Tουλουπή Σπύρος ν. Mιχαλάκη Λαμπασκή (1997) 1 ΑΑΔ 1172

(1997) 1 ΑΑΔ 1172

[*1172]23 Σεπτεμβρίου, 1997

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΣΠΥΡΟΣ ΤΟΥΛΟΥΠΗ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΛΑΜΠΑΣΚΗ,

Εφεσίβλητου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9605).

 

Aμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Επιμερισμός ευθύνης — Σύγκρουση αυτοκινήτου οδηγούμενου σε κύριο δρόμο με μοτοσικλέτα που μπήκε σ’ αυτόν από πάροδο χωρίς να σταματήσει στο σημείο “αλτ” — Επιμερισμός ευθύνης 30% για τον οδηγό του αυτοκινήτου και 70% για τον οδηγό της μοτοσικλέτας — Εσφαλμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ταχύτητα του οδηγού του αυτοκινήτου συνέτεινε στο ατύχημα και επίσης ότι ο εν λόγω οδηγός είχε καθήκον να οδηγεί με τέτοιο τρόπο ώστε να αντιμετωπίσει πιθανό κίνδυνο — Κρίθηκε κατ’ έφεση, ότι αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα είχε ο μοτοσικλετιστής.

Aμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Συντρέχουσα αμέλεια — Εφαρμοστέες αρχές — Η ταχύτητα αφ’ εαυτής δεν αποτελεί απόδειξη αμέλειας.

Το ατύχημα συνέβηκε στη συμβολή των οδών Χρ. Βύζακου και Σικιωνίων στην Αθηαίνου μεταξύ του αυτοκινήτου τύπου πικ-απ που οδηγούσε ο εφεσείων και της μοτοσυκλέττας που οδηγούσε ο εφεσίβλητος, υπό τις ακόλουθες συνθήκες:

Ο εφεσείων που οδηγούσε το αυτοκίνητό του στην οδό Σικιωνίων, προτού πλησιάσει στη συμβολή του με την οδό Χρ. Βύζακου, και σε απόσταση 10 μέτρων περίπου, ήχησε την σειρήνα του προειδοποιώντας έτσι την προσέγγιση του αυτοκινήτου του στη συμβολή των δύο δρόμων.  Η σύγκρουση έγινε ακριβώς απέναντι της συμβολής και σε απόσταση ενός μέτρου από την άσπρη γραμμή “αλτ” εντός της οδού Σικιωνίων.  Το αυτοκίνητο του εφεσείοντα έφερε ζημιά στην αριστερή πλευρά και σε απόσταση 2.60 μ. από το εμπρό[*1173]σθιο μέρος. Η μοτοσυκλέττα έφερε ζημιά στον εμπρόσθιο τροχό.  Το αυτοκίνητο άφησε ίχνη τροχοπέδησης μήκους 4.25 μ. και 4.45 μ. των δεξιών και αριστερών τροχών αντίστοιχα, τα οποία αρχίζουν σε απόσταση ενός περίπου μέτρου μετά το σημείο σύγκρουσης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα πιο κάτω συμπεράσματα:

α) ότι ο εφεσίβλητος εισήλθε από την οδό Βύζακου στην οδό Σικιωνίων χωρίς να σταματήσει στο σημείο του “αλτ” στη συμβολή, όπως είχε υποχρέωση να πράξει,

β) ότι η ορατότητα στην περιοχή του ατυχήματος είναι πολύ περιορισμένη λόγω ύπαρξης κτιρίων,

γ)  ότι ο εφεσείων ήχησε την σειρήνα του σε απόσταση 10 μέτρων από τη συμβολή,

δ) ότι το σημείο σύγκρουσης είναι μέσα στην οδό Σικιωνίων και σε απόσταση ενός μέτρου από την άσπρη γραμμή του “αλτ”.

Αντικείμενο της έφεσης είναι ο επιμερισμός ευθύνης 30% για τον εφεσείοντα και 70% για τον εφεσίβλητο.  Ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι α) η ταχύτητά του ήταν στοιχείο αμέλειας και β) είχε καθήκον ενόψει της μηδενικής ουσιαστικής ορατότητας να οδηγεί κατά τρόπο που θα του επέτρεπε να αντιμετωπίσει πιθανό κίνδυνο από την οδό Χρ. Βύζακου, ήταν εσφαλμένα.

Ο εφεσίβλητος, με ειδοποίηση αντέφεσης, προσβάλλει τον επιμερισμό ευθύνης ως λανθασμένο και ως έκδηλα χαμηλό το επιδικασθέν ποσοστό ευθύνης του εφεσείοντα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κύρια αιτία του ατυχήματος ήταν η παράλειψη του εφεσίβλητου να σταματήσει στο “αλτ”, είναι ορθό.

2.  Το συμπέρασμα όμως ότι η ταχύτητα του εφεσείοντα συνέτεινε στο ατύχημα και επίσης ότι ο εφεσείων είχε καθήκον, λόγω της κακής ορατότητας να οδηγεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να αντιμετωπίσει πιθανό κίνδυνο είναι εσφαλμένα. Το ατύχημα θα συνέβαινε και αν ακόμα η ταχύτητα του εφεσείοντα ήταν χαμηλότερη.  [*1174]Το γεγονός ότι δεν είδε τον εφεσίβλητο, που εξήρχετο από την πάροδο στον κύριο δρόμο χωρίς να σταματήσει στο “αλτ” εξηγείται από τη μηδαμινή σχεδόν ορατότητα στη σκηνή του ατυχήματος. Ο εφεσείων έλαβε τα υπό τις περιστάσεις απαιτούμενα μέτρα, ηχώντας τη σειρήνα του αυτοκινήτου του, προτού πλησιάσει στη συμβολή. Ως εκ τούτου δεν συνέτεινε σε οποιοδήποτε βαθμό στο ατύχημα.

     Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

     Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.

H έφεση έγινε δεκτή με έξοδα. H αντέφεση απορρίφθηκε χωρίς διαταγή για έξοδα.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Χριστοδούλου v. Γρηγορίου (1989) 1(E) A.A.Δ. 178,

Georgiou v. Asproftas and Another (No.2) (1988) 1 C.L.R. 441,

Βλάσιος v. Αντωνίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 815,

Fardon v. Harcourt-Rivington [1932] All E.R. Rep. 81,

Jones v. Livox Quarries Ltd. [1952] 2 Q.B. 608,

Panayiotou v. Mavrou (1970) 1 C.L.R. 215,

Charalambides v. Michaelides (1973) 1 C.L.R. 66,

Patsalides Yapani and Another (1969) 1 C.L.R. 84,

Δημητρίου v. Χαραλάμπους (1992) 1 Α.Α.Δ. 756,

Μενοίκου v. Μαραθεύτη (1992) 1 Α.Α.Δ. 616,

Alexandrou v. Gamble (1974) 1 C.L.R. 5,

Demou v. Constantinou and Another (1979) 1 C.L.R. 21,

Vacanas v. Thomas and Another (1982) 1 C.L.R. 530,

[*1175]Hadjigeorgiou and Another v. Rodinis (1978) 1 C.L.R. 175,

Karikaton v. Soteriou (1979) 1 C.L.R. 150.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Παπαδοπούλου, A.E.Δ.), που δόθηκε στις 16 Nοεμβρίου, 1995 (Aρ. Aγωγής 2217/91), με την οποία καταμερίσθηκε η ευθύνη για τροχαίο δυστύχημα σε ποσοστό 30% εις βάρος του και 70% εις βάρος του ενάγοντα.

Στ. Ερωτοκρίτου (κα), για τον Εφεσείοντα.

Α. Πετουφάς, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η επίδικη διαφορά στην παρούσα έφεση δημιουργήθηκε από τροχαίο ατύχημα, που συνέβηκε στις 17.8.1990 στη συμβολή των oδών Χριστάκη Βύζακου και Σικιωνίων στην κωμόπολη της Αθηαίνου, μεταξύ του αυτοκινήτου τύπου πικ-απ που οδηγούσε ο εφεσείων και της μοτοσυκλέττας που οδηγούσε ο εφεσίβλητος.

Κατά τη διάρκεια της ακρόασης της αγωγής στο πρωτόδικο Δικαστήριο είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων οι γενικές και ειδικές αποζημιώσεις επί πλήρους ευθύνης στο ποσό των £7.750,- Το Δικαστήριο αφού άκουσε μαρτυρία μόνο στο θέμα της ευθύνης αποφάσισε να την κατανείμει μεταξύ τους σε ποσοστό 30% σε βάρος του εφεσείοντα κα 70% σε βάρος του εφεσίβλητου.

Με το μοναδικό λόγο έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει το τελικό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που του καταμέρισε ευθύνη σε ποσοστό 30%, ως λανθασμένο. Στηρίζει δε την εισήγηση αυτή στη λανθασμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ταχύτητα με την οποία οδηγούσε το αυτοκίνητό του ο εφεσείων ήταν στοιχείο αμέλειας υπό το φως της μαρτυρίας που παρουσιάσθηκε. Επίσης, ισχυρίζεται, το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι είχε καθήκον ο εφεσείων ενόψει της μηδενικής ουσιαστικής ορατότητας να οδηγεί κατά τρόπο που θα του [*1176]επέτρεπε να αντιμετωπίσει πιθανό κίνδυνο από την oδό Χρ. Βύζακου, είναι λανθασμένο γιατί είναι γενικό και αόριστο.

Με ειδοποίηση αντέφεσης ο εφεσίβλητος προσβάλλει τον καταμερισμό της ευθύνης από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως λανθασμένο και ως έκδηλα χαμηλό το επιδικασθέν ποσοστό ευθύνης στον εφεσείοντα.

Δεν υφίσταται ουσιαστική διαφωνία ως προς τα πραγματικά γεγονότα του ατυχήματος. Οι δικηγόροι όμως των διαδίκων έχουν διαφορετική προσέγγιση στην αξιολόγηση της ευθύνης των διαδίκων.

Το πρωϊνό της 17.8.1990 ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητό του με κατεύθυνση από την πλατεία Αθανάσιου Μιχαηλίδη προς την oδό Σικιωνίων. Προτού πλησιάσει την ένωση της Οδού Σικιωνίων με την oδό Χρ. Βύζακου και σε απόσταση 10 μέτρων περίπου, ήχησε τη σειρήνα του αυτοκινήτου προειδοποιώντας έτσι την προσέγγιση του αυτοκινήτου του στη συμβολή των δύο oδών.  Την ίδια στιγμή ο εφεσίβλητος οδηγούσε τη μοτοσυκλέττα του στην oδό Βύζακου με πρόθεση να εισέλθει στην oδό Σικιωνίων.  Η oδός Βύζακου ελέγχεται, στο σημείο της συμβολής με την oδό Σικιωνίων, με σήμα “αλτ”. Σχετική πινακίδα υποδεικνύουσα τούτο καθώς και άσπρη γραμμή επί της συμβολής, ήταν εμφανής όπως φαίνεται στο σχεδιάγραμμα της σκηνής του δυστυχήματος, που κατατέθηκε από τον αστυνομικό εξεταστή της υπόθεσης.

Η σύγκρουση μεταξύ των δύο οχημάτων έγινε ακριβώς έναντι της συμβολής και σε απόσταση ενός μέτρου από την άσπρη γραμμή του “αλτ” εντός της oδού Σικιωνίων.  Το αυτοκίνητο του εφεσείοντα έφερε ζημιά (ελαφρύ βούλλωμα) που προκλήθηκε από τη σύγκρουσή του με τη μοτοσυκλέττα στην αριστερά πλευρά και σε απόσταση 2.60 μέτρων από το εμπρόσθιο μέρος. Το μήκος του αυτοκινήτου είναι 4.85 μέτρα. Η μοτοσυκλέττα του εφεσίβλητου από την πρόσκρουσή της στο αυτοκίνητο έφερε ζημιά στον εμπρόσθιο τροχό. Ο εμπρόσθιος τροχός ήταν στρεβλωμένος όπως επίσης η “πρότσα” και οι ακτίνες του. Το αυτοκίνητο του εφεσείοντα άφησε ίχνη τροχοπέδησης στην άσφαλτο μήκους 4.25 μ. και 4.45 μ. των δεξιών και αριστερών τροχών αντίστοιχα, ένδειξη ότι ο εφεσείων εφάρμοσε τα φρένα του αυτοκινήτου του.  Τα ίχνη αυτά αρχίζουν σε απόσταση ενός περίπου μέτρου μετά το σημείο σύγκρουσης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε πέραν του αστυνομικού εξεταστή του ατυχήματος, τον εφεσείοντα και τον εφεσίβλη[*1177]το, αξιολόγησε τη μαρτυρία τους και κατέληξε, αφού απέρριψε την εκδοχή του εφεσίβλητου, στα ακόλουθα ευρήματα:-

(α)   Ότι ο εφεσίβλητος εισήλθε από την oδό Βύζακου στην oδό Σικιωνίων χωρίς να σταματήσει στο σημείο του “αλτ” στη συμβολή, όπως είχε υποχρέωση να πράξει.

(β)   Ότι η ορατότητα στην περιοχή του ατυχήματος είναι πολύ περιορισμένη λόγω ύπαρξης κτιρίων που εφάπτονται της άκρης των δρόμων.

(γ)   Ότι ο εφεσείων προτού πλησιάσει στη συμβολή και σε απόσταση 10 μέτρων ήχησε τη σειρήνα του αυτοκινήτου του.

(δ)   Ότι το σημείο της σύγκρουσης είναι μέσα στην oδό Σικιωνίων και σε απόσταση ενός μέτρου από την άσπρη γραμμή του “αλτ”.

Τα ευρήματα αυτά του Δικαστηρίου δεν προσβάλλονται τόσο με την έφεση όσο και με την αντέφεση. Αυτό που προσβάλλεται είναι το τελικό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με βάση τα ευρήματα δικαιολογείται καταμερισμός της ευθύνης ως έχει εκτεθεί προηγούμενα.

Παρ’ όλο που και οι δύο πλευρές στις ειδοποιήσεις έφεσης και αντέφεσης δεν προσβάλλουν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου εν τούτοις ο δικηγόρος του εφεσίβλητου στο περίγραμμα της αγόρευσής του επιχειρηματολογεί εναντίον του ευρήματος ότι ο τελευταίος δεν σταμάτησε στο σημείο του “αλτ” και ότι κατά τη στιγμή της σύγκρουσης η μοτοσυκλέττα του βρισκόταν σε κίνηση. Ανεπιτρέπτως προβάλλονται αυτοί οι ισχυρισμοί αλλά θα σημειώναμε ότι δεν έχει προβληθεί και κανένας πειστικός λόγος στο περίγραμμα, του λανθασμένου κατά τον εφεσείοντα ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου και της αξιολόγησης της μαρτυρίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και τον ισχυρισμό του ότι δεν ευρίσκετο σε κίνηση κατά τη στιγμή της σύγκρουσης και δικαιολόγησε εκτενώς τη θέση αυτή. Το εύρημά του αυτό ως προς την αξιοπιστία συνάδει με το σύνολο της μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του.

Είναι γνωστές οι αρχές που διέπουν το θέμα της αμέλειας και δεν θεωρούμε αναγκαίο να τις επαναλάβουμε, ούτε επίσης να επαναλάβουμε τα γεγονότα. Απλά παραπέμπουμε, μεταξύ άλ[*1178]λων, στις αποφάσεις: Κυριάκος Χριστοδούλου v. Γρηγόρης Γρηγορίου (1989) 1 C.L.R. 178, Christoforou Georgiou as Administrator of the Estate of the Deceased Antonis Christoforou (No. 2) v. Georgios Asproftas and Another (1988) 1 C.L.R. 441, Βλάσιος v. Αντωνίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 815.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι η κύρια αιτία του ατυχήματος ήταν η παράλειψη του εφεσίβλητου να σταματήσει στο σημείο του “αλτ”. Αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του τα εξής:-

“Επανερχόμενη τώρα στα γεγονότα της υπόθεσης καταλήγω ότι η ενέργεια του ενάγοντα να προχωρήσει από την οδό Χριστάκη Βύζακου και να εισέλθει στην οδό Σικιωνίων, έστω και με μικρή ταχύτητα, χωρίς προηγουμένως να σταματήσει στο σημείο του ΑΛΤ και να ελέγξει, είναι η κύρια αιτία του δυστυχήματος.”.

Συμφωνούμε με την προσέγγιση αυτή του Δικαστηρίου.

Ακολούθως το Δικαστήριο εξέτασε το θέμα, το οποίο είναι και το δεσπόζον θέμα της έφεσης, εάν ο εφεσείων συνέτεινε στο ατύχημα και εάν τον βαρύνει συντρέχουσα αμέλεια με το εξής σκεπτικό:-

“Εδώ ο εναγόμενος προχώρησε με ταχύτητα που δεν του έδωσε την ευκαιρία να δει τον ενάγοντα σε κανένα σημείο πριν τον κτυπήσει και αυτό φαίνεται από το σημείο της σύγκρουσης στο αυτοκίνητό του. Είχε καθήκον εν όψει της μηδενικής ουσιαστικά ορατότητας, να προχωρεί κατά τρόπο που θα του επέτρεπε να αντιμετωπίσει πιθανό κίνδυνο από την οδό Χρ. Βύζακου που γνώριζε ότι συμβάλλει στην οδό Σικιωνίων χωρίς ορατότητα.”.

Οι αρχές της συντρέχουσας αμέλειας έχουν εμπεδωθεί από τη νομολογία από παλιά. Στην αγγλική αυθεντία Fardon v. Harcourt- Rivington [1932] All E.R. Rep. 81, στη σελίδα 83 αναφέρεται η ακόλουθη αρχή:-

“The root of this liability is negligence, and what is negligence depends on the facts with which you have to deal. If the possibility of the danger emerging is reasonably apparent, then to take no precautions is negligence; but if the possibility of danger emerging is only a mere possibility which would never occur to the mind of a reasonable man, then there is no negligence in not having taken extraordinary precautions.”.

[*1179]Επίσης ο Λόρδος Denning στην αυθεντία Jones v. Livox Quarries Ltd. [1952] 2 Q.B. 608, στη σελίδα 615 αναφέρει:-

“Although contributory negligence does not depend on a duty of care, it does depend on foreseeability. Just as actionable negligence requires the foreseeability of harm to others, so contributory negligence requires the foreseeability of harm to oneself. A person is guilty of contributory negligence if he ought reasonably to have foreseen that, if he did not act as a reasonable, prudent man, he might be hurt himself; and in his reckonings he must take into account the possibility of others being careless.”.

Οι αρχές αυτές έγιναν δεκτές και από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Elpiniki Panayiotou v. Georgios Kyriakou Markos (1970) 1 C.L.R. 215, Christos Charalambides v. Polyvios Michaelides (1973) 1 C.L.R. 66, Patsalides Yapani and Another (1969) 1 C.L.R. 84).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε στην απόφασή του από δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τις: Θεόδωρος Δημητρίου v. Ήρας Χαραλάμπους (1992) 1 Α.Α.Δ. 756 και Σωτήρης Μένοικου v. Χριστάκη Μαραθεύτη (1992) 1 Α.Α.Δ. 616. Τα γεγονότα και των δύο αυτών υποθέσεων καθώς και οι περιστάσεις του ατυχήματος διαφέρουν από την υπό κρίση έφεση.  Κάθε υπόθεση κρίνεται με τα δικά της γεγονότα και περιστάσεις στα οποία γίνεται αναγωγή των αρχών της συντρέχουσας αμέλειας όπως έχουν εκτεθεί.

Έχουμε πεισθεί ότι τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι αόριστα και γενικά. Το πρώτο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων προχώρησε με ταχύτητα, η οποία όσο και αν δεν υπερέβαινε το επιτρεπόμενο όριο, δεν του έδωσε την ευκαιρία να δει τον εφεσίβλητο πριν τον κτυπήσει, κρίνεται σαν ανεδαφικό και αόριστο. Η ταχύτητα του αυτοκινήτου του εφεσείοντα δεν συνέτεινε με κανένα τρόπο στο ατύχημα. Και αν ακόμα η ταχύτητα του ήταν χαμηλότερη, το ατύχημα δεν θα αποφεύγετο. Η ταχύτητα αφ’ εαυτής δεν αποτελεί απόδειξη αμέλειας (Βλέπε: Alexandrou v. Gamble (1974) 1 C.L.R. 5, Demou v. Constantinou and Another (1979) 1 C.L.R. 21).  Το γεγονός ότι δεν είδε τον εφεσίβλητο, που εξήρχετο από την πάροδο στον κύριο δρόμο χωρίς να σταματήσει στο “αλτ” εξηγείται από τη μηδαμινή σχεδόν ορατότητα στη σκηνή του ατυχήματος.

[*1180]Το δεύτερο συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων είχε καθήκον, λόγω της κακής ορατότητας στην πάροδο, να οδηγεί με τέτοιο τρόπο ώστε να αντιμετωπίσει πιθανό κίνδυνο, είναι λανθασμένο.  Ο εφεσείων που οδηγούσε στον κύριο δρόμο το αυτοκίνητο, δεν είχε καθήκον να λάβει εξαιρετικές προφυλάξεις, εκτός εάν είχε οποιαδήποτε προειδοποίηση ή ένδειξη ότι άλλος οδηγός που χρησιμοποιεί το δρόμο θα εισήρχετο στον κύριο δρόμο από πάροδο χωρίς να σταματήσει στο “αλτ” και να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές να προχωρήσει (Βλέπε: Vacanas v. Thomas and Another (1982) 1 C.L.R. 530). Ο εφεσείων έλαβε τα υπό τις περιστάσεις απαιτούμενα μέτρα, ηχώντας τη σειρήνα του αυτοκινήτου του, προτού πλησιάσει στη συμβολή (Βλέπε: HjiGeorgiou and Another v. Rodinis (1978) 1 C.L.R. 175, Karikaton v. Soteriou (1979) 1 C.L.R. 150).

Φρονούμε ότι, έχοντας υπ’ όψη την αιφνίδια κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο εφεσείων ως αποτέλεσμα της αμέλειας του εφεσίβλητου να μην υπακούσει στο σήμα “αλτ” και να εισέλθει στον κύριο δρόμο, δεν είχε καθόλου το χρόνο να αποφύγει τη σύγκρουση ή να είχε λάβει προηγούμενα άλλα μέτρα προφύλαξης απ’ αυτά που έλαβε. Και, κατά συνέπεια, ότι δεν συνέτεινε σε οποιοδήποτε βαθμό στο ατύχημα.

Για τους λόγους αυτούς η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς καμιά διαταγή για έξοδα.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση. H αντέφεση απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο