Iακωβίδου Nίνα Π. και Άλλοι ν. Mανώλη Xριστοφή και Άλλων (1997) 1 ΑΑΔ 1157

(1997) 1 ΑΑΔ 1157

[*1157]18 Σεπτεμβρίου, 1997

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΝΙΝΑ Π. ΙΑΚΩΒΙΔΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Αιτητές,

v.

ΜΑΝΩΛΗ ΧΡΙΣΤΟΦΗ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Καθ’ ων η Αίτηση.

(Υπόμνημα Αρ. 318).

 

Ενοικιοστάσιο — Εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων — Διάταγμα εκκένωσης και παράδοσης της κατοχής του ακινήτου και έκδοση εντάλματος ανάκτησης κατοχής δυνάμει του Άρθρου 34 του περί Eνοικιοστασίου Nόμου (Ν.23/83), όπως εισάχθηκε με το Ν.102(1)/95 — Απαντήσεις σε νομικά ερωτήματα αναφορικά με την αναδρομικότητα και τη συνταγματικότητα του εν λόγω άρθρου και επίσης κατά πόσο η επίδοση της υπό εκτέλεση απόφασης μετά τη θέσπιση του Ν.102(1)/95, είναι υποχρεωτική.

Η ιδιοκτήτρια ακινήτου, η οποία είχε εξασφαλίσει από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού δυνάμει του Nόμου 17/61, διάταγμα εκκένωσης και παράδοσης της κατοχής του ακινήτου από τον ενοικιαστή, στις 3.7.1975, εξασφάλισε ένταλμα κατοχής του ακινήτου, δυνάμει του Άρθρου 32(1) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου του 1983 (Ν. 23/83). Το εν λόγω ένταλμα ακυρώθηκε με έκδοση προνομιακού διατάγματος certiorari ως εκδοθέν από Δικαστήριο που εστερείτο δικαιοδοσίας. Στη συνέχεια η ιδιοκτήτρια και οι άλλοι ιδιοκτήτες στους οποίους περιλαμβάνονται και πρόσωπα που απέκτησαν στο μεταξύ αδιαίρετο μερίδιο στο ακίνητο, καταχώρησαν ex parte αίτηση και πήραν άδεια από το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων για εκτέλεση της απόφασης και για έκδοση εντάλματος ανάκτησης κατοχής, βασιζόμενοι στο Άρθρο 34 του Ν. 23/83 όπως αυτό εισάχθηκε με το Ν. 102(1)/95. Οι κάτοχοι του ακινήτου καταχώρησαν αίτηση διά κλήσεως για παραμερισμό του διατάγματος και ακύρωση του εντάλματος ανάκτησης κατοχής. Οι ιδιοκτήτες καταχώρησαν ένσταση και οι κάτοχοι του ακινήτου ζήτησαν παραπομπή τεσσάρων νομικών όπως ισχυρίζονται, ερωτημάτων για εξέταση από το Ανώτατο Δικαστήριο, ενόψει του Άρθρου 7 του Ν. [*1158]23/83, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 102(1)/95.

Το ερώτημα 4 δεν προέκυπτε κατά τη διαδικασία και ως εκ τούτου δεν εξετάστηκε από το Δικαστήριο.

Τα υπόλοιπα ερωτήματα αφορούν στο Άρθρο 34 του Περί Ενοικιοστασίου Νόμου 1985 - 1995.

Στο πρώτο ζήτημα, εγείρεται θέμα αντιγνωμίας αναφορικά με το κατά πόσο το Άρθρο 34 καλύπτει και αποφάσεις που εκδόθηκαν δυνάμει Νόμων προγενέστερων του Ν. 36/75, όπως η εκδοθείσα υπέρ της ιδιοκτήτριας.

Οι κάτοχοι ισχυρίστηκαν ότι η πρόθεση του νομοθέτη ήταν να περιορίσει την αναδρομικότητα της εν λόγω διάταξης.

Στο δεύτερο ζήτημα αμφισβητείται η συνταγματικότητα του Άρθρου 34. Οι κάτοχοι, ισχυρίστηκαν πως η παροχή δυνατότητας για εκτέλεση των αποφάσεων και διαταγμάτων για ανάκτηση κατοχής ακινήτου μετά από αίτηση τρίτου που δεν ήταν διάδικος υπέρ του οποίου εκδόθηκε η απόφαση ή το διάταγμα, σημαίνει διάγνωση δικαιώματος που θα μπορούσε να γίνει, σύμφωνα με τα Άρθρα 30 και 152 του Συντάγματος, μόνο από Δικαστήριο στο πλαίσιο δίκης.

Στο τρίτο ζήτημα τίθεται θέμα ως προς το κατά πόσο (α) το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων για να δώσει άδεια εκτέλεσης της επίδικης απόφασης με βάση το Άρθρο 34, πρέπει πρώτα να ικανοποιηθεί ότι η απόφαση έχει επιδοθεί στον ενοικιαστή μετά τις 29.12.95, ημερομηνία δημοσίευσης του Νόμου 102(1) 1995, αφού η προηγούμενη απόφαση ήταν μέχρι την ημέρα εκείνη ανενεργός ή μη εκτελέσιμη, και (β) το Δικαστήριο μπορεί να δώσει άδεια εκτέλεσης μόνο του μέρους της απόφασης που αφορά το διάταγμα έξωσης ή και του μέρους της απόφασης που αφορά χρηματική οφειλή.

Αποφασίστηκε ότι:

Πρώτο ζήτημα:

Επειδή ο Νόμος εμφανώς θέλησε να καλύψει και Νόμους που είχαν ήδη καταργηθεί με το Άρθρο 28 του Ν. 36/75, σκοπίμως αναφέρθηκε στο 1975 για να είναι σαφές πως η ρύθμιση εκτεινόταν και στα προηγηθέντα. Από την άλλη, το εν λόγω άρθρο προϋποθέτει απόφαση ή διαταγή Δικαστηρίου που εξακολουθεί να είναι ανεκτέ[*1159]λεστη και σίγουρα ο Νομοθέτης είχε σαν στόχο την δυνατότητα εκτέλεσης όλων των αποφάσεων και διαταγμάτων και όχι τη δυνατότητα εκτέλεσής τους ανάλογα με το πότε καταργήθηκε ο νόμος δυνάμει του οποίου εκδόθηκαν. H απάντηση στο ζήτημα αυτό είναι ότι το Άρθρο 34 καλύπτει και απόφαση και διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει του N.17/61.

Δεύτερο ζήτημα:

Το Άρθρο 34 δεν αποβλέπει ούτε απολήγει στη διάγνωση δικαιωμάτων συναρτημένων προς τις προϋποθέσεις έκδοσης διατάγματος ανάκτησης κατοχής. Παρέχει δυνατότητα εκτέλεσης όχι μόνο αναφορικά με τους ιδιοκτήτες των οποίων τα δικαιώματα διαγνώστηκαν δικαστικά αλλά και στους όποιους εγγεγραμμένους ιδιοκτήτες.

Το Άρθρο 34 είναι δικαιοδοτικής φύσης.  Χορηγεί στα Δικαστήρια Ελέγχου Ενοικιάσεων συγκεκριμένη δικαιοδοσία και δεν αφαιρεί από το Δικαστήριο την εξουσία απόφανσης αναφορικά με τη συνύπαρξη των όποιων προϋποθέσεων δικαιολογείται να την ενεργοποιήσουν.

Τρίτο ζήτημα:

(α)   Δεν υπάρχει νομοθετική διάταξη που να καθιστά επιβεβλημένη την επίδοση της απόφασης στον ενοικιαστή.

(β)   Δεν προκύπτει στην ουσία ζήτημα όπως το επιφυλαχθέν και δεν έπρεπε να παραπεμφθεί. Απουσιάζει η δικαιοδοτικής φύσης προϋπόθεση για εξέτασή του και δεν θα διατυπωθεί ακαδημαϊκής σημασίας γνώμη.

Aπαντήσεις στα τεθέντα νομικά ερωτήματα ως ανωτέρω.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Christophi and Others v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236,

Κυριάκου και Άλλος v. Ταμείου Πλεον. Προσωπικού (1991) 1 Α.Α.Δ. 320,

Παπαδοπούλου και Άλλη v. Ράπτη και Άλλων (1996) 1 A.A.Δ. 1306.

Έφεση με Yπόμνημα.

[*1160]

Aίτηση από τους ενοικιαστές - κατόχους του ακινήτου για παραπομπή σειράς ζητημάτων, ως νομικών, για εξέταση από το Aνώτατο Δικαστήριο στις υποθέσεις K. 22/96, 23/96, 24/96 του Δικατηρίου Eλέγχου Eνοικιάσεων Λ/σού (Xρ. Δερμοσονιάδης, Πρόεδρος) ενόψει του Άρθρου 7 του N.23/83, όπως τροποποιήθηκε με τον N. 102(1)/95.

Φ. Πιτσιλλίδης, για τους Αιτητές.

Στ. Παύλου, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 3 Ιουλίου 1975 δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ασκώντας δικαιοδοσία δυνάμει του περί Ελέγχου Ενοικίων (Υποστατικά Εργασίας) Νόμου του 1961 (Ν. 17/61), εξέδωσε διάταγμα για εκκένωση και παράδοση της κατοχής ακινήτου από τον ενοικιαστή στην ιδιοκτήτριά του. Ασκήθηκαν εφέσεις (5466, 5467 και 5486) και διατάχθηκε αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος. Οι εφέσεις απορρίφθηκαν στις 20 Νοεμβρίου 1984 και χρονολογούνται από τότε οι προσπάθειες για εκτέλεση του διατάγματος.

Είχαν θεσπιστεί οι περί Ενοικιοστασίου Νόμοι του 1975 (Ν. 36/75) και του 1983 (Ν.23/83) και η ιδιοκτήτρια θεώρησε πως η μεταβατική διάταξη του άρθρου 32(1) του τελευταίου, πρόσφερε το μηχανισμό. Κατά το άρθρο αυτό οι εκκρεμούσες δικαστικές υποθέσεις μεταφέρονται και καταχωρούνται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων που καθίδρυε ο Νόμος, για να εκδικαστούν από αυτό. Φρόντισε για τη μεταφορά και καταχώριση της υπόθεσής της και εξασφάλισε ένταλμα κατοχής του ακινήτου, για να ακολουθήσει όμως αίτηση για εντάλματα της φύσης certiorari προς ακύρωση της διαταγής που είχε εκδοθεί και prohibition προς απαγόρευση εκτέλεσης του εντάλματος. Το Ανώτατο Δικαστήριο ενέκρινε την αίτηση κατ’ έφεση αφού έκρινε πως αφορούσε σε δικαστική πράξη για την οποία το Δικαστήριο εστερείτο δικαιοδοσίας. Δεν ήταν εκκρεμούσα η υπόθεση ώστε να καλύπτεται από το άρθρο 32(1) και το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων δεν μπορούσε να εξουσιοδοτήσει εκτέλεση διατάγματος που εκδόθηκε από άλλο Δικαστήριο. (Βλ. [*1161]Christophi and Others v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236).

H τωρινή προσπάθεια των ιδιοκτητών, στους οποίους περιλαμβάνονται και πρόσωπα που απέκτησαν στο μεταξύ αδιαίρετο μερίδιο στο ακίνητο, στηρίζεται στο άρθρο 34, του Ν. 23/83, όπως αυτό εισάχθηκε με το Ν. 102(Ι)/95. Μετά από ex parte αίτησή τους, χορηγήθηκε από το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων άδεια για εκτέλεση της απόφασης και, συνακολούθως, για έκδοση εντάλματος ανάκτησης κατοχής. Οι κάτοχοι του ακινήτου, ενοικιαστές ακόμη όπως ισχυρίζονται, αντέδρασαν με αίτηση διά κλήσεως γιά παραμερισμό του διατάγματος και ακύρωση του εντάλματος ανάκτησης κατοχής. Οι ιδιοκτήτες καταχώρισαν ένσταση και οι κάτοχοι του ακινήτου ζήτησαν παραπομπή σειράς ζητημάτων, ως νομικών, για εξέταση από το Ανώτατο Δικαστήριο, ενόψει του άρθρου 7 του Ν. 23/83, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 102(Ι)/95. Το αίτημα εγκρίθηκε συναινούντων και των ιδιοκτητών και τέθηκαν ενώπιόν μας τέσσερα ζητήματα ως προκύπτοντα ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου αφού εγείρονται από τους κατόχους του ακινήτου.

Το Ζήτημα 4 δεν θα μας απασχολήσει. Είχε στη βάση του την άποψη πως η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις εφέσεις αρ. 5466, 5467 και 5486 είναι άκυρη ως μη αιτιολογημένη και ήταν ρητή, κατά τη συζήτηση, η δήλωση του κ. Παύλου πως αποφάσισε να μή εγείρει τέτοιο θέμα στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Δεν είναι, συνεπώς, θέμα που προκύπτει κατά τη διαδικασία και αυτή η διαπίστωση  αφαιρεί το υπόβαθρο της παραπομπής που έγινε. Τα υπόλοιπα ζητήματα αφορούν στο άρθρο 34, και το παραθέτουμε:

“Τα Δικαστήρια Ελέγχου Ενοικιάσεων έχουν δικαιοδοσία να εξαναγκάζουν σε υπακοή σε κάθε απόφαση ή διάταγμα που εκδόθηκε από οποιοδήποτε δικαστήριο δυνάμει των σχετικών καταργηθέντων νόμων, μέχρι το 1975 και μετέπειτα, καθώς και για την εκτέλεση των αποφάσεων και των διαταγμάτων αυτών για την ανάκτηση της κατοχής ακινήτου ή την έξωση από αυτό ύστερα από αίτηση είτε του προσώπου προς όφελος του οποίου εκδόθηκαν είτε του κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη του ακινήτου”.

ΖΗΤΗΜΑ 1:

“Κατά πόσον το άρθρο 34 του Περί Ενοικιοστασίου Νόμου 1983-1995 δίνει εξουσία στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσε[*1162]ων να δώσει άδεια εκτέλεσης των επιδίκων αποφάσεων παρά το ότι οι αποφάσεις αυτές εκδόθηκαν όχι από το ίδιο αλλά από το Επαρχιακό Δικαστήριο, με βάση τον καταργηθέντα Νόμο 17/61 και ενώ έχουν παρέλθει περισσότερα από έξι χρόνια μετά την έκδοσή τους.  Κατά πόσον ειδικώτερα η αναφορά του πιο πάνω άρθρου 34 σε καταργηθέντες Νόμους “μέχρι το 1975 και μετέπειτα” αφορά και καλύπτει και το Νόμο 17 του 1961”.

Οι κάτοχοι είδαν δυο σκέλη στο ζήτημα. Το πρώτο, κατά την εισήγησή τους, αφορά στο κατά πόσο το άρθρο 34 του Νόμου αρκεί για την έκδοση της συζητούμενης διαταγής. Χρειαζόταν, όπως υποστηρίχθηκε, και “διαδικαστικό πλαίσιο που να δίνει τη δικαιοδοσία στην πρακτική της εφαρμογή στο συγκεκριμένο Δικαστήριο”. Και αφού, όπως απολήγει η πρόταση, δεν θεσπίστηκε διαδικαστικός κανονισμός από το Ανώτατο Δικαστήριο προς  αυτή την κατεύθυνση, ήταν αδύνατη η άσκηση τέτοιας δικαιοδοσίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ανέπτυξε και ο κ. Πιτσιλλίδης σειρά επιχειρημάτων αλλά προέχει η ένστασή του πως δεν έχει επιφυλαχθεί τέτοιο ζήτημα.  Την οποία θεωρούμε ορθή.  Δεν υπάρχει τίποτε στο Ζήτημα 1 που θα ήταν δυνατό να προϊδεάσει καν αναφορικά προς προέκταση όπως αυτή επιχειρήθηκε ενώπιόν μας. Το Ανώτατο Δικαστήριο περιορίζεται στα ζητήματα που επιφυλάσσονται και στις λογικές προεκτάσεις τους (βλ. συναφώς Κυριάκου και Άλλος v. Ταμείου Πλεον. Προσωπικού (1991) 1 Α.Α.Δ. 320 στη σελ. 325) και ενόψει της διαπίστωσής μας, δεν θα μας απασχολήσει το πιο πάνω θέμα.

Η ουσία του Ζητήματος 1 βρίσκεται στην αντιγνωμία αναφορικά με το κατά πόσο το άρθρο 34 καλύπτει και αποφάσεις που εκδόθηκαν δυνάμει Νόμων προγενέστερων του Ν. 36/75, όπως η εκδοθείσα υπέρ της ιδιοκτήτριας.  Με δοσμένο τον εμφανή στόχο του Νόμου  να παράσχει στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων που καθιδρύθηκε με το Ν. 23/83 τη δικαιοδοσία που αναφέρει σε σχέση με αποφάσεις ή διατάγματα που εκδόθηκαν από άλλο Δικαστήριο, συζητείται η εμβέλεια του άρθρου 34.

Κατά τους κατόχους, η αναφορά “σε απόφαση ή διάταγμα που εκδόθηκε από οποιοδήποτε Δικαστήριο δυνάμει των σχετικών καταργηθέντων νόμων μέχρι το 1975 και μετέπειτα”, δεν καλύπτει και απόφαση ή διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει του Ν. 17/61. Δέχονται πως ο τρόπος διατύπωσης του Νόμου ήταν ατυχής αλλά υποστηρίζουν πως είναι σαφής η πρόθεση του νομοθέτη να περιορίσει την αναδρομικότητα της διάταξης. Εκείνο που [*1163]εννοεί η φράση, εισηγούνται, είναι πως, με εναρκτήριο σημείο το χρόνο θέσπισης του Νόμου καλύπτονται αποφάσεις και διατάγματα που εκδόθηκαν δυνάμει νόμων που καταργήθηκαν “μέχρι το 1975 και μετέπειτα”. Διαφορετικά, όπως υποστήριξαν, δεν υπήρχε λόγος να δοθεί στο άρθρο η μορφή που έχει. Αναγνώρισε, όμως, ο κ. Παύλου πως πρόθεση για τέτοια ρύθμιση, θα αποδιδόταν με τη φράση “από το 1975 και μετέπειτα”.

Κρίνουμε ορθή την αντίθετη άποψη του κ. Πιτσιλλίδη. Διαφορετικά θα οδηγούμαστε σε αλλοίωση του άρθρου. Δεν είναι δυνατό να διαβάζουμε “από” εκεί όπου γράφεται “μέχρι” και η φράση “μέχρι το 1975 και μετέπειτα” παραπέμπει σε αποφάσεις και διατάγματα που εκδόθηκαν δυνάμει νόμων που καταργήθηκαν ως τότε, “και μετέπειτα”. Ακριβώς επειδή ο Νόμος εμφανώς θέλησε να καλύψει και Νόμους που είχαν ήδη καταργηθεί με το άρθρο 28 του Ν. 36/75, σκοπίμως αναφέρθηκε στο έτος 1975 για να είναι σαφές πως η ρύθμιση εκτεινόταν και στα προηγηθέντα.  Από την άλλη, το άρθρο προϋποθέτει απόφαση ή διαταγή Δικαστηρίου που εξακολουθεί να είναι ανεκτέλεστη και δεν μπορούμε να δούμε το υπόβαθρο της εισήγησης πως ο Νομοθέτης θέλησε άλλες αποφάσεις και διατάγματα να είναι δυνατό να εκτελούνται και άλλες όχι, ανάλογα με το πότε καταργήθηκε ο νόμος δυνάμει του οποίου εκδόθηκαν.

Ο κ. Πιτσιλλίδης επικαλέστηκε ως επικουρικό ερμηνευτικό βοήθημα και τα προηγηθέντα της θέσπισης του άρθρου 34. Μεταξύ των οποίων και διάφορα έγγραφα αλλά και νομοσχέδιο που είχε κατατεθεί. Δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με αυτά ή με τη σχετικότητά τους. Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, η απάντηση στο Ζήτημα 1 είναι πως το άρθρο 34 καλύπτει και απόφαση ή διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει του Ν. 17/61.

ΖΗΤΗΜΑ 2:

Κατά πόσον το άρθρο 34 είναι αντισυνταγματικό και/ή προσκρούει στα άρθρα 28, 30, 35 και 152 του Συντάγματος εν όψει του ότι:

(α)   Με το πιο πάνω άρθρο δίνονται δικαιώματα σε τρίτα πρόσωπα (νέοι ιδιοκτήτες) που δεν ήταν διάδικοι στην αγωγή βάσει της οποίας εκδόθηκε η επίδικη απόφαση και δημιουργούνται αντίστοιχες υποχρεώσεις του Καθ’ ου η Αίτηση τις οποίες μπορεί να εξαναγκαστεί να εκπληρώσει με μέτρα εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένης και επιβολής ποι[*1164]νής στερητικής της ελευθερίας του, χωρίς να του έχει δοθεί στα πλαίσια δίκης η δυνατότητα να εγείρει θέματα που τυχόν αναφύονται μεταξύ του και των νέων ιδιοκτητών.

(β)   Το Δικαστήριο στο στάδιο του εντάλματος στερείται ουσιαστικά οποιασδήποτε διακριτικής ευχέρειας ή της δυνατότητας ακρόασης των διαδίκων αφού με την διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων που θέτει το πιο πάνω άρθρο υποχρεούται να προχωρήσει υπέρ τρίτων προσώπων στην εκτέλεση της έξωσης του Καθ’ ου η Αίτηση”.

Είδαμε πως κατά το άρθρο 34 τα Δικαστήρια Ελέγχου Ενοικιάσεων έχουν τη δικαιοδοσία που εξειδικεύεται ύστερα από αίτηση είτε του προσώπου προς όφελος του οποίου εκδόθηκε η απόφαση ή το διάταγμα είτε “του κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη του ακινήτου”. Η διαταγή στην πρωτόδικη διαδικασία εκδόθηκε μετά από αίτηση όλων των τωρινών εγγεγραμμένων ιδιοκτητών του ακινήτου και ο ισχυρισμός για αντισυνταγματικότητα αφορά σ’ αυτή τη δυνατότητα.

Το ερώτημα έχει στη ρίζα του την αντίληψη των κατόχων πως η παροχή τέτοιας δυνατότητας μετά από αίτηση τρίτου που δεν ήταν διάδικος υπέρ του οποίου εκδόθηκε η απόφαση ή το διάταγμα, σημαίνει διάγνωση δικαιώματος που θα μπορούσε να γίνει, σύμφωνα με το άρθρο 30 αλλά και το άρθρο 152 του Συντάγματος, μόνο από Δικαστήριο στο πλαίσιο δίκης. Εξ ου και η στήριξη της άποψης των κατόχων στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Λένια Παπαδοπούλου κ.ά. v. Γεωργίου Ράπτη κ.ά., Υπόμν. 314 και 315 - 12.12.96. Στην οποία κρίθηκε πως παραβίαζε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και το άρθρο 30 του Συντάγματος νομοθετική πρόνοια με την οποία η προϋπόθεση της διαπίστωσης της αναγκαιότητας για τη διενέργεια έργων συντήρησης διατηρητέου ακινήτου εξαρτήθηκε όχι από επί τούτου δικαστική διάγνωση αλλά από πιστοποίηση διοικητικού οργάνου, η οποία θα δέσμευε το Δικαστήριο. Επίσης ως παραβιάζουσα το άρθρο 28 ενόψει αδικαιολόγητης διάκρισης μεταξύ ιδιοκτητών διατηρητέων οικοδομών και μή αφ’ ενός, και των θέσμιων ενοικιαστών ανάλογα με το χαρακτήρα του ακινήτου. Επιπρόσθετα, κατά την απόφαση της μειοψηφίας, και της αρχής της ισότητας των όπλων. Παρεμβάλουμε πως, όπως διευκρίνησε ο κ. Παύλου, ζητήθηκε η συμπερίληψη στο Υπόμνημα και του άρθρου 35 του Συντάγματος όχι γιατί τίθεται ζήτημα παραβίασής του, αλλά εκ του περισσού ίσως, για να τονιστεί η υποχρέωση, εν προκειμένω των Δικαστηρίων, για διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμο[*1165]γής των διατάξεων του Μέρους ΙΙ του Συντάγματος ως προς τα θεμελειώδη δικαιώματα και ελευθερίες.

Υποδείξαμε κατά τη συζήτηση πως εδώ η όποια διάγνωση δικαιωμάτων φαινόταν να είχε ήδη γίνει κατά το χρόνο της έκδοσης της απόφασης το 1975, και η επιχειρηματολογία διαμορφώθηκε ως εξής: Επειδή στην Κύπρο, αντίθετα προς όσα ισχύουν στην Αγγλία, δεν υπάρχει νομοθετική αναγνώριση του θεσμού της διαδοχής δικαιώματος σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία (privity of estate), δεν ήταν επιτρεπτή η θεσπιθείσα δυνατότητα, ιδίως αφού ο Νόμος θέλει τη θεμελίωση συγκεκριμένων προϋποθέσεων που αφορούν στους διαδίκους in personam πριν εκδοθεί διάταγμα ανάκτησης κατοχής. Άλλο αν στην παρούσα περίπτωση ήταν για μή πληρωμή ενοικίων που εκδόθηκε το διάταγμα.

Παρατηρήσαμε πως αναπτυσσόταν ισχυρισμός για αντισυνταγματικότητα του άρθρου 34 με αναφορά προς άλλους νόμους και όχι προς το Σύνταγμα και ευθέως ο κ. Παύλου αναγνώρισε πως υπήρχε πρόβλημα στο συλλογισμό του. Επέμεινε όμως πως ίσως υπήρχε άλλη στήριξη της θέσης του, ως εξής:  Ενώ δεχόταν πως δεν είναι αντισυνταγματική ρύθμιση όπως η συζητούμενη, είναι αντισυνταγματική η αναδρομικότητα που της προσδόθηκε. Η οποία παρεμβαίνει στην αρχική διάγνωση των δικαιωμάτων των μερών και τείνει να επεκτείνει τη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε. Με αποτέλεσμα την επέμβαση της νομοθετικής στη δικαστική εξουσία. Χωρίς όμως να εξηγηθεί πώς μπορούσε η συζητούμενη δυνατότητα να μήν αναφέρεται σε δικαστική απόφαση που θα είχε ήδη εκδοθεί.

Αναφέρθηκε ο κ. Πιτσιλλίδης στην ουσία του θέματος αλλά η βασική του θέση ήταν πως το ζήτημα, όπως τελικά προσδιορίστηκε, ήταν άλλο από το επιφυλαχθέν. Ούτε τα άρθρα του Συντάγματος που εξειδικεύθηκαν ούτε οτιδήποτε άλλο καθόριζαν τέτοιο ζήτημα.

Έχομε συνοψίσει ό,τι εγείρεται με το υπόμνημα. Δεν αποβλέπει ούτε απολήγει το άρθρο 34 στη διάγνωση δικαιωμάτων συναρτημένων προς τις προϋποθέσεις έκδοσης διατάγματος ανάκτησης κατοχής. Πάνω στη βάση της δικαστικής διάγνωσης που ήδη έγινε και που δεν αλλοιώνεται, παρέχει δυνατότητα εκτέλεσης και στους όποιους εγγεγραμμένους ιδιοκτήτες. Δεν επεκτείνει δηλαδή ο νόμος την ουσία των όσων διαγνώστηκαν ώστε να μπορεί να τίθεται θέμα άλλης αντίκρυσης της δικαστικής απόφασης ανάλογα με το αν ήταν ή όχι διάδικοι οι ιδιοκτήτες και υπερβαίνει την [*1166]αιτιολογική της βάση. Δεν υπάρχει συνεπώς υπόβαθρο στο ζήτημα όπως επιφυλάχθηκε και η απάντηση σ’ αυτό πρέπει να είναι αρνητική. Αντίθετα προς ό,τι συνέβη στην περίπτωση της υπόθεσης Λένια Παπαδοπούλου (ανωτέρω) όπου δεν αφέθηκε στο Δικαστήριο περιθώριο δικής του διάγνωσης ή άλλης ευχέρειας σε σχέση με θέμα ενταγμένο στις προϋποθέσεις που τίθενται για παροχή της προβλεπόμενης θεραπείας. Αυτά καλύπτουν και το δεύτερο σκέλος του Ζητήματος αλλά προσθέτουμε ως προς αυτό και πως δεν αναπτύχθηκε κανένα επιχείρημα και δεν μπορούμε να δούμε γιατί θα ήταν γενικά αντισυνταγματική η εξάρτηση ορισμένου αποτελέσματος από τη συνύπαρξη ορισμένων προϋποθέσεων, χωρίς να αφήνεται στο Δικαστήριο διακριτική ευχέρεια από εκεί και πέρα. Εν πάση περιπτώσει, δεν πρέπει να μας διαφύγει πως το άρθρο 34 είναι δικαιοδοτικής φύσης. Χορηγεί στα Δικαστήρια Ελέγχου Ενοικιάσεων συγκεκριμένη δικαιοδοσία και δεν το αντιλαμβανόμαστε να αφαιρεί από το Δικαστήριο την εξουσία απόφανσης αναφορικά με τη συνύπαρξη των όποιων προϋποθέσεων δικαιολογείται να την ενεργοποιήσουν. Κατά τα άλλα, είναι ορθή η επισήμανση του κ. Πιτσιλλίδη. Πρέπει να περιοριστούμε σε όσα επιφυλάχθηκαν. Και τα περί την ύπαρξη εξουσίας για νομοθετική ρύθμιση της συζητούμενης φύσης νοουμένου ότι αυτή δεν θα έχει αναδρομική ισχύ, αποτελoύν διαφορετικό θέμα, που δεν περιλαμβάνεται σ’ αυτά.

ΖΗΤΗΜΑ 3:

(α)   “Κατά πόσον το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων για να δώσει άδεια εκτέλεσης της επίδικης απόφασης με βάση το άρθρο 34 πρέπει πρώτα να ικανοποιηθεί ότι η απόφαση έχει επιδοθεί στον ενοικιαστή μετά τις 29.12.95 ημερομηνία που δημοσιεύτηκε ο Νόμος 102(1)1995 αφού η προηγούμενη απόφαση ήταν μέχρι την ημέρα εκείνη ανενεργός ή μη εκτελέσιμη”.

Ο κ. Παύλου εξωτερίκευσε από την αρχή τις αμφιβολίες του αναφορικά με το δόκιμο της πρωτοβουλίας του προς επιφύλαξη αυτού του ζητήματος. Η θέση του, τελικά, ήταν πως δεν υποστήριζε ότι ήταν υποχρεωτική, ως θέμα νόμου, η επίδοση της υπό εκτέλεση απόφασης μετά τη θέσπιση του Ν.102(Ι)/95. Όπως διευκρίνησε, ενόψει της Δ.43Α εκείνο που απαιτείται είναι επαρκής, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου, ειδοποίηση προς τους κατόχους και, συνεπώς, δεν προκύπτει νομικό ζήτημα που θα ήταν δυνατό να επιλυθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο σε διαδικασία όπως η παρούσα. Τί θα έπρεπε να θεωρηθεί ικανοποιητικό, αφο[*1167]ρά στο πρωτόδικο Δικαστήριο, τουλάχιστον σε πρώτο βαθμό.

Ο κ. Πιτσιλλίδης εισηγήθηκε πως αφού το ζήτημα, όπως διατυπώθηκε, είναι νομικό πρέπει να απαντηθεί και αναφέρθηκε στην ανυπαρξία νομοθετικής διάταξης που να επιβάλλει τέτοια ενέργεια. Αυτό φαίνεται ορθό, προκύπτει ως παραδεκτό και από τον κ. Παύλου και προσδιορίζει και την απάντηση στο Ζήτημα. Κατά τα λοιπά, δεν θα εμπλακούμε σε θέματα που ενδεχομένως άπτονται διακριτικής εξουσίας που κατ’ ισχυρισμό έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο.

(β)   “Κατά πόσον το Δικαστήριο μπορεί να δώσει άδεια εκτέλεσης μόνο του μέρους της απόφασης που αφορά το διάταγμα έξωσης ή και του μέρους της αποφασης που αφορά χρηματική οφειλή.”

Δεν ζητήθηκε και δεν δόθηκε άδεια για εκτέλεση απόφασης επιδικάζουσας οποιοδήποτε ποσό. Ούτε και νομίζουμε πως θα μπορούσε να ζητηθεί και να δοθεί τέτοια άδεια αφού με την απόφαση της 3.7.75 δεν φαίνεται να επιδικάστηκε οποιοδήποτε ποσό που θα μπορούσε να εισπραχθεί με εκτέλεσή της. Δεν προκύπτει στην ουσία ζήτημα όπως το επιφυλαχθέν και δεν έπρεπε να παραπεμφθεί. Ελλείπει δικαιοδοτικής φύσης προϋπόθεση για την εξέτασή του και δεν θα διατυπώσουμε ακαδημαϊκής σημασίας γνώμη.

Aπαντήσεις στα τεθέντα νομικά ερωτήματα ως ανωτέρω.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο