Nικολαΐδης Γιάννος (1997) 1 ΑΑΔ 890

(1997) 1 ΑΑΔ 890

[*890]18 Ιουλίου, 1997

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΆΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

ΔΙ’ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ CERTIORARI ΚΑΙ/Η PROHIBITION,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 608/96 ΤΟΥ

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΠΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΑΖΕΙ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΣΤΡΑΤΗΓΟΥ

ΠΑΝΤΕΛΑΚΗ ΠΑΝΤΑΖΗ ΗΜΕΡ. 21/5/97,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ

ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ 608/96 ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ)

ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1965 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ SUPREME COURT OF ENGLAND 1883.

(Αίτηση Αρ. 82/97).

 

Προνομιακά Eντάλματα — Certiorari και Prohibition — Αίτηση για χορήγηση άδειας καταχώρησης αίτησης με σκοπό την έκδοση ενταλμάτων Certiorari και Prohibition για ακύρωση της διαδικασίας ενώπιον του Στρατοδικείου λόγω ισχυριζόμενης προκατάληψης από μέρους του προέδρου και των στρατοδικών και για μη συνέχιση της υπόθεσης από το Στρατιωτικό Δικαστήριο με την παρούσα του σύνθεση — Παράλειψη του αιτητή να θέσει το θέμα για εξέταση προς το Στρατιωτικό Δικαστήριο — Συνιστούσε εγκατάλειψη του [*891]δικαιώματος, το οποίο δεν ήταν δυνατό να αναβιώσει στη διαδικασία για έκδοση των αιτουμένων προνομιακών ενταλμάτων.

Προνομιακά Eντάλματα — Κριτήριο για τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας είναι η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης — Η ύπαρξη του εν λόγω κριτηρίου δεν οδηγεί απαρέγκλιτα στη χορήγηση άδειας όταν προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο, εκτός όπου συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που καθιστούν απαραίτητο τον έλεγχο με προνομιακό διάταγμα.

Προκατάληψη — Αντίκειται προς αναγνωρισμένο κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης και το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα για δίκη ενώπιον ανεξάρτητου, αμερόληπτου και αρμόδιου δικαστηρίου — Tο ζήτημα της προκατάληψης πρέπει να τίθεται με την πρώτη ευκαιρία εφόσον ο ενδιαφερόμενος έχει πλήρη γνώση των γεγονότων που θεμελιώνουν το ενδεχόμενο επηρεασμού του Δικαστηρίου — Σε περίπτωση τέτοιας γνώσεως, η παράλειψη υποβολής ενστάσεως ισοδυναμεί με εγκατάλειψη του δικαιώματος.

Μετά την συμπλήρωση της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, ο αιτητής που αντιμετώπιζε ποινική υπόθεση ενώπιον του Στρατοδικείου, καταχώρησε την παρούσα αίτηση ισχυριζόμενος ότι η συμπεριφορά του μάρτυρα κατηγορίας υποστράτηγου Πανταζή κατά την ημέρα αντεξέτασής του, συνιστούσε προκατάληψη, τόσο λόγω της συμπεριφοράς του στο γραφείο της ιδιαιτέρας του Προέδρου όσο και λόγω του αρκετά μεγάλου χρονικού διαστήματος παραμονής του στο γραφείο του Προέδρου, στο οποίο βρίσκονταν σε κάποιο στάδιο και οι στρατοδίκες. Ένσταση ως προς τη σύνθεση του Δικαστηρίου δεν υποβλήθηκε ποτέ στο Στρατιωτικό Δικαστήριο.

Αποφασίστηκε ότι:

Η παράλειψη του αιτητή να θέσει το θέμα ενώπιον του Στρατιωτικού Δικαστηρίου, συνιστούσε εγκατάλειψη του δικαιώματος που είχε να το πράξει και μάλιστα έγκαιρα, η οποία απέβη μοιραία ως προς την τύχη της παρούσας αίτησης.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Attorney-General v. Christou (1962) C.L.R. 129,

R. v. Northumberland Compensation Appeal Tribunal, Ex parte Shaw [*892][1952] 1 All E.R. 122,

In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250,

Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,

Ττοουλιάς (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 62,

R. v. Byles and Others, ex parte Hollidge [1911-13] All E.R. 430.

Aίτηση.

Aίτηση με την οποία ο αιτητής ζητά άδεια για καταχώριση αίτησης με σκοπό την έκδοση των προνομιακών διαταγμάτων certiorari και prohibition. Mε το πρώτο επιδιώκει την προσαγωγή του φακέλου της Yπόθ. Aρ. 608/96 ενώπιον του Aνωτάτου Δικαστηρίου. Mε το δεύτερο επιζητά την απαγόρευση της εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης υπ’ αρ. 608/96, στην οποία είναι κατηγορούμενος, από το Στρατιωτικό Δικαστήριο με την παρούσα του σύνθεση.

Μ. Κυπριανού, για τον Αιτητή.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο αιτητής ζητεί άδεια να καταχωρήσει αίτηση για την έκδοση ενταλμάτων Certiorari και Prohibition.  Προτείνει ως έρεισμα τους ό,τι θεωρεί ως περιστάσεις υποδηλώνουσες προκατάληψη από μέρους του προέδρου και των στρατοδικών του Στρατιωτικού Δικαστηρίου το οποίο εκδικάζει την ποινική υπόθεση με αρ. 608/96 στην οποία είναι κατηγορούμενος. Η παρούσα είναι η δεύτερη φορά κατά την οποία ο αιτητής αποτείνεται για άδεια. Η πρώτη, ημερ. 2 Ιουνίου 1997, αποσύρθηκε στις 26 Ιουνίου 1997 όταν, κατά την εξέταση της ενώπιον άλλου Δικαστή, παρατηρήθηκε ότι το Στρατιωτικό Δικαστήριο αναφερόταν στη δικογραφία ως Στρατοδικείο.

Το ενδεχόμενο προκατάληψης αποτελεί ένα από τους λόγους για τους οποίους χωρεί έλεγχος με τα αναφερθέντα προνομιακά διατάγματα: βλ. The Attorney-General v. Panayiotis Christou (1962) C.L.R. 129. Πρόκειται για λόγο που, κατά τα κρατούντα, ταξινομείται ως έκφανση υπέρβασης εξουσίας παρόλον που έχει εκφραστεί και η άποψη ότι εντάσσεται σε ξεχωριστή κατηγορία περιπτώσεων που αντιστρατεύονται την έννοια της δίκης: βλ. R. v. Northumberland Compensation Appeal Tribunal; Ex parte Shaw [1952] 1 All E.R. 122.  Δεν παρίσταται ωστόσο ανάγκη εδώ για συζήτηση αυτής της πτυχής. Ως προς την ουσία σημειώνω [*893]ότι η προκατάληψη αντίκειται προς αναγνωρισμένο κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης αλλά και προς το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα για δίκη “ενώπιον ανεξάρτητου, αμερόληπτου και αρμόδιου δικαστηρίου”.

Κριτήριο για τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας είναι η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης με την έννοια της συζητήσιμης υπόθεσης χωρίς αναφορά προς ο,τιδήποτε θα μπορούσε να αντιταχθεί: βλ. In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250.  Η ύπαρξη όμως εκ πρώτης όψεως υπόθεσης δεν οδηγεί απαρέγκλιτα στην χορήγηση άδειας όταν προσφέρεται άλλο κατάλληλο ένδικο μέσο εκτός όπου συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που καθιστούν απαραίτητο τον έλεγχο με προνομιακό ένταλμα: βλ. Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41.

Στην προκείμενη περίπτωση, τα όσα συνθέτουν τον λόγο που επικαλείται ο αιτητής, περιέχονται σε δύο ένορκες δηλώσεις, ημερομηνίας 30 Ιουνίου 1997, μια του ιδίου και άλλη του ενός εκ των δικηγόρων του στην ποινική υπόθεση, όπως και σε πρακτικό του Στρατιωτικού Δικαστηρίου. Τα συνοψίζω. Την 21 Μαΐου 1997, συνεχιζόταν η δίκη με την αντεξέταση του μάρτυρα κατηγορίας υποστράτηγου Π. Πανταζή η κύρια εξέταση του οποίου είχε αρχίσει στις 9 Απριλίου 1997. Ο αιτητής αντιπροσωπευόταν από συνήγορο. Ο μάρτυρας προσήλθε στο Στρατιωτικό Δικαστήριο ενωρίς το πρωί με στολή. Προχώρησε και εισήλθε στο γραφείο της ιδιαιτέρας του προέδρου όπου έβγαλε το σακκάκι του και το τοποθέτησε σε κρεμαστάρι. Εν συνεχεία εισήλθε στο γραφείο του ιδίου του προέδρου όπου παρέμεινε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Στο γραφείο βρίσκονταν σε κάποιο στάδιο και οι στρατοδίκες. Σε κάποια φάση ο μάρτυρας παρέμεινε στο γραφείο με ένα από τους στρατοδίκες, ήτοι, τον Αν/χη Α. Χαραλάμπους. Αυτό συνέβηκε όταν άρχισε η συνεδρία του δικαστηρίου με άλλη σύνθεση και ο πρόεδρος βρισκόταν στην έδρα για να επιληφθεί διαφόρων άλλων υποθέσεων. Όταν αργότερα εφωνήθη η υπόθεση του αιτητή, υποβλήθηκαν στην αντεξέταση του εν λόγω μάρτυρα ερωτήσεις αναφορικά με την παρουσία του στο γραφείο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε. Ο μάρτυρας παραδέχθηκε ότι πράγματι επισκέφθηκε το γραφείο του προέδρου έχοντας προηγουμένως τοποθετήσει το σακκάκι του στο γραφείο της ιδιαιτέρας του προέδρου. Εξήγησε ότι επρόκειτο για φιλοφρονητική επίσκεψη κατά την οποία πήρε καφέ, χωρίς ποτέ να αναφερθεί ο,τιδήποτε που σχετιζόταν με την υπόθεση. Ο αιτητής εμφανίζει κρίσιμη την κατάθεση αυτού του μάρτυρα, την αξιοπιστία [*894]του οποίου έθεσε υπό αμφισβήτηση. Και υπογραμμίζει τον κίνδυνο που θα προέκυπτε από το ενδεχόμενο προκατάληψης ή ακόμα και την απλή εντύπωση περί αυτής προς την οποία κατέτεινε, σύμφωνα με τον αιτητή, η αναφερθείσα εμφάνιση των πραγμάτων. Κατόπιν της αντεξέτασης του εν λόγω μάρτυρα η υπόθεση συνεχίστηκε. Ακολούθησαν τρεις άλλες συνεδρίες κατά τις οποίες, με τις καταθέσεις δύο επιπλέον μαρτύρων, συμπληρώθηκε η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής. Η υπόθεση παραμένει για συνέχιση σε νέα ημερομηνία τον Σεπτέμβριο. Ένσταση ως προς τη σύνθεση του δικαστηρίου δεν υποβλήθηκε ποτέ στο Στρατιωτικό Δικαστήριο.

Δεν παρίσταται ανάγκη να επεκταθώ ως προς το πώς θα αντίκρυζα το περιστατικό δεδομένου ότι αποβαίνει εν προκειμένω κρίσιμο το ότι ο αιτητής δεν έθεσε το ζήτημα προς το Στρατιωτικό Δικαστήριο για εξέταση και τοποθέτηση. Όφειλε μάλιστα ο αιτητής να το είχε πράξει με την πρώτη ευκαιρία. Είχε τότε το δικαίωμα.  Και ακολούθως, αν το αποτέλεσμα δεν του ήταν ικανοποιητικό, θα μπορούσε να προωθήσει το ζήτημα και εδώ για έλεγχο. Η παράλειψή του να το εγείρει στον κατάλληλο χρόνο δεν μπορεί στην προκείμενη περίπτωση να σημαίνει παρά μόνο την εγκατάλειψη του δικαιώματος. Το οποίο δεν μπορεί εδώ να αναβιώσει.

Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα εκτίθενται ευσύνοπτα, με παραπομπές στη νομολογία, στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England 4th Ed. Vol. 1(I) para. 91. Το ζήτημα απασχόλησε πρωτόδικα και το Ανώτατο Δικαστήριο σε αυτού του είδους τη διαδικασία στην υπόθεση Τοουλιάς (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ.  62. Ο Νικήτας Δ. ανέφερε σχετικά τα εξής:

“Είναι παραδεκτόν ότι το ζήτημα της σύνθεσης του στρατιωτικού δικαστηρίου δεν εγέρθηκε στη δίκη. Ωστόσο, είναι εδραιωμένη η άποψη στη νομολογία ότι ένα τέτοιο ζήτημα πρέπει να τίθεται με την πρώτη ευκαιρία εφόσον φυσικά ο κατηγορούμενος έχει πλήρη γνώση των γεγονότων που θεμελιώνουν ενδεχόμενο επηρεασμό του δικαστηρίου. Σε περίπτωση που υπάρχει γνώση, αλλά ο κατηγορούμενος αδρανεί, θεωρείται ότι το δικαίωμα εγκαταλείπεται. Αυτή είναι νομίζω η δικαιολογητική βάση του κανόνα. Η νομική αυτή θέση υποστηρίζεται απόλυτα από την υπόθεση R. v. Byles and Others ex parte Hollidge [1911-13] All E.R. 430. Είναι νομίζω αρκετό να μεταφέρω εδώ τη σύνοψη:

[*895]“When a case is heard before a court of summary jurisdiction, the defendant or his solicitor must take objection to the presence on the Bench of any justice who is alleged to have an interest in the subject-matter of the case, if he is aware of the existence of such interest, before the merits of the case are gone into. If the defendant, or his solicitor, fails to take such objection and the defendant is afterwards convicted, he cannot then come to the Divisional Court and obtain a writ of certiorari to quash the conviction on the ground that one of the justices had an interest in the matter.”

Προκύπτει λοιπόν ότι ο αιτητής δεν έχει τώρα λόγο για προώθηση του εν λόγω ζητήματος.

Η αίτηση απορίπτεται.

H αίτηση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο