well known to the appellants, that their workpeople are very frequently, if not habitually, careless about the risks which their work may involve. It is, in my opinion, for that very reason that the common law demands that employers should take reasonable care to lay down a reasonably safe system of work. Employers are not exempted from this duty by the fact that their men are experienced and might, if they were in the position of an employer, be able to lay down a resonably safe system of work themselves. Workmen are not in the position of employers. Their duties are not performed in the calm atmosphere of a board room [*514]with the advice of experts. They have to make their decisions on narrow window sills and other places of danger, and in circumstances in which the dangers are obscured by repetition.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Είναι, νομίζω, καλά γνωστό στους εργοδότες, και υπάρχει μαρτυρία στην παρούσα υπόθεση, ότι είναι καλά γνωστό στους εφεσείοντες ότι οι εργάτες πολύ συχνά, αν όχι συστηματικά, δεν λαμβάνουν υπόψη τους κινδύνους τους οποίους συνεπάγεται η  εργασία τους. Είναι δε γι’ αυτό το λόγο που το κοινοδίκαιο απαιτεί ότι οι εργοδότες πρέπει να καταβάλλουν λογική φροντίδα να καθορίζουν ένα λογικά ασφαλές σύστημα εργασίας.  Οι εργοδότες δεν εξαιρούνται από αυτό το καθήκο από το γεγονός ότι οι εργάτες τους είναι έμπειροι και θα μπορούσαν, αν ήταν στη θέση των εργοδοτών, να εφαρμόσουν οι ίδιοι ένα λογικά ασφαλές σύστημα εργασίας. Οι εργάτες δεν βρίσκονται στη θέση των εργοδοτών. Τα καθήκοντα τους δεν εκτελούνται μέσα στην ήρεμη ατμόσφαιρα του γραφείου με τις συμβουλές των ειδικών. Πρέπει να παίρνουν τις αποφάσεις τους πάνω σε στενές βάσεις παραθύρων και άλλους τόπους κινδύνων και κάτω από περιστάσεις όπου οι κίνδυνοι σκιάζονται από την επανάληψη.”

Η αντέφεση θα πρέπει να κριθεί στη βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου και υπό το φως της πιο πάνω κατάληξής μας για την ορθότητά τους.

Στην General Cleaning Contractors Ltd (πιο πάνω) οι εργοδότες είχαν εργοδοτήσει τον ενάγοντα για να καθαρίσει τα παράθυρα μιας λέσχης. Ενώ - ακολουθώντας την πρακτική που συνήθως υιοθετούσαν οι υπαλλήλοι των εργοδοτών - στεκόταν πάνω στη βάση (περιβάζι) του παραθύρου για να καθαρίσει το εξωτερικό μέρος του και κρατούσε το ένα από τα κινητά πλαίσια του παραθύρου για να στηρίζεται, το άλλο κινητό πλαίσιο κινήθηκε προς τα κάτω και πάνω στα δάκτυλά του με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει το στήριγμά του και να πέσει στο έδαφος. Κρίθηκε από τη Δικαστική Επιτροπή των Λόρδων: “Έστω και αν υποτεθεί ότι τα άλλα συστήματα διεξαγωγής της εργασίας π.χ. με τη χρήση ζώνης ασφαλείας ή σκάλας, δεν ήταν πρακτικώς εφαρμόσιμα, οι εργοδότες είχαν υποχρέωση να διασφαλίσουν ότι το σύστημα το οποίο είχε υιοθετηθεί ήταν, όσο μπορούσε αυτό να επιτευχθεί, ασφαλές και ότι οι υπάλληλοί τους είχαν καθοδηγηθεί ως προς τα μέτρα που θα ελάμβαναν για να αποφύγουν τα ατυχήματα. Οι εργοδότες δεν είχαν εκτελέσει αυτές τις πτυχές του καθήκοντός τους και ήταν επομένως υπεύθυ[*515]νοι για τις κακώσεις του ενάγοντα”. Σύμφωνα με την απόφαση - σελ. 1114 - αποτελούσε αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα κινητά πλαίσια των παραθύρων κινούνται με ένα ελαφρό άγγιγμα και το σύστημα εργασίας που υιοθέτησαν οι εργοδότες είχε καταστήσει την ασφάλεια του εργάτη να εξαρτάται αποκλειστικά από την μη κίνηση του πλαισίου. Στη σελ. 1117 της απόφασης οι υποχρεώσεις των εργοδοτών οριοθετούνται ως πιο κάτω:

“The question then is whether it is the duty of the appellants to instruct their servants what precautions they ought to take, and to take reasonble steps to see that those instructions are carried out. On that matter the appellants say that their men are skilled men who are well aware of the dangers involved and as well able as the appellants to devise and take any necessary precautions. That may be so, but, in my opinion, it is not a sufficient answer. Where the problem varies from job to job it may be reasonable to leave a great deal to the man in charge, but the danger in this case is one which is constantly found and it calls for a system to meet it. Where a practice of ignoring an obvious danger has grown up I do not think that it is reasonable to expect an individual workman to take the initiative in devising and using precautions.  It is the duty of the employer to consider the situation, to devise a suitable system, to instruct his men what they must do, and to supply any implements that may be required such as in this case wedges or objects to be put on the window sill to prevent the window from closing. No doubt, he cannot be certain that his men will do as they are told when they are working alone. But, if he does all that is reasonable to ensure that his safety system is operated, he will have done what he is bound to do. In this case the appellants do not appear to have done anything as they thought they were entitled to leave the taking of precautions to the discretion of each of their men.  In this I think that they were in fault, and I think that this accident need not have happened if the appellants had done as I hold they ought to have done. I, therefore, agree that the appeal should be dismissed.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Το εγειρόμενο ζήτημα είναι κατά πόσο οι εργοδότες υπέχουν καθήκον να δώσουν οδηγίες στους υπαλλήλους των ως προς τις προφυλάξεις που πρέπει να λαμβάνουν και να λαμβάνουν λογικά μέτρα για να διαπιστώνουν ότι εκτελούνται εκείνες οι οδηγίες. Πάνω σ’ αυτό το ζήτημα οι εργοδότες λέγουν ότι οι εργοδο[*516]τούμενοι τους είναι έμπειροι και είναι καλά ενήμεροι των συνεπαγόμενων κινδύνων και το ίδιο ικανοί όπως οι εργοδότες να σχεδιάσουν και λάβουν όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις.  Αυτό μπορεί να είναι έτσι αλλά, κατά την γνώμη μου, δεν αποτελεί ικανοποιητική απάντηση. Οσάκις το πρόβλημα διαφέρει από εργασία σε εργασία θα ήταν λογικό να αφεθεί ένα μεγάλο μέρος στον επί τόπου υπεύθυνο αλλά ο κίνδυνος σε αυτή την περίπτωση είναι τέτοιος που εμφανίζεται συνεχώς και καθίσταται αναγκαία η εγκαθίδρυση συστήματος για αντιμετώπιση του.  Οσάκις η πρακτική να αγνοείται ένας εμφανής κίνδυνος έχει μεγαλώσει  δεν νομίζω ότι είναι λογικό να αναμένεται από τον εργοδοτούμενο να πάρει την πρωτοβουλία επινόησης και χρησιμοποίησης προφυλάξεων. Είναι καθήκο του εργοδότη να εξετάσει την κατάσταση, να επινοήσει ένα κατάλληλο σύστημα, να δώσει οδηγίες στους εργοδοτούμενους του ως προς το τί πρέπει να κάμουν, και να τους προμηθεύσει με οποιαδήποτε εργαλεία που θα χρειαστούν - στην παρούσα περίπτωση αντικείμενα για να τεθούν στο κινητό πλαίσιο του παραθύρου για να το αποτρέψουν από του να κλείσει. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο εργοδότης δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι οι εργάτες θα ενεργήσουν σύμφωνα με τις οδηγίες του όταν εργάζονται μόνοι τους. Αλλά αν ο εργοδότης κάμει ότι είναι λογικό για να διασφαλίσει ότι λειτουργεί το δικό του σύστημα ασφαλείας θα εκπληρώσει την υποχρέωσή του.  Στην υπόθεση αυτή οι εργοδότες δεν φαίνονται να είχαν κάμει οτιδήποτε επειδή νόμιζαν ότι εδικαιούντο να αφήσουν την λήψη των προφυλάξεων στη διακριτική ευχέρεια των εργατών. Σε σχέση με αυτό το ζήτημα  νομίζω ότι έσφαλλαν και νομίζω ότι δεν θα ελάμβανε χώραν αυτό το ατύχημα εάν οι εργοδότες έκαμναν αυτά που κατά την κρίση μου έπρεπε να κάμουν”.

Στην κρινόμενη περίπτωση αποτελούσε αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το βυτίο ήταν περιστρεφόμενο. Μάλιστα οι εργοδότες με την έκθεση υπερασπίσεώς τους ισχυρίσθηκαν ότι το ατύχημα οφείλεται στην αποκλειστική και/ή συντρέχουσα αμέλεια του εφεσείοντος επειδή ο τελευταίος παρέλειψε να ακινητοποιήσει την “περιστρεφόμενην βαρέλλαν του αυτοκινήτου”.

Στην παρούσα υπόθεση, όπως και στην υπόθεση General Cleaning Contractors Ltd (πιό πάνω) ήταν αδιαμφισβήτητο ότι οι εργοδότες:

Παρέλειψαν να εξασφαλίσουν και υποδείξουν ένα ασφαλές σύστημα εργασίας. Παρέλειψαν επίσης να δώσουν οδηγίες στον εφεσείοντα ως προς τις προφυλάξεις που θα έπρεπε να λάβει και νό[*517]μιζαν ότι εδικαιούντο να αφήσουν την λήψη των προφυλάξεων στη διακριτική ευχέρεια του εφεσείοντος. Δεν είχαν επίσης εκπληρώσει την υποχρέωση τους να καθοδηγήσουν τον εφεσείοντα ως προς τα μέτρα που θα ελάμβανε για να αποφύγει τα ατυχήματα.

Έχουμε, επομένως, την άποψη ότι αυτές οι παραλείψεις τους σε συνάρτηση με την διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το σύστημα εργασίας που είχε υιοθετηθεί δεν ήταν ασφαλές, είναι αρκετές να στοιχειοθετήσουν την ευθύνη των εργοδοτών για τον τραυματισμό του εφεσείοντα. Με αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι η πτώση οφείλετο στην περιστροφή του βυτίου και το γεγονός ότι το βυτίο ήταν περιστρεφόμενο δεν ήταν απαραίτητο να αποδειχθεί τί ήταν εκείνο που προκάλεσε την περιστροφή του βυτίου (όπως δεν ήταν απαραίτητο να αποδειχθεί τί ήταν εκείνο που προκάλεσε την κίνηση του πλαισίου στην General Cleaning Contractors). Ακολουθεί πως η αντέφεση πρέπει να απορριφθεί.

Η έφεση.

Ο καταμερισμός της ευθύνης “γίνεται κατά ευρεία σκοπιά με γνώμονα τη λογική και την κοινή εμπειρία” (Βλ. Αλεξάνδρου v. Λεβέντη, Πολιτικές Εφέσεις 8452 και 8463/26.4.96). Αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το Εφετείο δεν υποκαθιστά το δικό του καταμερισμό με εκείνο του πρωτόδικου δικαστηρίου εκτός εάν συντρέχει περίπτωση σφάλματος αρχής (“error in principle”) ή πλάνη περί τον νόμο ή τα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα.  Έστω και εάν δεν συντρέχει οποιαδήποτε από τις πιο πάνω δύο προϋποθέσεις το Εφετείο πρέπει να επεμβαίνει για ανατροπή του καταμερισμού εάν ικανοποιηθεί ότι αυτός είναι έκδηλα εσφαλμένος (Βλ. Christodoulou v. Angeli (1968) 1 C.L.R. 338, Stavrou v. Papadopoulos (1969) 1 C.L.R. 172, 179, Iορδάνου κ.α. v. Κυριάκου κ.α., Πολιτική Έφεση 9081/20.12.96, Αλεξάνδρου  (πιο πάνω), Ιωάννου κ.α. ν. Ταξί Κυριάκος Λτδ., Πολιτική έφεση 8671/13.6.95, Brown v. Thompson [1968] 2 All E.R. 708, Charlesworth and Percy on Negligence, 8th Ed., para. 5-130).

Στην κρινόμενη περίπτωση τα δεσπόζοντα στοιχεία για τον καταμερισμό της ευθύνης ήταν,

(1) Οι πιο πάνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου για την παράλειψη των εργοδοτών να εξασφαλίσουν και υποδείξουν ασφαλές σύστημα εργασίας.

(2)Το γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν έμπειρος εργάτης και ότι κα[*518]τά τη διάρκεια της δεκαετούς εργοδότησής του με τους προηγούμενους εργοδότες του υιοθετούσε το σύστημα εργασίας το οποίο, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν το ασφαλές σύστημα εργασίας.

Αφού ελάβαμε υπόψη τα πιο πάνω στοιχεία έχουμε την άποψη πως ο καταμερισμός της ευθύνης ήταν έκδηλα εσφαλμένος και πρέπει να ανατραπεί. Η ευθύνη έπρεπε να κατανεμηθεί - και κατανέμεται - εξίσου μεταξύ του εφεσείοντος και των εργοδοτών.

Η έφεση επιτυγχάνει, όπως υποδεικνύεται πιο πάνω. Ακολουθεί πως και το ποσό της αποζημίωσης πρέπει να προσαρμοσθεί στη βάση του ποσοστού ευθύνης - 50% - των εργοδοτών, με τόκο όπως υποδεικνύεται στην πρωτόδικη απόφαση. Οι εργοδότες να πληρώσουν τα έξοδα της έφεσης.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν 40 χρονών όταν υπέστη δυστύχημα  κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του με την εφεσίβλητη εταιρεία. Στα πλαίσια των καθηκόντων του ήταν και η επιδιόρθωση με ηλεκτροκόλληση των βυτιοφόρων οχημάτων της εφεσίβλητης, η οποία ασχολείται με την πρόσμειξη και παράδοση έτοιμου σκυροδέματος. Την ημέρα του ατυχήματος ο εφεσείων είχε ήδη 14 μήνες υπηρεσία στην εφεσίβλητη, ενώ στον προηγούμενο εργοδότη του εκτελούσε την ίδια εργασία για 9 χρόνια.

Στις 11.11.87 ανέλαβε να κλείσει με οξυγονοκόλληση μια τρύπα που δημιουργήθηκε σε ένα βυτίο. Με τη βοήθεια του συναδέλφου του Γιάννη Σπετσιώτη ακολούθησε την πιο κάτω διαδικασία: Η τρύπα βρισκόταν στο πλευρό του βυτίου, που περιστρεφόταν με ανεξάρτητο υδραυλικό σύστημα. Ξεκίνησε το βυτίο για να περιστραφεί, ώστε η τρύπα να μεταφερθεί στο πάνω μέρος του, να βλέπει δηλαδή προς τον ουρανό. Όταν τούτο έγινε, ακινητοποίησε το βυτίο με τον κατάλληλο μηχανισμό του. Για πρόσθετη ασφάλεια, και την πλήρη ακινητοποίησή του, τοποθέτησαν στις δυο κάτω πλευρές του ξύλινες σφήνες. Τα πιο πάνω έγιναν με οδηγίες του ίδιου του εφεσείοντα, ο οποίος στη συνέχεια ανέβηκε στο πάνω μέρος του βυτίου και άρχισε εργασία. Σε κάποια στιγμή έπεσε στο έδαφος και τραυματίστηκε.

Ο εφεσείων, καταθέτοντας στο πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφορικά με τις συνθήκες της πτώσης του, είπε χαρακτηριστικά τα εξής: “όπως εβαστούσα τη μάσκα και κολλούσα από την άλλη πάντα, πρέπει να γύρισε η βαρέλλα διότι με πέταξε”. Και παρακάτω: “πρέπει να γύρισε απότομα διότι με πέταξε ......” Δεν δόθηκε κα[*519]μιά άλλη μαρτυρία για να εξηγηθεί η περιστροφή του βυτίου και να συνδεθεί αυτό με την αποδιδόμενη στην εφεσίβλητη αμέλεια. Όμως, ο δικηγόρος της εφεσίβλητης κατά την αντεξέταση του εφεσείοντα με ερωτήσεις που υπέβαλε δέκτηκε ως γεγονός την περιστροφή του βυτίου, γιατί εισηγήθηκε σ’ αυτόν πως τούτο έγινε γιατί δεν είχαν τοποθετήσει καλά τις ξύλινες σφήνες.

Τα πιο πάνω έχουν κάποια σημασία σε ότι αφορά τον χειρισμό από τους συνήγορους της υπόθεσης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με φυσικό επακόλουθο τη δυσκολία του να διαπιστώσει τα πραγματικά γεγονότα, δυσκολία βέβαια που έφτασε έως εδώ. Τούτο καταδεικνύεται και από αυτά που ακολουθούν. Προσήχθη μαρτυρία ειδικού μηχανολόγου, του Θράσου Ο’ Μαχώνι, ο οποίος είπε πως η πιθανότητα να περιστραφεί το βυτίο, εφόσον ακινητοποιήθηκε με το στόπερ του, ήταν πολύ απομακρυσμένη, εκτός αν ο μηχανισμός του ήταν ελαττωματικός ή δεν συντηρείτο επαρκώς. Aν συνέβαινε αυτό το τελευταίο, το γεγονός ότι τοποθετήθηκαν στα κάτω πλάγια του βυτίου σφήνες δεν πρόσφερε τίποτε, γιατί η κυκλική του περιφέρεια είναι τόσο μεγάλη που κάποια κίνηση του βυτίου δυνατό να γίνει. Ο μάρτυρας απέκλεισε σχεδόν ολωσδιόλου το ενδεχόμενο να γυρίσει το βυτίο όταν ο μηχανισμός του λειτουργεί κανονικά.  Δεν προσκομίστηκε καμιά μαρτυρία στο Δικαστήριο που να αποδεικνύει πως ο μηχανισμός του βυτίου ήταν ελαττωματικός ή ότι δεν είχε την κατάλληλη συντήρηση.

Προχωρώ τώρα να συζητήσω το πιο σοβαρό ζήτημα στην υπόθεση, πάνω στο οποίο κρίθηκε το αποτέλεσμα, η κατάληξη δηλαδή του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ευθύνεται κατά τα 75% για το δυστύχημα του και η εφεσίβλητη 25%. Το Δικαστήριο έκρινε πως η εφεσίβλητη δεν παρέσχε στον εφεσείοντα ασφαλές σύστημα εργασίας. Ο ίδιος όμως ο εφεσείων είπε πως ο τρόπος που εργαζόταν ήταν ο ενδεδειγμένος και αυτόν χρησιμοποιούσε πάντοτε. Όπου δηλαδή και αν ήταν η τρύπα στο βυτίο, το γύριζε ώστε να μεταφερθεί στο πάνω μέρος του. Καθόταν μετά δίπλα από την τρύπα και εργαζόταν με την οξυγονοκόλληση για να την κλείσει. Υπάλληλος της εφεσίβλητης ανέφερε πως, κατά την άποψή του, ο ασφαλής τρόπος εργασίας ήταν να επισκευάζεται η τρύπα από το πλευρό του βυτίου, με τον οξυγονοκολλητή να στέκει πάντοτε στο έδαφος ή αν η τρύπα είναι ψηλά να πατά σε κάποια βάση. Ο τρόπος αυτός θα απέκλειε, κατά  τον μάρτυρα, το ενδεχόμενο πτώσης του οξυγονοκολλητή από το βυτίο, αν τούτο περιστρεφόταν. Ο μάρτυρας μάλιστα προχώρησε να πει πως ο εφεσείων έτσι εργαζόταν πάντοτε, ακόμη και όταν ήταν στον προηγούμενο του εργοδότη, κάτι που αρνήθηκε ο εφεσείων, επιμένοντας μάλιστα πως ο τρόπος εργα[*520]σίας, που εισηγήθηκε ο μάρτυρας, δεν μπορούσε να λειτουργήσει γιατί το κολλητικό υλικό θα έσταζε στο έδαφος και δεν θα κάλυπτε την τρύπα. Σ’ αυτό το σημείο να παρατηρήσω πως ο εφεσείων, σε μια προσπάθεια του προφανώς να αποδείξει την ευθύνη του εργοδότη του, ανέφερε πως ο ίδιος του είπε να ανέβει στο πάνω μέρος του βυτίου για να το επιδιορθώσει, κάτι που απέρριψε το Δικαστήριο ως αναληθές. Η εκδοχή αυτή του εφεσείοντα δεν μπορούσε ομολογουμένως να ευσταθήσει, εφόσον ο ίδιος επέμεινε πως ο τρόπος που εργαζόταν ήταν ο ενδεδειγμένος, και αυτόν ακολουθούσε και στον προηγούμενο εργοδότη του.

Έχω τη γνώμη πως  το πιο σοβαρό στοιχείο στην υπόθεση, σύμφωνα με το οποίο ορθά καταλογίστηκε ευθύνη και στην εφεσίβλητη, είναι το αδιαμφισβήτητο γεγονός πως αυτή δεν υπέδειξε στον εφεσείοντα ασφαλή τρόπο εργασίας. Ο ίδιος ο διευθυντής της παραδέχθηκε πως δεν είδε ποτέ με ποιό τρόπο ο εφεσείων εκτελούσε τα καθήκοντά του. Γι’ αυτό και μόνο το λόγο συμφωνώ με την κρίση του πρωτόδικου δικαστή, έστω και αν αυτός εντοπίζει την ύπαρξη ευθύνης στην εφεσίβλητη στην έλλειψη ασφαλούς συστήματος εργασίας. Ενόψει όμως των όσων αναφέρω πιο πάνω, σχετικά με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έγινε το δυστύχημα, και ειδικώτερα την εκδοχή του ίδιου του εφεσείοντα, κρίνω πως δεν πρέπει να επέμβω στο τελικό αποτέλεσμα της πρωτόδικης απόφασης και θα απέρριπτα τόσο την έφεση όσο και την αντέφεση.

Η έφεση γίνεται δεκτή κατά πλειοψηφία, με έξοδα εναντίον των εφεσιβλήτων.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο