Kαρπένκο Aλεξάντερ (1997) 1 ΑΑΔ 989

(1997) 1 ΑΑΔ 989

[*989]11 Σεπτεμβρίου, 1997

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΆΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ

ΑΡΘΡΑ 2, 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/64) ΩΣ

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 22 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ

(ΚΥΡΩΤΙΚΟΥ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1970 (Ν. 95/70) ΩΣ

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ Ν. 23/79 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ

ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1970 (Ν. 97/70) ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΑΠΟ

ΤΟ Ν. 97/90,

KAI

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΚΑΡΠΕΝΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ/Η ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS,

KAI

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡ. 6/8/97 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ 4/97.

(Αίτηση Αρ. 97/97).

 

Προνομιακά Eντάλματα — Hapeas Corpus — Αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus για απελευθέρωση αλλοδαπού, ο οποίος διετάχθη να παραμείνει υπό κράτηση ώστε να καταστεί δυνατή η έκδοσή του και η υποβολή του σε δίκη για κατ’ ισχυρισμό διαπραχθέντα αδικήματα — Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δικαιολογούσαν πλήρως την κράτησή του.

Έκδοση φυγοδίκων — Ευρωπαϊκή Σύμβαση Έκδοσης Φυγοδίκων — Η Κυπριακή Δημοκρατία προσχώρησε σ’ αυτήν με τον Κυρωτικό Νόμο 95/1970 — Αμοιβαία υποχρέωση για έκδοση φυγοδίκων μεταξύ των συμβαλλομένων μερών κρατών — Η πάροδος χρόνου στη δίωξη δεν συνιστά αφ’ εαυτής λόγο για τη μη έκδοση φυγοδίκου.

Ο αιτητής, Ουκρανός πολίτης, διετάχθη να παραμείνει υπό κράτηση, μέχρι την έκδοσή του στην Ομόσπονδη Δημοκρατία της Γερ[*990]μανίας, ώστε να δικαστεί εκεί για ισχυριζόμενα ως διαπραχθέντα αδικήματα.  Τα αδικήματα αυτά αφορούσαν μεταφορά νεαρών Ουκρανών γυναικών από τη χώρα τους στην πρώην Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία, με την πρόφαση ότι θα απασχολούνταν σε νοσοκομείο, ενώ στην πραγματικότητα προορίζονταν για απασχόληση ως πόρνες σε νυκτερινά κέντρα.

Ο συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε ότι εγείρεται ζήτημα επιλογής, μεταξύ του Ν. 95/1970 και του Ν. 5/1984, σε ότι αφορά την υπαγωγή της υπόθεσης.

Επίσης αμφισβήτησε τη χώρα διάπραξης των αδικημάτων και τη συμμετοχή του αιτητή σε αυτά και υπέβαλε ότι εν όψει του χρόνου που παρήλθε, η έκδοση καθίσταται άδικη ή καταπιεστική.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν τίθεται θέμα επιλογής του εφαρμοστέου νόμου.  Από τη στιγμή που η Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία έπαυσε να υπάρχει ως κράτος, έπαυσε και ο Νόμος 5/1984 (ο Κυρωτικός της Σύμβασης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας για παροχή Νομικής Συνδρομής σε θέματα Αστικού, Οικογενειακού, Εργατικού και Ποινικού Δικαίου Νόμος). Απομένει, ως εκ τούτου, εφαρμοστέα μόνο η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Έκδοσης Φυγοδίκων, δυνάμει του Ν. 95/1970, στην οποία η Ομόσπονδη Δημοκρατία της Γερμανίας και η Κύπρος είναι μέλη.

2.  Σύμφωνα με το Άρθρο 5(1) του Ποινικού Kώδικα, καθοριστικός παράγων ως προς τη χώρα που ενδιαφέρει, είναι η εκεί διάπραξη του αδικήματος και όχι η εκεί παρουσία του αδικοπραγούντα.

3.  Όπως καταδεικνύεται από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης ο αιτητής συνήργησε, όπου και αν ο ίδιος βρισκόταν, ώστε να καταστεί δυνατή η εκτέλεση των αδικημάτων σε Γερμανικό έδαφος.

4.  Δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι υπήρξε καθυστέρηση στη σκοπούμενη δίωξη του αιτητή.  Η πάροδος χρόνου, ακόμα και μακρού, δεν είναι αφ’ εαυτής λόγος για μη έκδοση φυγοδίκου. Θα συνιστούσε λόγο, μόνο εφ’ όσον, θα αποτελούσε, λαμβανομένων υπ’ όψιν όλων των περιστάσεων, άδικο ή καταπιεστικό μέτρο, όπως προνοεί το Άρθρο 10(3)(β) του Ν. 97/1970.

Εν όψει των ανωτέρω δικαιολογείται η κράτηση του αιτητή ώστε να καταστεί δυνατή η έκδοσή του.

[*991]Η αίτηση απορρίφθηκε.

Aίτηση.

Aίτηση από τον Aλεξάντερ Kαρπένκο για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus για την απελευθέρωσή του από τις Kεντρικές Φυλακές, όπου κρατήθηκε μετά από διαταγή ημερομηνίας 6.8.97 του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με σκοπό την έκδοσή του στην Oμόσπονδη Δημοκρατία της Γερμανίας, ώστε να δικαστεί εκεί για σειρά διαπραχθέντων αδικημάτων.

Α. Ευτυχίου, για τον Αιτητή.

Γ. Στυλιανίδης, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

NIKOΛAOY, Δ.: Aνάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Ο Αλεξάντερ Καρπένκο από την Ουκρανία και τώρα στις Κεντρικές Φυλακές στη Λευκωσία, έχει θέσει προς έλεγχο, με αίτηση για Habeas Corpus, τη νομιμότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. 6 Αυγούστου 1997, με την οποία κρίθηκε δικαιολογημένη η έκδοσή του στην Ομόσπονδη Δημοκρατία της Γερμανίας ώστε να δικαστεί εκεί για ισχυριζόμενα ως διαπραχθέντα αδικήματα (στο εξής “τα αδικήματα”) και με την οποία, ως αποτέλεσμα, διατάχθηκε η κράτησή του.

Ο συνήγορος του αιτητή συζήτησε ενώπιόν μου τρία ζητήματα τα οποία ήγειρε και στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Το πρώτο είναι το κατά πόσο χωρεί έκδοση στην Ομόσπονδη Δημοκρατία της Γερμανίας για αδικήματα διαπραχθέντα στο έδαφος της πρώην Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας. το δεύτερο είναι το κατά πόσο, ακόμα και αν η απάντηση στο πρώτο είναι καταφατική, τα αδικήματα διαπράχθηκαν πράγματι εκεί και όχι σε άλλη χώρα, ήτοι, την Πολωνία και τρίτο είναι το κατά πόσο εν πάση περιπτώσει προέκυπτε από τα προσαχθέντα στοιχεία συμμετοχή του αιτητή στα αδικήματα ώστε να δικαιολογείται η δίωξη. Συζήτησε επί πλέον και τέταρτο, νέο, ζήτημα που είναι το κατά πόσο παρήλθε χρόνος τόσο μακρός ώστε υπό τις περιστάσεις να καθίσταται η έκδοση άδικη ή καταπιεστική.

Τόσο η Κυπριακή Δημοκρατία όσο και η Ομόσπονδη Δημοκρατία της Γερμανίας προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Έκδοσης Φυγοδίκων. Η πρώτη με τον κυρωτικό Νόμο 95/1970 και η δεύτερη με κυρωτική πράξη ημερ. 2 Οκτωβρίου 1976. Το εδάφιο (1) του Άρθρου 27 της Σύμβασης προβλέπει για την [*992]εφαρμογή της στο “μητροπολιτικόν έδαφος” των συμβαλλομένων μερών, ενώ τα εδάφια 2, 3 και 4 προβλέπουν για επεκτάσεις. Στις 3 Οκτωβρίου 1990 επήλθε η ενοποίηση της Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γερμανίας με την μέχρι τότε Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία διά της ένταξης της δεύτερης στην πρώτη.  Έτσι, το έδαφος της δεύτερης, η οποία έπαυσε πλέον να υπάρχει ως κράτος, κατέστη μέρος του μητροπολιτικού εδάφους της πρώτης. Και το γεγονός αυτό κοινοποιήθηκε δεόντως στα άλλα συμβαλλόμενα μέρη.

Περί της εν λόγω μεταβολής, αναφορικά με την οποία κατατέθηκαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο τα σχετικά έγγραφα, δεν υπήρξε αμφισβήτηση. Ωστόσο, ο συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε ότι η μεταβολή δεν είχε αυτόματα αντίκρυσμα στην Κύπρο διότι παρέμεινε ως μέρος της ημεδαπής νομοθεσίας και ο Κυρωτικός της Σύμβασης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε θέματα Αστικού, Οικογενειακού, Εργατικού  και Ποινικού Δικαίου Νόμος του 1984, (Ν. 5/1984), ο οποίος ποτέ δεν καταργήθηκε. Με αποτέλεσμα, καθώς πρόσθεσε ο συνήγορος, να εγείρεται τουλάχιστο ζήτημα επιλογής μεταξύ των δύο νομοθετημάτων - του Ν. 95/1970 και του Ν. 5/1984 - σε ό,τι αφορά την υπαγωγή υπόθεσης και το ζήτημα αυτό δεν επιλύθηκε.  Έχω τη γνώμη, με εκτίμηση προς τον συνήγορο, ότι ζήτημα επιλογής δεν μπορεί να εγείρεται διότι από τη στιγμή που η Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία έπαυσε να υπάρχει ως κράτος, έπαυσε και ο Νόμος 5/1984 να έχει αντικείμενο. Απομένει λοιπόν ως εφαρμοστέα μόνο η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Έκδοσης Φυγοδίκων, δυνάμει του Ν. 95/1970, στην οποία η Ομόσπονδη Δημοκρατία της Γερμανίας και η Κύπρος είναι μέλη.

Τα άλλα δύο ζητήματα, τα οποία αφορούν στο πού διαπράχθηκαν τα αδικήματα και ποιά η σχέση του αιτητή με αυτά, θα τα εξετάσω μαζί ενόψει της διαπλοκής τους.  Προς υποστήριξη της έκδοσης του αιτητή  προβλήθηκαν τα εξής γεγονότα σε σχέση με τα οποία προστίθετο ότι προέκυπτε υποψία περί της συμμετοχής του. Τα παραθέτω με τη σειρά που διατυπώθηκαν.

Ο αιτητής, Ουκρανός πολίτης, ενεργώντας από κοινού με δύο άλλα άτομα, ήτοι, κάποιους Βαλεντίν Χορζ και Παναγιώτη Κάτρας, κατάστρωσαν και πραγμάτωσαν σχέδιο με το οποίο μετέφεραν νεαρές Ουκρανές γυναίκες από τη χώρα τους στην πρώην Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία με την πρόφαση ότι αυτές θα απασχολούνταν ως καθαρίστριες σε νοσοκομείο ενώ στην [*993]πραγματικότητα προορίζονταν για απασχόληση ως πόρνες σε νυκτερινά κέντρα. Τον Μάρτιο του 1993 οι γυναίκες μεταφέρθηκαν από το Κίεβο, Ουκρανίας στη Μπρεσλάου, Πολωνίας όπου τις παρέλαβε ο Χορζ. Και εν συνεχεία εκείνος τις μετέφερε στη Δρέσδη, έδαφος της πρώην Γερμανικής Λαοκρατικής Γερμανίας. Ο Χορζ κατέβαλε στον αιτητή, που προμήθευσε τις γυναίκες, ποσό DM 4.000. Και τις πληροφόρησε ότι θα έπρεπε να εργαστούν σε νυχτερινό κέντρο ώστε να εξοφλήσουν το ποσό που του στοίχισαν. Ο αιτητής με τους συνεργούς του παρέλαβαν και κατακράτησαν τα διαβατήρια των γυναικών ώστε να παρεμποδίσουν το ενδεχόμενο  αποσκίρτησης. Σε εκείνο το στάδιο ο Χορζ έδωσε στις γυναίκες μικρό χρηματικό ποσό για να φτιαχτούν με τρόπο ώστε να εμφανίζονται στο νέο περιβάλλον τους ως πόρνες κι αυτό επιτεύχθηκε με τη βοήθεια φιλενάδας του Κάτρας. Ακολούθως, στις 6 Απριλίου 1993, ο Κάτρας τις μετέφερε στη Βρέμη, έδαφος της πρώην Γερμανικής Λαοκρατικής Γερμανίας, όπου εισήχθησαν σε νυχτερινό κέντρο για να απασχοληθούν ως πόρνες. Όταν αρχικά η μια πρόβαλε άρνηση, ασκήθηκε εναντίον της βία και απειλήθηκε, οπότε υπέκυψε. Το νυχτερινό κέντρο κατέβαλε ως τίμημα για την κάθε μια ποσό DM 5.000. Ήταν δε αναγκασμένες να εκδίδονται ως πόρνες για να ξεπληρώσουν και αυτό το ποσό. Αυτή η δραστηριότητα απέφερε συνολικό ποσό DM 40.000 με DM 60.000 αλλά καταβαλλόταν στην καθε μια μόνο ποσό DM 20 αρχικά και μετά DM 30 ημερησίως. Οι Χορζ και Κάτρας διώχθηκαν ποινικά. Εναντίον του αιτητή εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης στις 16 Αυγούστου 1994.

Ο συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε ότι δεν προέκυπτε από τα προβληθέντα ως γεγονότα ότι ο αιτητής προχώρησε πέραν της Μπρεσλάου της Πολωνίας και ότι, εφόσον δεν βρισκόταν σε Γερμανικό έδαφος για τα όσα εν συνεχεία εκτυλίχθηκαν, δεν υπόκειτο σε έκδοση. Κι αυτό διότι σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, (όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 3/1962), δεν θα υπήρχε, σε περίπτωση όπως την παρούσα, η δυνατότητα δίωξης για αδικήματα διαπραχθέντα στην αλλοδαπή ενώ σύμφωνα με το Άρθρο 7(2) της Σύμβασης προβλέπεται η άρνηση για έκδοση “.... εάν η Νομοθεσία του Μέρους, παρ’ ου ζητείται η έκδοσις, δεν επιτρέπη την δίωξιν παρομοίου είδους παραβάσεων, διαπραχθεισών εκτός του εδάφους τούτου ....”. Εν πάση περιπτώσει, συνέχισε ο συνήγορος, δεν εξειδικεύεται στα προβληθέντα ως γεγονότα  η συμμετοχή του αιτητή σε ο,τιδήποτε το επιλήψιμο όχι μόνο μέχρι την Μπρεσλάου αλλά και μετά.

Εξετάζοντας αυτές τις εισηγήσεις, το Επαρχιακό Δικαστήριο [*994]κατέληξε ότι, παρά την έλλειψη εξειδίκευσης, εξαγόταν συμπερασματικά από τα προβληθέντα ως γεγονότα ότι ο αιτητής θα πρέπει να είχε μεταβεί σε Γερμανικό έδαφος γιατί αλλιώς δεν εξηγείτο το ότι, καθώς ρητά αναφέρεται, συμμετείχε και αυτός στην κατακράτηση των διαβατηρίων των γυναικών, κάτι που θα μπορούσε να είχε γίνει μόνο εφόσον βρισκόταν και αυτός τότε σε Γερμανικό έδαφος. Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας υποστήριξε αυτή την κατάληξη ως λογικά απορρέουσα από τα εξειδικευθέντα στοιχεία, προσθέτοντας πως με δεδομένο ότι τα αδικήματα τελέστηκαν σε Γερμανικό έδαφος - για αυτά ήταν που ζητήθηκε η έκδοση, όχι για αδικήματα διαπραχθέντα αλλού - δεν ενδιέφερε το πού, κατά εκείνο τον χρόνο, βρισκόταν ο αιτητής. Η επί του προκειμένου θέση του δικηγόρου της Δημοκρατίας είναι, κατά την άποψή μου, ορθή.  Επισημαίνω ότι, όχι μόνο ως θέμα αρχής αλλά και σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του Ποινικού Κώδικα, καθοριστικός παράγοντας ως προς τη χώρα που ενδιαφέρει είναι η εκεί διάπραξη αδικήματος και όχι η εκεί παρουσία του αδικοπραγούντα. Δεν έχει λοιπόν σημασία το εάν ο αιτητής εισήλθε ή όχι σε Γερμανικό έδαφος. Σημασία έχει το ότι φέρεται να συνήργησε, όπου και αν ο ίδιος βρισκόταν, ώστε να καταστεί δυνατή η συντέλεση των αδικημάτων σε Γερμανικό έδαφος. Περί τούτου, τα προβληθέντα ως γεγονότα, σφαιρικά ιδωμένα, καταδείχνουν, κατά τη γνώμη μου, ότι ο αιτητής συνήργησε στο σύνολο της εξέλιξης και μάλιστα με τρόπο κρίσιμο διότι από την αρχή προδιαγραφόταν το τέλος.

Απομένει για εξέταση το κατά πόσο η χρονική διάσταση σε συνάρτηση με τις περιστάσεις δικαιολογεί τη μη έκδοση στη βάση του άρθρου 10(3)(β) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν. 97/1970).  Η διάταξη έχει ως εξής:

“(3) Το Ανώτατον Δικαστήριον, επιλαμβανόμενον της τοιαύτης αιτήσεως, δύναται, μη επηρεαζομένης οιασδήποτε ετέρας δικαιοδοσίας αυτού, να διατάξη την αποφυλάκισιν του υπό έκδοσιν προσώπου, εφ’ όσον ήθελε κρίνει ότι -

(α)   ............................................................................

(β)   λόγω της παρόδου μακρού χρόνου, αφ’ ου εγένετο η διάπραξις του αδικήματος, ή, αναλόγως της περιπτώσεως, αφ’ ου καταζητείται προς έκτισιν ποινής μετά καταδίκη αυτού· ή

(γ)   .............................................................................

[*995]η απόδοσις αυτού θα απετέλει, λαμβανομένων υπ’ όψιν απασών των περιστάσεων, άδικον ή καταπιεστικόν μέτρον.”

Ο συνήγορος του αιτητή επικαλέστηκε, σε σχέση με αυτό το ζήτημα, το διάστημα που παρήλθε από τον Μάρτιο του 1993 που άρχισε η τροχιοδρόμηση για τη διάπραξη των αδικημάτων και τον Αύγουστο του 1994 που εκδόθηκε το ένταλμα για τη σύλληψη του αιτητή. Όμως, το πότε προέκυψαν τα στοιχεία που θα δικαιολογούσαν τη δίωξη δεν κατέστη γνωστό. Φαίνεται πάντως ότι δεν μπορεί να ήταν τον Μάρτιο του 1993. Η εκπόρνευση των τριών γυναικών διάρκεσε, καθώς συνάγεται από το συνολικό ποσό που εισπράχθηκε ως αποτέλεσμα, για σημαντικό διάστημα. Ακολούθησε δε η διερεύνηση της υπόθεσης που απέληξε στην έκδοση του εντάλματος. Καμιά ένδειξη δεν υπάρχει ότι υπήρξε καθυστέρηση στη σκοπούμενη δίωξη. Ο συνήγορος του αιτητή στηρίχθηκε σε έγγραφο το οποίο αναφερόταν στην αναζήτηση του αιτητή και στο οποίο εκτίθεντο τα προσωπικά του στοιχεία. Σημειωνόταν εκεί ότι “τα διαθέσιμα ευρήματα είναι από το έτος 1993” και ότι “οι σχετικές πληροφορίες περισυνελλέγησαν από καταθέσεις μαρτύρων, κατηγορουμένων και από καταχωρήσεις σε συμβάσεις πώλησης αυτοκινήτων”. Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας υπέδειξε ότι το εν λόγω έγγραφο αναφερόταν μόνο σε στοιχεία σχετικά με την ταυτότητα και την περιγραφή του αιτητή και εισηγήθηκε ότι δεν υποδήλωνε την ύπαρξη στοιχείων που να δικαιολογούσαν κατά το 1993 τη δίωξη.

Είναι νομίζω προφανές από το σύνολο του περιεχομένου του εν λόγω εγγράφου ότι η αναφορά σε “διαθέσιμα ευρήματα” σχετιζόταν αποκλειστικά με την ακρίβεια των προσωπικών στοιχείων του αιτητή που είχαν προκύψει από τη διερεύνηση της υπόθεσης, μια διερεύνηση που, καθώς μπορεί να υποθέσει κανείς, συμπεριλάμβανε και την ανάμειξη του αιτητή αλλά χωρίς να προσδιορίζεται, με την αναφορά στο έτος 1993, η ύπαρξη πληρότητας στοιχείων που να δικαιολογούσαν τη δίωξη. Όπως και να είχε το ζήτημα, δεν νομίζω πως μπορεί να λεχθεί ότι σημειώθηκε, μέχρι την έκδοση του εντάλματος σύλληψης, καθυστέρηση ή τουλάχιστο σημαντική καθυστέρηση που να ενέχει επιπτώσεις. Ούτε έχει προβληθεί ότι η έκτοτε διέλευση χρόνου θα έπρεπε να προσμετρήσει. Και κατά τη γνώμη μου δεν προσμετρά. Η πάροδος χρόνου, ακόμα και μακρού, δεν είναι αφ’ εαυτής λόγος για μη έκδοση φυγοδίκου. Θα συνιστούσε λόγο μόνο εφόσον, καθώς αναφέρεται στο άρθρο 10(3)(β) του Ν. 97/1970, “θα απετέλει, λαμβανομένων υπ’ όψιν απασών των περιστάσεων, άδικον ή καταπιεστικόν μέτρον.”. Κατά την κρίση μου δεν συντρέχουν εδώ [*996]περιστάσεις με τέτοια επενέργεια. Ως προς τις όποιες ανάγκες της δίκης, αυτές θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ανάλογα με το τι μπορεί να προκύψει.

Δικαιολογείται λοιπόν η κράτηση του αιτητή ώστε να καταστεί δυνατή η έκδοσή του.

Η αίτηση απορρίπτεται.

H αίτηση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο