Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας (Aρ. 2) (1997) 1 ΑΑΔ 925

(1997) 1 ΑΑΔ 925

[*925]30 Ιουλίου, 1997

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΆΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, Ν. 33/64,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (AΡ. 2) ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΙ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI ΚΑΙ MANDAMUS,

ΚΑΙ

AΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 4.7.97 ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 29005/95.

(Αίτηση Αρ. 88/97).

 

Προνομιακά Eντάλματα — Certiorari, Mandamus και Prohibition — Αίτηση εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, για χορήγηση άδειας καταχώρησης αίτησης με σκοπό την έκδοση εντάλματος Certiorari, για ακύρωση ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία απερρίφθη αίτημά της για παραπομπή νομικών ζητημάτων στο Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 148(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 — Επίσης για έκδοση Mandamus, για παραπομπή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ίδιων νομικών σημείων και Prohibition για αναστολή της περαιτέρω εκδίκασης της υπόθεσης — Ύπαρξη δυνατότητας του ένδικου μέσου της έφεσης — Απόρριψη της αίτησης, αφού δεν συνέτρεχαν οι εξαιρετικές περιστάσεις για παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.

Προνομιακά Eντάλματα — Εξαιρετικές περιστάσεις — Τι συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις όπως καθορίστηκε στη σχετική νομολογία.

Προνομιακά Eντάλματα — Διακριτική ευχέρεια — Κατάχρηση δικαιοδοσίας — Η έκδοση προνομιακού εντάλματος χορηγείται δικαιωματικά, χωρίς να υπεισέρχεται στην απόφαση του Δικαστηρίου η δια[*926]κριτική του ευχέρεια, όταν η κατάχρηση δικαιοδοσίας είναι ορατή.

Προνομιακά Eντάλματα— Certiorari — Η εποπτεία του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί διαδικαστικών θεμάτων δεν συνιστά λόγο για την έκδοσή του.

Ποινική Δικονομία — Επιφύλαξη νομικών ζητημάτων δυνάμει του Άρθρου 148.1 του περί Ποινικής Δικονομίας Nόμου, Κεφ. 155, που υποβάλλονται από το Γενικό Εισαγγελέα — Εφαρμοστέες αρχές.

Κατά τη διάρκεια εκδίκασης ποινικής υπόθεσης, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, απέρριψε αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για έκδοση διατάγματος, με το οποίο θα καθίστατο δυνατή η επιστημονική εξέταση του περιεχομένου δώδεκα φιαλών, για το οποίο υπήρχε ισχυρισμός ότι ήταν ουίσκυ συγκεκριμένου τύπου, ώστε σε μεταγενέστερο στάδιο να είναι εφικτή η προσαγωγή μαρτυρίας επί του προκειμένου.

Η Κατηγορούσα Αρχή, υπέβαλε αίτηση δυνάμει του Άρθρου 148(1) του Κεφ. 155, για επιφύλαξη από το Επαρχιακό Δικαστήριο τεσσάρων νομικών, όπως ισχυρίστηκε θεμάτων, για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και αυτό το αίτημα.  Ως εκ τούτου, καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση με την οποία επιδιώκεται άδεια για καταχώρηση αίτησης για χορήγηση των προνομιακών ενταλμάτων Certiorari, Mandamus και Prohibition.

Ο συνήγορος του αιτητή υποστήριξε ότι:

α) Υπήρχε νομική πλάνη έκδηλη στο πρακτικό ως προς τον τρόπο άσκησης της εξουσίας του Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 148(1) του Κεφ. 155, και την έννοια του όρου “νομικό ζήτημα εγειρόμενο διαρκούσης της δίκης”. Επίσης ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι (1) τα νομικά ερωτήματα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως εγειρόμενα διαρκούσης της δίκης, (2) υπήρχε η δυνατότητα άσκησης έφεσης κατά της τελικής απόφασης και (3) η επιφύλαξη νομικών ερωτημάτων έπρεπε να αφορά όλες τις κατηγορίες του κατηγορητηρίου.

β) Υπήρχε υπέρβαση δικαιοδοσίας, που προκλήθηκε από τους πιο πάνω λόγους, που στοιχειοθετούν νομική πλάνη έκδηλη στο πρακτικό.

[*927]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το διάταγμα Certiorari στοχεύει στην ακύρωση απόφασης κατώτερου δικαστηρίου και εκδίδεται μεταξύ άλλων, στην περίπτωση υπέρβασης ή έλλειψης εξουσίας, έκδηλης παρανομίας (error of law on the face of the record), προκατάληψης, δόλου ή ψευδορκίας στη λήψη της απόφασης και παραβίασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

2.  Αντικείμενο της διαδικασίας είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της απόφασης και όχι της ορθότητάς της. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου την οποία διαμόρφωσε εντός των πλαισίων της δικαιοδοσίας του.  Το εν λόγω διάταγμα δεν εκδίδεται ως μανδύας μεταμφιεσμένης έφεσης ούτε η διαδικασία έκδοσής του μπορεί να χρησιμοποιείται για επανακρόαση του ζητήματος που εγέρθηκε.

3.  Το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Όμως αυτό από μόνο του δεν είναι αρκετό για παραχώρηση της αναγκαίας άδειας. Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και/ή διαδικασία έφεσης, σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις παραχωρείται άδεια. Το τι αποτελεί εξαιρετικές περιστάσεις, καθορίστηκε στην υπόθεση R. v. Chief Constable of Merseyside.

4.  Στην παρούσα υπόθεση υπάρχει διαθέσιμο το ένδικο μέσο της έφεσης. Το μέσο αυτό είναι αποτελεσματικότερο και ταχύτερο από τις επιδιωκόμενες θεραπείες και δεν συμβάλλει στη διακοπή και τον κατατεμαχισμό της δίκης, τα οποία πρέπει να αποφεύγονται.  Στην παρούσα περίπτωση δεν είναι ορατή η κάταχρηση δικαιοδοσίας, οπόταν χορηγείται δικαιωματικά η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, χωρίς να υπεισέρχεται στην απόφαση του Δικαστηρίου η διακριτική του ευχέρεια.

     Ο βασικός λόγος έκδοσης Certiorari απορρίπτεται και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα έκδοσης των άλλων δύο διαταγμάτων.

5.  Η επιφύλαξη νομικού ζητήματος δυνάμει του Άρθρου 148(1) του Κεφ. 155, είναι επιτακτική οσάκις το σχετικό αίτημα υποβάλλεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας υπό την προϋπόθεση ότι το ζήτημα είναι νομικό και εγείρεται κατά τη διάρκεια της δίκης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αυτό διότι δεν επρόκειτο για νομικό ζήτημα εντός της εννοίας του Άρθρου 148(1). Δεν εγείρετο θέμα άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας.

[*928]6.      Η ισχυριζόμενη πλάνη δεν είναι τέτοια που να μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το Δικαστήριο και που συνιστά σύμφωνα με τη νομολογία, λόγο για ακύρωση απόφασης για νομική πλάνη, η οποία είναι καταφανής στα πρακτικά.

7.  Ο λόγος (β) για υπέρβαση δικαιοδοσίας, δεν ευσταθεί εν όψει της αποτυχίας του λόγου (α) ανωτέρω.

8.  Σκοπός του διατάγματος Certiorari στην παρούσα υπόθεση είναι ουσιαστικά η εποπτεία της διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω σε διαδικαστικό θέμα. Το ένταλμα Certiorari, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν προσφέρεται γι’ αυτό τον σκοπό.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Χαραλάμπους (1974) 2 Α.Α.Δ. 37,

Παστελλόπουλος v. Δημοκρατίας (1988) 2 Α.Α.Δ. 165,

Αστυνομία v. Δίας Λτδ και Άλλων (1982) 2 Α.Α.Δ. 63,

R. v. Sampson (1977) 2 C.L.R. 1,

Papadopoulos (1968) 1 C.L.R. 496,

In re Panaretou (1972) 1 C.L.R. 165,

In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250,

Γενικός Εισαγγελέας (1994) 1 Α.Α.Δ. 616,

Φάντης (1995) 1 Α.Α.Δ. 714,

Mareware Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 116,

Περρέλλα Tζεννάρο  (Aρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,

Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,

R. v. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All E.R. 257,

Ηλία (1995) 1 Α.Α.Δ. 786,

[*929]Καμμούγιαρος κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 60,

Γενικός Eισαγγελέας (Aρ. 2)  (1995) 1 A.A.Δ. 126,

Xρίστου (1996) 1 A.A.Δ. 398,

Ανδρέου (1996) 1 A.A.Δ. 472,

Χαραλάμπους κ.ά. (Aρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 828,

Γενικός Εισαγγελέας (1993) 1 Α.Α.Δ. 442,

Δημοκρατία v. Ηρακλέους (1994) 2 Α.Α.Δ. 225.

Aίτηση.

Aίτηση με την οποία ο αιτητής ζητά άδεια για υποβολή αίτησης για έκδοση των προνομιακών διαταγμάτων Certiorari, Mandamus και Prohibition, αναφορικά με την απόφαση του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (A. Πασχαλίδης, A.E.Δ.) ημερ. 4.7.97 στην ποινική υπόθεση αρ. 29005/95.

Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας με δ/δα Α. Μαρκουλλή, για τον Αιτητή.

KAΛΛHΣ, Δ.: Aνάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Στη διάρκεια της εκδίκασης της Ποινικής Υπόθεσης 29005/95, από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, υπέβαλε αίτημα για έκδοση διατάγματος με το οποίο να καθίσταται δυνατή η επιστημονική εξέταση και/ή ανάλυση του περιεχομένου δώδεκα φιαλών για το οποίο υπάρχει ισχυρισμός ότι είναι ουίσκυ συγκεκριμένου τύπου, ώστε σε μεταγενέστερο στάδιο να είναι εφικτή η προσαγωγή μαρτυρίας επί του προκειμένου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το σχετικό αίτημα.

Οι κύριοι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, ανάγονται:

(1)    Στο καθήκον του Δικαστηρίου να διατηρήσει και διαφυλάξει τα τεκμήρια για τους σκοπούς της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της ακριβοδίκαιης δίκης (fair trial). Έγκριση του συγκεκριμένου αιτήματος - επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο - θα συνεπάγεται αναπόφευκτα το τεκμήριο να εκφύγει έστω και προσωρινά του ελέγχου του Δικαστηρίου, να υπο[*930]στεί επέμβαση κάτω από συνθήκες τις οποίες το Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει και να επιστραφεί στο Δικαστήριο σε διαφορετική μορφή από εκείνη στην οποία παρελήφθη.

(2)    Στο γεγονός ότι αυτό που επιδιωκόταν από την Κατηγορούσα Αρχή ήταν στην πραγματικότητα η χρησιμοποίηση του προϊόντος της αντεξέτασης των μαρτύρων κατηγορίας σε βάρος του κατηγορουμένου. Σε καμιά περίπτωση τούτο δεν μπορεί να συνάδει με την ισότητα των όπλων την οποία το Δικαστήριο στα πλαίσια της δίκαιης δίκης οφείλει να διασφαλίσει.

Την απόρριψη του αιτήματος ακολούθησε αίτηση της Κατηγορούσας Αρχής, δυνάμει του άρθρου 148(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο επιφυλάξει για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο τα πιο κάτω τέσσερα νομικά - όπως τα χαρακτήρισε - σημεία, τα οποία έχουν εγερθεί κατά τη διάρκεια της δίκης:-

“1. Κατά πόσο το Δικαστήριο έχει εξουσία, δεδομένης και της δυνατότητάς του να επιβάλει οποιουσδήποτε όρους ήθελε ενδεχομένως κρίνει σκόπιμους προς διασφάλιση των συμφερόντων της Υπεράσπισης, να εκδόσει διάταγμα με το οποίο να επιτρέπεται η προσωρινή απομάκρυνση από τον έλεγχο των τεκμηρίων της υπόθεσης προκειμένου να δοθεί η ευκαιρία στην Κατηγορούσα Αρχή αφού προβεί σε επιστημονική τους εξέταση να τα επιστρέψει στο Δικαστήριο παρουσιάζοντας τη μαρτυρία που θα προκύψει.

2. Κατά πόσο το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδόσει το διάταγμα που καθορίζεται στο πρώτο ερώτημα έστω και αν η επιστημονική εξέταση των τεκμηρίων, στην παρούσα υπόθεση η επιστημονική ανάλυση του περιεχομένου 12 σφραγισμένων φιαλών για τις οποίες υπάρχει ισχυρισμός ότι είναι ουίσκυ συγκεκριμένου τύπου, θα έχει σαν αποτέλεσμα την αποσφράγισή τους και την ως εκ τούτου επιστροφή τους στο Δικαστήριο σε διαφορετική μορφή από αυτή που παραλήφθηκαν.

3. Κατά πόσο το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδόσει το διάταγμα που καθορίζεται στο πρώτο ερώτημα έστω και αν η ανάγκη για την επιστημονική εξέταση των τεκμηρίων διεφάνη από τη γραμμή που ακολούθησε η Υπεράσπιση στην αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας.

4. Κατά πόσο η συνταγματική επιταγή περί δίκαιης δίκης, όπως αυτή κατοχυρώνεται στα άρθρα 12 και 30 του Συντάγ[*931]ματος, και η αρχή της ισότητας των όπλων, συνεπάγονται ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει δικαίωμα πριν κλείσει την υπόθεσή της να προβεί σε ενέργειες ώστε να αντιμετωπίσει ρήγματα στην υπόθεση που προέκυψαν από την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας.”.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και το δεύτερο αίτημα.  Εξ’ ού και η παρούσα αίτηση με την οποία επιδιώκεται άδεια για να καταχωρηθεί αίτηση για χορήγηση των πιο κάτω θεραπειών:-

“(1) Εντάλματος της φύσεως Certiorari για παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο προς ακύρωση της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης.

(2)   Εντάλματος της φύσεως Mandamus με το οποίο να διατάσσεται το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας να παραπέμψει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου τα πιο πάνω τέσσερα νομικά σημεία.

(3)   Διατάγματος με το οποίο να αναστέλλεται η περαιτέρω εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης που έχει οριστεί για ακρόαση την 1.8.97, μέχρι την έκδοση της απόφασης στην αίτηση για την έκδοση των πιο πάνω ενταλμάτων σε περίπτωση που παραχωρηθεί η ζητηθείσα διά της παρούσης αιτήσεως άδεια ή μέχρι νεώτερης διαταγής του Ανωτάτου Δικαστηρίου και όπως δοθούν όλες οι απαραίτητες οδηγίες.”

Οι λόγοι για τους οποίους ζητούνται οι πιο πάνω θεραπείες, έχουν άμεση σχέση με το ακριβές περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης. Ως εκ τούτου παράθεση του σχετικού μέρους της απόφασης θεωρείται σκόπιμη:-

“Το τί αποτελεί νομικό ζήτημα μέσα στην έννοια του πιο πάνω άρθρου έχει διευκρινιστεί σαφώς από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χαραλάμπους (1974) 2 Α.Α.Δ. 37 στην οποία ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου είπε τα πιο κάτω στη σελ. 42.

“........ in our view a question of law arising during the trial, means only a question of law arising during the trial at a stage at which it has to be decided in order to enable the trial to proceed further in accordance with the law and rules of practice relating to criminal procedure: and within the ambit of such expression it is not included a question of law which [*932]was prematurely raised at a stage of the trial at which it does not have to be decided for the purposes of the trial at the particular stage; because, in our opinion, section 148 does not provide a procedural machinery by means of which a party to a criminal case can seek a ruling on a point of law, from the Supreme Court, in anticipation of the stage of the trial at which the state of the law in relation to such point may or will become actually material and of immediate importance for the progress of the case: what is envisaged under the said subsection (1) is a situation where a question of law is, so to speak, obtruding itself upon the trial Court and demanding an answer straightway.”

Οι πιο πάνω θέσεις υιοθετήθηκαν σε μεταγενέστερη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου από το Δικαστή κ. Στυλιανίδη στην υπόθεση Παστελλόπουλος v. Δημοκρατίας (1988) 2 Α.Α.Δ. 165 και από τον τότε Δικαστή και νυν Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Πική στην υπόθεση Αστυνομία v. Δίας Λτδ και Άλλοι (1982) 2 Α.Α.Δ. 63 στη σελίδα 67 ο οποίος είπε ότι ‘πρέπει να αποφεύγεται η παραπομπή νομικών ζητημάτων εκτός αν τούτο είναι αναγκαίο για το αποτέλεσμα ή πρόοδο της υπόθεσης.’

Είναι επίσης νομολογημένο ότι οι εξουσίες του Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 148(1) πρέπει να ασκούνται με φειδώ και μόνο στις κατάλληλες περιπτώσεις έτσι ώστε να αποφεύγεται η διακοπή της δίκης. (R. v. Sampson (1977) 2 C.L.R. 1, 18).

Έχω εξετάσει το σχετικό αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής σε συνάρτηση με τις πιο πάνω αρχές. Τα νομικά ζητήματα που έχει εγείρει η Κατηγορούσα Αρχή δεν είναι καθόλου ζητήματα που έχουν εγερθεί στη διάρκεια της δίκης σε στάδιο που πρέπει να αποφασιστεί για να καταστήσει ικανή τη δίκη να προχωρήσει περαιτέρω σύμφωνα με το Νόμο και τους κανόνες πρακτικής που σχετίζονται με την Ποινική Δικονομία (Βλ. Χαραλάμπους πιο πάνω). Δεν είναι ζήτημα που είναι αναγκαίο να επιλυθεί για να καταστεί δυνατή η περαιτέρω πρόοδος της δίκης. Δεν αντιμετωπίζουμε κατάσταση όπου τα νομικά σημεία επιβάλλονται (obtruding) στο Δικαστήριο έτσι ώστε να χρήζουν άμεσης απάντησης. Δεν πρόκειται συνεπώς για νομικά ζητήματα κατά την έννοια που αναφέρεται πιο πάνω ώστε να τύχουν καθ’ οποιονδήποτε τρόπο εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 148(1). Ό,τι στην πραγματικότητα ζητά ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής αφορούν θέμα[*933]τα τα οποία το Δικαστήριο έχει ήδη εξετάσει και έχει αποφανθεί επ’ αυτών στην απόφαση που έχει εκδόσει όταν υπεβλήθη από την Κατηγορούσα Αρχή το αίτημα για την έκδοση διατάγματος που να καθιστά δυνατή την επιστημονική εξέταση του Τεκμηρίου Α για αναγνώριση.

Το Δικαστήριο θα προχωρήσει να δώσει την τελική ετυμηγορία του επί των κατηγοριών που αντιμετωπίζουν οι κατηγορούμενοι με βάση την αποδεκτή μαρτυρία ως έχει τεθεί ενώπιόν του στα πλαίσια της εκδίκασης της υπόθεσης και τα ευρήματα στα οποία θα καταλήξει αφού αξιολογήσει την εν λόγω μαρτυρία. Και αναπόφευκτα τα θέματα που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσης αίτησης μπορεί να αποτελέσουν και αντικείμενο έφεσης στα πλαίσια έφεσης κατά της τελικής απόφασης του Δικαστηρίου.

Θα πρέπει εξάλλου να σημειωθεί ότι η φύση του περιεχομένου του Τεκμηρίου Α για αναγνώριση αφορά και σχετίζεται με δύο μόνο από τις επτά κατηγορίες που περιέχονται στο κατηγορητήριο και συνεπώς η συνέχιση της δίκης τουλάχιστον σε ότι αφορά τις υπόλοιπες κατηγορίες με κανένα τρόπο δεν πρέπει να παρεμποδισθεί.

Το αίτημα της κατηγορούσας αρχής με βάση τα πιο πάνω δεν μπορεί να γίνει δεκτό και απορρίπτεται.”.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστήριξε:-

(α)       Υπάρχει νομική πλάνη που είναι έκδηλη στο πρακτικό για τους πιο κάτω λόγους:-

(1) Το αίτημα για παραπομπή των νομικών σημείων δεν μπορούσε να εξεταστεί σε συνάρτηση με την αρχή την οποία έχει επικαλεστεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι δηλαδή, “οι εξουσίες του Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 148(1) του Κεφ. 155 πρέπει να ασκούνται με φειδώ και μόνο στις κατάλληλες περιπτώσεις ώστε να αποφεύγεται η διακοπή της δίκης.”. Η αρχή αυτή ισχύει όταν η αίτηση γίνεται από την υπεράσπιση και όχι όταν υποβάλλεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

(2) Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την έννοια του όρου “νομικό ζήτημα εγειρόμενο διαρκούσης της δίκης”. Το σφάλμα προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την κρίση του Δικαστηρίου ότι τα νομικά ερωτήματα δεν μπορούσαν να θεωρη[*934]θούν ως εγειρόμενα διαρκούσης της δίκης, διότι είχαν απαντηθεί στην πρώτη ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου.

(3) Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα νομικά ερωτήματα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως εγειρόμενα διαρκούσης της δίκης όταν το ίδιο στην ενδιάμεση απόφασή του που δόθηκε στις 6.6.97 σημείωνε ότι: “Είναι κοινά αποδεκτό ότι η φύση του περιεχομένου των εν λόγω φιαλών αποτελεί ουσιώδες και/ή συστατικό στοιχείο για την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής για συγκεκριμένες κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζουν οι κατηγορούμενοι και ήταν για το λόγο αυτό που οι εν λόγω φιάλες έχουν ήδη μαζί με το κιβώτιό τους προσκομισθεί και κατατεθεί σαν τεκμήριο για αναγνώριση στο Δικαστήριο”.

(4) Η δυνατότητα άσκησης έφεσης κατά της τελικής απόφασης ήταν παράγοντας που δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση του αιτήματος που υπέβαλε ο Γενικός Εισαγγελέας βάσει του άρθρου 148(1) του Κεφ. 155.

(5) Η επιφύλαξη νομικών ερωτημάτων δεν προϋποθέτει ότι αυτά πρέπει να αναφέρονται σε όλες τις κατηγορίες του κατηγορητηρίου. Προκύπτει, λοιπόν, πλάνη του Δικαστηρίου που σημείωσε ότι: “Θα πρέπει εξάλλου να σημειωθεί ότι η φύση του περιεχομένου του Τεκμηρίου Α για αναγνώριση αφορά και σχετίζεται με δύο μόνο από τις επτά κατηγορίες που περιέχονται στο κατηγορητήριο και συνεπώς η συνέχιση της δίκης τουλάχιστον σε ότι αφορά τις υπόλοιπες κατηγορίες με κανένα τρόπο δεν πρέπει να παρεμποδισθεί.”

(β)       Υπάρχει υπέρβαση δικαιοδοσίας, η οποία προκλήθηκε από όλους ή από οποιοδήποτε από τους πέντε πιο πάνω λόγους που στοιχειοθετούν νομική πλάνη έκδηλη στο πρακτικό.”.

Στο παρόν στάδιο, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της αιτήσεως. Είναι ικανοποιητικό για την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari ως επίσης και Mandamus, να φαίνεται στην αίτηση και στις ένορκες δηλώσεις που την υποστηρίζουν και γενικά το υλικό των πρακτικών που τη συνοδεύει, ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για συζήτηση ώστε να δοθεί άδεια (Βλέπε Costas Papadopoullos (Ex Parte) (1968) 1 C.L.R. 496, In re Nina Panaretou (1972) 1 C.L.R. 165 και In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).

Οι λόγοι για τους οποίους εκδίδονται εντάλματα της φύσεως [*935]Certiorari για ακύρωση απόφασης κατώτερου Δικαστηρίου, περιλαμβάνουν υπέρβαση ή έλλειψη εξουσίας, έκδηλη παρανομία (error of law on the face of the record), προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης και παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. (Βλέπε Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Αίτηση 148/94 / 11.10.94 και Άκης Φάντης, Αίτηση 123/95 / 21.7.95).

Αντικείμενο της διαδικασίας δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας μιας απόφασης αλλά της νομιμότητάς της. Δεν τίθεται ζήτημα αντικατάστασης της άποψης που διαμόρφωσε το κατώτερο Δικαστήριο, αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με εκείνη του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν εκδίδεται ένταλμα Certiorari ως μανδύας μεταμφιεσμένης έφεσης. Ούτε και μπορεί να χρησιμοποιείται η διαδικασία για την έκδοση τέτοιου διατάγματος προκειμένου να γίνει επανακρόαση του ζητήματος που εγέρθηκε. Και δεν είναι επιτρεπτό να εκδίδεται ένταλμα Certiorari προκειμένου να υπαγορευθεί σε Δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να αποφασιστεί ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του ή ακόμα ο τρόπος που θα ασκήσει τη διακριτική του εξουσία. (Βλέπε Re Mareware Shipping, Αίτηση 6/92 / 24.1.92 και Τζεννάρο Περέλλα, Πολιτική Έφεση 9169 /18.7.95).

Όπως έχει υποδειχθεί πιο πάνω, το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Ωστόσο όπως έχει νομολογηθεί αυτό δεν είναι αρκετό από μόνο του για να δοθεί η αναγκαία άδεια. Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και/ή διαδικασία έφεσης, σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις παραχωρείται άδεια (Βλέπε Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, 48 (απόφαση της Ολομέλειας).

Στην παρούσα περίπτωση υπάρχει στη διάθεση του αιτητή το ένδικο μέσο της έφεσης - προβλέπεται από το άρθρο 137 του Κεφ. 155 - το οποίο μπορεί να ασκηθεί και μετά από αθωωτική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Επομένως, η χορήγηση της αιτούμενης άδειας είναι δυνατή μόνο αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, ζήτημα το οποίο θα εξεταστεί αμέσως πιο κάτω.

Είναι δύσκολο να οριοθετηθεί το τί αποτελεί εξαιρετικές περιστάσεις. Το θέμα τίθεται ως πιο κάτω στην θεμελιακή υπόθεση R. v. Chief Constable of Merseyside [1986] All E.R. 257, 261, 262:-

[*936]

“This, like other judicial pronouncement on the interrelationship between remedies by way of judicial review on the one hand and appeal procedures on the other, is not to be regarded or construed as a statute. It does not support the proposition that judicial review is not available where there is an alternative remedy by way of appeal. It asserts simply that the court, in the exercise of its discretion, will very rarely make this remedy available in these circumstances.

In other cases courts have asserted the existence of this discretion, albeit with varying emphasis on the reluctance to grant judicial review. Thus in R v Paddington Valuation Officer, ex p Peachey Property Corp Ltd [1965] 2 All ER 836 at 840, [1966] 1 QB 380 at 400, Lord Denning MR, with the agreement of Danckwerts and Salmon LJJ, held that certiorari and mandamus were available where the alternative statutory remedy was ‘nowhere near so convenient, beneficial and effectual’. In R v. Hillingdon London Borough, ex p Royco Homes Ltd [1974] 2 All ER 643 at 648, [1974] 1 QB 720 at 728 Widgery CJ said: ‘.... it has always been a principle that certiorari will go only where there is no other equally effective and convenient remedy’. In R v Hallstrom, ex p W [1985] 3 All ER 775 at 789-790, [1985] 3 WLR 1090 at 1108 Glidewell LJ, after referring to this passage, said:

‘Whether the alternative statutory remedy will resolve the question at issue fully and directly, whether the statutory procedure would be quicker, or slower, than procedure by way of judicial review, whether the matter depends on some particular or technical knowledge which is more readily available to the alternative appellate body, these are amongst the matters which a court should take into account when deciding whether to grant relief by way of judicial review when an alternative remedy is available.’”.

Η διαδικασία που έχει επιδιωχθεί διαλαμβάνει τα ακόλουθα στάδια:

(1)   Αίτηση για χορήγηση άδειας.

(2)   Καταχώρηση νέας αίτησης σε περίπτωση χορήγησης της άδειας.

[*937](3)    Επίδοση της αίτησης στην άλλη πλευρά και καταχώρηση ένστασης.

(4)   Ακρόαση της αίτησης.

(5)   Έφεση από οποιονδήποτε από τους δύο διαδίκους.

Η διαδικασία της ποινικής έφεσης περιλαμβάνει μόνο τα στάδια της καταχώρησης και ακρόασης της έφεσης. Επειδή πρόκειται για ποινική έφεση, η τροποποίηση των λόγων της έφεσης είναι δυνατή χωρίς προηγούμενη άδεια του Εφετείου σε αντίθεση με την τροποποίηση των λόγων έφεσης σε διαδικασία προνομιακού εντάλματος η οποία χρειάζεται την άδεια του Εφετείου.  Περαιτέρω, με τη διαδικασία της έφεσης εξετάζεται σε βάθος η ορθότητα της απόφασης, ενώ με τη διαδικασία των προνομιακών ενταλμάτων μόνο η νομιμότητα.

Με βάση τα όσα υποδεικνύονται πιο πάνω, είναι πρόδηλο ότι η διαδικασία της έφεσης είναι ταχύτερη, η δε επίλυση των οποιωνδήποτε νομικών ζητημάτων είναι πιο πλήρης και πιο άμεση σε σύγκριση με εκείνη που επιτυγχάνεται με τη διαδικασία των προνομιακών ενταλμάτων. Περαιτέρω, η χορήγηση των προνομιακών ενταλμάτων θα έχει σαν συνέπεια τη διακοπή και τον κατατεμαχισμό της δίκης. Τρεις από τις κατηγορίες - οι πιο σοβαρές - δεν επηρεάζονται από τη μαρτυρία η οποία επιδιώκεται να προσαχθεί με το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής και αυτός είναι ένας πολύ ισχυρός παράγοντας που υπαγορεύει τη μη διακοπή της δίκης.

Η χορήγηση των προνομιακών ενταλμάτων είναι διακριτική. (Βλέπε Annual Practice (1988) σελίδα 798).

Ενόψει του ότι υπάρχει διαθέσιμο το ένδικο μέσο της έφεσης το οποίο είναι αποτελεσματικότερο και ταχύτερο από τις επιδιωκόμενες θεραπείες και ενόψει του ότι πρέπει να αποφεύγεται η διακοπή της δίκης και ο κατατεμαχισμός της, στην άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας δεν είμαι διατεθειμένος να χορηγήσω το αιτούμενο ένταλμα Certiorari. Αυτή δεν είναι περίπτωση στην οποία η έλλειψη ή κατάχρηση δικαιοδοσίας είναι ορατή, οπόταν η έκδοση του κατάλληλου προνομιακού εντάλματος χορηγείται δικαιωματικά χωρίς να υπεισέρχεται στην απόφαση του Δικαστηρίου η διακριτική του ευχέρεια. (Βλέπε Ηλία, Αίτηση 128/95 / 11.9.95 και επίσης Annual Practice (1988) σελίδα 796).

Ως προς το θέμα των αιτουμένων πρόσθετα στην προκειμένη [*938]περίπτωση διαταγμάτων Mandamus και Prohibition, η έκδοσή τους θα ήταν συνεπακόλουθο στην προσέγγισή μου στο αίτημα για έκδοση διατάγματος Certiorari.  Δεν τίθεται όμως ζήτημα έκδοσης των διαταγμάτων αυτών εφόσον, κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης, ο βασικός λόγος έκδοσης Certiorari απορρίφθηκε. (Βλέπε Καμμούγιαρος κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 60, 69).

Από σεβασμό προς τα όσα έχει αναπτύξει ενώπιόν μου ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, θα εξετάσω κατά πόσο έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση για χορήγηση της αιτούμενης άδειας. Υιοθετώ αυτή την πορεία επειδή το θεωρώ επιθυμητό να βρίσκονται καταγραμμένα τα σχετικά συμπεράσματά μου.

Σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του πιο πάνω άρθρου 148(1) του Κεφ. 155 η επιφύλαξη νομικού ζητήματος είναι επιτακτική οσάκις το σχετικό αίτημα υποβάλλεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Υπάρχει μόνο μία προϋπόθεση. Πρέπει να είναι “νομικό ζήτημα εγειρόμενο διαρκούσης της δίκης”.

Ο μοναδικός λόγος απόρριψης του σχετικού αιτήματος της Κατηγορούσας Αρχής δίνεται στο υπογραμμισμένο απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης (Βλέπε σελ. 5 πιο πάνω). Το πιο πάνω απόσπασμα αποτελεί το λόγο (ratio) της απόφασης και η εγκυρότητά της κρίνεται με βάση το λόγο της (ratio). Tα όσα ειπώθηκαν πριν και μετά το πιο πάνω απόσπασμα, έχουν ειπωθεί ως εκ περισσού. Αποτελούν απλώς παρατηρήσεις και δεν αποτελούν μέρος του λόγου της απόφασης.

Εξέταση, λοιπόν, του λόγου της απόφασης δεν αποκαλύπτει οποιαδήποτε πλάνη σε σχέση με την επιφύλαξη νομικού ερωτήματος όταν η αίτηση για επιφύλαξή του υποβάλλεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.  Καθώς φαίνεται από το λόγο της απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει απορρίψει το αίτημα στην πορεία άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας. Το απέρριψε γιατί δεν επρόκειτο για νομικό ζήτημα εντός της έννοιας του άρθρου 148(1).

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο επιδιώκεται η χορήγηση των πιο πάνω ενταλμάτων, αναφέρεται στην πλάνη “ως προς την έννοια του όρου ‘νομικό ζήτημα εγειρόμενον διαρκούσης της δίκης’”.

Σε σχέση με τη νομική πλάνη η οποία είναι καταφανής από τα πρακτικά, έχει νομολογηθεί ότι δεν περιλαμβάνει νομικά εσφαλ[*939]μένες αποφάσεις. Αναφέρεται σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου υπάρχει φανερά εσφαλμένη ερμηνεία νόμου ή εσφαλμένη εφαρμογή του σε δεδομένη περίπτωση. Δεν είναι αρκετό ότι υπήρξε σοβαρή πλάνη ή πλάνη σε σχέση με μια καθιερωμένη νομική αρχή. Πρέπει να υπάρχει πλάνη που μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το δικαστήριο και όχι κατόπιν έρευνας όλων των στοιχείων ή της μαρτυρίας. (Βλέπε Alexander Bodrov, Aίτηση 199/94 / 20.2.95, Μάριος Χρίστου, Αίτηση 25/96 /9.4.96, Κοσμάς Ανδρέου, Αίτηση 66/96 / 30.4.96).

Στην κρινόμενη περίπτωση, η ισχυριζόμενη πλάνη δεν είναι τέτοια που μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το Δικαστήριο.  Ακολουθεί πως το αίτημα δεν μπορεί να πετύχει με βάση τον πιο πάνω λόγο.

Οι λόγοι (α) (3), (4) και (5) πιο πάνω, για τους οποίους επιδιώκεται η χορήγηση του αιτούμενου εντάλματος, δεν μπορούν να πετύχουν. Σχετίζονται με αποσπάσματα της πρωτόδικης απόφασης τα οποία δεν αποτελούν μέρος του λόγου της. Αναφορικά με το λόγο (β) - υπέρβαση δικαιοδοσίας - η επιτυχία του εξαρτάται από την επιτυχία του λόγου (α).

Στην ουσία αυτό που επιδιώκεται με την παρούσα αίτηση είναι η εποπτεία της διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και η αναθεώρηση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω σε διαδικαστικό θέμα. Πρέπει να υπομνησθεί ότι το ένταλμα Certiorari δεν προσφέρεται γι’ αυτούς τους σκοπούς. Η απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Χαραλάμπος κ.ά., Αίτηση 194/94 / 28.12.94, φωτίζει επαρκώς το ζήτημα.  Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

“Το τεθέν ερώτημα αποβλέπει ουσιαστικά στην αναθεώρηση της ορθότητας της προηγούμενης απόφασης του δικαστηρίου. Η δικαιοδοσία για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν αποτελεί υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τα προνομιακά εντάλματα CERTIORARI και PROHIBITION έχουν ως λόγο, όπως είναι θεμελιωμένο, τον έλεγχο της νομιμότητας δικαστικής απόφασης προς το σκοπό εξασφάλισης της λειτουργίας των πρωτόδικων δικαστηρίων μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας τους και σύμφωνα με τους θεμελιώδεις κανόνες απονομής της δικαιοσύνης.

Το ένταλμα CERTIORARI δεν αποτελεί μέσο για την εποπτεία [*940]της διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ή της πρακτικής που ακολουθείται. (Βλ. Halsbury’s Laws of England, 3th Ed., Vol. 11, para 213 και Αίτηση Γενικού Εισαγγελέα 80/93 - αποφασίστηκε στις 22/6/93). Η ρύθμιση της διαδικασίας ανάγεται στην αρμοδιότητα του εκδικάζοντος την υπόθεση δικαστηρίου. Στο σημείο αυτό χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην πρόσφατη απόφασή μας στην Δημοκρατία v. Ηρακλέους (Υπόμνημα 286, 22/12/94).

Η παρούσα αίτηση κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα και αν κριθεί σκοπεί στην αναθεώρηση της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου σε διαδικαστικό θέμα και είναι και για το λόγο αυτό απαράδεκτη.

Η αίτηση απορρίπτεται.

H αίτηση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο