“Aλήθεια” Eκδοτική Eταιρεία Λτδ. και Άλλη ν. Xαράλαμπου Λεωνίδα (1997) 1 ΑΑΔ 550

(1997) 1 ΑΑΔ 550

[*550]19 Mαΐου, 1997

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

“ΑΛΗΘΕΙΑ” ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ. ΚΑΙ ΑΛΛΗ,

Εφεσείουσες/Εναγόμενες,

v.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ,

Εφεσίβλητου/Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9435).

 

Αστικά Αδικήματα — Λίβελλος — Δυσφημηστικό δημοσίευμα σε εφημερίδα με ονομαστική αναφορά στον ενάγοντα — Ποίες οι προϋποθέσεις για θεμελίωση αγωγής — Πότε χρειάζεται η επίκληση εξωτερικής μαρτυρίας — Ποίο το ορθό μέτρο των αποζημιώσεων. 

Πολιτική Δικονομία — Λίβελλος — Οι συγκεκριμένες λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν πρέπει να περιλαμβάνονται στην έκθεση απαιτήσεως.

Η πρώτη εφεσείουσα, αναδημοσίευσε στις 19.11.89, το κείμενο συνέντευξης που περιείχε το βιβλίο του Α. Ν. Αθανασίου “Ο Άγνωστος Πόλεμος Αθηνών-Λευκωσίας”.  Σε αυτό αναφέρεται μαρτυρία του συλληφθέντος κατά το πραξικόπημα Α. Χ”Χαραλάμπους, ότι ο υπαστυνόμος Χαράλαμπος Λεωνίδα ενάγων - εφεσίβλητος, διέταξε την εκτέλεσή του ιδίου και άλλων, οι οποίοι τελικά δεν εκτελέσθηκαν λόγω παρέμβασης τρίτου προσώπου.

Ο ενάγων-εφεσίβλητος, ήταν περίπου 55 ετών κατά το χρόνο της δημοσίευσης, και υπηρετούσε με βαθμό ανώτερου υπαστυνόμου στην αστυνομική διεύθυνση Πάφου. Καταχώρησε αγωγή για λίβελλο κατά των εφεσειουσών χρησιμοποιώντας στην έκθεση απαιτήσεώς του τις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν στο επιλήψιμο δημοσίευμα. Στη μαρτυρία του ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρχε άλλος ομόβαθμός του αξιωματικός με το ίδιο όνομα και ότι κατά τις μέρες του δημοσιεύματος έπαιρνε πολλά τηλεφωνήματα σχετικά με το δημοσίευμα. Αντεξεταζόμενος είπε ότι δεν ήταν παρών κατά την σύλληψη του Χ”Χαραλάμπους, που έγινε στο Ζακάκι, παρόλο που ήταν μέλος της ομάδας που πήγε εκεί για τον πιο πάνω σκοπό. Ο Μ.Ε. υπα[*551]στυνόμος Σπ. Κονιώτης ο οποίος είχε καθήκον να διαβάζει τον ημερήσιο τύπο και να επισημαίνει οποιοδήποτε θέμα αναφορικά με την αστυνομία, κατέθεσε ότι μόλις διάβασε το δημοσίευμα το συσχέτισε με τον ενάγοντα, που κατονομαζόταν σ’ αυτό.

Οι εφεσείουσες ισχυρίστηκαν ότι τα γεγονότα της υπόθεσης δεν συνηγορούσαν υπέρ της συνταύτισης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό και αποφάνθηκε ότι το δημοσίευμα αναφερόταν στον ενάγοντα αφού αναγραφόταν σ’ αυτό το όνομά του και ο βαθμός του στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου. Επίσης αποδέκτηκε τη μαρτυρία του Μ.Ε. Κονιώτη.

Στην έφεση, ο κύριος λόγος που προβλήθηκε, ήταν ότι ο ενάγων δεν απέδειξε ότι το όνομά του, όπως εμφανίζεται στην εφημερίδα, μπορούσε λογικά να συνδεθεί με τον ίδιο.  Ως εκ τούτου ο δυσφημών δεν έχει ευθύνη.  Επίσης ότι δεν υπήρχε στην περίπτωση του Μ.Ε. Κονιώτη η κατάλληλη δικονομική υποδομή των ειδικών περιστάσεων που τον οδήγησαν στο συμπέρασμα πως ο ενάγων ήταν ο δυσφημούμενος και ότι το δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει αν οι λέξεις στη φυσική και συνηθισμένη τους έννοια μπορούσαν να εκληφθούν από ένα λογικό άνθρωπο ότι αναφέροντο στον ενάγοντα.

Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αντέφεση αμφισβητώντας την ορθότητα του ποσού της αποζημίωσης των ΛΚ600.- που επεδικάσθη υπέρ του για το επίδικο δημοσίευμα.

Έφεση.

Η εξωτερική μαρτυρία καθίσταται απαραίτητη μόνο στις περιπτώσεις που το λιβελλογράφημα δεν κάμνει ονομαστική αναφορά στον δυσφημούμενο.  Στην παρούσα περίπτωση, δεν είναι μόνο το ίδιο το όνομα, αλλά και η ιδιότητα του ενάγοντα ως αξιωματικού στην αστυνομική δύναμη που διακρίνει την ταυτότητά του.  Ο ενάγων δεν επιφορτίζεται με το καθήκον να αποδείξει πως δεν υπάρχει άλλο πρόσωπο με το ίδιο όνομα.  Ως εκ τούτου οι ισχυρισμοί περί ειδικών περιστάσεων ήταν αχρείαστοι.

Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για αναφορά του δημοσιεύματος στον ενάγοντα, είναι ορθό εν όψει της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή.

Αντέφεση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε σφάλμα υπολογίζοντας ως [*552]περιοριστικούς παράγοντες του ύψους της αποζημίωσης, τη δήλωση στην υπεράσπιση για πρόθεση προσφοράς απολογίας σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής και επίσης την απουσία ζημιάς στη σταδιοδρομία του ενάγοντα.

Το επιδικασθέν ποσό των αποζημιώσεων είναι έκδηλα ανεπαρκές, εν όψει της ευρείας κυκλοφορίας της εφημερίδας παγκυπρίως, των σοβαρών επιπτώσεών του στην τιμή και υπόληψη του ενάγοντα, καθώς επίσης και της αυξητικής τάσης που το Δικαστήριο επεκρότησε πρόσφατα, στην παροχή αποζημιώσεων σε περιπτώσεις λιβέλλων.  Ως εκ τούτου αυξάνεται σε ΛΚ2.000.-.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειουσών.  Η αντέφεση επιτυγχάνει με αποτέλεσμα την αύξηση της αποζημίωσης από ΛΚ600 σε ΛΚ2.000.

H έφεση απορρίφθηκε.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

British Data v. Boxer Removals [1996] 3 All E.R. 707,

Knupffer v. London Express Newspaper Ltd. [1944] 1 All E.R. 495,

Hayward v. Thompson and Others [1981] 3 All E.R. 450,

Bruce v. Odhams Press Ltd. [1936] 1 All E.R. 287,

Grubb v. Bristol United Press Ltd. [1962] 2 All E.R. 380,

“Αλήθεια” Εκδοτική Εταιρεία Λτδ. v. Νικολάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 285,

Lewis v. Daily Telegraph Ltd. [1964] A.C. 234,

Ηνωμένοι Δημοσιογράφοι ΔΙΑ ΛΤΔ κ.ά. v. Ναθαναήλ (1993) 1 Α.Α.Δ. 893.

Έφεση.

Έφεση από τις εναγόμενες κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Aναστασίου, Π.E.Δ. και Σταυρινίδης, E.Δ.) που δόθηκε στις 3 Mαρτίου 1995 (Aρ. Aγωγής 2146/89), με την οποία κρίθηκαν υπόλογες για λίβελλο και επιδικάσθηκαν εναντίον τους αποζημιώσεις ύψους £600.

[*553]Χρ. Πουργουρίδης, για τις Εφεσείουσες.

Χρ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσίβλητο.

ΔIKAΣTHPIO: Η απόφαση θα δοθεί από το δικαστή Σ. Νικήτα.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η πρώτη εφεσείουσα εκδίδει την καθημερινή εφημερίδα “Αλήθεια”. Η εφεσείουσα αρ. 2 είναι η εταιρεία που τη διανέμει σε ολόκληρη την επικράτεια, που κυκλοφορεί. Στις 19/11/89, στη σελ. 15 της εφημερίδας, αναδημοσιεύθηκε το κείμενο συνέντευξης από το βιβλίο του Ανδρέα Ν. Αθανασίου “Ο Άγνωστος Πόλεμος Αθηνών - Λευκωσίας”.  Η επικεφαλίδα του, με κεφαλαία είναι “Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΚΑΡΟΥΣΟΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ”. Ακολουθεί με μικρά, αλλά πιο χτυπητά, στοιχεία ο κύριος τίτλος “Αυτό ήταν το σοβαρότερο λάθος του Γρίβα”. Ας σημειωθεί πως δεν επρόκειτο ακριβώς για επαναδημοσίευση, δεδομένης της επεξήγησης, στην ίδια σελίδα, ότι μόνο τα κύρια σημεία της εν λόγω συνέντευξης περιέχει το βιβλίο. Ενώ, όπως διευκρινίστηκε, η εφημερίδα δημοσίευε το πλήρες κείμενο, που θα συνεχιζόταν κατά την έκδοση της επόμενης ημέρας.

Αξίζει να τονισθεί εξαρχής ότι σε αγωγή λιβέλλου οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν αποτελούν τα ουσιώδη γεγονότα και πρέπει επομένως να περιληφθούν στην έκθεση απαιτήσεως: British Data v. Boxer Removals [1996] 3 All E.R. 707. Έτσι συνέβηκε και στην παρούσα περίπτωση. Το επιλήψιμο μέρος του δημοσιεύματος αναπαράγει η παράγραφος 4 του δικογράφου του ενάγοντα/εφεσίβλητου.  Και πρέπει να λεχθεί ότι οι εφεσείουσες δεν αμφισβήτησαν το δυσφημιστικό χαρακτήρα του. Όντως είναι εξόφθαλμος. Παραθέτουμε το απόσπασμα από το κείμενο:

“Μη φανεί υπερβολικός ο ισχυρισμός μου, ότι εγώ που ένιωσα την απαίσια γεύση της Ελλαδικής Δικτατορίας, δεν βρήκα σοβαρές διαφορές μεταξύ των δυο καταστάσεων. Ένα μικρό παράδειγμα ας πούμε: Ο Ανδρέας Χατζηχαραλάμπους, καταθέτει: “........ Μόλις συλληφθήκαμε, μας έστησαν στον τοίχο για να μας εκτελέσουν κατόπιν διαταγής του υπαστυνόμου Χαραλάμπους Λεωνίδα. Με επέμβαση του Φειδία Κάζελη, γλιτώσαμε. Μετά μας κτυπούσαν με τους υποκοπάνους.  Εγώ ήμουν τραυματίας. Όταν με μετέφεραν στο νοσοκομείο για να μου βγάλουν τα βλήματα που είχα στο χέρι, ήλθε στο κρεβάτι του χειρουργείου ο γιατρός Σπανός, ο οποίος άρχισε να κατηγορεί εμένα και την οικογένειά μου και να αποκαλεί [*554]τους Έλληνες πουστοκαλαμαράδες. Μόλις τέλειωσε, μου έδωσε ένα δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο.....”

Αρχικά προβλήθηκε ως υπεράσπιση η αλήθεια του δημοσιεύματος. Όμως δεν προωθήθηκε. Με την τροποποιημένη υπεράσπιση εγκαταλείφθηκε. Οι εφεσείουσες βασικά υιοθέτησαν τον ισχυρισμό ότι τούτο δεν αναφερόταν καθόλου στον εφεσίβλητο.  Παρατηρούμε ότι αποτελεί προϋπόθεση για τη θεμελίωση αγώγιμου δικαιώματος ότι η δυσφημιστική δήλωση αφορά τον ενάγοντα. Ο λόρδος Atkin το έθεσε ως εξής στην Κnupffer v. London Express Newspaper Ltd. [1944] 1 All E.R. 495:

“......in order to be actionable the defamatory words must be understood to be published of and concerning the plaintiff.”

Tην ίδια σπουδαιότητα απέδωσε στο στοιχείο αυτό ο Λόρδος Denning στη μεταγενέστερη υπόθεση Hayward v. Thompson and Others [1981] 3 All E.R. 450, 456:

“One thing is of the essence in the law of libel. It is that the words should be defamatory and untrue and should be published “of and concerning the plaintiff”.”

Περαιτέρω οι εφεσείουσες αρνήθηκαν τον ισχυρισμό, που περιλαμβάνει η έκθεση απαιτήσεως, ότι το δημοσίευμα ήταν εσκεμμένο και κακόβουλο, αντιτάσσοντας ότι ενήργησαν καλόπιστα και με κάθε δυνατή επιμέλεια χωρίς να γνωρίζουν ότι αυτό θα μπορούσε να συσχετισθεί με τον ενάγοντα.

Αντίτυπο της εφημερίδας με το επιλήψιμο δημοσίευμα κατατέθηκε στη δίκη. Το έφερε σε γνώση του ενάγοντα ο υπαστυνόμος Σπ. Κονιώτης (Μ.Ε.2), που τότε είχε το βαθμό λοχία, την ίδια ημέρα. Ο μάρτυρας επέμεινε ότι ήταν ανάμεσα στα καθήκοντα του η ανάγνωση του ημερήσιου τύπου και η επισήμανση οποιουδήποτε θέματος που αφορούσε την αστυνομία. Μόλις το διάβασε σκέφθηκε αμέσως τον ενάγοντα, που κατονομαζόταν, με τον οποίο συσχέτισε την παραπάνω περικοπή. Ο ενάγων θύμωσε, όταν το είδε και έδειξε μεγάλη δυσφορία.

Είναι παραδεκτό ότι κατά το χρόνο της δημοσίευσης ο ενάγων ήταν 55 περίπου ετών και υπηρετούσε, με βαθμό ανώτερου υπαστυνόμου, στην αστυνομική διεύθυνση Πάφου. Ο ίδιος είπε στη μαρτυρία του ότι το 1989 δεν υπήρχε άλλος ομόβαθμος του αξιωματικός (υπαστυνόμος) με το ίδιο όνομα, δηλαδή, Χαράλαμπος [*555]Λεωνίδα ούτε ακόμη με το όνομα Λεωνίδας Χαραλάμπους. Στο σπίτι του δημιουργήθηκε μεγάλη ένταση για ό,τι γράφτηκε, προσθέτοντας πως έπαιρνε τηλεφωνήματα σχετικά με το δημοσίευμα “εκείνες τις μέρες προπαντός”. Το 1974 ήταν υπαστυνόμος στην Πάφο. Αντεξεταζόμενος είπε πως δεν ήταν παρών κατά τη σύλληψη του Χ”Χαραλάμπους, που έγινε στο Ζακάκι, παρόλο που ήταν μέλος της ομάδας που πήγε εκεί για τον παραπάνω σκοπό. Και επίσης ότι ο προμνησθείς μεταφέρθηκε μετά τη σύλληψη του στην Πάφο. Για το ίδιο θέμα αντεξετάστηκε και ο Μ.Ε.2 που είπε ότι γνώριζε πως τα δύο πρόσωπα του δημοσιεύματος, Χ”Χαραλάμπους και ο γιατρός Σπανός, ήταν Παφίτες.

Ο Διευθυντής της εφημερίδας Σωκράτης Χάσικος κατέθεσε ότι επικοινώνησε, πριν τη δημοσίευση, με τον αξιωματικό της αστυνομίας Α. Ποταμάρη και μετέπειτα αρχηγό της που τον ρώτησε αν ήταν ενταγμένος στη Δύναμη αξιωματικός με το όνομα Χαραλάμπους Λεωνίδας. Η απάντηση ήταν αρνητική. Παρεμπιπτόντως, εφόσον αυτός δεν κλήθηκε ως μάρτυρας, η απάντηση ασφαλώς δεν αποτελεί μαρτυρία για το αληθές της δήλωσης.

Οι εφεσείουσες κάλεσαν ακόμη ένα μάρτυρα, τον τέως λοχία της αστυνομίας Ν. Μαυρονικόλα, που είχε αφυπηρετήσει το 1990 και γνώριζε για αρκετά χρόνια τον ενάγοντα. Ο μάρτυς κατέθεσε ότι οι αναγνώστες της εφημερίδας “Αλήθεια” πρόσκεινται στο κόμμα του Δημοκρατικού Συναγερμού, του οποίου υπήρξε επαρχιακός οργανωτικός γραμματέας, και ότι ο ίδιος ήταν τακτικός αναγνώστης.  Δε συνέδεσε το δημοσίευμα με τον ενάγοντα. Κι αυτό γιατί γνώριζε ότι ο Χ”Χαραλάμπους είχε συλληφθεί στη Λεμεσό.  Και εξήγησε ότι το σχόλιο “πιθανό να εννοούσε κάποιο αξιωματικό της Λεμεσού Χαραλάμπους ........ όπως γράφεται εκεί στην εφημερίδα αναφέρεται για επίθετο Χαραλάμπους ενώ το επίθετο του ενάγοντα είναι Λεωνίδα και το όνομα του Χαράλαμπος”.  Πρέπει εδώ να λεχθεί ότι σε αυτή βασικά τη σκέψη στηρίχθηκε το επιχείρημα της εφημερίδας ότι δεν ήταν δυνατή η συνταύτιση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού συνόψισε τις μαρτυρίες, απέρριψε το επιχείρημα με τα εξής:

“Είχαμε την ευκαιρία να μελετήσουμε το σχετικό δημοσίευμα, τις μαρτυρίες που δόθηκαν ως επίσης και τις αγορεύσεις των δύο πλευρών, και τα ευρήματα μας για ένα έκαστο των θεμάτων είναι τα ακόλουθα:

(α) Όσον αφορά το πρώτο θέμα ευρίσκουμε ότι το επίδικο [*556]δημοσίευμα αναφερόταν στον ενάγοντα και τούτο γιατί ρητά αναγράφεται το όνομα του και ο βαθμός που αυτός είχε στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου. Επι πλέον ο Ανώτερος Υπαστυνόμος Κονιώτης το εξέλαβε ότι αναφερόταν στον ενάγοντα.  Το γεγονός ότι ο ενάγων δεν προσεκόμισε άλλους μάρτυρες να δώσουν μαρτυρία και ούτε ανέφερε έστω και ένα άλλο όνομα δεν αλλάζει το πιο πάνω εύρημα μας, αλλά θεωρούμε ότι τούτο σχετίζεται περισσότερο με το δεύτερο θέμα αυτό των αποζημιώσεων που ο ενάγων δικαιούται.”

Το κύριο στίγμα της έφεσης είναι πως ο ενάγων δεν απέδειξε ότι το όνομά του, όπως εμφανίζεται στην εφημερίδα, μπορούσε λογικά να συνδεθεί με τον ίδιο. Επομένως ο δυσφημών δεν έχει ευθύνη. Μόνο στην περίπτωση που είχαν προηγηθεί ισχυρισμοί για εξωτερικά γεγονότα στην έκθεση απαιτήσεως, από τα οποία ήταν δυνατό να αναγνωρισθεί ο εφεσίβλητος ως ο δυσφημούμενος, θα ήταν βάσιμη η αγωγή του. Ωστόσο, τέτοια γεγονότα δεν περιλήφθηκαν στο δικόγραφο. Υποστηρίχθηκε περαιτέρω ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προέβη σε ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων και ιδιαίτερα του Μ.Ε.2 Κονιώτη, που έπρεπε να κριθεί αναξιόπιστος. Έπρεπε ακόμη να υπάρχει και στην περίπτωση του μάρτυρα αυτού η κατάλληλη δικονομική υποδομή των ειδικών περιστάσεων που οδήγησαν το μάρτυρα στο συμπέρασμα πως ο ενάγων ήταν ο δυσφημούμενος. Ελέχθη επίσης ότι το δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει αν οι λέξεις “στη φυσική και συνηθισμένη τους έννοια μπορούσαν να εκληφθούν από ένα λογικό άνθρωπο ότι έκαμναν αναφορά στον ενάγοντα”. Αν το δικαστήριο έθετε τέτοιο ερώτημα η αγωγή ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.

Τέλος ο εφεσίβλητος δεν απέδειξε, πως ήταν ο μόνος αξιωματικός στην αστυνομία με ονοματεπώνυμο σαν το δικό του.  Αντιπαρατέθηκε από το δικηγόρο του εφεσίβλητου ότι στο δημοσίευμα δεν προτάχθηκε το επίθετο του ενάγοντος, αλλά απλώς χρησιμοποιήθηκε η γενική πτώση. Περαιτέρω μας είπε πως δεν υπεισερχόταν ζήτημα αξιοπιστίας ή εξωτερικών γεγονότων εφόσον υπήρχε ρητή αναφορά στον ενάγοντα.

Η νομολογία στην οποία μας παρέπεμψε ο κ. Πουργουρίδης δείχνει ότι η εξωτερική μαρτυρία καθίσταται απαραίτητη μόνο στις περιπτώσεις που το λιβελλογράφημα δεν “φωτογραφίζει” απευθείας τον δυσφημούμενο. Στην υπόθεση Bruce v. Odhams Press Ltd. [1936] 1 All E.R. 287, το δημοσίευμα δεν έκαμνε ονομαστική αναφορά στην ενάγουσα αλλά χρησιμοποιήθηκε η φράση “μία αγγλίδα”. Κρίθηκε ότι σωστά διατάχθηκε η παροχή λε[*557]πτομερειών. Κατατοπιστικό είναι το πρώτο μέρος της σύνοψης:

“Τhe plaintiff complained that she was libelled by a newspaper article concerning certain aeroplane smuggling exploits of “an Englishwoman.” The plaintiff was not referred to by name or description, but alleged that the words “an Englishwoman” referred to her. The defendants applied for particulars of the facts from which it was to be inferred that the plaintiff was the person referred to.”

Άλλη υπόθεση στην οποία μας παρέπεμψε είναι η Grubb v. Bristol United Press Ltd. [1962] 2 All E.R. 380, που μας διαφωτίζει ικανοποιητικά αναφορικά με το ερώτημα πότε ανακύπτει η ανάγκη για τη χρήση εξωτερικών γεγονότων:

“In an action for defamation -

(i) an innuendo properly so called, which is an allegation that words were used in a defamatory sense other than their ordinary meaning, and which provides a separate cause of action, must be supported by extrinsic facts or matters and cannot be founded only on interpretation, because if the words bear the interpretation imputed to them they are defamatory in their natural and ordinary meaning; unless, therefore, an innuendo has the support of extrinsic fact [which should be pleaded in accordance with R.S.C., Ord. 19, r. 6(2)], it should not go to the jury but should be struck out in the interlocutory stages of the action......”

Η έρευνα μας εντόπισε την απόφαση Hayward v. Thompson and Others [1981] 3 All E.R. 450. Εκεί η αναφορά στον ενάγοντα αρχικά δεν έγινε ονομαστικά, αλλά σε κάποιον “πλούσιο ευεργέτη του Κόμματος των Φιλελευθέρων”. Μας ενδιαφέρει η παράγραφος 3 του σκεπτικού:

“(3) Although the plaintiff should have specified in the pleadings the particular persons to whom the words complained of had been published and the special circumstances known to those persons, it was open to the plaintiff at the trial to expand his case and draw attention to other persons who had read the article as referring to the plaintiff. However, since the defendants had raised no objection to the plaintiff’s failure to give such particulars, the jury were entitled to take into account all the evidence and give it such weight as they thought fit and they might well have inferred that many people on reading the [*558]first article understood it to refer to the plaintiff.”

Στην κρινόμενη υπόθεση υπάρχει ειδοποιός διαφορά από τις δύο πρώτες προαναφερθείσες, που καθιστούσε αχρείαστη την επίκληση εξωτερικής μαρτυρίας. Το δημοσίευμα κατονόμαζε τον ενάγοντα. Τα δύο συστατικά του ονοματεπωνύμου συμπίπτουν απόλυτα. Μόνο που οι εφεσείουσες αντιστρέφουν το ονοματεπώνυμο για να δείξουν ότι πρόκειται για άλλο πρόσωπο. Αλλά ο συντάκτης του κειμένου χρησιμοποιεί γενική πτώση.  Δεν είναι όμως μόνο το ίδιο όνομα ή έστω η ομοιότητά του. Είναι η ιδιότητα του ενάγοντα ως αξιωματικού στην αστυνομική δύναμη, στοιχείο που εμπεδώνει και διακρίνει την ταυτότητά του. Δεν υπήρχε επομένως χρεία για ισχυρισμούς περί ειδικών περιστάσεων. Περαιτέρω ό,τι είπε ο εφεσίβλητος για τη λήψη τηλεφωνημάτων δεν αμφισβητήθηκε σοβαρά. Τη σημασία τέτοιας μαρτυρίας υπογραμμίζει ο δικαστής Denning στη Hayward, ανωτέρω, (454 και 455):

“.... the most telling evidence came from Mr. Hayward himself. He said that in the Bahamas, after the article, the telephone never stopped ringing, day or night, either at home or at the office.”

Σύμφωνα με το Phipson on Evidence, 13η έκδοση, παράγ. 39-30, σελ. 986, εκτός στην περίπτωση που “the plaintiff is not expressly named”, μνεία των περιβαλλόντων την υπόθεση περιστατικών μπορεί να γίνει δεκτή.  Σχετικό είναι και ότι αναφέρει ο Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 28 στη σελ. 20,  παραγ. 39:

“Where the plaintiff is referred to by name, or otherwise clearly identified, the words are actionable even if they were intended to refer to some other person, and both the plaintiff and the other person may have a cause of action.”

O ενάγων δεν επιφορτίζεται με το καθήκον να αποδείξει πως δεν υπάρχει άλλο πρόσωπο με το ίδιο όνομα.  Άλλωστε δε θα είχε καμιά σημασία, όπως προκύπτει από το απόσπασμα που μόλις διαβάσαμε.

Το παράπονο για την παράλειψη του δικαστηρίου που δίκασε να αξιολογήσει τις μαρτυρίες, στο βαθμό φυσικά που η διαδικασία αυτή χρειάζεται, δεν ευσταθεί. To δικαστήριο συνόψισε τη μαρτυρία και των δύο πλευρών, αλλά δέχθηκε εκείνη του ενάγοντα.  Δεν υπάρχει φόρμουλα αξιολόγησης.  Είναι όμως φανερό ότι το δικαστήριο έκαμε την επιλογή του ύστερα από στάθμιση της μαρτυρίας, την οποία και εξέθεσε στην απόφαση του.  Δεν [*559]πεισθήκαμε πως η μαρτυρία Κονιώτη δεν έπρεπε να γίνει πιστευτή. Η ανάγνωση των εφημερίδων για επισήμανση θεμάτων που ενδιέφεραν την αστυνομία ήταν ανάμεσα στα καθήκοντά του. Υπό τις συνθήκες ήταν φυσιολογικό να σκεφθεί ότι εμπλεκόταν ο ενάγων και να τον ενημερώσει. Είναι επίσης η μαρτυρία για τα τηλεφωνήματα που δεχόταν ο ενάγων. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το δημοσίευμα αναφερόταν στον ενάγοντα, υπό το πρίσμα των παραπάνω δεδομένων και παρατηρήσεων μας, είναι αδιάσειστο.

Το εναπομείναν ζήτημα - που είναι το αντικείμενο της αντέφεσης - αφορά το ποσό της αποζημίωσης. Το πρωτόδικο δικαστήριο την καθόρισε σε £600.  Ο κ. Γεωργιάδης υποστήριξε πως αυτό είναι υπερβολικά χαμηλό. ενώ ο δικηγόρος των εναγομένων είπε ότι παρόλο που είναι μεγάλο εντούτοις βρίσκεται μέσα στα επιτρεπτά όρια.

Στην Π.Ε. 8000 “Αλήθεια” Εκδοτική Εταιρεία Λτδ. v. Ανδρέα Νικολάου, ημερ. 14/5/93, το Εφετείο, με απόφαση του Πική Δ., όπως ήταν τότε, επανέλαβε τις δύο βασικές αρχές που καθιστούν δυνατή την επέμβαση σε πρωτόδικη απόφαση αυτής της φύσεως: το δικάσαν δικαστήριο πρέπει να καθοδηγήθηκε λανθασμένα αναφορικά με τις αρχές που προσδιορίζουν το μέτρο της αποζημίωσης. Πρόσθετα ή διαζευκτικά πρέπει να διαπιστωθεί, με τρόπο αντικειμενικό, το στοιχείο της υπερβολής.  Να είναι δηλαδή το ποσό που επιδικάστηκε έκδηλα χαμηλό ή υπέρογκο.  Το σωστό μέτρο είναι πάντοτε συνυφασμένο με τη λογικότητα: Lewis v. Daily Telegraph Ltd. [1964] Α.C. 234. Ως κατακλείδα μπορεί να αναφερθεί ότι η αποζημίωση πρέπει να διατηρείται σε ρεαλιστικά πλαίσια και να αντανακλά τις συνθήκες της κάθε περίπτωσης.

Η πρωτόδικη απόφαση θεώρησε δύο παράγοντες περιοριστικούς του ύψους της αποζημίωσης:  ότι οι εφεσείουσες προσφέρθηκαν, στην περίπτωση καταδίκης τους από το δικαστήριο, να προβούν σε απολογία (παράγραφος 9 της υπεράσπισης) και δεύτερο πως ο ενάγων, “δεν απέδειξε και ούτε υπέστη καμιά ζημιά στη σταδιοδρομία του ή οτιδήποτε άλλο”.

Και στις δύο περιπτώσεις η καθοδήγηση είναι λανθασμένη.  Η δήλωση στην υπεράσπιση για πρόθεση προσφοράς απολογίας σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής δεν είναι μετριαστικό της αποζημίωσης στοιχείο. Και δε συντρέχει καμιά από τις προϋποθέσεις που θέτει είτε το άρθρο 23 είτε το άρθρο 24 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, που καθιστούν, αντίστοιχα, την απολογία με[*560]τριαστικό παράγοντα ή υπεράσπιση. Περαιτέρω, ο ενάγων δεν χρειαζόταν να αποδείξει τα προαναφερθέντα στοιχεία.  Δεν απαιτείται να επέλθει πράγματι αυτό το είδος της βλάβης που αναφέρει η εκκαλούμενη απόφαση.  Το δικαστήριο επικρότησε πρόσφατα την αυξητική τάση στην παροχή αποζημιώσεων σε περιπτώσεις λιβέλλων κατ’ αναλογία με την ίδια τάση που παρατηρήθηκε σε αγωγές για σωματικές βλάβες. Αντικείμενο της δικαστικής προστασίας είναι η προσωπικότητα και η αξία του ανθρώπου: Π.Ε. 8389 Ηνωμένοι Δημοσιογράφοι ΔΙΑΣ ΛΤΔ. κ.ά. v. Σταύρου Ναθαναήλ, ημερ. 19/11/93 (απόφαση Αρτεμίδη, Δ.).

Είναι ορθό, όπως υπέδειξε το πρωτοδικο δικαστήριο, ότι το δημοσίευμα είναι στις εσωτερικές σελίδες και δεν είναι η περίπτωση άρθρου σε περίοπτη θέση στην πρώτη σελίδα. Δεν γνωρίζουμε πόσα φύλλα της εφημερίδας διανέμονται καθημερινά.  Ο Διευθυντής της, παρά τις επίμονες ερωτήσεις του δικηγόρου του εφεσίβλητου, απέφυγε να απαντήσει σχετικό ερώτημα. Η εφημερίδα όμως αυτή έχει παγκύπρια κυκλοφορία. Η κατηγορία που εκτοξεύθηκε κατά του ενάγοντα είναι από τις πιο σοβαρές. Και την κάμνει ακόμη πιο σοβαρή η ιδιότητα που είχε ο ενάγων. Είναι από τις περιπτώσεις που το δημοσίευμα προκαλεί πράγματι βαθύ ρήγμα στην τιμή και υπόληψη ενός ανθρώπου. Ας σημειωθεί πως ο εφεσίβλητος ήταν ευρύτατα γνωστός γιατί εκτός από αξιωματικός της αστυνομίας υπήρξε και πρωταθλητής της σφαιροβολίας.

Η ελευθερία του λόγου και του τύπου είναι κατοχυρωμένη από το άρθρο 19 του Συντάγματος και είναι απόλυτα σεβαστή.  Η ελευθερία όμως αυτή πρέπει να εναρμονίζεται με τα άλλα ανθρώπινα δικαιώματα, που προστατεύει επίσης το Σύνταγμα, όπως η τιμή και η καλή φήμη των άλλων. Έχοντας υπόψη κάθε σχετικό παράγοντα κρίνουμε ότι το ποσό που επιδικάστηκε είναι κατάδηλα ανεπαρκές. Το καθορίζουμε σε £2.000.

Το αποτέλεσμα είναι ότι η έφεση απορρίπτεται. Με έξοδα σε βάρος των εφεσειουσών. Η αντέφεση όμως πετυχαίνει με αποτέλεσμα την αύξηση της αποζημίωσης από £600 σε £2.000.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειουσών. Η αντέφεση επιτυγχάνει με αποτέλεσμα την αύξηση της αποζημίωσης από ΛΚ600 σε ΛΚ2.000.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο