(1997) 1 ΑΑΔ 751
[*751]3 Ιουλίου, 1997
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ
ΝΟΜΟΝ ΚΕΦ. 189
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ ‘Η Χ”ΣΑΒΒΑ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ, ΤΟΥΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥΣ ΚΑΙ/ ‘Η ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΩΣ ΑΝΩ
ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΥΠ’ ΑΡ. 27/88
ΚΑΙ
LOUIS PETER STRATOS ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
v.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΑΡΤΕΜΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,
Εφεσιβλήτων-Καθ’ ών η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9591).
Κληρονομικό Δίκαιο — Ανάκληση διορισμού διαχειριστού από το Δικαστήριο — Το ενδεδειγμένο ένδικο μέσο είναι η αγωγή — Διάκριση μεταξύ κληρονομικών θεμάτων contentious και non-contentious — Υπάρχει τόσο στο Αγγλικό όσο και στο Κυπριακό Δίκαιο — Επίσης το Άρθρο 58 του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Νόμου, Κεφ. 189, καθιστά την αγγλική δικονομία και πρακτική εφαρμοστέα στις περιπτώσεις που δεν έχει ειδική πρόνοια ο νόμος.
Πολιτική Δικονομία — Παρατυπία — Διάσωση της διαδικασίας με τον μηχανισμό της Δ.64 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών — Η λανθασμένη έναρξη της διαδικασίας δεν συνιστά παρατυπία η οποία μπορεί να διασωθεί με επίκληση της Δ.64.
[*752]Η ανάκληση του διορισμού του εφεσίβλητου - καθ’ ου η αίτηση 1, ως διαχειριστού της περιουσίας του αποβιώσαντος Π. Ευστρατίου, ζητήθηκε με πρωτογενή αίτηση εκ μέρους των 7 εφεσειόντων - αιτητών, η οποία εβασίζετο κυρίως στα Άρθρα 52 και 53 του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμου, Κεφ. 189.
Οι εφεσίβλητοι ζήτησαν ακύρωση της διαδικασίας για δύο λόγους:
1. Οι απαιτήσεις των αιτητών συνιστούσαν καθαρά κληρονομική διαφορά και η ακολουθητέα διαδικασία για απόκτηση θεραπείας είναι μόνο η κληρονομική αγωγή (probate action) και
2. Έπρεπε να είχε προηγηθεί της καταχώρησης της αίτησης, ένορκη δήλωση από τον αιτητή ή ένα από αυτούς που να βεβαιώνει τα στοιχεία που καθορίζει η Δ.2 θ.13 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έκαμε διάκριση μεταξύ κληρονομικών θεμάτων non-contentious or common form and contentious αποφάνθηκε ότι τα αιτήματα της αίτησης περιλαμβάνονταν στην κατηγορία των contentious probate actions και επιβάλλεται όπως εγερθούν με κλητήριο ένταλμα αγωγής το οποίο προτού σφραγισθεί από τον Πρωτοκολλητή πρέπει να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση των εναγόντων ή ενός από αυτούς. Η πρωτογενής διαδικασία ακυρώθηκε.
Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν στην έφεση, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε λανθασμένα ως προς τις αρχές που ακολούθησε. Επίσης ότι και αν ακόμα δεν χρησιμοποιήθηκε το ενδεδειγμένο ένδικο μέσο, η παρατυπία μπορούσε να αρθεί με τη Δ.64 του πιο πάνω Διαδικαστικού Κανονισμού όπως τροποποιήθηκε στις 24.2.95.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Τα Άρθρα 52 και 53 είναι άσχετα με τα αιτήματα των εφεσειόντων.
2. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πρωτογενής αίτηση παρέχει το ορθό δικονομικό μέσο για επίλυση μόνο των κληρονομικών θεμάτων στα οποία δεν υπάρχει αμφισβήτηση (non-contentious business) δεν είναι ορθή.
3. Τα εγερθέντα θέματα μπορεί να διερευνηθούν και επιλυθούν μόνο με το ένδικο μέσο της αγωγής.
4. Στην παρούσα υπόθεση δεν έγινε παρατυπία στον τύπο της αγω[*753]γής η οποία μπορεί να διασωθεί με τη Δ.64, αλλά λανθασμένη έναρξη της διαδικασίας η οποία καθιστά την διαδικασία άκυρη.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Κρονίδης Π.E.Δ., Nικολάτος A.E.Δ.), που δόθηκε στις 30.10.1995 (Aρ. Aιτήσεως 46/93), με την οποία κηρύχθηκε άκυρη η πρωτογενής αίτηση με την οποία ζητούσαν δήλωση του Δικαστηρίου ότι: 1. ήταν συγγενείς και κληρονόμοι του αποθανόντος, 2. ο καθ’ ου η αίτηση 1 διορίσθηκε διαχειριστής συνεπεία δόλου ή ψευδών δηλώσεών του, 3. ο διορισμός έπρεπε να ανακληθεί ή ακυρωθεί όπως και η διανομή της περιουσίας.
Λ. Βασιλείου, για τους Εφεσείοντες-Αιτητές.
Τ. Κουμής, για τους Εφεσίβλητους-Καθ’ ών η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας
(Η απόφαση δόθηκε χωρίς να ακουστούν οι εφεσίβλητοι)
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο Παναγιώτης Ευστρατίου ή Παναγιώτης Χ”Σάββας πέθανε στη Νέα Υερσέη των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Άφησε όμως ακίνητα στην Κύπρο. Στις 16/2/88 ο εφεσίβλητος/καθού η αίτηση 1 διορίστηκε διαχειριστής της περιουσίας αυτής. Είχε προηγηθεί αίτησή του συνοδευόμενη από πιστοποιητικό ότι οι 6 εφεσίβλητοι (περιλαμβανομένου και του ιδίου) είναι οι μόνοι κληρονόμοι του. Στις 15/12/88 η περιουσία μεταβιβάστηκε και γράφτηκε στο όνομα των κληρονόμων κατ’ εφαρμογήν συμφωνίας διανομής που έκαμαν μεταξύ τους. Η διαχείριση περατώθηκε στις 26/4/89 με την κατάθεση λογαριασμών από το διαχειριστή.
Τον Ιούνιο του 1993 οι 7 εφεσείοντες/αιτητές, κάτοικοι Νέας Υερσέης, καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας πρωτογενή αίτηση, βασισμένη κυρίως στα άρθρα 52 και 53 του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Αποθανόντων, Νόμου, Κεφ. 189. Ουσιαστικά ζητούσαν απόφαση ή δήλωση του δικαστηρίου ότι (1) ήταν οι συγγενείς και κληρονόμοι του προμνησθέντος. (2) [*754]ο καθού η αίτηση 1 διορίστηκε διαχειριστής συνεπεία δόλου ή ψευδών δηλώσεών του. (3) ο διορισμός διαχειριστή έπρεπε να ανακληθεί ή ακυρωθεί όπως και (4) η διανομή της περιουσίας στην οποία προέβη υπό την παραπάνω ιδιότητα.
Οι εφεσίβλητοι εμφανίστηκαν υπό διαμαρτυρία και υπέβαλαν, μέσα στο χρονικό διάστημα που τους δόθηκε, την κρινόμενη αίτηση, ζητώντας ακύρωση της όλης διαδικασίας για δύο λόγους: (1) ότι οι απαιτήσεις των αιτητών αποτελούσαν καθαρά κληρονομική διαφορά και οποιαδήποτε θεραπεία μπορούσε να επιδιωχθεί μόνο με κληρονομική αγωγή (probate action) μια που η διαχείριση είχε λήξει. και (2) εφόσον στην πραγματικότητα η πρωτογενής αίτηση είναι κληρονομική αγωγή έπρεπε να είχε προηγηθεί της καταχώρησης ένορκη δήλωση από τον αιτητή ή ένα από αυτούς που να βεβαιώνει τα στοιχεία που καθορίζει η Δ.2 θ. 13 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού.
Tο πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η επίκληση των άρθρ. 52 και 53 δεν παρείχε, για τους λόγους που εξήγησε, νομική βάση για την αίτηση. Περαιτέρω αποφάσισε, ακυρώνοντας την πρωτογενή διαδικασία, ότι τα αιτήματα που επεδίωκε να προωθήσει “δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνονται στην κατηγορία των “contentious probate actions” και επιβάλλεται όπως εγερθούν με κλητήριο ένταλμα αγωγής το οποίο, προτού σφραγισθεί από τον Πρωτοκολλητή πρέπει να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση των εναγόντων ή ενός από τους ενάγοντες .....”.
Προτού καταλήξει, το δικαστήριο αναφέρθηκε στη διάκριση μεταξύ κληρονομικών θεμάτων non-contentious or common form και contentious, υιοθετώντας σχετικό απόσπασμα από τον Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 17, παραγρ. 780 στη σελ. 414 και άλλη περικοπή από την ίδια σειρά, που βρίσκεται στον τόμο 37 στη σελ. 84. Συγκεκριμένα η ουσία τους είναι ότι ο ενδεδειγμένος δικονομικός τρόπος επίλυσης κληρονομικών διαφορών, περιλαμβανομένης και της αναγνώρισης κληρονομικών δικαιωμάτων, είναι η αγωγή. Ο τίτλος της παραγράφου είναι Proceedings which must be begun by writ of summons και έχει ως εξής:
“The following proceedings must be begun by writ of summons:
(1).....................................................................................
(2) proceedings in which a claim made by the plaintiff is based on an allegation of fraud.
.........................................................................................
[*755](5) a contentious probate action.”
Έχουμε αναφερθεί στα παραπάνω αποσπάσματα που χρησιμοποίησε η πρωτόδικη απόφαση διότι, με ξεχωριστό λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται πως αυτά παρείχαν λανθασμένη νομική καθοδήγηση, εφόσον, κατά την άποψή τους, η πρωτογενής αίτηση είχε ως νομικό έρεισμα τα άρθρ. 52 και 53, ανωτέρω, που δεν είναι μηχανισμός που ενεργοποιείται με αγωγή.
Στο πρωτόδικο δικαστήριο, αλλά και ενώπιόν μας, προωθήθηκε η θέση - που είναι αντικείμενο άλλου λόγου έφεσης - ότι και στην περίπτωση που η αγωγή ήταν το ενδεδειγμένο ένδικο μέσο μπορούσαν να επιτραπούν οι αναγκαίες τροποποιήσεις και να δοθούν οι κατάλληλες οδηγίες έτσι ώστε η παρατυπία, όπως χαρακτηρίστηκε από το δικηγόρο των εφεσειόντων, να αρθεί. Το επιχείρημα έχει ως υπόβαθρο τη Δ.64 του παραπάνω διαδικαστικού κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε στις 24/2/95.
Κατά τη γνώμη μας η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή. Η γενική παρατήρησή μας για τα άρθρ. 52 και 53 είναι ότι αναφέρονται σε άλλα ζητήματα. Είναι άσχετα με τα αιτήματα που διατύπωσαν οι εφεσείοντες. Το άρθρ. 52 παρέχει εξουσία στο δικαστήριο, για λόγους που εξειδικεύει, να παύει διαχειριστή και να διορίζει άλλο στη θέση του. Εξάλλου δεν υπάρχει πρόνοια ότι ο ενδιαφερόμενος αποτείνεται στο δικαστήριο με πρωτογενή αίτηση, όπως συμβαίνει πράγματι με το άρθρ. 53 που έχει τέτοια πρόνοια για τα θέματα που απαριθμεί: 53(2). Δε συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η πρωτογενής αίτηση παρέχει το ορθό δικονομικό μέσο για επίλυση μόνο των κληρονομικών θεμάτων στα οποία δεν υπάρχει αμφισβήτηση (non-contentious business). Κρίνουμε, ωστόσο, έχοντας υπόψη και τις παρακάτω σκέψεις μας αναφορικά με την εμβέλεια του ένδικου μέσου της αγωγής, ότι τα θέματα που εγείρει η πρωτογενής αίτηση των εφεσειόντων εκφεύγουν των ορίων του άρθρ. 53.
Παρατηρούμε ότι η διάκριση μεταξύ κληρονομικών θεμάτων contentious και non-contentious υπάρχει και στο δικό μας δίκαιο: βλέπε ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρ. 2 του νόμου. Πέραν τούτου το άρθρ. 58 καθιστά την αγγλική δικονομία και πρακτική εφαρμοστέα στις περιπτώσεις που δεν έχει ειδική πρόνοια ο νόμος. Εδώ όμως γίνεται η διαφοροποίηση, όπως προαναφέρθηκε, η έννοια και το περιεχόμενο της οποίας συμπίπτει με το αγγλικό δίκαιο. Πρόσθετα με όσα αναφέρονται στο Halsbury’s παραπέμπουμε, για ενίσχυση της άποψής μας και στο κλασσικό σύγγραμμα [*756]Tristram and Coote’s Probate Practice, 25η έκδοση (1978) σελ. 476:
“A grant may be revoked by a judgment in an action in the Chancery Division or county court for revocation.”
Στην ίδια σελίδα υπάρχει το εξής σχόλιο που αναφέρεται σε ψευδή δήλωση σαν ένα από τους λόγους ανάκλησης διορισμού διαχειριστή από το δικαστήριο:
“False statement
Where a grant has been made to a person who was not entitled thereto, either where he has acted in ignorance of the true facts or where he has acted fraudulently, e.g., by making a false statement or by concealing some material fact from the Court.”
Ό,τι αναφέρεται στις σελ. 604 και 605 του ιδίου συγγράμματος με επικεφαλίδα “Actions for revocation of letters of administration” καλύπτει, όπως και τα προηγούμενα αποσπάσματα, την παρούσα περίπτωση:
“An action for the revocation of letters of administration is instituted: (1) On the allegation that they were granted to a person without sufficient title to the grant. The object of such a suit is to compel the party who has obtained the grant of administration to establish such a degree of relationship with the deceased as will entitle him to the grant, and in the result it becomes an interest suit.”
Mε βάση ό,τι προεκτέθηκε έχουμε την άποψη ότι τα εγερθέντα θέματα μπορεί να διερευνηθούν και επιλυθούν μόνο με το ένδικο μέσο της αγωγής. Αναφορικά με το επιχείρημα για διάσωση της διαδικασίας με το μηχανισμό της Δ.64 συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι “στην παρούσα υπόθεση δεν πρόκειται περί παρατυπίας στον τύπο της αγωγής αλλά λανθασμένης έναρξης της διαδικασίας η οποία επιφέρει ακυρότητα”.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο