(1997) 1 ΑΑΔ 565
[*565]21 Mαΐου, 1997
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
MEDCON CONSTRUCTION LTD,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
v.
ΝΙΚΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ KAI AΛΛOY,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας,
(Πολιτική Έφεση Αρ. 8643).
Αστικά Αδικήματα — Αμέλεια — Πρόκληση ζημιάς σε κατοικία από κατασκευαστικά έργα υπεραστικού δρόμου — Η πρόκληση της ζημιάς ήταν προβλεπτή αλλά και αποτέλεσμα της αμέλειας των εναγομένων — Απαίτηση συνεισφοράς στις αποζημιώσεις από τους τριτοδιαδίκους — Δεν εκαλύπτετο από το συμβόλαιο μεταξύ εναγομένων και τριτοδιαδίκων.
Αστικά Αδικήματα — Ιδιωτική οχληρία — Ποία τα συστατικά της στοιχεία — Ποία η έννοια της μη εύλογης επέμβασης που καθιστά την πράξη οχληρία.
Δίκαιο των Συμβάσεων — Ερμηνεία όρων σύμβασης — Πρέπει να ερμηνεύονται σε συνάρτηση με το κείμενο στο οποίο αναφέρονται — Όρος σε σύμβαση κατασκευαστικών οδικών έργων για αποζημίωση ή συνεισφορά από τον τριτοδιάδικο προς την κατασκευάστρια εταιρεία αναφορικά με την καταβολή αποζημιώσεων για πρόκληση αναπόφευκτης ζημιάς — Κρίθηκε ότι δεν κάλυπτε την ζημιά που προκλήθηκε λόγω αμελείας και/ή οχληρίας της εταιρείας.
Λέξεις και Φράσεις — “Reasonableness” στο σύγγραμμα Textbook on Torts, Michael A. Jones.
Λέξεις και Φράσεις — “Παράνομη” (unlawful) στο σύγγραμμα Textbook on Torts, Michael A. Jones.
Η αξίωση της ενάγουσας-εφεσίβλητης ήταν για αποζημιώσεις για ζημιές που υπέστη η κατοικία της σαν αποτέλεσμα της χρήσης μηχανημάτων για την κατασκευή του παρακαμπτήριου δρόμου Λε[*566]μεσού. Οι εναγόμενοι-εφεσείοντες ήταν η εταιρεία που ανέλαβε εργολαβικώς την κατασκευή του δρόμου. Οι τελευταίοι συνένωσαν το Γενικό Εισαγγελέα ως τριτοδιάδικο ως εκπρόσωπο της κυβέρνησης η οποία ανέθεσε το έργο στους εφεσείοντες-εναγομένους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι:
1. Η πρόκληση της ζημιάς οφείλετο στις ενέργειες των εναγομένων.
2. Η πρόκληση της ζημιάς ήταν προβλεπτή αλλά και αποτέλεσμα της αμέλειας των εφεσιβλήτων-εναγομένων.
3. Η αγωγή ήταν θεμελιωμένη και στο αδίκημα της οχληρίας, σύμφωνα με τα ουσιώδη γεγονότα.
4. Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι δεν εδικαιούντο σε συνεισφορά ή αποζημίωση εκ μέρους των τριτοδιαδίκων.
Με τους λόγους της έφεσης, οι εφεσείοντες προσβάλλουν βασικά την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο καθώς και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε.
Αποφασίστηκε ότι:
Στις περιπτώσεις επέμβασης αναφορικά με την απόλαυση της ακίνητης ιδιοκτησίας η θέση της μη εύλογης επέμβασης είναι ουσιαστικής σημασίας. Αυτό όμως δεν ισχύει σε περίπτωση πρόκλησης φυσικής ζημιάς στο ακίνητο. Στην δεύτερη περίπτωση, το γεγονός ότι ο εναγόμενος ενήργησε με όλη την εύλογη φροντίδα και επιμέλεια, δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι η χρήση της γης ήταν εύλογη. Αν η επέμβαση στην ιδιοκτησία του ενάγοντα είναι τέτοια ώστε να ισοδυναμεί με οχληρία παρ’ όλη την άσκηση επιμέλειας εκ μέρους του εναγομένου τότε η χρήση θεωρείται ως μη εύλογη.
Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την απόδειξη αμέλειας όσο και οχληρίας εκ μέρους των εφεσειόντων-εναγομένων είναι ορθή.
Η απαίτηση των εφεσειόντων-εναγομένων για συνεισφορά από τους τριτοδιάδικους στις αποζημιώσεις δεν ευσταθεί, αφού με βάση τη σύμβαση μεταξύ τους, τέτοια συνεισφορά ή αποζημίωση ήταν πληρωτέα μόνο στις περιπτώσεις απαιτήσεων όπου η πρόκληση της ζημιάς ήταν αναπόφευκτη. Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι, απέτυχαν να επιδείξουν τη δέουσα προσοχή και δεξιοτεχνία στον τρόπο διε[*567]ξαγωγής των εργασιών τους, ώστε να αποφευχθεί η οχληρία.
Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθά και ως εκ τούτου δεν χωρεί καμιά επέμβαση του Εφετείου σ’ αυτά.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων-εναγομένων.
H έφεση απορρίφθηκε, με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.
Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:
Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542,
Αριστοδήμου v. Χαραλάμπους (1990) 1 A.A.Δ. 319,
Rapier v. London Tramways Co. [1893] 2 Ch. 588,
Andreae v. Selfridge & Co Ltd [1938] Ch. 1.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Kαλλής, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 27 Δεκεμβρίου, 1991 (Aρ. Aγωγής 3351/85), με την οποία επιδικάσθηκε το ποσό των £3.642,25 υπέρ της ενάγουσας ως αποζημιώσεις για ζημιές που υπέστη η κατοικία της λόγω της χρήσης μηχανημάτων που προκαλούσαν δονήσεις του εδάφους, κατά την κατασκευή του παρακαμπτήριου δρόμου Λεμεσού.
Μ. Ηλιάδης για Τ. Παπαδόπουλο, για τους Εφεσείοντες.
Ντ. Παπαδόπουλος για Θεοφίλου, για την Εφεσίβλητη.
Σ. Θεοδούλου, για Γενικό Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητο-Τριτοδιάδικο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Αρτέμης.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η απαίτηση της εφεσίβλητης-ενάγουσας πηγάζει από τα γεγονότα που περιβάλλουν την κατασκευή του παρακαμπτήριου δρόμου Λεμεσού, η οποία άρχισε το 1985. Η [*568]αξίωση της εφεσίβλητης ήταν για αποζημιώσεις για ζημιές που υπέστη η κατοικία της, που βρισκόταν κοντά στον πιο πάνω δρόμο, σαν αποτέλεσμα της χρήσης μηχανημάτων από τους εφεσείοντες-εναγόμενους, τα οποία προκαλούσαν δονήσεις του εδάφους. Όπως διαμορφώθηκε τελικά η αγωγή αυτή στρεφόταν εναντίον των εναγομένων-εφεσειόντων, που ήταν η εταιρεία που ανέλαβε εργολαβικώς την κατασκευή του δρόμου.
Οι τελευταίοι συνένωσαν το Γενικό Εισαγγελέα ως τριτοδιάδικο ως εκπρόσωπο της κυβέρνησης, η οποία ανέθεσε το έργο στους εφεσείοντες-εναγόμενους. Η απαίτηση των εφεσιβλήτων-εναγομένων εναντίον των τριτοδιαδίκων ήταν για συνεισφορά ή κάλυψη της αποζημίωσης που ενδεχομένως θα επεδικάζετο υπέρ της εφεσίβλητης-ενάγουσας.
Το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιόν του, προσδιόρισε τα επίδικα θέματα ως ακολούθως:
“(1) Κατά πόσο η κατοικία της ενάγουσας έχει υποστεί οποιαδήποτε ζημιά από τη χρησιμοποίηση του δονητικού κύλινδρου.
(2) Εάν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική ποιό είναι το ύψος της ζημιάς και- συγκεκριμένα - ποιά η απαιτούμενη δαπάνη για την επιδιόρθωσή της.
(3) Κατά πόσο οι εναγόμενοι ευθύνονται για την πρόκληση της ζημιάς.
(4) Εάν η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι καταφατική κατά πόσο οι εναγόμενοι δικαιούνται σε συνεισφορά ή αποζημίωση από τον Τριτοδιάδικο.”
Το πρώτο επίδικο θέμα απαντήθηκε καταφατικά από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο ακολούθως προχώρησε στο δεύτερο επίδικο θέμα και προσδιόρισε το ύψος των ζημιών. Ας σημειωθεί ότι ο λόγος έφεσης που αφορούσε το ύψος των αποζημιώσεων απεσύρθη κατά τη διάρκεια της ακρόασης της έφεσης. Εξετάζοντας το τρίτο επίδικο θέμα, το Δικαστήριο θεώρησε τους εναγομένους υπεύθυνους με βάση τόσο το αδίκημα της αμέλειας όσο και της ιδιωτικής οχληρίας. Tέλος, προχωρώντας και εξετάζοντας το επίδικο θέμα (4), το απάντησε αρνητικά αφού ερμήνευσε σχετικούς όρους του συμβολαίου μεταξύ των εφεσειόντων-εναγομένων και των τριτοδιαδίκων και απέρριψε την [*569]απαίτηση των εφεσειόντων για συνεισφορά ή αποζημίωση.
Με τους λόγους έφεσης οι εφεσείοντες βασικά προσβάλλουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο καθώς και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε, τα οποία χαρακτηρίζουν ως αδικαιολόγητα. Συγκεκριμένα υπέβαλαν ότι το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν εύλογα προβλεπτό ότι το δονητικό μηχάνημα που χρησιμοποιούσαν οι εφεσείοντες θα προκαλούσε ζημιές στην κατοικία, λανθασμένα εκτίμησε τη μαρτυρία των ειδικών και αναφορικά με τη σύμβαση μεταξύ των εφεσειόντων -εναγομένων και των τριτοδιαδίκων υπέβαλε ότι αυτή ερμηνεύθηκε λανθασμένα, οδηγώντας το Δικαστήριο και σε λανθασμένο συμπέρασμα επί του θέματος.
To πρωτόδικο δικαστήριο εκτιμώντας τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του, προτίμησε εκείνη των εμπειρογνωμόνων της εφεσίβλητης-ενάγουσας (Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3), παρατηρώντας αφενός μεν ότι οι Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 σε ουσιώδεις ερωτήσεις που τους υποβλήθηκαν δήλωσαν ότι δεν ήταν ειδικοί, επισημαίνοντας αφετέρου ότι η μαρτυρία των Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3 ήταν “πλήρως τεκμηριωμένη και λεπτομερέστατη και περιείχε όλα τα επιστημονικά κριτήρια για σκοπούς ελέγχου της ακρίβειας των συμπερασμάτων τους”. Επιπρόσθετα, αναφέρθηκε στη μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους της εφεσίβλητης - ενάγουσας που ήταν ότι πριν ξεκινήσουν οι εργασίες στο δρόμο η κατοικία βρισκόταν σε πολύ καλή κατάσταση και δεν υπήρχε οποιαδήποτε ρωγμή στους τοίχους του οικοδομήματος ενώ οι ρωγμές άρχισαν να φαίνονται και να πολλαπλασιάζονται μετά τη λειτουργία του δονητικού μηχανήματος, γεγονός που υποστήριζε το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε. Έτσι βρίσκουμε ότι το εύρημα του δικαστηρίου ότι αποδείχθηκε ότι αιτία της πρόκλησης των ζημιών στην κατοικία της ενάγουσας ήταν οι ενέργειες των εφεσειόντων-εναγομένων εδικαιολογείτο από τη μαρτυρία. Κατά συνέπεια, δεν αφήνεται περιθώριο επέμβασής μας.
Αναφορικά με την ευθύνη των εφεσειόντων-εναγομένων και το προβλεπτό της πρόκλησης ζημιάς, το Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στο επίπεδο επιμέλειας που έπρεπε να επιδείξουν οι εναγόμενοι με αναφορά στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts 15th Ed. para. 10-47, αναφέρει τα ακόλουθα:
“Οι εργασίες διεξάγοντο σε πολύ κοντινή απόσταση, (περίπου 10 μέτρα) από την κατοικία της ενάγουσας· ήταν εύλογα προβλεπτό ότι το δονητικό μηχάνημα που χρησιμοποιού[*570]σαν οι εναγόμενοι θα προκαλούσε δονήσεις. Ήταν επίσης εύλογα προβλεπτό ότι οι δονήσεις θα έφθαναν μέχρι την κατοικία της ενάγουσας και θα της προκαλούσαν ταλαντώσεις. Περαιτέρω ήταν καθόλα εύλογα προβλεπτό ότι οι ταλαντώσεις θα προκαλούσαν ρωγμές ή άλλη ζημιά στην κατοικία. Τι αναμένετο λοιπόν να πράξουν οι εναγόμενοι; Σύμφωνα με τον ίδιο τον μάρτυρα τους (Μ.Υ.2) έπρεπε να μελετήσουν τη δομή της οικοδομής πριν χρησιμοποιήσουν τον κύλινδρο. Περαιτέρω το επίπεδο προσοχής των εναγομένων φαίνεται στην μαρτυρία του Μ.Ε.3 - Παπαδόπουλλου. Σύμφωνα με αυτήν την μαρτυρία όταν προβλέπεται ότι είναι πιθανόν να προκληθεί ζημιά σε οικοδομή από μηχανήματα που προκαλούν δονήσεις πρέπει να επιθεωρείται και να αποτυπώνεται η οικοδομή προ της υποβολής της στους κραδασμούς. Επίσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι συνεχείς δονήσεις από μηχανήματα είναι δυνατό να προκαλέσουν σημαντικά μεγαλύτερη απόκριση στη Κύπρο και πρέπει να μειώνεται η ένταση λειτουργίας των μηχανημάτων.
Είναι πρόδηλο από την μαρτυρία - και έτσι βρίσκω - ότι οι εναγόμενοι παρέλειψαν να λάβουν οποιοδήποτε μέτρο προς την κατεύθυνση που υποδεικνύεται πιο πάνω. Τόσο από την μαρτυρία του Μ.Ε.3 όσο και από την μαρτυρία του Μ.Υ.2 και όχι μόνο αυτό αλλά αγνόησαν παντελώς τις υποδείξεις και προτροπές του επιβλέποντα μηχανικού των Δημοσίων Έργων να λειτουργήσουν τον κύλινδρο με πιο χαμηλή ένταση. Επομένως δεν έχουν επιδείξει το αναμενόμενο από αυτούς επίπεδο προσοχής (βλ. Clerk & Lindsell πιο πάνω) και είναι για το λόγο αυτό υπαίτιοι αμέλειας. Αφού έχω βρει τους εναγομένους ένοχους για αμέλεια πρέπει να προσθέσω ότι οι εναγόμενοι συνέχισαν την διεξαγωγή των εργασιών τους με τον ίδιο τρόπο και όταν ακόμη τους υποδεικνύετο από τον Μ.Ε.4 ότι προκαλούσαν ζημιά. Επομένως στο στάδιο εκείνο δεν εγείρετο καν θέμα πρόβλεψης της ζημιάς γιατί η ζημιά ήταν ορατή και δακτυλοδείχνετο.”
Εν όψει της μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο, βρίσκουμε ότι ήταν εντός της διακριτικής του εξουσίας να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πρόκληση ζημιάς στην κατοικία της εφεσίβλητης-ενάγουσας ήταν και προβλεπτή αλλά και αποτέλεσμα της αμέλειας των εφεσιβλήτων-εναγομένων, συμπέρασμα με το οποίο συμφωνούμε, βρίσκοντας ότι οι εφεσείοντες δεν μας έχουν ικανοποιήσει για οτιδήποτε μεμπτό στη συμπερασματική αυτή κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου που [*571]να επέτρεπε ή να δικαιολογούσε την επέμβασή μας.
Περαιτέρω, με βάση τα δικόγραφα και την ενώπιόν του μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι η αγωγή ήταν θεμελιωμένη και στο αδίκημα της οχληρίας, παρόλον ότι η βάση της αγωγής αυτής δεν αναφερόταν ρητά στα δικόγραφα αλλά προέκυπτε από τα ουσιώδη γεγονότα που περιγράφονταν εκεί. (Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542, 552 και Αριστοδήμου v. Χαραλάμπους, Π.Ε. 6831, ημερ. 11.5.90).
Η ιδιωτική οχληρία συνίσταται σε παράνομη επέμβαση στη χρήση ή απόλαυση ακίνητης ιδιοκτησίας κάποιου προσώπου, ή κάποιου δικαιώματος επί ή σε σχέση με αυτή. Αναφορικά με τις προεκτάσεις της έννοιας του όρου “παράνομη”, στο σύγγραμμα Textbook on Torts, Michael Α. Jones, 1986, στη σελ.140 αναφέρονται τα ακόλουθα:
“Τhe word “unlawful” is crucial to this definition because it indicates that not all interferences with another’s enjoyment of land will be actionable. It is applied in an ex post facto manner, however, since the interference normally derives its unlawful nature from the fact that it is held to be a nuisance. Most of the activities that give rise to claims in nuisance are, in themselves, perfectly lawful. It is only when the activity interferes with another’s enjoyment of land to such a degree as to be an unreasonable interference that it will be regarded as a nuisance, and thereby ‘unlawful’”.
Η έννοια της μη εύλογης επέμβασης που θα καθιστούσε την πράξη οχληρία σχολιάζεται ως εξής στο ίδιο σύγγραμμα στη σελ. 139:
“‘Reasonableness’ is a term that crops up frequently in relation to both private and public nuisance, but the word is not necessarily used in the same sense as it is used in the tort of negligence. In private nuisance, for example, the issue is not whether the defendant’s conduct has fallen below the standard of the reasonable man, but whether the interference with the plaintiff’s enjoyment of land is unreasonable bearing in mind the nature of the defendant’s activity. This can be translated into the question: was the defendant’s use of land reasonable? The focus shifts from the quality of the defendant’s act, in negligence (was it careless?), to the nature of the plaintiff’s damage and the reasonableness of the defendant’s activity, in [*572]nuisance (although the distinction between activities and acts may be difficult to draw at times). Carelessness may be relevant to the reasonableness of the defendant’s activity, but not necessarily so. An activity which is carried on with all reasonable precautions to prevent harm to others may nonetheless interfere unreasonably with the plaintiff’s rights.”
Στις περιπτώσεις όπου η επέμβαση αφορά την απόλαυση της ακίνητης ιδιοκτησίας, η θέση της είναι ουσιαστικής σημασίας. Τούτο όμως δεν ισχύει σε περίπτωση όπου έχει προκληθεί φυσική ζημιά στο ακίνητο. Ο Μ. Jones στο ίδιο σύγγραμμα στη σελ.141 αναφέρει τα ακόλουθα:
“Where the nuisance causes physical damage to property, however, the nature of the locality is irrelevant. An occupier is entitled to expect protection from physical damage no matter where he lives. This suggests that almost any amount of physical damage will suffice for liability in nuisance, subject to the de minimis principle. The balancing exercise which is undertaken for the purpose of determining whether the defendat’s user of land was reasonable simply does not take place where the damage is physical. Alternatively, the existence of physical damage normally tips the balance irretrievably in the plaintiff’s favour (see Ogus and Richardson [1977] CLJ 284, 297).”
Η γενική αρχή είναι ότι το γεγονός ότι ο εναγόμενος έχει ενεργήσει με όλη την εύλογη φροντίδα και επιμέλεια δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι η χρήση της γης ήταν εύλογη. Αν η επέμβαση στην ιδιοκτησία του ενάγοντα είναι τέτοια ώστε να ισοδυναμεί με οχληρία παρόλη την άσκηση επιμέλειας εκ μέρους του εναγόμενου τότε η χρήση θεωρείται ως μη εύλογη. (Rapier v. London Tramways Co. [1893] 2 Ch. 588, 590).
Αναφορικά με το επίπεδο ευθύνης έχει λεχθεί σε αγγλικές αποφάσεις ότι, γενικά, παρόλον ότι η αμέλεια με τη στενή της έννοια δεν είναι αναγκαίο στοιχείο, εντούτοις κάποιου είδους υπαιτιότητα (fault) είναι αναγκαία και η υπαιτιότητα αυτή έγκειται στην ύπαρξη των συγκεκριμένων ενεργειών που προκαλούν την ζημιά παρά το προβλεπτό των συνεπειών των πράξεων του εναγόμενου.
Στην παρούσα περίπτωση έχουμε ήδη επικυρώσει τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ζημιά που προκλήθηκε [*573]στην κατοικία της εφεσίβλητης-ενάγουσας ήταν αποτέλεσμα των ενεργειών των εφεσειόντων-εναγομένων και ότι τέτοια ζημιά ήταν προβλεπτή. Περαιτέρω, ας σημειωθεί ότι με τους λόγους έφεσής τους οι εφεσείοντες-εναγόμενοι πουθενά δεν αμφισβητούν ρητά το εύρημα για ιδιωτική οχληρία. Εκείνο που αμφισβήτησαν εντούτοις ήταν το προβλεπτό της ζημιάς, που όπως υποδείξαμε πιο πάνω, σχετίζεται με το επίπεδο ευθύνης σε σχέση με το αδίκημα της οχληρίας, αμφισβήτηση που όπως αναφέραμε δεν μπορεί να ευσταθήσει. Ως εκ τούτου, κρίνουμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην παρούσα περίπτωση έχει αποδειχθεί η διάπραξη του αστικού αδικήματος της ιδιωτικής οχληρίας.
Κατά συνέπεια των πιο πάνω βρίσκουμε ότι, τόσο η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την απόδειξη αμέλειας όσο και οχληρίας εκ μέρους των εφεσειόντων-εναγομένων, πρέπει να επικυρωθεί.
Θα προχωρήσουμε τώρα να εξετάσουμε κατά πόσο το Δικαστήριο ορθά απέρριψε το αίτημα των εφεσειόντων-εναγομένων για συνεισφορά ή αποζημίωση εκ μέρους των τριτοδιαδίκων.
Το θέμα εξαρτάται από την ερμηνεία που θα δοθεί στον όρο 22 της συμφωνίας μεταξύ των Τριτοδιαδίκων (Τεκμ. 10) και των εφεσειόντων-εναγομένων σε συνάρτηση με τα πραγματικά γεγονότα.
Οι σχετικές πρόνοιες του όρου 22 διαλαμβάνουν τα ακόλουθα:
“22.(1) The Contractor shall, except if and so far as the Contract provides otherwise, indemnify the Employer against all losses and claims in respect of injuries or damage to any person or material or physical damage to any property whatsoever which may arise out of or in consequence of the execution and maintenance of the Works and against all claims, proceedings, damages, costs, charges and expenses whatsoever in respect of or in relation thereto except any compensation or damages for or with respect to:
(a) ........................................................................................
(b) ........................................................................................
(c) Injuries or damage to persons or property which are the unavoidable result of the execution or maintenance of [*574]the Works in accordance with the Contract.
(d) .........................................................................................
(2) The Employer shall indemnify the Contractor against all claims, proceedings, damages, costs,charges and expenses in respect of the matters referred to in the proviso to sub-clause (1) of this Clause.”
To πρωτόδικο δικαστήριο επικέντρωσε την απόφασή του επί του σημείου στην ερμηνεία του όρου “unavoidable” στην παράγραφο (c ) του όρου 22. Αφού αναφέρθηκε στην έννοια του όρου που δίδεται στο Black’s Law Dictionary κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίδικη ζημιά δεν ήταν αναπόφευκτη υπό τις περιστάσεις. Ο συνήγορος των εφεσειόντων-εναγομένων παραπονείται ότι η ερμηνεία που έδωσε στον πιο πάνω όρο το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν εσφαλμένη γιατί εξέτασε την έννοιά του αφού απέκοψε τον πιο πάνω όρο από τις υπόλοιπες πρόνοιες του συμβολαίου και συγκεκριμένα της φράσης που ακολουθεί τις λέξεις “unavoidable result”, δηλαδή, “of the execution or maintenance of the works in accordance with the contract”. Συμφωνούμε με τη θέση ότι οι διάφοροι όροι θα πρέπει να ερμηνεύονται σε συνάρτηση με το κείμενο στο οποίο αναφέρονται, αλλά διαφωνούμε ότι δεν έπραξε τούτο το πρωτόδικο δικαστήριο. Όπως φαίνεται καθαρά και στη σελίδα 30 της απόφασης το δικαστήριο ρητά αναφέρει “κρίνω ότι οι επίδικες δονήσεις και οι συνεπακόλουθες ζημιές που προκάλεσαν δεν ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της “εκτέλεσης ή συντήρησης των εργασιών σύμφωνα με το συμβόλαιο “ ........... “. Το δικαστήριο επεσήμανε ότι δυνάμει των προδιαγραφών και του συμβολαίου (τεκμ. 9 και 10 αντίστοιχα) οι εναγόμενοι είχαν υποχρέωση να πετύχουν μια συγκεκριμένη συμπίεση, χρησιμοποιώντας δονητικό κύλινδρο. Όμως παρατηρεί ότι δεν είχαν υποχρέωση να χρησιμοποιήσουν τον συγκεκριμένο τύπο κυλίνδρου ή να τον χρησιμοποιήσουν σε μια συγκεκριμένη ένταση. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αν χρησιμοποιείτο ο κύλινδρος στη χαμηλή ένταση δεν θα προκαλούντο δονήσεις. Επίσης βασιζόμενο στη μαρτυρία του Μ.Υ.1 δέχεται ότι η επιθυμητή συμπύκνωση θα μπορούσε να επιτευχθεί με τον κύλινδρο να λειτουργεί στη χαμηλή ένταση, παρόλο ότι θα χρειαζόταν περισσότερος χρόνος για τη συμπλήρωση της εργασίας. Όπως επεσήμανε αργότερα το δικαστήριο με αναφορά στην υπόθεση Andreae v. Selfridge & Co Ltd [1938] Ch. 1, 5 (C.A.), το καθήκον των εναγομένων είναι να λάβουν όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις για να περιοριστεί η οχληρία στο ελάχιστο και δεν αποτελεί απάντηση το ότι αυτό θα [*575]σήμαινε να εργάζονται με καθυστέρηση ή ότι θα δημιουργούσε περισσότερα έξοδα. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι με βάση τις αρχές της πιο πάνω υπόθεσης απέτυχαν οι εφεσείοντες-εναγόμενοι να επιδείξουν τη δέουσα προσοχή και δεξιοτεχνία στον τρόπο διεξαγωγής των εργασιών τους, ώστε να αποφευχθεί η οχληρία.
Επίσης το δικαστήριο επεσήμανε ότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία των Μ.Ε.4 και Μ.Τ. 2 και 3, θα μπορούσε να επιτευχθεί η επιθυμητή συμπίεση και με στατικό κύλινδρο και παρόλο ότι οι εναγόμενοι είχαν συμβατική υποχρέωση να χρησιμοποιήσουν δονητικό κύλινδρο θα μπορούσαν να ζητήσουν τροποποίηση των προνοιών αυτών του συμβολαίου μια και είχαν εγερθεί προβλήματα από τη χρήση του δονητικού κυλίνδρου, κάτι που δεν έπραξαν.
Βρίσκουμε πως με βάση τη μαρτυρία και τις σχετικές νομικές αρχές το δικαστήριο ορθά κατέληξε στα πιο πάνω συμπεράσματά του και ως εκ τούτου δεν χωρεί καμιά επέμβαση του Εφετείου σε αυτά.
Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων-εναγομένων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων-εναγομένων.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο