Aλεξάντρου Xριστάκης Mιχαήλ ν. Kυριακής Γεωργίου Kωμοδρόμου και Άλλου (1997) 1 ΑΑΔ 576

(1997) 1 ΑΑΔ 576

[*576]21 Μαΐου, 1997

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΜΙΧΑΗΛ ΑΛΕΞΑΝΤΡΟΥ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 8586 & 9006).

 

Δίκαιο των Συμβάσεων — Προσδιορισμός της φύσης σύμβασης — Το όνομα που δίνουν τα μέλη στη μεταξύ τους συναλλαγή αν και είναι σχετικό στοιχείο, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας — Πρωτεύοντα ρόλο διαδραματίζει η πρόθεση των συμβαλλομένων, προς αναζήτηση της οποίας συνυπολογίζεται ολόκληρο το περιεχόμενο της σύμβασης — Η ερμηνεία σύμβασης προς προσδιορισμό της φύσης της ως θέμα νομικό, είναι έργο του Δικαστηρίου — Η προσαγωγή εξωγενούς μαρτυρίας είναι επιτρεπτή σε περίπτωση αμφισβήτησης της φύσης της συναλλαγής.

Δίκαιο των Συμβάσεων — Συγκαλυμμένο δάνειο, περιβεβλημένο με τα εξωτερικά γνωρίσματα σύμβασης, προς παράκαμψη της νομοθεσίας ως προς το μέγιστο όριο του επιτρεπόμενου τόκου — Eσφαλμένη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αληθή φύση της συναλλαγής — Oδήγησε σε ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης.

Ο εφεσείων πώλησε στους εφεσίβλητους, δυνάμει σύμβασης η οποία περιγραφόταν ως πωλητήριο έγγραφο, κτήματα στις επαρχίες Λευκωσίας και Λεμεσού έναντι του ποσού των ΛΚ20.000. Συμφωνήθηκε επίσης ότι η μεταβίβαση θα γινόταν ένα χρόνο αργότερα. Η παράγραφος 4 της σύμβασης προνοούσε ότι ο πωλητής θα απαλλάσσεται των υποχρεώσεων του εάν καταβάλει το ποσό των ΛΚ4.800 προς τον αγοραστή ως συμφωνηθείσαν αποζημίωση μαζί με το ποσό των ΛΚ20.000, τίμημα της πώλησης και ο αγοραστής θα υποχρεούται να αποσύρει από το Κτηματολόγιο το πωλητήριο έγγραφο που θα καταθέσει.

[*577]Ο αγοραστής πλήρωσε το ποσό των ΛΚ20.000 και κατέθεσε το έγγραφο στο Κτηματολόγιο βάσει του περί Ειδικής Εκτελέσεως Νόμου.

Οι αγοραστές ζήτησαν με τις αγωγές τους ειδική εκτέλεση της σύμβασης ή αποζημιώσεις για παράβασή της.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι επληρούνταν οι προϋποθέσεις και ενέκρινε το πιο πάνω αίτημα των αγοραστών.

Ο πωλητής ισχυρίστηκε στην έφεσή του, ότι η σύμβαση ήταν συγκαλυμμένο δάνειο περιβεβλημένο με τα εξωτερικά γνωρίσματα συμφωνίας πώλησης προς παράκαμψη της νομοθεσίας ως προς το μέγιστο όριο του επιτρεπομένου τόκου, υπό την απειλή και της προοπτικής της εξασφάλισης διαταγής για ειδική εκτέλεση.

Αποφασίστηκε ότι:

Τόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας όσο και αυτό της Λεμεσού, δεν ασχολήθηκαν με την ανάλυση του περιεχομένου της παραγράφου 4 της σύμβασης.

Η ερμηνεία σύμβασης είναι ζήτημα νομικό και δεν ανήκει στους διαδίκους ή τους μάρτυρές τους ο προσδιορισμός της έννοιας ή της φύσης της σύμβασης.

Η προφορική μαρτυρία, προσάγεται όχι για να αντιπαραταχθεί άποψη ως προς το νόημα του εγγράφου αλλά για να κριθεί η αληθής φύση της συναλλαγής εν όψει του περιεχομένου του εγγράφου ανεξάρτητα από την περιγραφή που της δόθηκε.

Τα γεγονότα της υπόθεσης αποδεικνύουν ότι η ιδιοκτησία των ακινήτων δεν φαίνεται να απασχόλησε τους εφεσίβλητους. Η ουσία της συμφωνίας ήταν η καταβολή του ποσού των ΛΚ20.000 και το ζήτημα αποπληρωμής του μαζί με το ποσό των ΛΚ4.800, το οποίο όπως προβλέφθηκε θα εξοφλείτο με μηνιαίες δόσεις. Πρόκειται περί συγκαλυμμένου δανείου και όσα αφορούν την πώληση και την ειδική εκτέλεση είναι επίπλαστο εφεύρημα που δεν αντιστοιχεί σε πρόθεση σύναψης σύμβασης τέτοιας φύσης.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση. Οι πρωτόδικες αποφάσεις παραμερίζονται. Το θέμα του ποσού των ΛΚ20.000 που εισέπραξε ο εφεσείων και της ευθύνης του απ’ αυτό δεν αφορά την παρούσα διαδικασία.

[*578]H έφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

G.I.P. Constructions Ltd. v. Assiotis (1982) 1 C.L.R. 535,

EPCO (CYPRUS) LTD v. Lartico and Others (1978) 1 A.A.Δ. 201,

Λαζούρας v. Σκυλλουριώτου (1992) 1 Α.Α.Δ. 168,

Γεωργική Εταιρεία Δ. Γ. Φουτάς v. Εταιρεία Βάσος, Έμποροι Γεωργικών Προϊόντων Λτδ. (1993) 1 Α.Α.Δ. 168,

Λάμπρου v. Παράσχου και Άλλων (1993) 1 Α.Α.Δ. 397,

Πολυκάρπου v. Πολυκάρπου (1982) 1 C.L.R. 182,

Re Duke of Marlborough [1894] 2CH. 133,

Re Boyes [1884] 26 CH.D. 531,

Djamal v. The Chief Customs Officer (1961) C.L.R. 372,

Panayiotou v. Island Beach Development Ltd (1985) 1 C.L.R. 623,

Saab and Another v. Holy Monastery of Ayios Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499,

Georghiades v. Georghiades (1988) 1 C.L.R. 428,

Lloyd v. Lloyd [1837] 2 My. & Cr. 192,

Glynn & Co. v. Margetson [1891-4] All E.R. 693.

Eφέσεις.

Eφέσεις από τον εναγόμενο κατά των αποφάσεων των Eπαρχιακών Δικαστηρίων Λευκωσίας και Λεμεσού (Nικολαΐδης, Π.E.Δ. και Γεωργίου, E.Δ., Hλιάδης, Π.E.Δ. και Παμπαλής, E.Δ.) που δόθηκαν στις 7 Nοεμβρίου, 1991 και 30 Ιουνίου, 1993 (Aρ. Aγωγών 1731/88 και 1156/88), με τις οποίες διατάχθηκε η ειδική εκτέλεση των πωλητηρίων εγγράφων που είχαν υπογραφεί μεταξύ των εναγόντων και του εναγόμενου.

[*579]Α. Ευτυχίου, για τον Εφεσείοντα.

Θ. Ιωαννίδης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι διάδικοι υπέγραψαν σύμβαση που περιγράφεται ως “πωλητήριον έγγραφον”. Αφορούσε σε αριθμό ακινήτων στις επαρχίες Λευκωσίας και Λεμεσού και οι εφεσίβλητοι (“αγοραστές”), με αγωγές στα αντίστοιχα επαρχιακά δικαστήρια, ζήτησαν την ειδική εκτέλεσή της ή αποζημιώσεις για παράβασή της. Κατέληξαν και τα δύο Δικαστήρια πως πληρούνταν οι προϋποθέσεις και ενέκριναν το βασικό αίτημα.  Τρία όμως από τα ακίνητα ουδέποτε ανήκαν στον εφεσείοντα (“πωλητή”) και, ως προς αυτά, το πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού επεδίκασε αποζημιώσεις.

Στις δύο εφέσεις που ασκήθηκαν διατυπώθηκαν και λόγοι έφεσης που αφορούσαν σε επί μέρους χειρισμούς των δύο Δικαστηρίων. Ως προς το πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, αναφορικά με τον τρόπο της αξιολόγησης εξωγενούς μαρτυρίας που κρίθηκε ότι ήταν επιτρεπτό να προσαχθεί.  Ως προς το πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αναφορικά με την κρίση του πως δεν ήταν επιτρεπτή η προσαγωγή εξωγενούς μαρτυρίας.  Αυτά, όμως, προτάθηκαν ως δευτερεύοντα.  Το κύριο ζήτημα και στις δύο εφέσεις ήταν το ίδιο και υιοθετήσαμε την εισήγηση των δύο πλευρών για την συνεκδίκασή τους.

Η υπεράσπιση του εφεσείοντα στις δύο αγωγές ήταν ταυτόσημη.  Παρά την περιγραφή του εγγράφου και ορισμένες από τις πρόνοιές του, στην πραγματικότητα δεν ενσωματώνει συμφωνία για πώληση. Ήταν συγκαλυμμένο δάνειο, απλώς περιβλημένο με τα εξωτερικά γνωρίσματα συμφωνίας πώλησης, προς παράκαμψη της νομοθεσίας ως προς το μέγιστο όριο του επιτρεπόμενου τόκου, υπό την απειλή και της προοπτικής της εξασφάλισης διαταγής για ειδική εκτέλεση.  Είναι σε αυτά που επικεντρώθηκε και η συζήτηση ενώπιόν μας και δέχονται και οι εφεσίβλητοι πως οι πρωτόδικες αποφάσεις θα παραμείνουν χωρίς υπόβαθρο αν φανεί βάσιμη η θέση του εφεσείοντα. Αφού αποτελεί την προϋπόθεσή τους η ύπαρξη σύμβασης πώλησης.

Είναι η εισήγηση του εφεσείοντα πως, ανεξάρτητα από τα πε[*580]ρί την εξωγενή μαρτυρία, αποκαλύπτει την πραγματική φύση της συμφωνίας το ίδιο το κείμενό της. Και παραπονείται γιατί τα πρωτόδικα δικαστήρια, με την παράλειψή τους να ενδιατρίψουν στις ιδιαίτερες πρόνοιές της και το συνολικό τους αποτέλεσμα, ουσιαστικά δεσμεύτηκαν από χαρακτηρισμούς. Αντίθετα προς τη νομολογία πως στην ερμηνευτική προσπάθεια προς αναζήτηση της πρόθεσης των συμβαλλομένων συνυπολογίζεται ολόκληρο το περιεχόμενο της σύμβασης, χωρίς εκ προοϊμίου δεσμεύσεις τέτοιας φύσης. Επικαλέστηκαν την υπόθεση G.I.P. Constructions Ltd v. Assiotis (1982) 1 C.L.R. 535 και τη σύνοψη του θέματος στους Halsbury’s Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, σ. 381 κ.επ.

Οι εφεσίβλητοι δεν διαφώνησαν βέβαια ως προς τις αρχές.  Με αναφορά στις υποθέσεις EPCO (CYPRUS) LTD v. Lartico and Others (1978) 1 A.A.Δ. 201, Λαζούρας v. Σκυλλουριώτου (1992) 1 Α.Α.Δ. 168, Γεωργική Εταιρεία Δ.Γ. Φουτάς v. Εταιρείας Βάσος, Έμποροι Γεωργικών Προϊόντων Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 7957, ημερομηνίας 30/3/93 και Α. Κώστα Λάμπρου v. Γεωργίου Μιχαήλ Παράσχου κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 8077, ημερομηνίας 14/6/93, σε σχέση με τον κανόνα πως είναι από το σύνολο της σύμβασης και με γνώμονα το κείμενό της που προσδιορίζεται η φύση της όπως τη θέλησαν οι συμβαλλομένοι, υποστήριξαν τις πρωτόδικες αποφάσεις.  Εισηγήθηκαν όμως ταυτόχρονα πως η συμβατική πρόνοια στην οποία στηρίχτηκαν τα επιχειρήματα του εφεσείοντα ήταν, όπως θεώρησε και το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, “μια λεπτομέρεια”.

Αναφέρονται στη σύμβαση ως αντικείμενο “πώλησης” ένα διαμέρισμα τριών υπνοδωματίων και δύο καταστήματα στο Στρόβολο, μία οικία με δύο δωμάτια και αυλή στον Άγιο Γεώργιο Λεμεσού και δύο χωράφια και ένα αμπέλι στην επαρχία Λεμεσού. Περιγράφονται όλα ως ιδιοκτησία του εφεσείοντα, που δεν ήταν βέβαια αληθές, και κατά τις πρώτες παραγράφους του “πωλητηρίου εγγράφου”, “πωλούνταν” στους εφεσιβλήτους. Το “τίμημα” για όλα ορίστηκε στις £20.000, ποσό που πληρώθηκε έκτοτε στον εφεσείοντα.  Εντούτοις, συμφωνήθηκε πως η μεταβίβαση της κυριότητας των ακινήτων θα γινόταν ένα ολόκληρο χρόνο αργότερα. Ακολουθεί στο έγγραφο η παράγραφος 4.  Είναι στη σημασία της που στηρίχθηκε ο εφεσείων και την παραθέτουμε ολόκληρη:

“Συμφωνείται περαιτέρω και γίνεται αποδεκτόν εκατέρωθεν ότι ο Πωλητής εφ’ όσον ήθελεν καταβάλει προς τον Αγορα[*581]στήν Λ.Κ. 4,800 (τέσσερις χιλιάδες και οκτακόσιες λίρες Κύπρου) ως συμφωνηθείσαν αποζημίωσιν, διά μηνιαίων δόσεων εκ Λ.Κ. 400.- (τετρακοσίων λιρών Κύπρου) της πρώτης δόσεως ούσης πληρωτέας την 19.1.1987 και ούτω καθ’ εξής την 19ην ημέρα εκάστου επομένου μηνός ως και το προς αυτόν καταβληθέν ποσόν των Λ.Κ. 20,000 (είκοσι χιλιάδων λιρών Κύπρου) μέχρι την 18ην Δεκεμβρίου 1987 θα απαλλάττεται των υποχρεώσεων του των απορρεουσών εκ των προνοιών του παρόντος εγγράφου και ο Αγοραστής θα υποχρεούται όπως αποσύρει εκ του κτηματολογίου το κατατεθεισόμενον υπ’ αυτού παρόν πωλητήριον έγγραφον.

Παράλειψις πληρωμής οιασδήποτε δόσεως ή μέρους αυτής κατά τας ως άνω αναφερομένας ημερομηνίας θα αποστερεί τον Πωλητήν του δικαιώματος απαλλαγής των υποχρεώσεων του εκ των προνοιών του παρόντος εγγράφου.”

Η παράγραφος 5 θέλει όλους τους όρους του εγγράφου ουσιώδεις, η παράγραφος 6 επιβαρύνει τον εφεσείοντα με όλα τα έξοδα και δαπάνες και, κατά την παράγραφο 7, που είναι η τελευταία, “ο Αγοραστής θα καταθέσει το παρόν έγγραφο στο Κτηματολόγιον βάσει του περί Ειδικής Εκτελέσεως Νόμου”.  Πράγμα που έγινε, εξ ου και η πρωτόδικη κατάληξη. Η απόφαση μάλιστα του πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας περιορίστηκε μόνο σ’ αυτά.  Στις προϋποθέσεις δηλαδή της νομοθεσίας σε σχέση με την ειδική εκτέλεση. Και ενώ σημείωσε τη βασική θέση του εφεσείοντα, δεν ασχολήθηκε με το κείμενο της σύμβασης και με το θέμα της φύσης της συναλλαγής, που ήταν, ουσιαστικά, το επίδικο. Εξέδωσε τη διαταγή για ειδική εκτέλεση αφού θεώρησε ότι, ενόψει της προσαχθείσας μαρτυρίας, “οι ενάγοντες απέδειξαν την υπόθεση τους”. Ότι, δηλαδή, το έγγραφο “εκπληρώνει τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 του Κεφ. 232, όπως τροποποιήθηκε, γιατί είναι έγγραφο που κατατέθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας μέσα στην προθεσμία που προβλέπει ο νόμος”, ο εφεσείων παρέλειψε να συμμορφωθεί προς την κλήση να παρουσιαστεί στο Κτηματολόγιο για μεταβίβαση και η αγωγή ασκήθηκε στο χρόνο που προβλέπεται.

Ούτε το πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ασχολήθηκε με την ανάλυση του περιεχομένου της παραγράφου 4 της σύμβασης. Ουσιαστικά την απέβαλε αφού τη χαρακτήρισε ως “μια λεπτομέρεια κοντά στις άλλες”. Και αποφάσισε, όπως σημειώνει, να αποδεχτεί “την εκδοχή” των εφεσιβλήτων επειδή έκρινε πως ο εφεσίβλητος 2 έδωσε την εντύπωση αξιόπιστου προσώπου που έλεγε [*582]την αλήθεια ενώ ο εφεσείων ήταν αναξιόπιστος. Για να εισηγούνται τώρα οι εφεσίβλητοι πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί και γιατί δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για παρέμβαση προς ανατροπή της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Αλλά και για να παραπονείται ο εφεσείων, ενόψει του λόγου για τον οποίο εκρίθη αναξιόπιστος. Δικαιολογημένα θα λέγαμε. Η ερμηνεία σύμβασης είναι ζήτημα νομικό και δεν ανήκει στους διαδίκους ή τους μάρτυρές τους ο προσδιορισμός της έννοιας ή της φύσης της. Ετέθη θέμα προσαγωγής προφορικής μαρτυρίας όχι για να αποτελέσει ερμηνευτικό οδηγό αυτή καθ’ εαυτήν αλλά γιατί κρίθηκε, με ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου, πως συντρέχουν οι προϋποθέσεις γι’ αυτό. Η αμφισβήτηση αφορούσε στη φύση της συναλλαγής δεδομένης της παραγράφου 4 της σύμβασης, την ύπαρξη της οποίας τόνισε σε εκείνο το στάδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο και, με βάση τις υποθέσεις Πολυκάρπου v. Πολυκάρπου (1982) 1 C.L.R. 182, Re Duke of Marlborough [1894] 2CH. 133 και Re Boyes [1884] 26 CH.D. 531. (βλ.επίσης Djamal v. The Chief Customs Officer (1961) C.L.R. 372), κρίθηκε επιτρεπτή η προσαγωγή εξωγενούς μαρτυρίας. Απορρίφθηκε στο τέλος ως αναξιόπιστη η μαρτυρία του εφεσείοντα, όχι για άλλο λόγο, αλλά επειδή εκ των υστέρων αμφισβήτησε την περιγραφή της σύμβασης ως πώλησης που, μάλιστα, θα κατετίθετο στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Αυτή όμως η προσέγγιση συνιστά διαλληλία. Σε τέτοιες περιπτώσεις η προφορική μαρτυρία προσάγεται όχι για να αντιπαραταχθεί άποψη ως προς το νόημα του εγγράφου αλλά για να ενταχθούν στην εικόνα στοιχεία ώστε να ριφθεί φως στο ζητούμενο. Που εν προκειμένω ήταν η αληθής φύση της συναλλαγής ενόψει του περιεχόμενου του εγγράφου, ανεξάρτητα από την περιγραφή που της δόθηκε. Η απόρριψη αυτής της μαρτυρίας ως αναξιόπιστης επειδή αντιστρατευόταν την περιγραφή, δημιούργησε κύκλο και εμφάνισε ως εκ προοϊμίου μάταιο το εγχείρημα.

Το όνομα που τα μέρη δίνουν στη συναλλαγή δεν είναι στοιχείο άσχετο. Δεν είναι όμως και αποφασιστικής σημασίας και σαφώς δεν δεσμεύει το Δικαστήριο. Η ερμηνεία της σύμβασης προς προσδιορισμό της φύσης της, ως θέμα νομικό, είναι έργο του Δικαστηρίου.  Η νομολογία στην οποία παρέπεμψαν οι διάδικοι είναι σχετική. (βλ. και Panayiotou v. Island Beach Development (1985) 1 C.L.R. 623, Saab and Another v. The Holy Monastery of Ayios Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499, Georghiades v. Georghiades (1988) 1 C.L.R. 428 και Αντρέας Κώστα Λάμπρου v. Γεωργίου Μιχαήλ Παράσχου και Άλλων, Πολιτική Έφεση Αρ. 8077, ημερομηνίας 14/6/93.)

[*583]Μελετήσαμε το σύνολο της σύμβασης. Διαφωνούμε με τον υποβιβασμό της παραγράφου 4 σε λεπτομέρεια. Στην πραγματικότητα συνιστά το σκοπό της σύμβασης. Δεν είναι δυνατό να υπάρξει άλλη εξήγηση ενόψει του περιεχομένου της και του συσχετισμού της προς τους υπόλοιπους όρους.

Η σύμβαση θέλει τον εφεσείοντα να είναι ιδιοκτήτης των ακινήτων που εξειδικεύονται. Και εφόσον παρακάμψουμε, για να μην υπεισέλθουμε στο επί μέρους θέμα της εξωγενούς μαρτυρίας που πάντως στις δύο πρωτόδικες αποφάσεις παίρνει διαφορετική διάσταση, το γεγονός ότι δεν φαίνεται να απασχόλησε τους εφεσιβλήτους η πράγματι ιδιοκτησία των ακινήτων που υποτίθεται θα αγόραζαν, αναφύεται ένα ερώτημα. Γιατί αφού πληρώθηκε το υποτιθέμενο τίμημα ανέβαλαν για ένα χρόνο τη μεταβίβαση της κυριότητας;  Η απάντηση προκύπτει ακριβώς από την παράγραφο 4. Δεν ήταν σκοπός της συμφωνίας η πώληση.  Σκοπός ήταν εξ αρχής η επιστροφή των £20.000 και, βέβαια, των επιπλέον £4.800.

Ας δούμε την παράγραφο 4 από πιο κοντά. Την ίδια την ημέρα της υπογραφής της σύμβασης για την υποτιθέμενη πώληση, προσδιορίζεται και ποσό “αποζημιώσεων”. Αποζημιώσεων όμως για ποιό πράγμα; Για να καλυφθεί η περίπτωση παράβασης θα μπορούσε να λεχθεί. Βέβαια δεν είναι άγνωστος στο νόμο ο προκαθορισμός αποζημιώσεων, άσχετα από τη δέσμευση που αυτός θα συνεπάγεται, (βλ. σχετικά το άρθρο 74 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149) αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Αν και διερωτάται κάποιος πώς μπόρεσαν να καθορίσουν αποζημιώσεις τότε, εν αγνοία των πιθανών εξελίξεων και των όσων, κατά τον όποιο ουσιώδη χρόνο, θα προέβαλαν ως προσδιοριστικά του μέτρου. Και πώς κατέληξαν στο ποσό των £4.800 ακριβώς και όχι, για παράδειγμα, στο στρογγυλό των £5.000. Αν δεν αντιστοιχούσε το ποσό που καθόρισαν προς στρογγυλό ποσοστό (24% των £20.000).  Το θέμα είναι πώς από την πρώτη στιγμή, όχι απλώς πρόβλεψαν προς κάλυψη ενδεχομένων αλλά συμφώνησαν την άμεση έναρξη της πληρωμής “των αποζημιώσεων”. Συμφωνημένης πληρωμής πλέον που ήταν και αυτή όρος της σύμβασης, ουσιώδης κατά την παράγραφο 5, και με επιπτώσεις από την παράβασή της, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 4. Για να έχουμε έτσι αναφορά σε σύμβαση για πώληση και την ίδια στιγμή για την “παράβασή” της ή τη μη εκπλήρωσή της. Και για να τίθεται την ημέρα της υπογραφής της σύμβασης θέμα εκπλήρωσης όρων προς απαλλαγή του πωλητή από την υποχρέωση να μεταβιβάσει. Στο πλαίσιο συναφθείσας σύμβασης πώλησης αποτελεί βέβαια την υποχρέωση του πωλητή η μεταβίβαση της κυ[*584]ριότητας του αντικειμένου της. Η σύναψη όμως της σύμβασης προϋποθέτει βούληση του πωλητή να μεταβιβάσει έναντι του τιμήματος. Και συνιστά εννοιολογικό σολοικισμό να εμφανίζεται η επιθυμία του πωλητή να μεταβιβάσει, δηλαδή η κινητήρια δύναμη που οδηγεί στη σύναψη της σύμβασης, ως υποχρέωση από την οποία εξ αρχής θέλει να απαλλαγεί. Τόσο, μάλιστα, ώστε να αποδέχεται ως όρο γι’ αυτό την πληρωμή του μεγάλου ποσού που καθορίστηκε.

Η ουσία της συμφωνίας ήταν η καταβολή του ποσού των £20.000 και το ζήτημα της αποπληρωμής του μαζί με το ποσό των £4.800 το οποίο, όπως προβλέφθηκε, θα εξοφλείτο με τμηματικές “δόσεις”. Έχουμε συγκαλυμμένο δάνειο και τα “περί την πώληση” και την ειδική εκτέλεση της είναι επίπλαστο εφεύρημα που δεν αντιστοιχεί σε πρόθεση σύναψης σύμβασης τέτοιας φύσης. Αυτό είναι το μόνο λογικό συμπέρασμα από την εξέταση του συνόλου του εγγράφου και καταλήγουμε πως οι εφέσεις πρέπει να επιτύχουν.  Εδώ δεν αναζητούμε την έννοια του όρου “πωλητήριον έγγραφον” ή “πώληση” αλλά το κατά πόσο η χρήση αυτών των όρων, με το δοσμένο νομικό περιεχόμενο, συμβιβάζεται προς το σύνολο του εγγράφου ώστε να αναδύεται πως η πρόθεση των μερών ήταν να συνάψουν σύμβαση πώλησης.  Και νομίζουμε πως το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Lloyd v. Lloyd [1837] 2 My. & Cr. 192, όπως υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Epco v. Lartico (ανωτέρω), ταιριάζει στην περίπτωση:

“If the provisions are clearly expressed and there is nothing to enable the court to put upon them a construction different from what the words import, no doubt the words must prevail:  but if the provisions and expressions be contradictory and if there be grounds appearing from the face of the instrument affording proof of the real intention of the parties, then that intention will prevail against the obvious and ordinary meaning of the words. If the parties have themselves furnished a key to the meaning of the words used, it is not material by what expression they convey their intention.”

Σε μετάφραση:

“Αν οι πρόνοιες είναι σαφώς διατυπωμένες και δεν υπάρχει οτιδήποτε που να επιτρέπει στο Δικαστήριο να τους προσδώσει νόημα διαφορετικό από εκείνο που οι λέξεις ενέχουν, αναμφιβόλως οι λέξεις πρέπει να επικρατήσουν( αν όμως οι πρόνοιες και οι εκφράσεις είναι αντιφατικές και αν [*585]υπάρχουν λόγοι στην όψη του εγγράφου που παρέχουν απόδειξη της πραγματικής πρόθεσης των συμβαλλομένων, τότε η πρόθεση θα επικρατήσει έναντι της εμφανούς και συνήθους έννοιας των λέξεων. Αν οι διάδικοι οι ίδιοι έχουν παράσχει κλειδί στην έννοια των λέξεων που χρησιμοποιήθηκαν, δεν είναι ουσιώδες το με ποιά διατύπωση μεταφέρουν την πρόθεση τους.”

Επίσης, τα πιο κάτω από την απόφαση του Lord Halsbury στην υπόθεση Glynn & Co. v. Margetson [1891-4] All E.R. Rep. 693, από τη σελ. 696:

“It seems to me that, in construing this document, which is a contract of carriage between the parties, one must in the first instance look at the whole of the instrument and not at one part of it only. Looking at the whole of the instrument, and seeing what one must regard, for a reason which I will give in a moment, as its main purpose, one must reject words, indeed whole provisions, if they are inconsistent with what one assumes to be the main purpose of the contract.”

Σε μετάφραση:

“Μου φαίνεται πως, στην ερμηνεία αυτού του εγγράφου, που είναι σύμβαση μεταφοράς μεταξύ των διαδίκων, ένας πρέπει πρώτα να κοιτάξει το σύνολο του και όχι ένα μόνο μέρος του.  Κοιτάζοντας το σύνολο του εγγράφου και βλέποντας ό,τι κάποιος θα μπορούσε να θεωρήσει, για λόγο τον οποίο θα δώσω σε λίγο, ως τον κύριο σκοπό του, κάποιος πρέπει να απορρίψει λέξεις ακόμα και ολόκληρες πρόνοιες, αν είναι ασυμβίβαστες προς ό,τι κάποιος συνάγει ως τον κύριο σκοπό της σύμβασης.”

Οι πρωτόδικες αποφάσεις παραμερίζονται. Οι αντίστοιχες αγωγές απορρίπτονται. Το ζήτημα του ποσού των £20.000 που είσπραξε ο εφεσείων και της ευθύνης του απ’ αυτό, δεν αφορούν στην παρούσα διαδικασία.  Τα έξοδα, πρωτοδίκως και εδώ, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο