Παγκύπριος Eταιρεία Aρτοποιών Λτδ. ν. Σοφοκλή T. Σαββίδη (1997) 1 ΑΑΔ 685

(1997) 1 ΑΑΔ 685

[*685]11 Ioυνίου, 1997

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΡΤΟΠΟΙΩΝ ΛΤΔ.,

Εφεσείουσα-Εναγόμενη,

v.

ΣΟΦΟΚΛΗ Τ. ΣΑΒΒΙΔΗ,

Εφεσίβλητου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9754).

 

Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Αίτηση για διαγραφή μέρους της έκθεσης απαίτησης που περιείχε ολόκληρη τη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, σε αγωγή για παράνομη απόλυση του ενάγοντα — Παράβαση των διατάξεων της Δ.19, θ.4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού — Το Εφετείο ακυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, ενέκρινε την έκδοση του διατάγματος διαγραφής.

Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Τι πρέπει να περιέχουν — Ποίος ο ρόλος του Εφετείου σε θέματα πoυ αφορούν τη διατύπωση δικογράφων.

Λέξεις και Φράσεις — “Ουσιαστικό” (material) στο θ.4 της Δ.19 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού.

Λέξεις και Φράσεις — “Embarrassing” στο  Bullen & Leake “Precedents of Pleadings”.

Ο ενάγων-εφεσίβλητος, παρέθεσε στην έκθεση απαίτησης σε αγωγή για αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση, ολόκληρη τη συμφωνία για ανανέωση της σύμβασής του και το πλήρες πρακτικό απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της εφεσείουσας, για να αποδείξει παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης στη λήψη της απόφασης για παύση του.

Η αίτηση της εφεσείουσας για διαγραφή των πιο πάνω στοιχείων από την έκθεση απαίτησης, δυνάμει της Δ.19 θ.26 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού, απορρίφθηκε από [*686]το πρωτόδικο Δικαστήριο, λόγω του ότι δεν προκλήθηκε βλάβη στην άλλη πλευρά ή καθυστέρηση εκδίκασης της υπόθεσης.

Στην έφεσή της, η εφεσείουσα επικαλέσθηκε πάλι τη Δ.19 θ.4 και ισχυρίσθηκε ότι η παράθεση των πιο πάνω εγγράφων αντίκειται στις διατάξεις της.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Τα δικόγραφα καθορίζουν το πλαίσιο της δίκης. Η σύνταξή τους διέπεται από ιδιαίτερους δικονομικούς κανόνες που ενσωματώνονται στη Δ.19. Η λέξη ουσιαστικό (material) στο θ.4 σημαίνει απαραίτητο.

2. Η μαρτυρία για απόδειξη των επιδίκων θεμάτων δεν έχει θέση στο δικόγραφο.

3. Η διατύπωση και η παρουσίαση της υπόθεσης πρέπει να είναι λιτή και να περιορίζεται μόνο στα ουσιαστικά γεγονότα.

4. Στην παρούσα υπόθεση παραβιάσθηκε σε μεγάλη κλίμακα ο πιο πάνω θεμελιακός κανόνας.

5. Παρόλο που το Εφετείο δεν είναι πρόθυμο να επεμβαίνει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε διαδικαστικά θέματα, έχει καθήκον να αποφασίζει ασκώντας τη δική του διακριτική ευχέρεια, ως προς το κατά πόσο δικόγραφο είναι διατυπωμένο με τρόπο που να προκαλεί αμηχανία στην αντίθετη πλευρά.

    Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται διάταγμα διαγραφής ως η αίτηση. Ο εφεσίβλητος καταδικάζεται στα έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση.

H έφεση έγινε δεκτή με έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Bruce v. Odhams Press Ltd. [1936] 1 K.B.  697,

Merchants’ and Manufacturers’ Insurance Co. v. Davies [1938] 1 K.B. 196,

“Αλήθεια” Εκδοτική Εταιρεία Λτδ και Άλλη v. Λεωνίδα (1997) 1 [*687]A.A.Δ. 550,

British Airways Pension Trustees Ltd. v. Sir Robert McAlpine [1994] 72 B.L.R. 26,

Davy v. Garrett [1878] 7 C.D. 473,

W. R. Willcocks & Co. Ltd. [1973] 2 All E.R. 93.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη εταιρεία κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παρπαρίνος, E.Δ.) που δόθηκε την 1/8/96 (Aρ. Aγωγής 12404/93), με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για τη διαγραφή της παραγράφου 2(γ) της Έκθεσης Aπαιτήσεως, καθώς και τη διαγραφή της παραγράφου “A” των λεπτομερειών παρανομίας που περιέχονται στην παράγραφο 3 της Έκθεσης Aπαιτήσεως.

Στ. Πολυβίου, για την Εφεσείουσα.

Α. Χαβιαράς και Σπανού (κα) για Λ. Κληρίδη, για τον Εφεσίβλητο/Ενάγοντα.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Aνάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο ενάγων/εφεσίβλητος διετέλεσε γενικός διευθυντής της εφεσείουσας εταιρείας. Από τον Ιούνιο του 1993 έπαυσε να είναι στην υπηρεσία της.  Ισχυρίζεται ότι η εταιρεία τον απέλυσε κατά παράβαση των όρων της σύμβασης εργασίας που είχαν συνάψει μεταξύ τους. Γι’ αυτό και προσέφυγε στο δικαστήριο ζητώντας αποζημιώσεις. Αντικείμενο της έφεσης είναι δικονομικό ζήτημα, που αφορά το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης, που κατέθεσε ο ενάγων και τον τρόπο διατύπωσής της.

Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο δικόγραφο αυτό, ο ενάγων είχε προσληφθεί υπό τους όρους και συμφωνίες σύμβασης ημερ. 12/10/78, που ανανεωνόταν κάθε φορά που έληγε. Η τελευταία “συμφωνία ανανέωσης” έγινε, όπως διατείνεται ο ενάγων στην παράγραφο 2(γ), στις 9/8/91. Στη συνέχεια εκτίθεται στο δικόγραφο αυτούσια η συμφωνία. Καταλαμβάνει έξι σελίδες του δικογράφου.  Παρατίθεται επίσης εξολοκλήρου στην παράγρα[*688]φο 3Α, κάτω από την επικεφαλίδα “λεπτομέρειαι παρανομίας” το κείμενο επιστολής ημερ. 28/6/93, που προηγήθηκε της παραίτησής του. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου, η επιστολή αυτή συντάχθηκε από τον πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της εφεσείουσας, που ζήτησε από τον ενάγοντα να υπογράψει ότι συμφωνεί με το περιεχόμενό της.  Τέλος, στην παράγραφο (α) με τίτλο “λεπτομέρειαι παράβασης των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης” ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε την παύση του χωρίς να τον ακούσει. Και προχωρεί και καταγράφει verbatim το πλήρες πρακτικό απόφασης που αποδίδεται στο Διοικητικό Συμβούλιο προς “απόδειξη του γεγονότος αυτού”.

Η εφεσείουσα, προτού προχωρήσει να ετοιμάσει το δικό της δικόγραφο, ζήτησε διαγραφή των παραπάνω στοιχείων από την έκθεση απαίτησης, στηρίζοντας το αίτημα στη Δ.19 θ. 26 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού που προβλέπει ότι:

“The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, order to be struck out or amended any matter in any indorsement or pleading which may be unnecessary or scandalous or which may tend to prejudice, embarrass, or delay the fair trial of the action.”

To κύριο επιχείρημα που ανέπτυξε η εφεσείουσα στο πρωτόδικο, και επανέλαβε σε αυτό το δικαστήριο, είναι ότι η παράθεση των παραπάνω εγγράφων αντίκειται στις διατάξεις της Δ.19 θ. 4 που δεν επιτρέπει, πέρα από την καταγραφή των ουσιαστικών γεγονότων που διαγράφoυν την αξίωση, τη συμπερίληψη μαρτυρίας που την αποδείχνουν. Ας σημειωθεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ουσιαστικά ότι σημειώθηκε πράγματι παράβαση του παραπάνω διαδικαστικού θεσμού. Εντούτοις δεν ικανοποίησε το αίτημα γιατί έκρινε ότι:

“... δεν προκαλούν εις την άλλη πλευρά οιανδήποτε βλάβη ή την θέτουν εις δύσκολη θέση ή ότι θα καθυστερήσουν την εκδίκαση της υπόθεσης με οιονδήποτε τρόπο ή ότι είναι άσχετοι με την υπόθεση.”

Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου υιοθέτησε αυτές τις σκέψεις και πρόσθεσε ότι τα έγγραφα αυτά είναι εν πάση περιπτώσει παραδεκτά.

[*689]Τα δικόγραφα καθορίζουν το πλαίσιο της δίκης. Η σύνταξή τους διέπεται από ιδιαίτερους δικονομικούς κανόνες που ενσωματώνονται στη Δ.19 και διασφαλίζουν την αποτελεσματική διεξαγωγή της δίκης. Ο θ. 4 περιέχει τον πιο θεμελιακό:

“Every pleading shall contain, and contain only, a statement in a summary form of the material facts on which the party pleading relies for his claim or defence, as the case may be, but not the evidence by which they are to be proved, ........”

H έννοια του ουσιαστικού (material) συσχετίζεται εδώ με ότι είναι απαραίτητο. Στην υπόθεση Bruce v. Odhams Press Ltd. [1936] 1 K.B. 697, 712, ελέχθη ότι:

“Τhe word “material” means necessary for the purpose of formulating a complete cause of action;..”

Η μαρτυρία με την οποία μπορεί να αποδειχθεί οποιοδήποτε από τα επίδικα θέματα δεν έχει θέση σε δικόγραφο. Αν παρεισφρύσει πρέπει να διαγραφεί: Merchants’ and Manufacturers’ Insurance Co. v. Davies [1938] 1 K.B. 196, 207.  Έτσι δεν είναι συγχωρητή η παράθεση ολόκληρου εγγράφου. Είναι αρκετό να δηλωθεί η έννοια και το αποτέλεσμά του. Οι Bullen & Leake “Precedents of Pleadings” 12η έκδοση, σελ. 44  θέτουν τα ζητήματα που αφορούν έγγραφα ή μια συνομιλία ως εξής:

“Where any document or conversation is referred to in any pleading, the precise words of the document or conversation should not be stated, but only the effect of the document or the purport of the conversation should be briefly stated;  but if the precise words of a document or conversation are themselves material, they must be set out in full in the pleading. Thus, it is not ordinarily necessary to set out verbatim the entire terms of a written contract, but only to state briefly the effect thereof and to specify the particular terms in respect of which any breach is alleged.  So it is not ordinarily necessary to set out the precise words used by the parties when making a contract or taking part in any conversation relied on.”

Μια τέτοια περίπτωση παράθεσης του ακριβούς κειμένου είναι εκείνη που τα ουσιαστικά γεγονότα ταυτίζονται με τις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν, όπως, λ.χ., δημοσίευμα εφημερίδας σε αγωγή λιβέλλου: βλέπε Π.Ε. 9435 “Αλήθεια” Εκδοτική Εταιρεία Λτδ. και Άλλος ν. Χαράλαμπου Λεωνίδα ημερ. 19/5/97.

[*690]Πότε ένα δικόγραφο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως embarrassing, σύμφωνα με τον παραπάνω κανονισμό, αναφέρει με καθαρότητα στη σελ. 147 ο εκδότης των Βullen & Leake, ανωτέρω:

“Accordingly, a pleading is embarrassing which is ambiguous or unintelligible or which states immaterial matter and so raises irrelevant issues which may involve expense, trouble and delay and thus will prejudice the fair trial of the action, and so is a pleading which contains unnecessary or irrelevant allegations.”

Η πεμπτουσία είναι ότι η διατύπωση και η παρουσίαση της υπόθεσης πρέπει να είναι λιτή χωρίς πλατειασμούς.  Το λόγο γιαυτό μας δίνει η British Airways Pension Trustees Ltd v. Sir Robert McAlpine [1994] 72 B.L.R. 26:

“The basic purpose of pleadings is to enable the opposing party to know what case is being made in sufficient detail to enable that party properly to prepare to answer it.

...........................................................................................

Pleadings are not a game to be played at the expense of the litigants, they are not an end in themselves, but a means to the end, and that end is to give each party a fair hearing.”

Όπως και να εξετασθεί το θέμα που ανέκυψε έχουμε στην παρούσα περίπτωση παραβίαση σε μεγάλη κλίμακα του παραπάνω θεμελιακού κανόνα. Και στις τρεις περιπτώσεις το δικόγραφο περιέχει εκτεταμένη μαρτυρία, που ο κανονισμός αυτός απαγορεύει. Παρέχει πολύτιμη καθοδήγηση, γιατί άπτεται της ουσίας των θεμάτων που συζητήσαμε και περαιτέρω καθορίζει το ρόλο Eφετείου σε τέτοια ζητήματα, η απόφαση Davy v. Garrett [1878] 7 C. D. 473:

“Although the Court of Appeal will not readily interfere with the discretion of the Court of first instance in a matter of procedure, it is its duty to exercise its own discretion as to whether a pleading is so framed as to embarrass the opposite party. In a case, therefore, where a statement of claim was in the opinion of the Court of Appeal calculated to embarrass the Defendants by reason of its stating immaterial facts, and setting out at great length documents which could not be material except as evidence by way of admission, it was ordered to be struck out, though a motion for that purpose had been dismissed with costs by the Court below.

[*691]The rule that evidence is not to be pleaded applies to admissions as well as to other evidence.”

Aς σημειωθεί ότι η απόφαση αυτή εφαρμόστηκε στη μεταγενέστερη Re W. R. Willcocks & Co. Ltd. [1973] 2 All E.R. 93.

H πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται διάταγμα διαγραφής ως η αίτηση.  Τα έξοδα της έφεσης ως και τα έξοδα της αίτησης πρωτόδικα επιδικάζονται εναντίον του εφεσίβλητου.

Η έφεση έγινε δεκτή με έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο