(1997) 1 ΑΑΔ 609
[*609]28 Μαΐου, 1997
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΝΙΚΗΤΑ ΜΙΚΡΟΥ ΓΙΑ
ΕΚΔΟΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ
ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΚΑΙ/Ή ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡ. 22/04/96 ΜΕ ΤΟ
ΟΠΟΙΟ Η ΑΓΩΓΗ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 1659/95 ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ ΝΙΚΗΤΑ
ΜΙΚΡΟΥ, ΚΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ ΜΥΡΟΥΛΛΑΣ ΜΙΚΡΟΥ, ΠΑΡΑΠΕΜΦΘΗΚΕ ΣΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΕΛΑΒΕ ΑΡΙΘΜΟ 16/96
(Αίτηση Αρ. 58/97).
Προνομιακά εντάλματα — Certiorari — Αίτηση για χορήγηση άδειας καταχώρησης αίτησης με σκοπό την έκδοση εντάλματος certiorari εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία παραπέμφθηκε εκκρεμούσα υπόθεση για επίλυση περιουσιακών διαφορών από το εν λόγω Δικαστήριο, στο Οικογενειακό Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 3 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1996 — Καταχρηστική επίκληση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για απόκτηση της αιτούμενης άδειας — Πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος από την έκδοση της απόφασης που επιδιώκεται να ελεχθεί — Διακριτική ευχέρεια — Άρνηση χορήγησης της αιτούμενης άδειας.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού παρέπεμψε την αγωγή του αιτητή, ο οποίος δεν είχε Kυπριακή υπηκοότητα, κατά της Κυπρίας συζύγου του, που εκκρεμούσε ενώπιόν του, για εκδίκαση στο αρμόδιο Οικογενειακό Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 3 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1996 (Ν. 34(1)/96). Η παραπομπή έγινε με τη σύμφωνη γνώμη των δικηγόρων των διαδίκων. Ένα χρόνο μετά, ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση για απόκτηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari, για ακύρωση της παραπομπής της υπόθεσης στο Οικογενειακό Δικαστήριο.
[*610]
Αποφασίστηκε ότι:
Η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος από την έκδοση της απόφασης που επιδιώκεται να ελεγχθεί, συνιστά λόγο για τον οποίο το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί τη χορήγηση άδειας.
Η πρόθεση του αιτητή δεν ήταν γνήσια, αφού δεν αποσκοπούσε σε επίλυση του ουσιαστικού ζητήματος μεταξύ των διαδίκων, αλλά συνιστούσε προσπάθεια ανακοπής της επίλυσής του από το Οικογενειακό Δικαστήριο, για να διατηρήσει ο ίδιος το όφελος που πίστευε ότι είχε από το απαγορευτικό διάταγμα με το οποίο δεσμεύτηκε παρεμπιπτόντως η ακίνητη ιδιοκτησία που διεκδικούσε.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Υπόθεση που αναφέρθηκε:
Πιττάκης (1994) 1 Α.Α.Δ. 297.
Aίτηση.
Aίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari, για ακύρωση της παραπομπής της υπόθεσης 16/96 στο Oικογενειακό Δικαστήριο και την επαναφορά της αγωγής στο Eπαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.
Π. Κλεοβούλου για Α. Νεοκλέους, για τον Αιτητή.
Cur. adv. vult.
KΩNΣTANTINIΔHΣ, Δ.: Aνάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Πριν από ένα χρόνο το πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού θεώρησε ότι η αγωγή με αριθμό 1659/95, που άσκησε ο αιτητής κατά της Κυπρίας συζύγου του, ως αναφερόμενη σε περιουσιακές διαφορές τους, από έλεγχο του φακέλου, “παραπέμπεται στο Οικογενειακό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου (3) του Τροποποιητικού Νόμου”. Δηλαδή, όπως συνάγεται, του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1996 (Ν. 34(1)/96), με τον οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 2 του βασικού Νόμου 232/91. Ώστε να εντάσσονται στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου και όχι του Επαρχιακού Δικαστηρίου όπως προβλεπόταν αρχικά και “οποιαδήποτε άλλα θέμα[*611]τα που πηγάζουν από τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων”, όπως προνοείται, “σε περίπτωση που και οι δύο σύζυγοι ανήκουν στην ελληνική κοινότητα”. Το άρθρο 3 του Τροποποιητικού Νόμου αναφέρεται σε εκκρεμείς διαδικασίες και προβλέπει την παραπομπή τους στο αρμόδιο Οικογενειακό Δικαστήριο, νοουμένου ότι δεν άρχισε η ακροαματική διαδικασία με την κατάθεση μαρτύρων ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Δεν τέθηκε ενώπιόν μου οτιδήποτε από το φάκελο της αγωγής ούτε και το πρακτικό του Δικαστηρίου είναι συμπληρωμένο. Αναφέρεται, όμως, στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση πως η παραπομπή έγινε “με τη σύμφωνη γνώμη των δικηγόρων αμφοτέρων των διαδίκων”.
Ο αιτητής ζητά τώρα άδεια για την υποβολή αίτησης προς έκδοση εντάλματος της φύσης certiorari για ακύρωση της παραπομπής και, συνακολούθως, επαναφορά της αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Και μέχρι τη συμπλήρωση της διαδικασίας αυτής, να απαγορευτεί στο Οικογενειακό Δικαστήριο να επιληφθεί της αγωγής ή να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα ή απόφαση σε σχέση προς αυτήν, και θα δούμε στη συνέχεια τι ακριβώς εννοεί. Υποστηρίζει ότι η παραπομπή ήταν νομικά εσφαλμένη αφού την κυπριακή υπηκοότητα την απέκτησε μεταγενεστέρως.
Η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση και όσα προκύπτουν από αυτήν, είναι διαφωτιστικά ως προς το λόγο για τον οποίο ο αιτητής άφησε να παρέλθει τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Διατηρούσε και τότε την άποψη πως η αγωγή θα έπρεπε να παραμείνει στο Επαρχιακό Δικαστήριο αλλά δεν αντέδρασε αφού εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν η εκδίκασή της το συντομότερο δυνατό. Γι’ αυτό και, χωρίς ένσταση οποιασδήποτε μορφής, εμφανίστηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο. Το οποίο και όρισε την υπόθεση για ακρόαση επί της ουσίας αφού προηγήθηκαν τα συνήθη προδικαστικά βήματα. Και θα παρέμενε συνεπής σ’ αυτή τη στάση και δεν θα ήγειρε οποιοδήποτε ζήτημα αν πράγματι εκδικαζόταν η υπόθεση, ασχέτως του γεγονότος ότι πιστεύει ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας.
Ήγειρε όμως θέμα η σύζυγός του. Ενέστη στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου προβάλλοντας και εκείνη την τότε μη κατοχή από αυτόν της κυπριακής υπηκοότητας. Όπως υποστηρίζει ο αιτητής, απλώς για να προβάλει πρόσκομμα στη συνέχιση της διαδικασίας ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστη[*612]ρίου αφού με τη στάση της “άφησε” το Οικογενειακό Δικαστήριο “να εκδώσει απόφαση σαφώς εσφαλμένη”. Και ζητά την παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να προλάβει την απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου πάνω στο θέμα. Γιατί, εφόσον η κρίση ως προς το ποιό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία προέλθει από το Ανώτατο Δικαστήριο, με αποτέλεσμα την ακύρωση της παραπομπής, δεν θα απορριφθεί η αγωγή του αλλά θα επανέλθει στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Οπότε και μόνο, όπως εκτιμά, θα διατηρήσει το όφελος από το απαγορευτικό διάταγμα με το οποίο δεσμεύθηκε παρεμπιπτόντως η ακίνητη ιδιοκτησία που διεκδικεί.
Θα απέρριπτα την αίτηση και μόνο ως εκ της καθυστέρησης στην υποβολή της. Εφόσον η έκδοση εντάλματος της φύσης certiorari επαφίεται, όπως και στην προκείμενη περίπτωση, στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος από την έκδοση της απόφασης που επιδιώκεται να ελεγχθεί, συνιστά λόγο για τον οποίο το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί τη χορήγηση άδειας. (βλ. μεταξύ άλλων Re Αβραάμ Πιττάκης, Πολιτική Έφεση 8102, ημερομηνίας 20/4/94). Τα περιστατικά δε της παρούσας υπόθεσης κάθε άλλο παρά τείνουν να αμβλύνουν τη σημασία αυτού του παράγοντα. Αντίθετα, εμφανίζουν τον αιτητή να χρησιμοποιεί τις διαδικασίες με γνώμονα όχι το τι αντιλαμβάνεται ως νομικά ορθό, αλλά το τι, κατά περίπτωση, πιστεύει ότι τον εξυπηρετεί. Ενώ εξ αρχής, όπως λέγει ο ίδιος, θεωρούσε εσφαλμένη κατά νόμο την παραπομπή, συνήργησε προς την κατεύθυνσή της επειδή τον συνέφερε, για να αντιδράσει ένα χρόνο μετά. Και αυτό, όχι από προσήλωση στη νομιμότητα, αφού, τουλάχιστον όπως δέχεται, η τήρησή της θα διαφυλαχθεί ενόψει της τροχιοδρόμησης της κατά προτεραιότητα εξέτασης από το Οικογενειακό Δικαστήριο του δικαιοδοτικού θέματος που ηγέρθη.
Δεν είναι του παρόντος η αναζήτηση των πιθανών προεκτάσεων ανάλογα με την κατάληξη ούτε και θα διατυπώσω άποψη επί της ουσίας. Εκείνο που, σε αυτό το στάδιο, προβάλλει ως το μείζον, είναι η αποδοκιμασία της καταχρηστικής, όπως την κρίνω στο πλαίσιο των τωρινών δεδομένων, επίκλησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Καταχρηστικής γιατί πίσω της δεν βρίσκεται γνήσια πρόθεση επίλυσης του ουσιαστικού ζητήματος αλλά προσπάθεια, όπως ομολογείται, ανακοπής της επίλυσής του από το Οικογενειακό Δικαστήριο για να διατηρήσει ο αιτητής ωφελήματα που πιστεύει ότι έχει. Τα οποία, πάνω στη βάση της δικής του προσέγγισης, δεν θα επηρεάζονταν αν εξ [*613]αρχής πρόβαλλε όσα θεωρούσε τότε και θεωρεί και τώρα ως νομικώς ορθά αντί να συγκατανεύσει στην παραπομπή και να ενεργεί στο πλαίσιο των αποτελεσμάτων της επί ένα χρόνο. (Βλ. συναφώς Basu’s Commentary on the Constitution of India, 6η Έκδοση, Τόμος Ι, σελ. 371, παράγραφος 1(a) και (d).)
Η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο