Milouca Motor Trading Ltd ν. Xρύσανθου Kούρτη (1997) 1 ΑΑΔ 941

(1997) 1 ΑΑΔ 941

[*941]8 Αυγούστου, 1997

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

MILOUCA MOTOR TRADING LTD.,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΚΟΥΡΤΗ,

Εφεσίβλητου-Ενάγοντος.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9686).

 

Πολιτική Δικονομία — Απόφαση που λήφθηκε ερήμην του εναγομένου — Αίτηση για παραμερισμό της — Διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.17, θ.10 — Εφόσον η διακριτική ευχέρεια ασκείται με αναφορά στους παράγοντες που, κατά φυσιολογική συνέπεια, επενεργούν στην άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου, το Εφετείο δεν επεμβαίνει — Επιδίωξη του Δικαστηρίου πρέπει να είναι η εξισορρόπηση αφενός, του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του και αφετέρου η ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων.

Ανθρώπινα Δικαιώματα — Ταχεία απονομή της δικαιοσύνης — Συνιστά παράγοντα υψίστης σημασίας για την αποτελεσματική διεκδίκηση των δικαιωμάτων του πολίτη.

Οι εναγόμενοι-εφεσείοντες δεν καταχώρησαν σημείωμα εμφανίσεως στο ειδικά οπισθογραφημένο Kλητήριο Ένταλμα αγωγής για αποζημιώσεις, ούτε εμφανίστηκαν όταν ήταν ορισμένη η αίτηση για την έκδοση απόφασης λόγω της παράλειψης τους να εμφανιστούν. Η εξήγηση που έδωσαν ήταν ότι η αίτηση καταχωρήθηκε σε κάποιο φάκελο και ξεχάστηκε.  Μετά την έκδοση της απόφασης, καταχώρησαν εμφάνιση. Ισχυρίστηκαν ότι αφέθηκαν με την εντύπωση ότι η υπόθεση είχε οριστεί για ακρόαση σε μεταγενέστερο χρόνο. Μετά από πάροδο εννέα περίπου μηνών από την έκδοση της απόφασης, καταχώρησαν αίτηση για επαναφορά της υπόθεσης η οποία απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Το ερώτημα που τίθεται στην έφεση είναι κατά πόσο ορθά απορρίφθηκε η πιο πάνω αίτηση, παρά το εύρημα ότι οι εφεσείοντες εί[*942]χαν αποκαλύψει συζητήσιμη υπεράσπιση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η εμφάνιση δεν έπρεπε να είχε γίνει δεκτή.

2.  Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, η αίτηση για επαναφορά μπορεί να απορριφθεί, παρά την αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης, εφόσο διαπιστωθεί ότι ο εναγόμενος επέδειξε αδιαφορία για την αγωγή, η οποία προσλαμβάνει τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου. Οι εφεσείοντες στην παρούσα υπόθεση, επέδειξαν πλήρη αδιαφορία για την τύχη της αγωγής και αποτάθηκαν για παραμερισμό της απόφασης μόνο όταν ήλθαν αντιμέτωποι με την εκτέλεσή της, στοχεύοντας στην αποφυγή των συνεπειών της.

     Η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε με βάση τις αρχές που καθιερώθηκαν με τη σχετική νομολογία, όπως αναφέρονται στην απόφασή του.

     Η υπόθεση, κρινόμενη στο σύνολό της, είναι ορθή εν όψει των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου αφενός και των αρχών που εφάρμοσε στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, αφετέρου.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Νεάρχου v. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954,

Louis Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ και Άλλης (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 1453,

Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204,

Mine & Quarry Services Ltd. v. Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ. 26,

Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ και Άλλοι v. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 A.A.Δ. 28,

Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Eπαρ[*943]χιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σωκράτους, Πρ. E.Δ.) ημερομηνίας 5/4/1996, Aρ. Aγωγής 1508/94, που δόθηκε υπέρ του ενάγοντα, λόγω παράλειψης των εναγομένων να εμφανιστούν αρχικά στο ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα.

Γ. Παπαθεοδώρου, για τους Εφεσείοντες.

Μ. Κυριακίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Στις 23 Ιουνίου, 1994, το Δικαστήριο έδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου, λόγω της παράλειψης των εφεσειόντων (εναγομένων) να εμφανιστούν, αρχικά, στο ειδικά οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα, στο οποίο είχε ενσωματωθεί η απαίτηση για εκκαθαρισμένο ποσό αποζημιώσεων, και, αργότερα, στην αίτηση του εφεσείοντα για την έκδοση απόφασης, λόγω αυτής της παράλειψης.

Εννιά, σχεδόν, μήνες αργότερα (16/3/1995), οι εφεσείοντες αποτάθηκαν στο Δικαστήριο, για τον παραμερισμό της απόφασης.  Η αίτησή τους απορρίφθηκε.  Με την έφεση, προσβάλλεται αυτή η απόφαση, ως εσφαλμένη. Δύο είναι οι βασικοί λόγοι που προβάλλονται για τον παραμερισμό της:-

(α)     Η μη απόδοση της πρέπουσας βαρύτητας στις εξηγήσεις των εφεσειόντων για την παράλειψή τους να εμφανιστούν στην αίτηση για την έκδοση απόφασης και τη μεταγενέστερη αδράνειά τους· και

(β)     Η υποτίμηση της σημασίας της αποκάλυψης, εκ μέρους των εφεσειόντων, εκ πρώτης όψεως, ή συζητήσιμης υπεράσπισης.

Οι Θεσμοί αφήνουν τον παραμερισμό απόφασης, που εκδίδεται ερήμην του εναγομένου, στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου - (βλ. Δ.17, θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας). Εφόσο η διακριτική ευχέρεια ασκείται με αναφορά στους παράγοντες που, κατά φυσιολογική συνέπεια, επενεργούν στην άσκηση της εξουσίας του δικαστηρίου, το Εφετείο δεν επεμβαίνει· δεν υποκαθιστά το πρωτόδικο δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο νόμος. Αυτή παραμένει στο δικαστήριο (το πρωτόδικο), στο οποίο εναποτίθεται. Είναι υπό το πρίσμα αυτής [*944]της πραγματικότητας που αναθεωρείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου από το Εφετείο - (βλ. Νεάρχου v. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, 962).

Για την παράλειψη να εμφανιστούν στην αγωγή και να αμφισβητήσουν την απαίτηση, καμιά εξήγηση δε δόθηκε από τους εφεσείοντες.

Η αγωγή επιδόθηκε στις 24 Φεβρουαρίου, 1994.  Η αίτηση για την έκδοση απόφασης, λόγω της παράλειψης των εναγομένων να εμφανιστούν, επιδόθηκε στις 11 Απριλίου, 1994. Οι εφεσείοντες και πάλιν αδράνησαν. Έδωσαν όμως εξήγηση, για ό,τι χαρακτηρίζει το Δικαστήριο ως απραξία - τούτη: ότι, μετά την παραλαβή της, η αίτηση καταχωρήθηκε σε κάποιο φάκελο και ξεχάστηκε. Η εξήγηση που δόθηκε δε μειώνει την έλλειψη ενδιαφέροντος, που υποδηλώνει η διαγωγή των εφεσειόντων, για την τύχη της αγωγής. Ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η παροχή εξηγήσεων για την παράλειψη του εναγομένου να εμφανιστεί δεν ισοδυναμεί με την αιτιολόγηση της καθυστέρησης, πολύ δε λιγότερο με τη συγχώρησή της.

Ενδιαφέρον για την υπόθεση εκδήλωσαν οι εφεσείοντες μετά την έκδοση της απόφασης. Στις 24 Ιουνίου, 1994, καταχωρήθηκε εμφάνιση εκ μέρους των εναγομένων. Η εμφάνιση δεν έπρεπε να είχε γίνει δεκτή· αλλά ούτε η καταχώριση της εμφάνισης είχε οποιαδήποτε συνέχεια.  Οι αιτιάσεις που περιέχονται στην ένορκη ομολογία για τα παρεπόμενα - ότι οι εφεσείοντες αφέθηκαν με την εντύπωση ότι η υπόθεση είχε οριστεί για ακρόαση το Νοέμβριο του 1994 - δεν αποδείχθηκαν, αφενός - (βλ. Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ και Άλλης (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 1453 και Νεάρχου v. Χαραλάμπους, (ανωτέρω)) - και δε στέκουν στη λογική, αφετέρου. Όπως υποδεικνύει το Δικαστήριο, ήταν αδύνατο να οριστεί υπόθεση για ακρόαση, χωρίς να προηγηθεί η καταχώριση υπεράσπισης.

Ευσταθεί η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι δεν αποκαλύφθηκε οποιοδήποτε στοιχείο, το οποίο να μετριάζει την αδιαφορία των εφεσειόντων για την τύχη της αγωγής. Το ενδιαφέρον τους ζωπυρώθηκε όταν ήλθαν αντιμέτωποι με την εκτέλεση της απόφασης. Τότε είναι που αποτάθηκαν για τον παραμερισμό της.  Κέντρισμα αποτέλεσε η επιθυμία για την αποφυγή των συνεπειών της εκτέλεσης.

Το ερώτημα το οποίο τίθεται - και αυτό καλούμεθα να απαντήσουμε - είναι αν ορθά αποφασίστηκε η απόρριψη της αίτησης για επαναφορά της υπόθεσης, παρά το εύρημα ότι οι εφεσείο[*945]ντες είχαν αποκαλύψει συζητήσιμη υπεράσπιση.

Η νομολογία υποστηρίζει ότι μπορεί να απορριφθεί η αίτηση, παρά την αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης, εφόσο διαπιστωθεί ότι ο εναγόμενος επέδειξε αδιαφορία για την αγωγή, η οποία προσλαμβάνει τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου.

Οι αρχές που επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου εξηγούνται στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στη Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, 210:-

“In exercising its discretion, the Court must strive to balance two considerations fundamental for the administration of justice:  The need to uphold effectively, on the one hand, the right of a party to be heard in his cause, and the need to ensure the expeditious transaction of judicial business, on the other. The speedy determination of judicial causes is not merely a matter of convenience but an all important factor for the effective vindication of the rights of the citizen. This principle is closely associated with another consideration likewise important for the administration of justice, that is, the need to uphold finality of judgments. If a party is lightly allowed to re-open a case, the imprint of finality, attaching to a judgment, with all that goes with it, and the certainty it imports in the management of human affairs, will disappear with grave consequence to the administration of justice. (See, Observations of Megaw L.J. in Lambert v. Mainland Market [1977] 2 All E.R. 826, at p. 833 (c-d) ).

The effect of the case law is that the Court must not be astute to unseat a party from his right to be heard in his cause, so long as he discloses merits. But the Court may, nevertheless, decline to re-open the case if his conduct is such as to strike at the root of the administration of justice. Where the conduct of the party applying to set aside judgment is inexcusable, contumelious to the extent of gross disregard for the judicial process or the rights of his adversary, the Court may, in its discretion, refuse to set aside judgment.”

Μετάφραση στα Ελληνικά (ελεύθερη):-

“Κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, το Δικαστήριο πρέπει να επιδιώκει την εξισορρόπηση δύο παραγόντων, θεμελιακών για την απονομή της δικαιοσύνης: Την ανάγκη να δια[*946]σφαλίσει, αφενός, αποτελεσματικά το δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του και, αφετέρου, την ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων.  Η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης δεν αποτελεί απλώς ζήτημα ευκολίας, αλλά υψίστης σημασίας παράγοντα για την αποτελεσματική διεκδίκηση των δικαιωμάτων του πολίτη. Η αρχή αυτή είναι στενά συνυφασμένη και με ένα άλλο λόγο, επίσης σημαντικό για την απονομή της δικαιοσύνης, την ανάγκη διασφάλισης της τελεσιδικίας. Εάν διάδικος μπορεί απρόσκοπτα να επιδιώκει το επανάνοιγμα της υπόθεσης, η σφραγίδα της οριστικότητας, την οποία φέρει η απόφαση, και όλα όσα εξυπακούει, καθώς και η βεβαιότητα την οποία εισάγει στη διαχείριση των υποθέσεων του ανθρώπου, θα απωλεσθούν, με οδυνηρές συνέπειες για την απονομή της δικαιοσύνης - (βλ. παρατηρήσεις του Megaw L.J. στη Lambert v. Mainland Market [1977] 2 All E.R. 826, στη σελ. 833 (c-d) ).

Το απαύγασμα της νομολογίας κατατείνει στο ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο στην αποστέρηση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του, νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράσπιση. Εντούτοις, το Δικαστήριο μπορεί, παρά ταύτα, να αρνηθεί να επανανοίξει την υπόθεση, εάν η διαγωγή του είναι τέτοια, ώστε να πλήττει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης. Όπου η διαγωγή του διαδίκου, ο οποίος εξαιτείται τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, είναι ασυγχώρητη, περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου, το Δικαστήριο δύναται, ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να αρνηθεί να παραμερίσει την απόφαση.”

Οι ίδιες αρχές υιοθετούνται στη Mine & Quarry Services Ltd. v. Ανδρέα Γεωργίου (Μαύρου) - (Πολιτική Έφεση 8041 - 28/1/93), όπου το Δικαστήριο επεσήμανε:-

“Η ανεξήγητη αργοπορία είναι παράγων που ασκεί έντονα αρνητική επίδραση κατά του διαδίκου που παρέλειψε να κινηθεί με την πρώτη δυνατή ευκαιρία για να διεκδικήσει το δικαίωμα να ξανανοίξει την υπόθεση του.”

Η άλλη απόφαση, στην οποία πρέπει να κάμουμε αναφορά, είναι η Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ και Άλλοι v. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ - (Πολιτική Έφεση 9400 - 14/1/97), στην οποία τονίζεται, με αναφορά στην Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646, ότι ο πρωταρχικός παράγοντας, ο οποίος επενεργεί στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, είναι η αποκάλυψη υπεράσπι[*947]σης, παρόλο που μπορεί να επενεργήσουν και άλλοι παράγοντες, μικρότερης, όμως, σημασίας. Στην υπόθεση αυτή δε γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στην προηγούμενη Κυπριακή νομολογία, σύμφωνα με την οποία η πλημμελής αδιαφορία του εναγομένου μπορεί να αποτελέσει φραγμό στο επανάνοιγμα της υπόθεσης.

Η απόφαση στη Phylactou v. Michael, (ανωτέρω), συνοψίζει τους παράγοντες που προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, περιλαμβανομένης και της διαγωγής του εναγομένου.

Η άνευ αποχρώντος λόγου παράλειψη του εναγομένου να εμφανιστεί και η αδικαιολόγητη καθυστέρησή του να αποταθεί για τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, μπορεί βάσιμα να αποτελέσουν λόγο για την απόρριψη του αιτήματός του. Διαφορετικά, η πορεία της δικαστικής διαδικασίας και τα αποτελέσματά της θα αφήνονταν αιωρούμενα μέχρι την εκδήλωση της θέσης του εναγομένου, σε σχέση με την εναντίον του αγωγή.

Θεωρώντας την υπόθεση στο σύνολό της, κρίνουμε ότι, υπό το φως των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου, αφενός, και των αρχών που διέπουν την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, στις οποίες γίνεται αναφορά στην απόφασή του, αφετέρου, το Δικαστήριο μπορούσε να αχθεί στην απόφαση. Η διαπίστωση αυτή καθιστά την έφεση απορριπτέα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο