Pοδοθέου Aνδρέας (1997) 1 ΑΑΔ 602

(1997) 1 ΑΑΔ 602

[*602]27 Mαΐου, 1997

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/64) ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΡΟΔΟΘΕΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ/Ή ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/Ή ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΠΕΡΙ Η ΣΤΙΣ 3.9.96 ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΩΝ ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΩΝ ΠΟΥ ΚΑΤΕΧΕΙ Ο ΑΙΤΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΛΕΩΦ. ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΣΕΒΕΡΗ 28-30, ΑΓ. ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ, ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΚΑΙ/Ή ΚΑΤΑΣΧΕΘΗΚΑΝ ΚΑΙ/Ή ΚΑΤΑΚΡΑΤΗΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΟΝ ΑΙΤΗΤΗ ΩΣ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΣΥΝΗΜΜΕΝΑ

ΤΕΚΜΗΡΙΑ -2-, -3- ΚΑΙ -4- ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΠΟΥ

ΣΥΝΟΔΕΥΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ.

(Αίτηση Aρ. 176/96).

 

Προνομιακά εντάλματα — Certiorari — Αίτηση για έκδοση εντάλματος certiorari για ακύρωση εντάλματος ερεύνης — Παράλειψη του αιτητή να καταχωρήσει δεόντως πιστοποιημένο αντίγραφο του επίδικου εντάλματος και άλλων εγγράφων που καταχωρήθηκαν με την αίτηση — Απέβη μοιραία στην έκβαση της αίτησης.

Αποφάσεις και Διατάγματα — Αίτηση για ακύρωση διατάγματος — Το διάταγμα του οποίου επιζητείται η ακύρωση πρέπει να καταχωρείται πριν την ακρόαση της αίτησης ή αν δεν γίνει τούτο, να δίδεται ικανοποιητική εξήγηση γιατί τούτο δεν έγινε — Ο. 59, r.8 των Αγγλικών Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Κατά τη διάρκεια διαδικασίας για έκδοση εντάλματος certiorari για ακύρωση εντάλματος ερεύνης, ο αιτητής υπέβαλε την παρούσα αίτηση [*603]εξ πάρτε για απόκτηση άδειας για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης με επισυνημμένα κανονικά πιστοποιημένα αντίγραφα των εγγράφων που καταχωρήθηκαν με αυτή, συμπεριλαμβανομένης της αίτησης της αστυνομίας και του επίδικου εντάλματος ερεύνης.

Ο καθ’ ου η αίτηση, ισχυρίστηκε ότι με βάση τις αρχές στην υπόθεση In Re Aeroporos and Others, η παράλειψη του αιτητή να καταχωρήσει δεόντως πιστοποιημένα αντίγραφα των εγγράφων, είναι μοιραία για την έκβαση της αίτησής του για έκδοση εντάλματος certiorari.

Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι υπήρχε πεδίο διαφοροποίησης από τους αγγλικούς κανόνες και ότι η παράλειψή του για καταχώρηση των αναγκαίων εγγράφων, τα οποία εν πάση περιπτώσει υπήρχαν, οφείλετο σε αβλεψία. Ως εκ τούτου η αίτηση δεν έπρεπε να καταστεί άκυρη, γιατί όλα τα στοιχεία υπήρχαν ενώπιον του Δικαστηρίου και σε γνώση του διαδίκου.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει συστηματικά ακολουθήσει τους κανόνες που εφαρμόζονται σε ανάλογες περιπτώσεις στην Αγγλία.

2. Η μη συμμόρφωση με τους κανόνες αυτούς μπορεί να μή αποβεί μοιραία στην εγκυρότητα της αίτησης σε ορισμένες περιπτώσεις ανάλογα με τη φύση των κανόνων που έχουν παραβιασθεί.

    Όπου ο παραβιασθείς κανόνας είναι θεμελιώδης, για την άσκηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, τότε το Δικαστήριο πολύ δύσκολα δέχεται την παραβίασή του.

3. Στην υπόθεση Rex v. Newington Licensing Justices, που επικαλέσθηκε ο αιτητής, τονίστηκε η αναγκαιότητα συμμόρφωσης προς τις πρόνοιες της Ο.59 r.8 των Αγγλικών Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με τις οποίες έπρεπε να είχε συμμορφωθεί και ο αιτητής στην παρούσα υπόθεση.

    Η πρόνοια που περιέχεται στην O.59 r.8 των Αγγλικών Θεσμών, προνοεί ότι το διάταγμα του οποίου επιζητείται η ακύρωση, πρέπει να καταχωρείται πριν την ακρόαση της αίτησης, ή αν δεν γίνει τούτο πρέπει να δίδεται ικανοποιητική επεξήγηση της παράλειψης του αιτητή.

4. Στο στάδιο που βρίσκεται η παρούσα υπόθεση, όπου η ακρόαση άρχισε με την καταχώρηση των γραπτών αγορεύσεων, αποκλείε[*604]ται η καταχώρηση εγγράφων δεόντως πιστοποιημένων.

5. Η αιτιολόγηση του αιτητή δεν είναι ικανοποιητική.

6. Η παράλειψη δεν μπορεί να θεραπευθεί με την εφαρμογή των προνοιών της νέας Δ.64 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, όπως εισηγήθηκε ο αιτητής.

    Η αίτηση απορρίπτεται. Απορρίπτεται επίσης και η κυρίως αίτηση, λόγω του ότι το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας για εκδίκασή της χωρίς την ύπαρξη των αναγκαίων πιστοποιημένων εγγράφων. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

H αίτηση απορρίφθηκε.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

In re Aeroporos and Others (1988) 1 C.L.R. 302,

In re Papadopoulou (1980) 1 C.L.R. 431,

Rex v. Newington Licensing Justices [1948] 1 KB 681.

Aίτηση.

Aίτηση για έκδοση του προνομιακού διατάγματος Certiorari, με το οποίο να ακυρώνεται το ένταλμα ερεύνης το οποίο εκδόθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου, 1996 και με το οποίο κατασχέθηκαν και/ή κατακρατήθηκαν από την Aστυνομία διάφορα αντικείμενα τα οποία ανήκουν στο αιτητή.

Α. Ευτυχίου, για τον Aιτητή.

Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή, για τον Kαθ’ ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

APTEMHΣ, Δ.: Aνάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Μετά από άδεια του Δικαστηρίου, ο αιτητής καταχώρησε αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari για ακύρωση εντάλματος ερεύνης. Αφού συμπληρώθηκαν τα δικόγραφα, μετά από εισήγηση των διαδίκων, δόθηκαν οδηγίες όπως καταχωρηθούν γραπτές αγορεύσεις και μετά τη συμπλήρωσή τους, όπως ορισθεί ημερομηνία για τυχόν διευκρινήσεις. Στην γραπτή αγόρευση του καθ’ ου η [*605]αίτηση εγέρθηκε θέμα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου γιατί τα έγγραφα που καταχωρήθηκαν, με την ένορκη δήλωση εκ μέρους του αιτητή, συμπεριλαμβανομένης και της αίτησης της αστυνομίας, ημερ. 3.9.96, και του επίδικου εντάλματος ερεύνης που εκδόθηκε από το Δικαστήριο την ίδια ημέρα, ήταν απλές φωτοτυπίες χωρίς την αναγκαία πιστοποίηση. Μετά το γεγονός αυτό και ωθούμενος από την προδικαστική αυτή ένσταση του καθ’ ου η αίτηση στην κυρίως αίτηση, ο αιτητής υπέβαλε την παρούσα αίτηση εξ πάρτε για να του δοθεί άδεια για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης με επισυνημμένα κανονικά πιστοποιημένα αντίγραφα των πιο πάνω εγγράφων. Το δικαστήριο θεώρησε ορθό να επιδοθεί η αίτηση για να ακουσθεί και ο καθ’ ου η αίτηση Γενικός Εισαγγελέας επί του προκειμένου, ο οποίος ακολούθως καταχώρησε ένσταση στην αίτηση αυτή.

Ήταν η θέση του καθ’ ου η αίτηση κατά την ακρόαση της αίτησης ότι, με βάση τις αρχές που διατυπώθηκαν στην υπόθεση In Re Aeroporos and Others (1988) 1 C.L.R. 302, η παράλειψη του αιτητή να καταχωρήσει δεόντως πιστοποιημένα αντίγραφα των εγγράφων είναι μοιραία για την έκβαση της αίτησής του για έκδοση εντάλματος Certiorari. Επί του προκειμένου έγινε επίσης αναφορά και στη Ο.59 r.8 των Αγγλικών Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Αντίθετα, με αναφορά σε αποφάσεις, ο συνήγορος του αιτητή υπέβαλε ότι οι αγγλικοί κανόνες και νομολογία δεν ακολουθούνται πιστά σε όλα τα σημεία τους και υπάρχει πεδίο διαφοροποίησής τους. Στην παρούσα περίπτωση, εισηγήθηκε ότι, εφόσον υπήρχαν τα αναγκαία έγγραφα, η εξ αβλεψίας καταχώρηση εγγράφων που δεν ήταν δεόντως πιστοποιημένα δεν έπρεπε να καταστήσει την αίτηση άκυρη γιατί όλα τα στοιχεία στα οποία βασιζόταν ο αιτητής ήταν και ενώπιον του Δικαστηρίου και σε γνώση του αντιδίκου.

Όπως έχει επισημανθεί και στην υπόθεση In Re Aeroporos and Others (ανωτέρω) το Ανώτατο Δικαστήριο έχει συστηματικά ακολουθήσει τους κανόνες που εφαρμόζονται σε ανάλογες περιπτώσεις στην Αγγλία. Στην ίδια υπόθεση έχει τονισθεί ότι μη συμμόρφωση με τους κανόνες αυτούς μπορεί να μη αποβεί μοιραία για την εγκυρότητα της αίτησης σε ορισμένες περιπτώσεις ανάλογα με τη φύση των κανόνων που έχουν παραβιασθεί. Όπου όμως ο κανόνας που παραβιάζεται είναι θεμελιώδης για την άσκηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, τότε το Δικαστήριο πολύ δύσκολα θα δεχτεί παραβίασή του. Η O.59 r.8 των Αγγλικών Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου προβλέπει τα ακόλουθα:

[*606]“8.(1) In the case of an application for an order of certiorari to remove any proceedings for the purpose of their being quashed, the applicant shall not question the validity of any order, warrant, commitment, conviction, inquisition or record, unless before the hearing of the motion or summons he has lodged a copy thereof verified by affidavit in the Crown Office and Associates’ Department, or account of his failure to do so to the satisfaction of the court or judge hearing the motion or summons.

(2) ......................................................................................

(Η υπογράμμιση είναι δική μου.)

Στην υπόθεση In Re Aeroporos and Others (ανωτέρω) στις σελίδες 311, 312 της απόφασης του Πική, Δ. (όπως ήταν τότε) αναφέρονται τα ακόλουθα:

“The production of the judicial warrants and their verification is a prerequisite for the valid exercise of the powers vested in the Court to review judicial acts by way of certiorari. The production and verification is essential for the definition of the subject-matter of the proceedings. For the Court to exercise its jurisdiction in the absence of the above requisites, the failure must by duly accounted for as provided in Ord. 59 r.8. In this case the justification offered by the affidavit of Mr Agamemnonos, Registrar, District Court of Limassol, is confined to the non-production of the sworn statements that were made in support of the application for the issue of the warrants. Consequently, the failure to produce the relevant warrant duly verified remains unexplained. Nor can I regard the gap as filled by counsel making in the course of the hearing available to the Court photostatic copies of the warrants.”

Στην υπόθεση In Re Papadopoulou (1980) 1 C.L.R. 431, στην οποία αναφέρθηκε ο συνήγορος του αιτητή, όπου δεν είχε καταχωρηθεί το επίδικο διάταγμα με την αίτηση για άδεια έκδοσης διατάγματος Certiorari και με αίτηση ζητήθηκε όπως επιτραπεί τούτο πριν την έναρξη της ακρόασης της αίτησης για έκδοση του διατάγματος, το Δικαστήριο, αναφέροντας ότι  η παράλειψη να γίνει τούτο οφειλόταν σε τυχαία αβλεψία, επέτρεψε την καταχώρηση του διατάγματος. Υποστήριξε ο συνήγορος του αιτητή ότι στην παρούσα περίπτωση θα έπρεπε να ακολουθηθεί η ίδια διαδικασία, τοσούτω μάλλον αφού αντίγραφα, έστω και μη πιστοποιημένα, των σχετικών εγγράφων ήταν ήδη καταχωρημένα. Όπως και το [*607]Δικαστήριο στην In Re Papadopoulou (ανωτέρω) έτσι και ο αιτητής υποστήριξε ότι τούτο εδικαιολογείτο και από την απόφαση στην υπόθεση Rex v. Newington Licensing Justices [1948] 1 KB 681, όπου το Δικαστήριο προχώρησε στην εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης δεχόμενο την ανάληψη υποχρέωσης από τους διαδίκους από κοινού ότι θα παρουσίαζαν στο Δικαστήριο κατά τη διάρκεια της περαιτέρω ακρόασης αντίγραφο του επιδίκου διατάγματος το οποίο δεν είχε καταχωρηθεί στο Δικαστήριο.

Κατά τη γνώμη μου η απόφαση στην Rex v. Newington Licensing Justices (ανωτέρω) δεν αποτελούσε αυθεντία για να ακολουθηθεί μια τέτοια διαδικασία, γιατί στην υπόθεση εκείνη η αναγκαιότητα να ακολουθούνται οι πρόνοιες της O.59 r. 8 είχε τονισθεί και λέχθηκε ότι κακώς το Δικαστήριο παραγνώρισε την παράλειψη να καταχωρηθεί από την αρχή το επίδικο διάταγμα και επέτρεψε να γίνει τούτο κατά τη διάρκεια της ακρόασης. Όπως επισημαίνει και ο Πικής, Δ., στην In Re Aeroporos and Others (ανωτέρω) στις σελ. 306-307:

“The efficacy of the provisions of Ord. 59, r.8, and need for unfailing adherence thereto, was stressed in R.v. Newington Licencing Justices.

Η πρόνοια που περιέχεται στη O.59 r.8 των Αγγλικών Θεσμών αποτελεί βασικό κανόνα για την άσκηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τις πρόνοιες αυτές το διάταγμα του οποίου επιζητείται η ακύρωση πρέπει να καταχωρείται πριν την ακρόαση της αίτησης ή, αν δεν γίνει τούτο, πρέπει να δίδεται επεξήγηση της παράλειψης του αιτητή που να ικανοποιεί το Δικαστήριο επί του προκειμένου.

Στην παρούσα περίπτωση η ακρόαση της αίτησης έχει ουσιαστικά αρχίσει με την καταχώρηση των γραπτών αγορεύσεων.  Ως εκ τούτου αποκλείεται στο στάδιο αυτό καταχώρηση εγγράφων δεόντως πιστοποιημένων.

Το επόμενο ερώτημα που έχει να απαντηθεί είναι κατά πόσο έχει δοθεί εξήγηση για την παράλειψη αυτή που να ικανοποιεί το Δικαστήριο. Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την εξ πάρτε αίτηση του αιτητή (η οποία ας σημειωθεί ότι αντικανονικά έγινε από δικηγόρο ο οποίος εμφανίστηκε κατά την ακρόαση της αίτησης αυτής σε κάποιο στάδιο) αναφέρεται ότι σε κάποιο στάδιο της ετοιμασίας των αγορεύσεων διαπιστώθηκε ότι τα συνημμένα έγγραφα στην ένορκη δήλωση που εφοδιάστηκε ο αιτητής από το [*608]Πρωτοκολλητείο δεν ήταν πιστοποιημένα “από αβλεψία”.  Προφανώς το στάδιο κατά το οποίο διαπιστώθηκε τούτο ήταν με την καταχώρηση της αγόρευσης του καθ’ ου η αίτηση στην οποία εγειρόταν το θέμα.

Κατά την κρίση μου η αιτιολόγηση της πιο πάνω σοβαρής παράλειψης δεν είναι ικανοποιητική για να επιτραπεί η αίτηση και να δοθεί δικαιοδοσία στο Δικαστήριο σ’ αυτό το στάδιο. Αν “αβλεψία” χωρίς τίποτε περισσότερο είναι επαρκής εξήγηση, τότε δεν βλέπω περίπτωση που δεν θα εδικαιολογετείτο τέτοιο αίτημα. Ο αιτητής ώφειλε να βεβαιωθεί ότι τα έγγραφα ήταν δεόντως πιστοποιημένα προτού τα καταχωρίσει.

Ένα άλλο επιχείρημα του συνηγόρου των αιτητών ήταν ότι η παράλειψη μπορεί να θεραπευθεί με την εφαρμογή των προνοιών της νέας Δ.64 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.  Αντίθετα, η συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση υπέβαλε ότι η Δ.64 δεν έχει εφαρμογή.

Η Δ.64 αναφέρεται και θεραπεύει παρατυπίες σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Προφανώς η αίτηση για Certiorari δεν βασίζεται στους Θεσμούς αυτούς, αλλά, όπως έχει αναφερθεί, στην πρακτική των αγγλικών δικαστηρίων και στους Αγγλικούς Θεσμούς του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η εισήγηση του συνηγόρου του αιτητή ότι η αίτηση για Certiorari βασίζεται και στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και συγκεκριμένα στη Δ.1 θ.2 και Δ.36 είναι παντελώς ανεδαφική. Ο μεν πρώτος θεσμός συνίσταται στον ορισμό του “πιστοποιημένου αντιγράφου”, η δε Δ.36 αναφέρεται γενικά στη μαρτυρία κατά τη δίκη. Ως εκ τούτου κρίνω ότι η Δ.64 δεν καλύπτει την παρούσα περίπτωση.

Υπό το φως των πιο πάνω η παρούσα αίτηση απορρίπτεται.  Συνεπεία τούτου η κυρίως αίτηση για έκδοση διατάγματος Certiorari παραμένει χωρίς την ύπαρξη των αναγκαίων πιστοποιημένων εγγράφων και ως εκ τούτου το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να της επιληφθεί. Έτσι απορρίπτεται και η κυρίως αίτηση.  Δεν εκδίδεται διάταγμα για έξοδα.

Η αίτηση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο