Caspi Shipping Ltd και Άλλοι ν. Tου Πλοίου Sapphire Seas (Aρ. 2) (1997) 1 ΑΑΔ 833

(1997) 1 ΑΑΔ 833

[*833]14 Ιουλίου, 1997

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

CASPI SHIPPING LTD ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Ενάγουσες,

v.

ΤΟY ΠΛΟΙΟY SAPPHIRE SEAS (AΡ. 2),

Εναγόμενου.

(Αγωγή Nαυτοδικείου Αρ. 112/96).

 

Ναυτοδικείο — Έκδοση μονομερούς (ex parte) προσωρινού διατάγματος για σύλληψη πλοίου — Υποχρέωση του αιτούντος το διάταγμα, εκτός από τη συμμόρφωσή του προς τους Κανόνες 50, 51, 52 και 54 των Κυπριακών Θεσμών Ναυτοδικείου, να αποκαλύψει πλήρως όλα τα ουσιώδη στοιχεία της υπόθεσης που θα βοηθούσαν το Δικαστήριο να εξασκήσει ορθά τη διακριτική του ευχέρεια — Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για ακύρωση τέτοιου διατάγματος, λόγω παρασιώπησης ύπαρξης ρήτρας για παραπομπή διαφορών σε διαιτησία, κρίθηκε ορθή και επικυρώθηκε.

Το πλοίο “Sapphire Seas” αφίχθηκε στο λιμάνι της Λεμεσού για να χρησιμοποιηθεί από τις εφεσείουσες εταιρείες για τη διενέργεια τουριστικών ταξιδιών.  Στις 11/7/1996 οι δύο εφεσείουσες εταιρείες καταχώρησαν αίτηση με την οποία ζητούσαν την έκδοση εντάλματος σύλληψής του, σύμφωνα με τους κανόνες 50, 51, 52 και 54 των Κυπριακών Θεσμών Ναυτοδικείου για να διασφαλίσουν την ικανοποίηση απαίτησής τους για διάρρηξη ναυλοσυμφώνου εκ μέρους των πλοιοκτητών.  Αρχικά το Δικαστήριο εξέδωσε το ένταλμα αλλά κατόπιν ένστασης των πλοιοκτητών το ακύρωσε, αφού οι εφεσείουσες εταιρείες παρέλειψαν να αποκαλύψουν στην ένορκη δήλωσή τους, ότι είχε ήδη αρχίσει διαδικασία διαιτησίας για τις απαιτήσεις που είχαν εναντίον των πλοιοκτητών.  Με την παρούσα αίτηση οι δύο εφεσείουσες εταιρείες ζητούν την αναθεώρηση της πρωτόδικης απόφασης με την οποία ακυρώθηκε το μονομερές (ex parte) προσωρινό διάταγμα για τη σύλληψη του πλοίου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την αίτηση αποφάνθηκε ότι:

[*834](α)    Η νομολογία έχει καθιερώσει ότι, εκτός από την ύπαρξη των αναγκαίων εκείνων προϋποθέσεων που θα οδηγούσαν ένα Δικαστήριο στην έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος, ο διάδικος που απευθύνεται με μονομερή αίτηση στο Δικαστήριο, θα πρέπει να αποκαλύπτει στο Δικαστήριο όλα εκείνα τα ουσιώδη στοιχεία της υπόθεσης, που θα βοηθούσαν το Δικαστήριο, έχοντας πάντα υπ’ όψη την απουσία της άλλης πλευράς, να καταλήξει σε ορθά συμπεράσματα.

     Απλή συμμόρφωση με τις πρόνοιες των Άρθρων 50, 51 και 52 των θεσμών Ναυτοδικείου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ικανοποιητική, όταν ο διάδικος αποτυγχάνει και/ή παραλείπει να φέρει σε γνώση του Δικαστηρίου όλα εκείνα τα στοιχεία της υπόθεσης που θα βοηθούσαν το Δικαστήριο να εξασκήσει ορθά τη διακριτική του ευχέρεια.

(β)   Από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, μπορεί να εξαχθεί λογικά το συμπέρασμα ότι η ύπαρξη ρήτρας για την παραπομπή διαφορών σε διαιτησία παρασιωπάται στην ένορκη δήλωση.

Κάτω από τις περιστάσεις, η απόφαση ακύρωσης του Διατάγματος ήταν δικαιολογημένη.

Η αίτηση για αναθεώρηση απορρίφθηκε με έξοδα σε βάρος των εφεσειουσών.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

National Line of Cyprus S.A. v. Ship “Sunset” (1986) 1 C.L.R. 393,

Altobeiqui v. M/V Nada G. and Another (1985) 1 C.L.R. 543,

Zachariades Ltd v. Economides (1989) 1 C.L.R. 437,

Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co. Limited και Άλλων (1996) 1 A.A.Δ. 597,

El-Sayegh v. Credit Suisse (1996) 1 C.L.R. 836.

Aίτηση.

Aίτηση για αναθεώρηση της πρωτόδικης απόφασης με την οποία ακυρώθηκε το μονομερές προσωρινό διάταγμα που είχε [*835]εκδοθεί για τη σύλληψη του πλοίου.

Ν. Ιωάννου για κ. McBride, για τις Ενάγουσες Εταιρείες.

Α. Σ. Αγγελίδης για κ. Σαβεριάδη, για το Εναγόμενο Πλοίο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (Γ. Μ. ΠΙΚΗΣ, Π.):- Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ηλιάδης.

HΛIAΔHΣ, Δ.: Το πλοίο “Sapphire Seas” που ανήκει σε εταιρεία με Κυπριακά συμφέροντα, αφίχθη στο λιμάνι της Λεμεσού για να χρησιμοποιηθεί από τις εφεσείουσες εταιρείες για τη διενέργεια τουριστικών ταξιδίων. Ενώ το πλοίο βρισκόταν στη Λεμεσό, στις 11/7/1996 οι δύο εφεσείουσες εταιρείες καταχώρησαν αίτηση με την οποία ζητούσαν την έκδοση εντάλματος σύλληψης του, σύμφωνα με τους Κανόνες 50, 51, 52 και 54 των Κυπριακών Θεσμών Ναυτοδικείου για να διασφαλίσουν την ικανοποίηση απαίτησης τους για διάρρηξη του ναυλοσυμφώνου εκ μέρους των πλοιοκτητών. Αρχικά το Δικαστήριο εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του πλοίου, αλλά κατόπιν ένστασης που καταχωρήθηκε εκ μέρους των πλοιοκτητών, το Δικαστήριο ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα, αφού οι εφεσείουσες εταιρείες παρέλειψαν να αποκαλύψουν στην ένορκη δήλωσή τους, ότι είχε ήδη αρχίσει διαδικασία διαιτησίας για τις απαιτήσεις που είχαν εναντίον των πλοιοκτητών.

Με την παρούσα αίτηση που βασίζεται πάνω στις πρόνοιες του άρθρου 165 των Κυπριακών Θεσμών Ναυτοδικείου, οι δύο εφεσείουσες εταιρείες ζητούν την αναθεώρηση της πρωτόδικης απόφασης με την οποία ακυρώθηκε το μονομερές (ex parte) προσωρινό διάταγμα που είχε εκδοθεί για τη σύλληψη του πλοίου.

(α)  Η ένορκη δήλωση

Η ένορκη δήλωση, που καταχωρήθηκε μαζί με την αίτηση για τη σύλληψη του πλοίου, είναι αρκετά συνοπτική και μεταξύ άλλων αναφέρει ότι επισυνάπτεται “αντίγραφο του ναυλοσυμφώνου που έχει παραβιαστεί”, χωρίς όμως να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη παράγραφο των 18 σελίδων του εγγράφου, και ιδιαίτερα στην παράγραφο 9 που προνοεί ότι οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ των συμβαλλομένων θα παραπέμπεται προς επίλυση σε διαιτησία.

[*836]Από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνόδευσε την αίτηση για την έκδοση του διατάγματος σύλληψης, φαίνεται ότι οι εφεσείουσες είχαν ναυλώσει το πλοίο από την πλοιοκτήτρια εταιρεία, που έπρεπε να τους παραδοθεί μέχρι τις 2/7/1996 για να πραγματοποιήσει στις 3/7/1996 ένα προγραμματισμένο τουριστικό ταξίδι.  Προς τούτο οι εφεσείουσες εταιρείες κατέβαλαν ως πρώτο ναύλο (charter hire) ποσό $364.000 Αμερικής, και κατόπιν απαίτησης των ιδιοκτητών ένα άλλο ποσό $150.000 Αμερικής.  Επειδή όμως το πλοίο δεν παραδόθηκε πριν τις 2/7/1996 και το τουριστικό ταξίδι της 3/7/1996 ακυρώθηκε, οι εφεσείουσες εταιρείες αναγκάσθηκαν να επιστρέψουν τα χρήματα που είχαν εισπραχθεί για την πρώτη κρουαζιέρα, επιπρόσθετα δε υπέστησαν ζημιές $224.000 Αμερικής για τη διαφήμιση της πιο πάνω κρουαζιέρας. Έτσι στις 4/2/1996, οι εφεσείουσες έστειλαν τηλεομοιοτυπία (fax) στον εκ των διευθυντών της πλοιοκτήτριας εταιρείας κ. Σαβεριάδη (που έχει επισυναφθεί στην ένορκη δήλωση) με την οποία τον πληροφορούσαν ότι είχαν υποστεί συγκεκριμένες ζημιές ανερχόμενες σε $738.000 και άλλες επιπρόσθετες ζημιές $700.000, ζητώντας από την πλοιοκτήτρια εταιρεία να δώσει οδηγίες στο διαιτητή να προβεί σε μια αρχική πληρωμή $700.000.  Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε τη σχετική αναφορά που περιέχεται στην τηλεομοιοτυπία, που σύμφωνα με τις εφεσείουσες, η παράκληση να δοθούν οδηγίες στο διαιτητή αποτελεί αποκάλυψη της έναρξης της διαιτησίας.

“In view of the foregoing and in order to mitigate damages and costs we request that the Owner instruct the arbitrator to confirm a minimum initial award of US$700,000 so as to enable payment to Charterers under the Owner’s bank guarantee.  We also request that the Owner authorize the arbitrator to immediately release the Charterers’ bank guarantees.”

(β)  Η πρωτόδικη απόφαση

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι οι εφεσείουσες εταιρείες παρέλειψαν να αναφέρουν στην ένορκη δήλωση ότι άρχισαν τη διαδικασία της διαιτησίας, και μάλιστα ότι είχαν ζητήσει από το διαιτητή να τους επιδικάσει προκαταβολικά το ποσό των $738,000 Αμερικής, κατέληξε στο συμπέρασμα (σύμφωνα με την απόφαση National Line of Cyprus S.A. v. Ship  “Sunset” (1986) 1 Α.Α.Δ. 393), ότι η παράλειψη να αποκαλύψουν το ουσιώδες γεγονός της παραπομπής της απαίτησης σε διαιτησία, δικαιολογούσε την ακύρωση του διατάγματος της σύλληψης του πλοίου.

Οι εφεσείουσες εφεσιβάλλουν την πιο πάνω απόφαση και [*837]ισχυρίζονται ότι,

(i) Η ένορκη δήλωση περιέχει όλα τα απαραίτητα εκείνα στοιχεία των άρθρων 50, 51 και 52 των Θεσμών Ναυτοδικείου που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την έκδοση διατάγματος σύλληψης,

(ii)   Διαζευκτικά, αν υπάρχει υποχρέωση αποκάλυψης όλων των ουσιωδών στοιχείων, υπάρχει σχετική αναφορά για τη διαδικασία διαιτησίας τόσο στο ναυλοσύμφωνο όσο και στην επιστολή της 4/7/1996 που έχουν επισυναφθεί στην ένορκη δήλωση.

Είναι η θέση των εφεσιβλήτων ότι εκτός από τις προϋποθέσεις των άρθρων 50, 51 και 52 ο αιτητής πρέπει να προβαίνει σε μια πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης και ότι η έμμεση αναφορά για την έναρξη διαιτησίας δεν είναι ικανοποιητική.

(γ) Νομική Πλευρά

(i) Συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις των άρθρων 50, 51 και      52.

Είναι η θέση των εφεσειουσών ότι εφόσον έχουν συμμορφωθεί με τις προϋποθέσεις των άρθρων 50, 51 και 52 δεν είχαν υποχρέωση να παρουσιάσουν οποιαδήποτε άλλα στοιχεία για να επιτύχουν την έκδοση του διατάγματος σύλληψης.  Η πιο πάνω εισήγηση δε μας βρίσκει σύμφωνους. Η νομολογία έχει καθιερώσει ότι, εκτός από την ύπαρξη των αναγκαίων εκείνων προϋποθέσεων που θα οδηγούσαν ένα Δικαστήριο στην έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος, o διάδικος που απευθύνεται με μονομερή αίτηση στο Δικαστήριο, θα πρέπει να αποκαλύπτει στο Δικαστήριο όλα εκείνα τα ουσιώδη στοιχεία της υπόθεσης, που θα βοηθούσαν το Δικαστήριο, έχοντας πάντα υπ’ όψη την απουσία της άλλης πλευράς, να καταλήξει σε ορθά συμπεράσματα. 

Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι ένας διάδικος που ζητά τη χορήγηση θεραπείας με μονομερή αίτηση (ex parte), πρέπει να προβαίνει σε πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων τα οποία μπορεί να επενεργήσουν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να παράσχει θεραπεία (Altobeiqui v. M/V Nada G. and Another (1985) 1 C.L.R. 543.  Ειδικότερα στην υπόθεση Zachariades Ltd. v. Economides (1989) 1 C.L.R. 437, τονί[*838]στηκε ότι η μη αποκάλυψη όρου με τον οποίο διαφορές μεταξύ των συμβαλλομένων παραπέμπονται σε διαιτησία στην αλλοδαπή, συνιστά παραβίαση της υποχρέωσης για πλήρη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων και δικαιολογεί την ακύρωση του διατάγματος.

Η μη αποκάλυψη όρου σύμφωνα με τον οποίο διαφορές μεταξύ των συμβαλλομένων παραπέμπονται σε διαιτησία, εξετάστηκε πρόσφατα από την ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co. Limited και M/V “Nordbay” Ex “Zim Singapore” (Έφεση 157/90 της 30/6/96). Στην πιο πάνω υπόθεση, τα γεγονότα της οποίας σε μεγάλο βαθμό είναι παρόμοια με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, τονίστηκε ότι η μη αποκάλυψη δεν είναι ανάγκη να συνοδεύεται και με πρόθεση εξαπάτησης και ότι η μη αποκάλυψη όλων των αντικειμενικά ουσιωδών λεπτομερειών, καθιστά την έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος ακροσφαλή. (Ίδε επίσης El-Sayegh v. Credit Suisse, Πολιτική Έφεση 8827 της 30/6/1996).

Κάτω από τις περιστάσεις κρίνουμε ότι η απλή συμμόρφωση με τις πρόνοιες των άρθρων 50, 51 και 52 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ικανοποιητική, όταν ο διάδικος αποτυγχάνει και/ή παραλείπει να φέρει σε γνώση του Δικαστηρίου όλα εκείνα τα στοιχεία της υπόθεσης που θα βοηθούσαν το Δικαστήριο να εξασκήσει ορθά τη διακριτική του ευχέρεια.

(ii)   Υποχρέωση παραπομπής διαφοράς σε Διαιτησία

Αναφορικά με το διαζευκτικό ισχυρισμό ότι έχει γίνει αποκάλυψη της διαδικασίας της διαιτησίας, φαίνεται από την παράγραφο 9 του ναυλοσυμφώνου (που έχει επισυναφθεί στην ένορκη δήλωση), ότι υπάρχει ρητή αναφορά για αποκλειστική παραπομπή οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ των συμβαλλομένων σε διαιτησία, που περιορίζει το δικαίωμα επιλογής του διαιτητή σε ανώτερους αξιωματούχους ενός συγκεκριμένου οίκου. Ειδικότερα η σχετική αναφορά που δεσμεύει τους διαδίκους αναφέρει ότι,

“In the event of any dispute between the parties, the parties agree to resolve same exclusively by arbitration to be held in London, U.K. before a single arbitrator, who is a senior partner of Ince & Co., to be agreed upon by Charterers and Owner provided that neither Owners nor Charterers shall have an ongoing business relationship with such firm. In the event that the parties are unable, within a reasonable time, to agree on a single arbitrator, then such arbitrator shall be appointed by the [*839]Chairman of the London Maritime Arbitrators Association.  The arbitrator shall have full authority to grant compensatory and/or equitable relief.”

Σημειώνουμε ότι η διαδικασία που συμφωνήθηκε για παραπομπή και εξέταση της διαφοράς “αποκλειστικά” από το διαιτητή, εξυπακούει ότι, η καταφυγή σε πολιτικά Δικαστήρια θα πρέπει να αναμένει την προηγούμενη απόφαση του διαιτητή.

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι οι εφεσείουσες εταιρείες δεν είχαν προβεί σε ρητή αποκάλυψη του ουσιώδους γεγονότος ότι υπήρχε πρόνοια στο ναυλοσύμφωνο για παραπομπή οποιασδήποτε διαφοράς σε διαιτησία και ότι η διαφορά είχε ήδη παραπεμφθεί σε διαιτησία. Η απλή επισύναψη του ναυλοσυμφώνου στην ένορκη δήλωση χωρίς ρητή αναφορά στην υποχρέωση παραπομπής της διαφοράς σε διαιτησία και από το περιεχόμενο της επιστολής της 4/7/1996 που φαίνεται ότι στάληκε όχι για να επισύρει την προσοχή του Δικαστηρίου στη διαδικασία της διαιτησίας, αλλά για να ενισχύσει τους ισχυρισμούς των εφεσειουσών εταιρειών ότι είχαν υποστεί συγκεκριμένες ζημιές από την ισχυριζόμενη παράλειψη των πλοιοκτητών να παραδώσουν το πλοίο πριν τις 3/7/1996, μπορεί να εξαχθεί λογικά το συμπέρασμα ότι η ύπαρξη ρήτρας για την παραπομπή διαφορών σε διαιτησία παρασιωπάται στην ένορκη δήλωση.

Κάτω από τις περιστάσεις βρίσκουμε ότι η απόφαση ακύρωσης του Διατάγματος ήταν δικαιολογημένη.

Η αίτηση για αναθεώρηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειουσών.

H αίτηση για αναθεώρηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειουσών.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο