(1997) 1 ΑΑΔ 782
[*782]10 Iουλίου, 1997
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΑΘΗΝΟΥΛΛΑ Γ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Εφεσείουσα-Εναγόμενη,
v.
ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ.,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Aρ. 9670).
Πολιτική Δικονομία — Συνοπτική απόφαση — Ποίες οι προϋποθέσεις για έκδοσή της.
Πολιτική Δικονομία — Αίτηση για συνοπτική απόφαση — Ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση — Αυστηρή η προσέγγιση του Δικαστηρίου αναφορικά με την επάρκεια και πληρότητά της — Τήρηση των προϋποθέσεων της Δ.18, θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών — Ο ομνύων πρέπει να έχει προσωπική γνώση των γεγονότων της υπόθεσης για να μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς αυτά — Η άντληση γνώσεων από πληροφορίες ηλεκτρονικού υπολογιστή δεν του παρέχει τέτοια δυνατότητα — Εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία.
Αιτία της αγωγής ήταν συμφωνία εγγυήσεως με την οποία η εφεσείουσα-εναγόμενη εγγυήθηκε στην εφεσίβλητη-ενάγουσα κάποιο Γ. Δημητρίου αναφορικά με την παροχή σ’ αυτόν δανείων και άλλων τραπεζικών διευκολύνσεων. Η εφεσίβλητη αξίωνε με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο από την εφεσείουσα ποσό ΛΚ18.000. Μετά την καταχώρηση σημειώματος εμφανίσεως από την εφεσείουσα, η εφεσίβλητη καταχώρισε αίτηση για συνοπτική απόφαση.
Η εφεσείουσα καταχώρησε ένσταση. Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση ισχυρίστηκε ότι δεν υπέγραψε το αναφερόμενο στην αίτηση εγγυητήριο έγγραφο. Διαζευκτικά ισχυρίστηκε ότι αν το σχετικό έγγραφο φέρει την υπογραφή της, αυτή έχει εξασφαλιστεί κατόπιν δόλου και απειλών και χωρίς να αντιληφθεί ότι εγγυήθηκε οποιονδήποτε.
[*783]Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού διαπίστωσε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της Δ.18, θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, εξέδωσε απόφαση εναντίον της εφεσείουσας ως η αξίωση.
Ο κύριος λόγος της έφεσης αφορούσε το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης επληρούσε τις προϋποθέσεις της Δ.18, θ.1. Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα την πιο πάνω Διαταγή αφού δέκτηκε ότι η μαρτυρία που δόθηκε με ένορκη δήλωση δόθηκε από πρόσωπο που μπορούσε να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και/ή αποδέκτηκε μαρτυρία η οποία δεν ήταν επιτρεπτή.
Σαν ενισχυτικός του πιο πάνω λόγου έφεσης ήταν και ο λόγος που σχετίζεται με τις διατάξεις του Άρθρου 5Α του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, το οποίο έχει εισαχθεί από το Άρθρο 3 του περί Αποδείξεως (Τροποποιητικού Νόμου, 1994 (Ν. 54(1)/94). Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε ορθά το πιο πάνω άρθρο αφού αποδέκτηκε μαρτυρία κατά παράβαση των όρων που θέτει ο Νόμος σχετικά με έγγραφα που παράγονται από ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
Το Ανώτατο Δικαστήριο επέτρεψε την έφεση κατά πλειοψηφία και αποφάνθηκε ότι:
Α. Υπό Καλλή, Δ. συμφωνούντος και του Νικήτα, Δ.:
Η Δ.18 πρέπει να εφαρμόζεται στις ξεκάθαρες και αδιαμφισβήτητες υποθέσεις. Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, έχει σαν στόχο να καταστήσει ικανό τον ενάγοντα να πάρει συνοπτική απόφαση χωρίς δίκη, αν μπορεί να αποδείξει ξεκάθαρα την υπόθεσή του και αν ο εναγόμενος δεν είναι σε θέση να εγείρει καλόπιστη υπεράσπιση ή να εγείρει οποιοδήποτε άλλο θέμα εναντίον της αξίωσης, το οποίο να χρήζει εκδίκασης.
Ο θ.1 της Δ.18 φαίνεται ότι το θεωρεί σαν δεδομένο ότι ο ενάγων είναι ικανός να κάμει την ένορκη δήλωση, απλώς επειδή είναι ενάγων. Το ζήτημα είναι κατά πόσο ένα πρόσωπο είναι σε θέση να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα και περιστατικά της συγκεριμένης υπόθεσης και σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης. Η φύση της αξίωσης διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο.
Ο ενάγων έχει δικαίωμα να καταχωρήσει συμπληρωματική [*784]ένορκη δήλωση μετά από άδεια του Δικαστηρίου.
Στην παρούσα υπόθεση, η ένορκη δήλωση δεν αναφέρει κατά πόσο ο ωμόσας είχε σχέση με τη διακίνηση του λογαριασμού του πρωτοφειλέτη ή με την κατάσταση του λογαριασμού του ή με την ετοιμασία του.
Το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο ο ωμόσας είναι το πρόσωπο το οποίο μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς το ποσό της επίδικης οφειλής. Αναφορικά με το ζήτημα αυτό πηγή πληροφοριών του είναι η κατάσταση λογαριασμού του ηλεκτρονικού υπολογιστή η οποία δεν προσυπογράφεται από τον ωμόσαντα. Η οποιαδήποτε γνώση του, βασίζεται σε πληροφορίες που περιέχονται στην κατάσταση λογαριασμού, αφού δεν έχει καταδείξει με την ένορκη δήλωσή του ότι είναι πρόσωπο έχον σχέση με την ετοιμασία της κατάστασης λογαριασμού. Δεν ήταν ως εκ τούτου πρόσωπο που μπορούσε να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα. Ως εκ τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να προχωρήσει στην εξέταση της αίτησης για συνοπτική απόφαση.
Β. Υπό Αρτεμίδη, Δ:
Η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, έγινε από υπάλληλο της εφεσίβλητης ο οποίος βεβαίωσε πως γνωρίζει προσωπικά τα γεγονότα που αφορούν την αγωγή και ήταν εξουσιοδοτημένος να κάμει την ένορκη δήλωση. Η γνώση, όπως ο ίδιος ενόρκως δηλώνει, προερχόταν από τη φύση των καθηκόντων του, τα έγγραφα που είναι στην κατοχή του και την τριβή του λόγω της ιδιότητάς του ως υπαλλήλου της εφεσίβλητης τράπεζας. Επιβεβαίωσε δε πως η εφεσείουσα υπέγραψε εγγυητικό συμβόλαιο με την εφεσίβλητη διά του οποίου ανέλαβε την εγγύηση δανείου που παρεχώρησε η εφεσίβλητη σε τρίτο πρόσωπο, μέχρις ενός καθορισμένου ποσού. Η εφεσίβλητη, εφαρμόζοντας τη σύμβαση εγγύησης, απαιτεί από την εφεσείουσα το ποσό που προβλέπεται σ’ αυτή. Εναπόκειτο πλέον στην εφεσείουσα να δείξει στο Δικαστήριο την ύπαρξη υπεράσπισης στην αγωγή για να της δοθεί άδεια να την προβάλει. Αντί αυτού, το μόνο πράγμα που ήγειρε τόσο πρωτόδικα όσο και στην έφεση, είναι πως ο ομνύων επιβεβαίωσε το υπόλοιπο του χρεωστικού λογαριασμού στην εφεσίβλητη από έγγραφο ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ήταν αναγκαία η επισύναψη οποιωνδήποτε εγγράφων στην ένορκη δήλωση είναι ορθή. Το λεκτικό της Δ.18, θ.1(α), επιβάλλει τη θετική επα[*785]λήθευση από τον ομνύοντα των γεγονότων της αξίωσης, όχι την παράθεση πρωτογενούς μαρτυρίας για την απόδειξή της. Οι διατάξεις της Δ.18, θ.1 ικανοποιήθηκαν πλήρως στην παρούσα υπόθεση όπως πολύ ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η έφεση έγινε δεκτή κατά πλειοψηφία, με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.
Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:
Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R. 130,
Symon & Co. v. Palmer’s Stores (1903) Limited [1912] 1 K.B. 259
Roberts v. Plant [1895] 1 Q.B. 597
Lagos v. Grunwaldt [1910] 1 K.B. 41
Pathe Freres Cinema Limited v. United Electric Theatres Limited [1914] 3 K.B. 1253,
Les Fils Dreyfus et Cie Anonyme v. Clarke [1958] 1 All E.R. 459,
Eθνική Tράπεζα της Eλλάδος A.E. v. Xατζηνέστορος (1989) 1(E) A.A.Δ. 204,
Cyems Co. Ltd v. The Central Co-Operative Industries Co. Ltd (1982) 1 C.L.R. 897,
Millington v. Loring [1880] 6 Q.B.D. 127.
Έφεση.
Έφεση από την εναγόμενη κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Γιασεμής, E.Δ.), που δόθηκε στις 29 Φεβρουαρίου, 1996 (Aρ. Aγωγής 11487/94), με την οποία εκδόθηκε συνοπτική απόφαση εναντίον της, αφού έκρινε ότι η E/Δ της εφεσίβλητης πληρούσε τις προϋποθέσεις της Δ.18, θ.1.
Μ. Πανταζή (κα) με την Μ. Ηρακλέους (κα) για Κούσιο & Kορφιώτη, για την Εφεσείουσα.
Στ. Πολυβίου (κα), για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
[*786]ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση της πλειοψηφίας (Νικήτας, Δ., Καλλής, Δ.) θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο η ενάγουσα-εφεσίβλητη (“η εφεσίβλητη”) αξίωσε ποσό £18,000 από την εναγόμενη-εφεσείουσα (“η εφεσείουσα”). Αιτία αγωγής ήταν συμφωνία εγγυήσεως, ημερ. 11.2.1989. Η εφεσίβλητη είχε συμφωνήσει να παρέχει προς κάποιο Γεώργιο Δημητρίου δάνεια και άλλες τραπεζικές διευκολύνσεις υπό την εγγύηση της εφεσείουσας.
Η εφεσείουσα καταχώρησε σημείωμα εμφανίσεως στις 5.4.95. Στις 20.9.95 η εφεσίβλητη κατάθεσε αίτηση για συνοπτική απόφαση. Η αίτηση υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση κάποιου Γιώργου Σκώττη, υπαλλήλου της εφεσίβλητης.
Τα επίδικα θέματα της έφεσης σχετίζονται με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης. Για το λόγο αυτό θεωρούμε σκόπιμη την παράθεση των παραγ. 1 και 2 της ένορκης δήλωσης:
“1. Είμαι υπάλληλος των ως άνω εναγόντων-αιτητών, γνωρίζω τα γεγονότα της ως άνω αγωγής εξ εγγράφων τα οποία κατέχω, εκ προσωπικής επαφής και πείρας και είμαι δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβώ στην παρούσα ένορκο δήλωση.
2. Οι εναγόμενοι αληθώς οφείλουν εις τους ενάγοντας το ποσόν £18.000 πλέον τόκον 9% από 11.2.89 μέχρι εξοφλήσεως δυνάμει εγγυητηρίου εγγράφου ημερ. 11.2.89 και/ή άλλως πως ως περί τούτων λεπτομερής αναφορά γίνεται στην έκθεση απαιτήσεως της ως άνω αγωγής το περιεχόμενο της οποίας υιοθετώ και επαναλαμβάνω ενταύθα. Επισυνάπτω τα ακόλουθα έγγραφα:
‘Τεκμήριο Α’ Πρωτότυπο έγγραφο συμφωνίας δανείου ημερ. 11.2.89 και επιστολή ορίου ίδιας ημερομηνίας.
‘Τεκμήριο Β’ Αντίγραφον εγγυητηρίου εγγράφου ημερ. 11.2.89.
‘Τεκμήριο Γ’ Επιστολή προς τους χρεώστες ημερ. 16.2.93.
‘Τεκμήριο Δ’ Κατάσταση Λογαριασμού.”
Με την ένορκη δήλωσή της που συνόδευε την ένστασή της η [*787]εφεσείουσα αρνήθηκε τα αναφερόμενα στην έκθεση απαιτήσεως και την ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης γεγονότα. Περαιτέρω ισχυρίσθηκε ότι η αίτηση για συνοπτική απόφαση δεν ανταποκρίνεται “στις προϋποθέσεις των θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας για την έκδοση συνοπτικής απόφασης”. Προχώρησε σε εξειδίκευση αυτής της θέσης της. Ισχυρίσθηκε ότι η ένορκη δήλωση “δεν περιέχει τα απαραίτητα γεγονότα για τη θεμελίωση της απαίτησης και το πρόσωπο που την υπογράφει δεν έχει προσωπική γνώση των γεγονότων που αναφέρει”. Σε σχέση με την ουσία της υπόθεσης ισχυρίσθηκε ότι δεν έχει υπογράψει το αναφερόμενο στην αίτηση εγγυητήριο έγγραφο. Διαζευκτικά ισχυρίσθηκε ότι εάν το σχετικό έγγραφο φέρει την υπογραφή της αυτή έχει εξασφαλιστεί κατόπιν δόλου και απειλών και χωρίς να αντιληφθεί ότι είχε εγγυηθεί οποιονδήποτε.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού πρώτα διαπίστωσε ότι σε ότι αφορά την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο θ.1 της Δ.18 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο θα επέτρεπε στην εφεσείουσα να υπερασπισθεί.
Κατά την εξέταση της ουσίας της υπεράσπισης της εφεσείουσας το πρωτόδικο δικαστήριο υπόδειξε ότι το περιεχόμενο μιας ένορκης δήλωσης αποτελεί έγγραφη μαρτυρία και γι’ αυτό - όπως το έθεσε - “ως θέμα λογικής διαζευκτικοί ισχυρισμοί δεν μπορούν να έχουν θέση σ’ αυτή. Η προβολή από ένα μάρτυρα αντίθετων ισχυρισμών πλήττει ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία του”. Σε σχέση με την αναφορά της εφεσείουσας σε δόλο και απειλές το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε την έλλειψη αναφοράς σε λεπτομέρειες “που να δικαιολογούν το εύλογο του ισχυρισμού για άσκηση στην εφεσείουσα δόλου και απειλών”. Κατέληξε με τη διαπίστωση ότι η εφεσείουσα “απέτυχε να ικανοποιήσει την προϋπόθεση για προβολή εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης έναντι της έκθεσης απαιτήσεως των εναγόντων”. Σαν αποτέλεσμα εκείνης της διαπίστωσης εξέδωσε απόφαση εναντίον της εφεσείουσας ως η αξίωση.
Το πιο πάνω συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης πληρούσε τις προϋποθέσεις του θ.1 Δ.18 αποτέλεσε τον κύριο λόγο της παρούσας έφεσης της εφεσείουσας. Η τελευταία διατείνεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα την πιο πάνω Διαταγή διότι “δέκτηκε ότι η μαρτυρία που δόθηκε με ένορκη δήλωση δόθηκε από πρόσωπο που μπορούσε να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα της [*788]υπόθεσης και/ή από πρόσωπο που γνώριζε θετικά για την αιτία αγωγής και τα γεγονότα της υπόθεσης και/ή αποδέκτηκε μαρτυρία η οποία δεν ήταν επιτρεπτή”.
Αναπτύσσοντας τον πιο πάνω λόγο εφέσεως ενώπιόν μας η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας υποστήριξε: Η διαδικασία έκδοσης συνοπτικής απόφασης αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα ότι πρέπει να ακούονται και οι δύο πλευρές. Ενόψει του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης της εφεσείουσας το πρωτόδικο δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει προσεκτικά κατά πόσο η ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του θ.1 της Δ.18. Ο ωμόσας την ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης δεν μπορούσε να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα επειδή δεν είχε προσωπική γνώση των γεγονότων. Ούτε και ανάφερε ότι είχε προσωπική, ίδια, γνώση της υπόθεσης.
Σαν ενισχυτικός του πιο πάνω λόγου εφέσεως ήταν και ο λόγος έφεσης που σχετίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 5Α του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, το οποίο έχει εισαχθεί από το άρθρο 3 του περί Αποδείξεως (Τροποποιητικού) Νόμου, 1994 (Ν. 54(Ι)/94). Συνδέεται με την κατάσταση λογαριασμού - Τεκ. Δ στην ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης - η οποία είχε ετοιμασθεί από ηλεκτρονικό υπολογιστή. Η εφεσείουσα υποστήριξε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εφάρμοσε ορθά το πιο πάνω άρθρο “διότι αποδέκτηκε μαρτυρία η οποία δεν ήταν αποδεκτή καθ’ ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι που αναφέρει ο Νόμος σχετικά με έγγραφα που παράγονται από ηλεκτρονικούς υπολογιστές”.
Από την άλλη η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης υποστήριξε: Αυτό που χρειάζεται δυνάμει του θ.1 της Δ.18 είναι επαλήθευση της αιτίας αγωγής και του ποσού που αξιώνεται. Η αξίωση έχει δεόντως επαληθευθεί, ενόψει των όσων αναφέρονται στις παραγ. 1 και 2 της ένορκης δήλωσης της εφεσίβλητης, από πρόσωπο που μπορούσε να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα.
Υποστήριξε, επίσης, ότι η εφεσείουσα αποδέχθηκε το ύψος της οφειλής (Βλ. σελ. 8 των πρακτικών) και δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι δεν έχουν τηρηθεί οι διατάξεις του Νόμου 54(Ι)/94.
Διαφωνούμε με την τελευταία θέση της εφεσίβλητης. Όπως καταφαίνεται από τα πρακτικά η εφεσείουσα δεν έχει δεχθεί ότι οφείλει οποιοδήποτε ποσό. Δέχθηκε ότι η απαίτηση των εναγόντων είναι για ποσό £18.000 πλέον τόκους.
[*789]Είναι νομολογημένο ότι για την ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας έκδοσης συνοπτικής απόφασης πρέπει να ικανοποιηθούν οι πιο κάτω προϋποθέσεις από τον αιτητή:
(1) Καταχώριση ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου δυνάμει του θ.1 της Δ.2.
(2) Καταχώριση εμφάνισης από τον εναγόμενο.
(3) Η αίτηση για συνοπτική απόφαση πρέπει να υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση από τον ίδιο τον ενάγοντα ή από άλλο πρόσωπο το οποίο μπορεί να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα. Η ένορκη δήλωση πρέπει να επιβεβαιώνει την αιτία αγωγής και το ποσό που αξιώνεται και να δηλώνει ότι καθώς πιστεύει - ο ωμόσας - δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή.
Η τήρηση των πιο πάνω προϋποθέσεων σχετίζεται με την δικαιοδοσία του δικαστηρίου και η μη ικανοποίησή τους στερεί από το δικαστήριο τη δικαιοδοσία να εκδώσει συνοπτική απόφαση (Βλ. Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R. 130, 135).
Ο λόγος της αυστηρής προσέγγισης όσον αφορά την επάρκεια ή πληρότητα της ένορκης δήλωσης επεξηγείται ως πιο κάτω στην Symon & Co. v. Palmer’s Stores (1903) Limited [1912] 1 K.B. 259, 266-267:
“Trial, as a rule, must precede judgment. Order XIV. provides an extraordinary procedure in certain cases. It is a procedure in which, instead of trial first and then judgment, there is judgment at once and never any trial. Such a procedure must be strictly confined to the specific cases for which it is provided, as set forth in the Order.
................................................................................................
An application is often made under Order XIV., not with any expectation of success, but in order to induce the defendant to make an affidavit, and so get information on oath as to the nature of his defence. That is not legitimate. If there is no such affidavit as is required by Order XIV., r.1, there is, I think, no jurisdiction under that Order to give judgment. The judge is bound to leave the action to proceed to trial in the usual way. He can only give judgment without a trial if the conditions mentioned in the rule [*790]are satisfied. The question of the sufficiency of the affidavit is, in my opinion, one which goes to jurisdiction.”
Σε ελληνική μετάφραση:
“Κατά κανόνα η δίκη πρέπει να προηγείται της απόφασης. Η Δ.14 προσφέρει μια ειδική διαδικασία σε ορισμένες υποθέσεις. Είναι διαδικασία κατά την οποία αντί να αρχίζει πρώτα η δίκη και μετά η απόφαση, υπάρχει αμέσως απόφαση και μετά δίκη. Τέτοια διαδικασία πρέπει να περιορίζεται αυστηρά για τις εξειδικευμένες υποθέσεις για τις οποίες προβλέπεται όπως καθορίζεται στον Κανονισμό.
................................................................................................
Συχνά γίνεται αίτηση δυνάμει της Δ.14, όχι με προσδοκία επιτυχίας, αλλά για να πεισθεί ο εναγόμενος να κάμει ένορκη δήλωση και με τον τρόπο αυτό να ληφθούν πληροφορίες με όρκο σε σχέση με την φύση της υπεράσπισης. Αυτό δεν είναι νόμιμο. Εάν δεν υπάρχει η ένορκη δήλωση που απαιτείται από τον θ.1 της Δ.14, δεν υπάρχει, νομίζω, δικαιοδοσία δυνάμει της Διαταγής εκείνης για έκδοση απόφασης. Ο Δικαστής υποχρεούται να αφήσει την αγωγή να προχωρήσει σε δίκη με τον συνηθισμένο τρόπο. Μπορεί να εκδώσει απόφαση χωρίς δίκη εάν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο κανονισμός. Το ζήτημα της επάρκειας της ένορκης δήλωσης είναι ζήτημα που ανάγεται στη δικαιοδοσία.”
Η Δ.18 πρέπει να εφαρμόζεται στις ξεκάθαρες και αδιαμβισβήτητες υποθέσεις. Σκοπός της, καθώς έχει νομολογηθεί, είναι να καταστήσει ικανό τον ενάγοντα να πάρει συνοπτική απόφαση χωρίς δίκη, εάν μπορεί να αποδείξει την αξίωσή του ξεκάθαρα και εάν ο εναγόμενος δεν είναι σε θέση να εγείρει μια καλόπιστη υπεράσπιση ή να εγείρει οποιοδήποτε επίδικο θέμα εναντίον της αξίωσης, το οποίο πρέπει να εκδικαστεί (Βλ. Roberts v. Plant [1895] 1 Q.B. 597).
Ο πιο πάνω θ.1 της Δ.18 φαίνεται ότι το θεωρεί σαν δεδομένο ότι ο ενάγων είναι ικανός να κάμει την ένορκη δήλωση, απλώς επειδή είναι ο ενάγων.
Στην κρινόμενη περίπτωση η ενάγουσα είναι εταιρεία. Δεν μπορεί να ορκισθεί. Κάποιος πρέπει να ορκισθεί στη θέση της. Σύμφωνα, όμως, με ρητή επιταγή του πιο πάνω θεσμού πρέπει να είναι πρόσωπο που είναι σε θέση να ορκισθεί θετικά για τα [*791]γεγονότα. Η ένορκη δήλωση δεν μπορεί να γίνει από πρόσωπο το οποίο καταθέτει με βάση τα όσα πληροφορείται και πιστεύει. Ο θ.2 της Δ.39, η οποία διέπει τα του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων προβλέπει ότι οι ένορκες δηλώσεις πρέπει να περιορίζονται στα γεγονότα τα οποία ο μάρτυρας είναι σε θέση να αποδείξει με βάση τη δική του γνώση. Ένορκες δηλώσεις που βασίζονται πάνω στα όσα ο μάρτυρας πληροφορείται και πιστεύει, επιτρέπονται μόνο στις περιπτώσεις ενδιάμεσων αιτήσεων (Βλ. Stavrinides (πιο πάνω), σελ. 137).
Στην Lagos v. Grunwaldt [1910] 1 K.B. 41, η ένορκη δήλωση έγινε από δικηγόρο ο οποίος ήταν συνέταιρος στο δικηγορικό οίκο που αντιπροσώπευε τον ενάγοντα. Το Εφετείο αποδοκίμασε με αυστηρή γλώσσα τις ένορκες δηλώσεις που βασίζονται πάνω στην πεποίθηση και πληροφορίες του ωμόσαντος. Στη σελ. 48 της απόφασης επισημαίνονται τα πιο κάτω:
“It is obvious on reading this affidavit that the deponent knows nothing whatever personally, and can only swear to the best of his information and belief. The procedure under Order XIV is special ..... when I bear in mind the summary proceedings which are founded upon this order, it seems to me that it is most important that the admission of such affidavits by solicitors should not be allowed.”
Σε ελληνική μετάφραση:
“Είναι πρόδηλο από την ανάγνωση της ένορκης δήλωσης ότι ο ωμόσας δεν γνωρίζει τίποτε προσωπικώς, και μπορεί να ορκισθεί από όσα καλύτερα πληροφορείται και πιστεύει. Η διαδικασία δυνάμει της Δ.14 είναι πολύ εξειδικευμένη ... έχοντας υπόψη τη συνοπτική διαδικασία που βασίζεται πάνω στη Δ.14 μου φαίνεται ότι είναι υψίστης σημασίας ότι δεν πρέπει να επιτρέπεται η κατάθεση τέτοιων ενόρκων δηλώσεων από δικηγόρους.”
Στην Symon & Co. (πιο πάνω) οι ένορκες δηλώσεις έγιναν από τον Διευθυντή της ενάγουσας εταιρείας με βάση πεποίθηση που σχημάτισε και πληροφορίες που πήρε από πρόσωπα των οποίων δεν δόθηκαν τα ονόματα. Τονίσθηκε (βλ. σελ. 264) ότι αν δεν υπάρχει συμμόρφωση με τα όσα προβλέπονται από την Δ.14 θ.1 σε σχέση με την ένορκη δήλωση δεν υπάρχει δικαιοδοσία για έκδοση συνοπτικής απόφασης. Πρέπει απαραιτήτως να ικανοποιείται ο όρος που θέτει η Δ.14 θ.1. Το πρόσωπο που ορκίζεται [*792]πρέπει να είναι σε θέση να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα. Το ζήτημα τέθηκε ως πιο κάτω στη σελ. 266:
“It is sufficient to say that the facts essential for the purpose of verifying the cause of action are not here stated on affidavit by a person who can swear positively to them, but by a person who can only vouch information and belief with respect to them; moreover his belief appears to be founded upon information which does not commend itself to me as being satisfactory.”
Σε ελληνική μετάφραση:
“Είναι αρκετό να ειπωθεί ότι τα γεγονότα που είναι απαραίτητα για την επαλήθευση της αιτίας της αγωγής δεν έχουν τεθεί με ένορκη δήλωση από πρόσωπο που μπορεί να ορκισθεί θετικά για αυτά, αλλά από πρόσωπο το οποίο επικαλείται πληροφορίες και πεποίθηση σε σχέση με αυτά. Περιπλέον η πεποίθησή του φαίνεται να βασίζεται πάνω σε πληροφορίες οι οποίες δεν μου δίνουν την εντύπωση ότι είναι ικανοποιητικές.”
Η παράθεση της νομολογίας δεν θα ήταν πλήρης αν δεν γινόταν αναφορά στην Pathe Freres Cinema Limited v. United Electric Theatres Limited [1914] 3 K.B. 1253, στην οποία η ένορκη δήλωση από υπάλληλο της ενάγουσας εταιρείας, ο οποίος δήλωσε ότι τα γεγονότα βρίσκοντο εντός της προσωπικής γνώσης του, κρίθηκε ικανοποιητική.
Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι υπάρχει δυνατότητα για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης από τον ενάγοντα. Αυτή μπορεί να καταχωρηθεί μετά από άδεια του δικαστηρίου. Το ζήτημα το πραγματεύεται ως πιο κάτω η υπόθεση Les Fils Dreyfus et Cie Anonyme v. Clarke [1958] 1 All E.R. 459, 463:
“There always has been and is jurisdiction in the court to allow an affidavit filed in support of an application for summary judgment to be supplemented and in deciding jurisdiction one looks at the matter at the end of the day on the affidavits which have been filed.”
Σε ελληνική μετάφραση:
“Πάντοτε το δικαστήριο είχε και έχει εξουσία να επιτρέψει [*793]όπως συμπληρώνεται η ένορκη δήλωση, που καταχωρείται προς υποστήριξη αίτησης για συνοπτική απόφαση και όταν αποφασίζει για τη δικαιοδοσία ένας κοιτάζει πως έχει το ζήτημα στο τέλος με βάση τις ένορκες δηλώσεις που έχουν κατατεθεί.”
Έχουμε την άποψη πως το ζήτημα του κατά πόσο ένα πρόσωπο είναι σε θέση να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα, εντός της έννοιας της Δ.18 θ.1 πρέπει να κρίνεται με βάση τα γεγονότα και περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης και σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης. Πολύ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η φύση της αξίωσης.
Έχουμε παραθέσει πιο πάνω το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της εφεσίβλητης. Ο ωμόσας την ένορκη δήλωση κάμνει αναφορά στην πηγή γνώσης των γεγονότων της υπόθεσης. Η γνώση του - όπως λέγει - πηγάζει από έγγραφα τα οποία κατέχει, και από προσωπική επαφή και πείρα. Στη συνέχεια ο ωμόσας επέλεξε να κάμει ειδική αναφορά σε μερικά από τα έγγραφα. Ένα από αυτά τα έγγραφα είναι και η κατάσταση λογαριασμού - Τεκ. Δ. Η τελευταία είναι έγγραφο που έχει ετοιμαστεί από ηλεκτρονικό υπολογιστή. Συνοδεύεται από δύο υπογραφές και από τη σφραγίδα “Τράπεζα Κύπρου Λτδ.”. Δεν υπογράφεται από τον ωμόσαντα την ένορκη δήλωση.
Η εφεσείουσα με την ένορκη δήλωσή της (βλ. παραγ. 5) είχε ισχυρισθεί, όπως έχουμε ήδη υποδείξει, ότι ο ωμόσας την ένορκη δήλωση δεν είχε προσωπική γνώση των γεγονότων που αναφέρει. Παρά την προβολή τέτοιου ισχυρισμού η εφεσίβλητη δεν είχε επιδιώξει να καταχωρίσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση.
Έχουμε λάβει υπόψη τη φύση της αξίωσης. Πρόκειται για οφειλή που πηγάζει από τραπεζικές διευκολύνσεις που παρασχέθηκαν στον πρωτοφειλέτη με την εγγύηση της εφεσείουσας. Η ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης δεν αναφέρει κατά πόσο ο ωμόσας είχε σχέση με την διακίνηση του λογαριασμού του πρωτοφειλέτη ή με την κατάσταση του λογαριασμού του ή με την ετοιμασία του.
Το ζητούμενο στην κρινόμενη περίπτωση είναι κατά πόσο ο ωμόσας είναι πρόσωπο το οποίο μπορεί να ορκισθεί θετικά ως προς το ποσό στης επίδικης οφειλής. Ως προς αυτό το ζήτημα πηγή των πληροφοριών του είναι η κατάσταση λογαριασμού η οποία έχει ετοιμασθεί από ηλεκτρονικό υπολογιστή και προσυ[*794]πογράφεται από λειτουργούς άλλους από τον ωμόσαντα. Ο τελευταίος δεν έχει καταδείξει με την ένορκη δήλωσή του ότι είναι πρόσωπο που έχει οποιαδήποτε σχέση με την ετοιμασία της κατάστασης λογαριασμού. Η οποιαδήποτε γνώση του βασίζεται πάνω σε πληροφορίες που περιέχονται στην κατάσταση λογαριασμού. Η γνώση του δεν είναι γνώση προσώπου που μπορεί να ορκισθεί θετικά ως προς το ύψος της οφειλής αλλά γνώση που βασίζεται πάνω σε πληροφορίες που του δόθηκαν από άλλους. Βασίζεται πάνω σε γεγονότα για τα οποία είναι προφανές ότι δεν μπορούσε να μιλήσει με βάση την προσωπική του γνώση αλλά με βάση πληροφορίες που του δόθηκαν από άλλους, οι οποίες, μάλιστα, προέρχονται από ηλεκτρονικό μέσο για το οποίο ισχύουν ιδιαίτεροι κανόνες δεκτότητας (Βλ. άρθρο 5Α του Κεφ. 9). Δεν ήταν, επομένως, πρόσωπο που μπορούσε να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα. Ακολουθεί πως το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να προχωρήσει στην εξέταση της αίτησης για συνοπτική απόφαση και το σχετικό περί του αντιθέτου συμπέρασμά του κρίνεται εσφαλμένο.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και στην έφεση.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η δική μου άποψη είναι πως η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, να εκδώσει συνοπτικώς απόφαση υπέρ της ενάγουσας-εφεσίβλητης, σύμφωνα με την Δ.18 θ.1 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, είναι απόλυτα ορθή. Η νομική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με βρίσκει τόσο σύμφωνο που αισθάνομαι πως δεν έχω τίποτε ουσιαστικό να προσθέσω. Θεωρώ μόνο χρήσιμο να μεταφέρω εδώ αυτούσιο το επίκεντρο του σκεπτικού της υπό έφεση απόφασης, όπου και ορθά, κατά τη γνώμη μου, συνοψίζεται η νομική πτυχή.
“Όπως είναι διατυπωμένη η Δ.18 Κ.1(α) δεν είναι αναγκαίο να γίνεται λεπτομερής αναφορά στην ένορκη δήλωση η οποία συνοδεύει την αίτηση, στα γεγονότα που συνθέτουν την αιτία αγωγής. Είναι αρκετή η επαλήθευσή τους σ’ αυτή, με αναφορά στην έκθεση απαιτήσεως (βλ. May v. Chidley, Eθνική Tράπεζα της Eλλάδος A.E. v. Νέστορα Χατζηνέστορος (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 204). Επομένως αχρείαστη είναι και η παράθεση των εγγράφων που συνοδεύουν την ένορκη δήλωση, και φέρονται να περιέχουν τη συμφωνία των διαδίκων. Όμως η πιο πάνω δικονομική πρακτική, προϋποθέτει ότι η έκθεση απαιτήσεως θα πρέπει να είναι συνταγμένη σύμφωνα με τη Δ.19 Κ.4 ώστε να αποκαλύπτει αιτίαν αγωγής (βλ. CY.E.M.S. Co. [*795]Ltd v. The Central Co-Operative Industries Co.Ltd (1982) 1 C.L.R. 897 και Millington n. Loring [1880] 6 Q.B.D. 127).
Η εφεσίβλητη είναι τραπεζικός οργανισμός. Οι οργανισμοί, με νομική υπόσταση, λειτουργούν δια των αξιωματούχων και υπαλλήλων τους, οι δε συναλλαγές τους εμφαίνονται, κατά κανόνα, στα διάφορα έγγραφα και άλλα βιβλία του οργανισμού. Αξιωματούχος ή υπάλληλος του οργανισμού, ανάλογα με τα καθήκοντα που ασκεί, είναι και γνώστης των συναλλαγών του. Γνώση αποκτάται από άμεση επαφή με τα έγγραφα του οργανισμού ή επαγγελματική συνεργασία των υπαλλήλων του στην κανονική διεξαγωγή των εργασιών του.
Στην παρούσα έφεση η ένορκη δήλωση, που υποστηρίζει την αίτηση, έγινε από υπάλληλο της εφεσίβλητης ο οποίος βεβαίωσε πως γνωρίζει προσωπικά τα γεγονότα που αφορούν στην αγωγή και ήταν εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκη δήλωση. Η γνώση του προερχόταν, όπως ο ίδιος ενόρκως δηλώνει, από τη φύση των καθηκόντων του, τα έγγραφα που είναι στην κατοχή του και την τριβή που έχει, λόγω της ιδιότητάς του ως υπάλληλος της εφεσίβλητης τράπεζας. Επιβεβαίωσε δε πως η εφεσείουσα υπέγραψε εγγυητικό συμβόλαιο με την εφεσίβλητη, διά του οποίου ανέλαβε την εγγύηση δανείου που παρεχώρησε σε τρίτο πρόσωπο, μέχρις ενός καθορισμένου ποσού. Ο πρωτοφειλέτης χρωστεί στην εφεσίβλητη, η οποία, εφαρμόζοντας τη σύμβαση εγγύησης, απαιτεί από την εφεσείουσα το ποσό που προβλέπεται σ’ αυτή. Εναπόκειτο πλέον στην εφεσείουσα να δείξει στο Δικαστήριο πως είχε υπεράσπιση στην αγωγή για να της δοθεί άδεια να την προβάλει. Αντί αυτού το μόνο πράγμα που ήγειρε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, και εδώ, είναι πως ο ομνύων επιβεβαίωσε το υπόλοιπο του χρεωστικού λογιαριασμού στην εφεσίβλητη από έγγραφο που βγήκε από ηλεκτρονικό υπολογιστή.
Έχω τη γνώμη πως η επαλήθευση των γεγονότων της αξίωσης από τον ενόρκως δηλούντα έγινε λόγω της φύσης των καθηκόντων του στην τράπεζα, και αν τούτο ενισχύθηκε και από το υπόλοιπο λογαριασμού, όπως βγήκε από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, δεν καθιστά την πηγή γνώσεων του τρωτή για τους σκοπούς της Δ.18 θ.1.
Συμφωνώ με το πρωτόδικο Δικαστήριο πως δεν χρειαζόταν καν να επισυναφθούν οποιαδήποτε έγγραφα στην ένορκη δήλωση, κάτι που έγινε προφανώς για να την ενδυναμώσει. Η φράση στη Δ.18 θ.1(a) “the plaintiff may on affidavit made by himself, or [*796]by any other person who can swear possitively to the facts verifying the cause of action ....”, επιβάλλει τη θετική επαλήθευση από τον ομνύοντα των γεγονότων της αξίωσης, όχι την παράθεση της πρωτογενούς μαρτυρίας για την απόδειξή της. Αν εφαρμοζόταν η τελευταία πρόταση, τότε η Δ.18 θα ήταν αχρείαστη. Το γεγονός πως στην ένορκη μαρτυρία επισυνάφθηκε έγγραφο από ηλεκτρονικό υπολογιστή, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει καμιά σημασία. Το έγγραφο αυτό μπορούσε και να μην είχε επισυναφθεί. Εκείνο που χρειαζόταν ήταν η επιβεβαίωση από τον ενόρκως δηλούντα των γεγονότων της έκθεσης απαίτησης, επιβεβαίωση που έγινε με βάση την προσωπική του γνώση των γεγονότων. Οι διατάξεις της Δ.18 θ.1, για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω, ικανοποιήθηκαν πλήρως, όπως πολύ ορθά διαπίστωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Γι’ αυτό θα απέρριπτα την έφεση.
Η έφεση επιτυγχάνει κατά πλειοψηφία. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και στην έφεση.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο