(1997) 1 ΑΑΔ 746
[*746]30 Ιουνίου, 1997
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΑΓΙΔΗΣ,
Εφεσείων-Εναγόμενος 1,
v.
ΛΟΪΖΟΥ ΛΟΥΗ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,
Eφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9338).
Αμέλεια —Τροχαίο ατύχημα — Σύγκρουση αυτοκινήτου του εφεσείοντα το οποίο οδηγούσε σε κύριο δρόμο, με άλλο αυτοκίνητο που εισήλθε στον κύριο δρόμο από πάροδο, με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, να περάσει στην αντίθετη πλευρά του δρόμου και να συγκρουστεί με άλλο επερχόμενο αυτοκίνητο — Καταμερισμός ευθύνης από το πρωτόδικο Δικαστήριο 40% για τον εφεσείοντα και 60% για τον οδηγό του άλλου αυτοκινήτου — Εσφαλμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας — Διαταγή για επανεκδίκαση.
Αμέλεια — Επιμερισμός ευθύνης σε αυτοκινητικό ατύχημα — Συνιστά έργο που ανήκει πρωταρχικά στο πρωτόδικο Δικαστήριο — Η εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας, καθιστά αναγκαία την επέμβαση του Εφετείου.
Ο εφεσείων - εναγόμενος 1, οδηγούσε το αυτοκίνητό του κατά μήκος του κυρίου δρόμου Λευκωσίας - Αστρομερίτη, με κατεύθυνση προς Αστρομερίτη. Ο εφεσίβλητος 1 οδηγούσε κατά μήκος παρόδου στον πιο πάνω δρόμο που ευρίσκετο στα αριστερά σε σχέση με την πορεία του εφεσείοντα. Εισερχόμενο στον κύριο δρόμο, το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου 1 συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, το οποίο στη συνέχεια πέρασε στην αντίθετη πλευρά του δρόμου και συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν οι εφεσίβλητοι 2, 3 και 4. Το σημείο σύγκρουσης βρισκόταν περίπου ένα μέτρο μέσα στον κύριο δρόμο.
Οι εκδοχές του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου 1 διΐσταντο ως [*747]προς τις συνθήκες της σύγκρουσης. Ο πρωτόδικος Δικαστής αξιολογώντας τη μαρτυρία θεώρησε ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα ήταν αμφίβολη λόγω αντιφάσεων και η μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 έπρεπε να ληφθεί υπ’ όψιν με πολλή επιφύλαξη λόγω παραδοχής του στην ποινική υπόθεση για αμελές οδήγημα εφ’ όσον δεν σταμάτησε, στη συμβολή της παρόδου με τον κύριο δρόμο. Στη συνέχεια προέβη σε ευρήματα με βάση τα οποία έκρινε ότι η ευθύνη του εφεσείοντα ήταν 40% και του εφεσίβλητου 1, 60%.
Στην έφεση αποφασίστηκε ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματά του αλλά και κατ’ επέκταση την κατανομή της ευθύνης, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί.
Παρόλο που η ευθύνη για αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί να την υποκαταστήσει, δεν παρέχεται υπό τις περιστάσεις άλλη επιλογή από τη διαταγή επανεκδίκασης της υπόθεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
H έφεση έγινε δεκτή με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από εναγόμενο 1 κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Nικολαΐδη, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 27.10.94 (Aρ. Aγωγών 3300/89, 3299/89 και 3298/89), με την οποία καταμερίστηκε σ’ αυτόν ευθύνη 40% για τροχαίο ατύχημα και 60% στον εφεσίβλητο 1.
Γ. Κορφιώτης, για τον Εφεσείοντα-εναγόμενο 1.
Στ. Ερωτοκρίτου (κα), για τον Εφεσίβλητο-εναγόμενο 2.
Καμία εμφάνιση, για τους άλλους εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χρ. Χατζητσαγγάρης.
ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται ενα[*748]ντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, που δόθηκε στις 27.10.1994 σε συνενωμένες αγωγές για αποζημιώσεις συνεπεία τροχαίου ατυχήματος.
Η απόφαση προσβάλλεται μόνο όσον αφορά τον καταμερισμό της ευθύνης μεταξύ δύο εναγομένων οδηγών, και έχει σαν υπόβαθρο τα εξής γεγονότα.
Ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο SM 620 κατά μήκος της κύριας οδού Λευκωσίας - Αστρομερίτη, με κατεύθυνση προς Αστρομερίτη. Ο εφεσίβλητος 1 οδηγούσε το αυτοκίνητο ΕΚ 405 κατά μήκος παρόδου του πιο πάνω δρόμου που ευρίσκετο στην αριστερή πλευρά σε σχέση με την πορεία του εφεσείοντος. Εισερχόμενο στον κύριο δρόμο, το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου 1 συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο του εφεσείοντος, και στη συνέχεια το αυτοκίνητο του εφεσείοντος πέρασε στην αντίθετη πλευρά του δρόμου και συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν οι εφεσίβλητοι 2, 3 και 4.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού παράθεσε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του, επεσήμανε ότι η ουσιαστική διαφορά όσον αφορά τις συνθήκες της σύγκρουσης εντοπίζετο στις αντίστοιχες εκδοχές του εφεσείοντα και εφεσίβλητου 1.
Η εκδοχή του εφεσείοντος ήταν ότι ενώ ο ίδιος ήταν σε απόσταση 50-60 μέτρων από την πάροδο, βγήκε από αυτήν το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου 1 και συγκρούστηκε στην αριστερή πλευρά του αυτοκινήτου του. Δεν αντελήφθηκε προηγουμένως το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου 1 διότι δεν υπήρχε ορατότης και το αντίκρυσε την τελευταία στιγμή εισερχόμενο ξαφνικά στον δρόμο με αποτέλεσμα να καθίσταται αναπόφευκτη η σύγκρουση και η παρέκκλιση της πορείας του δικού του αυτοκινήτου.
Η εκδοχή του εφεσίβλητου 1 ήταν ότι στη συμβολή της παρόδου με τον κύριο δρόμο σταμάτησε για να ελέγξει την κίνηση στα δεξιά του. Σε απόσταση 20 μέτρων, δεν είδε αυτοκίνητο στο δρόμο και άρχισε να εισέρχεται στον κύριο δρόμο με πολύ χαμηλή ταχύτητα. Όταν εισήλθε περί το ένα μέτρο μέσα στον κύριο δρόμο είδε το αυτοκίνητο του εφεσείοντος το οποίο τότε συγκρούστηκε με το δικό του. Η δική του αντίδραση ήταν να χρησιμοποιήσει τα φρένα του και να στρίψει προς τα αριστερά. Ο εφεσίβλητος 1 ανέφερε ότι η ορατότητα προς τα δεξιά ήταν περιορισμένη.
Η μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή, ήταν ότι η ορατότητα [*749]από τη νοητή γραμμή της παρόδου στη συμβολή της με τον κύριο δρόμο προς τα δεξιά ήταν 52 μέτρα. Το σημείο σύγκρουσης των δύο αυτοκινήτων δεν έχει αμφισβητηθεί. Αυτό βρίσκεται περίπου ένα μέτρο μέσα στον κύριο δρόμο.
Ο πρωτόδικος δικαστής αξιολογώντας τη μαρτυρία, θεώρησε ότι η μαρτυρία του εφεσείοντος ήταν αμφίβολη λόγω αντιφάσεων και η μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 έπρεπε να ληφθεί υπόψη με πολλή επιφύλαξη λόγω της παραδοχής του στην ποινική υπόθεση στην οποία κατηγορήθηκε και παραδέχθηκε ότι οδηγούσε αμελώς εφόσον δεν σταμάτησε στη συμβολή της παρόδου με τον κύριο δρόμο.
Παρά την αντιμετώπιση της μαρτυρίας με τον τρόπο αυτό, το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη στα ακόλουθα ευρήματα:
(α) Ο εφεσείων οδηγούσε με ταχύτητα 25-30 μίλια την ώρα.
(β) Ο εφεσίβλητος 1 σταμάτησε στη συμβολή της παρόδου με τον κύριο δρόμο και λόγω της περιορισμένης ορατότητας των 20 μέτρων προχώρησε ένα μέτρο μέσα στον κύριο δρόμο, οπότε αντελήφθηκε το αυτοκίνητο του εφεσείοντος σε απόσταση 30 μέτρων.
(γ) Ο εφεσείων είχε ορατότητα της συμβολής της παρόδου με τον κύριο δρόμο από απόσταση 50 μέτρων.
(δ) Ο εφεσίβλητος 1 δημιούργησε την κατάσταση που απέληξε στη σύγκρουση και υπήρξε αμελής διότι εισήλθε στον κύριο δρόμο χωρίς επαρκή έλεγχο προς τα δεξιά του και με τον τρόπο αυτό ανέκοψε την πορεία του εφεσείοντος.
(ε) Ο εφεσείων δεν αντελήφθηκε έγκαιρα το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου 1 και δεν προέβη σε καμιά ενέργεια για να το αποφύγει.
Ο πρωτόδικος δικαστής κατέληξε ότι ο εφεσίβλητος 1 έφερε μεγαλύτερη ευθύνη για τη σύγκρουση και κατένειμε την ευθύνη σε 40% σε βάρος του εφεσείοντος και 60% εναντίον του εφεσίβλητου 1.
Θεωρούμε ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου όσον αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματά του αλλά και κατ’ επέκταση όσον αφορά την κατανομή της ευθύνης, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Επισημαίνουμε σοβαρή αντίφαση στο γεγονός ότι αφ’ ενός μεν ουσιαστικά απέρριψε την μαρτυρία και των δύο εναγομένων και αφ’ ετέρου προχώρησε να κάμει ευ[*750]ρήματα βασιζόμενο σε αυτή. Εξάλλου και τα ευρήματα στα οποία κατέληξε είναι ελλιπή, αφήνοντας πολλά κενά. Ο καταμερισμός ευθύνης που τοποθετείται στα εν λόγω ευρήματα δεν βρίσκει ως εκ τούτου θεμελίωση.
Το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο και το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί να το υποκαταστήσει. Υπό τις περιστάσεις δεν έχουμε άλλη επιλογή από του να διατάξουμε την επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση από άλλο δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Είναι αυτονόητο ότι στην παρούσα υπόθεση θα πρέπει να δοθεί κάθε δυνατή προτεραιότητα.
Η έφεση γίνεται δεκτή με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο