(1997) 1 ΑΑΔ 643
[*643]29 Μαΐου 1997
[ΠΙΚΗΣ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΙΚΗΤΑ,
Εφεσείων,
v.
MEDCON CONSTRUCTION LIMITED ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ,
Εφεσιβλήτων,
(Πολιτική Έφεση Αρ. 8531).
Αστικά Αδικήματα — Αμέλεια — Ιδιωτική οχληρία — Παράνομη επέμβαση σε περιουσία — Ισχυρισμός για πρόκληση των πιο πάνω αδικημάτων από εργασίες κατασκευής έργων οδοποιΐας — Εκπομπή σκόνης και τοποθέτηση όγκων χωμάτων και άλλων υλικών στο περιβόλι του εφεσείοντα — Δεν τεκμηριώθηκαν από την προσαχθείσα μαρτυρία.
Mαρτυρία — Αξιολόγηση μαρτυρίας — Αξιοπιστία μαρτύρων — Ευρήματα γεγονότων — Το Δικαστήριο εξάγει τα ευρήματά του από τη μαρτυρία που δέχεται ως αξιόπιστη — Μαρτυρία που απορρίπτεται ως αναξιόπιστη δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση ή να συνυπολογίζεται με αξιόπιστη και αποδεκτή μαρτυρία για την εξαγωγή πρωτογενών ευρημάτων.
Πολιτική Δικονομία — Διαδικασία εισαγωγής τριτοδιαδίκου — Ποία τα στάδια διαδικασίας — θ.7 και 8 της Δ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών — Στάδιο των οδηγιών (directions) — H διαδικασία Τριτοδιαδίκου είναι εντελώς ξεχωριστή και ανεξάρτητη από την προϋπάρχουσα αγωγή — Ποίος ο σκοπός της εν λόγω διαδικασίας και πότε άρχισε να εφαρμόζεται στην Αγγλία — Οι βασικές πρόνοιες των Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών είναι όμοιες με τις πρόνοιες που εφαρμόζονται στην Κύπρο.
Mαρτυρία — Μαρτυρία τριτοδιαδίκου — Κατά πόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον ενάγοντα για να αποδείξει την υπόθεσή του σε αγωγή του εναντίον της εναγομένης.
Mαρτυρία — Αξιολόγηση μαρτυρίας — Διαπίστωση γεγονότων — Ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο — Το Εφετείο επεμ[*644]βαίνει μόνο όταν τα ευρήματα είναι αυθαίρετα, παράλογα ή αντίθετα με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.
Ο εφεσείων ο οποίος είναι ιδιοκτήτης περιβολιού στο χωριό Παρεκκλησιά της Λεμεσού, κίνησε αγωγή για αμέλεια και ιδιωτική οχληρία που κατά τον ισχυρισμό του προκλήθηκαν από την εκτέλεση χωματουργικών και άλλων οδικών έργων τα οποία ανάλαβε να εκτελέσει η εφεσίβλητη μετά από γραπτή συμφωνία με τον τριτοδιάδικο. Η οχληρία προκλήθηκε από τη δημιουργία και εκπομπή σκόνης που έπεφτε και επικαθόταν στις φυτείες του. Επίσης αξιούσε αποζημιώσεις για έξοδα και ζημιές που υπέστη σαν αποτέλεσμα παράνομης επέμβασης στο περιβόλι του διά της τοποθέτησης και συσσώρευσης σ’ αυτό όγκων χωμάτων και άλλων υλικών. Η ζημιά στα δέντρα του εφεσείοντα συνίστατο στην αποξήρανσή τους, στην ανάπτυξη ασθενειών, στην καθήλωση της ανάπτυξης των φυτών, στη μείωση της εμπορεύσιμης αξίας του καρπού, στα έξοδα του κλαδεύματος και στην ζημιά στην παραγωγή.
Η εφεσίβλητη αρνήθηκε την αξίωση του εφεσείοντα και αξίωσε από τον τριτοδιάδικο σαν εργοδότη του έργου, κάλυψη ή συνεισφορά αναφορικά με τις αποζημιώσεις που ενδεχομένως θα διατάσσετο να καταβάλει στην εφεσείουσα στην περίπτωση που θα κρινόταν ένοχη για τη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε την μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους της εφεσίβλητης και απέρριψε την αγωγή.
Λόγοι έφεσης
Ο εφεσείων πρόβαλε τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
1. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μη λάβει υπ’ όψιν του αναφορικά με το ζήτημα της ευθύνης της εφεσίβλητης έναντι του εφεσείοντα, τη μαρτυρία που δόθηκε από μέρους του τριτοδιαδίκου, είναι εσφαλμένη.
2. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι οι πράξεις και παραλείψεις της εφεσίβλητης δεν συνιστούσαν ιδιωτική οχληρία, δεδομένου του ευρήματος ότι ο ενάγων απέτυχε να αποδείξει ζημιά, είναι εσφαλμένο. Με τον λόγο αυτό τίθεται υπό αμφισβήτηση η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόδειξη ζημιάς είναι αναγκαίο συστατικό για τη στοιχειοθέτηση του αστικού αδικήματος της ιδιωτικής οχληρίας.
3. Τα ευρήματα αξιοπιστίας ή αναξιοπιστίας των μαρτύρων και η [*645]αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι εσφαλμένα.
4. Το εύρημα για μη παράνομη επέμβαση είναι εσφαλμένο εν όψει της μαρτυρίας του εφεσείοντα και του περιεχομένου του Τεκμηρίου Β. Σύμφωνα με την μαρτυρία αυτή ήταν ξεκάθαρο ότι τα χώματα και τα υλικά είχαν τοποθετηθεί εντός του περιβολιού του εφεσείοντα.
5. Η απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Ε. 1, αναφορικά προς το ότι η εκπομπή σκόνης οφείλετο στη λήψη μη ικανοποιητικών μέτρων από την εφεσίβλητη, λόγω του ότι δεν προήρχετο από ειδικό, είναι εσφαλμένη. Η εν λόγω μαρτυρία αφορούσε μαρτυρία περί πραγματικού γεγονότος που διαπιστώθηκε από τον εν λόγω μάρτυρα, δηλαδή την παράλειψη ραντίσματος εκ μέρους των εναγομένων.
6. Το εύρημα για την μη ύπαρξη αμέλειας είναι εσφαλμένο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού έκαμε εκτενή αναφορά στις νομικές αρχές που διέπουν τη σχέση εναγομένου - τριτοδιαδίκου και του status του τριτοδιαδίκου στην αγωγή καθώς επίσης και στον σκοπό της Διαδικασίας Τριτοδιαδίκου, αποφάνθηκε ότι:
Το δικαίωμα που δόθηκε με τις οδηγίες του Δικαστηρίου στον τριτοδιάδικο να αντεξετάσει τους μάρτυρες του εφεσείοντα επί του θέματος της ευθύνης, πράγμα που έπραξε, δεν τον κατέστησε εναγόμενο στην αγωγή, ούτε μπορεί να δοθεί άδεια υπεράσπισης στην αγωγή. Το βάρος αποδείξεως της ευθύνης της εφεσίβλητης το έφερε ο εφεσείων και οποιαδήποτε μαρτυρία του τριτοδιαδίκου, ήταν μαρτυρία που σχετιζόταν και περιοριζόταν στο θέμα της ευθύνης του τριτοδιαδίκου έναντι της εφεσίβλητης για αποζημίωση ή συνεισφορά με βάση τη συμφωνία τους και δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί όσο ευνοική κι’ αν ήταν για τον εφεσείοντα για να αποδείξει την υπόθεσή του στην αγωγή κατά της εφεσίβλητης.
Η απόρριψη της μαρτυρίας των μαρτύρων του εφεσείοντα, αναφορικά με το επίδικο θέμα, που ήταν η έκταση της εκπομπής σκόνης, καθιστά το νομικό θέμα ως προς το κατά πόσο η απόδειξη ζημιάς είναι αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση ιδιωτικής οχληρίας, ακαδημαϊκό.
Από τη μελέτη της μαρτυρίας, δεν προκύπτει λόγος για ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας των μαρτύρων και γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο, με τα δεδομένα που είχε ενώπιόν του, ορθά απέρριψε την μαρτυρία του Μ.Ε. 1. Η εν λόγω μαρτυρία εκτός του ότι ήταν [*646]αναξιόπιστη δεν ήταν επίσης αποδεκτή γιατί βασιζόταν σε γνώμη μάρτυρα που δεν ήταν ειδικός να μιλήσει για θέματα που αφορούσαν τη λήψη ικανοποιητικών μέτρων για μείωση της εκπομπής σκόνης.
Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν απεδείχθη αμέλεια είναι ορθά.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.
Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:
Salmon, 42 Ch. D. 351,
Eden v. Wearlade Iron and Coal Company, 34 Ch. D. 223,
McCheane v. Jyles [1902] 1 Ch. D. 287,
Scott v. West Yorkshire Road Car Co. [1971] 3 All E.R. 534,
Barclays Bank v. Tom [1923] 1 K.B. 221,
The Normar [1968] 1 All E.R. 753,
Chatsworth Investments v. Amoco Ltd [1968] 3 All E.R. 357,
Πίτσιλλος v. Ευγενίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 691.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Nικολάου, E.Δ.) που δόθηκε στις 9 Iουλίου, 1991 (Aρ. Aγωγής 5974/88), με την οποία απoρρίφθηκε η αγωγή του για αποζημιώσεις λόγω ζημιών οι οποίες προκλήθηκαν σε φυτείες του από εκτέλεση χωματουργικών και άλλων έργων διάνοιξης και ευθυγράμμισης της κύριας οδικής αρτηρίας Παρεκκλησιάς - Kελλακίου.
Ν. Πιριλίδης, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Ηλιάδης, για τους Εφεσίβλητους.
Στ. Θεοδούλου με κ. Α. Αριστοτέλους και Α. Μαρκουλλή, για τον Τριτοδιάδικο.
Cur. adv. vult.
[*647]ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Χρυσοστομής.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Ο ενάγων-εφεσείων με την παρούσα έφεσή του προσβάλλει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 9.7.91 στην αγωγή αρ. 5974/88, με την οποία απορρίφθηκε η αξίωσή του για αποζημιώσεις εναντίον της εναγομένης-εφεσίβλητης εταιρείας. Λόγω της απόρριψης της αξίωσης του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε την απαίτηση της εφεσίβλητης εναντίον του τριτοδιάδικου για κάλυψη ή συνεισφορά, αναφορικά με οποιοδήποτε ποσό που θα μπορούσε να επιδικαστεί υπέρ του εφεσείοντα και εις βάρος της εφεσίβλητης, γιατί θεώρησε ότι η απαίτηση αυτή κατέστη άνευ αντικειμένου.
Ο εφεσείων είναι ιδιοκτήτης περιβολιού που βρίσκεται στο χωριό Παρεκλησιά της Λεμεσού. Η εφεσίβλητη είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ασχολείται, μεταξύ άλλων, με εργασίες κατασκευής έργων οδοποιίας.
Κατά τα έτη 1984-1985, μετά από γραπτή συμφωνία με την Κυπριακή Δημοκρατία (τριτοδιάδικο), η εφεσίβλητη ανάλαβε την εκτέλεση χωματουργικών και άλλων έργων διάνοιξης και ευθυγράμμισης της κύριας οδικής αρτηρίας Παρεκλησιάς-Κελλακίου. Το κτήμα του εφεσείοντα εφάπτεται της οδικής αρτηρίας αυτής και ήταν η υπόθεσή του ότι η εφεσίβλητη ήταν αμελής στην εκτέλεση των έργων που ανάλαβε, με αποτέλεσμα να προκληθούν δημιουργία και εκπομπή σκόνης που έπεφτε και επικαθόταν στις φυτείες του εφεσείοντα, με αποτέλεσμα την πρόκληση ζημιάς. Επίσης ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι οι πράξεις και παραλείψεις της εφεσίβλητης αποτελούσαν κατά συνήθεια επέμβαση στην εύλογη χρήση και απόλαυση του περιβολιού του από την εφεσίβλητη και ως εκ τούτου συνιστούσαν ιδιωτική οχληρία. Τέλος ο εφεσείων αξιούσε αποζημιώσεις για έξοδα και ζημιές που υπέστη σαν αποτέλεσμα ισχυρισθείσας παράνομης επέμβασης στο περιβόλι του από μέρους της εφεσίβλητης διά της τοποθέτησης και συσσώρευσης σ’ αυτό, όγκων χωμάτων και άλλων υλικών. Η ζημιά στα δένδρα του εφεσείοντα διατυπώθηκε με λεπτομέρεια στην έκθεση απαιτήσεως και συνίστατο στην αποξήρανση δένδρων, στην ανάπτυξη ασθενειών λόγω της σκόνης τόσο στα δένδρα όσο και στον καρπό, στην καθήλωση της ανάπτυξης των φυτών, στη μείωση της εμπορεύσιμης αξίας του καρπού, στα έξοδα κλαδεύματος και στη ζημιά στην παραγωγή. Η συνολική αξιούμενη ζημιά, ανήρχετο στο ποσό των £1460. Πέραν της πιο πάνω ζημιάς ο εφεσείων αξιούσε και £300 έξοδα για την απομάκρυνση και μετακίνηση των όγκων χώματος και άλλων υλι[*648]κών που κατ’ ισχυρισμό τοποθετήθηκαν στο κτήμα του.
Η εφεσίβλητη αρνήθηκε την αξίωση του εφεσείοντα και με τη Διαδικασία Τριτοδιαδίκου που ήγειρε, αξιούσε από τον τριτοδιάδικο σαν εργοδότη του έργου, κάλυψη ή συνεισφορά, με βάση γραπτή μεταξύ τους συμφωνία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στο στάδιο των οδηγιών στη Διαδικασία Τριτοδιαδίκου, εκτός από τις οδηγίες για καταχώρηση των δικογράφων, έδωσε επίσης εκ συμφώνου και οδηγίες όπως ο τριτοδιάδικος εμφανιστεί κατά την ακρόαση της αγωγής και λάβει οποιαδήποτε διαβήματα ως το Δικαστήριο θα όριζε και να δεσμεύεται με το αποτέλεσμα της δίκης. Ακόμα έδωσε οδηγίες όπως το θέμα της ευθύνης του τριτοδιάδικου να καλύψει ή να συνεισφέρει στην αξίωση του εφεσείοντα, εκδικαστεί κατά την ακρόαση της αγωγής.
Κατά την ακροαματική διαδικασία έδωσαν μαρτυρία για τον εφεσείοντα, ο ίδιος ο εφεσείων και ένας μάρτυρας. Για την υπεράσπιση έδωσαν μαρτυρία πέντε μάρτυρες και για τον τριτοδιάδικο ένας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφασή του, επέτρεψε στο δικηγόρο του τριτοδιάδικου να αντεξετάσει τους μάρτυρες του εφεσείοντα. Επίσης ο δικηγόρος του εφεσείοντα και ο δικηγόρος του τριτοδιάδικου αντεξέτασαν τους μάρτυρες της εφεσίβλητης. Κατά τον ίδιο τρόπο ο μάρτυρας του τριτοδιάδικου αντεξετάστηκε από τις άλλες πλευρές.
Η υπόθεση του εφεσείοντα βασίζεται στην παράνομη επέμβαση, στην αμέλεια και στην ιδιωτική οχληρία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάλυσε τη νομική πτυχή κάθε μιας από τις τρεις βάσεις αγωγής και αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία. Προσεγγίζοντας το θέμα της μαρτυρίας έκρινε ότι για να εξεταστεί κατά πόσον ο εφεσείων απέδειξε την υπόθεσή του, δεν έπρεπε να λάβει υπόψη του τη μαρτυρία που δόθηκε για τον τριτοδιάδικο, γιατί το θέμα της ευθύνης της εφεσίβλητης έναντι του εφεσείοντα δεν ήταν επίδικο μεταξύ της εφεσίβλητης και του τριτοδιάδικου. Η μαρτυρία αυτή θα εξεταζόταν από το Δικαστήριο αν αποδεικνύετο η υπόθεση του εφεσείοντα, οπότε και θα εγειρόταν τότε το θέμα της ευθύνης του τριτοδιάδικου έναντι της εφεσίβλητης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναλύοντας και αξιολογώντας τη μαρτυρία για τον εφεσείοντα και την εφεσίβλητη, δεν αποδέκτηκε τη μαρτυρία που δόθηκε από μέρους του εφεσείοντα. Την απέρριψε σαν αναξιόπιστη και ανάλυσε τους λόγους. Από τη μαρτυρία που δόθηκε από μέρους της εφεσίβλητης, δέκτηκε τη μαρτυρία των [*649]μαρτύρων υπεράσπισης 1, 2, 3, και 5 και απόρριψε τη μαρτυρία του Μ.Υ.4, δίδοντας προς τούτο τους σχετικούς λόγους. Με βάση τη μαρτυρία όπως την αποδέκτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ευρήματα γεγονότων. Τα ευρήματα αυτά αναφέρονται στις σελ. 16 και 17 της απόφασης και είναι τα ακόλουθα:
“Από τον Απρίλιο 84 μέχρι τον Αύγουστο 85 οι Εναγόμενοι εκτελούσαν χωματουργικές και άλλες εργασίες κατασκευής δρόμου, στην κύρια οδική αρτηρία Παρεκκλησιάς-Κελλακίου.
Ο Ενάγοντας είναι ιδιοκτήτης ενός περιβολιού που εφάπτεται της προαναφερόμενης οδικής αρτηρίας, μέρος του οποίου απαλλοτριώθηκε από το Κράτος. Η προαναφερόμενη οδική αρτηρία, κατά τη διάρκεια των κατασκευαστικών έργων ήταν ουσιαστικά ανοικτή στην τροχαία κίνηση. Οι Εναγόμενοι λάμβαναν διάφορα μέτρα αποφυγής ή μετριασμού εκπομπής σκόνης από τις χωματουργικές και άλλες εργασίες τους και τη διέλευση οχημάτων. Αυτά τα μέτρα ήταν, καθημερινό ουσιαστικά ράντισμα, περί τις 3 φορές την ημέρα, ανάλογα με τις περιστάσεις και τις καιρικές συνθήκες, χρήση των ενδεικνυόμενων μηχανημάτων περιλαμβανομένου και CAT (CATERPILLAR) 977 και τοποθέτηση προειδοποιητικών πινακίδων και πινακίδων ορίου ταχύτητας στον προαναφερόμενο δρόμο. Οι πινακίδες ορίου ταχύτητας δεν υπακούονταν γενικά από τους οδηγούς των διερχομένων οχημάτων. Τα μέτρα που λάμβαναν οι Εναγόμενοι προς αποφυγή ή μετριασμό της σκόνης, την περιόριζαν περίπου στο 50%, όμως τόσο από τις χωματουργικές εργασίες όσο και από τη διέλευση οχημάτων προκαλείτο κάποια εκπομπή σκόνης. Εκτός από τα προαναφερόμενα μέτρα οι Εναγόμενοι δεν πήραν άλλα μέτρα για αποφυγή εκπομπής σκόνης όπως για παράδειγμα προκαταρκτική εξέταση αναφορικά με το πόσο ακριβώς ράντισμα του χωμάτινου δρόμου για μη εκπομπή σκόνης χρειαζόταν και ράντισμα πριν από κάθε σκάψιμο (pre-watering). Κάποια ποσότητα σκόνης που εκπέμπετο από τις χωματουργικές και άλλες εργασίες και τη διέλευση οχημάτων πρέπει να κατέληγε στο κτήμα του Ενάγοντα. Ο Ενάγοντας κανένα μέτρο πήρε, καθ’ όλο τον ουσιώδη χρόνο, για πρόληψη ή μετριασμό της ζημιάς του. Παρά τις συμβουλές του Επαρχιακού Γεωργικού Λειτουργού ούτε έπλυνε τα δέντρα του ούτε και τα ψέκασε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Αν έπλενε και ψέκαζε ο Ενάγοντας τα δέντρα του είναι πιθανό να μη υφίσταντο οποιαδήποτε ζημιά. Η ακριβής διάρκεια των εργασιών των Εναγομένων έξω από το κτήμα του [*650]Ενάγοντα δεν είναι προσδιορισμένη, ο Ενάγοντας όμως ανέφερε ότι τα μηχανήματα των Εναγομένων έμειναν έξω από το κτήμα του για περισσότερο από 6 μήνες.
Ο Ενάγοντας απέτυχε να αποδείξει ότι υπέστηκε οποιαδήποτε ζημιά στο περιβόλι του εξαιτίας της εκπομπής σκόνης από τις εργασίες και ενέργειες των Εναγομένων.
Ο Ενάγοντας επίσης ισχυρίστηκε ότι εναποτέθηκαν χώματα και πέτρες, από τους Εναγόμενους, για τα οποία πλήρωσε £300.- για να τα μεταφέρει αλλού, όμως δεν γνώριζε αν τα προαναφερόμενα εναποτέθηκαν στο κτήμα του ή στο μέρος του κτήματος του που απαλλοτριώθηκε, και συνεπώς απέτυχε να αποδείξει και αυτό το μέρος της ισχυριζόμενης ζημιάς του.”
Ο εφεσείων με την Ειδοποίηση Έφεσης διατύπωσε 26 λόγους έφεσης. Σε ορισμένους από τους λόγους αυτούς γίνεται προσπάθεια ανατροπής των ευρημάτων του Δικαστηρίου με μαρτυρία που δεν έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ή συνδυάζεται με μαρτυρία που αποδέκτηκε το Δικαστήριο σαν αξιόπιστη, για να υποστηριχθεί η θέση ότι με τη μαρτυρία αυτή έσφαλε το Δικαστήριο στην κατάληξή του ότι δεν απεδείχθη ιδιωτική οχληρία είτε υπό μορφή ατόπου επεμβάσεως εις την άνετη και πρόσφορη απόλαυση και/ή χρήση του περιβολιού του εφεσείοντα, είτε υπό μορφή επέμβασης εις το κτήμα αυτό, η οποία προσομοιάζει με παράνομη επέμβαση. Η προσέγγιση αυτή είναι λανθασμένη και ανεπίτρεπτη. Το Δικαστήριο εξάγει τα ευρήματά του και τα συμπεράσματά του από τη μαρτυρία που αποδέχεται σαν αξιόπιστη και η μαρτυρία που απορρίπτεται σαν αναξιόπιστη δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση ή να συνυπολογίζεται με αξιόπιστη και αποδεκτή μαρτυρία για την εξαγωγή πρωτογενών ευρημάτων και συμπερασμάτων. Συνεπώς το μέρος εκείνων των λόγων της έφεσης που βασίζεται σε αναξιόπιστη μαρτυρία που απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, δεν μπορεί να ευσταθήσει και δεν θα εξετασθεί. Επίσης δεν θα εξετασθούν και ορισμένοι άλλοι λόγοι που δεν προωθήθηκαν ενώπιόν μας. Κατά συνέπεια θα περιοριστούμε να εξετάσουμε τους λόγους εκείνους που έγκυρα διατυπώθηκαν και προωθήθηκαν ενώπιόν μας.
Ο πρώτος λόγος της έφεσης παρουσιάζει νομικό ενδιαφέρον και στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μη λάβει υπόψη του αναφορικά με το ζήτημα της ευθύνης της εφεσίβλητης έναντι του εφεσείοντα, τη μαρτυρία που δόθηκε από μέρους του τριτοδιάδικου, γιατί θεώρησε τη μαρτυρία αυτή ότι δόθηκε για το θέμα της ευθύνης του τριτοδιάδικου ένα[*651]ντι της εφεσίβλητης, και δεν ήταν επίδικο θέμα για το θεμα της ευθύνης της εφεσίβλητης έναντι του εφεσείοντα.
Αυτή η θέση του εφεσείοντα, συναρτάται και με την έκταση της συμμετοχής και της γραμμής υπεράσπισης του τριτοδιαδίκου στην όλη διαδικασία, σχετικά με το θέμα της ευθύνης της εφεσίβλητης έναντι του εφεσείοντα και δεδομένης της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου ημερ. 12.10.90, με την οποία δόθηκε δικαίωμα στο δικηγόρο του τριτοδιάδικου να αντεξετάσει τους μάρτυρες του εφεσείοντα πάνω στο θέμα της ευθύνης της εφεσίβλητης έναντι του εφεσείοντα. Ας σημειωθεί επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε και στο δικηγόρο του εφεσείοντα να αντεξετάσει το μάρτυρα του τριτοδιάδικου για το ίδιο θέμα. Στην ενδιάμεσή του απόφαση το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από τις αγγλικές υποθέσεις Re Salmon, 42 Ch. D. 351 και Eden v. Weardale Iron and Coal Company, 34 Ch. D. 223.
Eίναι εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα πως μέσα στα πλαίσια μιας δίκαιης δίκης θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, όλη η μαρτυρία που δόθηκε και ιδιαίτερα αυτή του μάρτυρα του τριτοδιάδικου προς όφελος του εφεσείοντα. Η μαρτυρία αυτή χαρακτηρίστηκε σαν μαρτυρία καθοριστικής σημασίας για το θέμα της ευθύνης της εφεσίβλητης έναντι του εφεσείοντα. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα προσπάθησε με αποσπάσματα από τη μαρτυρία που δόθηκε για τον τριτοδιάδικο σε συνδυασμό με τη μαρτυρία που δόθηκε για τον εφεσείοντα και την υπεράσπιση, να μας πείσει ότι ο εφεσείων απόδειξε την ευθύνη της εφεσίβλητης έναντι του εφεσείοντα. Ακόμα έθιξε και θέμα ισότητας και ισχυρίστηκε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος αυτού του εφεσείοντα.
Κατά την άποψή μας το θέμα δεν επικεντρώνεται στις προσεγγίσεις και εισηγήσεις του κ. Πιριλίδη. Η Δ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, καθορίζει τη διαδικασία με βάση την οποία εισάγεται τριτοδιάδικος στην υφιστάμενη αγωγή ενάγοντος εναντίον εναγόμενου. Ένα από τα στάδια της διαδικασίας αυτής είναι και το στάδιο των οδηγιών (directions). Οι Καν. 7 και 8 της Δ.10 είναι σχετικοί με το θέμα των οδηγιών αυτών και την έκταση που μπορούν να λάβουν και προνοούν τα ακόλουθα:
“7.-(1) If the third party enters an appearance the defendant giving notice may, after serving notice of the intended application upon the plaintiff, the third party and any other defendant, apply to the Court or a Judge for directions, and the [*652]Court or Judge may-
(a) where the liability of the third party to the defendant giving the notice is established on the hearing of the application, order such judgment as the nature of the case may require to be entered against the third party in favour of the defendant giving the notice, or
(b) if satisfied that there is a question or issue proper to be tried as between the plaintiff and the defendant and the third party or between any or either of them as to the liability of the defendant to the plaintiff or as to the liability of the third party to make any contribution or indemnity claimed, in whole or in part or as to any other relief or remedy claimed in the notice by the defendant, or that a question or issue stated in the notice should be determined not only as between the plaintiff and the defendant, but as between the plaintiff, the defendant and the third party or any or either of them, order such question or issue to be tried in such manner as the Court or Judge may direct, or
(c) dismiss the application.
(2) Any directions given pursuant to this rule may be given either before or after any judgment has been obtained by the plaintiff against the defendant in the action, and may be varied from time to time and may be rescinded.
(3) The third party proceedings may at any time be set aside by the Court or Judge.
8. Τhe Court or Judge upon the hearing of the application for directions may, if it shall appear desirable to do so, give the third party liberty to defend the action, either alone or jointly with the original defendant, upon such terms as may be just, or to appear at the trial and take such part therein as may be just and generally may order such proceedings to be taken, pleadings or documents to be delivered, or amendments to be made, and give such directions as to the Court or Judge shall appear proper for having the question and the rights and liabilities of the parties most conveniently determined and enforced and as to the mode and extent in or to which the third party shall be bound or made liable by the decision or judgment in the action.”
[*653]Η Διαδικασία Τριτοδιάδικου αντλεί την προέλευσή της από τη Δ.16 των παλαιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών, των οποίων οι βασικές πρόνοιες είναι όμοιες με τις πρόνοιες της δικής μας Δ.10. H διαδικασία αυτή δημιουργήθηκε στην Αγγλία με το Νόμο Judicature Act 1873 και θεωρήθηκε ότι ήταν μια διαδικασία ανάλογη με αγωγή, που καταχωρείτο από τον εναγόμενο σε υπάρχουσα αγωγή εναντίον του τριτοδιάδικου. Ο εναγόμενος σε τέτοια περίπτωση εθεωρείτο ενάγων και ο τριτοδιάδικος εναγόμενος. Επομένως, η Ειδοποίηση Τριτοδιάδικου υπέχει μορφή αγωγής του εναγόμενου εναντίον του τριτοδιάδικου (βλ. McCheane v. Jyles (1902) 1 Ch.D. 287). Μετά την επίδοση της Ειδοποίησης Τριτοδιαδίκου, ο τριτοδιάδικος καθίσταται διάδικος στην αγωγή αυτή και έχει τα ίδια δικαιώματα σχετικά με την υπεράσπισή του ως εάν να είχε εναχθεί με κανονική αγωγή από τον εναγόμενο. Ο τριτοδιάδικος όμως, δεν είναι εναγόμενος στην υφιστάμενη αγωγή του ενάγοντα εναντίον του εναγόμενου, εκτός αν ο ενάγων αποφασίσει και τον καταστήσει συνεναγόμενο. Η Διαδικασία Τριτοδιαδίκου είναι εντελώς ξεχωριστή και ανεξάρτητη διαδικασία από την προϋπάρχουσα αγωγή (Βλ. Stott v. West Yorkshire Road Car Co. [1971] 3 All E.R. 534, Annual Practice 1958, σελ. 381 κ.ε.).
Σκοπός της Διαδικασίας Τριτοδιαδίκου είναι η αποφυγή πολλαπλότητας αγωγών, η αποφυγή εξόδων, η δέσμευση του τριτοδιάδικου με το αποτέλεσμα αγωγής μεταξύ ενάγοντος και εναγομένου και η δυνατότητα απόφασης επί του θέματος που σχετίζεται με τη διαδικασία τριτοδιάδικου αμέσως μετά την απόφαση στην αγωγή, για να μην είναι αναγκασμένος ο εναγόμενος να περιμένει να αποδείξει την αξίωσή του εναντίον του τριτοδιάδικου με άλλη αγωγή ενώ ο ενάγων θα έχει την ευκαιρία να εκτελέσει την απόφαση εναντίον του. Η αρχή αυτή διατυπώθηκε στη σημαντική για την εποχή απόφαση στην υπόθεση Barclays Bank v. Tom [1923] 1 KB 221 στη σελ. 226. Αυτή η αρχή ακολουθήθηκε αργότερα από την The Normar [1968] 1 All E.R. 753 και την Chatsworth Investments v. Amoco Ltd [1968] 3 All E.R. 357.
Με αυτή τη νομική σκιαγράφηση της Διαδικασίας Τριτοδιαδίκου που βασίζεται στην αγγλική νομολογία, με την οποία συμφωνούμε, θα προσεγγίσουμε την υπό κρίση υπόθεση, για να δούμε τι έπραξε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Μετά την άδεια που δόθηκε στην εφεσίβλητη για έναρξη της Διαδικασίας Τριτοδιαδίκου και την καταχώρηση σημειώματος εμφανίσεως από τον τριτοδιάδικο, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν αιτήσεως της εφεσίβλητης, εξέδωσε εκ συμφώνου τις [*654]οδηγίες που προαναφέραμε.
Από τις οδηγίες αυτές προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε ποτέ άδεια στον τριτοδιάδικο να υπερασπισθεί στην αγωγή μεταξύ εφεσείοντα και εφεσίβλητης και ορθά έπραξε. Εκτός του ότι τέτοιες οδηγίες ή άδεια δεν ζητήθηκε, δεν συνέτρεχε κανένας προς τούτο λόγος, γιατί ο τριτοδιάδικος δεν απεδέχθη ευθύνη να αποζημιώσει την εφεσίβλητη και η εφεσίβλητη ήταν απρόθυμη να υπερασπισθεί ή ο τριτοδιάδικος ήθελε να εγείρει θέματα που δεν τα ήγειρε η εφεσίβλητη στην υπεράσπισή της.
Οι οδηγίες που δόθηκαν ήταν να παρουσιασθεί ο τριτοδιάδικος στην ακροαματική διαδικασία της αγωγής και να λάβει τέτοια διαβήματα ως το Δικαστήριο ήθελεν ορίσει. Με αυτές τις οδηγίες, που ορθά δόθηκαν, όπως προκύπτει από τη νομολογία που υιοθετήσαμε, ο τριτοδιάδικος ήταν ελεύθερος να αντεξετάσει τους μάρτυρες του εφεσείοντα επί του θέματος της ευθύνης όπως και το έπραξε, σύμφωνα με την προαναφερθείσα ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου.
Μια τέτοια ενέργεια ή συμπεριφορά δεν κατέστησε τον τριτοδιάδικο εναγόμενο στην αγωγή, ούτε μπορεί να θεωρηθεί άδεια υπεράσπισης στην αγωγή, έστω και αν η αντεξέταση των μαρτύρων του εφεσείοντα από τον τριτοδιάδικο επεκτάθηκε και σε άλλα θέματα που ήταν έξω από τα επίδικα θέματα μεταξύ εφεσίβλητης και τριτοδιάδικου, που έπρεπε να αποφευχθούν. Το βάρος της απόδειξης της ευθύνης της εφεσίβλητης το έφερε ο εφεσείων και οποιαδήποτε μαρτυρία δόθηκε από πλευράς τριτοδιαδίκου έστω και αν προέκυψε από την αντεξέταση του δικηγόρου του εφεσείοντα, ήταν μαρτυρία που σχετιζόταν και περιοριζόταν στο θέμα της ευθύνης του τριτοδιάδικου έναντι της εφεσίβλητης για αποζημίωση ή συνεισφορά με βάση τη μεταξύ τους συμφωνία, που ήταν και το επίδικο θέμα στη χωριστή Διαδικασία Τριτοδιαδίκου και δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί όσο ευνοϊκή και αν ήταν για τον εφεσείοντα για να αποδείξει αυτός την υπόθεσή του στην αγωγή του εναντίον της εφεσίβλητης. Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα ενέχει θεωρητικό χαρακτήρα σ’ αυτή την υπόθεση, εφόσον ο περί ου ο λόγος μάρτυρας του τριτοδιαδίκου κρίθηκε αναξιόπιστος.
Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Οι λόγοι 2, 3 και 4 της έφεσης αφορούν την εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατάληξε στο συμπέρασμα, δεδομένου του ευρήματός του ότι ο ενάγων απέτυχε να αποδείξει ζημιά [*655]ότι οι οποιεσδήποτε πράξεις και παραλείψεις της εφεσίβλητης δεν συνιστούσαν και/ή δεν αποτελούσαν ιδιωτική οχληρία εις βάρος του εφεσείοντα, είτε υπό μορφή ατόπου επεμβάσεως εις την άνετο και πρόσφορο απόλαυση και χρήση του περβολιού του, είτε υπό μορφή επέμβασης που προσομοιάζει με παράνομη επέμβαση.
Με τους λόγους αυτούς τίθεται υπό αμφισβήτηση η νομική θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόδειξη ζημιάς είναι αναγκαίο συστατικό για τη στοιχειοθέτηση του αστικού αδικήματος της ιδιωτικής οχληρίας.
Είναι εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι ιδιωτική οχληρία μπορεί να στοιχειοθετηθεί και χωρίς την απόδειξη ζημιάς και αναφέρθηκε στο Σύγγραμμα Clerk and Lindesell on Torts, 15η έκδοση, παρ. 23-03, 23-05 κ.ε. Επίσης εισηγήθηκε ότι η παράνομη επέμβαση της εφεσίβλητης αποδείχθηκε από τη μαρτυρία του εφεσείοντα και το Τεκμήριο Β, από την οποία ήτο ξεκάθαρο ότι τα χώματα και υλικά είχαν τοποθετηθεί και ευρίσκοντο μέσα από την περίφραξη του περιβολιού του εφεσείοντα.
Από τους λόγους όμως αυτούς όπως διατυπώθηκαν και την επιχειρηματολογία του δικηγόρου του εφεσείοντα ενώπιόν μας, προκύπτει ότι γίνεται επίκληση και μαρτυρίας που απορρίφθηκε σαν αναξιόπιστη από το Δικαστήριο, για να στοιχειοθετηθούν, δηλαδή γίνεται αναφορά σε πράξεις ή παραλείψεις της εφεσίβλητης όπως αυτές διατυπώθηκαν από μάρτυρες των οποίων η μαρτυρία δεν έγινε αποδεκτή.
Η υπεράσπιση δέχεται, όπως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ. 7 της απόφασής του, ότι τόσο από την εκτέλεση των χωματουργικών και άλλων έργων για την κατασκευή του δρόμου, όσο και από τη διέλευση διερχομένων οχημάτων, υπήρχε κάποια εκπομπή σκόνης. Η εκπομπή σκόνης ήταν αναπόφευκτη, περιοριζόταν όμως από την εφεσίβλητη με διάφορα μέτρα. Το επίδικο θέμα ήταν η έκταση της εκπομπής σκόνης και το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε σαν αναξιόπιστη τη μαρτυρία των μαρτύρων του εφεσείοντα. Επομένως, αν το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έπραξε και ορθά κατέληξε στα ευρήματά του επί της μαρτυρίας, όπως την αποδέκτηκε, καθίσταται ακαδημαϊκό το νομικό θέμα που τέθηκε με το λόγο αυτό.
Κατά συνέπεια θα εξετάσουμε στη συνέχεια τους λόγους 5, 6, 7, 8 και 9 της έφεσης που προσβάλλουν σαν εσφαλμένη την απόρριψη της μαρτυρίας για τον ενάγοντα και την αποδοχή της [*656]μαρτυρίας για την εφεσίβλητη. Συγκεκριμένα προσβάλλονται σαν λανθασμένα τα ευρήματα αξιοπιστίας ή αναξιοπιστίας των μαρτύρων και η αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε, αξιολόγησε και έδωσε λόγους για τη μαρτυρία που αποδέχτηκε και γι’ αυτή που απέρριψε.
Εξετάσαμε με προσοχή την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα και μελετήσαμε τη μαρτυρία που δόθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο.
Έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί πως η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η διαπίστωση των γεγονότων ανήκει κατ’ εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει, όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αυθαίρετα, παράλογα ή είναι αντίθετα με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Ενδεικτικά αναφερόμαστε στην Πίτσιλλου v. Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 691, όπου στη σελ. 679 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
“Στο δικό μας σύστημα η ευθύνη για τη διαπίστωση των γεγονότων ανήκει κατ’ εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης (Papadopoulos v. Stavrou). Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η ευθύνη για τον προσδιορισμό των γεγονότων ενόψει συγκρουόμενων εκδοχών βαρύνει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας ...”
Από τη μελέτη της μαρτυρίας καταλήγουμε ότι δεν προκύπτει λόγος που να μας δικαιολογεί, σύμφωνα με τη νομολογία, να ανατρέψουμε τα ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων και γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Επομένως, οποιοσδήποτε περαιτέρω σχολιασμός επί του νομικού θέματος, κατά πόσο στοιχειοθετείται ιδιωτική οχληρία χωρίς την απόδειξη ζημιάς, καθίσταται ακαδημαϊκός, δεδομένου ότι στερείται αντικειμένου. Όλοι οι πιο πάνω λόγοι απορρίπτονται.
Ο λόγος 4 αφορά επίσης το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με βάση τη μαρτυρία του εφεσείοντα, δεν δύναται να στηρι[*657]χθεί ο ισχυρισμός για παράνομη επέμβαση στο περιβόλι του. Το εύρημα αυτό χαρακτηρίζεται λανθασμένο, λαμβάνοντας υπόψη τη μαρτυρία του Εφεσείοντα και του περιεχομένου του Τεκμηρίου Β.
Κατά τη γνώμη μας και το μέρος αυτό του λόγου τούτου στερείται αντικειμένου, δεδομένου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα σαν αναξιόπιστη.
Με το λόγο 11 ο εφεσείων παραπονείται ότι ο πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα κατάληξε στο εύρημα ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.1 αναφορικά προς το ότι η εκπομπή σκόνης οφείλετο στη μη λήψη ικανοποιητικών μέτρων παρά της εφεσίβλητης, δεν είναι αποδεκτή εφόσον πρόκειται για γνώμη προσώπου μη ειδικού επί του θέματος, ενώ στην πραγματικότητα η μαρτυρία του μάρτυρα επί του θέματος αφορούσε μαρτυρία περί πραγματικού γεγονότος που διαπιστώθηκε από αυτόν, δηλαδή την παράλειψη ραντίσματος εκ μέρους των εναγομένων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε σε έκταση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του μάρτυρα αυτού. Δεν τη θεώρησε αξιόπιστη και δεν βασίστηκε σε αυτή.
Για το θέμα της εκπομπής σκόνης το Δικαστήριο στη σελ. 8 της απόφασης του ανέφερε τα ακόλουθα:
“Ο Μ.Ε.1 εξέφρασε τη γνώμη ότι η εκπομπή σκόνης οφειλόταν στη μη λήψη ικανοποιητικών μέτρων από τους Εναγόμενους, αλλά αυτή η μαρτυρία δεν είναι αποδεκτή, εφόσον πρόκειται για γνώμη προσώπου μη ειδικού πάνω στο θέμα.”
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκτός από το θέμα της αξιοπιστίας του μάρτυρα αυτού, κατάληξε και στην πιο πάνω διαπίστωση γιατί βασίστηκε πάνω στη νομική θέση ότι οι εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση να επιδείξουν τέτοια δεξιότητα και επιμέλεια κατά την άσκηση της ασχολίας τους που ένας λογικός συνετός άνθρωπος που έχει τα προσόντα για την άσκηση τέτοιας ασχολίας θα κατάβαλλε υπό τις περιστάσεις και αναφέρθηκε σε αυθεντίες. Με αυτή τη βάση κατάληξε στη σελ. 20-21 της απόφασης ως ακολούθως:
“Όπως ανέφερα, έχω ενώπιόν μου τη μαρτυρία των Εναγομένων ως προς το τι μέτρα λάμβαναν με σκοπό την αποφυγή ζημιάς σε πρόσωπα όπως τον Ενάγοντα. Δεν έχω όμως οποιαδήποτε μαρτυρία ως προς το τι μέτρα θα λάμβανε, υπό [*658]τις περιστάσεις, ένας συνετός, λογικός άνθρωπος που ασχολείτο με την κατασκευή δρόμου, για την αποφυγή ζημιάς στους γείτονες.
Ο Ενάγοντας δεν πρόσφερε οποιαδήποτε μαρτυρία ούτε ως προς την κοινή πρακτική, ούτε ως προς το τί ήταν λογικό να αναμένεται από ένα συνετό κατασκευαστή δρόμου, υπό τις περιστάσεις, ούτε και βέβαια ως προς την εφικτότητα οποιουδήποτε μέτρου που θα έπρεπε να ληφθεί, ή ως προς το κόστος του.
Ο Ενάγοντας θεώρησε, ουσιαστικά, ότι εφόσον είναι παραδεκτό πως γινόταν εκπομπή σκόνης το ζήτημα της ευθύνης των Εναγομένων είχε αποδειχθεί και το μόνο που του έμενε να αποδείξει ήταν η ζημιά του.
Όπως ανέφερα οι Εναγόμενοι δεν είχαν υποχρέωση να λάβουν όλα τα δυνατά μέτρα ώστε να μη εκπέμπεται καθόλου σκόνη, αλλά μόνο να λάβουν τα λογικά μέτρα που ένας συνετός άνθρωπος που ασκούσε αυτή την ασχολία θα λάμβανε υπό τις περιστάσεις.
Το Δικαστήριο δεν μπορεί να ενεργήσει σαν μάρτυρας - εμπειρογνώμονας και να αποφασίσει (χωρίς μαρτυρία) ότι οι Εναγόμενοι θα έπρεπε να κάμουν τη μια ή την άλλη ενέργεια, προς αποφυγή εκπομπής σκόνης, χωρίς να ξέρει ούτε κατά πόσο οι ενέργειες αυτές είναι εφικτές, ούτε το κόστος τους ούτε αν γίνονται από τους μέσους συνετούς λογικούς ανθρώπους που ασκούν αυτή την ασχολία, ή επάγγελμα.
Με αυτά τα δεδομένα, θεωρώ ότι δεν θα μπορούσα να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι οι Εναγόμενοι υπήρξαν αμελείς στην εκτέλεση των εργασιών τους. Οι Εναγόμενοι όπως παρατήρησα, έκαμναν τακτικό ράντισμα του δρόμου ανάλογα με τις συνθήκες, χρησιμοποιούσαν τα κατάλληλα μηχανήματα και τοποθέτησαν προειδοποιητικές πινακίδες και πινακίδες ορίου ταχύτητας, με σκοπό την αποφυγή ή περιορισμό της εκπομπής σκόνης. Περιπλέον είναι μη αμφισβητούμενο ότι οι Εναγόμενοι κατασκεύαζαν ένα δρόμο, κατά παραγγελία του κράτους, που είναι έργο κοινής ωφέλειας. Από την αντεξέταση των μαρτύρων υπεράσπισης φάνηκε ότι οι Εναγόμενοι δεν έπαιρναν άλλα μέτρα αποφυγής εκπομπής σκόνης όπως π.χ. το ράντισμα πριν κάθε σκάψιμο (pre-watering) και την εκ των προτέρων εξέταση του χώματος της περιοχής. Με τα δεδομένα όμως [*659]που έχω, δεν μπορώ να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι οι Εναγόμενοι υπήρξαν αμελείς.”
Ως προς το θέμα της ιδιωτικής οχληρίας, το Δικαστήριο στη σελ. 25 της απόφασής του παρατηρεί, μεταξύ άλλων, ότι δεν υπάρχει ενώπιόν του αξιόπιστη μαρτυρία ως προς το βαθμό και την έκταση εκπομπής σκόνης που κατάληξε στο περιβόλι του εφεσείοντα, στοιχείο που θα έπρεπε να αποδείξει ο εφεσείων για να πετύχει στην παρούσα υπόθεση πάνω στη βάση της ιδιωτικής οχληρίας.
Πιστεύουμε ότι είναι με αυτά τα δεδομένα που το Δικαστήριο θεώρησε ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.1 εκτός του ότι ήταν αναξιόπιστη, δεν ήταν επίσης αποδεκτή γιατί βασιζόταν πάνω σε γνώμη του μάρτυρα που δεν ήταν ειδικός να μιλήσει για θέματα που αφορούσαν ικανοποιητικά ή μη ικανοποιητικά μέτρα για μείωση ή εξάλειψη της εκπομπής σκόνης.
Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του προκειμένου και επομένως ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί και κατά συνέπεια απορρίπτεται.
Ο λόγος 13 αφορά την εισήγηση ότι ο πρωτόδικος Δικαστής εσφαλμένα κατάληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε αμέλεια από μέρους της εφεσίβλητης. Ο λόγος αυτός βασίζεται σε ισχυρισμούς πράξεων ή παραλείψεων που δεν αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου και σε μαρτυρία των Μ.Υ. 3 και 5 από την οποία όμως δεν εξάγονται τα ισχυριζόμενα από το δικηγόρο του εφεσείοντα. Tουναντίον τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι αντίθετα. Παραθέσαμε νωρίτερα ανάλυση του σκεπτικού της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με το οποίο καταλήγει ότι δεν απεδείχθη αμέλεια. Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου μας βρίσκει σύμφωνους. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Οι λόγοι 14, 17, 18 και 19 στρέφονται και πάλι κατά του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν απεδείχθη αμέλεια με το να αναφέρονται αποσπασματικά σε ισχυριζόμενες πράξεις ή παραλείψεις της Εφεσίβλητης που δεν αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου. Τουναντίον τα ευρήματα του Δικαστηρίου που το οδήγησαν στο συμπέρασμά του ότι δεν απεδείχθη αμέλεια είναι άλλα και προαναφέρονται. Επομένως ούτε οι λόγοι αυτοί δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
[*660]Ενόψει της κατάληξής μας στους προαναφερθέντες λόγους της έφεσης, δεν κρίνουμε σκόπιμο να υπεισέλθουμε σε άλλους λόγους της έφεσης, γιατί αυτοί είτε δεν είναι ικανοί να ανατρέψουν το αποτέλεσμα, είτε έχουν αποσυρθεί, είτε έχουν ήδη καλυφθεί από τους προαναφερθέντες λόγους με τους οποίους έχουμε ήδη ασχοληθεί σε κάποια έκταση.
Κανένας από τους λόγους της έφεσης ευσταθεί και επομένως η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο