Mepa Underwriting Management Limited και Άλλοι ν. Aγροτικής Aνώνυμης Eλληνικής Eταιρείας Γενικών Aσφαλίσεων (1997) 1 ΑΑΔ 772

(1997) 1 ΑΑΔ 772

[*772]10 Ιουλίου, 1997

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

MEPA UNDERWRITING MANAGEMENT LIMITED ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9809).

 

Πολιτική Δικονομία — Προσθήκη διαδίκου (εναγομένου) — Επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία είναι ευρεία επί του θέματος αυτού, για αποτελεσματική εκδίκαση όλων των μεταξύ των διαδίκων επιδίκων θεμάτων — Εκείνο που πρωτίστως εξετάζεται στη σχετική διαδικασία, είναι κατά πόσο ο προτεινόμενος εναγόμενος είναι αναγκαίος διάδικος.

Πολιτική Δικονομία — Διαγραφή διαδίκου (εναγομένου) — Επιτυγχάνεται μετά από υποβολή αίτησης για διαγραφή — Το δικονομικό βάθρο προσφέρεται από τη Δ.9, θ.10 και την Δ.27, θ.3, των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

Πολιτική Δικονομία — Αίτηση για απόρριψη αγωγής από εναγόμενο — Πρέπει να κατατίθεται εγκαίρως αλλά όχι πριν την καταχώριση της έκθεσης απαιτήσεως.

Οι ενάγοντες καταχώρησαν αγωγή εναντίον των εναγομένων 1 για παράβαση αντασφαλιστικής σύμβασης που εξέδωσαν οι εναγόμενοι 1 προς όφελός τους, και εναντίον των εναγομένων 2 για αμέλεια και/ή παράβαση των εκ του Νόμου και/ή των συμβατικών καθηκόντων τους αναφορικά με την αντασφάλιση μεταξύ των εναγόντων και των εναγομένων 1.

Οι εναγόμενοι 1 και 2 ζήτησαν απόρριψη της αγωγής λόγω, μεταξύ άλλων, έλλειψης δικαιοδοσίας και μη αποκάλυψης αγώγιμου δικαιώματος. Στο πλαίσιο εκδίκασης των σχετικών αιτήσεων, δια[*773]πιστώθηκε διάσταση θέσεων, αναφορικά με το ποιοί ήταν οι αντασφαλιστές, οι εναγόμενοι 1 ή η εταιρεία Allied Assurance and Reinsurance Co. Ltd.  Αποτέλεσμα αυτού ήταν η κατάθεση της αίτησης για προσθήκη της πιο πάνω εταιρείας ως εναγομένων 3 και για τροποποίηση της οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλματος

Οι εναγόμενοι 1 έφεραν ένσταση στην αίτηση και ισχυρίστηκαν ότι στην σχετική ένορκη δήλωση δεν γινόταν αναφορά ότι οι εναγόμενοι ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι και ως εκ τούτου δεν εγείρετο θέμα δικής τους ευθύνης. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η εξουδετέρωση του αγώγιμου δικαιώματος των εναγόντων κατά των εναγομένων 1 και η εκθεμελίωση της απαίτησης, ως επίσης και της μέχρι τώρα διαδικασίας εναντίον των εναγομένων 2 εφόσον η απαίτηση και η διαδικασία εναντίον των εναγομένων 2 στηρίχτηκαν στην κατ’ ισχυρισμό σχέση των εναγομένων 1 με τους εναγομένους 2.  Εφόσον δεν υφίστανται, κατ’ ουσία οι δύο ήδη εναγόμενοι δεν νοείται η προσθήκη τρίτου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση των εναγομένων και αποφάσισε να διατάξει την προσθήκη της Allied Assurance and Reinsurance Co. Ltd. ως τρίτων εναγομένων και την ζητηθείσα τροποποίηση της οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλματος.

Οι εναγόμενοι 1 εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση και ισχυρίστηκαν ότι η προσθήκη εναγομένου είναι δυνατή όταν το δικαστήριο ικανοποιείται ότι είναι ένας απαραίτητος και ορθός διάδικος.  Επίσης ότι από τη στιγμή που οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι δεν ενήργησαν σαν αντιπρόσωποι, δεν έχουν προσωπική ευθύνη και έπρεπε να διαγραφούν χωρίς να είχε προηγηθεί αίτηση από τους ιδίους,  εν όψει των προνοιών της Δ.9 θ.10.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση, αφού εφάρμοσε τις νομικές αρχές που αναφέρονται στις πιο πάνω εισαγωγικές σημειώσεις.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εναγομένων 1.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Van Gelder, Apsimon & Co. v. Sowerby Bridge United District Flour Society [1890] 44 Ch. D. 374,

Montgomery v. Foy, Morgan & Co. [1895] 2 Q.B. 321,

[*774]Bennetts & Co. v. Mcllwraith & Co. [1896] 2 Q.B. 464,

Ideal Films Ltd v. Richards [1927] 1 K.B. 374,

Wilson v. Balcarres [1893] 1 Q.B. 422,

Robinson v. Geisel [1894] 2 Q.B. 688,

Byrne & Another v. Brown [1989] 22 Q.B.D. 657,

Amon v. Raphael Tuck & Sons Ltd [1956] 1 All E.R. 273,

Gurtner v. Circuit [1968] 1 All E.R. 328,

Wilson v. Church [1878] 9 Ch. 552,

A.G. of Duchy of Lancaster v. L. & N. W. Ry [1892] 3 Ch. 374,

Wright v. Prescot U.D.C. 115 L.T. 772,

Tucker v. Collinson 34 W.R. 354,

Cross v. Earl Howe, 62 L.J. Ch. 342,

Fletcher v. Bethom, 68 L.T. 438,

The Heirs of the late Theodora Panayi v. The Administrators of the Estate of the late Stylianos Mandrioti (1963) 2 C.L.R. 167.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Oικονόμου, E.Δ.), που δόθηκε στις 9.10.96 (Aρ. Aγωγής 3851/94), με την οποία επιτράπηκε η προσθήκη του τρίτου εναγόμενου και συνεπακόλουθα η τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος και της Oπισθογράφησης.

Χρ. Κληρίδης με Χρ. Χριστοφή και Δ. Θεοδώρου, για τους Εφεσείοντες-Εναγόμενους 1.

Στ. Ερωτοκρίτου (κα.), για τους Eφεσείοντες-Εναγόμενους 2.

Σ. Πίττας, για την Εφεσίβλητη-Ενάγουσα.

[*775]ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία έχει διαταχθεί:

(1)       Η προσθήκη της “Allied Assurance and Reinsurance Company Limited”, από τη Λευκωσία ως εναγομένων 3 (“οι προτεινόμενοι εναγόμενοι”).

(2)       Τροποποίηση της οπισθογράφησης του κλητηρίου εντάλματος έτσι ώστε:

(ι)  η μέχρι τώρα απαίτηση εναντίον των εναγομένων 1 να μετατραπεί σε απαίτηση εναντίον των εναγομένων 1 και/ή των εναγομένων 3

(ιι) να εισάγεται το στοιχείο ότι οι εναγόμενοι 1 ενεργούσαν προσωπικά και/ή για λογαριασμό και/ή εκ μέρους των προτεινόμενων εναγομένων 3.

Σε ότι αφορά τους εναγόμενους 1 η βάση της αγωγής ήταν παράβαση αντασφαλιστικής σύμβασης που εξέδωσαν οι εναγόμενοι 1 “προς όφελος των εναγόντων και που εκάλυπτε την κατασκευή του υποθαλάσσιου αγωγού επεξεργασίας λυμάτων στην Ψυττάλεια Αττικής Ελλάδος”.

Σε ότι αφορά τους εναγόμενους 2 η βάση της αγωγής ήταν:  “Αμέλεια και/ή παράβαση των εκ του Νόμου και/ή των συμβατικών καθηκόντων” τους αναφορικά με την αντασφάλιση μεταξύ των εναγόντων και των εναγομένων 1.

Ιστορικό της διαδικασίας.

Οι ενάγοντες πέτυχαν μονομερώς άδεια για σφράγιση και επίδοση εκτός δικαιοδοσίας σε ότι αφορά τους εναγομένους 2.

Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 1 ζήτησαν παραμερισμό της επίδοσης σ’ αυτούς και αναστολή και απόρριψη της αγωγής λόγω, μεταξύ άλλων, έλλειψης δικαιοδοσίας και μη αποκάλυψης αγωγίμου δικαιώματος. Παρόμοια αίτηση υπέβαλαν και οι εναγόμενοι 2.

Στα πλαίσια της εκδίκασης των αιτήσεων εκείνων διαπιστώθηκε [*776]διάσταση θέσεων σε διάφορα θέματα, μεταξύ των οποίων και διάσταση ως προς το ποιοί ήσαν οι αντασφαλιστές, οι εναγόμενοι 1, όπως ήταν η θέση των εναγόντων, ή κάποια MEPA FRANCE, όπως ήταν η θέση των εναγομένων 1;  Το Δικαστήριο ανέφερε σχετικά ότι σε εκείνο το στάδιο δεν ήταν αναγκαίο να αποφανθεί επί του θέματος και έτσι δεν αποφάνθηκε ως προς το ποιά θέση ήταν ορθή.

Οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν τους ενάγοντες στην κατάθεση της αίτησης για προσθήκη των προτεινόμενων εναγομένων και για τροποποίηση της οπισθογράφησης του κλητηρίου φαίνονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση.  Τους παραθέτουμε:

Κατά την ακρόαση της αίτησης των εναγομένων 1 για παραμερισμό της επίδοσης διεφάνη, μέσα από τους ισχυρισμούς τους, που περιέχονται στην σχετική ένορκη δήλωσή τους, μια προσπάθειά τους να αποκρύψουν στοιχεία από το δικαστήριο ως προς την ταυτότητα των αντασφαλιστών. Μετά από σχετικές έρευνές τους οι ενάγοντες διαπίστωσαν, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι η εταιρεία των εναγομένων 1 εμφανίζεται ότι ασκεί εργασίες αντιπροσώπων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών εταιρειών με εξουσία και/ή εξουσιοδότηση να εκδίδει ασφαλιστικά συμβόλαια εκ μέρους και για λογαριασμό των εταιρειών του συγκροτήματος MEPA. Η μοναδική εταιρεία του “MEPA GROUP” που παρέχει ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές καλύψεις διεθνώς είναι η εταιρεία ALLIED ASSURANCE AND REINSURANCE CO LTD.

Ενόψει των ανωτέρω οι εναγόμενοι 1 εξέδωσαν την αντασφαλιστική σύμβαση και/ή ανέλαβαν αντασφαλιστικά το 83% του κινδύνου υπό την ιδιότητα των αντιπροσώπων άλλων αντασφαλιστών (UNDERWRITING AGENTS) τους οποίους εκπροσωπούσαν.

Η πιο πάνω διαπίστωση σε συνδυασμό με το περιεχόμενο των διαφόρων εγγράφων, οδήγησε τους ενάγοντες στο ασφαλές συμπέρασμα ότι “οι κύριοι (PRINCIPALS) των εναγομένων 1 ήταν η εταιρεία ALLIED ASSURANCE AND REINSURANCE COMPANY LTD που ανήκει στο ίδιο συγκρότημα και που εξασκεί μεταξύ άλλων αντασφαλιστικές εργασίες”.

Οι εναγόμενοι 1 έφεραν ένσταση στην αίτηση.  Εισηγήθηκαν τα πιο κάτω:

Η προηγούμενη θέση των εναγόντων ήταν ότι αντασφαλιστές ήταν οι εναγόμενοι 1. Τώρα είναι η θέση τους ότι αντασφαλιστές είναι η Allied Assurance and Reinsurance Co Ltd. Η θέση περί σω[*777]ρευτικής ευθύνης με τους εναγόμενους 1 δεν προκύπτει από τη σχετική ένορκη δήλωση όπου δεν γίνεται αναφορά για μη αποκαλυφθέντα αντιπροσωπευόμενο. Είναι μετέωρη εφόσον σχετίζεται με την απλή αναφορά του συνήγορου των εναγόντων περί “undisclosed principal”. Εφόσον οι εναγόμενοι 1 ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι της Allied Assurance and Reinsurance Co Ltd δεν δημιουργείται θέμα δικής τους ευθύνης (άρθρο 190(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149). Με αυτή τη θέση εξουδετερώνεται το αγώγιμο δικαίωμα των εναγόντων εναντίον των εναγομένων 1 αλλά εκθεμελιώνεται και η απαίτηση ως επίσης και η μέχρι τώρα διαδικασία σε σχέση με τους εναγομένους 2 εφόσον η όλη απαίτηση και διαδικασία εναντίον των εναγομένων 2 στηρίχθηκαν στην κατ’ ισχυρισμό σχέση των εναγομένων 1 με τους εναγομένους 2.

Εφόσον δεν υφίστανται, κατ’ ουσία, οι δύο ήδη εναγόμενοι, δεν είναι νοητή προσθήκη τρίτου. Εκείνο που ζητείται είναι αντικατάσταση, κάτι που δεν καλύπτεται από το θεσμό της προσθήκης.

Οι εναγόμενοι 2 υιοθέτησαν τις πιο πάνω εισηγήσεις των εναγομένων 1. Έδωσαν δε περισσότερη έμφαση στη θέση περί εκθεμελίωσης της διαδικασίας επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας στους ίδιους ενόψει της, κατ’ ουσία, παραδοχής ότι δεν υφίσταται αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των εναγομένων 1 και με δεδομένο ότι τυχόν ευθύνη των εναγομένων 1 αποτελεί πρόκριμα για ευθύνη των εναγομένων 2.

Νομικό βάθρο της αίτησης ήταν οι Δ.9  θθ. 1, 4, 5, 6, 7, 10, 11,  Δ.25 και Δ.48 θθ. 1, 2, 3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και οι συμφυείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τις πιο πάνω εισηγήσεις των εναγομένων. Έκρινε για τους πιο κάτω λόγους ότι η παρούσα διαδικασία δεν προσφέρεται για οριστική απόφαση επί οποιουδήποτε νομικού σημείου που επηρεάζει καθοριστικά την τύχη της αγωγής σε σχέση με οποιονδήποτε από τους εναγομένους:

(α)       Η παρούσα διαδικασία αφορά απλώς στο κατά πόσο θα πρέπει να προστεθεί ή όχι ένας τρίτος εναγόμενος.

(β)       Θα πρέπει να αποφευχθεί η εμπλοκή σε οποιοδήποτε ζήτημα το οποίο εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου.

[*778](γ)         Ούτε, έστω και έμμεσα, είναι θεμιτό με την απόφαση στην παρούσα διαδικασία να υπεισέλθει το Δικαστήριο στη βασιμότητα της αγωγής σε σχέση με τους υφιστάμενους ήδη εναγομένους.

Αγορεύοντας ενώπιόν μας προς υποστήριξη της έφεσης των εναγομένων 1, ο ευπαίδευτος συνήγορός τους εισηγήθηκε ότι για να προστεθεί ένας εναγόμενος πρέπει η αγωγή που έχει καταχωρηθεί να έχει κάποια βάση. Η προσθήκη εναγομένου είναι δυνατή όταν το δικαστήριο ικανοποιείται ότι είναι ένας απαραίτητος και ορθός διάδικος.

Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε εξουσία να επιτρέψει την προσθήκη των εναγομένων 3 αλλά έπρεπε να διαγράψει τους εναγόμενους 1. Αυτή η διαγραφή ήταν απαραίτητη λόγω της παροδοχής των εναγόντων, στην ένορκη δήλωσή τους που συνόδευε την επίδικη αίτηση, ότι οι αντασφαλιστές ήταν οι προτεινόμενοι εναγόμενοι 3 και όχι οι εναγόμενοι 1. Το πρωτόδικο δικαστήριο - συνεχίζει η εισήγηση - δεν μπορούσε να αγνοήσει αυτή την παραδοχή και να αποφανθεί ότι το ζήτημα μπορεί να διευκρινιστεί κατά τη δίκη. Από τη στιγμή που οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι δεν έχουν ενεργήσει σαν αντιπρόσωποι δεν έχουν προσωπική ευθύνη και έπρεπε να διαγραφούν χωρίς να είχε προηγηθεί αίτηση από τους ίδιους ενόψει των προνοιών της Δ.9 θ.10.

Η ευπαίδευτη συνήγορος των εναγομένων 2 υποστήριξε ότι οι τελευταίοι έχουν ενωθεί ως “αναγκαίος διάδικος” στην αγωγή εναντίον των εναγομένων 1 και ήταν πάνω σ’ αυτή την βάση που οι ενάγοντες  εξασφάλισαν άδεια για επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στην αλλοδαπή. Με την επίδικη αίτηση οι ενάγοντες έχουν εκθεμελιώσει το βάθρο με βάση το οποίο εξασφάλισαν την πιο πάνω άδεια και επομένως οι εναγόμενοι 2 έπρεπε να διαγραφούν.

Το ζήτημα της προσθήκης διαδίκου εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Όπως έχει νομολογηθεί το δικαστήριο διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια να κάμει οποιεσδήποτε αναγκαίες τροποποιήσεις σε σχέση με τους διαδίκους με το να τους προσθέσει, να τους διαγράψει ή να τους αντικαταστήσει και να επιφέρει τέτοιες αλλαγές όσες είναι αναγκαίες για να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική εκδίκαση όλων των μεταξύ των διαδίκων επίδικων θεμάτων (Βλ. Van Gelder, Apsimon & Co v. Sowerby Bridge United District Flour Society [1890] 44 Ch D 374, C.A., Montgomery v. Foy, Morgan & Co [1895] 2 Q.B. 321, C.A., Bennetts & Co v. McIlwraith & Co [1896] 2 Q.B. 464, C.A., Ideal Films Ltd v. Richards [1927] [*779]1 K.B. 374, C.A., Wilson v. Balcarres [1893] 1 Q.B. 422, Robinson v. Geisel [1894] 2 Q.B. 688).

Στην Byrne and Another v. Brown [1889] 22 Q.B.D. 657 ο Lord Esher, M.R. έχει πραγματευθεί ως πιο κάτω το ζήτημα της προσθήκης διαδίκου:

“One of the chief objects of the Judicature Acts was to secure that, wherever a Court can see in the transaction brought before it that the rights of one of the parties will or may be so affected that under the forms of law other actions may be brought in respect of that transaction, the Court shall have power to bring all the parties before it, and determine the rights of all in one proceeding. It is not necessary that the evidence in the issues raised by the new parties being brought in should be exactly the same; it is sufficient if the main evidence, and the main inquiry, will be the same, and the Court then has power to bring in the new parties, and to adjudicate in one proceeding upon the rights of all the parties before it.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Ένας από τους κύριους σκοπούς των Judicature Acts ήταν να εξασφαλιστεί ότι οποτεδήποτε το δικαστήριο μπορεί να διακρίνει από την διαδικασία η οποία βρίσκεται ενώπιον του ότι τα δικαιώματα ενός από τους διαδίκους θα επηρεαστούν ή δυνατόν να επηρεαστούν με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε δυνάμει των υφιστάμενων διαδικαστικών θεσμών δυνατό να εγερθούν άλλες αγωγές σε σχέση με την ίδια πράξη, το δικαστήριο θα έχει εξουσία να φέρει όλα τα μέρη ενώπιον του, και να αποφασίσει επί των δικαιωμάτων τους σε μια διαδικασία. Δεν είναι απαραίτητο όπως η μαρτυρία, που προκύπτει για τα επίδικα θέματα που εγείρονται από την προσθήκη των μερών, είναι ακριβώς η ίδια. Είναι αρκετό αν η κυρίως μαρτυρία και η κυρίως έρευνα, θα είναι οι ίδιες και το δικαστήριο έχει εξουσία να προσθέσει τα νέα μέρη, και να αποφασίσει επί των δικαιωμάτων όλων των μερών που βρίσκονται ενώπιον του σε μια διαδικασία.”

Η πιο πάνω προσέγγιση αποτελεί, σύμφωνα με τον Lord Denning, M.R. μια πολύ ευρεία ερμηνεία του σχετικού διαδικαστικού κανονισμού η οποία πρέπει να τυγχάνει προτίμησης έναντι της στενής ερμηνείας η οποία έχει δοθεί από τον Lord Devlin στην Amon v. Raphael Tuck & Sons Ltd [1956] 1 All E.R. 273 (Βλ. Gurtner v. Circuit [1968] 1 All E.R. 328, 332).

[*780]Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τις εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσειόντων-εναγομένων 1. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η διαδικασία προσθήκης εναγομένου δεν προσφέρεται για καθοριστική επίλυση της τύχης της αγωγής σε σχέση με οποιονδήποτε από τους εναγομένους. Αυτό που πρωτίστως εξετάζεται από το δικαστήριο στη διαδικασία προσθήκης εναγομένου είναι κατά πόσο ο προτεινόμενος εναγόμενος είναι ένας αναγκαίος διάδικος.

Με μόνη την καταχώριση του κλητηρίου εντάλματος και τις αντιφατικές θέσεις και ισχυρισμούς των εναγόντων σε σχέση με το ρόλο των εναγομένων 1 δεν είναι δυνατή η επίλυση της τύχης της αγωγής εναντίον τους.

Το δικόγραφο το οποίο διευκρινίζει και προσδιορίζει την αιτία αγωγής εναντίον ενός εναγομένου είναι η έκθεση απαιτήσεως. Πρέπει ένας να διαβάσει την έκθεση απαιτήσεως για να αντιληφθεί για ποιό λόγο κάποιος έχει καταστεί διάδικος (Βλ. Wilson v. Church [1878] 9 Ch. 552, 557).

Όπως έχει νομολογηθεί η αίτηση από εναγόμενο για απόρριψη της αγωγής πρέπει να κατατίθεται εγκαίρως. Παρόλο ότι μπορεί να κατατεθεί πριν την καταχώριση της υπεράσπισης, δεν μπορεί να κατατεθεί πριν την καταχώριση της έκθεσης απαιτήσεως (Βλ. A.G. of Duchy of Lancaster v. L. & N. W. Ry [1892] 3 Ch. 374 και Wright v. Prescot U.D.C. 115 L.T. 772). Μπορεί να καταχωρηθεί και μετά το κλείσιμο της δικογραφίας (Βλ. Tucker v. Collinson, 34 W.R. 354). Μετά που η αγωγή ορίζεται για ακρόαση η αίτηση απορρίπτεται (Βλ. Cross v. Earl Howe, 62 L.J. Ch. 342, Fletcher v. Bethom, 68 L.T. 438).

Το δικονομικό βάθρο προσφέρεται από την Δ.9 θ.10 και την Δ.27 θ.3 (Βλ. The Heirs of the late Theodora Panayi v. The Administrators of the Estate of the late Stylianos Mandrioti (1963) 2 C.L.R. 167, 170 στην οποία έχει νομολογηθεί ότι οι εναγόμενοι θα μπορούσαν να αποταθούν δυνάμει της Δ.9 θ.10 για να διαγραφούν τα ονόματα τους λόγω κακής συνένωσης, πριν από την δίκη εάν ενόμιζαν ότι κακώς συνενώθηκαν ως διάδικοι).

Σε σχέση με την εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου των εναγομένων 1, ότι η Δ.9 θ.10 προβλέπει για τη διαγραφή διαδίκου χωρίς αίτηση από τον ίδιο τον διάδικο και επομένως το πρωτόδικο δικαστήριο έπρεπε να προχωρήσει στη διαγραφή των εναγομένων έχουμε την άποψη πως το μέτρο της διαγραφής [*781]διαδίκου, χωρίς να έχει προηγηθεί αίτηση για το σκοπό αυτό,  μόνο στις πλέον ξεκάθαρες και εξώφθαλμες περιπτώσεις πρέπει να λαμβάνεται. Το ότι πρέπει να προηγείται αίτηση για διαγραφή διαδίκου έχει γίνει ξεκάθαρο στην υπόθεση Wilson (πιο πάνω) σε σχέση με την ερμηνεία της παλαιάς αγγλικής Δ. XVI θ.13 η οποία αντιστοιχεί με τη δική μας Δ.9 θ.10. Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα από την σελ. 557:

“Order XVI., rule 13, says this: ‘The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, either upon or without the application of either party, and on such terms as may appear to the Court or a Judge to be just, order that the name or names of any party or parties, whether as Plaintiffs or as Defendants, improperly joined be struck out.’ Now there is no doubt that the Court may do so now because it may do it at any stage of the proceedings. If you came to the trial it would be absurd to strike him out, because you would dismiss the action. But what it means is this, if at any stage an application is made to strike him out, and it is proper to strike him out, of course the Court will strike him out.”

Σε ελληνική μετάφραση:

 

“Η Δ. XVI  θ.13 λέγει: ‘Το δικαστήριο ή ο δικαστής μπορεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας είτε με είτε χωρίς αίτηση οποιουδήποτε των διαδίκων και με τέτοιους όρους που θα φανούν στο δικαστήριο ή τον δικαστή δίκαιοι, να διατάξει όπως το όνομα ή ονόματα οποιουδήποτε διαδίκου ή διαδίκων, που έχουν κακώς ενωθεί είτε ως ενάγοντες είτε ως εναγόμενοι, διαγραφούν.’ Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το δικαστήριο μπορεί να το κάμει αυτό τώρα γιατί μπορεί να το κάμει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Εάν έλθει το στάδιο της δίκης θα ήταν άτοπο να τον διαγράψει, γιατί θα απορρίψει την αγωγή. Όμως αυτό που σημαίνει είναι τούτο: Αν σε οποιοδήποτε στάδιο γίνει αίτηση για διαγραφή του και είναι ορθό να τον διαγράψει, βεβαίως το δικαστήριο θα τον διαγράψει.”

Οι πιο πάνω καταλήξεις μας σφραγίζουν και την μοίρα της έφεσης η οποία απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εναγομένων 1.  Καμιά διαταγή για τα έξοδα των εναγομένων 2.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εναγομένων 1. Καμιά διαταγή για τα έξοδα των εναγομένων 2.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο