Kουλουντής Γιαννάκης και Άλλος ν. Bουλής των Aντιπροσώπων και Άλλων (1997) 1 ΑΑΔ 1026

(1997) 1 ΑΑΔ 1026

[*1026]17 Σεπτεμβρίου, 1997

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ,

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ,

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΗ ΣΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΚΟΥΛΟΥΝΤΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ,

Aιτητής,

v.

ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Kαθ’ ων η αίτηση.

(Εκλογικές Αιτήσεις Αρ. 5/97 και 7/97).

 

Εκλογοδικείο — Εκλογικές αιτήσεις για ακύρωση της πλήρωσης βουλευτικής έδρας από τον επιλαχόντα βουλευτή του κόμματος που  ανήκε ο βουλευτής, του οποίου η έδρα είχε κενωθεί, δυνάμει του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικού) (Αρ.2) Νόμου, 1996 (N.118(1)/96).

Συνταγματικό Δίκαιο — Συνταγματικότητα νόμων — Κατά πόσο ο περί της Τρίτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος, 1996 (N.115(1)/96) με τον οποίο αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις του Άρθρου 66.2 του Συντάγματος για διεξαγωγή αναπληρωματικής εκλογής για την πλήρωση βουλευτικής έδρας, με πρόνοια περί πλήρωσης βουλευτικής έδρας όπως ο νόμος ορίζει και ο περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) (Αρ.2) Νόμος, 1996 (N.118(1)/96) για πλήρωση κενούμενης βουλευτικής έδρας από τον επιλαχόντα βουλευτή του κόμματος στο οποίο ανήκε ο βουλευτής του οποίου η έδρα έχει κενωθεί, είναι αντισυνταγματικοί.

Δίκαιο της Ανάγκης — Βουλή των Αντιπροσώπων — Κατά πόσο έχει αναθεωρητική εξουσία να προβαίνει σε τροποποίηση συνταγματικών διατάξεων κατ’ επίκληση του Δικαίου της Ανάγκης — Εκτενής [*1027]αναφορά στη σχετική νομολογία.

Δικαστικές αποφάσεις — Aρχή της δεσμευτικότητας δικαστικών αποφάσεων — Προσήλωση προς το δικαστικό προηγούμενο — Eφαρμοστέες αρχές.

Οι αιτητές, εκλογείς της εκλογικής περιφέρειας Λεμεσού, προσβάλλουν την ανακήρυξη του Χριστόδουλου Βενιαμίν, ως εκλεγέντα βουλευτή για την εκλογική περιφέρεια Λεμεσού στη θέση του Δημήτρη Κοντίδη, ο οποίος παραιτήθηκε από το βουλευτικό αξίωμα, όταν εξελέγη δήμαρχος Λεμεσού. Τόσο ο κ. Βενιαμίν όσο και ο κ. Κοντίδης κατήλθαν ως υποψήφιοι βουλευτές στις βουλευτικές εκλογές της 26ης Μαΐου 1996, με τον συνδυασμό ΑΚΕΛ - Αριστερά Νέες Δυνάμεις.  Ο κ. Βενιαμίν ήταν ο επιλαχών στην πιο πάνω εκλογική αναμέτρηση.

Η Βουλή ψήφισε τον περί της Τρίτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 1996, Ν. 115(1)/96, Άρθρο 2 με τον οποίο αντικαταστάθηκε το Άρθρο 66.2 του Συντάγματος με πρόνοια για πλήρωση κενωθείσας βουλευτικής έδρας εντός προθεσμίας σαράντα πέντε το πολύ ημερών από την κένωσή της, καθ’ ον τρόπο ο νόμος ορίζει.

Ψηφίστηκε επίσης ο περί Εκλογής των Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) (Νο.2) Νόμος του 1996, Ν. 118(1)/96, ο οποίος προνοεί ότι η πλήρωση κενωθείσας βουλευτικής έδρας πραγματοποιείται μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες, με ανακήρυξη από τον Έφορο, του πρώτου επιλαχόντος υποψηφίου του συνδυασμού της ίδιας εκλογικής περιφέρειας του κόμματος που κατείχε την έδρα που κενώθηκε.

Στις 3.1.97 ο Υπουργός Εσωτερικών διόρισε τον Χρ. Αθανασίου, Έπαρχο Λεμεσού, ως Έφορο εκλογής ο οποίος στις 7.1.97 ανακήρυξε τον Χριστόδουλο Βενιαμίν ως εκλεγέντα βουλευτή της εκλογικής περιφέρειας Λεμεσού.

Το κύριο επιχείρημα των αιτητών συνοψίζεται στη θέση ότι η ανακήρυξη του Χριστόδουλου Βενιαμίν, βρίσκεται σε αντίθεση με το Άρθρο 66.2 του Συντάγματος πριν την τροποποίησή του.  Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι εν πάση περιπτώσει ο Νόμος 118(1)/96, θεσπίστηκε και βασίστηκε στην τροποποίηση του Συντάγματος που έγινε με το Νόμο 115(1)/1996 και η οποία αντίκειται προς το Άρθρο 182.3 του Συντάγματος.

Οι καθ’ ων η αίτηση επικαλέσθηκαν το δίκαιο της ανάγκης το [*1028]οποίο καθώς ισχυρίστηκαν δικαιολογεί τη διατήρηση και άσκηση της αναθεωρητικής λειτουργίας της Βουλής των Αντιπροσώπων σε σχέση με την τροποποίηση μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος για την ομαλή, απρόσκοπτη και αποτελεσματική λειτουργία του πολιτεύματος, του Συντάγματος και των δημοκρατικών θεσμών.

Αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία των Δικαστών Παπαδόπουλου, Χατζητσαγγάρη, Χρυσοστομή, Αρτεμίδη, Αρτέμη, Νικολαΐδη, Νικολάου, Κρονίδη και Ηλιάδη, ότι η τροποποίηση του Συντάγματος ήταν παραδεκτή δυνάμει του δικαίου της ανάγκης.

Η μειοψηφία των Δικαστών - ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γ. Πικής και οι Δικαστές Νικήτας, Κωνσταντινίδης και Καλλής - αποφάσισε ότι ο Νόμος 115/96 είναι αντισυνταγματικός και ότι δεν είναι δυνατή η τροποποίηση του Συντάγματος δυνάμει του δικαίου της ανάγκης.

Εξετάστηκε επίσης η συνταγματικότητα του Ν. 118/96, δοθείσας της απόφασης της πλειοψηφίας για τη συνταγματικότητα του Ν. 115/96, υπό το φως της τροποποίησης του Συντάγματος η οποία έγινε.

Η πλειοψηφία των Δικαστών - οι Δικαστές Παπαδόπουλος, Χατζητσαγγάρης, Χρυσοστομής, Αρτεμίδης, Αρτέμης, Κωνσταντινίδης, Νικολαΐδης, Νικολάου, Καλλής, Κρονίδης και Ηλιάδης - έκρινε ότι ο Νόμος 118/96, δεν αντίκειται προς καμμιά συνταγματική διάταξη.

Η μειοψηφία των Δικαστών - ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γ. Πικής και ο Δικαστής Νικήτας - έκρινε το νόμο αντισυνταγματικό, διότι αντίκειται προς τα Άρθρα 68.3, 31 και 64 του Συντάγματος.

Η απόφαση του Δικαστηρίου ως προς την κανονικότητα της διαδικασίας η οποία ακολουθήθηκε για την ανάδειξη του κ. Βενιαμίν στο βουλευτικό αξίωμα ήταν ομόφωνη. Αποφασίστηκε ότι δεν υπήρξε παρέκκλιση από τις σχετικές διατάξεις του Εκλογικού Νόμου και ότι η διαδικασία ήταν σύμφωνη με τις πρόνοιές του.

Απόφαση πλειοψηφίας:

Α.     Υπό Νικολαΐδη, Δ., συμφωνούντων και των Δικαστών Παπαδόπουλου, Χατζητσαγγάρη και Ηλιάδη:

1. Το δίκαιο της ανάγκης εισήχθη στη νομική ιστορία του τόπου μας με την υπόθεση Attorney-General v. Mustafa Ibrahim [*1029]and Others, στην οποία κρίθηκε η συνταγματικότητα του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, Ν. 33/64 με την εγκαθίδρυση του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπό τη σημερινή του μορφή, ύστερα από την αποχώρηση των Τούρκων δικαστών.

2. Επίκληση του δικαίου της ανάγκης έγινε έκτοτε επανειλημμένα.  Ο περί της Πρώτης Τροποποιήσεως του Συντάγματος Νόμος του 1986 με τον οποίο επιχειρήθηκε τροποποίηση του Συντάγματος για να τυγχάνουν δικαιώματος ψήφου οι συμπληρώσαντες το 18ο έτος της ηλικίας τους, καθώς και για τη μη διεξαγωγή αναπληρωματικής εκλογής για την πλήρωση κενωθείσας έδρας, κρίθηκε αντισυνταγματικός.

3. Αντίθετα ο περί της Πρώτης Τροποποιήσεως του Συντάγματος Νόμος του 1989, Ν. 95/89 και ο περί Οικογενειακού Δικαστηρίου Νόμος του 1990, Ν. 23/90, κρίθηκαν συνταγματικοί ύστερα από ισοψηφία των Δικαστών. Οι πέντε από τους δέκα Δικαστές αποφάσισαν ότι η Βουλή χωρίς τη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων, έχει αναθεωρητική δικαιοδοσία και μπορεί να τροποποιήσει το Σύνταγμα μόνο με πλειοψηφία των ανηκόντων στην ελληνική κοινότητα βουλευτών (Υπόθεση Νικολάου v. Νικολάου).

4. Το δίκαιο της ανάγκης το οποίο στηρίζεται στην αρχή ότι ο κανόνας της σωτηρίας της πολιτείας είναι ο υπέρτατος νόμος, αποτελεί το θεμέλιο κάθε κρατικής οργάνωσης, συνιστά δε σε τελευταία ανάλυση, το βασικό κανόνα που διέπει τη συγκρότηση δεδομένης πολιτείας, δηλαδή τον υπέρτατο κανόνα συνταγματικού δικαίου.

5. Η επίκληση του δικαίου της ανάγκης θα πρέπει να προσεγγίζεται με μεγάλη προσοχή.

6. Ο κίνδυνος που διέρχεται η πολιτεία πρέπει να είναι αντικειμενικά υπαρκτός, άμεσος και έκδηλος.

7. Η αρχή του δικαίου της ανάγκης στο δημόσιο βίο αποτελεί στην πραγματικότητα την αποδοχή της ανάγκης ως πηγής εξουσίας για ενέργεια με τρόπο που δεν προβλέπεται από το νόμο, αλλά που είναι απαραίτητος κάτω από τις επικρατούσες συνθήκες από το ανώτατο δημόσιο συμφέρον για την επιβίωση του κράτους και του λαού.

8. Η υπόθεση στην Αναφορά 1/86, Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. [*1030]Βουλής των Αντιπροσώπων (1986) 3 C.L.R. 1439, στην οποία έγινε αναφορά επανειλημμένως κατά την εξέταση των επίδικων εκλογικών αιτήσεων, δεν εξέτασε κατά πόσο σύμφωνα με το δίκαιο της ανάγκης είναι δυνατή η τροποποίηση του Συντάγματος, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι καταλήγει στη θέση ότι η τροποποίηση του Συντάγματος δεν είναι δυνατή χωρίς την παρουσία των Τουρκοκυπρίων βουλευτών. Εξάρτησε όμως την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης από την αναγκαιότητα της συγκεκριμένης τροποποίησης.  Η κατάληξη αυτή δεν συμφωνεί με την απόφαση στην υπόθεση Πολύκαρπος Ιωαννίδης v. Αστυνομίας (1973) 2 C.L.R. 125, όπου κρίθηκε ότι αφού η παράταση της θητείας της Βουλής ήταν έγκυρη υπό τις περιστάσεις, η νομοθετική εξουσία μπορούσε να ασκηθεί από αυτή, όχι μόνο σε επείγουσες και εξαιρετικές περιπτώσεις, αλλά όπως και πριν την παράταση της θητείας της.

9. Η απόφαση στην Αναφορά 1/86 δεν υιοθετήθηκε στην απόφαση Νικολάου και Άλλη v. Νικολάου και Άλλου (Αρ. 2) από τους πέντε Δικαστές μεταξύ των οποίων και ο Δικαστής Στυλιανίδης ο οποίος επιβεβαιώνει τη θέση που τέθηκε με την απόφαση στην Ιωαννίδης, ότι κατά την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης δεν εξετάζεται κάθε συγκεκριμένο νομοθέτημα, αφού η ανάγκη συνίσταται στη λειτουργία της Βουλής.

10.            Αντίθετα οι άλλοι πέντε Δικαστές δέκτηκαν ότι η Βουλή υπό την παρούσα της σύνθεση δεν έχει αναθεωρητική δικαιοδοσία. Ο υπό κρίση νόμος κρίθηκε συνταγματικός με βάση το τεκμήριο συνταγματικότητας το οποίο σε περίπτωση ισοψηφίας δεν ανατρέπεται.

11.            Παρά την ισοψηφία που σημειώθηκε, η απόφαση στην υπόθεση Νικολάου, για τη δυνατότητα τροποποίησης άρθρων του Συντάγματος, θεωρείται δεσμευτική όπως αν είχε αποφασιστεί ομόφωνα. Τόσο η αντιμετώπιση στη Νικολάου  όσο και στην Ιωαννίδη είναι ορθές και υιοθετούνται.

12.            Η Βουλή δεν άσκησε αρμοδιότητες που δεν της παρέχονται από το Σύνταγμα, ούτε το περιεχόμενο της τροποποίησης είναι ασύμφωνο με οποιαδήποτε συνταγματική διάταξη. Ο μόνος λόγος για τον οποίο προβάλλεται ο ισχυρισμός για αντισυνταγματικότητα είναι η απουσία των Τουρκοκυπρίων βουλευτών.

13.            Η δυνατότητα αναθεώρησης του Συντάγματος αποτελεί την πλέον βασική αρμοδιότητα της Βουλής και αποτελεί μία από [*1031]τις συνέπειες της δημοκρατικής μορφής του πολιτεύματος.

14.            Η σημερινή κατάσταση της πατρίδας μας καθιστά εμφανή με τον πιο πειστικό τρόπο πόσο μακριά από την πραγματικότητα ήταν ορισμένες συνταγματικές πρόνοιες και σε ποιό βαθμό το Σύνταγμα απαιτεί τη βοήθεια του δικαίου της ανάγκης για να μπορέσει το κράτος να συνεχίσει να λειτουργεί.

15.            Με την επίκληση του δικαίου της ανάγκης απλώς αναστέλλεται το μέρος του Άρθρου 182.3, που αναφέρεται στην προϋπόθεση ψήφισης της τροποποίησης του Συντάγματος από τα δύο τρίτα των Τουρκοκυπρίων βουλευτών. Έτσι εν όψει του γεγονότος της συνέχισης της ίδιας κατάστασης, η Βουλή έχει το δικαίωμα να προβαίνει σε τροποποίηση του Συντάγματος, ασκώντας την αναθεωρητική της λειτουργία, νοουμένου πάντα ότι θα εξασφαλίζεται η πλειοψηφία των δύο τρίτων των εκλεγέντων βουλευτών.  Είναι γι’ αυτό το λόγο που δεν είναι αναγκαίος ο έλεγχος της αναγκαιότητας ψήφισης του κάθε συγκεκριμένου νομοθετήματος.

16.            Κάθε νόμος που ψηφίζεται κατ’ επίκληση του δικαίου της ανάγκης παραμένει αντισυνταγματικός, αλλά για όσο διάστημα διαρκεί η κατάσταση ανάγκης εφαρμόζεται κανονικά παρά την αντισυνταγματικότητά του. Έτσι δεν τίθεται θέμα μονιμότητας της τροποποίησης του Συντάγματος. Μετά τη λήξη της κατάστασης ανάγκης οι διάφορες πράξεις θα πρέπει είτε να επικυρωθούν, είτε να ακυρωθούν.

17.            Το επιχείρημα των αιτητών ότι αφού το Άρθρο 66.2 του Συντάγματος τροποποιήθηκε, παραμένει εν αμφιβόλω η ισχύς του Άρθρου 66.3, το οποίο συνεχίζει να αναφέρεται σε αναπληρωματική εκλογή, δεν ευσταθεί. Η παράγραφος 3 του Άρθρου 66 εξακολουθεί να ισχύει όπου για οποιοδήποτε λόγο εξακολουθεί να είναι αναγκαία αναπληρωματική εκλογή.

18.            Ο διορισμός του Εφόρου εκλογής δεν μπορεί να επηρεάσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο, αφού χωρίς αυτόν δεν θα ήταν εφικτή η ανακήρυξη υποψηφίου.

     Εν όψει των πιο πάνω κρίνεται ότι τόσο ο Νόμος 115(1)/96, όσο και ο Νόμος 118(1)/96 είναι συνταγματικοί και συνεπώς οι αιτήσεις πρέπει να απορριφθούν.  Οι αιτήσεις απορρίπτονται με έξοδα εναντίον των αιτητών.

Β.     Υπό Χρυσοστομή, Δ.:

[*1032]

    Η απόφαση στην υπόθεση Νικολάου κ.ά. v. Νικολάου κ.ά.  (Αρ. 2) είναι ορθή και επιβεβαιώνεται και επίσης οι αρχές που διαμορφώθηκαν σ’ αυτή υιοθετούνται πλήρως και στην παρούσα υπόθεση.

Γ. Υπό Αρτεμίδη, Δ.:

1. Η πρόσφατη τακτική, που αγγίζει τα όρια της πρακτικής, να επαναφέρονται για αναθεώρηση ζητήματα που έχουν αποφασιστεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, συνιστά αδόκιμη άσκηση στο νόμο με σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργία της πολιτείας.

2. Το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν έχει εξουσία να απαγορεύει στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ειδικά και μόνο την άσκηση της αναθεωρητικής της αρμοδιότητας που έχει σύμφωνα με το Άρθρο 182 2.3 του Συντάγματος. Η Κυπριακή Πολιτεία υφίσταται και αναγνωρίζεται διεθνώς στο πρόσωπο όλων των νομίμων φορέων της λειτουργίας της.

Δ.     Υπό Αρτέμη, Δ.:

1. Το δικαίωμα της Βουλής να τροποποιεί μη θεμελιώδη Άρθρα του Συντάγματος με βάση το δίκαιο της ανάγκης, έστω και χωρίς τη συμμετοχή των Βουλευτών και των δύο κοινοτήτων, αναγνωρίστηκε έμμεσα ή δεν αποκλείστηκε στην Αναφορά 1/86 παρόλο ότι ο περί της Πρώτης Τροποποιήσεως του Συντάγματος Νόμος του 1986 κρίθηκε αντισυνταγματικός.

2. Στην υπόθεση Νικολάου αναγνωρίστηκε η αναθεωρητικη δικαιοδοσία της Βουλής για τροποποίηση μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος μόνο με πλειοψηφία των ανηκόντων στην Ελληνική κοινότητα βουλευτών. Ταυτόχρονα αποφασίστηκε ότι η Βουλή έχει τη δυνατότητα, με βάση το δίκαιο της ανάγκης, να ασκεί εξουσία αναθεώρησης του Συντάγματος, σε κάθε περίπτωση που η ίδια κρίνει τούτο αναγκαίο, χωρίς να εξετάζεται το κατά πόσο η ανάγκη της συγκεκριμένης τροποποίησης του Συντάγματος είναι επιτακτικότερη της ανάγκης μη τροποποίησής του. Έτσι, υπήρξε παρέκκλιση από την Αναφορά 1/86, στο βαθμό που ήταν ασύμφωνη με τα πιο πάνω.

3. Τίποτε δεν έχει λεχθεί που να πείθει το Ανώτατο Δικαστήριο, ότι πρέπει να αποστεί από την απόφαση στη Νικολάου v. Νικολάου.

4. Αναφορικά με το επιχείρημα των αιτητών ότι η τροποποιημένη [*1033]παράγραφος 2 του Άρθρου 66, αντίκειται προς τις πρόνοιες της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, υιοθετείται το σκεπτικό της απόφασης του Κωνσταντινίδη, Δ.

Ε.     Υπό Νικολάου Δ.,:

1. Σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων, το εκλογικό σύστημα της Κύπρου καθιστά την πολιτική επιλογή κόμματος τον άξονα του εκλογικού συστήματος. Η υπό εξέταση τροποποίηση του Άρθρου 66.2 του Συντάγματος, αποβλέπει ακριβώς στην πραγμάτωση της καθολικότητας αυτού του άξονα στο αναλογικό σύστημα.

2. Στη Νικολάου κ.ά. v. Νικολάου κ.ά. υποδείχθηκε από τους πέντε δικαστές που έκριναν έγκυρη την τροποποίηση του Άρθρου 111 του Συντάγματος με τον περί της Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 1989 (Ν. 95/89), ότι το δίκαιο της ανάγκης εσυναρτάτο με τη δυνατότητα λειτουργίας της Βουλής και όχι με το περιεχόμενο του νομοθετήματος· το οποίο εξετάζεται με αναφορά προς το δίκαιο της ανάγκης μόνο εφόσον - με δεδομένη τη δέουσα λειτουργία της Βουλής - αντίκειται προς συνταγματικές διατάξεις, όπως συνέβη στην A.G. v. Ibrahim and Others (1964) C.L.R. 195.  Αυτή η θεώρηση του δικαίου της ανάγκης αποτέλεσε τον ένα απ΄τους δύο αυτοτελείς λόγους της απόφασής τους.

3. Η απόφαση στη Νικολάου ανέτρεψε τον λόγο των γνωματεύσεων στην Αναφορά 1/86 με κριτήριο που η πλειοψηφία στη Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων και Άλλων, Εκλογική Αίτηση αρ. 1/95, έκρινε ως ορθό παρότι το αναδιατύπωσε.

4. Η ισοψηφία στη Νικολάου δεν αφαιρεί από τη δεσμευτικότητα του λόγου ο οποίος καθόρισε το αποτέλεσμα.

5. Η επιβεβαίωση της ύπαρξης κατάστασης που ενεργοποιεί το δίκαιο της ανάγκης, ανήκει στη Δικαστική εξουσία.  Αυτό δεν έχει αμφισβητηθεί.  Εκείνο που απασχόλησε ήταν μόνο οι επιπτώσεις.  Σε σχέση με αυτές, κατ’ ακολουθίαν της Νικολάου, το δίκαιο της ανάγκης δικαιολογεί αυτόματα την κρατική λειτουργία κατά παρέκκλιση του Συντάγματος στο βαθμό που επιβάλλει η δημιουργηθείσα κατάσταση, ενόσω αυτή διαρκεί. Γι’ αυτό ο περί της Τρίτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος του 1996 δεν είναι αντισυνταγματικός.

6. H θέση των αιτητών ότι ο Nόμος 118(1)/96, προβλέπει για την [*1034]κατάληψη βουλευτικής έδρας χωρίς εκλογή με ψηφοφορία είναι εσφαλμένη. Στο αναλογικό σύστημα κυριαρχεί το αποτέλεσμα των γενικών βουλευτικών εκλογών το οποίο καθορίζει ποιοί είναι που αμέσως καταλαμβάνουν βουλευτική έδρα, και ποιός αργότερα, όπου κενούται έδρα. Επομένως η αναπληρωματική εκλογή είναι αχρείαστη όπου με το αποτέλεσμα των γενικών βουλευτικών εκλογών παρέχεται η δυνατότητα πλήρωσης κενωθείσας έδρας.  Δεν μπορεί ως εκ τούτου να τίθεται θέμα έκδοσης διατάγματος για αναπληρωματική εκλογή ως προϋπόθεση για τον διορισμό του Εφόρου Εκλογής όπου η έδρα πληρούται με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 35(1) του Νόμου και όχι με αναπληρωματική εκλογή δυνάμει των Άρθρων 35(2) και 35Α, όπως και δυνάμει του Άρθρου 66.3 του Συντάγματος.

7. Η πρόνοια στο Νόμο με την οποία ρυθμίζεται το ποιός καταλαμβάνει την βουλευτική έδρα, δεν διαφοροποιεί τα απαιτούμενα προσόντα υποψηφίου. Τα οποία εξετάζονται με αναφορά προς τον χρόνο διεξαγωγής των γενικών βουλευτικών εκλογών και όχι τον χρόνο πλήρωσης της κενωθείσας έδρας.

8. O περί της Tρίτης Tροποποίησης του Συντάγματος Nόμος του 1996 δεν είναι αντισυνταγματικός. O περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 1996, δεν είναι αντισυνταγματικός. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την ανακήρυξη του Χριστόδουλου Βενιαμίν ως βουλευτή ήταν η ενδεδειγμένη.

    Οι αιτήσεις απορρίπτονται με έξοδα.

Στ. Υπό Κρονίδη Δ.:

1. Δεν χωρεί περιορισμός στις εξουσίες της Βουλής των Αντιπροσώπων, και ιδιαίτερα της πιο σημαντικής, της αναθεωρητικής εξουσίας τροποποίησης των μη θεμελιωδών Άρθρων του Συντάγματος, με το επιχείρημα ότι το δίκαιο της ανάγκης δεν δικαιολογεί την τροποποίηση με τρόπο που παραβιάζει το Άρθρο 182.3 του Συντάγματος που απαιτεί χωριστές πλειοψηφίες των Βουλευτών της Ελληνικής και της Τουρκικής κοινότητας.

2. Η υπόθεση Νικολάου αποτελεί έγκυρο και δεσμευτικό προηγούμενο και δεν συντρέχει καμιά από τις προϋποθέσεις που ετέθησαν από τη νομολογία για ανατροπή της.

    Απόφαση μειοψηφίας:

[*1035]Α.    Υπό Πική, Π. συμφωνούντος και του Νικήτα, Δ.:

1. Στην θεμελιακή απόφαση A.G. of the Republic v. Ibrahim and  Others, αποφασίστηκε ότι το δίκαιο της ανάγκης παρείχε έρεισμα για παρεκκλίσεις από τις συνταγματικές διατάξεις που διέπουν τη σύσταση και συγκρότηση των οργάνων της Πολιτείας, στα οποία παρέχεται η εξουσία και των οποίων η λειτουργία, της Δικαστικής εξουσίας στη συγκεκριμένη περίπτωση, περιήλθε σε αποτελμάτωση. Αναγνωρίστηκε το δίκαιο της ανάγκης, ως ενυπάρχον κατά πάντα χρόνο στο Άρθρο 179, το οποίο καθιερώνει το Σύνταγμα ως τον υπέρτατο νόμο της Δημοκρατίας. Οι Δικαστές Βασιλειάδης και Τριανταφυλλίδης όπως ήταν τότε και ο Δικαστής Ιωσηφίδης, διετύπωσαν την θέση ότι η ανάγκη πρέπει να είναι υπαρκτή και τόνισαν ότι αναγνωρίζοντας το δίκαιο της ανάγκης ως μέρος της πανοπλίας του δικαίου, βαδίζουν πεπατημένη οδό του δικαίου και δεν καινοτομούν. Σημείωσαν επίσης ότι οι αρχές του δικαίου της ανάγκης αναγνωρίστηκαν και καθιερώθηκαν από το δίκαιο πολλών χωρών, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα, η Γαλλία, η Ιταλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες.

2. Οι αρχές του δικαίου της ανάγκης καθορίστηκαν στην Ibrahim και εξειδικεύτηκαν σε μεγάλο αριθμό μεταγενέστερων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

3. Η αναλογικότητα μεταξύ της ανάγκης και των μέτρων που λαμβάνονται εξ ονόματός της, αποτελεί κοινό λόγο των δικαστικών αποφάσεων.

4. Το δίκαιο της ανάγκης, όπως ο όρος υποδηλώνει, η φύση του εξυπακούει και η νομολογία ορίζει, δεν αποβλέπει στην παράκαμψη της συνταγματικής τάξης αλλά στην υποστήλωσή της.

5. Η αντιμετώπιση από το Δικαστήριο νομοθετικών ρυθμίσεων που δεν είχαν σκοπό την υποστήλωση της λειτουργίας των συνταγματικών θεσμών, αλλά τη μεταβολή του συνταγματικού πλαισίου λειτουργίας του κράτους, υπήρξε σταθερή, όπως φαίνεται στη σχετική νομολογία.

6. Κοινός παρονομαστής των ρυθμίσεων, οι οποίες υιοθετήθηκαν στην Ibrahim, ήταν η παρέκκλιση από το Σύνταγμα, με την υιοθέτηση εξωσυνταγματικών μέτρων στο βαθμό και έκταση που η ανάγκη επέβαλλε, για να καταστεί δυνατή η λειτουργία της Πολιτείας βάσει των ουσιαστικών προνοιών του Συντάγματος. Σε [*1036]καμμιά περίπτωση δεν επετράπη η λειτουργία των συνταγματικών φορέων εξουσίας, έξω από το συνταγματικό πλαίσιο. Στη σχετική νομολογία περιλαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις χαρακτηριστικές του πλαισίου εφαρμογής του δικαίου της ανάγκης, σε διάφορους τομείς λειτουργίας του κράτους.

7. Η ανάγκη για τη λήψη εξαιρετικών μέτρων, προς διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής, πολλαπλασιάστηκε μετά την Τουρκική εισβολή, λόγω των καταστροφικών συνεπειών που επέφερε προκαλώντας ρήγμα στον κοινωνικό ιστό και πλήττοντας τα θεμέλια του κράτους με την εκρίζωση χιλιάδων ανθρώπων από τα σπίτια τους και την αποστέρηση των δικαιωμάτων τους. Στην Aloupas v. National Bank, η οποία είχε σαν επίδικο θέμα τη συνταγματικότητα του περί Ανακουφίσεως Οφειλετών (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου του 1979, (Ν. 24/79), ομόφωνα η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου δέχτηκε ότι η ανάγκη μπορούσε να δικαιολογήσει και παρεκκλίσεις από τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου.

8. Βέβαια προσφυγή σε νομοθετικά μέτρα, ως ανωτέρω, υπόκειται και πάντα θα υπόκειται, σε δικαστικό έλεγχο, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα μέτρα δικαιολογούνται από την καταστροφή σε σχέση με την οποία έχουν θεσπιστεί.

9. Το θεσμικό πλαίσιο επίκλησης και εφαρμογής του δικαίου της ανάγκης, διατυπώνεται με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο στην Πρ. Δημοκρατίας v. Βουλής Αντιπρ. (1991) 3 Α.Α.Δ. 252.  Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ομόφωνα έκρινε αντισυνταγματικό τον περί Πραξικοπήματος (Ειδικαί Διατάξεις) (Τροποποιητικό) Νόμο του 1990, ο οποίος σκοπούσε στη στέρηση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι από τα μέλη της πραξικοπηματικής κυβέρνησης, σε πολιτειακά αξιώματα. Αφ’ ενός διότι προσέκρουε στις διατάξεις των Άρθρων 40 και 64 του Συντάγματος και αφ’ ετέρου λόγω της δυνατότητας κατά πάντα ουσιώδη χρόνο δίωξης των πραξικοπηματιών, οπόταν δεν υφίστατο ανάγκη για παρέκκλιση από το Σύνταγμα.

10.            Το παραδεκτό της τροποποίησης του Συντάγματος, βάσει του δικαίου της ανάγκης ηγέρθη για πρώτη φορά και εξετάστηκε και πάλι σε σχέση με την συγκεκριμένη διάταξη που τροποποιήθηκε με το Ν. 115(1)/96, δηλαδή το Άρθρο 66.2 καθώς και το Άρθρο 66.3 του Συντάγματος, στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1986) 3 C.L.R. 1439, [*1037](Αναφορά 1/86), ώστε το 18ο έτος να υποκαταστήσει το 21ο έτος ως το όριο ηλικίας των ψηφοφόρων στις Βουλευτικές Εκλογές. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ομόφωνα την τροποποίηση του Συντάγματος, βάσει του δικαίου της ανάγκης, απαράδεκτη και αποκήρυξε το νόμο ως αντισυνταγματικό. Σύμφωνα με το σκεπτικό της πλειοψηφίας των Δικαστών, οι λόγοι που προβλήθηκαν για τις τροποποιήσεις δεν ήταν επιτακτικότεροι της υπέρτατης πολιτειακής ανάγκης να μην τροποποιηθούν τα Άρθρα 63 και 66, χωρίς τη συμμετοχή Βουλευτών και των δύο κοινοτήτων στη ψήφιση του υπό κρίση νόμου, όπως απαιτείται από την παρ. 3 του Άρθρου 182 του Συντάγματος, εν σχέσει με τροποποίηση μη θεμελιωδών Άρθρων του Συντάγματος.

11.            Το βάσιμο των παρατηρήσεων της πλειοψηφίας των Δικαστών στην πιο πάνω υπόθεση, ως προς το ενδεχόμενο τροποποίησης μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος που αφορούν αποκλειστικά την Ελληνική κοινότητα, εξετάστηκε από την Oλομέλεια στην Αίτηση της Εκκλησίας της Κύπρου 3/89, με αναφορά στο παραδεκτό τέτοιου ενδεχομένου υπό το φως των διατάξεων της παρ. 3 του Άρθρου 182 του Συντάγματος. Αποφασίστηκε ότι η απόφαση στην Αναφορά 1/86, δεν δημιούργησε οποιαδήποτε ασάφεια ως προς την ερμηνεία των διατάξεων του Άρθρου 182.3. Η διαπίστωση στην 3/89, ότι οι παρατηρήσεις της πλειοψηφίας στην 1/86 (α) δεν αποτελούσαν μέρος του λόγου (ratio) της απόφασης και (β) ότι ήταν δικαιϊκά ανυπόστατες, αφαίρεσε κάθε έρεισμα για το παραδεκτό τροποποίησης οποιουδήποτε μέρους του Συντάγματος, περιλαμβανομένων και προνοιών που αφορούν αποκλειστικά την Ελληνική κοινότητα, βάσει του δικαίου της ανάγκης.

12.            Στην υπόθεση Νικολάου κ.ά. v. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2)  έγινε και πάλι επίκληση του δικαίου της ανάγκης για τροποποίηση του Συντάγματος. Οι Δικαστές που τάχθηκαν υπέρ της τροποποίησης ισοψήφισαν με αυτούς που τάχθηκαν εναντίον. Ο λόγος των αποφάσεών τους είναι διαμετρικά αντίθετος.  Το αποτέλεσμα στη Νικολάου δεν εδραιώνεται στον λόγο της πλειοψηφίας, αλλά σε πλάσμα δικαίου, το τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων. Δεν έχει εντοπιστεί προηγούμενη δικαστική απόφαση η οποία να πραγματεύεται ειδικά την ισχύ του λόγου και τη νομολογιακή δέσμευση που ενέχει προηγούμενη δικαστική απόφαση πλασματικής πλειοψηφίας.

13.            Η δεσμευτικότητα δικαστικής απόφασης δεν συναρτάται με την αριθμητική δύναμη του Δικαστηρίου.

[*1038]

14.            Υπάρχει ευχέρεια για απόκλιση από προηγούμενη δικαστική απόφαση, όπως διαπιστώνεται από όλα τα μέλη του Δικαστηρίου στην Νικολάου και διασαφηνίζεται στη Μαυρογένης, οποτεδήποτε προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου.

15.            Η απόφαση στη Νικολάου βρίσκεται σε αντίθεση με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην President of the Republic v. House of Representatives (1986) 3 A.A.Δ. 1439 και τις αρχές της Ibrahim και όλες τις μεταγενέστερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που άπτονται του δικαίου της ανάγκης.

16.            Η δυνατότητα επιλογής μεταξύ δύο προηγουμένων συγκρουομένων αποφάσεων, από το Δικαστήριο, αναγνωρίστηκε και καθορίστηκε στην θεμελιακή απόφαση Young v. Bristol Aeroplane Co (1944). H ισχύς του λόγου της Young, επαναβεβαιώθηκε από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων σε μεταγενέστερες αποφάσεις.

17.            Το ζήτημα της συνταγματικότητας του Ν. 115(1)/96, αποφασίστηκε δεσμευτικά στην 1/86.  Το σκεπτικό των πέντε Δικαστών στο οποίο θεμελιώνεται το αποτέλεσμα στη Νικολάου είναι για τους λόγους που αναφέρθηκαν προηγουμένως, εσφαλμένο.  Αποτελεί αντινομία προς το δίκαιο της ανάγκης, συνιστά αλλοίωση των αρχών του και συγκρούεται με όλες τις προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο Ν. 115(1)/96, είναι αντίθετος προς το Σύνταγμα, ασύμφωνος με τις πρόνοιές του και δεν βρίσκει έρεισμα στο δίκαιο της ανάγκης. Ως εκ τούτου κρίνεται αντισυνταγματικός.

18.            Λόγω της κρίσεως του Νόμου 115(1)/96 από την πλειοψηφία, ως συνταγματικού, θα εξετασθεί και η συνταγματικότητα του Νόμου 118(1)/96, με αναφορά στους λόγους, εκτός του δικαίου της ανάγκης που έχουν ήδη εκτεθεί, και που κατ’ ισχυρισμό, καθιστούν τον νόμο αντισυνταγματικό.

19.            Τα άρθρα του Συντάγματος προς τα οποία, κατ’ ισχυρισμό, αντίκειται, είναι τα Άρθρα 31, 64 και 66.3.

20.            Η διενέργεια εκλογής για την πλήρωση κενούμενης βουλευτικής έδρας, προκύπτει ευθέως από την παρ. 3 του Άρθρου 66.  Κατά συνέπεια ο Ν. 118/96, εφόσον προβλέπει την πλήρωση κε[*1039]νούμενης βουλευτικής έδρας με τρόπο άλλο από τη διενέργεια εκλογής, προσκρούει και έρχεται σε αντίθεση με το Άρθρο 66.3 καθώς και το Άρθρο 31, εφόσο στερεί εκλογέα, όπως οι αιτητές, του δικαιώματος του ψηφίζειν σε εκλογή προβλεπόμενη από το Σύνταγμα.

21.            Η πρόνοια του Ν. 118/96, που καθιστά την κομματική ταυτότητα του υποψηφίου, απαραίτητο προσόν για ανάδειξη στο βουλευτικό αξίωμα, παραβιάζει και έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του Άρθρου 64.

22.            Η σχετική διάταξη του Ν. 118/96, έχει και άλλες αρνητικές συνέπειες. Μεταθέτει εν μέρει έστω την εκλογή των αντιπροσώπων του λαού στη Βουλή, σε σώμα άλλο από το εκλογικό σώμα, το μόνο που βάσει του Συντάγματος, έχει λόγο για ανάδειξη των αντιπροσώπων του.

23.            Ο ορισμός Εφόρου Εκλογής και η ανάδειξη από τον Έφορο του επιλαχόντα υποψηφίου στις γενικές εκλογές που έχει τα προσόντα που καθορίζει ο Ν. 118/96, συνιστά την ορθή διαδικασία εφόσο κινήθηκε στα πλαίσια του μηχανισμού που καθιερώθηκε με την τροποποίηση του εκλογικού νόμου.

B.     Υπό Κωνσταντινίδη, Δ.:

1.  Υπάρχει πλήρης ταύτιση απόψεων, αναφορικά με τη δυνατότητα της Βουλής των Αντιπροσώπων να τροποποιήσει το Άρθρο 66.2 του Συντάγματος, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του Άρθρου 182.3 του Συντάγματος, κατ’ επίκληση του δικαίου της ανάγκης, με την απόφαση του Προέδρου Πική.

2.  Με δεδομένη την εγκυρότητα της άσκησης της αναθεωρητικής εξουσίας της Βουλής να τροποποιήσει το Άρθρο 66.2 του Συντάγματος, η εισήγηση των αιτητών πως το περιεχόμενο της τροποποίησης είναι αντισυνταγματικό επειδή συγκρούεται, όπως ισχυρίζονται, με άλλα Άρθρα του Συντάγματος, σημαίνει πως έχει μεν η Βουλή την εξουσία τροποποίησης μη θεμελιώδους Άρθρου του Συντάγματος, αλλά περιορίζεται ως προς το περιεχόμενο της τροποποίησης από τις πρόνοιες των άλλων άρθρων του Συντάγματος που αναφέρθηκαν, που είναι και αυτά μη θεμελιώδη. Με την εξαίρεση του Άρθρου 62.2 ως προς το μέρος του όμως που αφορά στις ιδιαίτερες ρυθμίσεις αναφορικά με τις δύο κοινότητες.

[*1040]3.  Η ύπαρξη τέτοιου περιορισμού δεν είναι αποδεκτή αλλά ούτως ή άλλως, δεν έχει τεκμηριωθεί η σύγκρουση στην οποία αναφέρθηκαν οι αιτητές.

4.  Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ως προς το αποτέλεσμα της τροποποίησης του Συντάγματος. Ούτε ως προς την πρόθεση κατά τη θέσπισή της, όπως την αποκαλύπτει το ίδιο το κείμενό της. Δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην αναπληρωματική εκλογή. Η πλήρωση κενωθείσας βουλευτικής έδρας μπορεί να διενεργηθεί κατά τρόπο καθοριζόμενο από το Νόμο. Ο Ν. 118(1)/96, ως συνάδων προς την τροποποίηση, που αποτελεί την ειδική συνταγματική διάταξη επί του θέματος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντισυνταγματικός.

5.  Η τροποποίηση της παραγράφου 2 του Άρθρου 66, η οποία αφαιρεί το υπόβαθρο ρύθμισης της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, αφού δεν αναφέρεται πλέον σε αναπληρωματική εκλογή, δεν μπορεί να οδηγήσει και στην αποδοχή της άποψης πως ο Νόμος 118(1)/96, αντίκειται στο Άρθρο 66.3. Εφόσον είχε η Βουλή την εξουσία τροποποίησης του Άρθρου 66.2, που είναι η προϋπόθεση υπό την οποία συζητείται αυτό το θέμα, δεν μπορεί να λεχθεί πως η διατήρηση του Άρθρου 66.3 αναιρεί το σαφές αποτέλεσμα της τροποποίησης.

6.  Αφού κατά το Ν. 118(1)/96, η κενωθείσα έδρα πληρούται με ανακήρυξη από το Έφορο, ήταν αναγκαίος ο διορισμός Εφόρου από τον Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος έχει την γενική αρμοδιότητα για το διορισμό Εφόρων στο πλαίσιο του Νόμου. Χωρίς προηγούμενη προκήρυξη αναπληρωματικής εκλογής αφού δεν θα διεξαγόταν τέτοια.

Γ. Υπό Καλλή, Δ.:

1.  Μετά την υπόθεση A.G. of the Republic v. Ibrahim, στην οποία έγινε για πρώτη φορά επίκληση του δικαίου της ανάγκης και η οποία αποτέλεσε το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε η μεταγενέστερη σχετική νομολογία, το Ανώτατο Δικαστήριο ασχολήθηκε επανειλημμένα με την αρχή της εφαρμογής του δικαίου της ανάγκης σε συνάρτηση και με τη δυνατότητα αναθεώρησης του Συντάγματος με έρεισμα το δίκαιο αυτό.

2.  Ο θεσμός της αναθεωρήσεως του Συντάγματος είναι συνυφασμένος προς την έννοια του τυπικού-γραπτού και “αυστηρού” Συντάγματος η νομική σημασία του οποίου έγκειται ακριβώς εις [*1041]το ότι οποιαδήποτε μεταβολή του ενεργείται “υφ’ ας προϋποθέσεις, εις ην έκτασιν και καθ’ ον εν γένει τρόπον τούτο ορίζει, διάφορον πάντως του προβλεπομένου διά την άσκησιν της συνήθους νομοθετικής εξουσίας”.

3.  Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των Νόμων (η εξουσία του Δικαστηρίου διακηρύχθηκε στην Ibrahim) και της συνταγματικότητας των περί τροποποιήσεως του Συντάγματος Νόμων (η εξουσία του Δικαστηρίου διακηρύχθηκε στην Αναφορά 1/86), στηρίζεται επί της συνταγματικής υποχρεώσεως των Δικαστηρίων όπως μη εφαρμόζουν νόμο του οποίου το περιεχόμενο παραβιάζει το Σύνταγμα και είναι συνυφασμένος με την νομιμότητα και την έννοια του κράτους δικαίου.

4.  Η πρώτη υπόθεση στην οποία εγέρθηκε θέμα δυνατότητας τροποποίησης του Συντάγματος είναι η Αναφορά 1/86, στην οποία αποφασίστηκε ότι ο “περί της Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος του 1986” ήταν αντισυνταγματικός αφού δεν ψηφίστηκε και από τους Τουρκοκυπρίους βουλευτές και ότι η κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3 του Άρθρου 182 του Συντάγματος, ψήφιση του κρινόμενου νόμου δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί βάσει του δικαίου της ανάγκης.

5.  Ακολούθησε η υπόθεση Νικολάου στην οποία οι πέντε από τους Δικαστές της σύνθεσης του Δικαστηρίου έκριναν ότι το δίκαιο της ανάγκης δικαιολογεί την άσκηση της αναθεωρητικής εξουσίας της Βουλής με βάση το Άρθρο 182 του Συντάγματος, με την προβλεπόμενη πλειοψηφία μόνο των Βουλευτών που ανήκουν στην ελληνική κοινότητα, εν όψει της ανυπαρξίας Βουλευτών που ανήκουν στην τουρκοκυπριακή κοινότητα.

6. Ο Δικαστής Πικής - όπως ήταν τότε - και ο οποίος δεν συμπεριλαμβανόταν στους πέντε πιο πάνω Δικαστές, έκαμε εκτενή αναφορά στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς τη δυνατότητα τροποποίησης του Συντάγματος στην απουσία των Τούρκων Βουλευτών. Επίσης ο Δικαστής Νικήτας, με ξεχωριστή απόφασή του ασχολήθηκε κυρίως με το θέμα της τυπικής συνταγματικότητας νόμου.

7. Σαν αποτέλεσμα της ισοψηφίας οι Νόμοι - Ο περί της Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος, 1989 (Ν. 95/89) και ο Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμος, 1990 (Ν. 23/90) - κρίθηκαν συνταγματικοί με βάση το τεκμήριο της συνταγματικότητας Νόμου.

[*1042]

8. Εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο η απόφαση στη Νικολάου, έχει ανατρέψει την απόφαση στην Αναφορά 1/86 και αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο.

9. H ύπαρξη ομόφωνης απόφασης της Ολομέλειας (Αναφορά 1/86) ακριβώς επί του ιδίου θέματος, αφαιρεί από μεταγενέστερη απόφαση ισοψηφίας Νικολάου v. Νικολάου (Αρ.2), η οποία καθόρισε αποτέλεσμα με βάση το τεκμήριο της συνταγματικότητας Νόμου, οποιαδήποτε νομολογιακή ή δεσμευτική ισχύ. Ακολουθεί πως η Νικολάου (πιο πάνω) δεν αποτελεί δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ανατρέψει την απόφαση στην Αναφορά 1/86.

10.            Η διαμόρφωση αποτελέσματος με βάση την ύπαρξη απόφασης δικαστηρίου, διαφέρει κατά πολύ και διακρίνεται από την περίπτωση διαμόρφωσης αποτελέσματος με βάση το τεκμήριο της συνταγματικότητας των Νόμων. Αυτό που δίνει κύρος και νομολογιακή δεσμευτικότητα στην απόφαση η οποία διαμορφώνει αποτέλεσμα σε περίπτωση ισοψηφίας, είναι η ύπαρξη απόφασης κατώτερου δικαστηρίου.

11.            Τα όσα διατυπώνονται στη Νικολάου σε σχέση με το δίκαιο της ανάγκης καταφανώς ανατρέπουν την όλη φιλοσοφία του δικαίου της ανάγκης, όπως έχει διατυπωθεί σε προηγούμενη νομολογία.  Περαιτέρω τα όσα αναφέρονται σε σχέση με τον έλεγχο των εσωτερικών στοιχείων ενός νόμου, δεν βρίσκουν έρεισμα στη νομολογία και το Σύνταγμα της Κύπρου. Υιοθέτησαν την μια από τις δύο επικρατούσες απόψεις στην Ελλάδα, η οποία διαμορφώθηκε με βάση διαφορετικές συνταγματικές διατάξεις.

12.            Η ορθή διαμόρφωση των αρχών του Δικαίου δεν μπορεί να υποταχθεί σε σκοπιμότητες, όπως είναι εδώ η περίπτωση, όπου προβάλλεται η θέση ότι η ανατροπή της Νικολάου θα οδηγήσει στην κατάρρευση Θεσμών που έχουν έκτοτε εγκαθιδρυθεί.

13.            Οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά 1/86 και 3/89 εξακολουθούν και μετά την απόφαση στη Νικολάου να αποτελούν έγκυρο δεσμευτικό προηγούμενο.

14.            Η τροποποίηση μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος εξ ονόματος του δικαίου της ανάγκης αποκλείεται.  Για την τροπο[*1043]ποίησή τους απαιτείται η θετική ψήφος και των δύο τρίτων των Τούρκων βουλευτών. Δεδομένης της απουσίας των τελευταίων, η επίδικη τροποποίηση δεν έγινε με τον τρόπο που ορίζει το Άρθρο 182.3 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου ο Νόμος 115(1)/96 είναι αντισυνταγματικός. Αντισυνταγματικός είναι επίσης και ο Νόμος 118(1)/96 λόγω του ότι βασίζεται επί του τροποποιηθέντος Άρθρου 66.2 του Συντάγματος το οποίο έχει κριθεί αντισυνταγματικό.

     Εν όψει των προαναφερθέντων, η ανακήρυξη του καθ’ ου η αίτηση 4 ως Βουλευτή είναι άκυρη, επειδή έχει διενεργηθεί με τρόπο αντίθετο προς το Άρθρο 66.2 του Συντάγματος.

15.            Τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται δυνάμει του δικαίου της ανάγκης κατά παρέκκλιση του Συντάγματος πρέπει να είναι προσωρινά και να περιορίζονται στη διάρκεια των εξαιρετικών περιστάσεων.

16.            Το απαραίτητο της προσωρινότητας των μέτρων το οποίο αποτελεί το πιο θεμελιώδες στοιχείο του δικαίου της ανάγκης υποδεικνύει προς μια και μόνη κατεύθυνση ότι δηλαδή το Σύνταγμα πρέπει να παραμείνει άθικτο και αλώβητο.  Σύμφωνα με την υπόδειξη του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Αναφορά 1/86, το δίκαιο της ανάγκης είναι μέτρο προσωρινό άρρηκτα συνυφασμένο με την ανάγκη που επιδιώκει να αντιμετωπίσει, ενώ η τροποποίηση του Συντάγματος συνιστά μέτρο μόνιμο που μεταβάλλει τους Θεσμούς της Πολιτείας.

17.            Το δίκαιο της ανάγκης διακηρύττει σεβασμό προς το Σύνταγμα. Αν οι επικρατούσες συνθήκες στην Κύπρο είναι τέτοιες που επιτρέπουν την θεραπεία μιας έκτακτης κατάστασης με την τροποποίηση του Συντάγματος, η επίκληση του δικαίου της ανάγκης δεν νομιμοποιείται. Το δίκαιο της ανάγκης δεν μπορεί να συνυπάρχει και να συμβιώνει με την τροποποίηση του Συντάγματος.  Τροποποίηση του Συντάγματος, κατ’ εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης, αναπόφευκτα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι έπαυσε πλέον να αναγνωρίζεται ότι υφίσταται η αδυναμία τροποποίησής του η οποία επισημάνθηκε στην υπόθεση Ibrahim. Αν διακηρυχθεί τώρα ότι είναι δυνατή η τροποποίηση του Συντάγματος, κατ’ εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης, αυτό θα ισοδυναμεί με αυτόματη αναγνώριση ότι - αντίθετα με την απόφαση του Τριανταφυλλίδη, Δ., όπως ήταν τότε στην Ibrahim - δεν υπήρχε ποτέ αδυναμία τροποποίησης του Συντάγματος. Αυτή η αναγνώριση θα οδηγήσει στην άμεση κα[*1044]τάρρευση του όλου οικοδομήματος του δικαίου της ανάγκης, το οποίο αποτέλεσε το νομικό μηχανισμό για τη δικαιολόγηση των μέτρων που λήφθηκαν κατά παρέκκλιση του Συντάγματος.  Η εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση πως είναι δυνατή η τροποποίηση του Συντάγματος κατά παρέκκλιση του Άρθρου 182, με βάση το δίκαιο της ανάγκης δεν μπορεί να επιτύχει.

18.            Σύμφωνα με τον διαπρεπή Συνταγματολόγο Α. Ι. Μάνεση, “η μεταβολή του Συντάγματος ενεργείται υφ’ ας προϋποθέσεις εις ην έκτασιν και καθ’ ον εν γένει τρόπον τούτο ορίζει”.

19.            Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει αυστηρό χαρακτήρα. Ως εκ τούτου η αναθεώρηση θεμελιωδών άρθρων του απαγορεύεται ρητά και απόλυτα, ενώ απαιτείται η λήψη αποφάσεων με ειδικές πλειοψηφίες για την αναθεώρηση των υπολοίπων διατάξεών του. Τροποποίηση του Συντάγματος με τρόπο που παραβιάζει το Άρθρο 182.3 του Συντάγματος θα εξουδετέρωνε την τυπική υπεροχή του Συντάγματος απέναντι στην πράξη της Βουλής των Αντιπροσώπων, η οποία έχει υποχρέωση άσκησης των αρμοδιοτήτων της σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το Σύνταγμα.

20.            Η επίκληση της λαϊκής κυριαρχίας δεν συνιστά λόγο για τροποποίηση του Συντάγματος κατά παρέκκλιση των διαδικασιών που το ίδιο θεσπίζει.

21.            Η επίδικη τροποποίηση δεν είναι έγκυρη και για τον λόγο ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων δεν μπορούσε να προχωρήσει στην τροποποίηση του Άρθρου 66.2 κατά παρέκκλιση των όσων προβλέπονται στο Άρθρο 182 του Συντάγματος χωρίς να τροποποιήσει προηγουμένως αυτό τούτο το Άρθρο 182, και συγκεκριμένα την παραγρ. (3), απαλείφοντας την αναφορά στα δύο τρίτα του όλου αριθμού των Βουλευτών που ανήκουν στην τουρκική κοινότητα.

22.            Σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ - Πίνακας Θεμελιωδών Άρθρων του Συντάγματος - το Άρθρο 182 στο σύνολό του, είναι ένα από τα θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος.  Η δε παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου ορίζει ότι τα θεμελιώδη άρθρα δεν δύνανται καθ’ οιονδήποτε τρόπο να τροποποιηθούν διά μεταβολής, προσθήκης ή καταργήσεως.

23.            Στην ουσία με την επίδικη τροποποίηση η οποία έγινε κατά παράβαση του Άρθρου 182.3 έχει επιχειρηθεί και πραγματοποιη[*1045]θεί έμμεσα και με πλάγιο τρόπο τροποποίηση αυτού τούτου του θεμελιώδους Άρθρου 182. Τέτοια τροποποίηση δεν είναι δυνατή εφόσον το Άρθρο 182 συνιστά θεμελιώδες Άρθρο του Συντάγματος. Η επίδικη τροποποίηση είναι αντισυνταγματική και γι’ αυτό τον λόγο ανεξάρτητα από το δίκαιο της ανάγκης.

24.            Σε περίπτωση απόφασης ότι το Άρθρο 66.2 θεσπίστηκε έγκυρα, οι πιο κάτω εισηγήσεις των αιτητών θα απορρίπτοντο για τους λόγους που υποδεικνύονται στην απόφαση:

1. O Nόμος 115(1)/96 είναι αντισυνταγματικός ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του Άρθρου 182 του Συντάγματος,

2. ο Nόμος 118(1)/96 είναι αντίθετος με το Άρθρο 64 του Συντάγματος και ως εκ τούτου αντισυνταγματικός, και

3. η μή διεξαγωγή ψηφοφορίας για πλήρωση της κενωθείσας έδρας δυνάμει του Nόμου 118(1)/96, είναι αντισυνταγματική.

25.            Η διαδικασία που ακολουθήθηκε για ανακήρυξη του καθ’ ου η αίτηση σαν Βουλευτή Λεμεσού είναι ορθή.

Οι αιτήσεις απορρίπτονται κατά πλειοψηφία με έξοδα.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Attorney-General v. Ibrahim and Others (1964) C.L.R. 195,

Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1986) 3 A.A.Δ. 1439,

Νικολάου v. Νικολάου (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1338,

Iωαννίδης v. Αστυνομίας (1973) 2 A.A.Δ. 125,

The Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640,

Aloupas and Another v. National Bank of Greece S.A. (1983) 1 C.L.R. 55,

Apostolides and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 928,

Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1997) 1 A.A.Δ. 43,

[*1046]Hadjipavlou v. Charalambides and Others (1986) 1 C.L.R. 272,

Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων και Άλλων (Aρ. 3) (1996) 1 A.A.Δ. 315,

Beamish v. Beamish [1859-61] 11 E.R. 735,

Usher’s Wiltshire Brewery Ltd v. Bruce [1915] A.C. 433,

Commissioners of Inland Revenue v. Walker [1915] A.C. 509,

Attorney-General v. The Dean and Canons of Windsor [1860] 8 H.L.C. 369,

Hadjigeorghiou v. Republic of Cyprus (1966) 3 C.L.R. 504,

Papapantelis and Others v. Republic (1966) 3 C.L.R. 515,

Pavlides and Others v. C.B.C. (1986) 3 C.L.R. 1332,

Chimonides v. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125,

Pastellopoullos v. Republic (1985) 2 C.L.R. 165,

Markides and Another v. Republic (1984) 3 C.L.R. 677 ,

Petroudes v. E.A.C. (1985) 3 C.L.R. 2245,

Kritiotis v. Municipality of Paphos and Others (1986) 3 C.L.R. 322,

Solomou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 533,

R. v. Sampson (1977) 2 C.L.R. 1,

President of Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 2224,

President of Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 1466,

President of Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 2202,

President of Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 2801,

Christou and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 365,

[*1047]Koumi v. Kortari (1983) 1 C.L.R. 856,

Bagdassarian v. Electricity Authority (1968) 3 C.L.R. 736,

Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 317,

Messaritou v. Cyprus Broadcasting Corporation (1972) 3 C.L.R. 100,

Anastassiades v. E.A.C. (1987) 3 C.L.R. 790,

C.T.O. v. Hadjidemetriou (1987) 3 C.L.R. 780 ,

Νικολάου και Άλλοι v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1991) 4 A.A.Δ. 1684,

Paporis v. National Bank (1986) 1 C.L.R. 578,

Eκκλησία της Kύπρου v. Boυλής κ.ά. (Aρ. 2) (1989) 3(E) A.A.Δ. 3406,

Eκκλησία της Kύπρου (1989) 3(Γ) A.A.Δ. 1943,

Γενικός Εισαγγελέας v. Αρτεμίου και Άλλου (1991) 2 Α.Α.Δ. 150,

Iosif v. Cyprus Telecommunications Authority (1970) 3 C.L.R. 225,

Theodorides and Others v. Ploussiou (1976) 3 C.L.R. 319,

Δημοκρατία v. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363,

R. v. Shivpuri [1986] 2 All E.R. 334,

Moodie v. IRC [1993] 2 All E.R. 49,

Young v. Bristol Aeroplane Co. [1944] 2 All E.R. 293,

Davis v. Johnson [1978] 1 All E.R. 1132,

A.G. of St. Christopher v. Reynolds [1979] 3 All E.R. 129,

Scruttons v. Midland Silicones [1962] 1 All E.R. 9,

In re Georghiou (1983) 2 C.L.R. 1,

Improvement Board of Eylenja v. Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167,

[*1048]

Προέδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 252,

Eυθυμίου (1991) 3 A.A.Δ. 299,

A.G. Georghiou (1984) 2 C.L.R. 251,

Beamish v. Beamish [1861] 9 HL Cas 274,

Anderson v. Ryan [1985] 2 All E.R. 355,

Millis v. Queen 8 E.R. 844,

Xριστόφιας και Άλλοι (1996) 1 A.A.Δ. 762,

Carter (Aρ. 2) (1996) 1 A.A.Δ. 371.

Eκλογικές Aιτήσεις.

Aιτήσεις με τις οποίες επιδιώκεται η ακύρωση της εκλογής ή ανακήρυξης του Xρ. Bενιαμίν ως βουλευτή της Eκλογικής Περιφέρειας Λεμεσού, προς αναπλήρωση του κ. Kοντίδη, Bουλευτή του Kόμματος “AKEΛ Aριστερά - Nέες Δυνάμεις”, ως αντισυνταγματικής και παράνομης.

Χρ. Κληρίδης με Χρ. Χριστοφή και Δ. Θεοδώρου, για τους Αιτητές.

Π. Πολυβίου, προσωπικά και εκ μέρους του Γ. Κακογιάννη και Γ. Χριστοφίδη, για τους Καθ’ ων η αίτηση 1 και 4.

Α. Μαρκίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Α. Παπασάββα, Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και Γ.Φράγκου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση 2 και 3.

Α. Σ. Αγγελίδης με Σ. Παπασάββα, για τους Καθ’ ων η αίτηση 5 (ΑΚΕΛ).

ΠIKHΣ, Π.: Mε κάθε μια από τις δύο Eκλογικές Aιτήσεις επιδιώκεται η ακύρωση της εκλογής ή ανακήρυξης του κ. Xρ. Bενιαμίν, ως Bουλευτή της Eκλογικής Περιφέρειας Λεμεσού, προς αναπλήρωση του κ. Kοντίδη, Bουλευτή του Kόμματος [*1049]“AKEΛ Aριστερά - Nέες Δυνάμεις”, ως αντισυνταγματικής και παράνομης.

1.  Aμφισβητήθηκε, κατά πρώτο λόγο, η συνταγματικότητα του N. 115/96, με τον οποίο καταργήθηκαν οι διατάξεις του Άρθρου 66.2 του Συντάγματος, που πρόβλεπαν τη διεξαγωγή αναπληρωματικής εκλογής για την πλήρωση κενούμενης βουλευτικής έδρας, και αντικαταστάθηκε με νέα πρόνοια, προβλέπουσα ότι κενωθείσα βουλευτική έδρα πληρούται όπως ο νόμος ορίζει. H τροποποίηση έγινε με έρεισμα το δίκαιο της ανάγκης.

2.  Eπίσης, προσβλήθηκε η συνταγματικότητα του N. 118/96, του Nόμου ο οποίος θεσπίστηκε μετά την τροποποίηση του Συντάγματος, την οποία επέφερε ο N. 115/96, και η οποία διέπει την πλήρωση κενούμενης βουλευτικής έδρας από τον επιλαχόντα βουλευτή του κόμματος στο οποίο ανήκε ο βουλευτής του οποίου η έδρα έχει κενωθεί, νοουμένου ότι αυτός εξακολουθεί να ανήκει στο κόμμα με το οποίο είχε κατέλθει στις εκλογές.

3.  Προσβάλλεται η διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε για την ανακήρυξη του κ. Bενιαμίν στο Bουλευτικό Aξίωμα ως αντικανονική και ως γενομένη κατά παρέκκλιση των διατάξεων του περί Eκλογής Mελών της Bουλής των Aντιπροσώπων Nόμου.

Tο Aνώτατο Δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις, κατά πλειοψηφία. H πλειοψηφία των Δικαστών - οι Δικαστές Παπαδόπουλος, Xατζητσαγγάρης, Xρυσοστομής, Aρτεμίδης, Aρτέμης, Nικολαΐδης, Nικολάου, Kρονίδης και Hλιάδης - αποφάσισε ότι η τροποποίηση του Συντάγματος ήταν παραδεκτή βάσει του δικαίου της ανάγκης.

H μειοψηφία των Δικαστών - ο Πρόεδρος του Aνωτάτου Δικαστηρίου και οι Δικαστές Nικήτας, Kωνσταντινίδης και Kαλλής - αποφάσισε ότι ο Nόμος είναι αντισυνταγματικός και ότι δεν είναι δυνατή η τροποποίηση του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης.

Δοθείσας της απόφασης της πλειοψηφίας για τη συνταγματικότητα του N. 115/96, όλα τα Mέλη του Δικαστηρίου, περιλαμβανομένων και των Mελών που έκριναν το N. 115/96 αντισυνταγματικό, εξέτασαν τη συνταγματικότητα του N. 118/96, υπό [*1050]το φως της τροποποίησης του Συντάγματος η οποία έγινε.

H πλειοψηφία των Δικαστών - οι Δικαστές Παπαδόπουλος, Xατζητσαγγάρης, Xρυσοστομής, Aρτεμίδης, Aρτέμης, Kωνσταντινίδης, Nικολαΐδης, Nικολάου, Kαλλής, Kρονίδης και Hλιάδης - κρίνει ότι ο Nόμος δεν προσκρούει σε καμιά συνταγματική διάταξη.

H μειοψηφία των Δικαστών - ο Πρόεδρος του Aνωτάτου Δικαστηρίου και ο Δικαστής Nικήτας - κρίνει το Nόμο αντισυνταγματικό, διότι:-

(α)   Aντίκειται προς την παράγραφο 3 του Άρθρου 68, που εξυπακούει τη διενέργεια εκλογής για την ανάδειξη βουλευτών, τόσο στις γενικές όσο και στις αναπληρωματικές εκλογές.

(β)   Προσκρούει στο Άρθρο 31 του Συντάγματος, το οποίο εξασφαλίζει το δικαίωμα του ψηφίζειν του πολίτη σε κάθε εκλογή προβλεπόμενη από το Σύνταγμα· και

(γ)   Προσκρούει στο Άρθρο 64 του Συντάγματος, που καθορίζει τα προσόντα εκλογιμότητας στο βουλευτικό αξίωμα.

Δοθείσας της απόφασης της πλειοψηφίας για τη συνταγματικότητα του N. 118/96, όλα τα Mέλη του Δικαστηρίου εξέτασαν την κανονικότητα της διαδικασίας η οποία ακολουθήθηκε για την ανάδειξη του κ. Bενιαμίν στο Bουλευτικό Aξίωμα. Oμόφωνα κρίνουν ότι δεν υπήρξε παρέκκλιση από τις σχετικές διατάξεις του Eκλογικού Nόμου και ότι η διαδικασία ήταν σύμφωνη με τις πρόνοιές του.

Aκολουθεί η έκδοση των αποφάσεων του Δικαστηρίου.

1.  H απόφαση του Nικολαΐδη, Δ., με την οποία συμφωνούν και την οποία υιοθετούν οι Δικαστές Παπαδόπουλος, Xατζητσαγγάρης και Hλιάδης.

2.  H απόφαση του Xρυσοστομή, Δ.

3.  H απόφαση του Aρτεμίδη, Δ.

4.  H απόφαση του Aρτέμη, Δ.

5.  H απόφαση του Nικολάου, Δ.

[*1051]

6.  H απόφαση του Kρονίδη, Δ.

Aκολουθούν οι αποφάσεις:-

1.  Tου Προέδρου, με την οποία συμφωνεί και την οποία υιοθετεί ο Δικαστής Nικήτας.

2.  Tου Δικαστή Kωνσταντινίδη.

3.  Tου Δικαστή Kαλλή.

Oι αιτήσεις απορρίπτονται κατά πλειοψηφία με έξοδα.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι εκλογείς εγγεγραμμένοι στον εκλογικό κατάλογο Λεμεσού. Στις γενικές βουλευτικές εκλογές του Μαΐου 1996 μεταξύ άλλων, εξελέγη ως βουλευτής της εκλογικής περιφέρειας Λεμεσού, με το συνδυασμό ΑΚΕΛ Αριστερά - Νέες Δυνάμεις και ο κ. Δημήτρης Κοντίδης.  Ο κ. Κοντίδης υπέβαλε επίσης υποψηφιότητα στις δημοτικές εκλογές που διεξήχθηκαν στις 15.12.1996 και εξελέγη Δήμαρχος Λεμεσού. Μετά την εκλογή του και συγκεκριμένα στις 31.12.1996, ο κ. Κοντίδης με επιστολή του προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, παραιτήθηκε από την 1.1.1997, ημερομηνία ανάληψης των καθηκόντων του ως Δημάρχου Λεμεσού, από το αξίωμά του βουλευτή.

Στις 28.2.1996 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο περί της Τρίτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος του 1996, Ν.115(1)/96, με το άρθρο 2 του οποίου αντικαταστάθηκε η παράγραφος 2 του Άρθρου 66 του Συντάγματος που προέβλεπε ότι κενωθείσα βουλευτική έδρα πληρούται με αναπληρωματική εκλογή που διενεργείται μέσα σε 45 ημέρες από την κένωσή της. Μετά την τροποποίησή του το Άρθρο 66.2 προβλέπει ότι κενωθείσα βουλευτική έδρα πληρούται εντός προθεσμίας σαράντα πέντε το πολύ ημερών από της κένωσής της, καθ’ όν τρόπο νόμος ορίζει.

Ακολούθως στις 31.12.1996 δημοσιεύτηκε ο περί Εκλογής των Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) (Νο.2) Νόμος του 1996, Ν. 118(1)/96.  Με το Άρθρο 2 του Νόμου 118(1)/96 προστέθηκε στο νόμο το Άρθρο 35Α σύμφωνα με το οποίο όταν κατά τη διάρκεια βουλευτικής περιόδου κενούται βουλευτική έδρα, πληρούται μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες, με [*1052]ανακήρυξη από τον Έφορο του πρώτου επιλαχόντος υποψηφίου του συνδυασμού της ίδιας εκλογικής περιφέρειας του κόμματος που κατείχε την έδρα που κενώθηκε.

Στις 3.1.1997 ο Υπουργός Εσωτερικών διόρισε το Χριστάκη Αθανασίου, Έπαρχο Λεμεσού, ως Έφορο εκλογής, ο οποίος στις 7.1.1997 ανακήρυξε το Χριστόδουλο Βενιαμίν ως εκλεγέντα βουλευτή της εκλογικής περιφέρειας Λεμεσού.

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι ως εκλογείς της εκλογικής περιφέρειας Λεμεσού στερήθηκαν του δικαιώματος ψήφου στην εκλογή για πλήρωση της κενωθείσας βουλευτικής έδρας κατά παράβαση Άρθρου 31 του Συντάγματος, καθώς και του δικαιώματος υποβολής υποψηφιότητας βουλευτή, δικαίωμα που διαφυλάσσεται από το Άρθρο 64 του Συντάγματος. Προβάλλεται σειρά επιχειρημάτων και τέλος αξιώνεται η κήρυξη της εκλογής και ανακήρυξης του Χριστόδουλου Βενιαμίν ως βουλευτή της εκλογικής περιφέρειας Λεμεσού ως άκυρης, παράνομης και αντισυνταγματικής.

Το κύριο επιχείρημα των αιτητών συνοψίζεται στη θέση ότι η ανακήρυξη του Χριστόδουλου Βενιαμίν ως βουλευτή βασίστηκε στο Νόμο 118(1)/96 ο οποίος βρίσκεται σε αντίθεση με το Άρθρο 66.2 του Συντάγματος πριν την τροποποίησή του. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι εν πάση περιπτώσει, ο Νόμος 118(1)/96 θεσπίστηκε και βασίστηκε στην τροποποίηση του Συντάγματος που έγινε με το Νόμο 115(1)/1996 και η οποία προσκρούει στο Άρθρο 182.3 του Συντάγματος.

Είναι η θέση των αιτητών ότι ο Νόμος 115(1)/96 εγκρίθηκε από την πλειοψηφία τουλάχιστον των δύο τρίτων του όλου αριθμού των στην ελληνική κοινότητα ανηκόντων βουλευτών μόνο και συνεπώς είναι άκυρος και αντισυνταγματικός γιατί προσκρούει στα Άρθρα 182.2 και 182.3 του Συντάγματος. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του Άρθρου 182 για την τροποποίηση των μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος απαιτείται πλειοψηφία που περιλαμβάνει τουλάχιστον τα δύο τρίτα του όλου αριθμού των ανηκόντων στην ελληνική κοινότητα και τουλάχιστον τα δύο τρίτα του όλου αριθμού των ανηκόντων στην τουρκική κοινότητα βουλευτών. Λόγω της απουσίας των βουλευτών που ανήκουν στην τουρκική κοινότητα ισχυρίζονται οι αιτητές, δεν είναι δυνατή οποιαδήποτε τροποποίηση του Συντάγματος.

Οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι ο Νόμος 115(1)/96 είναι [*1053]απόλυτα έγκυρος και σύμφωνος με το Σύνταγμα, γιατί το Άρθρο 66 δεν περιλαμβάνεται στα θεμελιώδη άρθρα και η τροποποίησή του δικαιολογείται από το δίκαιο της ανάγκης, αφού οι Τουρκοκύπριοι εκούσια και από καιρό δεν συμμετέχουν στις εκλογές και φυσικά ούτε στη λειτουργία της Βουλής των Αντιπροσώπων.  Με άλλα λόγια, προβάλλεται η θέση ότι το δίκαιο της ανάγκης δικαιολογεί τη διατήρηση και άσκηση της αναθεωρητικής λειτουργίας της Βουλής των Αντιπροσώπων σε σχέση με την τροποποίηση μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος για την ομαλή, απρόσκοπτη και αποτελεσματική λειτουργία του πολιτεύματος, του Συντάγματος και των δημοκρατικών θεσμών.

Το δίκαιο της ανάγκης εισήχθη στη νομική ιστορία του τόπου μας σχεδόν από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στην κλασσική πια υπόθεση Attorney-General v. Mustafa Ibrahim and Others (1964) C.L.R.195 στην οποία κρίθηκε η συνταγματικότητα του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, Ν. 33/64, με τον οποίο εγκαθιδρύθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο υπό τη σημερινή του μορφή, ύστερα από την αποχώρηση των Τούρκων δικαστών, αποφασίστηκε ότι η αρχή της ανάγκης στο δημόσιο δίκαιο είναι στην πραγματικότητα η αποδοχή της ανάγκης ως πηγής της εξουσιοδότησης προς ενέργεια, με τρόπο που δεν προνοείται από το νόμο αλλά απαιτείται από το ανώτατο δημόσιο συμφέρον για τη σωτηρία της πολιτείας και του λαού. Σε τέτοιες περιπτώσεις η αρχή salus populi suprema lex esto του Ρωμαϊκού Δικαίου, αναγνωρίζεται σαν αρχή δικαίου. Στην ίδια απόφαση τέθηκαν και οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να ικανοποιηθούν πριν εφαρμοστεί η αρχή της ανάγκης.

Επίκληση του δικαίου της ανάγκης έγινε έκτοτε επανειλημμένα. Στην Αναφορά 1/86, Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1986) 3 C.L.R. 1439 ο περί της Πρώτης Τροποποιήσεως του Συντάγματος Νόμος του 1986, με τον οποίο επιχειρήθηκε τροποποίηση του Συντάγματος για να τυγχάνουν δικαιώματος ψήφου όσοι είχαν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, καθώς και για τη μη διεξαγωγή αναπληρωματικής εκλογής για την πλήρωση κενωθείσας έδρας, κρίθηκε ως αντισυνταγματικός. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι για να κριθεί ως έγκυρη η ψήφιση του εν λόγω νόμου έπρεπε να πεισθεί πως οι τροποποιήσεις των Άρθρων 63 και 66 ήταν τόσο απαραίτητες ώστε να δικαιολογείται, βάσει του δικαίου της ανάγκης η τροποποίηση μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος με πλειοψηφία μόνο των βουλευτών που ανήκουν στην ελληνική κοινότητα. Το Δι[*1054]καστήριο έκρινε ότι οι λόγοι που είχαν προβληθεί για τις πιο πάνω τροποποιήσεις δεν ήταν υπό τις επικρατούσες συνθήκες επιτακτικότεροι της υπέρτατης πολιτειακής ανάγκης να μην τροποποιηθούν τα Άρθρα 63 και 66, χωρίς τη συμμετοχή των βουλευτών και των δύο κοινοτήτων.

Αντίθετα στην υπόθεση Νικολάου v. Νικολάου (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 1338 στην οποία εξετάστηκε η συνταγματικότητα του περί της Πρώτης Τροποποιήσεως του Συντάγματος Νόμου του 1989, Ν.95/89 και του περί Οικογενειακού Δικαστηρίου Νόμου του 1990, Ν.23/90, αποφασίστηκε ύστερα από ισοψηφία των Δικαστών που απάρτιζαν τη συγκεκριμένη σύνθεση ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων χωρίς τη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων, έχει αναθεωρητική δικαιοδοσία και μπορεί να προχωρήσει σε τροποποίηση του Συντάγματος μόνο με πλειοψηφία των ανηκόντων στην ελληνική κοινότητα βουλευτών.

Πριν μπούμε σε λεπτομερή ανάλυση των θεμάτων που εγείρονται νομίζουμε ότι η εξέταση της συνταγματικής θεωρίας θα ήταν χρήσιμη. Πρώτα όμως ας ρίξουμε μια ματιά στο Σύνταγμά μας. Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας όπως είναι γνωστό δεν αποτελεί την έκφραση της θέλησης του κυπριακού λαού.  Είναι δοτό και αποτέλεσμα των επικρατουσών κατά το χρόνο της γέννησης της Κυπριακής Δημοκρατίας διεθνών και τοπικών συνθηκών. Παρά ταύτα οι συντάκτες του θα πρέπει να θεωρηθούν ότι είχαν συνείδηση του γεγονότος ότι νομοθετούσαν για το λαό της χώρας αυτής, ανεξάρτητα από τα συμφέροντα ή τους σκοπούς των ξένων δυνάμεων (βλ. απόφαση του Δικαστή Βασιλειάδη στην υπόθεση Ibrahim, ανωτέρω, στη σελ. 211).

Το Σύνταγμά μας εκτός από δοτό είναι και αυστηρό γιατί θέτει για τροποποίηση των κανόνων του προϋποθέσεις διαφορετικές και αυστηρότερες από εκείνες που ισχύουν για τη θέσπιση, τροποποίηση ή κατάργηση του κοινού δικαίου, ενώ ορισμένα του άρθρα, τα θεμελιώδη, δεν μπορούν να τροποποιηθούν, μεταβληθούν ή καταργηθούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Για τροποποίηση των υπόλοιπων άρθρων απαιτείται πλειοψηφία που περιλαμβάνει τουλάχιστον τα δύο τρίτα του όλου αριθμού των στην ελληνική κοινότητα ανηκόντων βουλευτών και τουλάχιστον τα δύο τρίτα του όλου αριθμού των στην τουρκική κοινότητα ανηκόντων βουλευτών.

Η αυστηρότητα ενός Συντάγματος προϋποθέτει και συνεπάγεται το διαχωρισμό της νομοθετικής από την αναθεωρητική [*1055]εξουσία. Οι προϋποθέσεις για τη διατήρηση του πολιτεύματος δεν είναι μόνο νομικές, αλλά αποτελούν συνάρτηση των ιστορικά εξελισσόμενων και μετασχηματιζόμενων πολιτικών δεδομένων. Η δομή της πολιτείας και οι θεσμοί της αντιστοιχούν και εκφράζουν το συνολικό συσχετισμό δυνάμεων στη συγκεκριμένη πολιτεία. Η αυστηρότητα του Συντάγματος λειτουργεί ως απόπειρα διασφάλισης ορισμένων θεσμών και με τον τρόπο αυτό δυσχεραίνονται μεταβολές και εξελίξεις, ακόμα κι’ όταν συντρέχουν οι απαραίτητες ιστορικές προϋποθέσεις. Έτσι όμως το δίκαιο έρχεται αντιμέτωπο με την πολιτική πραγματικότητα (Δημήτρης Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Α, Τέταρτη Έκδοση, σελ. 191).

Ο θεσμός της αναθεώρησης του Συντάγματος υπηρετεί κατά βάση την ομαλή προσαρμογή του προς τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές και άλλες συνθήκες και αφ’ ετέρου με την περιοριστική ρύθμιση της αναθεώρησής του, το προστατεύει έναντι της θέλησης της εκάστοτε πλειοψηφίας (Αριστόβουλος Μάνεσης, Αι Εγγυήσεις Τηρήσεως του Συντάγματος, Τόμος ΙΙ, 1991, σελ. 294).

Ο βαθμός αυστηρότητας των διαφόρων Συνταγμάτων ποικίλει. Παράδειγμα απόλυτα αυστηρού Συντάγματος ήταν το ελληνικό Σύνταγμα του 1844, το οποίο δεν προέβλεπε καμιά απολύτως δυνατότητα αναθεώρησης και γι’ αυτό άλλωστε, όπως επισημαίνει και ο Δ. Τσάτσος, καταλύθηκε με επανάσταση. Όπως επίσης εύστοχα παρατηρεί ο Τσάτσος ο αυστηρός χαρακτήρας ενός Συντάγματος και κυρίως οι μη αναθεωρήσιμες διατάξεις του, γεννούν το πρόβλημα της ιστορικής του διάρκειας. Ακόμα και για απόλυτα αυστηρά Συντάγματα, όπως ήταν το Ελληνικό Σύνταγμα του 1844, ισχύει η ρήση του Ν. Ι. Σαρίπολου “ ο κυρίαρχος λαός εν παντί καιρώ και πάση ώρα έχει την εξουσίαν μεταρρυθμίσαι το πολίτευμα κατά το αυτώ δοκούν “ (Νικόλαος Ν. Σαρίπολος, Ελληνικόν Συνταγματικόν Δίκαιον, Τρίτη έκδοση, Τόμος Α΄, σελ.86), ενώ με επιστολή του προς το Βασιλιά συμβουλεύει την αναθεώρηση του Συντάγματος παρά το άρθρο 107 που απαγόρευε την τροποποίηση και το οποίο “ουδεμίαν έχει ισχύν, άτε αντικείμενον εις την κυριαρχίαν του Έθνους και εις τον ορθόν λόγον”.  Η παρά το άρθρο 107 σύγκληση της Εθνοσυνέλευσης κατά τον Ν. Ι. Σαρίπολο “δεν είναι κατατόλμημα πολιτικόν, αλλά τουναντίον, πρόνοια πολιτική όπως προληφθεί μία επανάστασις, ήτις ευρίσκεται επί θύραις ...” (βλ. Νικόλαος Ν. Σαρίπολος Ελληνικόν Συνταγματικόν Δίκαιον, ανωτέρω, σελ. 41, 42. Βλ. επίσης Ευάγγελος Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Τόμος Ι, 1991, σελ. 31).

[*1056]

Στην Κύπρο καμιά τροποποίηση του Συντάγματος δεν έγινε με την προβλεπόμενη διαδικασία, αλλά με επίκληση του δικαίου της ανάγκης.  Το Συνταγματικό Δίκαιο της ανάγκης βασίζεται στη σκέψη ότι η θέσπιση κάθε κανόνα δικαίου, επομένως και του Συντάγματος, θεμελιώνεται στην πρόβλεψη μιας ορισμένης πραγματικής κατάστασης και μιας κανονικής εξέλιξης της κατάστασης αυτής. Όταν η πρόβλεψη του νομοθέτη διαψεύδεται, δηλαδή όταν η προβλεπόμενη “κανονικότητα” της πολιτικής εξέλιξης ή των πραγματικών δεδομένων αναιρεθεί, αναιρούνται και οι πραγματικές προϋποθέσεις για τη νομική αποτελεσματικότητα των σχετικών κανόνων (Τσάτσος, ανωτέρω, σελ. 239, 240).

Έτσι υπεισέρχεται το δίκαιο της ανάγκης το οποίο στηρίζεται στην αρχή ότι ο κανόνας της σωτηρίας της πολιτείας είναι ο υπέρτατος νόμος, αποτελεί το θεμέλιο κάθε κρατικής οργάνωσης, συνιστά δε σε τελευταία ανάλυση, το βασικό κανόνα που διέπει τη συγκρότηση δεδομένης πολιτείας, δηλαδή τον υπέρτατο κανόνα συνταγματικού δικαίου (Αριστόβουλος Μάνεσης, Περί Αναγκαστικών Νόμων-Αι Εξαιρετικαί Νομοθετικαί Αρμοδιότητες της Εκτελεστικής Εξουσίας, 1953, σελ. 142).

Προϋπόθεση της ισχύος της έννομης τάξης σε όλες της τις βαθμίδες, προϋπόθεση της ισχύος κάθε επί μέρους κανόνα της, είναι η ύπαρξη της πολιτείας. Η εξαφάνιση της πολιτείας συνεπάγεται κατάλυση της διέπουσας αυτής έννομης τάξης. Γι’ αυτό και μπορεί να λεχθεί ότι η έννομη τάξη έχει ως βάθρο της τον κανόνα salus populi suprema lex esto. Η ισχύς του κανόνα salus populi είναι συνεχής, καθίσταται όμως εμφανώς ενεργός υπό ορισμένους όρους.

Η επίκληση του δικαίου της ανάγκης θα πρέπει να προσεγγίζεται με μεγάλη προσοχή γιατί δυνατόν να κρύβει τον κίνδυνο κατάλυσης της έννομης τάξης με νομιμοφάνεια.

Ο κίνδυνος που διέρχεται η πολιτεία πρέπει να είναι αντικειμενικά υπαρκτός, άμεσος και έκδηλος. Τα πιο πάνω τυπικά στοιχεία του κινδύνου κατά το δίκαιο της ανάγκης, πρέπει να συνυπάρχουν κατά την αντίληψη του μέσου ανθρώπου και κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας (Μάνεσης, ανωτέρω, σελ.150).

Πολιτειακό κίνδυνο δημιουργεί κάθε απρόβλεπτη, εξαιρετική, σοβαρή κατάσταση πραγμάτων, από την ένταση ή έκταση της οποίας διακυβεύεται ή ύπαρξη της πολιτείας, ενώ συγχρόνως οι [*1057]υπάρχοντες ειδικοί κανόνες της έννομης τάξης αδυνατούν απολύτως να εκπληρώσουν το βασικό προορισμό τους (Μάνεσης, ανωτέρω, σελ.151).

Μετά την αποχώρηση των βουλευτών που ανήκαν στην τουρκοκυπριακή κοινότητα το 1964, το κράτος βρέθηκε ενώπιον δύο εκλογών. Είτε να συμμορφωθεί με το αυστηρό γράμμα του Συντάγματος, να σταυρώσει τα χέρια και να παρακολουθεί αδρανές την πλήρη παράλυση των λειτουργιών του, είτε να αποστεί από το γράμμα του Συντάγματος το οποίο είχε, εν πάση περιπτώσει, καταστεί μη λειτουργήσιμο λόγω των απρόβλεπτων γεγονότων και να προβεί στις απαραίτητες για τη λειτουργία του κράτους πράξεις προσωρινά μέχρι της επιστροφής στις κανονικές συνθήκες, με σκοπό την αποτροπή της κατάρρευσης του οικοδομήματος του κράτους. Όπως τονίζεται και από το Δικαστή Ιωσηφίδη στην υπόθεση Ibrahim στη σελ. 268, κάτω από τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις ήταν το καθήκον της διακυβέρνησης, μέσω του νομοθετικού οργάνου να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα που ήταν απολύτως αναγκαία για την κανονική λειτουργία του κράτους.

Έχει ήδη αποφασιστεί δικαστικά ότι τα πολιτειακά όργανα διαθέτουν εκτός από την εξουσία που τους δόθηκε από το Σύνταγμα και το εξυπακουόμενο καθήκον να ασκούν κρατική εξουσία. Ακόμα και παρά το συνταγματικό αδιέξοδο το κράτος συνεχίζει να υφίσταται και μαζί του συνεχίζει να υφίσταται και η ανάγκη για διακυβέρνηση. Όταν η σχετική πρόνοια του Συντάγματος λόγω της επείγουσας κατάστασης έχει παύσει να λειτουργεί λόγω της απρόβλεπτης κατάστασης, τόσο η εκτελεστική όσο και η νομοθετική λειτουργία έχουν την εξουσία, αλλά και το καθήκον να φροντίσουν όπως ληφθούν τα απαραίτητα νομοθετικά μέτρα για διασφάλιση της κρατικής λειτουργίας.

Η αρχή του δικαίου της ανάγκης στο δημόσιο δίκαιο αποτελεί στην πραγματικότητα την αποδοχή της ανάγκης ως πηγής εξουσίας για ενέργεια με τρόπο που δεν προβλέπεται από το νόμο, αλλά που είναι απαραίτητος κάτω από τις επικρατούσες συνθήκες από το ανώτατο δημόσιο συμφέρον για την επιβίωση του κράτους και του λαού. Μάλιστα στην υπόθεση Ibrahim αφήνεται ακόμα να νοηθεί ότι όταν η λαϊκή κυριαρχία δεν μπορεί να λειτουργήσει για να επιτευχθεί τροποποίηση του Συντάγματος, τότε ακριβώς γίνεται επίκληση του δικαίου της ανάγκης.

Κατά την απάντηση του ερωτήματος σε ποιά έκταση η Βουλή [*1058]των Αντιπροσώπων ενώπιον μιας επείγουσας κατάστασης, δικαιούται να ενεργήσει για λογαριασμό του λαού, το Δικαστήριο θα πρέπει να επιδεικνύει μεγάλη αυτοσυγκράτηση κατά την εξέταση του θέματος της κατ’ ισχυρισμόν αντισυνταγματικότητας ενός νόμου, σε περίπτωση δε αμφιβολίας θα πρέπει να τείνει υπέρ της εγκυρότητας ενός τέτοιου νόμου. Η δεύτερη αρχή που το Δικαστήριο θα πρέπει να έχει υπ’ όψη είναι ότι κατά το δυνατό θα πρέπει να ακολουθείται η εμπειρική προσέγγιση (κατά Τριανταφυλλίδη, στην Ibrahim, σελ. 232, 233). Η εμπειρική προσέγγιση είναι η προσέγγιση σύμφωνα με την οποία το Σύνταγμα προσεγγίζεται περισσότερο σαν ένα πολιτικό, παρά σαν ένα νομικό κείμενο.

Κατά την ακρόαση των υπό εξέταση εκλογικών αιτήσεων έγινε πολύς λόγος για την Αναφορά 1/86, Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1986) 3 C.L.R. 1439. Θα πρέπει κατ’  αρχήν να πούμε ότι η υπόθεση εκείνη δεν αφορούσε ουσιαστικά το ίδιο επίδικο θέμα.  Δεν εξέτασε κατά πόσο σύμφωνα με το δίκαιο της ανάγκης είναι δυνατή η τροποποίηση του Συντάγματος. Εν πάση περιπτώσει δεν θεωρούμε ότι η απόφαση καταλήγει στη θέση ότι η τροποποίηση του Συντάγματος δεν είναι δυνατή χωρίς την παρουσία των Τουρκοκυπρίων βουλευτών.  Αντίθετα αναφέρει ότι για να κριθεί έγκυρη η ψήφιση του υπό κρίση νόμου, το Ανώτατο Δικαστήριο θα πρέπει να πεισθεί ότι οι τροποποιήσεις των συγκεκριμένων άρθρων είναι τόσο απαραίτητες ώστε να δικαιολογείται βάσει του δικαίου της ανάγκης, η τροποποίηση μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος με νόμο, που ψηφίστηκε χωρίς την παρουσία των Τουρκοκυπρίων.  Κατά τη γνώμη μας η διατύπωση αυτή προϋποθέτει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δέχεται κατ’ αρχήν ότι το δίκαιο της ανάγκης δικαιολογεί τροποποίηση του Συντάγματος, παρά την απουσία των Τουρκοκυπρίων βουλευτών.

Στην Αναφορά 1/86 το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι λόγοι που προβάλλονταν για τις τροποποιήσεις δεν ήταν επιτακτικότεροι της υπέρτατης πολιτειακής ανάγκης να μην τροποποιηθούν τα Άρθρα 63 και 66.  Οφείλουμε να πούμε ότι δεν αντιλαμβανόμαστε τι συνιστά αυτή την υπέρτατη πολιτειακή ανάγκη μη τροποποίησης άρθρων του Συντάγματος και ποιό δημόσιο συμφέρον εξυπηρετεί. Στην απόφαση γίνεται αναφορά στη θεμελιώδη φύση του Άρθρου 182.3 του Συντάγματος. Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι δεν είναι το Άρθρο 182.3 που τροποποιήθηκε. Απλώς, με επίκληση του δικαίου της ανάγκης ατονεί η πρόνοιά του ως προς την πλειοψηφία των δύο τρίτων του Τουρκοκυπρίων βουλευ[*1059]τών. Δεν συμμεριζόμαστε επίσης τη διαπίστωση ότι η Βουλή στην πραγματικότητα διεκδικεί απεριόριστο δικαίωμα τροποποίησης του Συντάγματος χωρίς ειδική αναφορά στον κυπριακό λαό. Κατ’ αρχή για αναθεώρηση του Συντάγματος δεν απαιτείται ούτως ή άλλως ειδική αναφορά στο λαό. Τέτοιες προϋποθέσεις απαιτούνται από άλλα Συντάγματα. Στην περίπτωση του δικού μας Συντάγματος το μόνο που απαιτείται είναι η πλειοψηφία των δύο τρίτων των βουλευτών των δύο κοινοτήτων. Από την άλλη, στη Βουλή παραχωρείται εν πάση περιπτώσει από το Σύνταγμα απεριόριστη εξουσία αναθεώρησης, αν επιτευχθεί βέβαια η απαιτούμενη πλειοψηφία.

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η Βουλή είναι κατ’ αρχήν το αρμόδιο για την αναθεώρηση του Συντάγματος όργανο. Περαιτέρω, ακόμα και με το δίκαιο της ανάγκης εξακολουθεί να απαιτείται η πλειοψηφία των δύο τρίτων των βουλευτών της ελληνικής κοινότητας και ουσιαστικά η μόνη συνταγματική προϋπόθεση που αναστέλλεται είναι η ανάγκη για ψήφιση της τροποποίησης από τα δύο τρίτα των Τουρκοκυπρίων βουλευτών, οι οποίοι εν πάση περιπτώσει, δεν υφίστανται γιατί η τουρκοκυπριακή κοινότητα μόνη της επέλεξε να μην εκλέγει βουλευτές. Δεν είναι, σύμφωνα με το δικό μας Σύνταγμα, απαραίτητο να δοθεί στη συγκεκριμένη σύνοδο της Βουλής αναθεωρητική δικαιοδοσία.  Αρκεί να εξασφαλίζεται η απαιτούμενη πλειοψηφία των δύο τρίτων.

Στην Αναφορά 1/86 το Δικαστήριο δεν απέκλεισε την άσκηση της αναθεωρητικής λειτουργίας της Βουλής χωρίς την παρουσία μελών της τουρκικής κοινότητας. Εξάρτησε όμως την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης από την αναγκαιότητα της συγκεκριμένης τροποποίησης. Η κατάληξη αυτή δεν συμφωνεί με την απόφαση στην υπόθεση Πολύκαρπος Ιωαννίδης v. Αστυνομίας (1973) 2 C.L.R. 125, όπου κρίθηκε ότι αφού η παράταση της θητείας της Βουλής ήταν έγκυρη υπό τας περιστάσεις, η νομοθετική εξουσία μπορούσε να ασκηθεί από αυτή, όχι μόνο σε επείγουσες και εξαιρετικές περιπτώσεις, αλλά όπως και πριν την παράταση της θητείας της.  Με την υπόθεση Ιωαννίδης υιοθετείται ουσιαστικά η αρχή ότι όταν δοθεί στη Βουλή, βάσει του δικαίου της ανάγκης, η εξουσία να νομοθετεί και χωρίς την παρουσία των Τουρκοκυπρίων βουλευτών, αυτή η εξουσία διατηρείται και ασκείται χωρίς να απαιτείται κάθε φορά η εξέταση της αναγκαιότητας ψήφισης του συγκεκριμένου νομοθετήματος.

Το ίδιο θέμα απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο και στην υπόθεση Νικολάου και Άλλη v. Νικολάου και Άλλου (Αρ.2) [*1060](1992) 1 Α.Α.Δ. 1338. Εξετάστηκε η δυνατότητα της Βουλής προς αναθεώρηση του Άρθρου 111 του Συντάγματος χωρίς και πάλιν την παρουσία των Τουρκοκυπρίων βουλευτών. Πέντε από τους Δικαστές που απάρτιζαν τη συγκεκριμένη σύνθεση κατέληξαν στην απόφαση ότι η Βουλή έχει το δικαίωμα βάσει του δικαίου της ανάγκης, να τροποποιεί οποιοδήποτε μη θεμελιώδες άρθρο του Συντάγματος. Έγινε αναφορά τόσο στην υπόθεση Πολύκαρπος Ιωαννίδης, ανωτέρω, όσο και στην Αναφορά 1/86, την οποία τελικά αποφάσισαν να μη ακολουθήσουν για τους λόγους που εκθέτουν. Στην απόφασή του ο Δικαστής Στυλιανίδης επιβεβαιώνει τη θέση που τέθηκε με την απόφαση στην Ιωαννίδης ότι κατά την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης δεν εξετάζεται κάθε συγκεκριμένο νομοθέτημα, αφού η ανάγκη συνίσταται στη λειτουργία της Βουλής.

Αντίθετα, οι άλλοι πέντε Δικαστές που διαφώνησαν με τη γραμμή αυτή, δέχτηκαν ότι η Βουλή υπό την παρούσα της σύνθεση δεν έχει αναθεωρητική δικαιοδοσία. Ο υπό κρίση νόμος κρίθηκε συνταγματικός με βάση το τεκμήριο συνταγματικότητας το οποίο σε περίπτωση ισοψηφίας δεν ανατρέπεται.

Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας είναι δικανικός και δεν αναφέρεται ούτε στη σοφία ούτε στη σκοπιμότητα ή τις επιπτώσεις του νόμου (Τhe Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Christodoulos Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640). Ο ασκούμενος από τα δικαστήρια έλεγχος είναι έλεγχος συνταγματικής νομιμότητας. Δεν επιτρέπεται να επεκταθεί και μετατραπεί σε έλεγχο σκοπιμότητας, πολύ δε περισσότερο σε πολιτικό έλεγχο των πράξεων της νομοθετικής εξουσίας (Νικολάου, ανωτέρω). Την ευθύνη για τη σοφία του νόμου φέρει μόνο η Βουλή των Αντιπροσώπων.

Όπως τονίζεται και στην απόφαση των μελών του Δικαστηρίου που δέκτηκαν τη συνταγματικότητα της τροποποίησης στην υπόθεση Νικολάου, η μη άσκηση της αναθεωρητικής λειτουργίας από τη Βουλή των Αντιπροσώπων λόγω της αποχώρησης των Τουρκοκυπρίων βουλευτών, μετατρέπει μη θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος σε θεμελιώδη και εμποδίζει τη λειτουργία του πολιτεύματος, όπως προδιαγράφεται στο Σύνταγμα. Εμποδίζει την εξέλιξη της πολιτείας και αποτελεί προσβολή των δημοκρατικών θεσμών. Η ανάγκη εντοπίζεται στην άσκηση της αναθεωρητικής λειτουργίας της Βουλής και υφίσταται όσο χρόνο διαρκούν οι εξαιρετικές περιστάσεις. Για όσο χρόνο η συμμόρφωση προς ορισμένες διατάξεις του Συντάγματος είναι αντικειμενικά [*1061]αδύνατη, το δίκαιο της ανάγκης καθιστά τις διατάξεις αυτές  ανενεργές.

Η υπόθεση Νικολάου καταλήγει στην αποδοχή της θέσης ότι το δίκαιο της ανάγκης δικαιολογεί την άσκηση της αναθεωρητικής εξουσίας του Άρθρου 182 του Συντάγματος, με την προβλεπόμενη πλειοψηφία μόνο των βουλευτών που ανήκουν στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, εν όψει της αποχώρησης των βουλευτών που ανήκουν στην τουρκοκυπριακή κοινότητα.

Παρά την ισοψηφία που σημειώθηκε, θεωρούμε την απόφαση στην υπόθεση Νικολάου για τη δυνατότητα τροποποίησης άρθρων του Συντάγματος ως δεσμευτική, όπως αν είχε αποφασιστεί ομόφωνα (nemine dissentiente) (A.G. v. Dean and Canons of Windsor [1860] 8 H.L. Cas. 369, 392, Inland Revenue Commissioners v. Walker [1915] A.C. 509, 519, 522. Βλ. επίσης 22, Halsbury’s Laws of England, 3η έκδοση, παραγρ. 1686).

Θεωρούμε ότι η υπόθεση Νικολάου έχει αποστεί από τις θέσεις της Αναφοράς 1/86 για τους λόγους που εκτίθενται στο σκεπτικό της απόφασης. Πέραν τούτου και πέραν από τις σκέψεις που εκθέσαμε πιο πάνω, πιστεύουμε ότι κανένας πρακτικός σκοπός δεν θα εξυπηρετηθεί με την περαιτέρω ανάλυση των λόγων για τους οποίους θεωρούμε ότι η απόφαση Νικολάου αφίσταται της θέσης που εκφράστηκε από την Αναφορά 1/86. Αρκεί να λεχθεί ότι θεωρούμε την αντιμετώπιση στη Νικολάου και της υπόθεσης Ιωαννίδη ως ορθές και τις υιοθετούμε.

Μια από τις πιο σημαντικές και υπεύθυνες λειτουργίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι η μεταμόρφωση της νομικής θεωρίας σε ζωντανό νόμο που μπορεί να εφαρμοστεί στην καθημερινή ζωή για τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης. Όταν η επιβίωση της χώρας τελεί υπό απειλή, οι περιστάσεις της στιγμής επικρατούν επί της δικανικής εμμονής στη νομιμότητα (Ibrahim, ανωτέρω, σελ. 258).

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η Βουλή δεν άσκησε αρμοδιότητες που δεν της παρέχονται από το Σύνταγμα, ούτε το περιεχόμενο της τροποποίησης είναι ασύμφωνο με οποιαδήποτε συνταγματική διάταξη. Ο μόνος λόγος για τον οποίο προβάλλεται ο ισχυρισμός για αντισυνταγματικότητα είναι η απουσία των Τουρκοκυπρίων βουλευτών.

Με δεδομένο ένα Σύνταγμα άκαμπτο, μονομερές και με στενή [*1062]θεώρηση, όπως είναι το δικό μας, η πλήρης αδυναμία αναθεώρησής του που δεν επιτρέπει τη λήψη των αναγκαίων υπό τας περιστάσεις μέτρων, θα μας έφερνε στο παράλογο αποτέλεσμα το ίδιο το Σύνταγμα να κατέληγε στην καταστροφή της έννομης τάξης, εν ονόματι της διατήρησής του.

Τόσο η εκτελεστική όσο και η δικαστική εξουσία εξακολουθούν να ασκούν όλο το φάσμα των αρμοδιοτήτων που ανατέθηκαν σ’ αυτές από το Σύνταγμα, χωρίς οποιοδήποτε περιορισμό και χωρίς οποιοσδήποτε τρίτος να εγκρίνει τους λόγους που τις ωθούν στη λήψη των εκάστοτε αποφάσεών τους, παρά το γεγονός ότι η λειτουργία τους έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από το δίκαιο της ανάγκης. Ακόμα και η νομοθετική εξουσία, στην κανονική της νομοθετική λειτουργία, ασκεί τα καθήκοντά της και νομοθετεί παρά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων βουλευτών, χωρίς να αμφισβητείται η νομιμότητα των νόμων που ψηφίζει. Διερωτώμαστε γιατί να αρνηθούμε στη Βουλή τη νομιμότητα των αρμοδιοτήτων που χαίρουν οι άλλες δύο εξουσίες, ή γιατί να της αρνηθούμε την αναθεωρητική της δικαιοδοσία, ενώ ασκεί  κανονικά τη συνήθη νομοθετική της λειτουργία.

Η αιτιολόγηση της αρχής της ανάγκης βρίσκεται στην ανάγκη διασφάλισης της ύπαρξης του κράτους και της διατήρησης της κοινωνικής τάξης. Η αρχή της ανάγκης είναι νομική αρχή και προκύπτει από την αναγκαιότητα συσπείρωσης των κοινωνικών στοιχείων. Τα μέτρα που λαμβάνονται εν ονόματι της ανάγκης θα πρέπει να προκύπτουν από τη συλλογική θέληση για επιβίωση. Έτσι θα πρέπει να τυγχάνουν της έγκρισης της λαϊκής αντιπροσωπείας (Αndreas Aloupas and Another v. National Bank of Greece S.A. [1983] 1 C.L.R. 55).

Η Βουλή των Αντιπροσώπων είναι ο ρυθμιστής της νομοθεσίας. Είναι το σώμα που είναι υπεύθυνο για την αναγνώριση των αναγκών του λαού και των κακών εναντίον των οποίων θα πρέπει ο λαός να προστατευτεί, καθώς επίσης και των μέτρων που απαιτούνται κάτω από τις περιστάσεις (Georghios Apostolides and Others v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 928).

Η δυνατότητα αναθεώρησης του Συντάγματος αποτελεί την πλέον βασική αρμοδιότητα της Βουλής και αποτελεί μια από τις συνέπειες της δημοκρατικής μορφής του πολιτεύματος (Νικόλαος Αντωνόπουλος Συνταγματικόν Δίκαιον, Τόμος Β, Τεύχος Α, 1971, σελ. 214).

Οι περιορισμοί που το Σύνταγμα περιέχει για τροποποίηση [*1063]των διάφορων άρθρων του, σκοπό έχουν την προστασία του λαού από επιβουλές εναντίον της λαϊκής κυριαρχίας. Στην παρούσα περίπτωση σίγουρα η Βουλή δεν επιβουλεύεται τη λαϊκή κυριαρχία. Αντίθετα αν εστερείτο από τη λαϊκή αντιπροσωπεία το δικαίωμα αναθεώρησης του Συντάγματος θα είχαμε σαφή περιορισμό της λαϊκής κυριαρχίας.

Υπάρχουν κράτη που δεν έχουν καν γραπτό Σύνταγμα και όμως δεν αντιμετωπίζουν συνταγματικές ή πολιτειακές εκτροπές. Αυτό αποδεικνύει ότι ουσιαστικά προστασία του Συντάγματος είναι ο σεβασμός των πολιτειακών οργάνων στην ουσία και στο πνεύμα του και όχι στο γράμμα του, όταν αυτό καταλήγει κάτω από τις συνθήκες σε παράλογα αποτελέσματα.

Κανένα νομικό επιχείρημα ακόμα κι’ όταν είναι ακαδημαϊκά ορθό δεν μπορεί να απομακρύνει την οδυνηρή κατάσταση που επιβλήθηκε στον Κυπριακό λαό για τόσα χρόνια, σχεδόν από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η σημερινή κατάσταση της πατρίδας μας καθιστά εμφανή με τον πιο πειστικό τρόπο πόσο μακριά από την πραγματικότητα ήταν ορισμένες συνταγματικές πρόνοιες και σε ποιό βαθμό το Σύνταγμα απαιτεί τη βοήθεια του δικαίου της ανάγκης για να μπορέσει το κράτος να συνεχίσει να λειτουργεί.

Η αρχή ότι η ύπαρξη της ανάγκης θα πρέπει να δικαιολογείται κάθε φορά είναι ορθή. Όμως κάτω από τις επικρατούσες στον τόπο μας συνθήκες, κάθε φορά που γίνεται επίκληση του δικαίου της ανάγκης, το Δικαστήριο έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με την ίδια αναγκαιότητα, την ανάγκη λειτουργίας των οργάνων της πολιτείας, σ’ αυτή την περίπτωση της Βουλής, παρά την απουσία των Τουρκοκυπρίων. Δεν πρέπει, όπως σωστά λέχθηκε και στην υπόθεση Νικολάου, να εξετάζεται η αναγκαιότητα της συγκεκριμένης νομοθετικής πράξης. Η ανάγκη που εξυπηρετείται είναι, για όσο καιρό διαρκεί η ανώμαλη κατάσταση η λειτουργία των πολιτειακών οργάνων, παρά την απουσία των Τουρκοκυπρίων.

Με την επίκληση του δικαίου της ανάγκης απλώς αναστέλλεται το μέρος του Άρθρου 182.3 που αναφέρεται στην προϋπόθεση ψήφισης της τροποποίησης από τα δύο τρίτα των Τουρκοκυπρίων βουλευτών. Έτσι εν όψει του ότι η κατάσταση εξακολουθεί να παραμένει μέχρι σήμερα αναλλοίωτη, θεωρούμε ότι εφ’  όσον επικρατούν οι ίδιες συνθήκες, η Βουλή των Αντιπροσώπων έχει το δικαίωμα να προβαίνει σε τροποποίηση του Συντάγμα[*1064]τος, ασκώντας την αναθεωρητική της λειτουργία, νοουμένου πάντα ότι θα εξασφαλίζεται η πλειοψηφία των δύο τρίτων των εκλεγέντων βουλευτών.  Είναι γι’ αυτό το λόγο που δεν είναι αναγκαίος ο έλεγχος της αναγκαιότητας ψήφισης του κάθε συγκεκριμένου νομοθετήματος.

Ένα από τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν εναντίον του δικαιώματος της Βουλής να τροποποιεί το Σύνταγμα είναι ότι ενώ το δίκαιο της ανάγκης εφαρμόζεται για τη λήψη προσωρινών μέτρων και μόνο για την περίοδο που διαρκεί η ανάγκη, η τροποποίηση του Συντάγματος είναι μέτρο μόνιμο και καθόλου προσωρινό. Στην υπόθεση Νικολάου έχει λεχθεί ότι οι νόμοι που τροποποιούν το Σύνταγμα δεν διαφέρουν ως προς τη διάρκεια της ισχύος τους από οποιοδήποτε άλλο νόμο που θεσπίστηκε κατ’ επίκληση του δικαίου της ανάγκης. Αν οι συνήθεις νόμοι που ψηφίστηκαν με βάση το δίκαιο της ανάγκης κρίνονται συνταγματικοί παρόλον ότι ισχύουν επ’ αόριστο και μέχρι την κατάργησή τους ή την τροποποίησή τους, γιατί νόμος που τροποποιεί το Σύνταγμα να θεωρείται μονιμότερη διευθέτηση, διερωτήθηκε ο Δικαστής Πογιατζής.

Μιλώντας για προσωρινότητα, τριανταπέντε και πλέον χρόνια μετά την πρώτη επίκληση και εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης, η ανάγκη, όχι μόνο δεν έχει παρέλθει, αλλά αντίθετα έχει επιδεινωθεί.

Στην απόφαση του Αρείου Πάγου Αρ. 86/1945, που υιοθετήθηκε από το Δικαστήριο στην υπόθεση Ibrahim, γίνεται αποδεκτό ότι κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της διάκρισης των εξουσιών, με βάση το δίκαιο της ανάγκης μπορεί να τροποποιείται ή καταργείται από την εκτελεστική εξουσία διάταξη του Συντάγματος. Η συντακτική πράξη που εκδίδεται παραμένει αντισυνταγματική, αλλά τυγχάνει εφαρμογής και τα δικαστήρια δεν μπορούν να αρνηθούν την εφαρμογή της λόγω ασυμφωνίας της με το Σύνταγμα. Νομίζουμε ότι η ίδια αρχή ισχύει και στην Κύπρο. Κάθε νόμος που ψηφίζεται κατ’ επίκληση του δικαίου της ανάγκης παραμένει αντισυνταγματικός, αλλά για όσο διάστημα διαρκεί η κατάσταση ανάγκης, εφαρμόζεται κανονικά παρά την αντισυνταγματικότητά του. Έτσι δεν τίθεται θέμα μονιμότητας της τροποποίησης του Συντάγματος. Μετά τη λήξη της κατάστασης ανάγκης οι διάφορες πράξεις θα πρέπει είτε να επικυρωθούν, είτε να ακυρωθούν.

Εναντίον της συνταγματικότητας του νόμου προβλήθηκαν [*1065]και άλλα επιχειρήματα. Αμφισβητήθηκε η συνταγματικότητα της τροποποίησης του Ν. 115(1)/96.  Προβλήθηκε το επιχείρημα ότι αφού το Άρθρο 66.2 του Συντάγματος τροποποιήθηκε, παραμένει εν αμφιβόλω η ισχύς του Άρθρου 66.3 το οποίο συνεχίζει να αναφέρεται σε αναπληρωματική εκλογή. Θεωρούμε ότι ούτε αυτό το επιχείρημα μπορεί να ευσταθήσει. Η παράγραφος 3 του Άρθρου 66 εξακολουθεί να ισχύει όπου για οποιοδήποτε λόγο εξακολουθεί να είναι αναγκαία αναπληρωματική εκλογή. Μια τέτοια περίπτωση ισχύει αν για παράδειγμα δεν υπάρχουν επιλαχόντες ή αν η θέση που χηρεύει ανήκε σε ανεξάρτητο βουλευτή ή αν τέλος οι επιλαχόντες του συγκεκριμένου κόμματος έχουν πάψει να ανήκουν στο κόμμα. Σ’ αυτή την περίπτωση βέβαια ισχύουν οι πρόνοιες του Άρθρου 66.3 με αποτέλεσμα οι εκλογές να είναι απαραίτητες.

Τέθηκε επίσης το επιχείρημα ότι με την τροποποίηση μεταβάλλονται τα προσόντα εκλογιμότητας, αφού η σχετική συνταγματική διάταξη δεν προβλέπει τη συμμετοχή σε κόμμα ως μια από τις προϋποθέσεις υποβολής υποψηφιότητας. Ούτε και με αυτό το επιχείρημα θα συμφωνήσουμε. Η εκλογιμότητα εξετάζεται κατά την υποβολή υποψηφιοτήτων για τις γενικές εκλογές όπου  καθένας μπορεί να θέσει υποψηφιότητα. Κατά τη θέση της υποψηφιότητας  στις εκλογές η συμμετοχή σε κόμμα δεν είναι μια από τις απαραίτητες προϋποθέσεις.

Σύμφωνα με τον υφιστάμενο νόμο οι εκλογές προκηρύσσονται και διενεργούνται τόσο για εκλογή των βουλευτών, όσο και για εκλογή των επιλαχόντων κατά το χρόνο της αρχικής εκλογής. Ουσιαστικά η εκλογή γίνεται την πρώτη φορά και ο Έφορος απλώς διαπιστώνει την ύπαρξη των προϋποθέσεων για να διαπιστωθεί ποιός από τους επιλαχόντες πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει εκλεγεί. Ο νόμος στην ουσία επιθυμεί να διατηρηθεί η ετυμηγορία του λαού που δόθηκε με βάση το αναλογικό σύστημα.

Παρεμπιπτόντως θα πρέπει να λεχθεί ότι ουσιαστικά η προϋπόθεση που θέτει ο εκλογικός νόμος δεν είναι η συμμετοχή του επιλαχόντος στο ίδιο κόμμα, αλλά η συμμετοχή του στον ίδιο εκλογικό συνδυασμό και ουσιαστικά με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η επιλογή του εκλογικού σώματος.

Στις αιτήσεις προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός στον οποίο όμως δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά κατά την ακρόαση, ότι η τροποποίηση του νόμου έγινε μετά την κένωση της έδρας και συνεπώς δεν μπορεί να ισχύσει στην παρούσα περίπτωση. Δεν [*1066]συμφωνούμε. Η τροποποίηση του Συντάγματος δημοσιεύτηκε στις 28.2.1996 και ο Νόμος 118(1)/96 στις 31.12.1996. Μπορεί ο κ. Κοντίδης να ψηφίστηκε δήμαρχος στις εκλογές που διεξήχθηκαν στις 15.12.1996, αλλά η έδρα του κενώθηκε την 1.1.1997 όταν παραιτήθηκε από το αξίωμα του βουλευτή.

Πριν τελειώσουμε θέλουμε να σημειώσουμε ότι δεν δίδουμε οποιαδήποτε σημασία στο επιχείρημα ως προς το διορισμό του Εφόρου εκλογής. Ουσιαστικά πρόκειται για απλή διατύπωση που δεν μπορεί να επηρεάσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Ασφαλώς δεν θα μπορούσε να ανακηρυχθεί υποψήφιος χωρίς το διορισμό Εφόρου εκλογής.

Σαν αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω θεωρούμε ότι τόσο ο Νόμος 115(1)/96 όσο και ο Νόμος 118(1)/96 είναι συνταγματικοί και συνεπώς οι αιτήσεις θα πρέπει να απορριφθούν.  Οι αιτήσεις απορρίπτονται χωρίς έξοδα.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Συμφωνώ με τους αδελφούς Δικαστές Φρίξο Νικολαΐδη και Γιώργο Νικολάου, που με τις αποφάσεις τους καταλήγουν ότι ο Περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 1996, δεν είναι αντισυνταγματικός. Επίσης συμφωνώ για τους λόγους που αναφέρονται στις αποφάσεις αυτές ότι δεν ευσταθεί καμιά από τις εισηγήσεις των δικηγόρων των αιτητών και ότι οι αιτήσεις θα πρέπει να απορριφθούν.

Περαιτέρω, θα ήθελα να προσθέσω ότι στην υπόθεση Νικολάου κ.ά. v. Νικολάου και Άλλου (Αρ. 2) (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1338, κρίθηκε από πέντε Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων και από μένα, με την κοινή απόφασή μας, το κεφαλαιώδες θέμα, ότι το δίκαιο της ανάγκης δικαιολογεί την άσκηση της αναθεωρητικής εξουσίας της Βουλής των Αντιπροσώπων, που δίδεται σε αυτή με το Άρθρο 182.2 και 3 του Συντάγματος, με την προβλεπόμενη πλειοψηφία μόνο των Βουλευτών που ανήκουν στην Ελληνική Κοινότητα, ενόψει της ανυπαρξίας Βουλευτών που ανήκουν στην Τουρκοκυπριακή Κοινότητα.

Ακόμα ειπώθηκε σ’ εκείνη την υπόθεση από τους πέντε δικαστές των οποίων η κοινή απόφαση επεκράτησε, ότι η σοφία και η σκοπιμότητα κάθε αναθεωρητικού νόμου, επαφίονται στη νομοθετική εξουσία και ότι το Δικαστήριο έχει καθήκον προς την πολιτεία και προς το λαό της Κυπριακής Δημοκρατίας, να διατηρεί τα ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες και να στηρίζει [*1067]τη λειτουργία των συνταγματικών οργάνων κάτω από τις εξαιρετικές περιστάσεις που επικρατούν στην χώρα μας.

Εξακολουθώ να υποστηρίζω την ορθότητα της απόφασης μας στη Νικολάου (ανωτέρω), την οποία και επιβεβαιώνω και δεν επιθυμώ να προσθέσω οτιδήποτε πέραν των όσων έχουν λεχθεί σε αυτή.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Συμφωνώ με τις αποφάσεις των αδελφών δικαστών, Φρ. Νικολαΐδη και Γ. Νικολάου, που υιοθετούν και επιβεβαιώνουν την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Νικολάου v. Νικολάου (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1338, όπου εκρίθη πως το δίκαιο της ανάγκης δικαιολογεί την άσκηση της αναθεωρητικής εξουσίας της Βουλής των Αντιπροσώπων, που δίδεται σ’ αυτή με το άρθρο 182 2.3. του Συντάγματος.

Δεν προσθέτω τίποτε, γιατί φρονώ πως το Ανώτατο Δικαστήριο της πολιτείας μας, με την ετυμηγορία του στην πιο πάνω υπόθεση, έδωσε τελεσίδικη απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε ενώπιόν του. Δεν εγκρίνω την επαναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο, για εκ νέου συζήτηση, θεμελιωδών ζητημάτων, ιδιαίτερα συνταγματικών, επί των οποίων έχει εκφραστεί η ετυμηγορία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η πολιτεία λειτουργεί σύμφωνα με αυτή.  Θεωρώ δε την πρόσφατη τακτική, που αγγίζει τα όρια της πρακτικής, να επαναφέρονται δηλαδή για αναθεώρηση ζητήματα που έχουν αποφασιστεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αδόκιμη άσκηση στο νόμο με σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργία της πολιτείας.

Η εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία ασκούν όλες τις λειτουργίες και αρμοδιότητες που καθορίζονται, για την κάθε μια από αυτές, στο Σύνταγμα. Δεν έχει, κατά την ταπεινή μου κρίση, εξουσία το Ανώτατο Δικαστήριο να απαγορεύει στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ειδικά και μόνο, την άσκηση της αναθεωρητικής της αρμοδιότητας που έχει σύμφωνα με το άρθρο 182 2.3. του Συντάγματος. Η Κυπριακή Πολιτεία υφίσταται και αναγνωρίζεται διεθνώς στο πρόσωπο όλων των νόμιμων φορέων της λειτουργίας της.

Συμφωνώ επίσης με την απόρριψη όλων των υπολοίπων εισηγήσεων του δικηγόρου των αιτητών, που κρίνω ως αβάσιμες, για τους λόγους που αναφέρονται στις αποφάσεις των συναδέλφων.

APTEMHΣ, Δ.: Eίχα την ευκαιρία να μελετήσω τις αποφά[*1068]σεις των αδελφών Δικαστών και συμφωνώ με εκείνες που, επιβεβαιώνοντας την απόφαση στη Nικολάου v. Nικολάου (1992) 1(Β) A.A.Δ. 1338, καταλήγουν στην απόρριψη των αιτήσεων.

Tο θέμα της εφαρμογής του δικαίου της ανάγκης εγέρθηκε κατά πρώτο στην υπόθεση Attorney-General v. Mustafa Ibrahim and Others (1964) C.L.R. 195, όπου ο περί Aπονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Nόμος του 1964, N.33/64, με τον οποίο εγκαθιδρύθηκε το Aνώτατο Δικαστήριο με τη σημερινή του μορφή κρίθηκε συνταγματικός. Στην υπόθεση εκείνη τέθηκαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του δικαίου της ανάγκης. Tο Aνώτατο Δικαστήριο έκτοτε επιλήφθηκε του θέματος του δικαίου της ανάγκης σε πολλές περιπτώσεις. Στην Aναφορά 1/86, Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Boυλής των Αντιπροσώπων (1986) 3 C.L.R. 1439, παρόλον ότι ο περί της Πρώτης Tροποποιήσεως του Συντάγματος Nόμος του 1986 κρίθηκε αντισυνταγματικός με το δικαιολογητικό ότι οι λόγοι για τις τροποποιήσεις που επέφερε στα Άρθρα 63 και 66 του Συντάγματος δεν ήταν επιτακτικότεροι της υπέρτατης πολιτειακής ανάγκης να μην τροποποιηθούν τα Άρθρα αυτά χωρίς τη συμμετοχή των Bουλευτών και των δύο κοινοτήτων, έμμεσα αναγνωρίστηκε ή δεν αποκλείστηκε το δικαίωμα της Bουλής να τροποποιεί μη θεμελιώδη Άρθρα του Συντάγματος με βάση το δίκαιο της ανάγκης, έστω και χωρίς τη συμμετοχή των Bουλευτών και των δύο κοινοτήτων.

Στην υπόθεση Nικολάου v. Nικολάου (ανωτέρω) εξετάστηκε η συνταγματικότητα του περί της Πρώτης Tροποιποιήσεως του Συντάγματος Nόμου του 1989, N. 95/89 και του περί Oικογενειακού Δικαστηρίου Nόμου του 1990, N. 23/90. H απόφαση εκδόθηκε μετά από ισοψηφία των Δικαστών και με αυτή αναγνωρίστηκε η αναθεωρητική δικαιοδοσία της Bουλής για τροποποίηση μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος μόνο με πλειοψηφία των ανηκόντων στην Eλληνική κοινότητα Bουλευτών. Tαυτόχρονα αποφασίστηκε ότι το δίκαιο της ανάγκης επενεργεί ώστε να δικαιολογεί την άσκηση της αναθεωρητικής του Συντάγματος εξουσίας της Bουλής σε κάθε περίπτωση που η ίδια κρίνει τούτο αναγκαίο, χωρίς να εξετάζεται το κατά πόσο η ανάγκη της συγκεκριμένης τροποποίησης του Συντάγματος είναι επιτακτικότερη της ανάγκης μη τροποποίησής του. Έτσι, υπήρξε παρέκκλιση από την Aναφορά 1/86 (ανωτέρω) στο βαθμό που ήταν ασύμφωνη με τα πιο πάνω.

Στην Nικολάου v. Nικολάου (ανωτέρω) είχα προσωπικά ταχθεί υπέρ της απόφασης της μειοψηφίας, αλλά αισθάνομαι δε[*1069]σμευμένος από την απόφαση πλειοψηφίας και τίποτε δεν έχει λεχθεί ενώπιόν μας που να με πείθει ότι θα πρέπει το Aνώτατο Δικαστήριο να αποστεί από την απόφαση εκείνη.

Περαιτέρω, συμφωνώ και με την απόρριψη των υπολοίπων εισηγήσεων του δικηγόρου των αιτητών. Aναφορικά με το επιχείρημα ότι η τροποποιημένη παράγραφος 2 του Άρθρου 66 αντίκειται προς τις πρόνοιες της παραγράφου 3 του ιδίου Άρθρου που παραμένει και περιέχει πρόνοιες για αναπληρωματική εκλογή δυνάμει της παραγράφου 2, υιοθετώ το σκεπτικό της απόφασης του Kωνσταντινίδη, Δ.

Oι αιτήσεις απορρίπτονται με έξοδα εναντίον των αιτητών.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Οι αιτητές προσβάλλουν την ανακήρυξη,   στις 7 Ιανουαρίου 1997, του Χριστόδουλου Βενιαμίν ως εκλεγέντα βουλευτή για την εκλογική περιφέρεια Λεμεσού. Είναι και οι δύο εκλογείς της περιφέρειας ενώ ο ένας ήταν και υποψήφιος στις τελευταίες γενικές βουλευτικές εκλογές.

Γενικές βουλευτικές εκλογές διεξήχθησαν στις 26 Μαΐου 1996.  Κατά τις οποίες εξελέγη ως ένας από τους βουλευτές της εκλογικής περιφέρειας Λεμεσού ο Δημήτρης Κοντίδης με το συνδυασμό ΑΚΕΛ-Αριστερά Νέες Δυνάμεις. Ανέλαβε το αξίωμα και το διατήρησε μέχρι που, στις 31 Δεκεμβρίου 1996, υπέβαλε παραίτηση με ισχύ από 1 Ιανουαρίου 1997 εξ αιτίας της εκλογής του στις 15 Δεκεμβρίου 1996 ως δημάρχου Λεμεσού και της επικείμενης υπ’ αυτού ανάληψης, την επομένη, του νέου αξιώματος.

Της κένωσης της βουλευτικής έδρας προηγήθηκε, στις 28 Δεκεμβρίου 1996, η δημοσίευση του περί της Τρίτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 1996 (Ν. 115(Ι)/96) με τον οποίο, για τους λόγους που εκεί εκτίθενται, διαγράφηκε η παράγραφος 2 του Άρθρου 66 του Συντάγματος και αντικαταστάθηκε με νέα.  Παραθέτω και τις δύο:

Η αρχική:

“2. Κενωθείσα βουλευτική έδρα πληρούται δι’ αναπληρωματικής εκλογής διενεργουμένης εντός προθεσμίας τεσσαράκοντα πέντε το πολύ ημερών από της κενώσεως εις ημερομηνίαν καθοριζομένην υπό της Βουλής των Αντιπροσώπων.”

Και η νέα:

[*1070]

“2. Κενωθείσα βουλευτική έδρα πληρούται εντός προθεσμίας τεσσαράκοντα πέντε το πολύ ημερών από της κενώσεως καθ’ ον τρόπον νόμος ορίζει.”

Είναι προφανές και δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση ότι η αρχική διάταξη ήταν αρμοσμένη στις ανάγκες του πλειοψηφικού συστήματος εκλογής. Με αποτέλεσμα να προκαλείται ανωμαλία στη λειτουργία του εισαχθέντος από το 1979 αναλογικού συστήματος οσάκις ετίθετο θέμα πλήρωσης κενωθείσας βουλευτικής έδρας. Ενώ η νέα διάταξη προοριζόταν να παράσχει τη δυνατότητα για νομοθετική ρύθμιση που να επιτρέπει την εφαρμογή του αναλογικού και σε αυτή την περίπτωση. Κατ’ ακολουθίαν δημοσιεύτηκε, την 31 Δεκεμβρίου 1996, ο περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 1996 (Ν. 118(1)/96) προς επίτευξη αυτού του σκοπού.

Η τροποποίηση έλαβε τη μορφή προσθήκης νέου άρθρου στο βασικό Νόμο (Ν. 72/1979) ως άρθρο 35 - του παλαιού αναριθμημένου ως άρθρου 35Α - το εδάφιο (1) του οποίου προβλέπει για την πλήρωση με ό,τι απαιτεί το αναλογικό, ενώ το εδάφιο (2) προβλέπει ότι όπου καθίσταται αδύνατη η με εκείνο τον τρόπο πλήρωση, διεξάγεται αναπληρωματική εκλογή.

Στην προκείμενη περίπτωση συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την πλήρωση της θέσης δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 35 του Νόμου. Καταδεικνύετο ως δικαιούχος ο Χριστόδουλος Βενιαμίν δεδομένου ότι αυτός ήταν ο αμέσως επόμενος του Δημήτρη Κοντίδη κατά σειρά επιτυχίας υποψήφιος του ιδίου συνδυασμού στις γενικές εκλογές του Μαίου 1996 και εξακολουθούσε να ανήκει εκεί. Γι’ αυτό, ο Υπουργός Εσωτερικών, όντας ο επί του ζητήματος αρμόδιος, διόρισε Έφορο Εκλογής για την ανακήρυξη του Χριστόδουλου Βενιαμίν ως νέου βουλευτή της εκλογικής περιφέρειας Λεμεσού. Η ανακήρυξη επήλθε στις 7 Ιανουαρίου 1997.

Ο συνήγορος των αιτητών ανέπτυξε με επιχειρηματολογία τις ακόλουθες θέσεις προς τις οποίες αντιτάχθηκαν τα άλλα μέρη για λόγους που και εκείνοι ανέπτυξαν:

α) Ο περί της Τρίτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος του 1996 είναι αντισυνταγματικός διότι δεν υπήρξε η απαιτούμενη από το Άρθρο 182.3 του Συντάγματος συνδρομή βουλευτών της Τουρκικής κοινότητας. Διαλαμβάνεται εκεί ότι:

[*1071]

“Διά την ψήφισιν οιουδήποτε νόμου περί τροποποιήσεως απαιτείται πλειοψηφία περιλαμβάνουσα τουλάχιστον τα δύο τρίτα του όλου αριθμού των εις την ελληνικήν κοινότητα ανηκόντων βουλευτών και τουλάχιστον τα δύο τρίτα του όλου αριθμού των εις την τουρκικήν κοινότητα ανηκόντων βουλευτών.”

Ο συνήγορος επικαλέστηκε σχετικά την Αναφορά 1/86, Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1986) 3 C.L.R. 1439 όπου ηγέρθη τέτοιο ζήτημα και το Ανώτατο Δικαστήριο γνωμάτευσε ότι το δίκαιο της ανάγκης δεν δικαιολογούσε την τροποποίηση του Συντάγματος. Σχολιάζοντας τη μεταγενέστερη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Νικολάου κ.ά. v. Νικολάου κ.ά. (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1338 όπου, αναφορικά με την τροποποίηση του Άρθρου 111 του Συντάγματος κάτω από τις ίδιες περιστάσεις σημειώθηκε ισοψηφία - πέντε με πέντε - με αποτέλεσμα την εγκυρότητα της τροποποίησης εφόσον υπερίσχυε το τεκμήριο συνταγματικότητας του τροποποιητικού νόμου, ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι ο λόγος της Αναφοράς 1/86 (ανωτέρω) δεν έχει ανατραπεί.

β) Ο περί της Τρίτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος του 1996 είναι, ενόψει του Άρθρου 179 του Συντάγματος, αντισυνταγματικός διότι προσκρούει όχι μόνο προς την καταργηθείσα διάταξη με αναφορά προς την οποία θα πρέπει να αντιπαραβληθεί εφόσον, κατά την εισήγηση του συνηγόρου, η συνταγματικότητα κρίνεται στη βάση των υφισταμένων κατά το χρόνο της τροποποίησης διατάξεων, αλλά και προς άλλες διατάξεις όπως εκείνες στα Άρθρα 62.1, 67.1, 72.1, 73.2 οι οποίες δείχνουν ότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει τη διαδικασία αναπληρωματικής εκλογής διά ψηφοφορίας και όχι διά “διαδοχής”. Αναφέρθηκε προς επίρρωση και στα Άρθρα 31 και 35 σχετικά με την κατοχύρωση του δικαιώματος ψήφου όπως και στο Άρθρο 64 σχετικά με την κατοχύρωση του δικαιώματος υποβολής υποψηφιότητας για βουλευτική έδρα. Ας σημειωθεί πως το Άρθρο 179 διαλαμβάνει ότι:

“1. Το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος νόμος της Δημοκρατίας.

2.  Ουδείς νόμος ή απόφασις της Βουλής των Αντιπροσώπων ή εκατέρας Κοινοτικής Συνελεύσεως ως και ουδεμία πράξις ή απόφασις οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου εν τη Δημοκρατία ασκούντος εκτελεστικήν εξου[*1072]σίαν ή οιονδήποτε διοικητικόν λειτούργημα δύναται να είναι καθ’ οιονδήποτε τρόπον αντίθετος ή ασύμφωνος προς οιανδήποτε των διατάξεων του Συντάγματος.”

γ)  Ο περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 1996 είναι αντισυνταγματικός ως ευρισκόμενος σε αντίθεση με το Άρθρο 64 του Συντάγματος - το οποίο προβλέπει για τα προσόντα υποψηφίων κατά τις εκλογές - εφόσον εισάγει ως απαραίτητο προσόν ο καταλαμβάνων βουλευτική έδρα να ήταν επιλαχών στις γενικές βουλευτικές εκλογές και να εξακολουθεί να ανήκει στο κόμμα ή συνασπισμό στον οποίο ανήκε τότε.

δ) Ο περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 1996 είναι αντισυνταγματικός διότι με την πρόνοιά του για κατάληψη βουλευτικής   έδρας χωρίς διεξαγωγή αναπληρωματικής εκλογής:

(i) παραβιάζει το Άρθρο 31 του Συντάγματος το οποίο διασφαλίζει στον πολίτη το δικαίωμα “.... να ψηφίζη εις οιανδήποτε εκλογήν διενεργουμένην συμφώνως τω Συντάγματι και οιωδήποτε τοιούτω νόμω”· και

(ii)   παραβιάζει το Άρθρο 64 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο “Πας τις δικαιούται να υποβάλη υποψηφιότητα βουλευτού ....” εφόσον πληρούνται οι εκεί τιθέμενες προϋποθέσεις, ενώ με τον υπό αναφορά νόμο καταργείται η αναγκαιότητα για διεξαγωγή αναπληρωματικής εκλογής.

Κεντρικός άξονας της θέσης αυτής και στις δύο εκτεθείσες πτυχές αποτελεί η διεξαγωγή εκλογής που νόημα δεν έχει χωρίς ψηφοφορία. Ο συνήγορος επεσήμανε ότι η παράγραφος 3 του Άρθρου 66 του Συντάγματος, η οποία παραμένει ισχύουσα, αναφέρεται και σε αναπληρωματική εκλογή, ορίζοντας το χρόνο διεξαγωγής της.

ε)  Η ανακήρυξη του Χριστόδουλου Βενιαμίν ως βουλευτή είναι άκυρη ακόμα και με βάση τις πρόνοιες του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου του 1979, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 118(Ι)/96, διότι ενώ σύμφωνα με το άρθρο 2 “εκλογή” περιλαμβάνει και αναπληρωματική εκλογή και θα έπρεπε ως εκ τούτου να εκδοθεί από τον Υπουργό Εσωτερικών διάταγμα δυνάμει του άρθρου 16(2) ως προϋπόθεση για τη διεξαγωγή της, στην προκείμενη περίπτωση διο[*1073]ρίστηκε Έφορος Εκλογής κατ’ επίκληση του άρθρου 17 χωρίς να προηγηθεί τέτοιο διάταγμα.

Επισημαίνω κατ’ αρχήν ότι το αναλογικό εκλογικό σύστημα ως θεσμός δεν αντίκειται προς το Σύνταγμα. Όπως λέχθηκε στην ομόφωνη απόφαση στη Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. Εκλογική Αίτηση 1/96 ημερ. 22 Ιανουαρίου 1997 όπου έγινε αναφορά και στην HjiPavlou v. Charalambides and Others (1986) 1 C.L.R. 272:

“Ο τρόπος εκλογής και η εκδήλωση των προτιμήσεων του εκλογέα επαφίονται στην κρίση του νομοθέτη. Ο περιορισμός της επιλογής του εκλογέα σε μία μεταξύ των διεκδικητών της εξουσίας - κόμματος ή ανεξάρτητου υποψηφίου - σχετίζεται με τις πολιτικές πραγματικότητες, την αποτελεσματικότητα του εκλογικού αποτελέσματος και, τελικά, το συσχετισμό της επιλογής, η οποία γίνεται, με τις ευρύτερες επιδιώξεις των διεκδικητών της εξουσίας.”

Υπογραμμίστηκε δε ότι:

“Το εκλογικό σύστημα της Κύπρου καθιστά την πολιτική επιλογή κόμματος τον άξονα του εκλογικού συστήματος.  Η επιλογή αυτή δεν εκφεύγει των ορίων της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στον νομοθέτη.”

Η υπό εξέταση τροποποίηση του Άρθρου 66.2 του Συντάγματος αποβλέπει ακριβώς στην πραγμάτωση της καθολικότητας αυτού του άξονα στο αναλογικό σύστημα. Το οποίο είναι σύστημα εκλογής διά ψηφοφορίας. Με ιδιαιτερότητες βέβαια που όμως δεν μεταβάλλουν αυτή την πραγματικότητα. Αλλά επ’ αυτού θα επανέλθω.

Η προηγούμενη προσπάθεια για τέτοια τροποποίηση απέτυχε. Ο περί της Πρώτης Τροποποιήσεως του Συντάγματος Νόμος του 1986 που ψηφίστηκε στις 23 Ιανουαρίου 1986 κρίθηκε αντισυνταγματικός κατόπιν της Αναφοράς 1/86 του Προέδρου της Δημοκρατίας (ανωτέρω). Το Ανώτατο Δικαστήριο - πλειοψηφία και μειοψηφία - γνωμάτευσε ότι η τροποποίηση δεν ήταν έγκυρη, εφόσον στην ουσία της δεν εδικαιολογείτο βάσει του δικαίου της ανάγκης δεδομένης της μη συμμόρφωσης με το Άρθρο 182.3 του Συντάγματος, ήτοι, της μη υπερψήφισης του νόμου και από τα δύο τρίτα των Τούρκων βουλευτών οι οποίοι, καθώς σημειώθηκε, απουσίαζαν από το 1963. Λόγω, βέβαια, της ανταρσίας ενα[*1074]ντίον του κράτους.

Και μια παρένθεση. Ενόψει αυτών των γνωματεύσεων προέκυπτε ερωτηματικό αναφορικά με το κατά πόσο ο περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) Νόμος του 1985 (Ν. 124/85) με τον οποίο ο αριθμός των Ελληνοκυπρίων βουλευτών αυξήθηκε από 35 σε 56 εδικαιολογείτο από το δίκαιο της ανάγκης, εφόσον δυνάμει του Άρθρου 62.1 του Συντάγματος απαιτείται για τέτοια αύξηση η ιδία ξεχωριστή πλειοψηφία. Επομένως η συνταγματικότητα της σύνθεσης της Βουλής των Αντιπροσώπων παρέμενε μετέωρη, υποκείμενη σε προσβολή. Αυτό διάρκεσε μέχρι τη Νικολάου κ.ά. v. Νικολάου κ.ά. (ανωτέρω), αναφορικά με το κατά πόσο η σύνθεση της Βουλής των Αντιπροσώπων ήταν ή όχι συνταγματική.

Στη Νικολάου κ.ά. v. Νικολάου κ.ά. (ανωτέρω) υποδείχθηκε από τους πέντε δικαστές που έκριναν έγκυρη την τροποποίηση του Άρθρου 111 του Συντάγματος με τον περί της Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 1989 (Ν. 95/89), σε σχέση με τον οποίο ετίθετο πάλι το ίδιο ζήτημα απουσίας του Τουρκικού στοιχείου, ότι εν προκειμένω το δίκαιο της ανάγκης εσυναρτάτο με τη δυνατότητα λειτουργίας της Βουλής και όχι με το περιεχόμενο του νομοθετήματος. Το οποίο εξετάζεται με αναφορά προς το δίκαιο της ανάγκης μόνο εφόσον - με δεδομένη τη δέουσα λειτουργία της Βουλής - αντίκειται προς συνταγματικές διατάξεις, όπως συνέβη στην Attorney-General v. Ibrahim and Others (1964) C.L.R. 195. Αυτή η θεώρηση του δικαίου της ανάγκης αποτέλεσε τον ένα από τους δύο αυτοτελείς λόγους της απόφασής τους. Παραθέτω τη σχετική περικοπή (από τις σελ. 1367-1368):

“Το Δίκαιο της Ανάγκης δικαιολογεί την άσκηση της Αναθεωρητικής Εξουσίας της Βουλής, με βάση το Άρθρο 182 του Συντάγματος, με την προβλεπόμενη πλειοψηφία μόνο των Βουλευτών που ανήκουν στην Ελληνική κοινότητα, εν όψει της ανυπαρξίας Βουλευτών που ανήκουν στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα.”

Συμφωνώ. Και δεν χρειάζεται να καλύψω ξανά το ίδιο έδαφος. Η αναφερόμενη απόφαση στη Νικολάου κ.ά. v. Νικολάου κ.ά. (ανωτέρω) ανέτρεψε τον λόγο των γνωματεύσεων στην Αναφορά 1/86 (ανωτέρω) με κριτήριο που η πλειοψηφία στη Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων και Άλλων, Εκλογική Αίτηση αρ. 1/95, ημερ. 26 Μαρτίου 1996, έκρινε ως ορθό παρότι το αναδιατύπωσε. Η ισοψηφία στη Νικολάου κ.ά. v. Νικολάου κ.ά. [*1075](ανωτέρω) δεν αφαιρεί από τη δεσμευτικότητα του λόγου ο οποίος καθόρισε το αποτέλεσμα. Η δεσμευτικότητα ήταν  ακριβώς η ιδία ως εάν επρόκειτο περί απόφασης nemine dissentiente: βλ. Beamish v. Beamish [1859-61] 11 English Reports 735 στις σελ. 760, 761, 765. Usher’s Wiltshire Brewery Ltd v. Bruce [1915] A.C. 433 στις σελ. 444, 448, 519. και Commissioners of Inland Revenue v. Walker [1915] A.C. 509 στη σελ. 519.  Και αυτό διότι, καθώς υπέδειξε ο Lord Campbell στην Attorney- General v. The Dean and Canons of Windsor [1860] 8 H.L.C. 369 στη σελ. 392, “semper presumitur pro negante” ήτοι, το τεκμήριο είναι πάντοτε υπέρ εκείνου που αρνείται. Που σήμαινε στην Νικολάου κ.ά. v. Νικολάου κ.ά. (ανωτέρω) υπέρ της άρνησης της ισχυριζόμενης αντισυνταγματικότητας του Νόμου. Σε αυτό προστίθεται και το τεκμήριο της συνταγματικότητας. Το οποίο είναι ακόμα ισχυρότερο. Και από το οποίο προέκυψε το αποτέλεσμα.

Η επιβεβαίωση της ύπαρξης κατάστασης  που ενεργοποιεί το δίκαιο της ανάγκης, ανήκει βέβαια στη Δικαστική εξουσία. Αυτό δεν έχει αμφισβητηθεί όπως, εξ άλλου, δεν έχει αμφισβητηθεί ότι μια τέτοια επιβεβαίωση καθίσταται εδώ επιβεβλημένη. Και γίνεται. Ό,τι απασχόλησε δεν ήταν παρά μόνο οι επιπτώσεις. Σε σχέση με αυτές καταλήγω, κατ’ ακολουθίαν της Νικολάου κ.ά. v. Νικολάου κ.ά. (ανωτέρω), ότι το δίκαιο της ανάγκης δικαιολογεί αυτόματα την κρατική λειτουργία κατά παρέκκλιση του Συντάγματος στο βαθμό που επιβάλλει η δημιουργηθείσα κατάσταση ενόσω αυτή διαρκεί. Γι’ αυτό, λοιπόν, ο περί της Τρίτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος του 1996 δεν είναι αντισυνταγματικός.

Οι υπόλοιπες θέσεις των αιτητών έχουν, καθώς είναι προφανές, όλες ως αφετηρία την εντύπωση ότι ο περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 1996 προβλέπει για την κατάληψη βουλευτικής έδρας δίχως εκλογή με ψηφοφορία. Πρόκειται, κατά την άποψή μου, για εσφαλμένη εντύπωση. Στο αναλογικό σύστημα κυριαρχεί το αποτέλεσμα των γενικών βουλευτικών εκλογών. Το οποίο καθορίζει ποιοί είναι που αμέσως καταλαμβάνουν βουλευτική έδρα και ποιός αργότερα, όπου κενούται έδρα. Δεν παραγνωρίζω ότι στο άρθρο 35(1) του τροποποιηθέντος Νόμου γίνεται, σε σχέση με τη δεύτερη περίπτωση, αναφορά στο πρόσωπο το οποίο “θα εκλεγόταν στις γενικές βουλευτικές εκλογές”. Πρόκειται όμως περί αναφοράς για σκοπούς περιγραφής με σκοπό την αντιδιαστολή προς τους εκλεγέντες με την έννοια, στην περίπτωσή τους, [*1076]της πρόσκτησης δικαιώματος για την κατάληψη έδρας αμέσως. Η περιγραφή δεν αποβλέπει στον εννοιολογικό χαρακτηρισμό αυτής της πτυχής στη βάση της οποίας, στις γενικές εκλογές, αναδεικνύονται κατά σειρά οι επιλαχόντες. Έτσι είναι που λειτουργεί το σύστημα. Το οποίο, καθώς λέχθηκε στη Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά., Εκλογική Αίτηση 1/95 (ανωτέρω), “καθιστά την πολιτική επιλογή κόμματος τον άξονα ....”.  Επομένως η αναπληρωματική εκλογή είναι αχρείαστη όπου με το αποτέλεσμα των γενικών βουλευτικών εκλογών παρέχεται η δυνατότητα πλήρωσης κενωθείσας έδρας. Δεν μπορεί ως εκ τούτου να τίθεται και ζήτημα έκδοσης διατάγματος για αναπληρωματική εκλογή ως προϋπόθεση για το διορισμό Εφόρου Εκλογής όπου η έδρα πληρούται με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 35(1) του Νόμου και όχι με αναπληρωματική εκλογή δυνάμει των άρθρων 35(2) και 35Α όπως βέβαια και δυνάμει του Άρθρου 66.3 του Συντάγματος.

Και ένα τελευταίο σημείο.  Η πρόνοια στο Νόμο με την οποία ρυθμίζεται το ποιός την καταλαμβάνει δεν διαφοροποιεί τα απαιτούμενα προσόντα υποψηφίου. Τα οποία εξετάζονται με αναφορά προς το χρόνο διεξαγωγής των γενικών βουλευτικών εκλογών και όχι το χρόνο πλήρωσης της κενωθείσας έδρας.

Συγκεφαλαιώνω. Ο περί της Τρίτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος του 1996 δεν είναι αντισυνταγματικός. Ο περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 1996 δεν αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος με αναφορά προς τις οποίες κληθήκαμε να τον εξετάσουμε και ως εκ τούτου δεν είναι αντισυνταγματικός.  Επιπλέον, η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την ανακήρυξη του Χριστόδουλου Βενιαμίν ως βουλευτή δεν υπολειπόταν σε ο,τιδήποτε.

Οι αιτήσεις απορρίπτονται με έξοδα.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Συμφωνώ με τις αποφάσεις των αδελφών Δικαστών Φρ. Νικολαΐδη και Γ. Νικολάου που υιοθετούν και επιβεβαιώνουν την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Νικολάου v. Νικολάου (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1338.

Δεν έχω να προσθέσω οτιδήποτε άλλο γιατί πιστεύω ότι η πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας έχει τελεσίδικα επιλύσει το θέμα που εγέρθηκε και στις παρούσες εκλογικές αιτήσεις. Φρονώ ότι [*1077]δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε διάκριση όσον αφορά την εφαρμογή του Δικαίου της Ανάγκης μεταξύ Νόμων περί τροποποιήσεως του Συντάγματος και οποιωνδήποτε άλλων Νόμων. Η αναθεωρητική εξουσία της Βουλής των Αντιπροσώπων εκφράζει, μαζί με τις άλλες δύο εξουσίες, εκτελεστική και δικαστική, την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας, που ως υποκείμενο διεθνούς δικαίου αναγνωρίζεται ως Ανεξάρτητο και Κυρίαρχο Κράτος από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, το Συμβούλιο της Ευρώπης, την Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλους διεθνείς Οργανισμούς. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι, δεν χωρεί περιορισμός στις εξουσίες της Βουλής και ιδιαίτερα της πιο σημαντικής, της αναθεωρητικής εξουσίας τροποποίησης των μη θεμελιωδών Άρθρων του Συντάγματος, με το επιχείρημα ότι το Δίκαιο της Ανάγκης δεν δικαιολογεί την τροποποίηση με τρόπο που παραβιάζει το Άρθρο 182.3 του Συντάγματος που απαιτεί χωριστές πλειοψηφίες των Βουλευτών της Ελληνικής και της Τουρκικής Κοινότητας.

Αλλά, αυτό είναι το ζητούμενο. Το Δίκαιο της Ανάγκης τυγχάνει εφαρμογής όπου, λόγω της έκτακτης κατάστασης, είναι αδύνατη η άσκηση της εξουσίας του οργάνου χωρίς παρέκκλιση από τις συνταγματικές πρόνοιες. Μία από τις εξουσίες της Βουλής είναι και η τροποποίηση διά νόμου μη θεμελιωδών Άρθρων του Συντάγματος, εξουσία την οποία δεν θα μπορούσε να ασκήσει άλλως, παρά με επίκληση του Δικαίου της Ανάγκης.

Πιστεύω ότι η υπόθεση Νικολάου αποτελεί έγκυρο και δεσμευτικό προηγούμενο (“good law”) και δεν συντρέχει καμιά από τις προϋποθέσεις που ετέθησαν από τη νομολογία για την ανατροπή της.

Συμφωνώ, επίσης, με την απόρριψη όλων των υπολοίπων εισηγήσεων του δικηγόρου των αιτητών, τις οποίες θεωρώ ως αβάσιμες, για τους λόγους που εκτίθενται στις αποφάσεις των συναδέλφων μου.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Το πρώτο θέμα που θέτουν οι εκλογικές αιτήσεις και καλούμεθα να αποφασίσουμε είναι το κεφαλαιώδες ζήτημα της δυνατότητας τροποποίησης του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης. Η Βουλή των Αντιπροσώπων διαπιστώνει στο προοίμιο του περί της Τρίτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 1996 (Ν. 115(Ι)/96), ότι της παρέχεται αυτή η ευχέρεια. Βασιζόμενη σ’ αυτή την αντίληψη του δικαίου, η Βουλή προέβη στην τροποποίηση της παραγράφου 2 του Άρθρου 66 [*1078]του Συντάγματος, καταργώντας το κείμενό της και αντικαθιστώντας το με το ακόλουθο:-

“2. Κενωθείσα βουλευτική έδρα πληρούται εντός προθεσμίας τεσσαράκοντα πέντε το πολύ ημερών από της κενώσεως καθ’ ον τρόπον νόμος ορίζει.”.

Έρεισμα για τη δυνατότητα τροποποίησης του Συντάγματος εξ ονόματος του δικαίου της ανάγκης αντλείται από την έκβαση της υπόθεσης Νικολάου κ.ά. v. Νικολάου (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338, στην οποία οι δικηγόροι των καθ’ ων η αίτηση θεμελίωσαν, κατά κύριο λόγο, και την επιχειρηματολογία τους για το παραδεκτό της τροποποίησης.

Η απόφαση στη Νικολάου παρουσιάζει την εξής ιδιομορφία:  Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν διαιρεμένη ως προς το παραδεκτό της τροποποίησης του Άρθρου 111 του Συντάγματος, η οποία επιτεύχθηκε με το Ν. 95/89. Πέντε από τα δέκα μέλη που μετείχαν στη Σύνθεση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έκριναν ότι δεν παρεχόταν η δυνατότητα τροποποίησης του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης. Τα άλλα πέντε μέλη, έκριναν ότι η τροποποίηση ήταν παραδεκτή βάσει του δικαίου της ανάγκης. Λόγω της ισοψηφίας, επενέργησε το τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων, (βλ. The Board for Registration of Architects & Civil Engineers v. Christodoulos Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640), με αποτέλεσμα ο Νόμος, με τον οποίο έγινε η τροποποίηση του Συντάγματος, ο Ν. 95/89, να θεωρηθεί συνταγματικός.

Η απόφαση στη Νικολάου μπορεί να χαρακτηριστεί ως απόφαση πλασματικής πλειοψηφίας.  Το αποτέλεσμα, δεν απηχεί τη θέση της πλειοψηφίας των Δικαστών αλλά τις επιταγές του μαχητού τεκμηρίου της συνταγματικότητας των νόμων.

Το Άρθρο 66.2 του Συντάγματος, πρόβλεπε τη διεξαγωγή αναπληρωματικής εκλογής μέσα σε τακτή προθεσμία, ως το μόνο μέσο για την πλήρωση βουλευτικής έδρας, η οποία κενούται στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ γενικών βουλευτικών εκλογών.

Στη Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά., Αίτηση αρ. 1/95 - 26/3/96 (Ολομέλεια - απόφαση πλειοψηφίας), κρίθηκε ότι ο Εκλογικός Νόμος (Ν. 95/86), με τον οποίο καθιερώθηκε σύστημα διαδοχής για την πλήρωση κενούμενης βουλευτικής έδρας με την ανάληψη του αξιώματος από τον επιλαχόντα βουλευτή [*1079]του κόμματος στο οποίο ανήκε ο βουλευτής ο οποίος κατείχε την έδρα, αντίκειτο προς το Άρθρο 66.2 του Συντάγματος και για το λόγο αυτό κηρύχθηκε  αντισυνταγματικός.

Πρόδηλος σκοπός του Ν. 115(Ι)/96 είναι να παράσχει εξουσία στη Βουλή να ρυθμίζει τα της αναπληρωματικής εκλογής μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων με νομοθεσία, όπως και έπραξε, μετά την έκδοση του προαναφερθέντος νόμου, με την επιψήφιση του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2), Νόμου του 1996, (Ν. 118(Ι)/96).  Με τον τελευταίο νόμο καθιερώνεται σύστημα αναπλήρωσης βουλευτή, του οποίου η έδρα κενούται, από τον επιλαχόντα υποψήφιο του κόμματος στο οποίο ανήκε, νοουμένου ότι αυτός συνεχίζει να ανήκει στο ίδιο κόμμα. Έτσι, διανοίχθηκε το πεδίο για την ανάδειξη στο βουλευτικό αξίωμα του κ. Βενιαμίν, του επιλαχόντος υποψηφίου του κόμματος «Ακέλ Αριστερά Νέες Δυνάμεις», στην εκλογική περιφέρεια Λεμεσού προς αναπλήρωση του κ. Κοντίδη, ο οποίος παραιτήθηκε από το βουλευτικό αξίωμα, για να καταλάβει το αξίωμα του Δημάρχου Λεμεσού, στο οποίο είχε νωρίτερα εκλεγεί.

Ακολούθησε η πράξη του Υπουργού Εσωτερικών της  3ης Ιανουαρίου, 1997, με την οποία διορίστηκε Έφορος Εκλογής για την πλήρωση της βουλευτικής έδρας, και στη συνέχεια, εκείνη του διορισθέντος Εφόρου Εκλογής της 7ης Ιανουαρίου, 1997, με την οποία ανακηρύχθηκε ο κ. Βενιαμίν Βουλευτής, αφού πρώτα διαπιστώθηκε ότι εξακολουθεί να ανήκει στο κόμμα «Ακέλ Αριστερά Νέες Δυνάμεις».

Οι αιτητές προσβάλλουν, για διαφορετικούς λόγους, τη συνταγματικότητα τόσο του Ν. 115(Ι)/96, όσο και του Ν. 118(Ι)/96, καθώς και την εγκυρότητα της διαδικασίας ανακήρυξης του κ. Βενιαμίν στο βουλευτικό αξίωμα.

Επιγραμματικά οι αιτητές υποστήριξαν ότι:-

(α)   Δεν είναι παραδεκτή η τροποποίηση του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης. Η απόφαση στη Νικολάου, είναι έκδηλα λανθασμένη και δεν πρέπει να ακολουθηθεί, ενώ ο Ν. 115(1)/96 πρέπει να θεωρηθεί αντισυνταγματικός. Αποδοχή της θέσης αυτής καταρρίπτει αυτομάτως και το συνταγματικό βάθρο του Ν. 118(1)/96, καθώς και της πράξης ανακήρυξης του κ. Βενιαμίν στο βουλευτικό αξίωμα. Αλλά και συνταγματικός να κριθεί ο Ν. 115(1)/96, ο Ν. 118(1)/96, πάσχει γιατί προσκρούει σε σειρά άλλων [*1080]συνταγματικών διατάξεων.

(β)   Οι πρόνοιες του Συντάγματος προς τις οποίες ο Ν. 118(1)/96, έρχεται σε αντίθεση είναι:-

(i) Το Άρθρο 31, που εξασφαλίζει σε κάθε πολίτη το δικαίωμα να ψηφίζει σε κάθε εκλογή η οποία προβλέπεται από το Σύνταγμα,

(ii)          Το Άρθρο 64 του Συντάγματος το οποίο προσδιορίζει εξαντλητικά τα προσόντα εκλογιμότητας στο βουλευτικό αξίωμα. και

(iii)          Το Άρθρο 66.3, το οποίο εξυπακούει τη διενέργεια εκλογής, ως του μόνου μέσου για την ανάδειξη στο βουλευτικό αξίωμα.

Και στην περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι ο Ν. 118(Ι)/96 δεν αντίκειται προς το Σύνταγμα, η ανακήρυξη του κ. Βενιαμίν στο βουλευτικό αξίωμα πρέπει να ακυρωθεί, γιατί:-

(γ)   Δεν ακολουθήθηκαν οι διαδικασίες που προβλέπει ο περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμος (Ν.72/79), όπως τροποποιήθηκε, λαμβανομένων υπόψη και των τροποποιήσεων τις οποίες επέφερε ο Ν. 118(Ι)/96.

Με την ίδια επιγραμματικότητα, οι θέσεις των καθ’ ων η αίτηση μπορεί να εκτεθούν ως εξής:-

1.  Το δίκαιο της ανάγκης επιτρέπει την τροποποίηση του Συντάγματος, όπως αναγνωρίστηκε στη Νικολάου, απόφαση η οποία έχει σηματοδοτήσει το συνταγματικό πλαίσιο λειτουργίας της Κυπριακής Πολιτείας. Δεν υφίσταται βάσιμη δικαιολογία για απόκλιση από το λόγο της. Αντίθετα, η εφαρμογή του συνάδει με τη δημοκρατική αρχή, που, στην προκείμενη περίπτωση, δικαιολογεί την αποφυγή επαναληπτικής εκλογής, προς διασφάλιση της κομματικής ισορροπίας στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία διαμορφώνεται από τη βούληση του εκλογικού σώματος στις γενικές εκλογές. Το αναλογικό εκλογικό σύστημα δεν αντίκειται προς το Σύνταγμα, όπως αποφασίστηκε στη Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. - Εκλογική Αίτηση 1/96 - 22.1.97. Με την τροποποίηση του Συντάγματος και την επακόλουθη νομοθεσία επιτυγχάνεται η επέκταση του αναλογι[*1081]κού συστήματος και στις αναπληρωματικές εκλογές.

2.  Ο Ν. 118(Ι)/96 δεν προσκρούει σε καμιά από τις προβληθείσες συνταγματικές διατάξεις. Το δικαίωμα του ψηφίζειν, το οποίο κατοχυρώνεται στο Άρθρο 31 περιορίζεται σε εκλογές οι οποίες προβλέπονται από το Σύνταγμα.  Μετά την τροποποίηση που επέφερε ο Ν. 115(Ι)/96, η αναπληρωματική εκλογή έπαυσε να είναι αντικείμενο συνταγματικής ρύθμισης. Τα προσόντα εκλογιμότητας στο βουλευτικό αξίωμα, τα οποία προβλέπει το Άρθρο 64, εξ άλλου, δεν αλλοιώνονται, ενώ η εμβέλεια του Άρθρου 66.3, μετά την τροποποίηση, περιορίζεται σε περιπτώσεις που μπορεί να προκύψει ανάγκη για τη διενέργεια αναπληρωματικής εκλογής, όταν δεν παρέχεται η δυνατότητα διαδοχής, γεγονός για το οποίο γίνεται πρόβλεψη στο εδάφιο (2) του Άρθρου 2 του υπό κρίση νόμου.

3.  Δεν υπήρξε παρέκκλιση από τη διαδικασία την οποία προβλέπει ο Εκλογικός Νόμος, όπως διαμορφώθηκε από το Ν. 118(Ι)/96, στην ανακήρυξη του κ. Βενιαμίν στο βουλευτικό αξίωμα.

Θα επιληφθούμε των επιδίκων θεμάτων με τη σειρά που τίθενται πιο πάνω:-

ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ:

Η απόφαση στη Νικολάου είναι η πρώτη και η μοναδική, αφότου δικαστικά κρίθηκε το 1964, ότι οι εξαιρετικές περιστάσεις της χώρας καθιστούσαν παραδεκτή την επίκληση του δικαίου της ανάγκης για τη διάσωση της λειτουργίας του Κυπριακού Κράτους, στην οποία αποφασίστηκε ότι είναι παραδεκτή η τροποποίηση του Συντάγματος εξ ονόματος των αρχών του. Αποκλειστικό λόγο για την επίκληση του δικαίου της ανάγκης αποτέλεσε η αδυναμία, εξ αιτίας της εξαιρετικής κατάστασης που δημιουργήθηκε από τα γεγονότα του 1963-1964, λειτουργίας των συνταγματικών θεσμών και ειδικά, της αδυναμίας τροποποίησης του Συντάγματος προς αντιμετώπισή τους.  Αυτή είναι η πεμπτουσία της θεμελιακής απόφασης στη The Attorney-General of the Republic v. Mustafa Ibrahim and Others (1964) C.L.R. 195, στην οποία διαπιστώθηκε η ανάγκη για τη λήψη μέτρων για την αποτροπή της κατάρρευσης της συνταγματικής τάξης. Το δίκαιο της ανάγκης παρείχε έρεισμα για παρεκκλίσεις από τις συνταγματικές διατάξεις που διέπουν τη σύσταση και συγκρότηση των οργάνων της Πολιτείας, στα οποία  παρέχεται η εξουσία και  των οποίων η λειτουργία, της Δικαστικής [*1082]εξουσίας στη συγκεκριμένη περίπτωση, περιήλθε σε αποτελμάτωση. Γενεσιουργό αιτία της ανάγκης, αποτέλεσαν τα γεγονότα που κατέστησαν αδύνατη τη λειτουργία του κράτους. Αναγνωρίστηκε, το δίκαιο της ανάγκης, ως κατά πάντα χρόνο ενυπάρχον στον πυρήνα του δικαίου, στην περίπτωση της Κύπρου, στο Άρθρο 179, το οποίο καθιερώνει το Σύνταγμα ως τον υπέρτατο νόμο της Δημοκρατίας. Η ανάγκη, ως νομιμοποιητικό στοιχείο για πολιτειακή δράση, έχει βαθειές ρίζες. Κατοπτρίζεται στη ρήση των αρχαίων Ελλήνων, «ανάγκα και Θεοί πείθονται».

Στην απόφασή του στην Ibrahim, ο Δικαστής Βασιλειάδης, (όπως ήταν τότε), παραλληλίζει το δίκαιο της ανάγκης με την υπεράσπιση της ανάγκης που αναγνωρίζει το Ποινικό Δίκαιο - (Άρθρο 17, ΚΕΦ. 154). Όπως η ανάγκη μπορεί να καταστήσει παραδεκτές, στο ατομικό επίπεδο, πράξεις που στην απουσία της θα ήταν έκνομες έτσι, και το δίκαιο της ανάγκης, στο πολιτειακό πεδίο, μπορεί να δικαιολογήσει παρεκκλίσεις από τη συνταγματική τάξη που υπαγορεύει η ανάγκη. Και στις δύο περιπτώσεις, η ανάγκη έχει ως αντικείμενο τη διαφύλαξη στην πρώτη περίπτωση του ατόμου και στη δεύτερη της πολιτείας.

Η αδυναμία τροποποίησης του Συντάγματος προσδιορίζεται ως ο θεμέλιος λίθος για την επίκληση του δικαίου της ανάγκης. Η θέση αυτή διατυπώνεται απερίφραστα στην απόφαση του Δικαστή Τριανταφυλλίδη, (όπως ήταν τότε). Χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη περικοπή από την απόφασή του (σελ. 234):

“Even though the Constitution is deemed to be a supreme law limiting the sovereignty of the legislature, nevertheless, where the Constitution itself cannot measure up to a situation which has arisen, especially where such situation is contrary to its fundamental theme, or where an organ set up under the Constitution cannot function and where, furthermore, in view of the nature of the Constitution is not possible for the sovereign will of the people to manifest itself, through an amendment of the Constitution, in redressing the position, then, in my opinion according to the doctrine of necessity the legislative power, under Article 61, remains unhindered by Article 179, and not only it can, but it must, be exercised for the benefit of the people.”

Ελληνική μετάφραση (ελεύθερη):-

“Παρόλο που το Σύνταγμα θεωρείται ότι είναι ο υπέρτατος [*1083]νόμος, περιορίζοντας την κυριαρχία της Νομοθετικής Εξουσίας, εντούτοις, όπου το ίδιο το Σύνταγμα δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε κατάσταση η οποία έχει εγερθεί, ιδιαίτερα όταν η κατάσταση αυτή αντίκειται προς το θεμελιακό της θέμα, ή όπου το όργανο το οποίο εγκαθιδρύθηκε βάσει του Συντάγματος δεν μπορεί να λειτουργήσει και περαιτέρω όπου, ενόψει της φύσης του Συντάγματος, δεν είναι δυνατό για την κυρίαρχη θέληση του λαού να εκδηλωθεί μέσω μιας τροποποίησης του Συντάγματος, προς θεραπεία της κατάστασης, τότε, κατά τη γνώμη μου, σύμφωνα με το δόγμα της ανάγκης, η νομοθετική εξουσία, βάσει του Άρθρου 61, δεν εμποδίζεται από το Άρθρο 179 και όχι μόνο μπορεί, αλλά και πρέπει να ασκηθεί προς όφελος του λαού.”

Εξίσου κατηγορηματικός επί του θέματος ήταν και ο Δικαστής Ιωσηφίδης, στην απόφαση του οποίου συνοψίζονται με ακρίβεια οι προϋποθέσεις και οι παράμετροι εφαρμογής του δικαίου της ανάγκης. Αναφέρει στην απόφασή του:- (σελ. 264-265)

“In the light of the principles of the law of necessity as applied in other countries and having regard to the provisions of the constitution of the Republic of Cyprus (including the provisions of Articles 179, 182 and 183), I interpret our constitution to include the doctrine of necessity in exceptional circustances, which is an implied exception to particular provisions of the constitution; and this in order to ensure the very existence of the State. The following prerequisites must be satisfied before this doctrine may become applicable :

(a)   an imperative and inevitable necessity or exceptional circumstances ;

(b)   no other remedy to apply ;

(c)   the measure taken must be proportionate to the necessity; and

(d)   it must be of a temporary character limited to the duration of the exceptional circumstances.”

Ελληνική μετάφραση (ελεύθερη):-

“Υπό το φως των αρχών του δικαίου της ανάγκης, όπως εφαρμόστηκαν σε άλλες χώρες, και έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του Κυπριακού Συντάγματος, (περιλαμβανομένων και των διατάξεων των Άρθρων 179, 182 και 183), ερμηνεύω το Σύνταγμά μας να περιλαμβάνει το δόγμα της ανάγκης σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το οποίο συνιστά εξυπακουόμενη εξαίρεση στις συγκεκριμένες πρόνοιες του Συντάγματος· και αυτό χάριν της διασφάλισης αυτής τούτης της ύπαρξης της Πολιτείας. Οι ακόλουθες προϋποθέσεις πρέπει να ικανοποιηθούν πριν το δόγμα καταστεί εφαρμοστέο:

(α)   επιτακτική και αναπόφευκτη ανάγκη ή εξαιρετικές συνθήκες.

(β)   δεν προσφέρεται άλλη θεραπεία.

(γ)   Τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται πρέπει να είναι ανάλογα προς την ανάγκη. και

(δ)   πρέπει να είναι προσωρινού χαρακτήρα, περιοριζόμενα κατά τη διάρκεια των εξαιρετικών περιστάσεων.”

Κοινή υπήρξε η θέση και των τριών Δικαστών, ότι η ανάγκη πρέπει να είναι υπαρκτή, στη διαπίστωση της ύπαρξης της οποίας (στην Ιbrahim) αφιέρωσαν και το μεγαλύτερο μέρος της απόφασής τους. Αναγνωρίζοντας το δίκαιο της ανάγκης ως μέρος της πανοπλίας του δικαίου και οι τρεις Δικαστές τόνισαν, ότι βαδίζουν πεπατημένη οδό του δικαίου και ότι δεν καινοτομούν. Οι αρχές του (δικαίου της ανάγκης) αναγνωρίστηκαν και καθιερώθηκαν από το δίκαιο πολλών χωρών, όπως σημειώνουν, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα, η Γαλλία, η Ιταλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες.* Είναι υπό το φως αυτών των αρχών που καθορίστηκε η συνισταμένη του δικαίου της ανάγκης στην Ibrahim και οριοθετήθηκε η λειτουργία της Κυπριακής Πολιτείας, βάσει των αρχών του.

Οι αρχές του δικαίου της ανάγκης καθορίστηκαν στην Ibrahim και εξειδικεύτηκαν σε μεγάλο αριθμό μεταγενέστερων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Στην Andreas Ηadjigeorghiou v. The Republic of Cyprus (1966) 3 C.L.R. 504 (απόφαση Τριανταφυλλίδη, Δ.) διευκρινίζεται ότι το δίκαιο της ανάγκης δεν αποτελεί στέγαστρο για την κάλυψη κάθε μέτρου το οποίο κρίνεται επιθυμητό κατά τη διάρκεια της έκτακτης κατάστασης. Μόνο μέτρα που επιβάλλει η ανάγκη μπορεί να νομιμοποιηθούν από το δίκαιο της ανάγκης. [*1085]Το ακόλουθο απόσπασμα από την Hadjigeorghiou κατοπτρίζει την προσέγγιση του Δικαστηρίου:-

“The ‘law of necessity’ cannot, however, validate, by way of omnibus effect, all and any steps taken during the currency of a particular emergency; it has to be established that the prerequisites for its coming into play did exist in relation to the specific act, legislative or executive, which has been made in the context of an emergency and the validity of which it is sought to uphold by virtue of the ‘law of necessity’.”

Ελληνική μετάφραση (ελεύθερη):

“Το ’δίκαιο της ανάγκης’ δεν μπορεί, εντούτοις, να νομιμοποιήσει, υπό μορφή πανδέκτη, όλα και οποιαδήποτε μέτρα λαμβάνονται κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης έκτακτης κατάστασης· πρέπει να θεμελιωθεί ότι οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του υφίσταντο σε σχέση με τη συγκεκριμένη πράξη, νομοθετική ή εκτελεστική, η οποία εγένετο στο πλαίσιο της έκτακτης κατάστασης και η εγκυρότητα του οποίου υποστηρίζεται με αναφορά στις αρχές του δικαίου της ανάγκης.”

Τόσο στη Hadjigeorghiou όσο και στην Papapantelis and Others v. The Republic (1966) 3 C.L.R. 515 (απόφαση Τριανταφυλλίδη, Δ.,) αποφασίστηκε ότι δεν είναι παραδεκτή, βάσει του δικαίου της ανάγκης, η λήψη ριζοσπαστικών μέτρων τα οποία υπερβαίνουν την ανάγκη και δεν σχετίζονται προς αυτή.

Ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση του Δικαστηρίου στην Pavlides and Others v. C.B.C. (1986) 3 C.L.R. 1332 (απόφαση Στυλιανίδη, Δ., όπως ήταν τότε), θέση η οποία συνοψίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα:-

“A Law, which is contrary to the Constitution, cannot survive unless the party who supports its constitutionality satisfied the Court that the prerequisites laid down by judicial pronouncements exist and that the measures taken were necessary and they go no further than the necessity warrants ...”

Ελληνική μετάφραση (ελεύθερη):-

“Νόμος, ο οποίος αντίκειται προς το Σύνταγμα, δεν μπορεί να επιβιώσει, εκτός εάν ο διάδικος, ο οποίος υποστηρίζει τη συνταγματικότητά του, ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι οι [*1086]προϋποθέσεις οι οποίες τίθενται από τις δικαστικές αποφάσεις υφίστανται και ότι τα μέτρα τα οποία λήφθηκαν ήταν αναγκαία και ότι δεν υπερβαίνουν ό,τι η ανάγκη επιβάλλει.”

Το δίκαιο της ανάγκης ταυτίζεται και με την εφεδρεία του δικαίου, η οποία μπορεί να στρατευθεί για τη διάσωση του αντικειμένου του δικαίου, της έννομης τάξης. (Chimonides v. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125.)

Aπαρέγκλιτα, πρέπει να υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ των μέτρων που λαμβάνονται και της ανάγκης που τα επιβάλλει. Ο έλεγχος της αντιστοιχίας ανάγεται στη δικαστική εξουσία. Οι κίνδυνοι υπέρβασης της ανάγκης εξουδετερώνονται από το γεγονός ότι τα μέτρα που λαμβάνονται, εξ ονόματος της, υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζεται στην Apostolides and Others v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 928 (απόφαση Πική, Δ.,):-

“Like any other Judge, I am sensitive to the dangers inherent in the acknowledgment of reserve powers that may be allowed to override fundamental provisions of the Constitution and the law. I am comforted, however, by the fact that the arbiters of the existence of an emergency and its extent are the judiciary, functioning separately and independently of the Executive and Legislative branches of the State that may be trusted to guard against possible abuse. I would not draw equal comfort if any other body had responsibility for the ascertainment of an emergency situation and the extent of it. The reserve power to legislate in deviation from the Constitution cannot be invoked unless absolutely necessary for the protection of the primary aims of society, directly threatened by the emergency and then only to the extent strictly necessary.”

Ελληνική μετάφραση (ελεύθερη):-

“Όπως και κάθε άλλος Δικαστής, είμαι ευαίσθητος για τους κινδύνους οι οποίοι ενυπάρχουν στην αναγνώριση εφεδρικών εξουσιών, οι οποίες μπορεί να υπερακοντίσουν θεμελιώδεις πρόνοιες του Συντάγματος και του νόμου. Ανακουφίζομαι, όμως, από το γεγονός ότι ο κριτής της ύπαρξης έκτακτης κατάστασης και της έκτασής της είναι η Δικαστική Εξουσία, η οποία λειτουργεί ξεχωριστά και ανεξάρτητα από τον Εκτελεστικό και το Νομοθετικό Κλάδο της Πολιτείας, την οποία μπορεί να εμπιστευθούμε να περιφρουρήσει την εφαρμογή [*1087]των αρχών του δικαίου της ανάγκης έναντι πιθανών καταχρήσεων. Δε θα ήμουν το ίδιο ήσυχος εάν οποιοδήποτε άλλο σώμα είχε την ευθύνη για τη διαπίστωση της ύπαρξης της έκτακτης κατάστασης και του μεγέθους της. Δεν είναι παραδεκτή η επίκληση της εφεδρικής εξουσίας προς θέσπιση νομοθεσίας κατά παρέκκλιση του Συντάγματος, εκτός εάν είναι απόλυτα αναγκαίο για την προστασία των πρωταρχικών σκοπών της κοινωνίας, οι οποίοι απειλούνται άμεσα από την έκτακτη κατάσταση και πάλιν μόνο στην έκταση που είναι απόλυτα αναγκαίο.”

Η ίδια αρχή διακηρύσσεται στην απόφαση της Ολομέλειας στην Pastellopoullos v. Republic (1985) 2 C.L.R. 165 - (απόφαση πλειοψηφίας):-

“It is well settled that measures taken in circumstances allegedly justifying resort to the ‘law of necessity’ are subject to judicial scrutiny and control ...”

Ελληνική μετάφραση (ελεύθερη):-

“Είναι θεμελιωμένο ότι μέτρα τα οποία λαμβάνονται κάτω από συνθήκες οι οποίες, κατ’ ισχυρισμό, δικαιολογούν προσφυγή στο ‘δίκαιο της ανάγκης’ υπόκεινται σε εξονυχιστική έρευνα και έλεγχο ...”

Όπως είχα την ευκαιρία να επισημάνω στην απόφασή μου στην Aloupas v. National Bank (1983) 1 C.L.R. 55, η αρχή του κράτους δικαίου δεν ατονεί κατά τη διάρκεια της ανώμαλης κατάστασης που δημιουργεί την ανάγκη. Το δίκαιο υποθεμελιούμενο από τις αρχές του δικαίου της ανάγκης παραμένει, όπως και σε περιόδους ομαλότητας, η μόνη πηγή εξουσίας. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:-

“The rule of law does not abate in an emergency subject to the qualification that necessity creates a valid juridical basis for legal action. Legislative measures are subject to juridical control. The Judiciary is charged to ensure that the measures taken are a genuine response to a necessity and, further, that they go no further than the necessity warrants. Judicial control is a hedge against arbitrary invocation of necessity as a justification for legal measures, as well as a hedge against abuse of necessity by taking measures uncalled for by the necessity. But so long as the measures taken are a genuine response to [*1088]necessity and designed to cope with it, there will be no interference with legislative action. The legislators are the arbiters of the measures necessary to ease the emergency.”

Ελληνική μετάφραση (ελεύθερη):-

“Η αρχή του κράτους δικαίου δεν ατονεί κατά τη διάρκεια της έκτακτης κατάστασης, υπό τον όρο της ακόλουθης επιφύλαξης, ότι η ανάγκη δημιουργεί έγκυρη δικαιϊκή βάση για τη λήψη νομικών μέτρων. Τα νομοθετικά μέτρα υπόκεινται σε δικαιϊκό έλεγχο. Η Δικαστική Εξουσία είναι επιφορτισμένη με την ευθύνη να διασφαλίσει ότι τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται αποτελούν γνήσια ανταπόκριση προς την ανάγκη και, περαιτέρω, δεν υπερβαίνουν ό,τι επιβάλλει η ανάγκη. Ο δικαστικός έλεγχος αποτελεί φραγμό κατά της αυθαίρετης επίκλησης της ανάγκης για τη δικαιολόγηση νομικών μέτρων, καθώς και φραγμό κατά της κατάχρησης της ανάγκης με την υιοθέτηση μέτρων τα οποία δεν επιβάλλει η ανάγκη. Αλλά, ενόσω τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται αποτελούν γνήσια ανταπόκριση προς την ανάγκη και σκοπούν να την αντιμετωπίσουν, δε θα υπάρξει επέμβαση με νομοθετικές ρυθμίσεις.  Ο νομοθέτης είναι ο κριτής των μέτρων τα οποία είναι αναγκαία για να απαμβλύνουν την έκτακτη κατάσταση.”

Η αναλογικότητα μεταξύ της ανάγκης και των μέτρων που λαμβάνονται εξ ονόματός της, αποτελεί κοινό λόγο των δικαστικών αποφάσεων. (Βλ. μεταξύ άλλων, Makrides and Another v. Republic (1984) 3 C.L.R. 677. Petroudes v. E.A.C. (1985) 3 C.L.R. 2245. Kritiotis v. Municipality of Paphos and Others (1986) 3 C.L.R. 322. Solomou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 533).

Το δίκαιο της ανάγκης, όπως ο όρος υποδηλώνει, η φύση του εξυπακούει και η νομολογία ορίζει, δεν αποβλέπει στην παράκαμψη της συνταγματικής τάξης αλλά στην υποστήλωσή της. Έτσι, στη The Republic v. Nicolaos Sampson (1977) 2 C.L.R. 1, (απόφαση Ολομέλειας), αποφασίστηκε ότι η αμνηστεία που χορηγήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, μετά την επάνοδό του στην Κύπρο το Δεκέμβριο 1974, εστερείτο νομικού κύρους, επειδή αμνηστεία μπορούσε να χορηγηθεί μόνο με νόμο της Πολιτείας. Και εφόσο δεν υπήρχε κώλυμα στη θέσπιση τέτοιου νόμου, καμμιά ανάγκη δεν υφίστατο για τη λήψη μέτρων έξω από το συνταγματικό πλαίσιο. Έτσι, ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να επικαλεστεί την ειδική απάντηση στην κατηγορία, που προβλέπει το Άρθρο 69(γ) του περί Ποι[*1089]νικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155.

Τη θεμελιώδη αυτή διάσταση του δικαίου της ανάγκης είχα την ευκαιρία να υπογραμμίσω στην President of Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 2224, 2230 (Aναφορά 12/85), στην οποία εξετάστηκε η συνταγματικότητα νόμου που μετέβαλλε το όριο της ηλικίας των ψηφοφόρων στις βουλευτικές εκλογές.

“Το δίκαιο της ανάγκης δεν αποτελεί μέσον παρακάμψεως των προνοιών του συντάγματος ούτε διέξοδο από τις περιοριστικές του διατάξεις. Προσφυγή στο δίκαιο της ανάγκης θα εδικαιολογείτο μόνο αν το εκλογικό σώμα θα αδρανούσε χωρίς τη συμμετοχή της νέας τάξεως των ψηφοφόρων.”

Σταθερή υπήρξε η αντιμετώπιση από το Δικαστήριο νομοθετικών ρυθμίσεων που είχαν σκοπό όχι την υποστύλωση της λειτουργίας των συνταγματικών θεσμών, αλλά τη μεταβολή του συνταγματικού πλαισίου λειτουργίας του κράτους.

Στην President of Republic v. House of Representatives (ανωτέρω), απορρίφθηκε ως αντισυνταγματικός νόμος, ο οποίος απέβλεπε στην παροχή δικαιώματος ψήφου σε πολίτες κάτω από το προβλεπόμενο από το Σύνταγμα όριο ηλικίας των 21 ετών. Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας στη Pres. of Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 1466, το αντικείμενο της οποίας ήταν το παραδεκτό έκδοσης απόφασης της Βουλής, η οποία στάληκε προς δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αναφορικά με τους χειρισμούς του Κυπριακού προβλήματος και την προκήρυξη πρόωρων Προεδρικών Εκλογών. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ομόφωνα αποφάσισε ότι το ψήφισμα δεν μπορούσε να εκδοθεί. Σύμφωνα με το σκεπτικό της πλειοψηφίας (Τριανταφυλλίδης, Π., και οι Δικαστές, Α. Λοΐζου, Μαλαχτός, Δημητριάδης, Σαββίδης, Λώρης, και Στυλιανίδης,), επειδή το ψήφισμα ή απόφαση αφορούσε εξωσυνταγματικό ζήτημα και, κατά το σκεπτικό της μειοψηφίας (Πικής, Κούρρης, Δ/στές), επειδή αυτό αντίκειτο προς τις συνταγματικές διατάξεις που αφορούν την περίοδο της θητείας του Προέδρου της Δημοκρατίας και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η θέση του κενούται.

Η δυνατότητα θεσμοθέτησης μέτρων αντικείμενων προς τις συνταγματικές διατάξεις, ως προς την περίοδο της θητείας του Προέδρου της Δημοκρατίας, και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες το αξίωμα παραμένει χωρίς φορέα εξετάστηκαν ευθέως στην [*1090]President of Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 2202 (Αναφορά 11/85). Το αντικείμενο της Αναφοράς ήταν η συνταγματικότητα του Κατ’ Ανάγκην Προκήρυξης Πρόωρης Εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας (Ειδικού) Νόμου 1985. Ο νόμος ομόφωνα κηρύχθηκε αντισυνταγματικός κυρίως γιατί οι προβλεπόμενες ρυθμίσεις και ειδικά η πρόνοια για την προκήρυξη, από τον Πρόεδρο, πρόωρων Προεδρικών Εκλογών αντίκειντο προς τις πρόνοιες του Άρθρου 44 του Συντάγματος. Με όμοιο σκεπτικό κρίθηκε στην, President of Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 2801 αντισυνταγματικός νόμος ο οποίος καθόριζε τα Υπουργεία της Δημοκρατίας. Η εξουσία για τον προσδιορισμό των Υπουργείων άλλων, από τα τρία Υπουργεία τα οποία καθορίζονται στο Σύνταγμα και το Υπουργείο Παιδείας που συστήθηκε βάσει του δικαίου της ανάγκης, ανήκει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Επομένως, κρίθηκε συνταγματικά απαράδεκτος ο εξετασθείς νόμος, ο οποίος προέβαινε σε ρυθμίσεις ασυμβίβαστες προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

Το δίκαιο της ανάγκης, όπως καθιερώθηκε στην Ibrahim, κατέστησε δυνατή τη λειτουργία της Δικαστικής Εξουσίας και κατ’ επέκταση του Κράτους, σ’ όλους τους τομείς της δημόσιας λειτουργίας. Κοινός παρονομαστής των ρυθμίσεων, οι οποίες υιοθετήθηκαν, ήταν η παρέκκλιση από το Σύνταγμα, με την υιοθέτηση εξωσυνταγματικών μέτρων στο βαθμό και έκταση που η ανάγκη επέβαλλε, για να καταστεί δυνατή η λειτουργία της Πολιτείας βάσει των ουσιαστικών προνοιών του Συντάγματος. Σε καμμιά περίπτωση δεν επετράπη η λειτουργία των συνταγματικών φορέων εξουσίας, έξω από το συνταγματικό πλαίσιο.

Στη συνέχεια θα αναφερθούμε σ’ ορισμένες σημαντικές αποφάσεις χαρακτηριστικές του πλαισίου εφαρμογής του δικαίου της ανάγκης, σε διάφορους τομείς λειτουργίας του κράτους.

(α)     Στη Christou and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 365, (απόφαση Λ. Λοΐζου, Δ.,), κρίθηκε ότι η σύσταση της Εθνικής Φρουράς (Ν. 20/64) εδικαιολογείτο, βάσει του δικαίου της ανάγκης, για την αντιμετώπιση της απειλής κατά της χώρας.

Όμως, δεν ήταν δυνατό οι θεσμοί που διέπουν τη λειτουργία της Εθνικής Φρουράς να ευρίσκονται έξω από τα συνταγματικά πλαίσια. Έτσι, στην Pastellopoullos v. Republic (1985) 2 C.L.R. 165, αποφασίστηκε ότι η σύσταση [*1091]και λειτουργία του Στρατοδικείου, που προβλέπεται από τον περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και Δικονομίας Νόμο (Ν.40/64), δεν μπορούσαν να είναι αντίθετες προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, στην οποία θεμελιώνεται το Σύνταγμα, και τις συνταγματικές διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία της Δικαστικής Εξουσίας. Κατά συνέπεια, οι πρόνοιες των Άρθρων 103 και 104 του προειρημένου νόμου, οι οποίες πρόβλεπαν το διορισμό του Προέδρου του Στρατοδικείου από το Υπουργικό Συμβούλιο και των Μελών του από τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς, κρίθηκαν αντισυνταγματικές.

(β)     Στην Πολύκαρπος Ιωαννίδης v. Αστυνομίας (1973) 2 C.L.R. 125, κρίθηκε ότι η αδυναμία διεξαγωγής βουλευτικών εκλογών, λόγω της ανώμαλης κατάστασης που επικράτησε μετά τα γεγονότα του 1963-1964, και η συναφής ανάγκη διασφάλισης της συνέχισης της λειτουργίας της Νομοθετικής Εξουσίας, δικαιολογούσαν την παράταση της θητείας της Βουλής. Η σπουδαιότητα της απόφασης αυτής έγκειται και στο γεγονός ότι θεωρήθηκαν παραδεκτές, βάσει του δικαίου της ανάγκης, και παρεκκλίσεις από θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος, στη συγκεκριμένη περίπτωση του Άρθρου 65, αναφορικά με την πενταετή θητεία της Βουλής. (Βλ. Άρθρο 182 και Παράρτημα ΙΙΙ του Συντάγματος.)

(γ)     Η αδυναμία μετάφρασης των νόμων από τα Αγγλικά στις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας, λόγω του μεγέθους του έργου, επίσης κρίθηκε ότι καθιστούσε αναγκαία τη διατήρηση σε ζωή της νομοθεσίας στο αγγλικό της κείμενο και τη χρήση της Αγγλικής γλώσσας στα δικαστήρια προς διασφάλιση της λειτουργίας των δικαιϊκών και δικαστικών θεσμών. Μ’ αυτό το πνεύμα, και εξ ονόματος του δικαίου της ανάγκης, θεωρήθηκε δικαιολογημένη στην Koumi v. Kortari (1983) 1 C.L.R. 856 (Ολομέλειας), η συνέχιση της διεξαγωγής της διαδικασίας και της έκδοσης αποφάσεων στα Αγγλικά, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του Άρθρου 3.4 του Συντάγματος, (βλ. επίσης Άρθρο 189 του Συντάγματος).

(δ)     Η αποτελμάτωση της λειτουργίας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, λόγω της αποχώρησης των Τούρκων, κρίθηκε ότι δικαιολογούσε τη δημιουργία υποκατάστατων σωμάτων - (Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας - Ν. 33/67, και τα Διοικητικά Συμβούλια των Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου - [*1092]Ν. 61/70), για την άσκηση των αρμοδιοτήτων που εναποθέτει το Σύνταγμα στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας - (βλ., μεταξύ άλλων, Makrides and Another v. Republic (1984) 3 C.L.R. 677. Petroudes v. E.A.C. (1985) 3 C.L.R. 2245. Kritiotis v. M’ty of Paphos and Others (1986) 3 C.L.R. 322. Solomou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 533. Yervant Bagdassarian v. The Electricity Authority (1968) 3 C.L.R. 736. Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 317. Hadjigeorghiou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 504. Papapantelis and Others v. Republic (1966) 3 C.L.R. 515. Messaritou v. The Cyprus Broadcasting Corporation (1972) 3 C.L.R. 100. Anastassiades v. E.A.C. (1987) 3 C.L.R. 790. Pavlides v. C.B.C. (1986) 3 C.L.R. 1332. C.T.O. v. HadjiDemetriou (1987) 3 C.L.R. 780. Νικολάου και Άλλοι v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 212/90 κ.ά - 17/5/91)).

(ε) Στη Chimonides v. Manglis, (ανωτέρω), αναγνωρίστηκε ότι οι ανώμαλες συνθήκες που επικράτησαν, ως αποτέλεσμα των γεγονότων του 1963 - 1964, δικαιολογούσαν, με έρεισμα την ανάγκη η οποία προέκυψε, εξαιρετικές ενοικιοστασιακές ρυθμίσεις κατά παρέκκλιση συνταγματικών διατάξεων.

Η ανάγκη για τη λήψη εξαιρετικών μέτρων, προς διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής, πολλαπλασιάστηκε μετά την Τουρκική εισβολή η οποία έφερε την καταστροφή, προκάλεσε ρήγμα στον κοινωνικό ιστό και έπληξε τα θεμέλια του κράτους με την εκρίζωση χιλιάδων ανθρώπων από τα σπίτια και τον τόπο τους και την αποστέρηση των δικαιωμάτων τους.  Η ανάγκη η οποία προέκυψε και το δικαιολογημένο των μέτρων που λήφθηκαν για την προσωρινή αποκατάσταση του ρήγματος εξετάστηκαν στην Aloupas v. National Bank (1983) 1 C.L.R. 55. Επίδικο θέμα της ήταν η συνταγματικότητα του περί Ανακουφίσεως Οφειλετών (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου του 1979, (Ν. 24/79). Κρίθηκε ότι στο βαθμό που οι πρόνοιες του νόμου αντίκειντο προς τις διατάξεις των Άρθρων 6, 23, 24, 25, 26, 28 και 30 του Συντάγματος, η παρέκκλιση εδικαιολογείτο από το δίκαιο της ανάγκης. Κοινή υπήρξε η θέση του Δικαστηρίου ότι το μέγεθος της καταστροφής και η επελθούσα αποστέρηση των δικαιωμάτων μεγάλου τμήματος του πληθυσμού της χώρας δικαιολογούσαν εξαιρετικές ρυθμίσεις, παρεκκλίνουσες, ακόμα και από άρθρα του Συντάγματος που εξασφαλίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα υπό την αίρεση πάντα ότι τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται ελέγχο[*1093]νται δικαστικά ώστε να διασφαλίζεται ότι αυτά δεν υπερβαίνουν την έκταση της ανάγκης. Ομόφωνα, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου δέχτηκε ότι η ανάγκη μπορούσε να δικαιολογήσει και παρεκκλίσεις από τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου. Η προσέγγιση του θέματος δεν ήταν ταυτόσημη. Χαρακτηριστικά, των δύο προσεγγίσεων, είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα από τις αποφάσεις του Τριανταφυλλίδη, Π., (την οποία υιοθέτησαν οι Δικαστές Μαλαχτός, Σαββίδης και Λώρης), και του Πική, Δ., (την οποία υιοθέτησε στην ουσία ο Χατζηαναστασίου, Δ.). Ο Λοΐζου Δ., εξάλλου συμφώνησε και με τις δύο αποφάσεις, γεγονός που υποδηλώνει τη συνάφεια μεταξύ των θέσεων που διατυπώθηκαν.

Απόσπασμα από την απόφαση Τριανταφυλλίδη, Π.:- (σελ. 64)

“I am, however, of the view that, when the State is faced with a calamity which has surpassed the remedial scope of a Proclamation of Emergency under Article 183 of the Contitution, the State can resort to measures entailing the limitation or restriction or even deprivation of the fundamental rights and liberties guaranteed by Part II of the Contitution, even in a manner contrary to the aforesaid Article 33, and that it can do so by virtue of the ‘law of necessity’; and, in such a case, whether one speaks of the ‘law of necessity’ or of ‘reserve powers’ it makes no material difference because both notions are two sides of one and the same juridical coin.

Of course, resort to any legislative measures, as aforesaid, is and would, always, be subject to judicial control so as to ensure that such measures are justified by the calamity in relation to which they have been enacted.”

Ελληνική μετάφραση (ελεύθερη)-

“Εντούτοις, έχω την άποψη ότι, όταν η Πολιτεία αντιμετωπίζει μια συμφορά, η οποία υπερβαίνει το θεραπευτικό πεδίο που θα παρείχε η προκήρυξη έκτακτης κατάστασης κάτω από το Άρθρο 183 του Συντάγματος, η Πολιτεία μπορεί να καταφύγει σε μέτρα συνεπαγόμενα την περιστολή ή περιορισμό ή ακόμα και τη στέρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών τα οποία εγγυάται το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, ακόμα και κατά τρόπο αντικείμενο προς τις πρόνοιες του προειρημένου Άρθρου 33, και ότι μπορεί να το πράξει βάσει του ‘δικαίου της ανάγκης’. σε μια τέτοια περίπτωση, κατά πόσο ένας ομιλεί [*1094]για το ‘δίκαιο της ανάγκης’ ή για τις ‘εφεδρικές εξουσίες’ δεν έχει σημασία, γιατί αμφότερες οι έννοιες συνιστούν τις δύο πλευρές ενός και του ιδίου δικαιϊκού νομίσματος.

Βέβαια, προσφυγή σε νομοθετικά μέτρα, ως ανωτέρω,  υπόκειται, και πάντα θα υπόκειται, σε δικαστικό έλεγχο, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα μέτρα δικαιολογούνται από την καταστροφή σε σχέση με την οποία έχουν θεσπιστεί.”

Απόσπασμα από την απόφαση Πική, Δ., (σελ. 78):-

“The doctrine of necessity has its own legal dynamics. Like every legislative measure, it must have a legitimate origin and must emanate from the House of Representatives, while its content must be directly related to the emergency it aims to tidy over and be commensurate to it. The rule of law does not abate in an emergency subject to the qualification that necessity creates a valid juridical basis for legal action. Legislative measures are subject to juridical control. The Judiciary is charged to ensure that the measures taken are a genuine response to a necessity and, further, that they go no further than the necessity warrants.”

Ελληνική μετάφραση (ελεύθερη):-

“Το δόγμα της ανάγκης, έχει τη δική του δικαιϊκή δυναμική. Όπως κάθε άλλο νομοθετικό μέτρο, ο νόμος πρέπει να έχει νόμιμη προέλευση και να εκπορεύεται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ενώ το περιεχόμενό του πρέπει να συσχετίζεται προς την έκτακτη κατάσταση, την οποία σκοπεί να αντιμετωπίσει και να είναι ίσης εμβέλειας προς αυτή. Η αρχή του κράτους δικαίου δεν ατονεί κατά τη διάρκεια της έκτακτης κατάστασης, υπό τον όρο ότι η ανάγκη δημιουργεί δικαιϊκή βάση για νομοθετική δράση. Τα νομοθετικά μέτρα υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Η Δικαστική Εξουσία είναι επιφορτισμένη με την ευθύνη να διασφαλίζει ότι τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται συνιστούν γνήσια ανταπόκριση στην ανάγκη και ότι δεν υπερβαίνουν εκείνο που επιβάλλει η ανάγκη.”

Το θεσμικό πλαίσιο επίκλησης και εφαρμογής του δικαίου της ανάγκης διατυπώνεται με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο στην Πρ. Δημοκρατίας v. Βουλής Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 252.  Επρόκειτο, για Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας για τη συνταγματικότητα του περί Πραξικοπήματος (Ειδικαί Διατά[*1095]ξεις) (Τροποποιητικού) Νόμου του 1990. Ο νόμος (τροποποιητικός του Ν. 57/75, με τον οποίο αποκηρύχθηκαν οι πράξεις της πραξικοπηματικής κυβέρνησης), σκοπούσε στη στέρηση, των μελών της πραξικοπηματικής κυβέρνησης, του δικαιώματος του «εκλέγειν» και «εκλέγεσθαι» στα αξιώματα του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Βουλευτή, και μέλους Δημοτικής και Κοινοτικής Αρχής. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ομόφωνα έκρινε το νόμο αντισυνταγματικό· αφενός, γιατί προσέκρουε στις διατάξεις των Άρθρων 40 και 64 του Συντάγματος, που προσδιορίζουν εξαντλητικά τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες πολίτης της Δημοκρατίας μπορεί να στερηθεί των δικαιωμάτων αυτών, περιλαμβανόμενης και καταδίκης από αρμόδιο δικαστήριο και, αφετέρου, γιατί ήταν κατά πάντα χρόνο δυνατή η δίωξη των πραξικοπηματιών οπόταν, δεν υφίστατο ανάγκη για παρέκκλιση από το Σύνταγμα. Ούτε η καταδίκη του πραξικοπήματος, ούτε η διαπίστωση των ολέθριων συνεπειών του για την έννομη τάξη και τη τύχη της χώρας, μπορούσαν να αποτελέσουν λόγο για παρέκκλιση από τα θέσμια της συνταγματικής τάξης. Ήταν και παρέμεινε εφικτή η δίωξη των πραξικοπηματιών. Καταδίκη για αδίκημα ατιμωτικό ή ηθικής αισχρότητας επιφέρει την αποστέρηση, τόσο του δικαιώματος του εκλέγειν όσο και του εκλέγεσθαι. (Άρθρα 40(γ) και 64(γ) του Συντάγματος.) Το σκεπτικό της απόφασης του Δικαστηρίου περιέχεται σε δύο συγκλίνουσες αποφάσεις, η πρώτη από το Λοΐζου, Π., (η οποία υιοθετήθηκε από τους Δικαστές Δημητριάδη, Στυλιανίδη, Παπαδόπουλο, Χατζητσαγγάρη, Πογιατζή και Χρυσοστομή), και η δεύτερη από τα άλλα τρία μέλη του Δικαστηρίου, που εξέδωσαν κοινή απόφαση (Πικής, Νικήτας, Αρτεμίδης). Τα ακόλουθα αποσπάσματα είναι αποκαλυπτικά της θέσης του Δικαστηρίου:-

Απόφαση Λοΐζου, Π:-

“Περαιτέρω ο κρινόμενος Νόμος δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με το Δίκαιο της Ανάγκης το οποίο, σύμφωνα με τη νομολογία μας [Attorney-General of the Republic v. Ibrahim and Other (1964) C.L.R. 195], αποτελεί στην Κύπρο πηγή συνταγματικού δικαίου και εφαρμόζεται όταν υπάρχει επιτακτική ανάγκη ή εξαιρετική περίσταση και δεν υπάρχει άλλη θεραπεία εκτός από τη θεραπεία της κατ’ ανάγκη περέκκλισης από το Σύνταγμα του οποίου οι διατάξεις δεν μπορούν να λειτουργήσουν.

Δεν μπορεί βάσιμα να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρχε άλλη θεραπεία παρά από την κατ’ ανάγκη παρέκκλι[*1096]ση από το Σύνταγμα με την ψήφιση του επίδικου Νόμου. Η ποινική δίωξη των πραξικοπηματιών για συναφή ποινικά αδικήματα κατά παράβαση του Ποινικού Κώδικα, ήταν πάντοτε και ακόμη είναι ανοικτή, αρκεί να υπήρχε η πολιτική βούληση για το σκοπό αυτό. Δεν υπήρχε δε οποιοδήποτε άλλο νομικό κώλυμα.”

Αποσπάσματα από την απόφαση των Δικαστών, Πική, Νικήτα, Αρτεμίδη.:-

“Όπως ο όρος ‘ανάγκη’ υποδηλώνει, και έχει νομολογιακά προσδιοριστεί (βλ. μεταξύ άλλων Attorney-General of the Republic v. Mustafa Ibrahiim and Others (1964) C.L.R. 195 και Aloupas v. National Bank (1983) 1 C.L.R. 55 η προσφυγή στο δίκαιο της ανάγκης αποτελεί εξαιρετικό μέτρο άρρηκτα συνυφασμένο με τη λειτουργία των συνταγματικών θεσμών και την υποστύλωσή τους, όπου, λόγω εξαιρετικών περιστάσεων, η λειτουργία τους καθίσταται ανέφικτη ....”

“Εξάλλου, η απουσία οποιουδήποτε κωλύματος στη δίωξη των πραξικοπηματιών, βεβαιώνεται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημοκρατία v. Νικολάου Σαμψών (1977) 2 C.L.R. 1. Δεν υπήρχε ούτε υπάρχει κώλυμα στη δίωξη των πραξικοπηματιών. (Βλ. Paporis v. National Bank (1986) 1 C.L.R. 578, σχετικά με το πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 30.2).

Συμπερασματικά το δίκαιο της ανάγκης αποβλέπει στην υποστύλωση των συνταγματικών θεσμών και διατάξεων και όχι στην παράκαμψη ή παρέκκλιση από αυτούς.”

ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΚΑΙ Η ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ:-

Το παραδεκτό της τροποποίησης του Συντάγματος, βάσει του δικαίου της ανάγκης ηγέρθη το πρώτο, και εξετάστηκε και πάλιν σε σχέση με την συγκεκριμένη διάταξη που τροποποιήθηκε με το Ν.115(Ι)/96, δηλαδή το Άρθρο 66.2 του Συντάγματος - [Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1986) 3 C.L.R. 1439, (Αναφορά 1/86)]. Με το νόμο, που αποτέλεσε το αντικείμενο της Αναφοράς 1/86, είχε επιδιωχθεί τόσο η τροποποίηση του Άρθρου 66.2 του Συντάγματος, κατά τρόπο όμοιο προς το Ν.115(1)/96, καθώς και του Άρθρου 66.3 με τη διαγραφή των λέξεων «ή δευτέραν», όσο και του Άρθρου 63, ώστε το 18ο να υποκα[*1097]ταστήσει το 21ο ως το όριο ηλικίας των ψηφοφόρων στις Βουλευτικές Εκλογές. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ομόφωνα την τροποποίηση του Συντάγματος, βάσει του δικαίου της ανάγκης, απαράδεκτη και αποκήρυξε το νόμο ως αντισυνταγματικό. Το σκεπτικό του Δικαστηρίου περιέχεται σε δύο αποφάσεις - εκείνης του Τριανταφυλλίδη, Π., η οποία υιοθετήθηκε από την πλειοψηφία της Ολομέλειας, (Α. Λοΐζου, Δημητρίαδης, Σαββίδης, Λώρης, Στυλιανίδης), και της δικής μου, με την οποία συμφώνησε ο Κούρρης, Δ. Σύμφωνα με το σκεπτικό της πλειοψηφίας των Δικαστών:- (σελ. 1444)

“ ... οι λόγοι που προβάλλονται για τις τροποποιήσεις, με τον υπό κρίση Νόμο, των Άρθρων 63 και 66 του Συντάγματος, όσον σοβαροί και αν είναι, δεν είναι, υπό τις παρούσες συνθήκες στην Κύπρο, επιτακτικότεροι της υπέρτατης πολιτειακής ανάγκης να μην τροποποιηθούν τα εν λόγω Άρθρα 63 και 66, οι πρόνοιες των οποίων αφορούν και τις δύο κοινότητες, χωρίς την συμμετοχή Βουλευτών και των δύο κοινοτήτων στην ψήφιση του υπό κρίση Νόμου, όπως απαιτείται από την παράγραφο 3 του Άρθρου 182 του Συντάγματος εν σχέσει με τροποποίηση μη θεμελιωδών Άρθρων του Συντάγματος.”

Τί καθιστά τη μή τροποποίηση του Συντάγματος υπό τις παρούσες συνθήκες της Κύπρου υπέρτατη πολιτειακή ανάγκη είναι προφανές. Κάθε τροποποίηση του Συντάγματος τείνει να απαγγιστρώσει τη λειτουργία του κράτους από το Σύνταγμα με όλους τους κινδύνους που εγκυμονεί τέτοια ενέργεια για την Κύπρο.

Η βάση του σκεπτικού της μειοψηφίας επί του ιδίου θέματος περικλείεται στο ακόλουθο απόσπασμα:- 

“Το ‘Δίκαιο της Ανάγκης’, όπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί στην Κύπρο, αλλά και γενικά αναγνωριστεί, δεν μπορεί να δικαιολογήσει ολική ή μερική τροποποίηση του Συντάγματος. Το ‘Δίκαιο της Ανάγκης’ είναι μέτρο προσωρινό, άρρηκτα συνυφασμένο με την ανάγκη, που επιδιώκει να αντιμετωπίσει, ενώ η τροποποίηση του Συντάγματος είναι μέτρο μόνιμο, που μεταβάλλει τους θεσμούς της πολιτείας.”

Και στο σκεπτικό της πλειοψηφίας γίνεται αναφορά στην υπέρτατη πολιτειακή ανάγκη μή τροποποίησης του Συντάγματος:

“Είναι πεποίθησή μου ότι προσήλωση στο Σύνταγμα αποτελεί την πιο πειστική απάντηση στην επιβουλή κατά της ακε[*1098]ραιότητας του κυπριακού κράτους και κάθε απόπειρα για κατάλυσή του.  Η αυστηρή τήρηση του Συντάγματος αποτελεί το ισχυρότερο όπλο για προάσπιση της οντότητας της κυπριακής πολιτείας.”

Το βάσιμο των παρατηρήσεων της πλειοψηφίας, ως προς το ενδεχόμενο τροποποίησης μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος που αφορούν αποκλειστικά την Ελληνική κοινότητα, εξετάστηκε από την Ολομέλεια στην Αίτηση της Εκκλησίας της Κύπρου 3/89 - Απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου, 1989, με αναφορά στο παραδεκτό τέτοιου ενδεχομένου υπό το φως των διατάξεων της παραγράφου 3 του Άρθρου 182 του Συντάγματος. (Αίτηση βάσει του Άρθρου 149(β) του Συντάγματος.)  Η πεμπτουσία της απόφασης της Ολομέλειας εντοπίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα, (σελ. 5), καθοριστικό για την απόρριψη της αίτησης εφόσον οι παρατηρήσεις (dicta), του Δικαστηρίου, στην Αναφορά 1/86, δεν είχαν οποιεσδήποτε επιπτώσεις στην ερμηνεία του Άρθρου 182.3:-

“Στην Αναφορά 1/86 δεν ηγέρθη θέμα τροποποίησης προνοιών του Συντάγματος που αφορούσαν αποκλειστικά μια από τις δύο κοινότητες. Η αναφορά στο σκεπτικό της πλειοψηφίας στο θέμα αυτό συνιστά παρατήρηση (dictum), η οποία δεν ήταν απαραίτητη για την επίλυση του επίδικου θέματος· συνεπώς δεν είχε νομολογιακά οποιεσδήποτε επιπτώσεις στην ερμηνεία της παραγράφου 3 του Άρθρου 182 του Συντάγματος. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εκ πρώτης όψεως θεώρηση του θέματος και συγκεκριμένα η θέση ότι η απόφαση στην Αναφορά 1/86 δημιούργησε οποιαδήποτε ασάφεια ως προς την ερμηνεία των διατάξεων του Άρθρου 182.3 δεν ευσταθεί.”

Προς συμπλήρωση της εικόνας αναφορικά με τη δικαιϊκή υπόσταση των παρατηρήσεων του Δικαστηρίου στην Αναφορά 1/86, πρέπει να γίνει αναφορά και στην Αίτηση της Εκκλησίας της Κύπρου 1/89, που προηγήθηκε της Αίτησης 3/89, για την παροχή άδειας για την ερμηνεία των προνοιών του Άρθρου 182.3.  Η πλειοψηφία του Δικαστηρίου, (η απόφαση εκδόθηκε στις 29.8.89), έκρινε ότι εδημιουργείτο, εκ πρώτης όψεως, ερμηνευτικό ζήτημα, γι’ αυτό χορήγησε την άδεια για την υποβολή της Αίτησης 3/89· όχι όμως ο Δικαστής Αρτεμίδης, ο οποίος σε ξεχωριστή απόφαση μειοψηφίας, διαπίστωσε ότι:

“Η φράση ‘οι πρόνοιες των οποίων αφορούν και τις δύο κοινότητες’ που παρεισέδυσαν στη Γνωμάτευση του Ανώτατου Δικαστηρίου, και που υπογραμμίζω πιο πάνω, είναι OBITER [*1099]DICTA, δηλαδή εκ περισσού και αχρείαστη για την απόφαση του επίδικου ζητήματος στην αναφορά και επομένως δεν αποτελεί μέρος της αιτιολόγησής της.”

Ως αποτέλεσμα της άδειας που χορηγήθηκε, ακολούθησε η Αίτηση της Εκκλησίας της Κύπρου 3/89 στο αποτέλεσμα της οποίας έχουμε αναφερθεί πιο πάνω. Η απόφαση της Ολομέλειας στην 3/89 ήταν καθοριστική για την υπόσταση του Ν.95/89 και τη δυνατότητα τροποποίησης του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης. Ο Ν.95/89 όπως αποκαλύπτεται στο προοίμιό του, θεμελιώνεται εξ ολοκλήρου στις παρατηρήσεις της πλειοψηφίας στην Αναφορά 1/86, για το ενδεχόμενο τροποποίησης προνοιών του Συντάγματος που αφορούν αποκλειστικά την Ελληνική κοινότητα, κατά παρέκκλιση των προνοιών του Άρθρου 182.3, ενδεχόμενο, το οποίο πιθανολογείται. Η διαπίστωση στην 3/89, ότι οι παρατηρήσεις της πλειοψηφίας στην 1/86, (α) δεν αποτελούσαν μέρος του λόγου (ratio) της απόφασης, και (β) ότι ήταν δικαιϊκά ανυπόστατες, αφαίρεσε κάθε έρεισμα για το παραδεκτό τροποποίησης οποιουδήποτε μέρους του Συντάγματος, περιλαμβανομένων και προνοιών που αφορούν αποκλειστικά την Ελληνική κοινότητα, βάσει του δικαίου της ανάγκης.

Κοινή υπήρξε η αντίληψη ότι δεν είναι ούτε παραδεκτή ούτε εφικτή η τροποποίηση του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης. Αυτή, υπήρξε και η θέση της Κυπριακής Κυβέρνησης, όπως διακηρύσσεται στο υπόμνημα που υπέβαλε στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων του Αγγλικού Κοινοβουλίου, στις 18 Μαρτίου, 1987, η οποία προέβη σε έρευνα κατά πόσο το Κυπριακό κράτος λειτουργεί βάσει του Συντάγματος. Το υπόμνημα παρατίθεται αυτούσιο στην απόφαση Νικολάου κ.ά v. Νικολάου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338, 1402-1405. Επαναπαρατίθεται γιατί απεικονίζει σωστά τις αρχές του δικαίου της ανάγκης, όπως προκύπτουν από τη νομολογία, και το αδύνατο τροποποίησης του Συντάγματος, εξ ονόματός τους:-

“1.8  Under the municipal Constitutional Law of the Republic, as elaborated in the Ibrahim Case - a judgment accepted by the Turkish Cypriot judges - the Government of the Republic functioned and could continue to function lawfully in terms of the doctrine of necessity. Always acting within the limits of this doctrine and the 1960 Constitution and operating in accordance with its laws, the Government’s acts and decisions have had full constitutionality.

1.9  It should be added that the Supreme Court of Cyprus too [*1100]ruled that the Constitution cannot be amended in terms of the law of necessity. In 1986 it ruled that a proposed constitutional amendment seeking to enfranchise 18-year-old and to amend the provision relating to by-elections contravened Articles 63, 66 and 82.3 of the Constitution and was inconsistent with Article 179 of the Constitution.

2.  APPLICATION OF THE DOCTRINE OF NECESSITY IN REGARD TO THE 1960 CONSTITUTION OF THE REPUBLIC OF CYPRUS.

2.1  Because of the renunciation in late 1963 of public office by Turkish public representatives and public servants, combined with an attempt by them to set up alternative governmental institutions against the background of repeated threats of invasion by Turkey, it became necessary to make provision for the basic functions of the State to be discharged properly. The Executive, the Legislative and the Judicial organs could not come to a standstill because the Turkish Cypriots refused to participate.

2.2 Each measure has been - and must be - strictly proportioned to the exigencies of the situation in accordance with the doctrine of necessity, a legal doctrine impliedly part of the constitutions of civilised states and recognised inter alia by France, Greece, the United Kingdom, the United States of America, Nigeria, Pakistan and, most recently, Canada, and other jurisdictions where in extreme political crisis the express provisions of the Constitution, if literally applied, would have rendered the State impotent and have caused its destruction.

2.3 It should be stressed that in no case has the doctrine of necessity been applied to amend the Constitution which has remained intact. In fact, as already stated in paragraph 1.9 above, the Supreme Court has ruled that the Constitution cannot be amended in terms of the law of necessity.”

Σε ελληνική μετάφραση:-

“1.8 Κάτω από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας, όπως επεξηγήθηκε στην υπόθεση Ιμπραχήμ - απόφαση την οποία αποδέχθηκαν οι Τουρκοκύπριοι δικαστές - η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας λειτούργησε και μπορούσε να συνεχίσει να λειτουργεί έννομα, σύμφωνα με το δίκαιο της ανάγκης. Ενεργώντας πάντοτε μέσα στα [*1101]πλαίσια του αξιώματος αυτού και του Συντάγματος του 1960 και λειτουργώντας σύμφωνα με τους νόμους, οι πράξεις και αποφάσεις της Κυβέρνησης ήσαν απόλυτα συνταγματικές.

1.9  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου αποφάνθηκε ότι το Σύνταγμα δεν μπορεί να τροποποιηθεί με έρεισμα το δίκαιο της ανάγκης. Το 1986 (το Ανώτατο Δικαστήριο) γνωμάτευσε ότι η προτεινόμενη συνταγματική τροποποίηση, που αποσκοπούσε στο να δώσει δικαίωμα ψήφου σε πρόσωπα που έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους και να τροποποιήσει την πρόνοια που αφορά τις αναπληρωματικές εκλογές, βρισκόταν σε αντίθεση με τα Άρθρα 63, 66 και 82.3 του Συντάγματος και ήταν ασύμφωνη με το άρθρο 179 του Συντάγματος.

2. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΟΥ 1960.

2.1 Λόγω της αποκήρυξης, κατά το τέλος του 1963, από τους Τούρκους βουλευτές και δημόσιους λειτουργούς, του δημοσίου λειτουργήματος τους σε συνάρτηση με την προσπάθειά τους να καθιδρύσουν εναλλακτικά κυβερνητικά όργανα, κάτω από επανειλημμένες απειλές για εισβολή από την Τουρκία, ήτο αναγκαία η θέσπιση προνοιών που να διασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία των βασικών μηχανισμών του Κράτους. Τα Εκτελεστικά, Νομοθετικά και Δικαστικά όργανα δεν μπορούσαν να παραλύσουν λόγω της άρνησης των Τουρκοκυπρίων να συμμετάσχουν.

2.2 Κάθε μέτρο είναι - και πρέπει να είναι - αυστηρά ανάλογο με την ανάγκη της κάθε περίπτωσης που επιδιώκει να θεραπεύσει, σύμφωνα με το δίκαιο της ανάγκης, νομικό αξίωμα το οποίο εξυπακούεται ως μέρος των συνταγμάτων των πολιτισμένων κρατών και το οποίο αναγνωρίστηκε μεταξύ άλλων από τη Γαλλία, Ελλάδα, Ηνωμένο Βασίλειο, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Νιγηρία, Πακιστάν, και πολύ πρόσφατα, τον Καναδά, και άλλες δικαιοδοσίες όπου στις περιπτώσεις οξείας πολιτικής κρίσης, εάν οι ρητές πρόνοιες του Συντάγματος εφαρμόζοντο κατά γράμμα, θα καθιστούσαν το Κράτος ανίκανο να λειτουργήσει και θα επέφεραν την καταστροφή του.

2.3  Θα πρέπει να τονιστεί ότι σε καμμιά περίπτωση το δίκαιο της ανάγκης δεν εφαρμόστηκε για να τροποποιήσει το [*1102]Σύνταγμα το οποίο παρέμεινε άθικτο. Κατ’ ακρίβεια, όπως ήδη σημειώθηκε στην παράγραφο 1.9 ανωτέρω, το Ανώτατο Δικαστήριο γνωμάτευσε ότι το Σύνταγμα δεν μπορεί να τροποποιηθεί με προσφυγή στο δίκαιο της ανάγκης.”

Η κατάληξη της έρευνας αποτυπώνεται στην ακόλουθη δήλωση της τότε Αγγλίδας Υφυπουργού Εξωτερικών Βαρώνης Young:-

“We have not accepted that the Constitution is not still in force” (“Δεν έχουμε αποδεχθεί ότι το Σύνταγμα δε συνεχίζει να ισχύει”)”

 

Έτσι, η προσπάθεια αμφισβήτησης του συνταγματικού βάθρου λειτουργίας του Κυπριακού κράτους έπεσε στο κενό.

Η Αρχή του Δεσμευτικού Προηγούμενου - Η απόφαση στη Νικολάου κ.ά. v. Νικολάου κ.ά. (Αρ. 2) (1992)1 Α.Α.Δ. 1338.

Η αδυναμία τροποποίησης του Συντάγματος, όπως  αποκαλύπτει η νομολογία αποτέλεσε το θεμέλιο λόγο για την προσφυγή στο δίκαιο της ανάγκης. Είναι αυτή τούτη η αδυναμία η οποία δικαιολογεί προσφυγή στο δίκαιο της ανάγκης, για τη διασφάλιση της λειτουργίας των ουσιαστικών συνταγματικών διατάξεων, καθιστώντας τοιουτοτρόπως δυνατή τη λειτουργία του κράτους βάσει του Συντάγματος.

Το αποτέλεσμα στη Νικολάου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις καθιερωμένες αρχές του δικαίου της ανάγκης, οι οποίες αναγνωρίστηκαν στην Ibrahim, και έκτοτε έτυχαν εφαρμογής. Η αρχή, η οποία προκύπτει από το αποτέλεσμα της Νικολάου, δεν ευρίσκει έρεισμα στο δίκαιο της ανάγκης. Αναφερόμεθα σκόπιμα στο αποτέλεσμα στη Νικολάου γιατί αυτό καθορίστηκε, όχι από τη θέση της πλειοψηφίας, αλλά, από την επενέργεια του τεκμηρίου της συνταγματικότητας, ενόψει της ισοψηφίας των Δικαστών ως προς το παραδεχτό της τροποποίησης του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης. Ο λόγος των αποφάσεων των Δικαστών που τάχθηκαν υπέρ, και εκείνων που τάχθηκαν εναντίον της δυνατότητας τροποποίησης του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης, είναι διαμετρικά αντίθετος. Οι πέντε από τους δέκα Δικαστές που μετείχαν στη σύνθεση του Δικαστηρίου, οι Δικαστές Στυλιανίδης, Κούρρης, Παπαδόπουλος, Πογιατζής, Χρυσοστομής έκριναν ότι είναι παραδεχτή η τροποποίηση. Οι άλλοι πέντε, ο Πρόεδρος Α. Λοΐζου, και οι Δικαστές Πικής, Νικήτας, Αρτέμης και Κωνσταντινίδης έκριναν ότι δεν [*1103]είναι παραδεχτή. Το αποτέλεσμα της υπόθεσης δεν εδραιώνεται στο λόγο της πλειοψηφίας, αλλά σε πλάσμα δικαίου, το τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων. Είναι γι’ αυτό το λόγο που χαρακτηρίσαμε την απόφαση στη Νικολάου ως απόφαση πλασματικής πλειοψηφίας. Δεν εντοπίσαμε προηγούμενη δικαστική απόφαση η οποία να πραγματεύεται, ειδικά την ισχύ του λόγου και τη νομολογιακή δέσμευση που ενέχει, προηγούμενη δικαστική απόφαση πλασματικής πλειοψηφίας.

Οι γενικές αρχές που διέπουν τον καθορισμό του δικαστικού προηγούμενου συναρτούν το λόγο της δικαστικής απόφασης,  (ratio decidendi), με το αποτέλεσμα και τις αρχές οι οποίες διατυπώνονται στην απόφαση, με τις οποίες είναι συνυφασμένο (το αποτέλεσμα). Όπως εξηγείται στη Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. Υπ. αρ. 1/95 - 26.3.1996 (απόφαση πλειοψηφίας) η οποία πραγματεύεται σε έκταση το δικαστικό προηγούμενο:

“Ο λόγος της δικαστικής απόφασης (ratio decidendi) είναι η αρχή δικαίου στην οποία θεμελιώνεται το αποτέλεσμα της απόφασης, σε αντίθεση με αυτό τούτο το αποτέλεσμα για το οποίο δημιουργείται δεδικασμένο [βλ. Chancery Lane Safe Deposit etc. v. I.R.C. [1966] 1 All E.R. 1 (H.L.). Ελευθερίου-Κάγκα v. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 949/87 - 13.2.1989).]

Δεσμευτική είναι η αρχή δικαίου που στηρίζει άμεσα την απόφαση και είναι άρρηκτα συνυφασμένη με το αποτέλεσμα, σε αντίθεση με το μέρος του σκεπτικού, η ανάπτυξη του οποίου δεν είναι αντικειμενικά απαραίτητη για την απόφαση.»

Η δέσμευση η οποία γεννάται από δικαστική απόφαση δεν συναρτάται με την αριθμητική δύναμη του Δικαστηρίου, (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Αρτεμίου κ.ά. (1991) 2 Α.Α.Δ. 150). 

Το αποτέλεσμα της Νικολάου συναρτάται με το τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων αφενός, και την απόφαση των πέντε Δικαστών που τάχθηκαν υπέρ της τροποποίησης, αφετέρου, το σκεπτικό της οποίας απαντάται στην κύρια απόφαση Δικαστή Στυλιανίδη, (συγκλίνουσα απόφαση δόθηκε από το Δικαστή Πογιατζή).

Και στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε το αποτέλεσμα στη Νικολάου, προσδιοριστικό του λόγου της απόφασης, ο οποίος συνοψίζεται στα ακόλουθα αποσπάσματα από την απόφαση του Δικαστή Στυλιανίδη:

[*1104]

“Το Δίκαιο της Ανάγκης δικαιολογεί την άσκηση της Αναθεωρητικής Εξουσίας της Βουλής, με βάση το Άρθρο 182 του Συντάγματος, με την προβλεπόμενη πλειοψηφία μόνο των Βουλευτών που ανήκουν στην Ελληνική κοινότητα, εν όψει της ανυπαρξίας Βουλευτών που ανήκουν στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα.”

Ο θεσμός της αναθεώρησης του Συντάγματος σύμφωνα με το σκεπτικό της ίδιας απόφασης:-

“... υπηρετεί την ομαλή προσαρμογή του Συντάγματος στις μεταβαλλόμενες κοινωνικοοικονομικές και άλλες συνθήκες, χωρίς να διακόπτεται η συνέχεια του δικαίου”.

Η μη άσκηση της Αναθεωρητικής Λειτουργίας από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, λόγω των ειδικών εξαιρετικών αυτών περιστάσεων, μετατρέπει μη θεμελιώδη Άρθρα του Συντάγματος σε θεμελιώδη και εμποδίζει τη λειτουργία του πολιτεύματος, όπως προδιαγράφεται στο Σύνταγμα.  Εμποδίζει την εξέλιξη της Πολιτείας και αποτελεί προσβολή των Δημοκρατικών Θεσμών. Η ανάγκη εντοπίζεται στην άσκηση της Αναθεωρητικής Λειτουργίας της Βουλής. Η ανάγκη υφίσταται όσο χρόνο διαρκούν οι εξαιρετικές περιστάσεις.”

Οι λόγοι στους οποίους στοιχειοθετείται η θέση των άλλων πέντε Δικαστών, και ειδικά ως προς το δίκαιο της ανάγκης, περιέχονται στο σκεπτικό της απόφασης που είχα το προνόμιο να δώσω. (Η απόφαση του Δικαστή Νικήτα, συμπληρωματική της πρώτης απόφασης, πραγματεύεται το δικαιοδοτικό πλαίσιο εξέτασης της συνταγματικότητας των νόμων.)

Τα ακόλουθα αποσπάσματα από την απόφασή μου στοιχειοθετούν την προσέγγιση του δεύτερου ήμισυ του Δικαστηρίου ως προς το παραδεχτό της τροποποίησης του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης:

“Όπως προκύπτει από την Ιbrahim και τη νομολογία που ακολούθησε, το δίκαιο της ανάγκης, έχει ως λόγο την υποστύλωση της λειτουργίας των συνταγματικών θεσμών και όχι τον υπερφαλαγγισμό του Συντάγματος. Τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται βάσει του δικαίου της ανάγκης έχουν εξ ορισμού προσωρινό χαρακτήρα, συνταυτίζονται με τη χρονική διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης και έχουν ως αντικείμενο την [*1105]πλήρωση του κενού στη λειτουργία των συνταγματικών θεσμών που δημιουργείται από τις εξαιρετικές περιστάσεις. Έπεται ότι τα μέτρα που λαμβάνονται πρέπει να επιβάλλονται από την προκύψασα ανάγκη, ν’ αντιστοιχούν και να είναι ανάλογα μ’ αυτή.

Σειρά μεταγενέστερων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου τονίζει ότι τα μέτρα που λαμβάνονται πρέπει να  συσχετίζονται με την ανάγκη και να έχουν ως αντικείμενο την αντιμετώπισή της. (Βλ. Ioannis Iosif v. Cyprus Telecommunications Authority (1970) 3 C.L.R. 225, Rita Messaritou v. The Cyprus Broadcasting Corporation (1972) 3 C.L.R. 100, και D. Theodorides and Others v. S. Ploussiou (1976) 3 C.L.R. 319).

Τα μέτρα που λήφθηκαν είχαν εξωσυνταγματικό χαρακτήρα, προσωρινή διάρκεια, και όπως υπογραμμίζεται στην απόφαση του Δικαστηρίου, ήταν ανάλογα με την ανάγκη που απέβλεπαν να αντιμετωπίσουν. Συνάγεται από την Aloupas ότι το δίκαιο της ανάγκης αποτελεί εξαιρετικό μέτρο υποκείμενο σε δικαστικό έλεγχο προς το σκοπό διαπίστωσης της ύπαρξης της ανάγκης και της αντιστοιχίας των μέτρων που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της. Το δίκαιο της ανάγκης συνιστά μέτρο αυτοσυντήρησης του κράτους μέχρι την αποκατάσταση της ομαλότητας.”

Ευχέρεια για απόκλιση από προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου παρέχεται, όπως διαπιστώνεται απ’ όλα τα μέλη του Δικαστηρίου στη Νικολάου, και διασαφηνίζεται στη Μαυρογένης, οποτεδήποτε προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου.

Προφανή οδηγό για τη διαπίστωση σφαλμάτων αποτελεί ο αντίλογος της απόφασης, δηλαδή η απόφαση της μειοψηφίας, ο οποίος αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν αντανακλά τη θέση του άλλου ήμισυ του Δικαστηρίου, όπως στη Νικολάου.  Η αυθεντικότητα του λόγου της απόφασης, όπως προσδιορίζεται από το αποτέλεσμα, μετριάζεται από το γεγονός ότι δεν πηγάζει από τη θέση του Δικαστηρίου, το οποίο παραμένει διαιρεμένο ως προς την ισχύουσα αρχή δικαίου.

Η δυνατότητα παρέκκλισης από προηγούμενη απόφαση είναι μεγαλύτερη, όπως επισημαίνεται στη Δημοκρατία v. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363 (απόφαση Ολομέλειας), οποτεδήποτε προηγούμενη δικαστική απόφαση συγκρούεται με θεμελιακή συ[*1106]νταγματική αρχή. Και πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου μπορεί να ανατραπεί, εφόσον περιέχει σοβαρό σφάλμα το οποίο τείνει να διαστρέψει το δίκαιο, όπως τονίστηκε στην R. v. Shivpuri [1986] 2 All E.R. 334 (HL), και επαναλήφθηκε στη Μαυρογένης. Το δίκαιο της ανάγκης αποτελεί, όπως έχουμε εξηγήσει, μέρος του πυρήνα του δικαίου ενσωματωμένο στο Άρθρο 179 του Συντάγματος.

Έχουμε κληθεί από τους δικηγόρους των αιτητών να αποστούμε από το λόγο της Νικολάου και να τον αποκηρύξουμε ως εσφαλμένο. Θέση τους είναι ότι οι αρχές, στις οποίες βασίζεται η απόφαση του ήμισυ των Δικαστών, στην οποία θεμελιώνεται το αποτέλεσμα, ειδικά ως προς το δίκαιο της ανάγκης, είναι πασιφανώς εσφαλμένες, συγκρούονται με όλη την προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου γεγονός που καθιστά το σφάλμα ορατό στον καθένα. Αντίθετα, η απόφαση του άλλου ήμισυ του Δικαστηρίου είναι σύμφωνη με τη νομολογία και τις αρχές στις οποίες θεμελιώνεται το δίκαιο της ανάγκης.

Οι καθ’ ων η αίτηση υπέβαλαν ότι δεν υφίσταται αποχρών λόγος για παρέκκλιση από τη Νικολάου.  Για τους ίδιους λόγους που ο Ν.95/89 κρίθηκε συνταγματικός και ο Ν.115(1)/96 πρέπει να θεωρηθεί σύμφωνος με το Σύνταγμα, ως απόρροια της αδυναμίας εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 182.3 και της ανάγκης που δημιουργείται για την άσκηση της εξουσίας της Βουλής για την αναθεώρηση του Συντάγματος.

Το ότι η απόφαση στη Νικολάου, βρίσκεται σε αντίθεση με τη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην President of Republic v. House of R’ntatives (1986) 3 Α.Α.Δ. 1439, είναι αναμφίλεκτο. Όπως δεν χωρεί αμφιβολία ότι συγκρούεται με τις αρχές της Ibrahim, και όλες τις μεταγενέστερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που άπτονται του δικαίου της ανάγκης. H αδυναμία τροποποίησης του Συντάγματος αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία για την προσφυγή στο δίκαιο της ανάγκης.  Εάν παρεχόταν αυτή η δυνατότητα θα εξέλιπε κάθε έρεισμα για τις εξωσυνταγματικές ρυθμίσεις που έγιναν μέχρι σήμερα για να καταστεί εφικτή η λειτουργία του Κυπριακού κράτους.

Στη Μοοdie v. IRC [1993] 2 All E.R. 49, (HL), διατυπώνεται η θέση ότι όπου υπάρχουν συγκρουόμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου ακολουθείται η τελευταία, κατά χρονολογική σειρά, η οποία σ’ εκείνη την περίπτωση όπως επεσήμανε το Δικαστήριο, έτεινε να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη μεταξύ του φορολογούμενου και του γενικού σώματος των φορολογουμένων.

[*1107]

Δεν διαγράφεται όμως η προηγούμενη νομολογία ούτε αυτό θα μπορούσε ποτέ να ισχύσει. Τέτοια προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με την πρόσδοση νομοθετικής και όχι νομολογιακής ισχύος στις δικαστικές αποφάσεις. Όπως διαπιστώνεται στη Young v. Bristol Aeroplane Co. [1944] 2 All E.R. 293 (C.A.), τη θεμελιακή απόφαση στην οποία αναγνωρίστηκε και καθορίστηκε η δέσμευση που ενέχουν προηγούμενες αποφάσεις του Εφετείου για το σώμα, το Δικαστήριο διατηρεί πάντοτε τη δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ δύο προηγούμενων συγκρουόμενων αποφάσεων.

“... the court is unquestionably entitled to choose between the two conflicting decisions.”

Ελληνική μετάφραση (ελεύθερη):

“... το δικαστήριο έχει αδιαμφισβήτητα το δικαίωμα να επιλέξει μεταξύ δύο συγκρουόμενων αποφάσεων.”

Η ισχύς του λόγου της Young, και η σημασία της απόφασης εκείνης επαναβεβαιώθηκε από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στις, Davis v. Johnson [1978] 1 All E.R. 1132.  A.G. of St. Christopher v. Reynolds [1979] 3 All E.R. 129.

Η ευχέρεια επιλογής μεταξύ δύο η περισσότερων προηγούμενων αποφάσεων, που ενέχουν δέσμευση για το Δικαστήριο και οι οποίες συγκρούονται μεταξύ τους, πάντοτε υφίστατο. Η δυνατότητα αυτή επισημαίνεται από το Λόρδο Reid στην απόφασή του στην Scruttons v. Midland Silicones [1962] 1 All E.R. 9, με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο:

“I would certainly not lightly disregard or depart from any ratio decidendi of this House. But there are at least three classes of case where I think we are entitled to question or limit it:  first, where it is obscure, secondly, where the decision itself it out of line with other authorities or established principles, and thirdly, where it is much wider than was necessary for the decision so that it becomes a question of how far it is proper to distinguish the earlier decision. The first two of these grounds appear to me to apply to the present case.”

Ελληνική μετάφραση (ελεύθερη):

“Με βεβαιότητα μπορώ να πω ότι δεν θα παραγνώριζα και [*1108]δεν θα απέκλινα εύκολα από το λόγο προηγούμενης απόφασης αυτού του Δικαστηρίου. Υπάρχουν όμως τουλάχιστον τρεις κατηγορίες υποθέσεων οι οποίες καθιστούν παραδεχτή την αμφισβήτηση ή τον περιορισμό του λόγου αυτού. Πρώτο, όπου αυτός είναι σκοτεινός, δεύτερο, όπου η απόφαση αφεαυτής ευρίσκεται έξω από τη νομολογιακή αρχή ή θεμελιωμένες αρχές δικαίου, και τρίτο, όπου η αρχή είναι ευρύτερη απ’ ότι ήταν απαραίτητο για την απόφαση ώστε να εγείρεται ζήτημα διάκρισης της για το λόγο αυτό. Οι πρώτοι δύο από τους τρεις λόγους τυγχάνουν εφαρμογής στην προκείμενη υπόθεση.”

Όπως υποδείξαμε στη Νικολάου, νομιμοποιητικό έρεισμα για τη θέσπιση του Ν.95/89, αποτέλεσαν οι παρατηρήσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Pres. of Republic v. House of Representatives (1986) 3 C.L.R. 1439, (Aναφορά 1/86), αναφορικά με το ενδεχόμενο τροποποίησης προνοιών του Συντάγματος που αφορούν μόνο την Ελληνική κοινότητα. Ο λόγος της Νικολάου δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί απ’ αυτό το πλαίσιο. Το επίδικο θέμα ήταν η τροποποίηση διατάξεων του Συντάγματος που αφορούν αποκλειστικά την Ελληνική κοινότητα. Προς αυτό συναρτάται ο λόγος της Νικολάου. Τα υπόλοιπα ανάγονται στη σφαίρα των παρατηρήσεων. Η μόνη απόφαση, η οποία άπτεται του επιδίκου θέματος αυτής της υπόθεσης, είναι η απόφαση στην Αναφορά 1/86. Στην υπόθεση εκείνη κρίθηκε ειδικά, άμεσα και καθοριστικά, ότι δεν χωρεί η τροποποίηση του Άρθρου 66.2 του Συντάγματος, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του Άρθρου 182.3 του Συντάγματος. Η απόφαση στην Αναφορά 1/86, είναι αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση αυτής της υπόθεσης. Το θέμα είναι λελυμένο από τη νομολογία.

Η απόφαση στην 3/89, αφαίρεσε κάθε νομολογιακό έρεισμα από τις παρατηρήσεις του Δικαστηρίου στην 1/86. Τις έκρινε νομικά ανυπόστατες καθιστώντας το λόγο (ratio) της ισχυρό, άνευ ετέρου. Το σύνταγμα δεν μπορεί να τροποποιηθεί βάσει του δικαίου της ανάγκης.

Το αποτέλεσμα της Νικολάου και ο λόγος ο οποίος στοιχειοθετείται από αυτό συγκρούεται ευθέως με την απόφαση στην Αναφορά 1/86, και ακόμα σημαντικότερα, αποτελεί αντίφαση προς το δίκαιο της ανάγκης όπως είναι καθολικά καθιερωμένο και αναγνωρισμένο στην Ibrahim και όλες τις μεταγενέστερες αποφάσεις.

Και αν υποθέσουμε ότι είναι παραδεκτή η τροποποίηση του Συντάγματος βάσει του δικαίου της ανάγκης, δεν προβλήθηκε, ούτε διαπιστώθηκε οποιαδήποτε αντικειμενική αδυναμία εφαρμογής [*1109]των διατάξεων του Άρθρου 66.2, ούτε προέκυψε οποιαδήποτε ανάγκη για την αντιμετώπιση κενού στη λειτουργία του κράτους.

H απόφαση στη Νικολάου, όπως διαμορφώνεται από το αποτέλεσμά της, αλλοιώνει το δίκαιο της ανάγκης σε βαθμό που να μή έχει σχέση με τις αρχές του.  Προβάλλει το ερώτημα.  Αν ήταν δυνατή η τροποποίηση του Συντάγματος λόγω των εξαιρετικών περιστάσεων που επικράτησαν από το 1963-1964, και αναμφιβόλως μεγεθύνθηκαν μετά το 1974, ποία η δικαιϊκή υπόσταση των μέτρων που λήφθηκαν έξω από το Σύνταγμα για να καταστεί δυνατή η λειτουργία του Κράτους; Πρόδηλη είναι η απάντηση. Είναι επειδή ήταν αδύνατη η τροποποίηση του Συντάγματος που προέκυψε η ανάγκη για τη λήψη εξαιρετικών μέτρων για τη διασφάλιση της λειτουργίας του Κράτους βάσει των ουσιαστικών προνοιών του Συντάγματος.  Τα μέτρα που λήφθηκαν εδικαιολογούντο από το δίκαιο της ανάγκης όπως έγινε δεκτό στην Ibrahim και σ’ όλες τις μεταγενέστερες αποφάσεις.

Όπως ορίζει η νομολογία,  είναι αυτή τούτη η αδυναμία τροποποίησης του Συντάγματος που γεννά την πρώτη ανάγκη για εξαιρετικές ρυθμίσεις δυνάμενες να καταστήσουν λειτουργήσιμο το Σύνταγμα.

Μας έχει λεχθεί ότι δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε τις εξελίξεις της ζωής και να μή καθηλώσουμε τη λειτουργία του Κυπριακού Κράτους σε παρωχημένα δεδομένα. Αντιπαραβάλλω τη δύναμη του δικαίου, του εξουσιαστή της έννομης τάξης, και παράλληλα διαπιστώνω ότι το δίκαιο της ανάγκης επέτρεψε στην Κυπριακή Πολιτεία να λειτουργήσει σύννομα κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες χωρίς να αντιμετωπίσει ανυπέρβλητα εμπόδια στην ανάπτυξη των κοινωνικών, πολιτειακών και πολιτικών θεσμών. Η προσήλωση στο Σύνταγμα και η διακυβέρνηση βάσει των προνοιών του, έχει στην περίπτωση της Κύπρου, σημασία τόση που είναι δύσκολο να υπερτονιστεί. Η τήρηση της συνταγματικής τάξης δεν αποτελεί μόνη επιταγή του δικαίου, αλλά και της υπέρτατης ανάγκης περιφρούρησης της Κυπριακής Πολιτείας έναντι όλων όσων επιβουλεύονται την ύπαρξή της.  Επαναλαμβάνω ό,τι είπα στην President of Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 2202, 2212:

“Ο σεβασμός στο Σύνταγμα δεν επιβάλλεται μόνο από το άρθρο 179 που το καθιστά τον υπέρτατο νόμο της Πολιτείας αλλά και από τις τραγικές πραγματικότητες της Κύπρου και ιδιαίτερα τους κινδύνους που απειλούν την κρατική της υπό[*1110]σταση. Η ανεξαρτησία της Κύπρου θεμελιώνεται στο Σύνταγμα. Κάθε παρέκκλιση από τις πρόνοιες του εξασθενίζει τη βάση του Κυπριακού κράτους.”

Καταλήγω, ότι: (α) Το ζήτημα της συνταγματικότητας του Ν.115(1)/96, αποφασίστηκε δεσμευτικά στην 1/86. (β) Το σκεπτικό των πέντε Δικαστών στο οποίο θεμελιώνεται το αποτέλεσμα της Νικολάου είναι για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει άνευ ετέρου εσφαλμένο. Αποτελεί αντινομία προς το δίκαιο της ανάγκης, συνιστά αλλοίωση των αρχών του και συγκρούεται με όλες τις προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο Ν.115(1)/96, είναι αντίθετος προς το Σύνταγμα, ασύμφωνος με τις πρόνοιές του και δεν ευρίσκει κανένα έρεισμα στο δίκαιο της ανάγκης. Κρίνεται αντισυνταγματικός.

Η πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου υιοθετεί τη θέση ότι ο νόμος είναι συνταγματικός. Επομένως, πρέπει να ασχοληθούμε και με τα επόμενα θέματα που τίθενται με τις δύο Εκλογικές Αιτήσεις.  Αποτελεί αρμοδιότητα και ευθύνη του Δικαστηρίου η αντιμετώπιση κάθε επιδίκου θέματος, η επίλυση του οποίου είναι αναγκαία, για την έκβαση της υπόθεσης. (Σχετικές είναι οι παρατηρήσεις μου στην In re Georghiou (1983) 2 C.L.R. 1, στη σελ. 15, ως προς τη δέσμευση που δημιουργεί η απόφαση της πλειοψηφίας των μελών του Δικαστηρίου για τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων.)

Επομένως καθηκόντως, θα ασχοληθούμε με τη συνταγματικότητα του Ν.118(1)/96 με αναφορά στους λόγους, εκτός του δικαίου της ανάγκης που έχουν προβληθεί και έχουν εκτεθεί στο εισαγωγικό μέρος της απόφασης και που  κατ’ ισχυρισμό, καθιστούν το νόμο αντισυνταγματικό.

Νόμος 118/96. Η Συνταγματικότητά του.

Τα άρθρα του Συντάγματος προς τα οποία, κατ’ ισχυρισμό, αντίκειται είναι, όπως έχουμε εκθέσει, τα Άρθρα 31, 64 και 66.3.  Θα αντιπαραβάλουμε τις πρόνοιες του Ν.118/96, προς τις διατάξεις του καθενός από τα τρία Άρθρα του Συντάγματος που συνιστά την καθιερωμένη μέθοδο διαπίστωσης του συμβατού των προνοιών του νόμου με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος.  (Βλ. μεταξύ άλλων Τhe Improvement Board of Eylenja v. Andreas Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167.)

Άρθρο 31 και Άρθρο 66.3 του Συντάγματος.

[*1111]

Το Άρθρο 31, καθιερώνει ως ατομικό δικαίωμα του κάθε πολίτη τη συμμετοχή του σε κάθε εκλογή που προβλέπεται από το Σύνταγμα. Το Άρθρο 35 του Συντάγματος, καθιστά καθήκον της κάθε μιας από τις τρεις εξουσίες του κράτους, την εξασφάλιση, στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της, των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του πολίτη, περιλαμβανομένου και του Άρθρου 31. Στην Μαυρογένης v. Boυλής των Αντιπροσώπων κ.ά., Υπ. αρ. 1/95 - 26.3.1996 (απόφαση πλειοψηφίας), αποφασίσαμε, (πριν την τροποποίηση του Άρθρου 66.2, που επέφερε ο Ν.115/96), ότι η κατάργηση αναπληρωματικής εκλογής συνιστούσε στέρηση του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 31. Για τους σκοπούς ελέγχου της συνταγματικότητας του Ν.118/96, θέματος παρεπόμενου εκείνου της κρίσης της συνταγματικότητας του Ν.115/96, θα πάρουμε ως δεδομένη την απόφαση της πλειοψηφίας και θα αρχίσουμε από το σημείο αυτό ως αφετηρία.

Με την τροποποίηση του Ν.115/96, τα της πλήρωσης κενούμενης βουλευτικής έδρας ρυθμίζονται με νόμο.

Το κρίσιμο ερώτημα για τους σκοπούς συσχετισμού του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 31 προς το Ν.118/96, είναι κατά πόσο η πλήρωση κενούμενης βουλευτικής έδρας γίνεται μέσω εκλογής προβλεπόμενης από το Σύνταγμα.  Το κείμενο του άρθρου 66.2 (μετά την τροποποίηση του Ν.115/96), δεν προδιαγράφει την αναπλήρωση μέσω εκλογής.  Η επόμενη όμως παράγραφος, του ιδίου άρθρου του Συντάγματος, η παράγραφος 3 του Άρθρου 66, εξυπακούει τη διενέργεια εκλογής για την ανάδειξη των βουλευτών, τόσο κατά τις γενικές και βουλευτικές εκλογές όσο και για την πλήρωση κενούμενης έδρας.

Το Άρθρο 66.3 προβλέπει:-

“Εάν η κατά την πρώτην ή δευτέραν παράγραφον του παρόντος άρθρου εκλογή δεν δύναται να διενεργηθή κατά την καθοριζομένην υπό του Συντάγματος ή συμφώνως τούτω καθορισθείσαν ημερομηνίαν ένεκα εξαιρετικών και απροβλέπτων περιστάσεων, ως σεισμού, πλημμύρας, γενικής επιδημίας και παρομοίων περιστάσεων, διενεργείται την αντίστοιχον ημέραν της επομένης εβδομάδος.”

Γίνεται ρητή αναφορά στη διενέργεια εκλογών για την ανάδειξη των Βουλευτών, τόσο κατά τις γενικές όσο και αναπληρωματικές εκλογές. Καθορίζεται μάλιστα και ο χρόνος διεξαγωγής [*1112]τους καθώς και οι περιστάσεις που μπορεί να δικαιολογήσουν την αναβολή τους.

Δεν είναι τυχαίο ότι όταν το πρώτο επιχειρήθηκε η κατάργηση της αναπληρωματικής εκλογής με το νόμο που αποτέλεσε το αντικείμενο της Αναφοράς 1/86, είχε επιδιωχθεί η τροποποίηση εκτός της παραγράφου 2 του Άρθρου 66, και της παραγράφου 3 του ιδίου Άρθρου, με τον περιορισμό της αναφοράς σε “εκλογή” στην πρώτη παράγραφο του Άρθρου 66, που διέπει τις γενικές βουλευτικές εκλογές.

Η διενέργεια εκλογής για την πλήρωση κενούμενης βουλευτικής έδρας προκύπτει ευθέως από την παράγραφο 3 του Άρθρου 66.  Κατά συνέπεια, ο Ν.118/96 εφόσον προβλέπει την πλήρωση κενούμενης βουλευτικής έδρας, με τρόπο άλλο από τη διενέργεια εκλογής, προσκρούει και έρχεται σε αντίθεση με το Άρθρο 66.3 καθώς και το Άρθρο 31, εφόσο στερεί εκλογέα, όπως οι αιτητές, του δικαιώματος του ψηφίζειν σε εκλογή προβλεπόμενη από το Σύνταγμα.

Άρθρο 64.

Ένα είναι το ερώτημα σε σχέση με το Άρθρο 64. Συνάδει ή όχι με τις διατάξεις του η πρόνοια του Άρθρου 118/96, που καθιστά το ανήκειν σε κόμμα, προσόν εκλογιμότητας στο βουλευτικό αξίωμα;  Ευθέως, το ερώτημα απαντάται αρνητικά.

Το Άρθρο 64, καθορίζει εξαντλητικά τα προσόντα εκλογιμότητας στο βουλευτικό αξίωμα. Αυτό προκύπτει από το κείμενο του Άρθρου 64 και βεβαιώνεται σταθερά από τη νομολογία.

Στην Πρ. Δημοκρατίας v. Βουλής Αντιπρ. (1991) 3 Α.Α.Δ. 252, αποφασίστηκε ότι τα προσόντα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι καθορίζονται εξαντλητικά από το Σύνταγμα. (Βλ. επίσης Αttorney-General v. Georghiou (1984) 2 C.L.R. 251, ως προς την εφαρμογή του Άρθρου 64(γ) του Συντάγματος αναφορικά με την έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα.) Με το ίδιο πνεύμα αποφασίσαμε στην Pres. of Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 2202, ότι οι συνθήκες κένωσης του αξιώματος του Προέδρου της Δημοκρατίας και προκήρυξης προεδρικής εκλογής, ορίζονται εξαντλητικά στο Σύνταγμα. Είναι καταφανές ότι η πρόνοια του Ν.118/96, που καθιστά την κομματική ταυτότητα του υποψηφίου, απαραίτητο προσόν για ανάδειξη στο βουλευτικό αξίωμα, παραβιάζει και έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του Άρθρου 64.

Η σχετική διάταξη του Ν.118/96, έχει και άλλες αρνητικές συ[*1113]νέπειες. Μεταθέτει εν μέρει έστω την εκλογή των αντιπροσώπων του λαού στη Βουλή, σε σώμα άλλο από το εκλογικό σώμα, το μόνο, που βάσει του Συντάγματος έχει λόγο στην ανάδειξη των αντιπροσώπων του.  Και ως προς την επίλυση του δεύτερου επιδίκου θέματος ευρίσκομαι στη μειοψηφία. Η πλειοψηφία αποφαίνεται ότι ο Ν.118/96, δεν προσκρούει σε καμμιά αντισυνταγματική διάταξη. Επομένως πρέπει να απαντηθεί και το τρίτο επίδικο θέμα που αφορά την τήρηση των προβλεπόμενων από τον Εκλογικό Νόμο, διαδικασιών, για την αναπλήρωση βουλευτή του οποίου η έδρα κενούται.

Διαδικασία ανάδειξης του κ. Βενιαμίν, στο Βουλευτικό Αξίωμα.

Το τελευταίο ερώτημα απαντάται αρνητικά, για τους αιτητές.  Με την τροποποίηση του εκλογικού νόμου, η οποία σκοπείται με το Ν.118/96, καθιερώνεται συνοπτικός μηχανισμός για την πλήρωση του κενού το οποίο δημιουργείται. Ο μηχανισμός αυτός κινήθηκε στα δύο στάδια που προβλέπονται, ορισμός Εφόρου Εκλογής και ανάδειξη από τον Έφορο, του επιλαχόντα υποψηφίου στις γενικές εκλογές που έχει τα προσόντα που καθορίζει ο Ν.118/96.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ: Το πρώτο ζήτημα αφορά στη δυνατότητα της Βουλής των Αντιπροσώπων να τροποποιήσει το Άρθρο 66.2 του Συντάγματος, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του Άρθρου 182.3 του Συντάγματος, κατ’ επίκληση του δικαίου της ανάγκης. Συμφωνώ επ’ αυτού με την απόφαση του Προέδρου Πική.

Με δοσμένη την αντίθετη κατάληξη της πλειοψηφίας, αναφύονται ως αυτοτελή όσα εναλλακτικά υποστήριξαν οι αιτητές.  Δηλαδή:

1. Ο Νόμος 115(Ι)/96 με τον οποίο τροποποιήθηκε το Άρθρο 66.2 του Συντάγματος είναι ο ίδιος αντισυνταγματικός, ως εκ του περιεχομένου του.

2. Ο Νόμος 118(Ι)/96 που εισάγει τη συζητούμενη διάταξη αναφορικά με τον τρόπο πλήρωσης κενωθείσας βουλευτικής έδρας, είναι αντισυνταγματικός.

3. Η ανακήρυξη του κ. Χρ. Βενιαμίν ως Βουλευτή, διενεργήθηκε κατά παράβαση του Νόμου 118(Ι)/96.

Εξειδικεύθηκαν και αποτέλεσαν το αντικείμενο συζήτησης ενώπιόν μας όσα συνοψίζω πιό κάτω. Άλλοι ισχυρισμοί που πε[*1114]ριλήφθηκαν στις αιτήσεις, δεν προωθήθηκαν ενώπιόν μας.

(α)   Τα Άρθρα 62.1, 62.2, 67.1, 72.1 και 73.2 αναφέρονται σε εκλογή που πρέπει να θεωρηθεί ότι, ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του Άρθρου 66(2), εξυπακούουν διαδικασία ψηφοφορίας. Το δε Άρθρο 31 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα της ψήφου ενώ το Άρθρο 34 το δικαίωμα υποβολής υποψηφιότητας. Εισηγούνται οι αιτητές πως “το Σύνταγμα σε καμιά περίπτωση δεν αφήνει το θέμα στη διακριτική ευχέρεια του Νομοθέτη, να καθορίζει τον τρόπο πλήρωσης κενωθείσας βουλευτικής έδρας”. Συνεπώς, καταλήγει η εισήγηση, αφού με την τροποποίηση που έγινε αφήνεται αποκλειστικά στη Βουλή η διά Νόμου ρύθμιση του θέματος, ενόψει και του Άρθρου 179 του Συντάγματος, ο Ν. 115(Ι)/96 είναι αντισυνταγματικός.

(β)   Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, είναι αντισυνταγματικός ο Νόμος 118(Ι)/96 επειδή

(ι) εξαρτά την ανακήρυξη βουλευτή προς πλήρωση κενωθείσας έδρας από το κατά πόσο αποδεδειγμένα, κατά το χρόνο της κένωσης της έδρας, εξακολουθεί να ανήκει στο ίδιο κόμμα ή συνασπισμό κομμάτων ως υποψήφιος των οποίων ανεδείχθη ως επιλαχών στις Γενικές Βουλευτικές Εκλογές. Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με την εισήγηση, πως η προϋπόθεση της διατήρησης της κομματικής ταυτότητας στο συγκεκριμένο χρόνο, εισάγει προσόν υποψηφιότητας βουλευτή, πέραν των καθοριζομένων από το Άρθρο 64 του Συντάγματος.

(ιι) Παραβιάζει το Άρθρο 31 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα ψήφου. Όπως εξηγείται, κάθε εκλογικός νόμος πρέπει να συνάδει με τις πρόνοιες του άρθρου 63 ως προς το ποιοί μπορούν να ψηφίσουν, του Άρθρου 65 ως προς την περίοδο για την οποία εκλέγεται η Βουλή και του Άρθρου 66 ως προς το πότε έχουμε γενικές ή αναπληρωματικές εκλογές. Και τηρουμένων αυτών των συνταγματικών προνοιών και του εκλογικού νόμου “που πρέπει να συνάδει με τις αρχές αυτές, σύμφωνα με το Άρθρο 31 ο κάθε πολίτης έχει δικαίωμα ψήφου στις γενικές και αναπληρωματικές εκλογές”. Τονίζεται πως η τροποποίηση του Συντάγματος αφήνει το θέμα της κατάργησης της αναπληρωματικής εκλογής στο νομοθέτη και, ως αποτέλεσμα, “ο Νομοθέτης έχει υπο[*1115]χρέωση να ενεργήσει μέ τέτοιο τρόπο που να συνάδει με τη συνταγματική τάξη και υποχρέωση για διεξαγωγή αναπληρωματικής εκλογής”, που την επέβαλλαν τα Άρθρα 62.1, 62.2, 67.1, 72.1 και 73.2 που προαναφέρθηκαν. Τα οποία αναφέρονται σε βουλευτές εκλεγέντες, εκλεγόμενους ή που εκλέγονται. Επικαλέστηκαν εν προκειμένω οι αιτητές την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Εκλογοδικείου στην υπόθεση Μαυρογένης v. Έφορος Εκλογής κ.ά. Αίτηση 1/95 ημερομηνίας 26.3.96 ως θεμελειώνουσα πως “όπου το Σύνταγμα ομιλεί για εκλογή και εκλεγέντες βουλευτές ... εννοεί εκλογή δια ψηφοφορίας”. Και υποστηρίζουν πως αυτή η ερμηνεία ενισχύεται από το Άρθρο 66.3 του Συντάγματος που παρέμεινε αναλλοίωτο. Το οποίο αναφέρεται σε και προϋποθέτει εκλογή διά ψηφοφορίας.

(γ)   Ανεξάρτητα από τα συνταγματικά ζητήματα, η ανακήρυξη του κ. Βενιαμίν ως βουλευτή είναι άκυρη γιατί έγινε από Έφορο Εκλογής που διορίστηκε κατά παράβαση των προνοιών του Ν. 118(Ι)/96. Απολήγει το επιχείρημα των αιτητών στη θέση πως δεν παρεχόταν εκ του Νόμου δυνατότητα διορισμού Εφόρου Εκλογής αφού, κατά τις μή τροποποιηθείσες διατάξεις του, τέτοιος διορισμός προϋποθέτει αναπληρωματική εκλογή.

Τα επιχειρήματα εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση συνοψίζονται ως εξής:

Ο Νόμος 115(Ι)/96, από τη στιγμή της θέσπισής του και της προσυπογραφής του από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατέστη Σύνταγμα. Είναι οι πρόνοιές του που αποτελούν πλέον το Άρθρο 66.2 του Συντάγματος και, όπως χαρακτηριστικά πρότεινε ο Γενικός Εισαγγελέας, δεν μπορεί το Σύνταγμα να είναι αντισυνταγματικό. Και δεν τίθεται ζήτημα αντιπαραβολής προς άλλα Άρθρα του Συντάγματος και πολύ λιγότερο σύγκρουσης προς αυτά. Ιδίως αφού το Άρθρο 66.2, και στην περίπτωση κάποιας φαινομενικής αντίφασης, πρέπει να υπερισχύσει ως η ειδική ρύθμιση επί του θέματος. Εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα στέρησης του κατοχυρωμένου δικαιώματος ψήφου σε εκλογές που διεξάγονται όπως προνοεί το Άρθρο 31, όταν, κατά το Σύνταγμα πλέον, δεν διεξάχθηκε αναπληρωματική εκλογή. Ούτε προσθήκης στα προσόντα που καθορίζει το Άρθρο 64, αφού εκείνα αναφέρονται στο χρόνο της εκλογής που ήδη διενεργήθηκε το Μάϊο του 1996. Το δε Άρθρο 66.3 εξακολουθεί [*1116]να έχει λόγο ύπαρξης εφόσον δεν αποκλείεται η αναπληρωματική εκλογή από το Άρθρο 66.2 αλλά αφήνεται στο Νομοθέτη η ευχέρεια ως προς τον τρόπο πλήρωσης κενωθείσας έδρας. Ο οποίος θα μπορούσε να προκρίνει αναπληρωματική εκλογή, την οποία και πράγματι διατήρησε σε ορισμένη περίπτωση.

Αναφορικά με την ουσία του τελευταίου θέματος, υποστηρίχθηκε πως αφού κατά το Ν. 118(Ι)/96 η κενωθείσα έδρα πληρούται με ανακήρυξη από τον Έφορο, ήταν αναγκαίος ο διορισμός Εφόρου, που θα έπρεπε να διενεργηθεί από τον Υπουργό Εσωτερικών ως τον γενικά αρμόδιο για το διορισμό Εφόρων στο πλαίσιο του Νόμου. Χωρίς προηγούμενη προκήρυξη αναπληρωματικής εκλογής αφού δεν θα διεξαγόταν τέτοια.

Συζητούμε τα πιο πάνω θέματα στη βάση της κρίσης πως εγκύρως η Βουλή των Αντιπροσώπων άσκησε αναθεωρητική εξουσία προς τροποποίηση του Άρθρου 66.2 του Συντάγματος.  Η εισήγηση των αιτητών πως, και με αυτό ως δεδομένο, το περιεχομένο της τροποποίησης είναι “αντισυνταγματικό” επειδή, όπως ισχυρίζονται, συγκρούεται με άλλα Άρθρα του Συντάγματος, σημαίνει πως έχει μεν η Βουλή την εξουσία τροποποίησης μή θεμελιώδους Άρθρου του Συντάγματος αλλά περιορίζεται ως προς το περιεχόμενο της τροποποίησης από τις πρόνοιες των άλλων άρθρων του Συντάγματος που αναφέρθηκαν που, ας σημειωθεί, είναι και αυτά μή θεμελιώδη. Με την εξαίρεση του Άρθρου 62.2 ως προς το μέρος του όμως που αφορά στις ιδιαίτερες ρυθμίσεις αναφορικά με τις δυο κοινότητες.

Δεν θα ήμουν έτοιμος να δεκτώ την ύπαρξη τέτοιου περιορισμού αλλά, ούτως ή άλλως, δεν έχει και τεκμηριωθεί η σύγκρουση στην οποία αναφέρθηκαν οι αιτητές. Το Άρθρο 31 κατοχυρώνει το δικαίωμα ψήφου “εις οιανδήποτε εκλογήν διενεργουμένην συμφώνως τω Συντάγματι και οιωδήποτε τοιούτω νόμω”. Δεν είναι αφ’ εαυτού προσδιοριστικό των εκλογών που πρέπει να διεξάγονται και προϋποθέτει εκλογή που προβλέπεται από το Σύνταγμα ή δυνάμει τούτου ψηφιζόμενο εκλογικό νόμο. Ούτε τα άλλα Άρθρα που αναφέρθηκαν μπορούν να θεωρηθούν ότι παραπέμπουν αφ’ εαυτών σε αναπληρωματική εκλογή που προϋποθέτει ψηφοφορία. Η πλήρωση κενωθείσας έδρας με αναπληρωματική εκλογή ρυθμίστηκε από το Άρθρο 66.2 και είναι ενόψει αυτής της ειδικής συνταγματικής διάταξης που στην υπόθεση Μαυρογένης v. Εφόρου Εκλογής (ανωτέρω) κρίθηκε πως απαιτείτο αναπληρωματική εκλογή από το εκλογικό σώμα. Η αναφορά στην απόφαση εκείνη  στην αλληλουχία του Άρθρου [*1117]66.2 με τα Άρθρα 63, 64 και 31 δεν σήμαινε πως αυτά συνιστούσαν ανεξάρτητες ρυθμίσεις που επέβαλλαν από μόνες τους την αναπληρωματική εκλογή από το εκλογικό σώμα. Αποσκοπούσε στον τονισμό των προεκτάσεων από την ανάδειξη βουλευτή χωρίς τη διεξαγωγή εκλογής από το εκλογικό σώμα, εφόσον αυτή προβλεπόταν από το Σύνταγμα. Εξ ου και η παραπομπή στην υπόθεση Ευθυμίου (1991) 3 Α.Α.Δ. 299 αλλά και η διευκρίνιση πως “η τήρηση των προνοιών του Άρθρου 66.2 επιβάλλεται όχι μόνο από τις διατάξεις του αλλά και από εκείνες του άρθρου 31 ....” Ως προς δε το Άρθρο 64, δεν μπορώ να συμφωνήσω πως ο Ν. 118(Ι)/96 εισάγει νέα προϋπόθεση για την ύπαρξη δικαιώματος υποβολής υποψηφιότητας βουλευτή.  Το Άρθρο 64 ορίζει τα προσόντα που πρέπει να συνυπάρχουν για να υπάρξει δικαίωμα υποβολής τέτοιας υποψηφιότητας, “κατά το χρόνο της εκλογής”, και δεν αναφέρεται σ’ αυτά ο Νόμος.

Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ως προς το αποτέλεσμα της τροποποίησης του Συντάγματος.  Ούτε ως προς τη πρόθεση κατά τη θέσπισή της, όπως την αποκαλύπτει το ίδιο το κείμενό της. Αφ’ εαυτού αλλά και έχοντας υπόψη και το Άρθρο 66.2 πριν την τροποποίησή του. Δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην αναπληρωματική εκλογή. Η πλήρωση κενωθείσας βουλευτικής έδρας μπορεί να διενεργηθεί κατά τρόπο καθοριζόμενο από Νόμο.  Ο Ν. 118(Ι)96, ως συνάδων προς την τροποποίηση, που αποτελεί την ειδική συνταγματική διάταξη επί του θέματος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντισυνταγματικός, όπως εισηγήθηκαν οι αιτητές.

Το Άρθρο 66.3 αναφέρεται και στην περίπτωση κατά την οποία “η κατά την .... δευτέραν παράγραφον του παρόντος άρθρου εκλογή δεν δύναται να διενεργηθεί κατά την καθοριζόμενη υπό του Συντάγματος ή συμφώνως τούτω καθορισθείσαν ημερομηνίαν ...”. Είναι προσαρμοσμένο σε δεύτερη παράγραφο που προβλέπει εκλογή. Η τροποποίηση της παραγράφου 2 με τον πιο πάνω τρόπο, αφαιρεί το υπόβαθρο της ρύθμισης της παραγράφου 3 αφού δεν αναφέρεται πλέον σε αναπληρωματική εκλογή. Θα αναμενόταν πως δεν θα διέφευγε της προσοχής της Βουλής αυτή η επίπτωση όταν αποφάσιζε να ασκήσει εξουσία αναθεώρησης του Συντάγματος. Και δεν είναι ορθή η άποψη πως πρέπει να θεωρήσουμε ότι το Άρθρο 66.3 ορθά αφέθηκε για να διαδραματίζει ρόλο στην περίπτωση κατά την οποία ο Νόμος θα πρόβλεπε αναπληρωματική εκλογή, όπως και πράγματι έγινε. Το Άρθρο 66.3 αναφέρεται σε εκλογή που προβλέπεται από το Άρθρο 66.2 και, πάντως, δε νομίζω πως είναι νοητή συνταγματική ρύθμιση η ενεργοποίηση της οποίας θα τελεί υπό την αίρεση της θέσπισης [*1118]νόμου με ορισμένο περιεχόμενο.

Δεν είναι όμως δυνατό αυτή η αναντιστοιχία να οδηγήσει και στην αποδοχή της άποψης πως, πλέον, ο Νόμος 118(Ι)/96 αντίκειται στο Άρθρο 66.3.  Πολύ λιγότερο πως η ίδια η τροποποίηση του Συντάγματος αντίκειται προς αυτό. Εφόσον είχε η Βουλή την εξουσία τροποποίησης του Άρθρου 66.2 που είναι, επαναλαμβάνω, η προϋπόθεση υπό την οποία συζητούμε αυτό το θέμα, δεν μπορεί να λεχθεί πως η διατήρηση του Άρθρου 66.3 αναιρεί το σαφές αποτέλεσμα της τροποποίησης, όπως το προανέφερα. Γιατί σ’ αυτό θα οδηγούμαστε αν θεωρούσαμε πως, παρά την τροποποίηση, είναι υποχρεωτική η αναπληρωματική εκλογή ενόψει του Άρθρου 66.3. Η επίπτωση από τη διατήρηση του Άρθρου 66.3 εξαντλείται στα όσα σημείωσα και δεν δικαιολογεί τις εισηγήσεις που συναρτήθηκαν προς αυτό.

Τελικά, ως προς το θέμα του διορισμού του Εφόρου.  Η επιχειρηματολογία των καθ’ ων η αίτηση, όπως τη συνόψισα, είναι πειστική και η εισήγηση των αιτητών δεν γίνεται δεκτή.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Τα ερωτήματα στα οποία έχουμε κληθεί ν’ απαντήσουμε στην παρούσα διαδικασία είναι τα πιο κάτω:-

(1)       Η συνταγματικότητα του περί της Τρίτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου, 1996 (115(Ι)/96), και

(2)       Η νομιμότητα της ανακήρυξης του καθ’ ου η αίτηση 4 ως Βουλευτή.

Η νομιμότητα της ανακήρυξης προσβάλλεται σε συνάρτηση με την συνταγματικότητα του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου, 1996 (118(Ι)/96).

Για τους λόγους που θα εξηγηθούν πιο κάτω κρίνω ότι οι αιτήσεις πρέπει να πετύχουν:

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών επικέντρωσε την επιχειρηματολογία του πάνω σε 5 εισηγήσεις. Αρχίζω με την πρώτη:

Πρώτη εισήγηση:

Ο Νόμος 115(Ι)/96 είναι αντισυνταγματικός επειδή προσκρούει στις διατάξεις του Άρθρου 182* του Συντάγματος.  Το κατά πόσο είναι δυνατή η τροποποίηση του Συντάγματος έχει ήδη αποφασισθεί από το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο στην Αναφορά 1/86 - Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1986) 3 Α.Α.Δ. 1439 (“Η Αναφορά 1/86”). Η απόφαση στην Νικολάου v. Νικολάου (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338, η οποία, σαν αποτέλεσμα της ισοψηφίας μεταξύ των δικαστών, οδήγησε στην συνταγματικότητα του Νόμου 95/89, δεν είχε ανατρέψει την απόφαση στην Αναφορά 1/86. Η τελευταία παραμένει δεσμευτική δεδομένου ότι για ανατροπή προηγούμενης δικαστικής απόφασης Ολομέλειας Ανωτάτου Δικαστηρίου θα πρέπει να υπάρχει μεταγενέστερη απόφαση κατά πλειοψηφία με την οποία να ανατρέπεται το δικαστικό προηγούμενο. Κατά συνέπεια ο περί της Τρίτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος του 1996, ο οποίος δεν διαφέρει ουσιαστικά από τον, κηρυχθέντα σαν αντισυνταγματικό, περί της Πρώτης Τροποποιήσεως του Συντάγματος Νόμο του 1986, είναι έκδηλα αντισυνταγματικός και αντίθετος προς την εν λόγω γνωμάτευση όλων των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά 1/86. Η “επίκληση του ‘Δικαίου της Ανάγκης’ για την θέσπιση του περί Τρίτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 1996, η οποία γίνεται στο προοίμιο του εν λόγω Νόμου, κατά συνέπεια και κάτω από τις περιστάσεις δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον Νόμο ούτε και μπορεί να είναι υπεράνω της υπέρτατης πολιτειακής ανάγκης για διατήρηση του Συντάγματος όπως αναφέρεται στην εν λόγω αναφορά 1/86 και σχετική γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου”.

Εισηγήσεις των καθ’ ων η αίτηση σε σχέση με την πρώτη εισήγηση των αιτητών:

[*1120]

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση 2 και 3, υποστήριξε:

(1)       Η απόφαση στην Αναφορά 1/86 ως αυθεντία έχει τελειώσει με την απόφαση στην Νικολάου (πιο πάνω).

(2)       Το Δίκαιο της Ανάγκης διατηρεί εν ζωή όλες ανεξαίρετα τις πολιτειακές εξουσίες των συντεταγμένων οργάνων του Κράτους. Εφόσον έχει αναγνωριστεί ότι η Εκτελεστική Εξουσία διατηρεί όλο το φάσμα των εξουσιών της (Βλ. President of the Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 2801, 2804) και η Νομοθετική Εξουσία διατηρεί όλες τις νομοθετικές εξουσίες της. Η τελευταία διατηρεί και την αναθεωρητική λειτουργία της και το δικαστήριο πρέπει να δεχθεί την βασική αρχή της Νικολάου (πιο πάνω) ότι το Δίκαιο της Ανάγκης δικαιολογεί την διατήρηση της αναθεωρητικής εξουσίας της Βουλής των Αντιπροσώπων. Αυτή η εξουσία μπορεί να ασκείται για μη θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος υπό της πλειοψηφίας των 2/3 της Βουλής των Αντιπροσώπων.

Βασική εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου των καθ’ ων η αίτηση 1 και 4 ήταν ότι η αναθεωρητική εξουσία της Βουλής υφίσταται με βάση το δίκαιο της ανάγκης. Ασκείται με βάση το άρθρο 182.3 από τα 2/3 των Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων όπως συγκροτείται τώρα.  Το δίκαιο της ανάγκης επενεργεί θεσμικά, όχι ουσιαστικά. Ενόψει της αποχώρησης των Τούρκων Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων, σαν μέρος μιας προσπάθειας να τορπιλλισθεί το κράτος, το δίκαιο της ανάγκης διατηρεί αλώβητη τόσο την κανονική όσο και την αναθεωρητική εξουσία. Ήταν η διαζευκτική εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου, ότι εάν δεν υπάρχει αναθεωρητική εξουσία η επίδικη τροποποίηση ήταν έγκυρη βάσει του δικαίου της ανάγκης. Τελική εισήγησή του ήταν ότι δεν είναι ιδιότητα της κυριαρχίας να μην μεταβάλλονται τα άρθρα του Συντάγματος.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση 5 υιοθέτησε πλήρως τις θέσεις των συνηγόρων των καθ’ ων η αίτηση 1-4.  Περαιτέρω εισηγήθηκε ότι η ανάγκη που έχει επιβάλει η απουσία των τουρκοκυπρίων είναι εκείνη που έχει αντιμετωπισθεί και έχει κριθεί ότι υπάρχει και επιβάλλει τη λειτουργία της Βουλής και των άλλων συνταγματικών οργάνων μέσα στην άσκηση ολόκληρης της εξουσίας που το Σύνταγμα παραχώρησε στα συγκεκριμένα όργανα. Αυτό και “έπραξε η Βουλή στη συγκεκριμένη [*1121]περίπτωση και δικαιούται να το πράξει με όσους βουλευτές έχει κατά το δίκαιο της ανάγκης η συγκεκριμένη Βουλή που είναι και η μόνη Βουλή του αναγνωρισμένου και υπάρχοντος Κράτους που λέγεται Κύπρος”.

Δίκαιο της Ανάγκης:

Η πρώτη υπόθεση στην οποία έγινε επίκληση του δικαίου της ανάγκης είναι η Attorney-General of the Republic v. Ibrahim (1964) C.L.R. 195. Στην υπόθεση εκείνη αμφισβητήθηκε η συνταγματικότητα του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου, 1964 (Ν. 33/64). Το δικαστήριο έκρινε ότι ο πιο πάνω Νόμος είχε θεσπισθεί εγκύρως δυνάμει του δικαίου της ανάγκης.

Η υπόθεση Ibrahim αποτέλεσε το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε η μετέπειτα νομολογία που σχετίζεται με το δίκαιο της ανάγκης. Για το λόγο αυτό η παράθεση αποσπασμάτων - σε μετάφραση - από την υπόθεση εκείνη κρίνεται απαραίτητη.

Σύμφωνα με την απόφαση του Τρανταφυλλίδη Δ., όπως ήταν τότε, (βλ. σελ. 231):

“Εναπόκειται στο δικαστήριο να αποφασίσει κατά πόσο και σε ποιά έκταση το δόγμα του δικαίου της ανάγκης στο δημόσιο δίκαιο έχει τη θέση του στο Κυπριακό Δίκαιο και μέχρι ποιού σημείου εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ... Το δόγμα πρέπει να θεωρείται τμήμα της συνταγματικής τάξεως στην Κύπρο για να καθιστά δυνατή την προστασία των συμφερόντων της χώρας όπου το Σύνταγμα λόγω της ακαμψίας του, του μονομερούς αυτού και των περιορισμένων πλαισίων του, δεν περιέχει επαρκείς ρητές πρόνοιες για το σκοπό αυτό ....”.

Ο ευπαίδευτος Δικαστής καθόρισε ως πιο κάτω τις παραμέτρους επίκλησης του δικαίου της ανάγκης, (βλ. σελ. 234):

“Είμαι της γνώμης ότι το άρθρο 179 του Συντάγματος πρέπει να εφαρμόζεται υπό την προϋπόθεση ότι όταν δεν είναι δυνατό να λειτουργήσει κατάλληλα μια βασική λειτουργία του κράτους, όπως προνοείται στο Σύνταγμα, ή όταν έχει προκύψει μια κατάσταση η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί επαρκώς δυνάμει των προνοιών του Συντάγματος τότε το αρμόδιο όργανο μπορεί να λάβει τέτοια μέτρα, μέσα στα όρια της αρμοδιότητάς του, για να αντιμετωπίσει την ανάγκη. Σε [*1122]τέτοια περίπτωση τέτοια μέτρα, νοουμένου ότι συνιστούν αυτό που λογικώς απαιτείται υπό τις περιστάσεις, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αντίθετα ή ασυμβίβαστα προς το Σύνταγμα, γιατί αν αποφασισθεί το αντίθετο θα ισοδυναμεί με την παράλογη θέση ότι το Σύνταγμα από μόνο του ορίζει την καταστροφή του κράτους το οποίο έχει προορισμό να υπηρετεί.

Παρόλον που το Σύνταγμα θεωρείται ως ο υπέρτατος νόμος που περιορίζει την κυριαρχία της νομοθετικής εξουσίας, όμως, όταν αυτό τούτο το Σύνταγμα δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί σε μια κατάσταση που προέκυψε, ειδικότερα όταν τέτοια κατάσταση είναι αντίθετη με το θεμελιώδες του θέμα, ή όταν ένα όργανο που συστάθηκε με βάση το Σύνταγμα δεν μπορεί να λειτουργήσει και όπου, επιπρόσθετα, ενόψει της φύσης του Συντάγματος, δεν είναι δυνατό να εκδηλωθεί η κυρίαρχη θέληση του λαού, μέσω τροποποίησης του Συντάγματος, για επανόρθωση της κατάστασης, τότε, κατά τη γνώμη μου, σύμφωνα με το δόγμα της ανάγκης η νομοθετική εξουσία, με βάση το Άρθρο 61, παραμένει ανεμπόδιστη από το Άρθρο 179, και όχι μόνο μπορεί, αλλά πρέπει, να ασκήσει την εξουσία της προς όφελος του λαού.

Τότε δεν μπορεί να λεχθεί ότι πρόκειται για περίπτωση νομοθεσίας που είναι αντίθετη, ή ασυμβίβαστη, προς τις πρόνοιες του υπέρτατου νόμου, κατά παράβαση του άρθρου 179, γιατί πρόκειται για νομοθεσία προς αντιμετώπιση μιας κατάστασης στην οποία ο ίδιος ο υπέρτατος νόμος δεν είναι εφαρμόσιμος, ενόψει της φύσης και των προνοιών του, και δεν μπορεί να καταστεί εφαρμόσιμος γι’ αντιμετώπιση της.”

Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστή Ιωσηφίδη οι απαραίτητες προϋποθέσεις που πρέπει να υφίστανται για επίκληση του δικαίου της ανάγκης είναι οι πιο κάτω, (βλ. σελ. 264-65):

“Υπό το φως των αρχών του δικαίου της ανάγκης όπως εφαρμόζονται σ’ άλλες χώρες και έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας (περιλαμβανομένων των προνοιών των Άρθρων 179, 182 και 183), ερμηνεύω το Σύνταγμα μας να περιλαμβάνει το δόγμα της ανάγκης σε εξαιρετικές περιπτώσεις, που είναι εξυπακουόμενη εξαίρεση σε συγκεκριμένες πρόνοιες του Συντάγματος και αυτό για να διασφαλισθεί αυτή τούτη η ύπαρξη του Κράτους.  Οι πιο κάτω προϋποθέσεις πρέπει να ικανοποιούνται προτού το δόγμα αυτό μπορεί να καταστεί εφαρμοστέο:

[*1123](α)  επιτακτική και αναπόφευκτη ανάγκη ή εξαιρετικές περιστάσεις.

(β)   καμμιά άλλη εφαρμόσιμη θεραπεία.

(γ)   το μέτρο που λαμβάνεται πρέπει να είναι ανάλογο με την ανάγκη, και

(δ)   πρέπει να είναι προσωρινού χαρακτήρα και να περιορίζεται στη διάρκεια των εξαιρετικών περιστάσεων.

Νόμος που θεσπίζεται με τον τρόπο αυτό υπόκειται στον έλεγχο αυτού του δικαστηρίου να αποφασίσει κατά πόσο ικανοποιούνται οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις, ήτοι κατά πόσο υπάρχει τέτοια ανάγκη και κατά πόσο μέτρα που λήφθηκαν ήταν αναγκαία να ικανοποιήσουν την ανάγκη.”

Μετά την υπόθεση Ibrahim το Ανώτατο Δικαστήριο ασχολήθηκε επανειλημμένα με την αρχή της εφαρμογής του δικαίου της ανάγκης σε σχέση, κυρίως, με τα πιο κάτω ζητήματα:

(1)       Συνταγματικότητα του περί Ανακουφίσεως Δυσπραγούντων Ενοικιαστών Νόμου, 1965 (Ν. 19/65) - Chimonides v. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125.

(2)       Συνταγματικότητα των άρθρων 2-4 του περί Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου (Ρύθμιση Θεμάτων Προσωπικού) Νόμου, 1970 (Ν. 61/70) - Mesaritou v. C.B.C. (1972) 3 C.L.R. 100.

(3)       Συνταγματικότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων - Ιωαννίδης v. Αστυνομίας (1973) 2 C.L.R. 125.

(4)       Συνταγματικότητα του άρθρου 15(2) του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου, 1963 (Ν. 48/63) - Theodorides and Others v. Plousiou (1976) 3 C.L.R. 319.

(5)       Συνταγματικότητα των άρθρων 3-4 του περί Ανακουφίσεως Οφειλετών (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου, 1979 (Ν. 24/79) - Aloupas and Another v. National Bank of Greece (1983) 1 C.L.R. 55.

(6)       Συνταγματικότητα του περί Παροχής Δικαιώματος Ψήφου στους Συμπληρώσαντες το 18ο Έτος της Ηλικίας τους (Προ[*1124]σωρινές Διατάξεις) Νόμου - Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3 C.L.R. 2224.

(7)       Συνταγματικότητα του περί του Υπουργικού Συμβουλίου και των Υπουργείων Νόμου του 1985 - Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3 C.L.R. 2801.

(8)       Συνταγματικότητα του περί Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 1986 - Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1986) 3 C. L.R. 1439.

(9)       Συνταγματικότητα του περί της Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου, 1989 (Ν. 95/89) και του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου, 1990 (Ν. 23/90) - Νικολάου v. Νικολάου (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338.

Στην Ελλάδα η εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης έχει εξεταστεί σε συνάρτηση με την άσκηση νομοθετικών αρμοδιοτήτων από την Εκτελεστική Εξουσία κατά παρέκκλιση του Συντάγματος. Αυτή η καταχρηστική πρακτική έχει δικαιολογηθεί - στην Ελλάδα - όταν συντρέχουν οι όροι του συμφυούς προς το κράτος “δικαίου της ανάγκης” - ήτοι “άμεσος και έκδηλος, αντικειμενικώς υπαρκτός κίνδυνος του κράτους, και εκ παραλλήλου απόλυτος αδυναμία λειτουργίας των κατά το Σύνταγμα νομοθετικών οργάνων προς ρύθμισιν της αναφυείσης εξαιρετικής περιστάσεως” (Βλ. Α.Ι. Μάνεση, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, σελ. 32).

Το δίκαιο της ανάγκης δεν καλύπτει τας “αυτοβούλως εκδιδομένας νομοθετικάς πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου”.  Δια να κατισχύση εις την συγκεκριμένη περίπτωση το “δίκαιον της ανάγκης” πρέπει να υφίσταται άμεσος και έκδηλος, αντικειμενικώς υπαρκτός κίνδυνος δια την πολιτεία. Τα ουσιαστικά στοιχεία του πολιτειακού κινδύνου είναι: αφ’ ενός μεν απρόβλεπτο σοβαρό γεγονός, αφ’ ετέρου δε απόλυτος αδυναμία του νομοθετικού οργάνου του κράτους όπως ρυθμίση την αναφυείσα εξαιρετική περίσταση (Βλ. Μάνεση, πιο πάνω, σελ. 255).

Αρχές που διέπουν την τροποποίηση του Συντάγματος:

Ο θεσμός της αναθεωρήσεως του Συντάγματος είναι συνυφασμένος προς την έννοια του τυπικού - γραπτού και “αυστηρού” - Συντάγματος, η νομική σημασία του οποίου έγκειται ακριβώς εις το ότι οποιαδήποτε μεταβολή του ενεργείται “υφ’ ας προϋποθέ[*1125]σεις, εις ην έκτασιν και καθ’ ον εν γένει τρόπον τούτο ορίζει, διάφορον πάντως του προβλεπομένου δια την άσκησιν της συνήθους νομοθετικής εξουσίας” (Α. Ι. Μάνεση “Οι Εγγυήσεις Τηρήσεως του Συντάγματος, σελ. 293, Α. Ι. Μάνεση, “Συνταγματική Θεωρία και Πράξη”, σελ. 119-120 και Θ. Ν. Φλογαΐτου “Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου”, 2α έκδοση, σελ. 35).

Ο θεσμός της αναθεωρήσεως του Συντάγματος αποτελεί εγγύηση τηρήσεως του “και δή έναντι του κοινού νομοθέτου”.  Αποτελεί “γενικήν προληπτικήν εγγύησιν τηρήσεως αυτού, συναπτομένην προς την αρχήν της λαϊκής κυριαρχίας” (Βλ. Μάνεση “Αι Εγγυήσεις Τηρήσεως του Συντάγματος”, σελ. 294-95).

Δικαστικός έλεγχος (1) της συνταγματικότητας των Νόμων, και (2) της συνταγματικότητας των περί τροποποιήσεως του Συντάγματος Νόμων.

(α) Κυπριακή Νομολογία.

Σε σχέση με το πρώτο ζήτημα η εξουσία του δικαστηρίου για δικαστικό έλεγχο έχει διακηρυχθεί στην υπόθεση Ibrahim (πιο πάνω). Σε σχέση με το δεύτερο ζήτημα η σχετική εξουσία έχει διακηρυχθεί στην Αναφορά 1/86.

(β) Ελληνική Νομολογία.

Το Ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας έχει διακηρύξει την εξουσία του να ελέγχει εάν πράγματι η άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας υπό της εκτελεστικής εξουσίας εδικαιολογείτο εξ εκτάκτων, απροβλέπτων και αναποφεύκτων συνθηκών (Βλ. Αποφάσεις Στ.Ε. 13/45, 1041/49, 3596/1991).

Η απόφαση 1041/49 εβασίσθη, ανάμεσα σ’ άλλα, και επί του συλλογισμού ότι “η δικαστική εξουσία δικαιούται να ελέγχη την συνδρομή των περιστάσεων υπό τις οποίες δικαιολογείται κατά τα ανωτέρω η άτακτος άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας. Ο δικαστικός έλεγχος στηρίζεται επί της συνταγματικής υποχρεώσεως των Δικαστηρίων όπως μη εφαρμόζουν νόμο του οποίου το περιεχόμενο παραβιάζει το Σύνταγμα.  Είναι δε ο έλεγχος αυτός έλεγχος ακροτάτων ορίων, των οποίων την υπέρβαση και μόνον ελέγχει η Δικαστική Εξουσία”.

Ο Δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως των περί αναθεωρήσεως διατάξεων του Συντάγματος δεν προβλέπεται ρητώς από το Σύ[*1126]νταγμα. Εξυπακούεται όμως από την υφιστάμενη ιεραρχία των κανόνων δικαίου της ισχύουσας συνταγματικής τάξεως - όπως ακριβώς και ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων - και αποτελεί κατασταλτικής φύσεως εγγύηση υπέρ αυτής. Λόγω της ιδιότητας του Συντάγματος ιδίως του τυπικού - γραπτού και αυστηρού - ως θεμελιώδους Νόμου συνέπεται ότι η άσκηση “συντεταγμένης εξουσίας”, όπως είναι και η αναθεωρητική, πρέπει να ενεργείται με τον τρόπο που ορίζει το Σύνταγμα. Οι πράξεις της Αναθεωρητικής Βουλής ισχύουν μόνο εφόσο είναι σύμφωνες με τους ορισμούς του Συντάγματος. Κατά συνέπεια τα δικαστήρια, τα οποία είναι ταγμένα για την εφαρμογή του ισχύοντος δικαίου, δικαιούνται και οφείλουν να εξετάζουν αν οι αποφάσεις της Αναθεωρητικής Βουλής είναι σύμφωνες προς τα όσα ορίζονται από το Σύνταγμα, δηλαδή αν ισχύουν, και εν “αποφατική περιπτώσει” να μην τις εφαρμόζουν.  Με αυτό δε τον τρόπο η άσκηση της αναθεωρητικής εξουσίας, περιστέλλεται μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος, δηλαδή παραμένει “συντεταγμένη” (Βλ. Μάνεση “Αι Εγγυήσεις Τηρήσεως του Συντάγματος”, σελ. 345).

Το θέμα του δικαστικού ελέγχου των εσωτερικών τυπικών στοιχείων των Νόμων πραγματεύεται ο Α.Ι. Μάνεσης στο πιο πάνω σύγγραμμα του “Αι Εγγυήσεις Τηρήσεως του Συντάγματος”, στις σελ. 347-48:

“Όσον αφορά την τήρησιν των διατάξεων του Συντάγματος, των καθοριζουσών την διαδικασίαν της αναθεωρήσεως, ο εν προκειμένω δικαστικός έλεγχος δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθή με την επίκλησιν οιωνδήποτε επιχειρημάτων, δια των οποίων τα δικαστήρια συνηθίζουν να δικαιολογούν παρ’ ημίν την άρνησιν των να ελέγχουν την συνταγματικότητα των νόμων ως προς τα ‘εσωτερικά τυπικά στοιχεία’ των. Διότι ενταύθα, ως προς την άσκησιν ειδικώς της αναθεωρητικής εξουσίας, δεν δύναται να θεωρηθή υφιστάμενον τοιούτο τι ‘έθιμον’. Άλλωστε η αναθεώρησις του Συντάγματος δεν ενεργείται παρ’ ημίν διά νόμου, δηλ. υπό του συνήθους νομοθετικού οργάνου. Αλλά και αν ούτω πως συνέβαινε, πάντως αι διατάξεις του Συντάγματος αι καθορίζουσαι - πέραν της αρμοδιότητος του οικείου οργάνου - την κατά κυριολεξίαν διαδικασίαν της αναθεωρήσεως δεν θα ήτο ορθόν να θεωρηθούν ως ‘αμελητέαι’, ώστε η ενδεχόμενη παράβασις των να μη επιδρά επί του κύρους της αναθεωρήσεως.

................................................................................................

Ο δικαστικός έλεγχος περί του κύρους της αναθεωρήσεως, [*1127]αποτελών την σπουδαιοτέραν και πλέον αντικειμενικήν εγγύησιν τηρήσεως των περί αναθεωρήσεως διατάξεων του Συντάγματος, ενεργείται ασχέτως προς τον εκ μέρους των άλλων αμέσων οργάνων του κράτους (Βουλής, εκλογικού σώματος, Βασιλέως) τυχόν ασκηθέντα προηγουμένως παρόμοιον έλεγχον”.

Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των Νόμων είναι συνυφασμένος με την νομιμότητα και με την έννοια του κράτους δικαίου (Βλ. Α.Ι. Μάνεση, “Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, σελ. 39, Α. Μανιτάκη “Κράτος Δικαίου και Δικαστικός Έλεγχος της Συνταγματικότητας”, σελ. 27).

Η υποταγή όλων των εξουσιών στο Δίκαιο εκφράζεται, κυρίως, με την καθολική αναγνώριση της τυπικής υπεροχής και της ουσιαστικής προτεραιότητας του Συντάγματος απέναντι σε όλες τις κρατικές πράξεις υπεροχής, που διασφαλίζεται και επιβεβαιώνεται με το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, θεσμό κατεξοχήν δικαιοκρατικό.

Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των Νόμων προκύπτει: (α) από τη δικαιοκρατική αξίωση υπαγωγής και της νομοθετικής εξουσίας στην υπέρτατη βούληση του συντακτικού νομοθέτη και δέσμευσης της ίδιας από κανόνες δικαίου, και (β)  από τη δικαιοκρατική απαίτηση σεβασμού των συνταγματικών δικαιωμάτων. Γι’ αυτό ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, τουλάχιστον έτσι όπως καθιερώθηκε και ισχύει στην Ελλάδα, θεωρείται ως δικαιοκρατική εγγύηση, που αποβλέπει πρωτίστως “εις την τήρησιν των συνταγματικών διατάξεων ιδίως των υπό του Συντάγματος καθιερουμένων ατομικών ελευθεριών και την ασφαλεστάτην προστασίαν των δικαιωμάτων των μειοψηφιών” και δευτερευόντως στην τήρηση της συνταγματικής νομιμότητας, αντικειμενικά και αφηρημένα (Μανιτάκη, πιο πάνω, σελ. 136-37).

Ο αιωνόβιος - όπως αποκαλείται στην Ελλάδα - δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των Νόμων, βρίσκει τη λογική και θεσμική θεμελίωσή του σε δύο θεμελιώδεις δικαιοκρατικού χαρακτήρα συνταγματικές εγγυήσεις, (α) στον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος, και (β) στη διάκριση των εξουσιών (Βλ. Μανιτάκης, πιο πάνω, σελ. 358).

Τροποποίηση του Συντάγματος - Κυπριακή Νομολογία.

[*1128]Η πρώτη υπόθεση είναι η Αναφορά 1/86 (βλ. (1986) 3 Α.Α.Δ. 1439). Αναφερόταν στην πρώτη τροποποίηση του Συντάγματος η οποία έλαβε χώραν στις 23.1.1986 όταν ψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων ο “περί της Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος του 1986”. Με το νόμο εκείνο τροποποιήθηκε το άρθρο 63 του Συντάγματος για να έχουν δικαίωμα ψήφου οι πολίτες της Δημοκρατίας που έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους και όχι όσοι έχουν συμπληρώσει το εικοστό πρώτο έτος.  Επίσης τροποποιήθηκε το άρθρο 66 του Συντάγματος για να μη διεξάγεται αναπληρωματική εκλογή για την πλήρωση κενωθείσης βουλευτικής έδρας αλλά η πλήρωσή της να γίνεται όπως ο Νόμος ορίζει.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καταχώρησε, δυνάμει του Συντάγματος, Αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο για γνωμάτευση κατά πόσο ο πιο πάνω Νόμος ευρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνος με τις διατάξεις των άρθρων 182.3 , 63.1., 66.2 και 66.3 του Συντάγματος.

Ο υπό κρίση Νομος είχε τροποποιήσει τα μη θεμελιώδη Άρθρα 63 και 66 του Συντάγματος αλλά δεν είχε ψηφιστεί - όπως και ο πιο πάνω επίδικος Νόμος 115(1)96 - με την πλειοψηφία που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του Άρθρου 182 του Συντάγματος, γιατί στη Βουλή των Αντιπροσώπων, που τον ψήφισε ομόφωνα, μετείχαν μόνο βουλευτές που ανήκαν στην Ελληνική Κοινότητα, επειδή από το 1963 δεν μετέχουν στη Βουλή των Αντιπροσώπων βουλευτές που ανήκουν στην τουρκική κοινότητα.

Σύμφωνα με την γνωμάτευση της πλειοψηφίας των Μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Μ. Τριανταφυλλίδης, Α. Λοΐζου, Δ. Δημητριάδης, Λ. Σαββίδης, Α. Λώρης και Δ. Στυλιανίδης):

“Την ευθύνη για την υιοθέτηση οποιασδήποτε τροποποιήσεως μη θεμελιώδους Άρθρου του Συντάγματος φέρει η Βουλή των Αντιπροσώπων. Αλλά, άνκαι το επιθυμητό της τροποποιήσεως δεν ελέγχεται από το Ανώτατο Δικαστήριο, η εφαρμογή του ‘Δικαίου της Ανάγκης’ σε μια περίπτωση όπως η παρούσα υπόκειται στον έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Για να κριθεί έγκυρη η ψήφιση του υπό κρίση Νόμου πρέπει να πεισθεί το Ανώτατο Δικαστήριο ότι οι τροποποιήσεις των προαναφερθέντων Άρθρων 63 και 66 είναι τόσο απαραίτητες ώστε να δικαιολογείται, βάσει του ‘Δικαίου της Ανάγκης’, η υιοθέτηση από τη Βουλή των Αντιπροσώπων της διαδικασίας [*1129]της τροποποιήσεως μη θεμελιωδών Άρθρων του Συντάγματος με Νόμο που έχει ψηφιστεί με συμμετοχή στην πλειοψηφία που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του Άρθρου 182 του Συντάγματος μόνο των Βουλευτών που ανήκουν στην ελληνική κοινότητα.”

Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι:

“Οι λόγοι που προβάλλονται για τις τροποποιήσεις, με τον υπό κρίση Νόμο, των Άρθρων 63 και 66 του Συντάγματος, όσον σοβαροί και αν είναι, δεν είναι, υπό τις παρούσες συνθήκες στην Κύπρο, επιτακτικότεροι της υπέρτατης πολιτειακής ανάγκης να μην τροποποιηθούν τα εν λόγω Άρθρα 63 και 66, οι πρόνοιες των οποίων αφορούν και τις δύο κοινότητες, χωρίς την συμμετοχή Βουλευτών και των δύο κοινοτήτων στην ψήφιση του υπό κρίση Νόμου, όπως απαιτείται από την παράγραφο 3 του Άρθρου 182 του Συντάγματος εν σχέσει με τροποποίηση μη θεμελιωδών Άρθρων του Συντάγματος.

Γι’ αυτό η κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3 του Άρθρου 182 του Συντάγματος ψήφιση του υπό κρίση Νόμου δεν είναι δυνατό να δικαιολογηθεί, στην παρούσα περίπτωση, βάσει του ‘Δικαίου της Ανάγκης’.”

Στο ίδιο αποτέλεσμα, αλλά με διαφορετικό σκεπτικό, κατέληξε και ο Πικής, Δ. - όπως ήταν τότε - με την απόφαση του οποίου συμφώνησε και ο Κούρρης, Δ. Έκρινε ότι δεν χωρεί τροποποίηση του Συντάγματος με έρεισμα το δίκαιο της ανάγκης. Διαπίστωσε ότι το δίκαιο της ανάγκης είναι μέτρο προσωρινό, άρρηκτα συνυφασμένο με την ανάγκη που επιδιώκει να αντιμετωπίσει, ενώ η τροποποίηση του Συντάγματος αποτελεί μέτρο μόνιμο που μεταβάλλει τους Θεσμούς της Πολιτείας. Το σκεπτικό των δύο αποφάσεων στην Αναφορά 1/86 επεξηγείται ως πιο κάτω από τον Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Νικολάου, πιό πάνω, σελ. 1390:

“Προκύπτει και από τις δύο αποφάσεις ως κοινή θέση ότι δεν είναι παραδεκτή η τροποποίηση διατάξεων του Συντάγματος που αφορούν και τις δύο κοινότητες με έρεισμα το δίκαιο της ανάγκης. Όπως εξηγείται στο σκεπτικό της πλειοψηφίας, υπό τις παρούσες συνθήκες η μη τροποποίηση του Συντάγματος έξω από τα πλαίσια του Άρθρου 182.3 (χωρίς τη συμμετοχή των Τούρκων Βουλευτών) αποτελεί υπέρτατη πολιτειακή ανάγκη.  Εξυπακούεται από το σκεπτικό της πλειοψηφίας ότι [*1130]υπό τις παρούσες συνθήκες της Κύπρου δεν υφίσταται ανάγκη η οποία να μπορεί να αντισταθμίσει την υπέρτατη πολιτειακή ανάγκη να μη τροποποιηθεί μονομερώς το Σύνταγμα και κατ’ επέκταση να μη διασαλευθεί το πολιτειακό βάθρο της Δημοκρατίας της Κύπρου. Η ουσιαστική διαφορά μεταξύ του σκεπτικού των δυο αποφάσων (πλειοψηψίας, μειοψηφίας) εντοπίζεται στη δυνατότητα τροποποίησης, εξ ονόματος του δικαίου της ανάγκης, προνοιών του Συντάγματος που αφορούν αποκλειστικά την ελληνική κοινότητα χωρίς τη συμμετοχή των Τούρκων βουλευτών. Η πλειοψηφία άφησε (χωρίς να το αποφασίσει) ανοικτό αυτό το ενδεχόμενο ενώ η μειοψηφία το απέκλεισε.”

Η δεύτερη υπόθεση είναι η Νικολάου (πιο πάνω). Στην υπόθεση εκείνη το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας παρέπεμψε στο Ανώτατο Δικαστήριο, κάτω από την παράγραφο 1 του Άρθρου 144 του Συντάγματος, ζήτημα ισχυριζόμενης αντισυνταγματικότητας νόμου - του περί της Πρώτης Τροποποιήσεως του Συντάγματος Νόμου, 1989 (Ν. 95/89) και του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου, 1990 (Ν. 23/90) - το οποίο είχε εγερθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας σε αίτηση διαζυγίου.  Το ζήτημα της συνταγματικότητας αφορούσε τα άρθρα 111 και 182 του Συντάγματος.

Οι Δικαστές Στυλιανίδης, Κούρρης, Παπαδόπουλος, Πογιατζής και Χρυσοστομής έκριναν ότι ο περί της Πρώτης Τροποποιήσεως του Συντάγματος Νόμος του 1989 (Νόμος αρ. 95 του 1989), και ο περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμος του 1990, (Νόμος αρ. 23 του 1990), είναι συνταγματικοί για τους λόγους που εκτίθενται στην απόφαση του Δικαστή Στυλιανίδη.

Ο Πρόεδρος Α. Ν. Λοΐζου, και οι Δικαστές Πικής, Νικήτας, Αρτέμης και Κωνσταντινίδης έκριναν ότι οι πιο πάνω υπό κρίση Νόμοι είναι αντισυνταγματικοί για τους λόγους που εκτίθενται στις αποφάσεις των Δικαστών Πική και Νικήτα.

Ο λόγος (ratio) της απόφασης των πέντε δικαστών, οι οποίοι αποφάνθηκαν υπέρ της Συνταγματικότητας, ήταν ότι το Δικαστήριο δεν ελέγχει την εσωτερική τυπική συνταγματικότητα των Νόμων. Ασκεί μόνο έλεγχο της ουσιαστικής συνταγματικότητας του περιεχομένου του Νόμου και των εξωτερικών του στοιχείων. Σύμφωνα με την απόφαση:

“Η πρόνοια της παραγράφου 3 του Άρθρου 182 του Συντάγματος για τις απαιτούμενες πλειοψηφίες για την ψήφιση νόμου τροποποιητικού του Συντάγματος αποτελεί εσωτερικό στοιχείο. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει το δικαίωμα να ελέγξει το στοιχείο τούτο και να καταχωρίσει, με βάση το Άρθρο 140 του Συντάγματος, Αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο τότε ασκεί προληπτικό έλεγχο.

Οι πλειοψηφίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του Άρθρου 182 του Συντάγματος αποτελούν εσωτερικό στοιχείο, το οποίο δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο σε παραπομπή με βάση το Άρθρο 144.1 του Συντάγματος. Επομένως, ο λόγος αντισυνταγματικότητας που προβλήθηκε είναι αβάσιμος”.

Επειδή τα άλλα πέντε Μέλη της Σύνθεσης του Δικαστηρίου είχαν αντίθετη γνώμη, χωρίς κανένα επηρεασμό της πιο πάνω Απόφασης - ότι οι Νόμοι δεν είναι αντισυνταγματικοί - ο Δικαστής Στυλιανίδης προχώρησε στην εξέταση της ουσίας του προβαλλόμενου λόγου αντισυνταγματικότητας*. Όπως το έθεσε: “Σε συνταγματικά θέματα το Δικαστήριο είναι ολιγότερο δεσμευμένο να ακολουθήσει το δικαστικό προηγούμενο”. Με την απόφαση του, με την οποία συμφώνησαν και οι Δικαστές Κούρρης, Παπαδόπουλος, Πογιατζής και Χρυσοστομής, απέκλεινε από την απόφαση στην Αναφορά 1/86. Έκρινε ότι το δίκαιο της ανάγκης δικαιολογεί την άσκηση της αναθεωρητικής εξουσίας της Βουλής, με βάση το Άρθρο 182 του Συντάγματος, με την προβλεπόμενη πλειοψηφία μόνο των Βουλευτών που ανήκουν στην ελληνική κοινότητα, εν όψει της ανυπαρξίας Βουλευτών που ανήκουν στην τουρκοκυπριακή κοινότητα.

Στην απόφαση του ο Πικής, Δ., όπως ήταν τότε, έκαμε εκτενή αναφορά στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς τη δυνατότητα τροποποίησης του Συντάγματος στην απουσία των Τούρκων Βουλευτών. Άρχισε από την απόφαση στην Αναφορά 1/86 και κατέληξε με την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην υπόθεση Αυτοκέφαλος Αγιωτάτη και Αποστολική Εκκλησία της Κύπρου v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά., Αίτηση 3/89, ημερ. 29.12.89. Από την τελευταία απόφαση έκαμε αναφορά στα πιο κάτω αποσπάσματα:

[*1132]

“Στην Αναφορά 1/86 δεν ηγέρθη θέμα τροποποίησης προνοιών του Συντάγματος που αφορούσαν αποκλειστικά μια από τις δύο κοινότητες. Η αναφορά στο σκεπτικό της πλειοψηφίας στο θέμα αυτό συνιστά παρατήρηση (dictum), η οποία δεν ήταν απαραίτητη για την επίλυση του επίδικου θέματος, συνεπώς δεν είχε νομολογιακά οποιεσδήποτε επιπτώσεις στην ερμηνεία της παραγράφου 3 του Άρθρου 182 του Συντάγματος. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εκ πρώτης όψεως θεώρηση του θέματος και συγκεκριμένα η θέση ότι η απόφαση στην Αναφορά 1/86 δημιούργησε οποιαδήποτε ασάφεια ως προς την ερμηνεία των διατάξεων του Άρθρου 182.3 δεν ευσταθεί.

................................................................................................

Το κείμενο της παραγράφου 3 του Άρθρου 182 είναι σαφές και δεν δημιουργεί κανένα ερμηνευτικό πρόβλημα. Για την τροποποίηση μη θεμελιωδών Άρθρων του Συντάγματος, προβλέπει πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών της Βουλής που ανήκουν στην Ελληνική κοινότητα και δύο τρίτων των μελών της Βουλής που ανήκουν στην Τουρκική κοινότητα.”

Κατέληξε με την πιο κάτω αναφορά στο λόγο (ratio) της απόφασης 1/86:

“Με την πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας - στην Αίτηση 3/89 - προσδιορίζεται επακριβώς ο λόγος (ratio) και η νομολογιακή δέσμευση που ενέχει η απόφαση στην Αναφορά 1/86.  Ο λόγος είναι ότι αποκλείεται η τροποποίηση μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος εξ ονόματος του δικαίου της ανάγκης και ότι για την τροποποίηση τους απαιτείται η θετική ψήφος και των δύο τρίτων των Τούρκων βουλευτών. Η αρχή της δέσμευσης που δημιουργεί ο λόγος των δικαστικών αποφάσεων, δεσμευτικό προηγούμενο (stare decisis), αποτελεί ένα από τα θεμέλια του δικαίου στο οποίο εδράζεται η βεβαιότητα για το δίκαιο και τροχιοδρομείται η απονομή της δικαιοσύνης πάνω σε στέρεα βάση.”

Τέλος αφού ανέλυσε το δίκαιο της ανάγκης και τη δικαιϊκή του υπόσταση και εφαρμογή του στην Κύπρο διαπίστωσε ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος που να δικαιολογεί απόκλιση ή απομάκρυνση από την απόφαση στην Αναφορά 1/86.

Ο Νικήτας, Δ., με ξεχωριστή απόφασή του, ασχολήθηκε κυρίως [*1133]με το θέμα της τυπικής συνταγματικότητας νόμου. Αφού παρέθεσε, ανάμεσα σ’ άλλα, μελέτη του τέως Αντιπροέδρου της Συμβουλίου της Επικρατείας, Απ. Παπαλάμπρου στη Νομική Επιθεώρηση “Το Σύνταγμα” (1988), σελ. 27, κατέληξε ως πιο κάτω, (βλ. σελ. 1417):

“Η διαδικασία γένεσης νόμου για την έγκυρη τροποποίηση διάταξης του συντάγματος καθορίζεται, όπως προεκτέθηκε, από το ίδιο το σύνταγμα. Η τήρηση της συνταγματικής διαδικασίας της ψήφισης τέτοιου νόμου δεν είναι δυνατό να αποτελεί προδικασία ή interna corporis της Βουλής των Αντιπροσώπων γιατί ρυθμίζεται από το άρθρ. 182. Ο τρόπος τελικής κατάρτισης του νόμου, όπως δέχεται και η ελληνική θεωρία χωρίς μάλιστα η ρύθμιση να έχει ξεχωριστό συνταγματικό έρεισμα, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο κάτω από το άρθρ. 144 του συντάγματος.”

Σαν αποτέλεσμα της ισοψηφίας οι πιο πάνω Νόμοι 95/89 και 23/90 κρίθηκαν συνταγματικοί με βάση το τεκμήριο της συνταγματικότητας Νόμου. Ο διάδικος που είχε αμφισβητήσει την συνταγματικότητα δεν κατόρθωσε να ανατρέψει το τεκμήριο της συνταγματικότητας.

Νομολογιακή αξία των αποφάσεων στην Αναφορά 1/86 και στην Νικολάου (πιο πάνω).

Το ερώτημα που προβάλλει είναι κατά πόσο η απόφαση των 5 Δικαστών στη Νικολάου, η οποία καθόρισε το αποτέλεσμα με βάση το τεκμήριο της συνταγματικότητας Νόμου, έχει ανατρέψει την απόφαση στην Αναφορά 1/86 και αποτελεί δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο.

Σύμφωνα με τα κρατούντα στην Αγγλία:

“A decision of the House of Lords occasioned by members of the House being equally divided is as binding on the House and on all inferior tribunals as if it had been unanimous.”

(Βλ. Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 26, παραγ. 577).

Σε ελληνική μετάφραση:

“Απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων η οποία διαμορφώνεται επειδή υπάρχει ισοψηφία είναι το ίδιο δεσμευτική για την Δικαστική Επιτροπή και για τα κατώτερα δικαστήρια ως εάν να ήταν ομόφωνη.”

Σύμφωνα με υποσημείωση της πιο πάνω παραγ. 577 ο πιο πάνω κανόνας της Αγγλικής Νομολογίας έχει σαν νομολογιακό βάθρο τις υποθέσεις A-G v. Dean and Canons of Windsor [1860] 8 HL Cas 369 at 392, Beamish v. Beamish [1861] 9 HL Cas 274 at 338, Usher’s Wiltshire Brewery Ltd v. Bruce [1915] AC 433 at 448, HL, IRC v. Walker [1915] AC 509 at 519.

Περαιτέρω, σύμφωνα με την ίδια υποσημείωση, οι πιο πάνω υποθέσεις έχουν καθιερώσει την αρχή ότι οσάκις υπάρχει ισοψηφία της Δικαστικής Επιτροπής των Λόρδων η απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου επικυρώνεται*.

Όπως υποδεικνύεται στην Usher’s Wiltshire (πιο πάνω) στη σελ. 433 και Walker (πιο πάνω) στη σελ. 519, αφετηρία του πιο πάνω κανόνα ήταν οι υποθέσεις Dean and Canons of Windsor και Beamish (πιο πάνω - δημοσιεύονται και στις σελ. 472 και 735, αντίστοιχα, του English Reports 11).

Ο κανόνας, όπως είχε αρχικά διατυπωθεί από τον Lord Campbell Lord Chancellor στην Dean and Canons of Windsor** (πιο πάνω) έχει ως πιο κάτω:

“Where there is an equal division of opinion among the Lords and, in consequence, the judgment of the Court below stands, the result is the same as to authority as if the Lords had been unanimous in their judgment”.

Σε ελληνική μετάφραση:

“Όπου υπάρχει ισοψηφία μεταξύ των Δικαστών και σαν αποτέλεσμα της η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου επικυρώνεται, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο όσον αφορά την δεσμευτικότητα ως εάν η απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων να ήταν ομόφωνη.”

Παρατηρώ:

[*1135]

(1) Η αρχή που είχε διατυπωθεί αρχικά στις δύο πιο πάνω υποθέσεις του 1860 και 1861 και επιβεβαιώθηκε μετέπειτα από τις δύο πιο πάνω υποθέσεις του 1915 είχε διατυπωθεί σε μια εποχή όπου επικρατούσε άκαμπτη προσήλωση προς το δικαστικό προηγούμενο και όπου σύμφωνα με τον Lord Campbell στην υπόθεση Beamish (πιο πάνω):

“The rule of Law which your Lordships lay down as the ground of your judgment sitting judicially .... must be taken for law till altered by an act of Parliament, agreed to by the Commons and the Crown, as well as by your Lordships.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Η αρχή δικαίου την οποία εσείς οι Δικαστές διατυπώνετε σαν λόγο για την απόφαση σας ενώ λειτουργείτε υπό τη δικαστική σας ιδιότητα .... πρέπει να αποτελεί το Δίκαιο μέχρι την αλλαγή του από την Βουλή, με την συμφωνία της Βουλής των Κοινοτήτων και του Στέμματος καθώς και την δική σας.”

(2) Κατά τον χρόνο διατύπωσης της πιο πάνω αρχής της Αγγλικής Νομολογίας, που σχετίζεται με την δεσμευτικότητα του δικαστικού προηγούμενου σε περίπτωση ισοψηφίας, δεν υφίστατο ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων η οποία ερύθμιζε το επίδικο ζήτημα - όπως είναι εδώ η περίπτωση με τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά 1/86 και στην Αίτηση 3/89.

(3) Η αρχή της άκαμπτης προσήλωσης προς το δικαστικό προηγούμενο εγκαταλείφθηκε το 1966. Η εγκατάλειψη διακηρύχθηκε από την πιο κάτω δήλωση πρακτικής η οποία υιοθετήθηκε από την Δικαστική Επιτροπή των Λόρδων (Βλ. [1966] 3 All E.R. 77:

“Their Lordships nevertheless recognise that too rigid adherence to precedent may lead to injustice in a particular case and also unduly restrict the proper development of the law. They propose, therefore, to modify their present practice and, while treating former decisions of this House as normally binding, to depart from a previous decision when it appears right to do so.”

[*1136]

Σε ελληνική μετάφραση:

“Οι Δικαστές αναγνωρίζουν ότι μια πολύ άκαμπτη προσήλωση προς το δικαστικό προηγούμενο δυνατόν να οδηγήσει σε αδικία σε μια συγκεκριμένη υπόθεση και επίσης να περιορίσει την ορθή εξέλιξη του δικαίου. Προτίθενται, επομένως, να τροποποιήσουν την σημερινή πρακτική τους και ενώ θα θεωρούν προηγούμενες αποφάσεις της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων, κατά κανόνα ως δεσμευτικές, να αποκλίνουν από προηγούμενες αποφάσεις οσάκις φαίνεται ότι είναι ορθό να πράξουν κάτι τέτοιο.”

Τονίζεται ότι έκτοτε η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων έχει ανατρέψει προηγούμενες αποφάσεις της (Βλ. R. v. Shivpuri [1986] 2 All E.R. 334 η οποία ανέτρεψε την Anderson v. Ryan [1985] 2 All E.R. 355).

(4) Περαιτέρω, ακόμη και η αρχή της άκαμπτης προσήλωσης προς το δικαστικό προηγούμενο, η οποία ίσχυε προ του 1966, είχε και πριν από το 1966 αποδυναμωθεί. Όπως έχει υποδειχθεί από τον Lord Reid στη Scruttons Ltd v. Midland Silicones Ltd [1962] 1 All E.R. 1, 12:

“I would certainly not lightly disregard or depart from any ratio decidendi of this House. But there are at least three classes of case where I think we are entitled to question or limit it: first, where it is obscure, secondly, where the decision itself is out of line with other authorities or established principles, and thirdly, where it is much wider than was necessary for the decision so that it becomes a question of how far it is proper to distinguish the earlier decision.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Σίγουρα δεν θα αγνοούσα ή θα απέκλινα από οποιοδήποτε ratio decidendi αυτής της Δικαστικής Επιτροπής. Όμως υπάρχουν τουλάχιστον τρεις τάξεις υποθέσεων οι οποίες νομίζω μας επιτρέπουν να το αμφισβητήσουμε ή να το περιορίσουμε: Πρώτον, όταν αυτό είναι δυσνόητο, δεύτερον, όταν αυτή τούτη η απόφαση δεν είναι ευθυγραμμισμένη με άλλες αυθεντίες ή καθιερωμένες αρχές και τρίτον, όταν είναι πολύ πιο ευρύτερο από ότι χρειαζόταν για την απόφα[*1137]ση έτσι ώστε να εγείρεται ζήτημα κατά πόσο μέχρι ποιού σημείου είναι ορθό να γίνει διάκριση από την προηγούμενη απόφαση.”

(5) Σε αντίθεση με την υπόθεση Νικολάου (πιο πάνω) όπου το αποτέλεσμα είχε διαμορφωθεί λόγω της αρχής του τεκμηρίου της συνταγματικότητας στην υπόθεση Millis v. Queen, 8 E.R. 844 - η οποία αποτέλεσε την αφετηρία για την καθιέρωση της αρχής που διατυπώθηκε στις πιο πάνω αποφάσεις του 1860-1861 - το αποτέλεσμα είχε διαμορφωθεί λόγω της αρχής η οποία οδηγεί στην επικύρωση της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου σε περίπτωση ισοψηφίας του Εφετείου ή άλλου δευτεροβάθμιου ή τριτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως θα ήταν η περίπτωση. Ο Lord Wensleydale - στην Dean and Canons of Windsor (πιο πάνω) - επιβεβαίωσε την αρχή της επικύρωσης της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου. Διακήρυξε:

“Το επίδικο ζήτημα έχει τελεσίδικα και αμετάκλητα αποφασισθεί από τη Δικαστική Επιτροπή των Λόρδων στην Millis (πιο πάνω) παρόλο ότι υπήρχε ισοψηφία και η απόφαση του δικαστηρίου της Ιρλανδίας είχε με εκείνη την απόφαση κατ’ ανάγκη επικυρωθεί.”

(6) Με βάση την αρχή της επικύρωσης της απόφασης πρωτοδίκου δικαστηρίου επικυρώνεται ήδη εκφρασθείσα δικαστική κρίση.

Τα όσα αναφέρονται στις πιο πάνω παρατηρήσεις μου και ειδικά στις παρατηρήσεις (1) και (2) είναι ικανά για να διακρίνουν την παρούσα περίπτωση από τον κανόνα που έχει θέσει ο Lord Campbell. Θεωρώ ότι η ύπαρξη ομόφωνης απόφασης της Ολομέλειας ακριβώς επί του ιδίου επίδικου θέματος αφαιρεί από μεταγενέστερη απόφαση ισοψηφίας η οποία καθόρισε αποτέλεσμα με βάση το τεκμήριο της συνταγματικότητας Νόμου οποιαδήποτε νομολογιακή ή δεσμευτική ισχύ. Ακολουθεί πως η Νικολάου (πιο πάνω) δεν αποτελεί δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ανατρέψει την απόφαση στην Αναφορά 1/86. Περαιτέρω, με βάση τα κρατούντα στην Αγγλία πριν από το 1966 δεν βλέπω πως θα εθεωρείτο ως δεσμευτική η με ισοψηφία ληφθείσα απόφαση στην Millis (πιο πάνω) εάν υπήρχε ομόφωνη απόφαση περί του αντιθέτου της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων - όπως είναι εδώ η περίπτωση με την απόφαση στην Αναφορά 1/86 και στην Αίτηση 3/89. Σύμφωνα με τα τότε ισχύοντα θα [*1138]ήταν αδιανόητο να αμφισβητηθεί δεσμευτικότητα υφιστάμενης απόφασης της Ολομέλειας της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων.

Έστω και εάν η Αγγλική νομολογία της περιόδου 1860-1915 θα είχε σήμερα τη θέση της θα έλεγα ότι  μπορεί να διακριθεί από την περίπτωση της Νικολάου για τους λόγους που έχω παραθέσει στις παρατηρήσεις μου (5) και (6) πιο πάνω. Θεωρώ ότι η διαμόρφωση αποτελέσματος με βάση την ύπαρξη απόφασης δικαστηρίου διαφέρει κατά πολύ και διακρίνεται από την περίπτωση διαμόρφωσης αποτελέσματος με βάση το τεκμήριο της συνταγματικότητας των Νόμων. Κατά την κρίση μου αυτό που δίνει κύρος και νομολογιακή δεσμευτικότητα στην απόφαση η οποία διαμορφώνει αποτέλεσμα σε περίπτωση ισοψηφίας είναι η ύπαρξη απόφασης κατώτερου δικαστηρίου.

Aκόμα και εάν η απόφαση στη Νικολάου θα εθεωρείτο δεσμευτική, θα πρέπει να διευκρινίσω ότι αφού ελάμβανα υπόψη τις αρχές που καθιστούν επιτρεπτή την απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο, θα απέκλινα από αυτή και δεν θα την ακολουθούσα. Τα όσα διαπιστώνονται στην απόφαση εκείνη σε σχέση με το δίκαιο της ανάγκης καταφανώς ανατρέπουν την όλη φιλοσοφία του δικαίου της ανάγκης, όπως έχει διατυπωθεί από προγενέστερη νομολογία. Περαιτέρω τα όσα αναφέρονται σε σχέση με τον έλεγχο των εσωτερικών στοιχείων ενός νόμου δεν βρίσκουν έρεισμα στη νομολογία μας και στο Σύνταγμά μας. Υιοθέτησαν τη μια από τις δύο επικρατούσες απόψεις στην Ελλάδα (για την αντίθετη άποψη του Συνταγματολόγου Αρ. Μάνεση βλ. σελ. 10-11, πιο πάνω) - η οποία διαμορφώθηκε με βάση διαφορετικές συνταγματικές διατάξεις.

Η προσήλωση προς το δικαστικό προηγούμενο συμβάλλει στην βεβαιότητα και ασφάλεια του δικαίου. Ωστόσο, όπως υποδεικνύεται στο σύγγραμμα του Lord Denning “The Discipline of Law” σελ. 293:

“The Law must be certain. Yes, as certain as may be. But it must be just too.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Πρέπει να έχουμε βεβαιότητα δικαίου. Μάλιστα τόση βεβαιότητα όση είναι δυνατό. Ωστόσο το δίκαιο πρέπει επίσης να διατυπώνεται ορθά.”

[*1139]

Η αρχή της υπεροχής του δικαίου υπαγορεύει ότι το δίκαιο πρέπει να τίθεται πάνω από οποιαδήποτε σκοπιμότητα.  Η ορθή διαμόρφωση των αρχών του Δικαίου δεν μπορεί να υποταχθεί σε σκοπιμότητες - όπως είναι εδώ η περίπτωση όπου προβάλλεται η θέση ότι η ανατροπή της Νικολάου θα οδηγήσει στην κατάρρευση Θεσμών που έχουν έκτοτε εγκαθιδρυθεί.

Με βάση τα όσα έχω προαναφέρει καταλήγω με τη διαπίστωση ότι οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά 1/86 και 3/89 εξακολουθούν και μετά την απόφαση στη Νικολάου να αποτελούν έγκυρο και δεσμευτικό δίκαιο (“good law”).

Υπό το φως των όσων έχω αναφέρει σε σχέση με τη νομολογιακή δέσμευση της απόφασης στη Νικολάου (πιο πάνω) προκύπτει ότι το υπό εξέταση θέμα έχει ρυθμιστεί από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναφορά 1/86, όπως έχει επεξηγηθεί στην Αίτηση 3/89.

Σύμφωνα με το δόγμα του δικαστικού προηγούμενου, θεωρώ ότι δεσμεύομαι από τις αποφάσεις στην Αναφορά 1/86 και στην Αίτηση 3/89. Δεν έχω πεισθεί ότι δικαιολογείται η ανατροπή τους και η απόκλιση από το λόγο τους. Καταλήγω με τη διαπίστωση ότι αποκλείεται η τροποποίηση μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος εξ ονόματος του δικαίου της ανάγκης.  Για την τροποποίησή τους απαιτείται η θετική ψήφος και των δύο τρίτων των Τούρκων βουλευτών. Δεδομένης της απουσίας των τελευταίων η επίδικη τροποποίηση δεν έχει ενεργηθεί με τον τρόπο που ορίζει το άρθρο 182.3 του Συντάγματος. Ακολουθεί πως ο επίδικος Νόμος 115(Ι)/96 έχει ψηφιστεί κατά παράβαση του άρθρου 182.3 του Συντάγματος και είναι, για το λόγο αυτό, αντισυνταγματικός. Αυτή η κατάληξη οδηγεί και στην αντισυνταγματικότητα του Νόμου 118(Ι)/96 για το λόγο ότι βασίζεται πάνω στο τροποποιηθέν άρθρο 66.2 του Συντάγματος το οποίο έχει κριθεί αντισυνταγματικό.

Τα πιό πάνω συμπεράσματα οδηγούν στην ακυρότητα της ανακήρυξης του καθ’ ου η αίτηση 4 ως Βουλευτή, επειδή έχει διενεργηθεί με τρόπο αντίθετο προς το άρθρο 66.2 του Συντάγματος.

Παρά την πιο πάνω κατάληξή μου θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω και τους δικούς μου λόγους για τους οποίους θεωρώ ότι αποκλείεται η τροποποίηση μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγ[*1140]ματος εξ ονόματος του δικαίου της ανάγκης.

Δίκαιο της Ανάγκης:

Η πρώτη ύλη για την διατύπωση των απόψεών μου προσφέρεται από την απόφαση, στην υπόθεση Ibrahim (πιο πάνω), από την απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην υπόθεση Νικολάου (πιο πάνω), και από την Ελληνική Νομική Επιστήμη  στην οποία έχω κάμει αναφορά πιο πάνω.

Η ανάλυσή μου αρχίζει με το ερώτημα: Τί ήταν εκείνο που έδωσε την αφορμή για την εισαγωγή του Δικαίου της Ανάγκης στην Κύπρο;  Υποδεικνύεται στην απόφαση του Τριανταφυλλίδη, Δ. - όπως ήταν τότε - στην υπόθεση Ibrahim. Αποτελείται από την αδυναμία να εκδηλωθεί η κυρίαρχη θέληση του λαού, μέσω τροποποίησης του Συντάγματος. (Η υπογράμμιση είναι δική μου).

Η όλη φιλοσοφία του δικαίου της ανάγκης έγκειται:

(α)       Στην ύπαρξη μιας εξαιρετικής περιστάσεως η οποία συνιστά άμεσο, έκδηλο και αντικειμενικώς υπαρκτό κίνδυνο για το κράτος.

(β)       Αδυναμία του Συντάγματος να ανταποκριθεί στην κατάσταση που προέκυψε.

Εάν συντρέχουν οι πιο πάνω δύο προϋποθέσεις λαμβάνονται μέτρα, ανάλογα με την ανάγκη, κατά παρέκκλιση του Συντάγματος. Τα μέτρα πρέπει να είναι προσωρινού χαρακτήρα και να περιορίζονται στη διάρκεια των εξαιρετικών περιστάσεων.

Το απαραίτητο του προσωρινού χαρακτήρα των μέτρων το οποίο αποτελεί το πιο θεμελιώδες στοιχείο του δικαίου της ανάγκης υποδεικνύει προς μια και μόνη κατεύθυνση: Το δίκαιο της ανάγκης το θεωρεί ως απόλυτα δεδομένο ότι το Σύνταγμα πρέπει να παραμείνει άθικτο και αλώβητο. Επιτρέπει μόνο την λήψη μέτρων, προσωρινού χαρακτήρα, κατά παρέκκλιση του Συντάγματος και για όσο χρόνο διαρκεί η έκτακτη κατάσταση. Το Σύνταγμα αποτελεί τον κινητήριο μοχλό ο οποίος θέτει σε κίνηση το δίκαιο της ανάγκης. Όπως υποδεικνύεται από τον Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Αναφορά 1/86, σελ. 1447, “το δίκαιο της ανάγκης είναι μέτρο προσωρινό άρρηκτα συνυφασμένο με την ανάγκη που επιδιώκει να αντιμετωπίσει, ενώ η τροποποίηση του Συντάγματος αποτελεί μέτρο μόνιμο που μεταβάλλει τους θε[*1141]σμούς της Πολιτείας”.

Η εισαγωγή του δικαίου της ανάγκης στην έννομη τάξη της Κύπρου οφείλεται, όπως υποδεικνύεται πιο πάνω, αποκλειστικά στην αδυναμία να εκδηλωθεί η κυρίαρχη θέληση του λαού, μέσω τροποποίησης του Συντάγματος. Το δόγμα του δικαίου της ανάγκης προϋποθέτει απαραιτήτως την ύπαρξη γραπτού Συντάγματος. Δεν είναι δυνατό κατ’ εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης, το οποίο - επαναλαμβάνω - επιτρέπει τη λήψη προσωρινών μέτρων κατά παρέκκλιση του Συντάγματος να επιχειρείται τροποποίηση και αυτού τούτου του Συντάγματος και μάλιστα κατά παρέκκλιση του τρόπου που το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει για την τροποποίησή του. Η τροποποίηση του Συντάγματος αποτελεί μέτρο μόνιμο. Επομένως η οποιαδήποτε τροποποίηση του Συντάγματος κατ’ εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης αντιστρατεύεται την όλη φιλοσοφία του δικαίου της ανάγκης και το λόγο ύπαρξής του. Το δίκαιο της ανάγκης διακηρύττει σεβασμό προς το Σύνταγμα. Αποκλειστικό σκοπό έχει να το αφήσει άθικτο και αλώβητο και σαν τον υπέρτατο Νόμο. Αν οι συνθήκες στην Κύπρο είναι τέτοιες που επιτρέπουν την θεραπεία μιας έκτακτης κατάστασης με την τροποποίηση του Συντάγματος, τότε δεν νομιμοποιείται η επίκληση του δικαίου της ανάγκης. Το δίκαιο της ανάγκης δεν μπορεί να συνυπάρχει και να συμβιώνει με την τροποποίηση του Συντάγματος. Τονίζεται εμφαντικά ότι είναι αυτή τούτη η αδυναμία τροποποίησης του Συντάγματος που αποτελεί την μόνη αιτία επίκλησης του δικαίου της ανάγκης στην Κύπρο. Τροποποίηση του Συντάγματος, κατ’ εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης, αναπόφευκτα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι έπαυσε πλέον να αναγνωρίζεται ότι υφίσταται η αδυναμία τροποποίησής του, η οποία έχει επισημανθεί στην Ibrahim (πιο πάνω). Αν τώρα διακηρυχθεί ότι είναι δυνατή η τροποποίηση του Συντάγματος, κατ’ εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης, αυτό θα ισοδυναμεί με αυτόματη αναγνώριση ότι - αντίθετα από την απόφαση του Τριανταφυλλίδη, Δ., όπως ήταν τότε, στην Ibrahim - δεν υπήρχε ποτέ αδυναμία τροποποίησης του Συντάγματος. Αυτή η αναγνώριση θα οδηγήσει στην άμεση κατάρρευση του όλου οικοδομήματος του δικαίου της ανάγκης, το οποίο αποτέλεσε το νομικό μηχανισμό για την δικαιολόγηση των μέτρων που λήφθηκαν κατά παρέκκλιση του Συντάγματος. Το γεγονός ότι οι εξαιρετικές περιστάσεις είναι πάρα πολύ μακράς διαρκείας δεν μετριάζει την αδυναμία τροποποιήσεως του Συντάγματος, όπως είχε αναγνωρισθεί στην υπόθεση Ibrahim και δεν ανοίγει το δρόμο για τροποποίηση του Συντάγματος κατ’ εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης. Η εφαρμογή του δικαίου της [*1142]ανάγκης καθίσταται δυνατή λόγω της ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων. Η διάρκειά τους δεν επηρεάζει την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης. Και εφόσον, όπως έχει υποδειχθεί  πιο πάνω, το δίκαιο της ανάγκης είχε σαν λόγο εφαρμογής του στην έννομη τάξη της Κύπρου την αδυναμία τροποποίησης του Συντάγματος αυτή η αδυναμία δεν μετατρέπεται σε δυνατότητα τροποποίησης του Συντάγματος λόγω της παράτασης των εξαιρετικών περιστάσεων. Η παράταση αποτελεί παράγοντα άσχετο γιατί είναι η αδυναμία τροποποίησης του Συντάγματος που καθιστά δυνατή την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης. Αν η αδυναμία αρθεί - και αυτό είναι που στην ουσία εισηγούνται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των καθ’ ων η αίτηση - το δίκαιο της ανάγκης δεν έχει καθόλου θέση. Ακολουθεί πως η εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση πως είναι δυνατή η τροποποίηση του Συντάγματος, κατά παρέκκλιση του άρθρου 182, με βάση το δίκαιο της ανάγκης δεν μπορεί να πετύχει.

Στην Δ. Χριστόφιας κ.ά., Αίτηση 1/96/17.10.96 είχα ταχθεί υπέρ της γραμματικής ερμηνείας των λέξεων που έχουν χρησιμοποιηθεί στο Σύνταγμα. Είχα απορρίψει την ερμηνευτική προσέγγιση η οποία περιλαμβάνει και στοιχεία πολιτικής αξιολόγησης επειδή μια τέτοια προσέγγιση δεν εξυπηρετεί την ασφάλεια του Δικαίου και επειδή μια τέτοια συνάρτηση θα μπορούσε να γίνει πηγή ετεροκαθορισμού του νοήματος του κανόνα από εξωνομικές κατηγορίες.

Εμμένω, για τους πιο πάνω λόγους, στη γραμματική ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων. Υιοθετώ με σεβασμό την πιο πάνω ρήση του διαπρεπούς Συνταγματολόγου Α.Ι. Μάνεση ότι “η μεταβολή του Συντάγματος ενεργείται υφ’ ας προϋποθέσεις εις ην έκτασιν και καθ’ ον εν γένει τρόπον τούτο ορίζει”.

Σε σχέση με την άποψη ότι η αναθεωρητική εξουσία αποτελεί εκδήλωση της λαϊκής κυριαρχίας πρέπει να υποδειχθεί ότι η λαϊκή κυριαρχία δεν αποτελεί υπερσυνταγματική αρχή, δεν βρίσκεται πριν ούτε πάνω από το Σύνταγμα, αλλά υπάρχει και λειτουργεί, πάντοτε, δυνάμει του Συντάγματος από το οποίο αντλεί την ισχύ και στο οποίο βρίσκει τη θεμελίωσή της.  Δεν νοείται, ανεξάρτητα ή έξω από το Σύνταγμα ούτε μπορεί η επίκλησή της να νομιμοποιήσει κατάλυση ή τροποποίηση του ισχύοντος Συντάγματος κατά παρέκκλιση των διαδικασιών που το ίδιο θεσπίζει (Βλ. Μανιτάκη, “Κράτος Δικαίου”, πιο πάνω, σελ. 296-297. Βλ. ενδεικτικά τις κλασσικές σελίδες του Ν.Ι. Σαριπόλου, Πραγματεία Συντ. Δικ., τ.1, (1874), ιδίως σ. 78: “επειδή αι [*1143]του κράτους αρχαί ουχ υπάρχουσιν ει μη δυνάμει του θεμελιώδους της πολιτείας θεσμού, άρα και επί τούτου μόνου στηρίζονται ... Η διαρκής παρουσία και ανωτάτη της εθνικής κυριαρχίας επί των αρχών εποπτεία ούτε ταράττει ούτε κωλύει την κίνησιν της κατά το σύνταγμα διερρυθμισμένης πολιτείας”).

Προκύπτει από τις πρόνοιες του Συντάγματός μας, οι οποίες καθορίζουν την διαδικασία αναθεώρησής του, ότι πρόκειται για αυστηρό σύνταγμα. Ένα Σύνταγμα είναι αυστηρό, όταν δεν μπορεί να αναθεωρηθεί με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία και οι διατάξεις του τροποποιούνται από ειδικό όργανο ή (και) με ειδική διαδικασία, που ορίζει το ίδιο (Βλ. Αρ. Μάνεση, Συνταγματικό Δίκαιο, 1981, σελ. 148, και Μανιτάκη, Συνταγματικό Δίκαιο, 1987, σελ. 56-57).

Ο αυστηρός χαρακτήρας ενός Συντάγματος διασφαλίζεται με τη θέσπιση μιας σειράς διαδικαστικών και ουσιαστικών ορίων ή δεσμεύσεων στην άσκηση της αναθεωρητικής λειτουργίας. Έτσι - όπως είναι η περίπτωση με τα θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος μας - απαγορεύεται ρητά και απολύτως η αναθεώρηση των θεμελιωδών διατάξεων, ενώ απαιτείται η λήψη αποφάσεων με ειδικές πλειοψηφίες για την πραγματοποίηση της αναθεώρησης των υπολοίπων διατάξεων (Βλ. Μανιτάκη, “Κράτος Δικαίου κλπ.”, σελ. 302). Μια από τις νομικές και θεσμικές συνέπειες της αυστηρότητας ενός Συντάγματος είναι η τυπική υπεροχή του Συντάγματος απέναντι σε όλες τις πράξεις των συντεταγμένων οργάνων και η συναφής υποχρέωση άσκησης των κρατικών αρμοδιοτήτων σύμφωνα με τους κανόνες και τις διαδικασίες που προβλέπουν οι νόμοι και το Σύνταγμα. Οι συνταγματικά προβλεπόμενες αρμοδιότητες των άμεσων οργάνων του κράτους δεν είναι δυνατόν να τροποποιηθούν (να περισταλούν, διευρυνθούν ή εκχωρηθούν) και, πολύ περισσότερο, να αφαιρεθούν με πράξη που δεν εντάσσεται στην άσκηση της αναθεωρητικής λειτουργίας, χωρίς δηλαδή αναθεώρηση του Συντάγματος (Βλ. Μανιτάκη, “Κράτος Δικαίου”, σελ. 302). Ακολουθεί πως τροποποίηση του Συντάγματος με τρόπο που παραβιάζει το άρθρο 182.3 του Συντάγματος θα εξουδετέρωνε την τυπική υπεροχή του Συντάγματος απέναντι στην πράξη της Βουλής των Αντιπροσώπων η οποία έχει υποχρέωση άσκησης των αρμοδιοτήτων της σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το Σύνταγμα.

Τροποποίηση του Συντάγματος, κατ’ επίκληση της λαϊκής κυριαρχίας, θα ισοδυναμούσε με νομιμοποίηση της κατάλυσης ή της τροποποίησης του Συντάγματος κατά παρέκκλιση των δια[*1144]δικασιών που το ίδιο θεσπίζει. Μόνο όταν οι εξουσίες ασκούνται με τον τρόπο που το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει και υποτάσσονται στην λογική του Δικαίου και στο Λόγο του Συντάγματος εκφράζεται η Λαϊκή Κυριαρχία (Βλ. Μανιτάκη, “Κράτος Δικαίου”, πιο πάνω, σελ. 297). Επομένως άσκηση της αναθεωρητικής εξουσίας κατά παράβαση του τρόπου που το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει θα ισοδυναμούσε με υπονόμευση και παραβίαση της αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας.

Η επίδικη τροποποίηση δεν είναι έγκυρη και για τον πιο κάτω λόγο:

Η Βουλή των Αντιπροσώπων δεν μπορούσε να προχωρήσει στην τροποποίηση του άρθρου 66.2 κατά παρέκκλιση των όσων προβλέπονται στο άρθρο 182 του Συντάγματος χωρίς προηγουμένως να είχε τροποποιήσει αυτό τούτο το άρθρο 182.

Μια τέτοια τροποποίηση του άρθρου 182 ήταν απαραίτητη.  Αφορούσε την τροποποίηση της παραγρ. (3)  και θα γινόταν με τρόπο που θα απάλειφε την αναφορά στα “δύο τρίτα του όλου αριθμού των εις την τουρκικήν κοινότητα ανηκόντων Βουλευτών”.

Σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ - Πίνακας Θεμελιωδών Άρθρων του Συντάγματος - το άρθρο 182 στο σύνολό του είναι ένα από τα θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος. Η δε παράγραφος 1 αυτού τούτου του άρθρου 182 ορίζει ότι τα θεμελιώδη άρθρα “ δεν δύνανται καθ’ οιονδήποτε τρόπον, να τροποποιηθώσι, δια μεταβολής, προσθήκης ή καταργήσεως”.

Σύμφωνα και με τα ισχύοντα στην Ελλάδα η διάταξη του Συντάγματος που αποκλείει ρητά την τροποποίηση ορισμένων άρθρων του Συντάγματος αποτελεί θεμελιώδη διάταξη. Αυτή δεν υπόκειται σε αναθεώρηση γιατί η ενδεχόμενη “κατάργησις αυτής θα αντέβαινεν ευθέως προς την βούλησιν του συντακτικού νομοθέτου, ο οποίος ηθέλεσε να εξαιρέση της αναθεωρήσεως και άλλας πλην των καθοριζουσών την μορφήν του πολιτεύματος διατάξεις (Μάνεση “Αι Εγγυήσεις Τηρήσεως του Συντάγματος”, σελ. 313. Βλ. και Μανιτάκη, “Κράτος Δικαίου”, σελ. 304: “Το μέρος εκείνο του Συντάγματος που κρίθηκε, επομένως, από το συντακτικό νομοθέτη ως απολύτως αυστηρό δεν είναι δυνατόν να αποβάλλει την ιδιότητά του αυτή, εφόσον έτσι αποφάσισε, μια φορά για πάντα, η πρωτογενής συντακτική εξουσία, δεσμεύοντας ανάλογα κάθε δευτερογενή ή αναθεωρητική”).

[*1145]

Ανεξάρτητα λοιπόν, από το δίκαιο της ανάγκης θεωρώ ότι για να καταστεί δυνατή η τροποποίηση μη θεμελιώδους άρθρου του Συντάγματος με πλειοψηφίες, άλλες από εκείνες που ρητά ορίζει το θεμελιώδες άρθρο 182.3 του Συντάγματος θα πρέπει πρώτα να προηγηθεί η τροποποίηση της παραγ. 3 του άρθρου 182.  Αυτή δεν μπορεί να τροποποιηθεί γιατί ολόκληρο το άρθρο 182 αποτελεί θεμελιώδες άρθρο του Συντάγματος.

Στην ουσία με την επίδικη τροποποίηση η οποία έχει λάβει χώραν κατά παράβαση του άρθρου 182.3 έχει επιχειρηθεί και πραγματοποιηθεί με έμμεσο και πλάγιο τρόπο τροποποίηση αυτού τούτου του θεμελιώδους άρθρου 182. Τέτοια τροποποίηση δεν είναι δυνατή γιατί, όπως υποδεικνύεται πιο πάνω, πρόκειται για ένα από τα θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος. Η επίδικη τροποποίηση είναι αντισυνταγματική και γι’ αυτό το λόγο ανεξάρτητα από το δίκαιο της ανάγκης.

Η πιο πάνω κατάληξή μου, σε σχέση με την κυρίως εισήγηση των αιτητών, έχει καταστήσει αχρείαστη την έκφραση δικαστικής κρίσης επί των υπολοίπων εισηγήσεών τους. Ωστόσο, από σεβασμό προς τις απόψεις που έχουν εκφραστεί, θα προχωρήσω, στη συνέχεια, να παραθέσω τις απόψεις μου και επί των εισηγήσεων 2-5 των αιτητών.

Εισήγηση 2 - Ο πιο πάνω Νόμος (115(Ι)/96) ήταν αντισυνταγματικός ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του άρθρου 182 του      Συντάγματος.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστήριξε:  Εάν ο “Νόμος επιχειρών την τροποποίηση οποιασδήποτε διάταξης του Συντάγματος έρχεται σε σύγκρουση με οποιαδήποτε διάταξη του υφιστάμενου Συντάγματος δεν μπορεί να θεωρηθεί συνταγματικός και έγκυρος”. Τούτο προκύπτει - σύμφωνα με την εισήγησή του - ρητά από τις πρόνοιες των παραγ. (1) και (2) του άρθρου 179 του Συντάγματος. Ο υπό κρίση Νόμος έρχεται σε σύγκρουση με τα άρθρα 31, 35, 62.1, 62.2, 64, 67.1, 72.1 και 73.2 του Συντάγματος.

Η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί. Δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία μας σύμφωνα με την οποία τα άρθρα του Συντάγματος εφαρμόζονται αυτοτελώς (Βλ. David Carter, Πολιτική Έφεση 9596/26.3.96. Βλ. και την απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας 292/1984 στην οποία έχει νομολογηθεί ότι εν όψει της τυπικής νομικής ισοδυναμίας όλων των διατάξεων [*1146]οι οποίες περιλαμβάνονται στο Σύνταγμα, δεν μπορεί να υπάρξει διάταξη του Συντάγματος που να είναι άκυρη ή ανίσχυρη, και συνεπώς μη εφαρμόσιμη, λόγω αντιθέσεώς της προς άλλες διατάξεις ή αρχές του ιδίου Συντάγματος).

Εισήγηση 3 - Ο περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 1996 (118(Ι)/96)    είναι αντισυνταγματικός. Είναι αντίθετος με το άρθρο 64 του    Συντάγματος

Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο προϋπόθεση της ανακήρυξης είναι ο ενδιαφερόμενος αποδεδειγμένα κατά τον χρόνο κενώσεως της έδρας να εξακολουθεί να ανήκει στο ίδιο κόμμα ή συνασπισμό κομμάτων και ο οποίος υπήρξε επιλαχών στις γενικές Βουλευτικές εκλογές. Η διατήρηση της κομματικής ταυτότητας σε συγκεκριμένο χρόνο δηλαδή όταν κενούται η έδρα, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανακήρυξη του ως Βουλευτού.  Είναι επομένως ξεκάθαρο ότι ο Νόμος εισαγάγει προσόν υποψηφιότητας Βουλευτού πέραν από τα προσόντα που καθορίζει το Άρθρο 64 του Συντάγματος.

Η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί. Ο Νόμος δεν παραβιάζει το άρθρο 64 του Συντάγματος. Το τελευταίο καθορίζει τα προσόντα υποψηφιότητας σε περίπτωση που διεξάγονται εκλογές. Ο επίδικος Νόμος δεν θέτει σαν κριτήριο την κομματική ιδιότητα για υποβολή υποψηφιότητας.

Εισήγηση 4 - Η μη διεξαγωγή ψηφοφορίας για πλήρωση της     κενωθείσας έδρας Λεμεσού δυνάμει του Νόμου 118(Ι)/96 είναι αντισυνταγματική.

Έγινε εισήγηση ότι ο Νόμος 118(Ι)/96 παραβιάζει τα άρθρα 31 και 64.

Έχω την άποψη ότι δεν έχει σημειωθεί παραβίαση των άρθρων 31 και 64 εν όψει του νέου άρθρου 66.2 του Συντάγματος το οποίο λειτουργεί αυτοτελώς.

Με βάση τα όσα έχω αναφέρει σε σχέση με τις εισηγήσεις 2, 3 και 4 σε περίπτωση που - αντίθετα με τα όσα έχω ήδη αποφασίσει - θα αποφάσιζα ότι το άρθρο 66.2 είχε θεσπισθεί έγκυρα, θα απέρριπτα τις εισηγήσεις 2, 3 και 4 για τους λόγους που έχω υποδείξει σε σχέση με την κάθε μια από αυτές.

[*1147]Εισήγηση 5 - Η διαδικασία που ακολουθήθηκε για ανακήρυξη του καθ’ ου η αίτηση 4 σαν Βουλευτή Λεμεσού είναι άκυρη.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστήριξε ότι σύμφωνα με το άρθρο 16(2) του Εκλογικού Νόμου για να “διενεργηθεί αναπληρωματική εκλογή διατάσσεται δια διατάγματος του Υπουργού δια του οποίου ορίζεται η από την Βουλή των Αντιπροσώπων ορισθείσα μέρα σύμφωνα με το άρθρο 66.2 του Συντάγματος”.

Στην κρινόμενη περίπτωση είχε εκδοθεί διάταγμα για διορισμό του Εφόρου Εκλογής, δυνάμει του άρθρου 17 του Εκλογικού Νόμου, χωρίς να είχε προηγηθεί διάταγμα για τη διενέργεια αναπληρωματικής εκλογής. Τέτοιο διάταγμα, σύμφωνα με την εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου, είναι απαραίτητο ακόμη και μετά την κατάργηση του άρθρου 66.2 του Συντάγματος.

Τα όσα διαλαμβάνονται στην εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου θα ετύγχαναν εφαρμογής σε περίπτωση διεξαγωγής αναπληρωματικής εκλογής. Υπο το φως της τροποποίησης του άρθρου 66.2 του Συντάγματος οι αιτήσεις δεν θα μπορούσαν να πετύχουν για το λόγο που επικαλείται ο ευπαίδευτος συνήγορος σε περίπτωση που θα εύρισκα ότι η σχετική τροποποίηση ήταν έγκυρη.  Εν πάση περιπτώσει τα όσα διαλαμβάνονται στη σχετική εισήγηση αποτελούν μόνο τυπικές διαδικαστικές παραβάσεις και δεν θα μπορούσαν, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, να επηρεάσουν την εγκυρότητα ή νομιμότητα της επίδικης ανακήρυξης του καθ’ ου η αίτηση 4 στο αξίωμα του Βουλευτή.

Oι αιτήσεις απορρίπτονται κατά πλειοψηφία με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο