Kαρεκλά Aνθούλλα Σταύρου ν. Σωτήρη Kλεάνθους (1997) 1 ΑΑΔ 1199

(1997) 1 ΑΑΔ 1199

[*1199]24 Σεπτεμβρίου, 1997

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΑΝΘΟΥΛΛΑ ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΑΡΕΚΛΑ,

Εφεσείουσα,

v.

ΣΩΤΗΡΗ ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ,

Εφεσίβλητου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9163).

 

Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Επιμερισμός ευθύνης — Ανακοπή της πορείας του οχήματος του εφεσίβλητου σε κύριο δρόμο, από είσοδο του οχήματος της εφεσείουσας στον κύριο δρόμο από παρακείμενο περιβόλι — Επιμερισμός ευθύνης 70% για την εφεσείουσα και 30% για τον εφεσίβλητο — Ισχυρισμός για μη ορθή προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία του εφεσίβλητου και ότι μερικά από τα ευρήματα δεν υποστηρίζονταν από τη μαρτυρία — Δεν τεκμηριώθηκαν — Επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης.

Μαρτυρία — Ευρήματα γεγονότων — Αξιοπιστία μαρτύρων — Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει την πρωταρχική ευθύνη να αποφασίζει επί θεμάτων αξιοπιστίας των μαρτύρων — Πότε χωρεί η επέμβαση του Εφετείου.

Το ατύχημα συνέβηκε το πρωί της 13.6.1991 στον κύριο δρόμο Λευκωσίας - Αστρομερίτη. Η εφεσείουσα οδηγώντας το αυτοκίνητό της, είχε βγει απο περιφραγμένο περιβόλι το οποίο βρισκόταν λίγα μέτρα από το δρόμο στην αριστερή πλευρά σε σχέση με την κατεύθυνση προς Λευκωσία και προχώρησε στο κράσπεδο πλάτους δύο ποδών, με πρόθεση να στρίψει αριστερά, προς εκείνη την κατεύθυνση. Ο εφεσίβλητος κατευθυνόταν προς Λευκωσία με ταχύτητα 70 χ.α.ω. Το επιτρεπόμενο όριο ήταν 80 χ.α.ω. Η ορατότητα της εφεσείουσας προς την πλευρά του εφεσίβλητου ήταν 45 μέτρα λόγω απότομης κατωφέρειας. Η εφεσείουσα κάλυψε απόσταση 12 μέτρων περίπου όταν επήλθε η σύγκρουση, η οποία έγινε στην αριστερή πλευρά του δρόμου περίπου ενάμισυ μέτρο από την άκρη του ασφαλτικού καταστρώματος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε την εκδοχή του εφεσίβλη[*1200]του ότι μόλις ανέβηκε το ανήφορο είδε το αυτοκίνητο της εφεσείουσας να προχωρεί διαγώνια και καλύπτοντας το πλάτος του κρασπέδου, να εισέρχεται στο δρόμο ανακόπτοντας τη δική του πορεία και καθιστώντας αναπόφευκτη τη σύγκρουση παρόλο ότι έστριψε το τιμόνι του δεξιά. Παραδέχθηκε ότι δεν φρέναρε και ότι δεν προέβη σε ελιγμό προς τα δεξιά πριν από τη σύγκρουση.

Στην έφεση, προβλήθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας θέμα εσφαλμένης προσέγγισης αναφορικά με την αξιοπιστία του εφεσίβλητου και επίσης ότι μερικά από τα ευρήματα, κυρίως το εύρημα για την αποκοπή της πορείας του εφεσίβλητου, ήταν εσφαλμένα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Τα ευρήματα υποστηρίζονταν πλήρως από τη δοθείσα μαρτυρία και δεν υπήρχε τίποτε το επιλήψιμο από οποιαδήποτε άποψη.

2.  Τα θέματα αξιοπιστίας των μαρτύρων συνιστούν πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου λόγω του πλεονεκτήματος της δυνατότητας που έχει να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους όταν καταθέτουν από το εδώλιο του μάρτυρα. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο όταν αποδειχθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε εσφαλμένα ή όπου η πρωτόδικη άποψη αναδεικνύεται με αναφορά σε άλλη μαρτυρία λογικά ανέφικτη. Ούτε το ένα ούτε το άλλο δεν συνέβηκε στην παρούσα υπόθεση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Georghiades v. Police (1985) 2 C.L.R. 56,

Αθανασίου και Άλλος v. Κουνούνη (1997) 1 A.A.Δ. 614,

Benmax v. Austin Motor Co Ltd [1955] 1 All E.R. 326,

Watt v. Thomas [1947] 1 All E.R. 582.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Γιασεμής, E.Δ.) που δόθηκε στις 10/3/94 (Aρ. Aγωγής 2136/92), με την οποία αποφασίστηκε ότι τόσο η εναγόμενη όσο και ο ενάγοντας έφεραν ευθύνη για την πρόκληση του [*1201]τροχαίου ατυχήματος σε ποσοστό 70% η πρώτη και 30% ο δεύτερος.

Στ. Ερωτοκρίτου, για την Εφεσείουσα.

Ε. Βραχίμη, για τον Εφεσίβλητο.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάου.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η έφεση αυτή στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ότι τόσο η εφεσείουσα όσο και ο εφεσίβλητος έφεραν ευθύνη για την πρόκληση τροχαίου ατυχήματος, σε ποσοστό 70% η πρώτη και 30% ο δεύτερος. Προβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προσέγγισε ορθά το ζήτημα της αξιοπιστίας του εφεσίβλητου και ότι μερικά από τα ευρήματα δεν υποστηρίζονται από την προσαχθείσα μαρτυρία.

Το ατύχημα συνέβηκε ενωρίς το πρωί της 13 Ιουνίου 1991 στον κύριο δρόμο Λευκωσίας-Αστρομερίτη.  Η εφεσείουσα, οδηγώντας το αυτοκίνητό της, είχε βγει από τον περιφραγμένο χώρο περιβολιού το οποίο βρισκόταν λίγα μέτρα από το δρόμο στην αριστερή πλευρά, σε σχέση με την κατεύθυνση προς Λευκωσία και προχώρησε στο κράσπεδο πλάτους δύο ποδών. Πρόθεσή της ήταν να στρίψει αριστερά, προς εκείνη την κατεύθυνση.  Και το έπραξε. Το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου ήδη βρισκόταν στο δρόμο κατευθυνόμενο προς Λευκωσία και την πλησίαζε με ταχύτητα 70 χ.α.ω. Το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ήταν 80 χ.α.ω. Η ορατότητα της εφεσείουσας προς τη μεριά του εφεσίβλητου - τη δεξιά της - δεν υπερέβαινε τα 45 μέτρα λόγω απότομης κατωφέρειας πιο πέρα. Η εφεσείουσα δεν κάλυψε παρά μόνο απόσταση 12 μέτρων περίπου όταν επήλθε η σύγκρουση μεταξύ των δύο αυτοκινήτων.  Η οποία έγινε στην αριστερή πλευρά του δρόμου, περίπου ενάμισυ μέτρο από την άκρη του ασφαλτικού καταστρώματος. Το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου κτύπησε στη δεξιά πισινή γωνία του αυτοκινήτου της εφεσείουσας με έμφαση στη δεξιά πλευρά, όπως φαίνεται από τις φωτογραφίες που κατατέθηκαν ως τεκμήρια. Ακολούθως, το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου παρεξέκκλινε στη δεξιά πλευρά όπου συγκρούστηκε και με άλλο αυτοκίνητο. Όμως η δεύτερη σύγκρουση δεν ενδιαφέρει.

Η εκδοχή της εφεσείουσας ήταν ότι κοίταξε στα δεξιά, διαπίστωσε ότι ο δρόμος ήταν ελεύθερος, οπότε εισήλθε, ευθυγραμμίστηκε και διήνυσε απόσταση 12 μέτρων όταν αντιλήφθηκε τη σύγκρουση στο πίσω του αυτοκινήτου της. Την οποία απέδωσε όχι [*1202]στο ότι απέκοψε την πορεία του εφεσίβλητου αλλά στο ότι εκείνος, προσεγγίζοντας με σκοπό να την προσπεράσει, αναγκάστηκε να παραμείνει όπισθεν αφού ερχόταν αυτοκίνητο από απέναντι.

Η εκδοχή του εφεσίβλητου ήταν ότι, μόλις ανέβηκε το ανήφορο, είδε το αυτοκίνητο της εφεσείουσας σε κίνηση να προχωρεί διαγώνια και, καλύπτοντας το πλάτος του κρασπέδου, να εισέρχεται στο δρόμο αποκόπτοντας τη δική του πορεία και καθιστώντας αναπόφευκτη τη σύγκρουση παρόλον που έστριψε το τιμόνι του προς τα δεξιά. Παραδέχθηκε ότι δεν φρέναρε και ήταν εξ αιτίας αυτής της φερόμενης ως παράλειψής του που του καταλογίστηκε ευθύνη για το ατύχημα σε ποσοστό 30%. Ας σημειωθεί όμως ότι από ίχνη διέλευσης που άφησε το αυτοκίνητό του, όπως και από το σημείο σύγκρουσης για το οποίο συμφώνησε, φάνηκε ότι κατά τη διαδρομή μέχρι τη σύγκρουση διατήρησε την ίδια θέση κατά πλάτος του δρόμου, ενώ δεξιότερα κατευθύνθηκε μόνο από εκείνο το σημείο με αποτέλεσμα εν τέλει να συγκρουστεί και με το αυτοκίνητο που ερχόταν εξ αντιθέτου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, με το πλεονέκτημα της δυνατότητας που είχε να παρακολουθήσει τους διαδίκους να καταθέτουν, θεώρησε αξιόπιστο τον εφεσίβλητο και αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ότι η εφεσείουσα προχώρησε και του απέκοψε την πορεία ενώ όφειλε να τον είχε δει και να περιμένει. Η αποδοχή αυτού του μέρους της μαρτυρίας του δεν παραγνώριζε άλλες πτυχές της, κυρίως το ότι ο εφεσίβλητος δεν προέβη σε ελιγμό προς τα δεξιά πριν από τη σύγκρουση και το ότι αδυνατούσε να καθορίσει ορισμένες λεπτομέρειες όπως την ακριβή απόσταση ορατότητας - την οποία απλώς χαρακτήρισε ως πολύ μικρή - και το τι είχε καταθέσει σε προηγηθείσα ποινική υπόθεση. 

Τίποτε το άτοπο δεν υπήρχε εν προκειμένω στην πρόσδοση πίστης στο μέρος της μαρτυρίας του εφεσίβλητου που αφορούσε τη βασική εικόνα. Το δικαστήριο διατηρεί δυνατότητα ορθολογικής επιλογής: βλ. Georghiades v. Police (1985) 2 C.L.R. 56 (στη σελ. 63). Επέμβαση του Εφετείου σε ζητήματα αξιοπιστίας δεν χωρεί παρά μόνο όπου υπήρξε εσφαλμένη αυτοκαθοδήγηση ή όπου η πρωτόδικη άποψη αναδεικνύεται, με αναφορά σε άλλη μαρτυρία λογικά ανέφικτη. Το ζήτημα αυτό συζητήθηκε πρόσφατα στην Αθανασίου και Άλλος v. Κουνούνη, Πολ. Έφ. 9041 ημερ. 29 Μαΐου 1997 στην οποία έγινε αναφορά στην Benmax v. Austin Motor Co Ltd [1955] 1 All E.R. 326 όπου επικροτήθηκε η απόφαση του δικαστή Thankerton στην Watt (or Thomas) v. Thomas [1947] 1 All E.R. 582 (H.L.) ως αυθεντία εκθέτουσα με σαφήνεια τις αρχές.

[*1203]Τα ευρήματα τα οποία, κατά την εφεσείουσα, δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία είναι, πρώτο, εκείνο που αναφέρεται στην παράλειψή της να ελέγξει τον δρόμο από δεξιά και, δεύτερο, εκείνο με το οποίο φέρεται να βρισκόταν η ιδία σε θέση από την οποία αν δεν προχωρούσε όταν ξεπρόβαλε το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου, δεν θα απέκοπτε την πορεία του. Η συνήγορος της εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι, με δεδομένη την ταχύτητα του εφεσίβλητου, δεν θα είχε η εφεσείουσα χρόνο να διανύσει απόσταση 12 μέτρων στο δρόμο μέχρι που ο εφεσίβλητος κάλυψε την απόσταση των 45 μέτρων κι αυτό σήμαινε, καθώς πέρανε, ότι στο δρόμο η εφεσείουσα είχε εισέλθει προτού εμφανιστεί στα 45 μέτρα ο εφεσίβλητος.

Επισημαίνουμε ότι υποστήριξη τόσο για το πρώτο όσο και για το δεύτερο εύρημα παρέχει η μαρτυρία του εφεσίβλητου την οποία το δικαστήριο πίστωσε ως αληθινή. Και δεν διακρίνουμε ο,τιδήποτε το ασυμβίβαστο με την πραγματικότητα. Εν πάση περιπτώσει παρατηρούμε, σε σχέση με το ότι η εφεσείουσα διάνυσε, καθώς φαίνεται, περίπου 12 μέτρα στο δρόμο ότι αυτό δεν σημαίνει ότι διάνυσε την απόσταση με ευθυγραμμισμένο το αυτοκίνητό της στο δρόμο. Ο εφεσίβλητος κατέθεσε ότι την είδε να κινείται διαγώνια. Και το δικαστήριο, στηριζόμενο στη μαρτυρία του, κατέληξε ότι “αυτή εισέρχετο διαγώνια στο δρόμο”. Σύμφωνα και πάλι με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου που πιστώθηκε ως ορθή, το αυτοκίνητό της εκινείτο όταν εκείνος ξεπρόβαλε. Η εφεσείουσα θα μπορούσε να είχε καλύψει, καθώς μπορεί εύλογα να συμπεράνει κανείς, κάποιο μέρος της απόστασης ως εκείνο το στάδιο. Πάντως, ακόμα και στο σημείο σύγκρουσης, το αυτοκίνητό της δεν είχε ευθυγραμμισθεί με τον δρόμο, όπως επιμαρτυρείται από τις φωτογραφίες που καταδείχνουν τα σημεία επαφής των δύο αυτοκινήτων.

Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εξονύχισε τη μαρτυρία, τη συζήτησε με σχολαστικότητα και προέβη σε ευρήματα σε σχέση με τα οποία έδωσε λεπτομερείς εξηγήσεις.  Τα ευρήματα υποστηρίζονται πλήρως από τη δοθείσα μαρτυρία και τίποτε το επιλήψιμο δεν διακρίνουμε από οποιαδήποτε άποψη.   Η εν συνεχεία εκτίμηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τις επιπτώσεις ήταν κατά τη γνώμη μας το ίδιο δικαιολογημένη.

Η έφεση αποτυγχάνει. Και απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο