(1997) 1 ΑΑΔ 1168
[*1168]18 Σεπτεμβρίου, 1997
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΤΗΕ CHAIN GULF TRADERS LTD ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
v.
ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων-Eναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9604).
Αποφάσεις και Διατάγματα — Συνοπτική απόφαση — Ποίες οι προϋποθέσεις για εγκυρότητα της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση για συνοπτική απόφαση — Οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί Δ.18, θ.2.
Οι εφεσείοντες, σύμφωνα με την Έκθεση Απαιτήσεως, ανέλαβαν ευθύνη ως εγγυητές της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας, η οποία δεν ήταν διάδικος στην παρούσα διαδικασία, αφού είχε διαλυθεί.
Η έφεση στρέφεται κατά της συνοπτικής απόφασης που εκδόθηκε εναντίον των εφεσειόντων για το ποσό των ΛΚ93.687,55 υπόλοιπο λογαριασμού, υπόλοιπο δανείου και ως κεφάλαιο πλέον δεδουλευμένους τόκους από προεξόφληση εννέα συναλλαγματικών. Και κατά διαταγής για εκποίηση ενυποθήκων ακινήτων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Σύμφωνα με τη Δ.18, θ.2, όταν η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση για συνοπτική απόφαση, υπογράφεται από υπάλληλο η οποία καθορίζει ως αποκλειστική πηγή γνώσης της ως προς τα γεγονότα, έγγραφα που κατέχει λόγω της θέσης της, τα εν λόγω έγγραφα πρέπει να επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση. Στην παρούσα υπόθεση, τα έγγραφα τα οποία καθορίζονται από την υπάλληλο των εφεσιβλήτων, ως αποκλειστική πηγή γνώσης της δεν επισυνάφθηκαν στην ένορκη δήλωση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε το σφάλμα να προσεγγίσει το ζήτημα εκλαμβάνοντας πως η υπάλληλος ισχυριζόταν συγχρόνως ότι είναι γνώστης των γεγονότων που προβάλλονται, ενώ στην πραγματικότητα δεν [*1169]υπήρξε τέτοιος ισχυρισμός ούτε προέκυπτε τέτοια γνώση.
2. Δεν έχει ικανοποιηθεί η δικαιοδοτικής φύσης προυπόθεση της υπογραφής της ένορκης δήλωσης από πρόσωπο που μπορεί να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα όπως επανατονίσθηκε πρόσφατα στην υπόθεση Αθηνούλλα Γ. Δημητρίου v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε κάτω από το πρίσμα ότι πρέπει να χορηγείται άδεια για υπεράσπιση όταν υπάρχει εύλογη αιτία για έρευνα προς εξακρίβωση του οφειλομένου ποσού και επίσης όταν ο εγγυητής δεν αποδέχεται το χρέος και δεν φαίνεται πως απλώς επιδιώκει καθυστέρηση.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση υπέρ των εφεσειόντων. Παρέχεται στους εφεσείοντες χωρίς όρους άδεια για υπεράσπιση. Υπεράσπιση μπορεί να καταχωρηθεί εντός δεκατεσσάρων ημερών.
H έφεση έγινε δεκτή με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση υπέρ των εφεσειόντων.
Υπόθεση που αναφέρθηκε:
Δημητρίου v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1 A.A.Δ. 782.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους κατά της συνοπτικής απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Γιασεμής, E.Δ.), που δόθηκε στις 13 Δεκεμβρίου, 1995 (Aρ. Aγωγής 2586/95), για το συνολικό ποσό £93.687,55 πλέον τόκους, καθώς και κατά της διαταγής για την εκποίηση ενυπόθηκων κτημάτων σε δημόσιο πλειστηριασμό.
Π. Πετράκης, για τους Εφεσείοντες.
Χ. Σταυράκης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η έφεση αφορά σε συνοπτική απόφαση που εκδόθηκε εναντίον των εφεσειόντων για το ποσό των £93.687,55 σεντ πλέον τόκους. Και κατά διαταγής προς εκποίη[*1170]ση ενυπόθηκων ακινήτων. Αμφισβητείται,
(α) η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως συνυπήρχαν οι προϋποθέσεις της Δ.18 θ.1 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας για ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και
(β) η εκτίμησή του πως δεν αποκάλυψαν οι εφεσείοντες υπεράσπιση ή γεγονότα επαρκή για τη θεμελίωση δικαιώματός τους να υπερασπιστούν.
Οι εφεσίβλητοι είναι τραπεζικός οργανισμός. Διεκδίκησαν το ποσό ως υπόλοιπο τρεχούμενου λογαριασμού, υπόλοιπο δανείου και ως κεφάλαιο πλέον δεδουλευμένους τόκους από προεξόφληση εννέα συναλλαγματικών. Σε σχέση προς τα οποία οι εφεσείοντες, σύμφωνα με την έκθεση απαιτήσεως, ανέλαβαν ευθύνη ως εγγυητές. Η διαδικασία δεν εκτεινόταν στην αναφερόμενη ως πρωτοφειλέτιδα εταιρεία. Ήταν και εκείνη εναγομένη, αλλά, όπως σημειώνεται, “έχει διαλυθεί”.
Το πρώτο θέμα θα κριθεί πάνω στη βάση της ένορκης δήλωσης που υποστήριξε την αίτηση για συνοπτική απόφαση. Υπεγράφη από υπάλληλο των εφεσιβλήτων η οποία καθορίζει ως αποκλειστική πηγή της γνώσης της ως προς τα γεγονότα, “έγγραφα που κατέχω λόγω της θέσης μου”. Ποιά είναι αυτά τα έγγραφα δεν εξειδικεύεται ούτε και επισυνάφθηκαν στην ένορκη δήλωση οποιαδήποτε έγγραφα. Ενώ, σύμφωνα με τη Δ.18 θ.2, η αίτηση για συνοπτική απόφαση θα πρέπει να συνοδεύεται και από τα τεκμήρια στα οποία αναφέρεται η ένορκη δήλωση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το ζήτημα εκλαμβάνοντας πως η υπάλληλος “ισχυρίζεται συγχρόνως ότι είναι γνώστης των γεγονότων που προβάλλονται”. Και αφού αναφέρθηκε στη νομολογία ως προς την “επαλήθευση”, θεώρησε πως η αναφορά της υπαλλήλου σε δίκαιη απαίτηση που βασίζεται σε μή εξοφληθέντα υπόλοιπα από προεξόφληση συναλλαγματικών, πιστωτικές διευκολύνσεις και δάνεια, ικανοποιούσε τις απαιτήσεις του Κανονισμού. Δεν υπάρχει όμως ισχυρισμός της υπαλλήλου πως είχε προσωπική γνώση των γεγονότων στα οποία αναφερόταν ούτε προκύπτει τέτοια γνώση. Πολύ λιγότερο αφού ως πηγή της αναφέρονταν έγγραφα που δεν προσκομίστηκαν και τα οποία απλώς φέρονταν να βρίσκονται στην κατοχή της.
Απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο όμοιο θέμα πρόσφατα, στην υπόθεση Αθηνούλλα Γ. Δημητρίου v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ, [*1171]Πολιτική Έφεση 9670 - 10.7.97. Επανατονίστηκε, με αναφορά στην προηγούμενη νομολογία, η ανάγκη αυστηρής προσέγγισης και κρίθηκε πως η γνώση από έγγραφα συνταγμένα ή ετοιμασθέντα χωρίς τη συμμετοχή του υπαλλήλου που υπέγραψε την ένορκη δήλωση δεν ήταν προσωπική, βασιζόταν σε πληροφορίες και δεν ικανοποιούσε την απαίτηση του Κανονισμού παρά το γεγονός ότι, αντίθετα προς ό,τι συνέβη εδώ, τα έγγραφα είχαν επισυναφθεί στην ένορκη δήλωση και βρίσκονταν ενώπιον του Δικαστηρίου. Πάνω σ’ αυτή τη βάση, δεν έχει ικανοποιηθεί ούτε στην προκείμενη περίπτωση η δικαιοδοτικής φύσης προϋπόθεση της υπογραφής της ένορκης δήλωσης από πρόσωπο που μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα. Ο αντίστοιχος λόγος έφεσης ευσταθεί και η έφεση πρέπει να επιτύχει.
Δεν δικαιολογείται, επομένως, να επεκταθούμε στο δεύτερο σκέλος. Σημειώνουμε όμως πως δεν υποστήριξαν τελικά οι εφεσίβλητοι πως ως θέμα γενικής αρχής δεν παρέχεται άδεια για υπεράσπιση προκειμένου να ελεγχθούν λογαριασμός στον οποίο θεμελειώνεται η αξίωση ή δοσοληψίες μεταξύ πρωτοφειλέτη και δανειστή, από τον εγγυητή. Οι εφεσείοντες υποστήριξαν πως η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου προς αυτή την κατεύθυνση ήταν εσφαλμένη και παρέπεμψαν στις σελ. 193 και 197 του Annual Practice του 1954. Αναφέρονται εκεί αποφάσεις (βλ. και τις σελ. 265 και 269 της έκδοσης του 1958) σύμφωνα με τις οποίες, σε σχέση με λογαριασμούς, πρέπει να χορηγείται άδεια για υπεράσπιση όταν υπάρχει εύλογη αιτία για έρευνα προς εξακρίβωση του οφειλόμενου ποσού και, επίσης, όταν εγγυητής δεν αποδέχεται το χρέος και δεν φαίνεται πως απλώς επιδιώκει καθυστέρηση. Ας σημειωθεί ότι οι εφεσείοντες αμφισβητούν την αξίωση, αφού όπως εξήγησαν, δεν ήταν σε θέση να την επιβεβαιώσουν. Και αναφέρθηκαν σε έκταση σε όσα θεωρούσαν ότι έδειχναν πως γνησίως διεκδικούσαν άδεια για υπεράσπιση, με τα οποία όμως δεν ασχολήθηκε, κάτω από το πιο πάνω πρίσμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έκρινε πως λόγοι όπως οι προβληθέντες, δεν δικαιολογούσαν την παροχή άδειας για υπεράσπιση.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση υπέρ των εφεσειόντων. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Παρέχεται στους εφεσείοντες χωρίς όρους άδεια για υπεράσπιση. Υπεράσπιση μπορεί να καταχωριστεί εντός 14 ημερών.
H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση υπέρ των εφεσειόντων.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο