Σωκράτους Kώστας ν. Gruppo Editoriale Fabbri - Bompiani και Άλλων (1997) 1 ΑΑΔ 1204

(1997) 1 ΑΑΔ 1204

[*1204]26 Σεπτεμβρίου, 1997

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΩΣΤΑΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

Εφεσείων-Eνάγων,

v.

GRUPPO EDITORIALE FABBRI - BOMPIANI ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 8821).

 

Αστικά Αδικήματα — Προσβολή δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας — Ο περί Δικαιώματος Πνευματικής Ιδιοκτησίας Νόμος του 1976 (Αρ. 59/76) όπως τροποποιήθηκε — Ποία χαρακτηριστικά γνωρίσματα πρέπει να έχει ένα φιλολογικό έργο για να τύχει προστασίας από το νόμο — Τι συνιστά παραβίαση πνευματικής ιδιοκτησίας — Βάρος αποδείξεως για ύπαρξη ομοιοτήτων μεταξύ δύο έργων — Τεκμήριο δημιουργού — Δεν αφορά τον εκδότη αλλά το δημιουργό — Εφαρμοστέες αρχές ρύθμισης θεμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στην Αγγλία και Ελλάδα — Σύμβαση της Βέρνης — Ενσωμάτωσή της στο ημεδαπό δίκαιο με τον περί Συμβάσεως της Βέρνης διά την Προστασία των Φιλολογικών και Καλλιτεχνικών Έργων (Κυρωτικό) Νόμο του 1979 (Αρ. 86/79) — Πρόσδοση οικουμενικής διάστασης στα έργα πνευματικής ιδιοκτησίας.

Λέξεις και Φράσεις — “Πρωτοτυπία” του έργου στις διατάξεις του περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας Νόμου του 1976 (Αρ. 59/76) όπως τροποποιήθηκε — Υιοθέτηση της ερμηνείας που δόθηκε στον όρο στην αγγλική απόφαση University of London Press Ltd. v. University Tutorial Press Ltd.

Έφεση — Ειδοποίηση έφεσης — Οι λόγοι που προβάλλονται πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένοι.

Μαρτυρία — Προσβολή δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας — Μαρτυρία εμπειρογνωμόνων — Ποίος ο ρόλος της.

Δικαστικές αποφάσεις— Πρέπει να προσδιορίζουν τα επίδικα θέματα στις σωστές τους διαστάσεις, επιλύοντας τα πάνω σε αιτιολογημένη βάση — Δεν υπάρχει υποχρέωση για ένταξη της έκθεσης απαίτησης [*1205]στην απόφαση.

Ο εφεσείων, Κύπριος συγγραφέας, καταχώρησε αγωγή για προσβολή δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επί του μυθιστορήματος του “Ο Αφορισμένος” (τεκμ. 1), ισχυριζόμενος ότι το εν λόγω μυθιστόρημα αποτελεί δική του πνευματική δημιουργία, την οποία ιδιοποιήθηκε ο Ιταλός συγγραφέας Ουμπέρτο Έκο με την έκδοση του μυθιστορήματος του “Το Όνομα του Ρόδου” (τεκμ. 2).  Το τεκμ. 1 εκδόθηκε το 1964 όταν ο συγγραφέας ήταν 24 χρόνων.  Το τεκμ. 2 εκδόθηκε το 1980 όταν ο συγγραφέας ήταν 50 χρόνων, και είχε παγκόσμια απήχηση. Η αγωγή κινήθηκε κατά του ιταλικού οίκου που εξέδωσε το τεκμ. 2 και της εταιρείας η οποία το εξέδωσε στα ελληνικά, εφεσιβλήτων 1 και 2 αντίστοιχα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, επισημαίνοντας την πλήρη έλλειψη κυπριακής νομολογίας αναφορικά με τις διατάξεις του περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας Νόμου του 1976 (αρ. 59/76) και γενικά με τα θέματα της πνευματικής ιδιοκτησίας. Συναφώς η απόφαση ανέφερε ότι μέχρι την ψήφιση του νόμου του 1976, εφαρμοζόταν στην Κύπρο, δυνάμει των διατάξεων του Copyright Law, Cap. 264, η Copyright Act του 1911. Σχετικά με την έννοια της πρωτοτυπίας του έργου, που σύμφωνα με το νόμο, συνιστά προυπόθεση για παροχή έννομης προστασίας, το Δικαστήριο υιοθέτησε τον ορισμό του όρου στην υπόθεση University of London Press Ltd v. University Tutorial Press Ltd., o οποίος έτυχε ευρείας αποδοχής και ακολουθήθηκε απαρέγκλιτα από τα δικαστήρια. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε αιτιώδης σύνδεση (causal connection) έτσι που να καθίσταται σαφές ότι το ένα έργο πηγάζει από το άλλο.

Οι δικηγόροι του εφεσείοντα αμφισβήτησαν την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και πρόβαλαν σαν λόγο έφεσης την ύπαρξη λανθασμένης, όπως ισχυρίστηκαν νομικής καθοδήγησης. Επίσης επρόσβαλαν ως εσφαλμένα τα ακόλουθα:

1.  Την μη αποδοχή βιντεοταινίας της κινηματογραφικής μεταφοράς του τεκμ. 2, που αποσκοπούσε σε απόδειξη της έκτασης της αντιγραφής.

2.  Την απαλλαγή από κάθε ευθύνη του ιταλικού οίκου, εφεσίβλητου 1, για έλλειψη μαρτυρίας ότι ήταν συνεκδότης.

3.  Την επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων μόνο.

Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης αφορούσαν ισχυρισμούς για ομοιότητες μεταξύ των δύο μυθιστορημάτων.

[*1206]Προβλήθηκε επίσης εκ μέρους του εφεσείοντα, ότι το Δικαστήριο δεν κατέληξε σε δικά του συμπεράσματα αναφορικά με τις ομοιότητες μεταξύ των δύο έργων, αλλά βασίστηκε στη μαρτυρία του Μ.Υ. 2. Και τούτο παρά τη διακηρυχθείσα σωστή νομική θέση του δικαστηρίου προς τις μαρτυρίες εμπειρογνωμόνων.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Νομοθετική προστασία του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, αναγνωρίστηκε πρωταρχικά στη Βρεττανία με την First Copyright Act 1709 και πριν το 1709 με το Κοινό Δίκαιο (Common Law).

2.  Η αρχή της ατομικότητας του δημιουργού, συνιστά τον σταθερό παράγοντα για την ύπαρξη του δικαιώματος.

3.  Η Σύμβαση της Βέρνης του 1886, έδωσε οικουμενική διάσταση στα προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας. Κυρώθηκε με τον περί της Συμβάσεως της Βέρνης διά την Προστασία των Φιλολογικών και Καλλιτεχνικών Έργων (Κυρωτικό) Νόμο του 1979 (αρ. 86/79) και ενσωματώθηκε έτσι στο εσωτερικό μας δίκαιο.

4.  Η Κυπριακή νομολογία στο υπό συζήτηση θέμα είναι ανύπαρκτη.

5.  Η πρωτοτυπία μιας ιδέας περιορίζεται κατ’ ανάγκη και σε μεγάλο βαθμό από την ευρύτερη πνευματική κληρονομιά, που αποτελεί κοινό κτήμα.

6.  Το αγγλοσαξωνικό δίκαιο επικεντρώνεται στην απαγόρευση ουσιαστικής αντιγραφής ενός έργου. Η ιδέα, όσο πρωτότυπη και να παρουσιάζεται, δεν είναι προστατεύσιμο στοιχείο παρόλο που μέχρις ενός σημείου τυγχάνει έμμεσης προστασίας. Η ίδια αρχή ισχύει και στην Κύπρο.

7.  Στην Ελλάδα, εκτός από τις Διεθνείς Συμβάσεις, τα θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας ρυθμίζει εσωτερικός νόμος.

     Εν όψει των ανωτέρω, δεν ευσταθεί ο λόγος για εσφαλμένη νομική καθοδήγηση.

8.  Για θεμελίωση παραβίασης του δικαιώματος δεν απαιτείται ένοχη πρόθεση ή γνώση.

9.  Η μαρτυρία της βιντεοταινίας ήταν εντελώς άσχετη με τα επίδικα θέματα και ορθώς δεν έγινε αποδεκτή η προσαγωγή της εν λό[*1207]γω βιντεοταινίας.

10.  Η αναγραφή του ονόματος επί του έργου, συνιστά μαχητό τεκμήριο αναφορικά με την ιδιότητα του δημιουργού και όχι του εκδότη του έργου, όπως προνοείται στο Άρθρο 11(2) του Ν. 59/76 και στο Άρθρο 15 της Συνθήκης της Βέρνης. Ως εκ τούτου, το μόνο στοιχείο της αναγραφής του ονόματος του εφεσίβλητου 1 στην εσωτερική σελίδα του εξωφύλλου, ορθώς δεν θεωρήθηκε αρκετό για κατάληξη από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο εν λόγω εφεσίβλητος ήταν όντως ο συνεκδότης του έργου.

11.  Σε ορισμένους λόγους έφεσης, παρόλο που παρέχεται η βάση αμφισβήτησης, η αιτιολογία είναι ελλιπής.

12.  Η χρήση του επιθέτου “επιπόλαιο” στο εφετήριο δεν είναι επιτρεπτή από τη δικανική ευπρέπεια.

13.  Δεν διαπιστώνεται λανθασμένη εφαρμογή αποδεικτικού κανόνα, όπως είχε εισηγηθεί ο εφεσείων.

14.  Ο συνηθέστερος τρόπος διάπραξης πνευματικής πειρατείας είναι η αντιγραφή.

15.  Η αντιγραφή δεν χρειάζεται να είναι ακριβής. Η ελαφρά αλλοίωση του κειμένου δεν συνιστά υπεράσπιση. Η μέθοδος αυτή δεν το μετατρέπει σε ατομική πνευματική δημιουργία. Διαφορετικά η κατοχύρωση του δικαιώματος δεν θα είχε πρακτική αξία.

16.  Η πρωτόδικη απόφαση είναι έγκυρη εφ’ όσον ικανοποιεί την αρχή περί προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων στις σωστές τους διαστάσεις επιλύοντας τα πάνω σε αιτιολογημένη βάση. Η μη συμπερίληψη στην απόφαση της πολυσέλιδης έκθεσης απαιτήσεως δεν στέρησε το Εφετείο της δυνατότητας να ασκήσει ορθό δικαστικό έλεγχο.

17.  Δεν υπάρχει λόγος έφεσης αναφορικά με την προσβατότητα του βιβλίου του εφεσείοντα στον Έκο και ως εκ τούτου δεν είναι επιτρεπτή η συζήτηση του στην έφεση.

18.  Εν πάση περιπτώσει, η θέση για το βάρος απόδειξης στο υπό συζήτηση θέμα, όπως εκτίθεται στο απόσπασμα που χρησιμοποίησε η πρωτόδικη απόφαση, είναι ορθή.

19.  Ένα έργο μπορεί να καταστεί αντικείμενο πειρατείας, έστω και [*1208]αν ο άλλος συγγραφέας δεν γνωρίζει την ύπαρξή του.

20.  Το βάρος απόδειξης ότι όντως υφίστανται ουσιαστικές ομοιότητες που καταδείχνουν αντιγραφή, έχει πάντοτε ο εφεσείων.

21.  Και από απλή ακόμη ανάγνωση των δύο έργων, φαίνεται ότι είναι ανύπαρκτο το θέμα αντιγραφής.

22.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε όλες τις ισχυριζόμενες ως ομοιότητες, όπως φαίνεται από την εκκαλούμενη απόφαση και διεπίστωσε ότι τα όσα προτάθηκαν ως ομοιότητες, είναι διάσπαρτα στα δύο βιβλία αλλά και ούτε συμπίπτουν χρονολογικά. Επίσης κρίθηκε ότι σε καμιά περίπτωση δεν υφίσταται είτε εννοιολογική είτε πραγματική ομοιότης

23.  Τα έργα πνευματικής δημιουργίας, δεν αξιολογούνται λογοτεχνικά και προστατεύονται ανεξαρτήτως φιλολογικής ποιότητος.

24.  Στην παρούσα περίπτωση, δεν έχει ικανοποιηθεί το κριτήριο αντιγραφής, όπως έχει επεξηγηθεί προηγουμένως. Ο κάθε συγγραφέας έθεσε τη δική του χωριστή σφραγίδα στο έργο του.

     Η έφεση απορρίπτεται. Η διαταγή της πρωτόδικης απόφασης, για καταβολή του 1/3 των εξόδων υπέρ των εφεσιβλήτων παραμένει για τον λόγο που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται στο ακέραιο σε βάρος του εφεσείοντα.

H έφεση απορρίφθηκε.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

University of London Press Ltd. v. University Tutorial Press Ltd. [1916] 2 Ch. 601,

Macmillan & Co. Ltd. v. Cooper (K. & J.) [1923] L.R. 51 Ind. App. 109, 93 L.J.P.C. 113, 40 T.L.R. 186,

British Broadcasting Co. v. Wireless League Gazette Publishing Co. [1926] Ch. 433,

Wham-O Manufacturing Co. v. Lincoln Industries Ltd. [1985] R.P.C. 127,

Ashiotis v. Attorney-General and  Others (1967) 1 C.L.R. 83,

[*1209]Bramwell v. Halcomb [1836] 3 My. & Cr 737,

Ladbroke (Football) Ltd. v. William Hill (Football) Ltd. [1964] 1 All E.R. 465,

Independent Television Publications Ltd. v. Time Out Ltd. [1984] F.S.R. 64,

Geographia Ltd. v. Penguin Books Ltd. [1985] F.S.R. 208,

Anastasiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97,

Kouppis v. Republic (1977) 2 C.L.R. 361,

Khadar and Another v. Republic (1978) 2 C.L.R. 132,

R. v. Rivett [1950] 34 Cr. App. 87,

S. v. Lanfear [1968] 1 All E.R. 683,

Brooks v. Religious Tract Society [1897] 45 W.R. 476,

Francis Day & Hunter Ltd. v. Bron [1963] 1 Ch. 587,

Gomme Ltd. v. Relaxateze Upholstery Ltd. [1976] R.P.C. 377.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λαούτας, Π.E.Δ. και Φωτίου, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου, 1992 (Aρ. Aγωγής 2896/89), με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του για προσβολή του δικαιώματος της πνευματικής του ιδιοκτησίας.

Λ. Κληρίδης και Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Μελίδης, για τους Εφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο Ουμπέρτο Έκο είναι Ιταλός καθηγητής της σημειολογίας. Είναι επίσης συγγραφέας. Και στους δύο τομείς [*1210]απέκτησε φήμη που ξεπέρασε τα όρια της χώρας του. Το 1980 εξέδωσε το μυθιστόρημα “Το Όνομα του Ρόδου” (τεκμ. 2), που είχε παγκόσμια απήχηση. Μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Η ελληνική έκδοση πραγματοποιήθηκε από την εταιρεία “Εκδόσεις Γνώση”, που εδρεύει στην Αθήνα. Είναι η εφεσίβλητη 2. Το βιβλίο κυκλοφόρησε και πωλείται και στην Κύπρο.

Ο εφεσείων, που είναι Κύπριος συγγραφέας, προσέφυγε στα δικαστήρια Λευκωσίας για προσβολή του δικαιώματος του πνευματικής ιδιοκτησίας πάνω στο μυθιστόρημα “Ο Αφορισμένος” (τεκμ. 1). Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι τούτο αποτελεί δική του πνευματική δημιουργία, την οποία ιδιοποιήθηκε ο συγγραφέας του τεκμ. 2. Ας σημειωθεί ότι ο εφεσείων έγραψε το τεκμ.1 το 1964 σε ηλικία 24 ετών. Εκδόθηκε αρχικά σε 1000 αντίτυπα, τα περισσότερα των οποίων χάρισε.  Ακολούθησε δεύτερη έκδοση κατά την οποία, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιδίου, τυπώθηκαν 7 έως 8 χιλιάδες. Υπήρξε και τρίτη έκδοση, αλλά η μαρτυρία δεν παρέχει άλλα στοιχεία. Όπως προελέχθη “Το Όνομα του Ρόδου” πρωτοεκδόθηκε το 1980 όταν ο συγγραφέας του ήταν 50 ετών. Η αγωγή του εφεσείοντα στράφηκε και εναντίον του ιταλικού οίκου Gruppo Editoriale Fabbri-Bompiani, που είναι ο εφεσίβλητος 1.

Αποτέλεσε σιωπηρά κοινό έδαφος, που πήρε το επίχρισμα ευρήματος του δικαστηρίου, ότι “Ο Αφορισμένος”, που εντάσσεται στην κατηγορία των φιλολογικών έργων, απολαύει της προστασίας που παρέχει ο περί του Δικαιώματος Πνευματικής Ιδιοκτησίας Νόμος του 1976 (αρ. 59/76), όπως τροποποιήθηκε (βλ. τροποποιητικούς νόμους αρ. 63/77 και αρ. 18(1)/93). Το συμπέρασμα είναι απόλυτα δικαιολογημένο εφόσον, εν πάση περιπτώσει, η εφεσίβλητη δεν αμφισβήτησε διόλου το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας του εφεσείοντα στο δημιούργημά του. Το άρθρ. 13(3)(α) ρητά αναφέρει ότι:

“Το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας θεωρείται υφιστάμενον επί του έργου, εκτός εάν ο εναγόμενος εγείρη τούτο ως επίδικον θέμα”.

Οι νόμοι που αφορούν την πνευματική ιδιοκτησία έχουν ως αντικείμενο και τα έργα του λόγου. Ανάμεσα σε αυτά και τα μυθιστορήματα όπως, ρητά πάλιν, προβλέπουν οι ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρ. 2. Θα μπορούσε εδώ να αναφερθεί ότι το άρθρο αυτό, μαζί με τα άρθρ. 1, 15 και 22 τέθηκαν σε εφαρμογή στις 12/8/77 με γνωστοποίηση (άρθρ. 22), που δημοσιεύθηκε αυθημερόν στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας (Κ.Δ.Π. 173/77). Παρεμπι[*1211]πτόντως, οι υπόλοιπες διατάξεις ενεργοποιήθηκαν αργότερα από 1/6/78 με την Κ.Δ.Π. 98/78. Ενώ οι διατάξεις του τροποποιητικού νόμου του 1993 ίσχυσαν από 1/1/94 πλήν εκείνων του άρθρ. 8 που τέθηκαν σε εφαρμογή αμέσως μετά τη δημοσίευση.

Θα μπορούσε από τώρα να λεχθεί ότι το φιλολογικό έργο συγκαταλέγεται στα δημιουργήματα του πνεύματος, που απαριθμεί το άρθρ. 3 ως προστατεύσιμα.  Με το άρθρ. 5(1), που εισάγει την αρχή της εδαφικότητας, αναγνωρίζεται το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας και για φιλολογικό έργο που έχει δημοσιευθεί πρώτα στη Δημοκρατία.  Το εδ. 2 του άρθρ. 3 θέτει ως προϋπόθεση προστασίας ότι το φιλολογικό έργο (καθώς και τα άλλα προϊόντα της διάνοιας που καταγράφει) είναι πρωτότυπο.

Το πρωτόδικο δικαστήριο (πλήρες Επαρχιακό), αφού ενδιέτριψε στις μαρτυρίες και τις αξιολόγησε, εξέτασε καταλεπτώς τα νομικά και άλλα θέματα της αγωγής, την οποία και απέρριψε, καταδικάζοντας τον εφεσείοντα στην καταβολή του 1/3 των εξόδων της διαδικασίας. Το δικαστήριο ασχολήθηκε με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που πρέπει να έχει ένα έργο για να τύχει προστασίας από το νόμο. Επεσήμανε την πλήρη έλλειψη κυπριακής νομολογίας που αφορά τις διατάξεις του ν. 59/76 και γενικά τα θέματα της πνευματικής ιδιοκτησίας. Γι’ αυτό και ανέτρεξε, ύστερα από σύντομη ιστορική εισαγωγή του θέματος, στην αγγλική νομολογία, χωρίς να αισθάνεται δεσμευμένο να την ακολουθήσει.

Συναφώς η απόφαση αναφέρει ότι μέχρι τη ψήφιση του νόμου του 1976 εφαρμοζόταν στην Κύπρο, δυνάμει των διατάξεων του Copyright Law, Cap. 264, η Copyright Act του 1911. Παρατηρούμε ότι το νομοσχέδιο του ν. 59/76 σχολιάζει - και από την ιστορική του σκοπιά - ο τότε Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας Κρίτων Τορναρίτης σε εκτενές σημείωμά του στο Νομικό Βήμα 1976, έτος Θ, Τεύχος 5-6, σελ. 10-15.  Διαφωτιστική είναι επίσης η μονογραφία του ιδίου, που τιτλοφορείται “H Πνευματική Ιδιοκτησία στην Κύπρο” που εκδόθηκε το 1980.

Ένας από τους βασικούς νομικούς προβληματισμούς του δικαστηρίου ήταν ή έννοια της “πρωτοτυπίας” του έργου, που απαντάται στις διατάξεις του νόμου, ως προϋπόθεσης για την παροχή έννομης προστασίας. Για το σκοπό αυτό υιοθέτησε την παλιά και συχνά αναφερόμενη στο χώρο αυτό του δικαίου ρήση του δικαστή Peterson στη University of London Press Ltd. v. University Tutorial Press Ltd. [1916] 2 Ch. 601. Παραθέτουμε ό,τι νομίζουμε πως εκφράζει τη βασική σκέψη της απόφασης:

[*1212]“Τhe word “original” does not in this connection mean that the work must be the expression of original or inventive thought.  Copyright Acts are not concerned with the originality of ideas, but with the expression of thought, ........ The originality which is required relates to the expression of the thought.  But the Act does not require that the expression must be in an original or novel form, but that the work must not be copied from another work - that it should originate from the author.”

O ορισμός αυτός έτυχε ευρείας αποδοχής και ακολουθήθηκε απαρέγκλιτα από δικαστήρια όλων των βαθμίδων. Περιοριζόμαστε σε τρία παραδείγματα:  Macmillan & Co. Ltd. v. Cooper (K. & J.) [1923] L.R. 51 Ind. App. 109, 93 L.J.P.C. 113, 40 T.L.R. 186, British Broadcasting Co. v. Wireless League Gazette Publishing Co. [1926] Ch. 433 και Wham-O Manufacturing Co. v. Lincoln Industries Ltd. [1985] R.P.C. 127 (εφετείου Νέας Ζηλανδίας).

Ο δικαστής Lord Αtkinson είχε συζητήσει περαιτέρω τα χαρακτηριστικά της πρωτοτυπίας στην υπόθεση MacMillan, ανωτέρω:

“Ιt will be observed that it is the product of the labour, skill, and capital of one man which must not be appropriated by another, not the elements, the raw material, if one may use the expression, upon which the labour and skill and capital of the first have been expended. To secure copyright for this product it is necessary that labour, skill, and capital should be expended sufficiently to impart to the product some quality or character which the raw material did not possess, and which differentiates the product from the raw material.”

Θα προσθέταμε ότι στην ίδια απόφαση, αφού ο δικαστής αναφέρεται επιδοκιμαστικά σε αμερικανική απόφαση στο ίδιο θέμα, παρατηρεί στη συνέχεια:

“It brings out clearly the distinction between the materials upon which one claiming copyright has worked and the product of the application of his skill judgment, labour and learning to these materials, which product though it may be neither novel nor ingenious, is the claimant’s original work in that it originates from him, and is not copied.”

Eίναι άξιο μνείας από την πρωτόδικη απόφαση και απόσπασμα από το κλασσικό στο θέμα έργο των Copinger and Skone James on Copyright, 12η έκδοση (1980) παράγραφος 456, σελ. 175 και 176. [*1213]Από αυτό προκύπτει πως είναι η μορφή της πνευματικής εργασίας το προστατεύσιμο στοιχείο και όχι η ιδέα ή το περιεχόμενο:

“What is protected is not original thought or information, but the original expression of thought or information in some concrete form. Consequently, it is only an infringement if the defendant has made an unlawful use of the form in which the thought or information is expressed. The defendant must, to be liable, have made a substantial use of this form; he is not liable if he has taken from the work the essential idea, however original, and expressed the idea in his own form, or used the idea for his own purposes.”

H πρωτόδικη απόφαση διαπίστωσε, με βάση όσα αναφέρει ο καθηγητής Γ. Α. Κουμάντος στο βιβλίο του “Πνευματική Ιδιοκτησία” Β΄έκδοση 1977, ότι και το ελληνικό δίκαιο εφαρμόζει το ίδιο κριτήριο. Πράγματι στη σελ. 81 αναφέρει στην ουσία ότι αντικείμενο της πνευματικής ιδιοκτησίας δεν είναι η ιδέα ή το περιεχόμενο ενός έργου, αλλά η μορφή όπως τη συγκεκριμενοποιεί η δημιουργικότητα του συγγραφέα:

“............. η μορφή αποτελεί το αντικείμενο της πνευματικής ιδιοκτησίας ενώ η ιδέα ή το περιεχόμενον αποτελεί το ελεύθερον στοιχείον του έργου, το οποίον και πας τρίτος δύναται να χρησιμοποιήση.”

Στο παραπάνω σύγγραμμα είχαν παραπέμψει το πρωτόδικο δικαστήριο οι δικηγόροι του εφεσείοντα.

Συμπληρώνοντας το νομικό πλαίσιο, που διέπει την υπόθεση, το πρωτόδικο δικαστήριο, με βάση προφανώς την αγγλική νομολογία κατέληξε με την εξής σκέψη:

“Αποτελεί παραβίαση πνευματικής ιδιοκτησίας πρώτιστα η αναπαραγωγή ενός πνευματικού δημιουργήματος ή ουσιώδους μέρους αυτού. Στις περιπτώσεις όμως όπου δύο έργα συγκρινόμενα αποτελούν δύο διαφορετικές εργασίες τότε υπάρχει δυσκολία να αποφασισθεί αν υπήρξε αναπαραγωγή ως ανωτέρω αναφέρεται, ή όχι. Αποτελεί τέτοια αναπαραγωγή αν μεταξύ των δύο έργων αποδειχθεί ταυτόχρονα ότι υπάρχει ουσιώδης αντικειμενική ομοιότητα και επίσης μια αιτιώδη σύνδεση (causal connection) έτσι που να καθίσταται σαφές ότι το ένα εκπηγάζει από το άλλο.”

Οι δικηγόροι του εφεσείοντα αμφισβήτησαν την ορθότητα [*1214]των παραπάνω προσεγγίσεων. Η θέση τους είναι πως υπήρξε λανθασμένη νομική καθοδήγηση. Με 4 λόγους έφεσης θίγουν και το θέμα αυτό.  Ισχυρίζονται πως η πρωτοτυπία της ιδέας και του μύθου προστατεύονται. Έχει λεχθεί ότι, με βάση τις νέες αντιλήψεις, όπως τις εκφράζει τώρα ο καθηγητής Κουμάντος, στην 5η έκδοση του παραπάνω πονήματός του, τα προμνησθέντα στοιχεία είναι προστατεύσιμα. Η αντίληψη αυτή εμπερικλείεται και συνοψίζεται στο εξής απόσπασμα στις σελ. 127 και 128, που εκφράζει βασικά τις απόψεις και θεωρίες ξένων νομομαθών:

“Η ιδέα ή το περιεχόμενο είναι στοιχεία που εκφράζονται με το λόγο. Όταν όμως το νόημα του έργου ξεπερνάει το χώρο της λογικής - κι αυτό συμβαίνει κατά κανόνα με την τέχνη - ο αποχωρισμός της ιδέας από τη μορφή δεν είναι δυνατός. Η μουσική, η αφηρημένη ζωγραφική ή γλυπτική, η σύγχρονη ποίηση είναι από τη φύση τους απρόσφορες για κάθε διάκριση μορφής και ιδέας ..............Υπάρχουν “ιδέες” ή “περιεχόμενα” που αποτελούν πρωτότυπα προσωπικά ευρήματα του δημιουργού τους (π.χ. ένας πρωτοδημιούργητος μύθος) και τίποτε δεν δικαιολογεί την ελεύθερη χρησιμοποίησή τους από τρίτους, ώστε να μη θεωρούνται αντικείμενα προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας.

Τελικά, το κριτήριο για το ξεχώρισμα των στοιχείων του έργου που προστατεύονται από τα στοιχεία που δεν προστατεύονται δεν μπορεί να είναι άλλο από αυτό ακριβώς το στοιχείο της προσωπικής δημιουργικής συμβολής. Όσα στοιχεία του έργου προέρχονται από προϋπάρχουσες ελεύθερες πηγές (τη φύση, τη ζωή, τις ιδέες, το σύνολο της πνευματικής κληρονομιάς), παραμένουν ελεύθερα και μετά την ένταξή τους σ’ ένα νέο πνευματικό δημιούργημα. Όσα στοιχεία του έργου έχουν πρωτοδημιουργηθεί από τον πνευματικό δημιουργό και έρχονται να προστεθούν στα πρώτα, αυτά περιέρχονται στην αποκλειστική εξουσίασή του.”

Βλέπε επίσης την 6η έκδοση (1995) σελ. 107 και 108.

Παρατηρούμε ότι νομοθετική προστασία του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας αναγνωρίστηκε πρωταρχικά στη Βρεττανία με τη First Copyright Act 1709: βλ. Λ. Ε. Κοτσίρη “Δίκαιον Πνευματικής Ιδιοκτησίας” έκδοση 1986, σελ. 11. Το βιβλίο αυτό περιέχει μια ιστορική ανασκόπηση του δικαιώματος από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας στις σελ. 9 μέχρι 16. Λέγεται ότι στη διαμόρφωση του παραπάνω νομοθετήματος της βασίλισσας Άννας έλαβε ενεργό μέρος και ο συγγραφέας των “Ταξιδίων του Γκιούλιβερ” Jonathan Swift, που ήταν και ο ίδιος θύμα λογοκλόπων. [*1215]Για την ιστορική εξέλιξη παραπέμπουμε και στο Γ. Α. Κουμάντο, 6η έκδοση, σελ. 10 και επ. και David Bainbridge “Intellectual Property”, 3η έκδοση, 1996, σελ. 27 και επ. Φαίνεται, εντούτοις, πως το Κοινό Δίκαιο (Common Law) παρείχε προστασία στους συγγραφείς φιλολογικών έργων πριν τη θέσπιση του νόμου του 1709. Και επίσης πριν την Γαλλική Επανάσταση, που θεωρείται από μερικούς μελετητές σαν η πρωταρχική πηγή καθιέρωσης του δικαιώματος:  βλ. 28 Law Quarterly Review 195.

Στο ίδιο τεύχος του L.Q.R. υπάρχει η εξής περικοπή που εκφράζει ως ένα σημείο την αρχή της ατομικότητας του δημιουργού ως το σταθερό παράγοντα για την ύπαρξη του δικαιώματος:

“The principle is extremely simple; one who produces a work of literature or art has created something which in the nature of things belongs to him. The materials - the words or sounds, and the ideas - are common to him and to all the world; what belongs to the author is that which is individual and personal to himself - the form which he has given to the work - for it is at least as improbable that two different persons should independently produce the same literary work as that two sets of finger-prints should be indistinguishable.”

Για τις θεωρίες που αναπτύχθηκαν κατά καιρούς για την πνευματική ιδιοκτησία βλ. Λ. Ε. Κοτσίρη, ανωτέρω, στη σελ. 30 και επ.

Μια σημαντική και καθοριστική εξέλιξη που έδωσε οικουμενική διάσταση στα προϊόντα της πνευματικής εργασίας είναι η Σύμβαση της Βέρνης του 1886. Η Σύμβαση, όπως συμπληρώθηκε και αναθεωρήθηκε μέχρι και την τελευταία της αναθεώρηση στο Παρίσι το 1971, κυρώθηκε με τον περί της Συμβάσεως της Βέρνης διά την Προστασίαν των Φιλολογικών και Καλλιτεχνικών Έργων (Κυρωτικό) Νόμο του 1979 (αρ. 86/79) και ενσωματώθηκε έτσι στο εσωτερικό μας δίκαιο.

Τη σύμβαση σχολιάζει ο Λ. Κοτσίρης στη σελ. 13 και επ. Κάμνει επίσης σύντομη αναφορά στις Παναμερικανικές Διεθνείς Συμβάσεις, τη Σύμβαση της Γενεύης του 1952 και άλλες Διεθνείς Συμβάσεις. Εκτενέστερη και κατ’ άρθρο ανάλυση της Συνθήκης της Βέρνης κάμνει ο Γ. Α. Κουμάντος, στην 6η έκδοση του συγγράμματός του, στις σελ. 69 και επ. Ας λεχθεί εν παρόδω ότι ήταν η πρώτη διεθνής συμφωνία του είδους της.

Αναφορά μπορεί να γίνει και στο έργο Halsbury’s Laws of England, Τόμος 9, 4η έκδοση. Στην παράγραφο 965, στη σελ. 626, συ[*1216]νοψίζονται οι κατευθυντήριες γραμμές της Σύμβασης που είναι:

“(1) that all member states should confer an agreed standard of protection, and

(2) that any work first published in a convention country should enjoy international protection in all states of the Union.”

Επισημαίνουμε τις διατάξεις του άρθρ. 15 που επικαλέστηκε ο εφεσείων, οι οποίες καθιερώνουν ορισμένα τεκμήρια, που είναι εφαρμοστέα και στην περίπτωση που επιζητείται η δικαστική αναγνώριση του δικαιώματος. Στο θέμα όμως θα επανέλθουμε κατά την εξέταση του λόγου έφεσης, που αφορά την απαλλαγή του ιταλικού οίκου.

Έχουμε ήδη αναφέρει βασικές διατάξεις της κυπριακής νομοθεσίας. Η νομολογία στο υπό συζήτηση θέμα είναι ανύπαρκτη. Η μόνη υπόθεση είναι η Gregoris K. Ashiotis v. The Attorney-General of the Republic and 2 Others (1967) 1 C.L.R. 83. Σε αυτήν αποφασίστηκε ότι κυπριακοί χοροί για τους οποίους ο ενάγων διεκδίκησε δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας αποτελούσαν κοινή κληρονομία του λαού της Κύπρου.  Το καίριο αυτό εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, που οδήγησε σε απόρριψη της αγωγής, επικύρωσε το Εφετείο χωρίς να εξετάσει ή διατυπώσει οποιαδήποτε νομική αρχή.

Η πρωτοτυπία μιας ιδέας περιορίζεται κατ’ ανάγκη και σε μεγάλο βαθμό από την ευρύτερη πνευματική κληρονομία, που αποτελεί κοινό κτήμα. Επισημαίνουμε την παρατήρηση του καθηγητή Γ. Κουμάντου, “Πνευματική Ιδιοκτησία” 6η έκδοση, σελ. 108, ότι τα στοιχεία του έργου από προϋπάρχουσες πηγές “μένουν ελεύθερα και μετά την ένταξή τους σ’ ένα πνευματικό δημιούργημα”. Αυτό ακριβώς υπογραμμίζει η επιγραμματική ρήση του φιλόσοφου Emerson “the originals are not originals”. Και ιδιαίτερα το απόφθεγμα του Byron: “As to originality there is nothing new under the sun”. Και αυτός ο Όμηρος στηρίχθηκε σε κάποιες προηγούμενες ιδέες. Είναι γιαυτό που πιστεύουμε ότι το αγγλοσαξωνικό δίκαιο απέκλεισε ουσιαστικά την ιδέα ως πρωταρχικό συστατικό της προστασίας του δικαιώματος.

Το αγγλοσαξωνικό δίκαιο επικεντρώνεται στην απαγόρευση ουσιαστικής αντιγραφής ενός έργου. Είναι η πλέον κοινότυπη μέθοδος παραβίασης του δικαιώματος. Η ιδέα, όσο πρωτότυπη και αν παρουσιάζεται, δεν είναι προστατεύσιμο στοιχείο παρό[*1217]λο που μέχρις ενός σημείου τυγχάνει έμμεσης προστασίας. Τη θεώρηση του αγγλικού δικαίου κατοπτρίζει σωστά το παρακάτω απόσπασμα από τους Clerk & Lindsell on Torts” 16η έκδοση, 1989, παράγραφος 28-02 στη σελ. 1550, που βασίζεται στις αποφάσεις που παραθέτουν οι εκδότες στις υποσημειώσεις:

“Copyright is a right to prevent actual copying or use of the actual work unaltered, rather than a monopoly of a certain field: the similarity of two works does not of itself constitute infringement, but may lead to the inference that one was copied from the other. There is no copyright in an idea, as such, however original, as an idea does not fall within any of the categories of protected “works”; but once an idea has been reduced to a form of expression that attracts copyright, the idea indirectly will receive a measure of protection.”

Παρατηρούμε πως ούτε με βάση την κυπριακή νομοθεσία η ιδέα ως τέτοια εμπίπτει στις κατηγορίες των στοιχείων που προστατεύονται.

Παραθέτουμε ακόμη και μια άλλη άποψη, που αποκλίνει από την άποψη Κουμάντου, έχοντας πάντοτε κατά νουν πως στην Ελλάδα, εκτός από τις Διεθνείς Συμβάσεις, τα θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας ρυθμίζει ειδικός εσωτερικός νόμος (ν. αρ. 2121/93). Η Δ. Καλλινίκου στη μελέτη της “Τα Θεμελιώδη Θέματα του Νόμου 2121/1993 για την Πνευματική Ιδιοκτησία και τα Συγγενικά Δικαιώματα”, στη σελ. 21 γράφει:

“Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι αντικείμενο της προστασίας είναι η μορφή και όχι η ιδέα που περιέχεται σε ένα πνευματικό δημιούργημα.  Η αρχή αυτή είναι κλασική και είχε καθιερωθεί από την επιστήμη και τη νομολογία υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος δικαίου. Η προστασία της μορφής και όχι της ιδέας παραμένει πάντοτε ο βασικός κανόνας διάκρισης μεταξύ των στοιχείων που προστατεύονται με την πνευματική ιδιοκτησία και των στοιχείων εκείνων που μένουν έξω από το πεδίο της προστασίας. Η ιδέα είναι ελεύθερη και προσιτή στον καθένα, αποτελεί κοινό κτήμα και δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο της πνευματικής ιδιοκτησίας, παρά μόνο όταν πάρει κάποια μορφή.”

Υιοθετούμε την προηγηθείσα ανάλυση, ιδιαίτερα την περικοπή από τους Clerk & Lindsell on Torts, καθώς και τις προαναφερθείσες δικαστικές αποφάσεις, που εμπερικλείουν τα κριτήρια για την [*1218]παροχή προστασίας και καθορίζουν τα εννοιολογικά γνωρίσματα του προστατεύσιμου φιλολογικού έργου. Ακόμη πρέπει να λεχθεί ότι η “πρωτότυπη” εργασία έχει την έννοια της δημιουργικής εργασίας στην οποία ο δημιουργός επέδειξε “ικανότητα” (skill) και κατέβαλε “μόχθο” (labour). Διευκρινίζεται πως το κριτήριο αυτό ισχύει στην περίπτωση που έγινε χρήση προϋπάρχοντος υλικού.

Στην υπόθεση Wham-O Manufacturing & Co., ανωτέρω, ο αρχιδικαστής Davison προβαίνει στη σχετική διάκριση στις σελ. 160-161:

“Τhe question of novelty is immaterial where the author has produced the result without reference to any pre-existing subject matter because he has not copied.  Where, however, the author has made use of such pre-existing subject matter it has to be determined whether he has exercised such independent skill and labour to justify copyright protection for the result: Martin v. Polyplas Manufacturers Ltd. [1969] N.Z.L.R. 1046; Ladbroke (Football) Ltd. v. William Hill (Football) Ltd. [1964] 1 W.L.R. 273.”

H γνώμη μας στο θεμελιακό ζήτημα των ορθών κριτηρίων ενισχύεται απ’ ότι αναφέρει ο Κρ. Τορναρίτης στη μελέτη του “Η Πνευματική Ιδιοκτησία στην Κύπρο”:

“Πρέπει να τονισθεί ότι το δικαίωμα τούτο δεν χορηγείται για την πρωτοτυπία ωρισμένων ιδεών και γνωμών (πράγμα το οποίο γίνεται με τη νομοθεσία για διπλώματα ευρεσιτεχνίας - patents) αλλά για την πρωτοτυπία της έκφρασης και εμφάνισης αυτών.”

Επομένως δεν ευσταθούν οι λόγοι για εσφαλμένη νομική καθοδήγηση.

Προτού προχωρήσουμε σε άλλο θέμα δυο λόγια για το διανοητικό στοιχείο (animus furandi), που πραγματεύεται σύντομα η πρωτόδικη απόφαση. Για θεμελίωση παραβίασης του δικαιώματος δεν απαιτείται ένοχη πρόθεση ή γνώση. Όπως παρατηρούν οι Geoffrey Robertson & Andrew Nicol στο βιβλίο τους “Media Law” 3η έκδοση (1992) στη σελ. 257, ο παραβάτης δεν αποφεύγει ολωσδιόλου τις κυρώσεις:

“................. if defendants do not know that copyright subsists in work that is infringed, they are excused from paying damages.  [*1219]They may be subjected, though, to other remedies, such as an injunction or an accout of any profit that they have made out of the infringement.”

Έχουμε αποφασίσει τους τρεις λόγους της έφεσης (3, 4 και 7).  Υπολείπονται άλλοι 26. Πρέπει όμως να πούμε ότι μια ενότητα, από πολλά σημεία-λόγους, αφορά τις ομοιότητες που ο εφεσείων ισχυρίζεται πως υπάρχουν μεταξύ των δύο μυθιστορημάτων, που θεμελιώνουν τη λογοκλοπή από τον Ουμπέρτο Έκο. Όμως και σε άλλες περιπτώσεις ένα και μόνο ζήτημα μπορεί να θίγεται από περισσότερους λόγους. Με την εισαγωγική αυτή παρατήρηση θα καταπιαστούμε με ένα θέμα του δικαίου της αποδείξεως. Είναι αντικείμενο του λόγου 1.

Ο εφεσείων παραπονείται πως λανθασμένα δεν έγινε δεκτή βιντεοταινία της κινηματογραφικής μεταφοράς του τεκμ. 2, που αποσκοπούσε σε απόδειξη της έκτασης της αντιγραφής. Το δικαστήριο στην ενδιάμεση απόφασή του έκρινε πως τέτοια μαρτυρία ήταν, όπως άλλωστε παραδέχθηκε και ο κ. Αγγελίδης όταν συνηγορούσε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου υπέρ της προσαγωγής της, άσχετη με τα επίδικα θέματα. Και περαιτέρω δεν τέθηκε η απαραίτητη υποδομή αναφορικά με την αυθεντικότητά της. Η απόφαση είναι σωστή. Δεν προβλήθηκε κανένας ισχυρισμός στην έκθεση απαίτησης ότι η αντιγραφή έγινε με κινηματογραφική ταινία. Η μαρτυρία ήταν ολότελα άσχετη. Η τυχόν αποδοχή της θα εξέτρεπε τη διαδικασία από τις έγγραφες προτάσεις των διαδίκων, προκαλώντας και τον εκφυλισμό της σε πλήθος παράλληλα θέματα. Το παράπονο είναι αβάσιμο.

Ο δεύτερος λόγος αφορά την απαλλαγή από κάθε ευθύνη του ιταλικού οίκου, εφεσιβλήτου 1, για έλλειψη μαρτυρίας ότι ήταν συνεκδότης του τεκμ. 2. Είναι αμοιβαία αποδεκτόν ότι το μόνο στοιχείο ήταν η αναγραφή του ονόματος του εφεσιβλήτου 1 στην εσωτερική σελίδα του εξωφύλλου απέναντι από τον αριθμό 1980. Ήταν η χρονολογία της πρώτης έκδοσης στα ιταλικά. Διευκρινίζεται ότι στην ίδια σελίδα, όπως παρατηρεί και η πρωτόδικη απόφαση, δεν υπήρχε υλικό που να επιμαρτυρεί ότι ο εφεσίβλητος 1 ήταν συνεκδότης με την εφεσίβλητη 2 της ελληνικής έκδοσης. Η πρωτόδικη απόφαση δέχθηκε, εν πάση περιπτώσει, ότι η αγωγή ήταν απορριπτέα και διότι στην έκθεση απαίτησης η αιτούμενη θεραπεία περιορίστηκε και αφορούσε μόνο την ελληνική έκδοση.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα υπέβαλε ότι το παραπάνω στοιχείο, από μόνο του, δημιουργούσε μαχητό τεκμήριο, που δεν [*1220]ανατράπηκε, ότι ο εφεσίβλητος ήταν ο εκδότης. Παρόλο που ο συνήγορος συμφώνησε ότι η απλή αναγραφή του ονόματος δεν αρκεί εντούτοις παραπονέθηκε ότι το δικαστήριο βάσισε την απόφασή του στην έλλειψη μαρτυρίας χωρίς να αξιολογήσει το παραπάνω στοιχείο.  Και επικαλέστηκε τον Κουμάντο, σελ. 178, 5η έκδοση, αναφορικά με τις επιπτώσεις του τεκμηρίου:

“Το εξωτερικό γεγονός, που πρέπει να αποδειχθεί για να στηρίξει το τεκμήριο για την ιδιότητα του πνευματικού δημιουργού, είναι η αναγραφή του ονόματος πάνω στο έργο κατά το συνηθισμένο τρόπο.”

Επισημαίνεται ότι το τεκμήριο αφορά την ιδιότητα του δημιουργού. Όμοια διάταξη περιέχει ο δικός μας νόμος. Είναι το άρθρ. 11(2) που ορίζει ότι:

“(2) Το επί έργου τινός αναγεγραμμένον όνομα, όπερ σκοπεί να είναι το του δημιουργού αυτού, θεωρείται ως το τοιούτο μέχρις αποδείξεως του εναντίου.”

Η αντίστοιχη πρόνοια της Σύμβασης της Βέρνης είναι το άρθρ. 15. Προβλέπει ότι:

Άρθρον 15

(1) Οι δημιουργοί των προστατευομένων υπό της παρούσης Συμβάσεως φιλολογικών ή καλλιτεχνικών έργων, ίνα θεωρώνται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ως τοιούτοι και έχωσι το δικαίωμα ν’ ασκώσι δίωξιν ενώπιον των δικαστηρίων των χωρών της Ενώσεως κατά παντός προσβάλλοντος τα δικαιώματα αυτών πνευματικής ιδιοκτησίας επί των τοιούτων έργων, αρκεί το όνομα αυτών να αναγράφηται επί του έργου κατά τον συνήθη τρόπον. Η παρούσα παράγραφος τυγχάνει εφαρμογής έστω και εάν το όνομα τούτο είναι ψευδώνυμον, εφ’ όσον το χρησιμοποιηθέν ψευδώνυμον ουδεμίαν αμφιβολίαν αφήνει περί της ταυτότητος του δημιουργού.”

Η Δ. Καλλινίκου στη σελ. 47 παρατηρεί σχετικά με το ίδιο τεκμήριο:

“Σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 Ν. 2121/1993 τεκμαίρεται ως δημιουργός το πρόσωπο του οποίου το όνομα εμφανίζεται πάνω στον υλικό φορέα του έργου κατά τον συνήθη τρόπο. Η διάταξη αυτή, που σε γενικές γραμμές αποδίδει το άρ[*1221]θρο 15 της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης - Παρισιού, καθιερώνει το λεγόμενο τεκμήριο του δημιουργού για να διευκολυνθεί η απόδειξη της ιδιότητας αυτής, κυρίως όταν ζητείται η δικαστική προστασία του δικαιώματος.”

Έχουμε υποδείξει ότι το τεκμήριο δεν αφορά τον εκδότη αλλά το δημιουργό. Ακόμη και το τεκμήριο του άρθρ. 11(3) αναφέρεται στον εκδότη σαν αντιπρόσωπο του δημιουργού, ανώνυμου ή ψευδώνυμου:  βλ. επίσης το άρθρ. 15(3) της Σύμβασης της Βέρνης. Και να ίσχυε το τεκμήριο έπρεπε να είχε καταφανεί ποίος ήταν ο “συνήθης τρόπος”, πράγμα για το οποίο κανένας δε διαφώτισε το πρωτόδικο ή αυτό το δικαστήριο.

Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης έχουν λίγο ή πολύ κοινό υπόστρωμα τους ισχυρισμούς για ομοιότητες μεταξύ των δύο βιβλίων. Απαριθμούνται στην έκθεση απαίτησης. Είναι 80 τόσες περιπτώσεις. Επαναλαμβάνονται με προσθήκες στο τεκμ. 6, που ετοίμασε ο εφεσείων. Η πεμπτουσία της υπόθεσής του, όπως την ανέπτυξαν οι δικηγόροι του, ο καθένας από κάπως διαφορετική σκοπιά, είναι ότι από αυτές προκύπτει ότι ο μύθος, η δομή, η εξέλιξη της πλοκής και οι χαρακτήρες του τεκμ. 2 είναι ουσιαστικά παρμένες και αποτελούν αντιγραφή του μυθιστορήματος του εφεσείοντα “Ο Αφορισμένος”. Όλα αυτά έπρεπε να οδηγήσουν το πρωτόδικο δικαστήριο σε ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα.

Ο λόγος έφεσης αρ. 21 δεν αφορά την κατηγορία αυτή. Μόνο την αποζημίωση. Ας σημειωθεί πως, απορρίπτοντας την αγωγή, το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε, σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική, να εξετάσει τα θέματα αποζημίωσης σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης. Επιδικάστηκαν ονομαστικές μόνον αποζημιώσεις. Ο εφεσείων αμφισβήτησε το μέτρο αποζημίωσης το οποίο δέχθηκε η πρωτόδικη απόφαση, εισηγούμενος ότι έπρεπε να εφαρμοσθεί η αρχή του διαφυγόντος κέρδους. Περαιτέρω πρόβαλε τη θέση ότι η παρούσα είναι περίπτωση επιδίκασης τιμωρητικών αποζημιώσεων.

Επιβάλλεται στο σημείο αυτό η εξής παρατήρηση. Σε ορισμένους λόγους έφεσης παρόλο που παρέχεται η βάση αμφισβήτησης εντούτοις η αιτιολογία είναι ελλιπής. Και ορισμένες φορές αναφέρεται ως αιτιολογία το αντίθετο εκείνου που χρησιμοποιείται ως βάση, που, όμως, κατά τη νομολογία, δε συνιστά αιτιολογία. Τρία παραδείγματα είναι αρκετά για να δείξουν το είδος της παρατυπίας:

Λόγος 11

[*1222]

Κακώς ευρέθη ότι το ξεκίνημα των δύο μυθιστορημάτων είναι διαφορετικό. Διότι το ξεκίνημα είναι βασικά το ίδιο.

Λόγος 16

Κακώς το Δικαστήριο δεν επέτυχε να εύρει ομοιότητα και/ή συνάφεια μεταξύ των σελίδων 26 “Αφορισμένου” και σελίδος 629 “Όνομα του Ρόδου”. Διότι υπάρχει.

Λόγος 20

Κακώς και άνευ λόγου το Πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ. 59 της αποφάσεως απορρίπτει την εκδοχή ότι γνώση της αρχαίας Ελληνικής δίδει ένδειξη γνώσης και της Νέας Ελληνικής. Διότι δίδει.”

Με τους λόγους αρ. 12 και αρ. 15 προσβάλλεται το εύρημα του δικαστηρίου, που χαρακτηρίζεται ως “επιπόλαιο και επιφανειακό”, ότι “τα δύο βιβλία διαφέρουν στο μέγεθος”, το οποίο επηρέασε την κρίση του. Παρόλο που ο δικηγόρος του εφεσείοντα δέχεται ότι το τεκμ. 2 είναι πιο πολυσέλιδο εντούτοις υπέβαλε ότι η διαφορά δεν είναι τόσο μεγάλη και στην έκταση που υποδηλώνει ο αριθμός των σελίδων (657 το τεκμ. 2 και 251 το τεκμ. 1), διότι το τεκμ. 1 είναι πιο πυκνοτυπωμένο. Το μέρος της εκκαλούμενης απόφασης που μας υπέδειξε ο κ. Αγγελίδης, στην πραγματικότητα, δεν υποστηρίζει με κανένα τρόπο την εισήγησή του. Η σχετική αναφορά έγινε στο πλαίσιο καθορισμού από το δικαστήριο του τρόπου δόμησης των δύο βιβλίων, που είναι ορθή. Το δικαστήριο δεν απέδωσε σημασία στο στοιχείο αυτό.

Είναι άξια μνείας η γνώμη του δικαστή Λόρδου Cottenham στην Bramwell v. Halcomb [1836] 3 My. & Cr 737, 738, που απαντά ευθέως το σημείο:

“One writer might take all the vital parts of another’s book, though it might be but a small proportion of the book in quantity.  It is not, only quantity but value that is always looked to.”

Aυτή είναι η νομική βάση επί του θέματος μέχρι σήμερα:  βλ. π.χ. Ladbroke (Football) Ltd. v. William Hill (Football) Ltd. [1964] 1 All E.R. 465, 481, Independent Television Publications Ltd. v. Time Out Ltd. [1984] F.S.R. 64 και Geographia Ltd. v. Penguin Books Ltd. [1985] F.S.R. 208.

[*1223]

To κριτήριο της λογοκλοπής ή των ομοιοτήτων δεν είναι εν πάση περιπτώσει ποσοτικό αλλά ποιοτικό. Κι αυτό φαίνεται καθαρά πως το είχε κατά νουν το πρωτόδικο δικαστήριο διότι μεταξύ των παραπομπών του είναι και η υπόθεση Ladbroke, ανωτέρω. Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι συνολικά όσα προβάλλονται ως ομοιότητες είναι μόνο 5 σελίδες του “Αφορισμένου”. Όμως δηλώνει αμέσως μετά ότι η έμφαση είναι στην ποιότητα και όχι την ποσότητα. Προτού περάσουμε στο επόμενο θέμα θα θέλαμε να κακίσουμε τη χρήση του επιθέτου “επιπόλαιο” στο εφετήριο. Δεν το επιτρέπει η δικανική ευπρέπεια.

Ο εφεσείων κατέθεσε ενόρκως στην πρωτόδικη δίκη.  Και κάλεσε 7 άλλους μάρτυρες. Πρόκειται για άτομα που ασχολήθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τη βιβλιοκρισία, τη συγγραφή ή τη λογοτεχνία. Μάρτυρες της κατηγορίας αυτής χρησιμοποίησαν και οι εφεσίβλητοι. Συνολικά τέσσερις. Ένας από αυτούς, ο Μ.Υ.2 Κωνσταντίνος Γεωργίου, είναι γλωσσολόγος-σημειολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές στα θέματα αυτά. Ο Μ.Υ.4 Τάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μια γενική παρατήρηση είναι ότι οι μάρτυρες, ανάλογα με την πλευρά που τους κάλεσε, εξέφρασαν αντιθετικές απόψεις.

Η πρωτόδικη απόφαση σημειώνει ότι η κύρια προσπάθεια των δύο πλευρών, που εκδηλώθηκε σε κάθε φάση της εξέτασης των μαρτύρων, ήταν να διαπιστωθεί (1) κατά πόσον η ιστορία των δύο μυθιστορημάτων ήταν η ίδια και (2) κατά πόσον αυτή ήταν “πρωτογενής” ιδέα του εφεσείοντα ή όχι. Οι συνήγοροι όμως δέχθηκαν τελικά, όταν αγόρευαν, όπως επισημαίνει η πρωτόδικη απόφαση, ότι ο νόμος δεν παρέχει προστασία στις ιδέες.  Σημειώνει όμως περαιτέρω επί λέξει ότι “θα έχουμε υπόψη μας τα όσα αναφέρθηκαν σχετικά με τις ομοιότητες των δύο μύθων μέσα στο πλαίσιο της εξέτασης κατά πόσον υπάρχει αντιγραφή του τεκμ. 1 από το συγγραφέα του τεκμ. 2 .........”

Ένα ολίσθημα, κατά τον κ. Λ. Κληρίδη, που αγόρευσε επί του θέματος, που μπορεί να θεραπευθεί μόνο με επανεκδίκαση της υπόθεσης, είναι ότι το δικαστήριο, αντιμετωπίζοντας το ζήτημα των ομοιοτήτων που έθεσε ο εφεσείων, δεν έβγαλε δικά του συμπεράσματα, αλλά στηρίχθηκε στη μαρτυρία του προμνησθέντα Μ.Υ.2. Και τούτο παρά τη διακηρυχθείσα σωστή νομική θέση του δικαστηρίου απέναντι στις μαρτυρίες εμπειρογνωμόνων. Το πρωτόδικο δικαστήριο διατύπωσε την άποψή του για την αξιολόγηση της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων υπό το πρίσμα της πα[*1224]ρακάτω νομολογίας: Αnastasiades v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 97, Kouppis v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 361, Khadar and Another v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 132, R. v. Rivett [1950] 34 Cr. App. Rep. 87 και R. v. Lanfear [1968] 1 All E.R. 683. Συγκεκριμένα έκαμε το παρακάτω σχόλιο:

“Οι ειδικοί αυτοί μάρτυρες έχουν υποχρέωση να παρουσιάσουν στο Δικαστήριο τα απαραίτητα επιστημονικά κριτήρια βάσει των οποίων θα ελεγχθεί η ορθότητα των συμπερασμάτων τους με τρόπο που να δώσει την ευχέρεια στο Δικαστή να διαμορφώσει τη δική του ανεξάρτητη απόφαση εφαρμόζοντας τα επιστημονικά κριτήρια που του δίνονται, στα αποδεδειγμένα από τη μαρτυρία γεγονότα. Παράλληλα ισχύει ο κανόνας ότι ο Δικαστής δεν υποχρεούται να υιοθετήσει την αναντίλεκτη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα έστω και αν ελλείπουν οι λόγοι απόρριψής της. Το βάρος που αποδίδεται σε τέτοια μαρτυρία αποτελεί έργο του Δικαστηρίου.”

Ο ρόλος της μαρτυρίας των ειδικών σε θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας και ιδιαίτερα σε σχέση με συμπτώσεις και ομοιότητες καθορίζεται στην εξής σύντομη περικοπή από τους Copinger and Skone James on Copyright,παραγρ. 670 στη σελ. 292:

“Expert evidence may be called to point out coincidences, similarities or identical omissions with a view to establishing copying, but it is not proper for an expert witness to state, as a matter of opinion, that the work was copied from another.  That is a question for the judge.”

Οι εκδότες του ιδίου έργου στην παράγραφο 555, σελ. 225, συνοψίζουν την απόφαση του Λόρδου Δικαστή Birkett στην υπόθεση Brooks v. Religious Tract Society [1897] 45 W.R. 476:

“Birkett L.J., after pointing out that expert evidence was properly called to point out similarities, coincidences and the like in order to support a contention of copying, but that the expert must stop short of giving his opinion that the work under criticism was in fact a copy, said that a question of infringement or otherwise was a question of fact, ...........”

Βλέπουμε πως το πνεύμα είναι το ίδιο. Το άλλο σημαντικό που περιέχει η απόφαση είναι ότι το ζήτημα κατά πόσον έχουμε παραβίαση είναι ζήτημα πραγματικό.

Το παράπονο έγκειται στο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ανα[*1225]φέρει ότι “αντλήσαμε σε μεγάλο βαθμό βοήθεια από τη μαρτυρία του Κώστα Γεωργίου (Μ.Υ.2)” τον οποίο έκρινε ανεξάρτητο και αξιόπιστο. Αυτό σημαίνει, κατά την εισήγηση, παραβίαση των κανόνων απόδειξης, που έχουμε εκθέσει, γιατί το δικαστήριο δεν έκαμε τις δικές του εκτιμήσεις. Το θέμα αποφάσισε εκ μέρους του ο ειδικός. Αυτό είναι το νόημα του επιχειρήματος. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Διαβάζοντας το σχετικό μέρος της απόφασης είναι ευκολοδιάκριτες οι διαπιστώσεις που το ίδιο το δικαστήριο έκαμε και κατέγραψε:

“Μελετήσαμε σχολαστικά και σε κάθε λεπτομέρεια όλες τις ισχυριζόμενες ομοιότητες αντιπαραβάλλοντας τα δύο κείμενα. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι σε καμιά περίπτωση δεν υπάρχει εννοιολογική ή πραγματική ομοιότητα των χωρίων που αναφέρονται στα δύο βιβλία”

Ακολουθεί η φράση, που κατά τον κ. Κληρίδη, παραβιάζει τον αποδεικτικό κανόνα.

Συνεχίζει μετά ταύτα η απόφαση, αφού επισημαίνεται η βοήθεια από το Αντιλεξικό Θ. Βοσταντζόγλου αναφορικά με τη σημασία της λέξης “ομοιότης”, με λεπτομερέστερη παρουσίαση των συμπερασμάτων του δικαστηρίου. Η αναζήτηση βοήθειας από μαρτυρία που θεωρεί το δικαστήριο αξιόπιστη είναι καθόλα θεμιτή. Αποτελεί εξάλλου τη raison d’ etre προσαγωγής της. Έντονη απόδειξη για την ορθότητα της θέσης που παίρνουμε αποτελούν τα παρακάτω από την πρωτόδικη απόφαση του δικαστή Wilberforce, όπως ήταν τότε, αναφορά της οποίας γίνεται στην εφετειακή απόφαση Francis Day & Hunter Ltd. v. Bron [1963] 1 Ch. 587:

“The plaintiffs’ witnesses placed their emphasis on the degree of similarity, saying that it was considerable, to various degrees; the defendants’ witnesses, while not in terms denying similarity, drew attention to differences which they considered to be significant in different degrees. In endeavouring to reach an approach which is neither too superficial nor unduly academic or technical, I think I must to some extent rely on my own aural judgment, instructed as it has been by these various experts.”

H απόφαση αναφέρεται και σε aural judgment γιατί το αντικείμενο της υπόθεσης ήταν το δικαίωμα σε μια μουσική σύνθεση, συγκεκριμένα το τραγούδι “In a little Spanish Town”. H κατακλείδα είναι ότι δε διαπιστώνεται λανθασμένη εφαρμογή απο[*1226]δεικτικού κανόνα, όπως μας έχει εισηγηθεί ο εφεσείων.

Διαβάσαμε με προσοχή τα δύο βιβλία. Έχουμε υπόψη την ιστορία και την εξέλιξη της δράσης στο καθένα. Επίσης το γραπτό σχόλιο- αγόρευση του δικηγόρου του εφεσείοντα ημερ. 19/7/96. Η απόφαση παραθέτει και από τη μαρτυρία του Τ. Βαγενά τα κύρια επεισόδια του κάθε μύθου χωριστά. Θα αρκεστούμε να πούμε ότι κατοπτρίζουν με λογική πιστότητα το περιεχόμενό τους. Τα μεταφέρουμε εδώ από την απόφαση:

Ο ΑΦΟΡΙΣΜΕΝΟΣ

Στον “Αφορισμένο” δύο λαϊκοί που μισούν τους καλόγηρους, ο ένας 30 ετών και ο άλλος γέρος, πηγαίνουν σε ένα μοναστήρι μεταμφιεσμένοι και με ψεύτικες γενειάδες, ως μοναχοί, με σκοπό να βρουν κρυμμένους αρχαίους πάπυρους οι οποίοι περιέχουν ένα κείμενο που θα γίνει το Ευαγγέλιο μιας νέας θρησκείας απαλλαγμένης από το Θεό και το μυστήριο και βασισμένη στην επιστήμη. Το βράδυ ψάχνουν στο μοναστήρι, στον περίβολο δηλαδή, και βρίσκουν ένα ξερό πηγάδι από όπου κατεβαίνουν σε ένα υπόνομο όπου βρίσκουν ένα άγαλμα της Αφροδίτης μέσα στο οποίο υπάρχουν οι αρχαίοι πάπυροι. Παίρνουν τους αρχαίους πάπυρους τους βγάζουν από το άγαλμα και αποφασίζουν να κρύψουν το άγαλμα στο νεκροταφείο του χωριού μέσα στο φέρετρο ενός νεοσκαμμένου τάφου, ένα από τα πολλά φέρετρα που θάφτηκαν προηγουμένως.  Εκεί στο χωριό υπάρχει ένας δολοφόνος που σκοτώνει κοπέλλες και τις βιάζει. Ένας νεκρόφιλος δολοφόνος. Έξω από το μoναστήρι τους περιμένει η αγαπημένη του δασκάλου η Ρηνέλα η οποία είναι ανηψιά του Βεραλή, Αστυνόμου του χωριού.  Η υπόθεση αλλάζει ξαφνικά, το χωριό είναι ανάστατο γιατί τις ημέρες εκείνες βρέθηκε ακόμα ένα πτώμα κοριτσιού βιασμένο. Οι χωριάτες υποπτεύονται ότι ο δολοφόνος είναι ο δάσκαλος που μένει στο πλουσιώτερο και μεγαλύτερο σπίτι του χωριού που έχει την ονομασία “Αρχοντικό”. Πιστεύουν οι χωριάτες ότι ο δάσκαλος κατασκεύασε ένα ειδικό κύτταρο ανθρώπινο με σκοπό να δημιουργήσει ένα δικό του άνθρωπο, άλλοι λένε έχει δημιουργήσει και ότι στο σπίτι του γίνονται όργια. Στο Αρχοντικό έρχεται μια ομάδα νέων, μαθητές του δασκάλου του σχολείου της νέας θρησκείας. Υπάρχει στο Αρχοντικό σχολή φιλοσοφική, οι μαθητές φορούν χλαμύδες πάνω από τα ρούχα τους, συμποσιάζονται και συζητούν περί της ζωής και περί του κόσμου ζητώντας από το δάσκαλο να λύσει τις απορίες τους. Ένα μήνα έπειτα από το συμπόσιο ένας άνθρωπος πηγαίνει στο αρ[*1227]χοντικό ο οποίος προμηθεύει τον δάσκαλο με χασίς, πάθος το οποίο έχει ο δάσκαλος. Ο γέρος προσπαθεί να τον πείσει να απαλλαγεί από το πάθος του όμως αυτός του λέει ότι τον βοηθά να ξεπεράσει την σεξουαλική του ανικανότητα η οποία του προκλήθηκε σε νεώτερη ηλικία από την συμπεριφορά δύο πόρνων. Ο γέρος τον συμβουλεύει να πάει στις πόρνες να συζητήσει μαζί τους για να τον βοηθήσουν να βρει την ικανότητά του η οποία πιστεύει ότι είναι ψυχολογική.

Στο επόμενο κεφάλαιο (5ο) ο δάσκαλος θυμάται το παρελθόν.  Ο πατέρας του όταν ήταν παιδί εγκατέλειψε την οικογένειά του και κλείστηκε σε μοναστήρι.  Η μητέρα του από τον πόνο της πέθανε.  Ο δάσκαλος που μένει μόνος, μίσησε έτσι την θρησκεία και αποφάσισε να διδάξει στον κόσμο την αλήθεια, όπως λέει, ώστε να αποτρέψει άλλους γονείς να σκοτώσουν τις ψυχές των παιδιών τους. Ο δάσκαλος δείχνει αισθήματα μισανθρωπιάς, αφού τους βρίσκει όλους στο χωριό κακούς. Μια μέρα στην εκκλησία όπου μπήκε κρυφά, βλέπει μια ωραία κοπέλα και την ερωτεύεται. Είναι η Ρηνέλα η ανηψιά του δασκάλου (προφανώς εννοούσε του Αστυνόμου). Η κοπέλα τον ερωτεύεται αλλά γρήγορα τα αισθήματα της κοπέλας αλλάζουν επειδή προφανώς της μίλησαν κακά για τον δάσκαλο οι χωρικοί. Μεταφερόμαστε μετά σε ένα αστυνομικό σταθμό όπου προσάγεται ο δάσκαλος για τις δολοφονίες των κοριτσιών. Ο Βεραλής προσπαθεί να τον κάνει να ομολογήσει και ο δάσκαλος λέει ότι είναι αθώος. Στην σκηνή παρίσταται και η Ρίτα σύζυγος του γιατρού του χωριού και ερωμένη του Αστυνόμου. Ο γιατρός λέει στον Αστυνόμο να αφήσει τον δάσκαλο γιατί δεν είναι αυτός ο δολοφόνος, πράγμα που γίνεται.  Ο δάσκαλος αισθάνεται ότι ήρθε η ώρα να διδάξει τη νέα θρησκεία αλλά κάποιος καλόγηρος που έρχεται στο αρχοντικό φέρνει ένα γράμμα, πρόσκληση προς τον δάσκαλο να δικαστεί στο μοναστήρι ως αιρετικός. Γίνεται η δίκη στο μοναστήρι. Ο δάσκαλος επαναλαμβάνει τις απόψεις του περί της επιστήμης ως νέας θρησκείας, την περί κόσμου θεωρία του. Επεμβαίνει και ο Φαέθων, μαθητής του, ο οποίος σχεδόν κοντεύει να πείσει τον Επίσκοπο που προεδρεύει του Δικαστηρίου, ο οποίος τελικά αφορίζει το δάσκαλο. Όταν τελειώνει η δίκη ο δάσκαλος βλέπει στην πόρτα του μοναστηριού τον καλόγερο πατέρα του, επακολουθεί μια στιχομυθία, χωρίζουν και ο δάσκαλος ανηφορίζει στο Αρχοντικό. Η Ρηνέλα πιστεύει ότι είναι στείρα, ο έρωτας της για τον δάσκαλο αναζωπυρώνεται, ο γιατρός προσπαθεί να της θεραπεύσει την στειρότητα ή την ψυχολογική της κατάσταση ότι είναι στείρα. Ο δά[*1228]σκαλος λέει στη Ρηνέλα ότι θα μπει στο μοναστήρι, η υπόθεση είναι flash back. Δίνουν ραντεβού τρεις μέρες μετά για να φύγουν μαζί έξω από το χωριό. Η Ρηνέλα πάει στον τόπο του ραντεβού και περιμένει το δάσκαλο ο οποίος αργεί, αποκοιμάται. Από το μοναστήρι βγαίνουν ο Ηγούμενος και ο γιατρός του χωριού μαζί με τον οποίον κάνουν πειράματα σε ένα υπόγειο δωμάτιο του μοναστηριού για να ανακαλύψουν τον τρόπο να φτιάχνουν άνθρωπο από έναν άλλο άνθρωπο νεκρό γι’ αυτό και κλέβουν πτώματα από το νεκροταφείο και πειραματίζονται πάνω σε αυτά. Το κάνει αυτό ο γιατρός για να αποκτήσει φήμη και ο Ηγούμενος χρήματα. Ο Ηγούμενος αντιλαμβάνεται ότι ξέχασε το τσαπί. Επιστρέφει στο Μοναστήρι. Ο γιατρός βλέπει τη Ρηνέλα που κοιμάται, την σκοτώνει και την βιάζει. Σε λίγο επιστρέφει ο Ηγούμενος και ξεθάβουν ένα νεοσκαμμένο τάφο. Επιστρέφει στο μοναστήρι ο γιατρός. Ποηγουμένως αντικαθιστά το πτώμα της κοπέλας που ήταν στο φέρετρο με το πτώμα της Ρηνέλας και πηγαίνει με το πτώμα της κοπέλας στο μοναστήρι. Στο μεταξύ ο δάσκαλος και ο γέρος βγαίνουν από το μοναστήρι και πηγαίνουν να θάψουν το άγαλμα για να το πάρουν αργότερα. Σκάβουν τον φρεσκοσκαμένο τάφο, ανοίγουν το φέρετρο για να κρύψουν το άγαλμα και ξαφνικά βλέπει την αγαπημένη του νεκρή. Ο δάσκαλος εκεί τρελλαίνεται. Μεταφερόμαστε στο άσυλο όπου πιθανό να είναι στο χωριό ή κάπου εκεί κοντά. Ο δάσκαλος νομίζει ότι είναι στη φυλακή αλλά μετά καταλαβαίνει πού βρίσκεται. Μένει 6 μήνες στο ψυχιατρείο. Δημιουργούνται διάφορες καταστάσεις με ψυχασθενείς. Ένας γιατρός ονόματι Ηρακλείδης βοηθούμενος από τη Λένα θεραπεύει τον δάσκαλο με ύπνωση με την οποία αφαιρεί το μίσος του προς τους ανθρώπους. Ο δάσκαλος πλέον δεν μισεί αλλά αγαπά, ερωτεύεται την Λένα που τον ερωτεύεται και αυτή. Επιστρέφει στο χωριό ο δάσκαλος με τη Λένα και πηγαίνουν σε μια εκκλησία για να παντρευτούν. Ο κόσμος το μαθαίνει και κατευθύνεται προς την εκκλησία για να λυντσάρουν το δάσκαλο. Κατευθύνεται εκεί ο γιατρός και ο αστυνόμος ο οποίος συλλαμβάνει το δάσκαλο. Λέει στο πλήθος ότι θα δικάσει το δάσκαλο, βγάζει ένα πιστόλι και αντί να σκοτώσει τον δάσκαλο σκοτώνει το γιατρό γιατί όπως λέει στους χωρικούς ο γιατρός ήταν ο φονιάς των κοριτσιών, κάτι που του το είχε εκμυστηρευτεί ο Ηγούμενος ο οποίος το κατάλαβε. Ο δάσκαλος φεύγει με τη Λένα από το χωριό ευτυχισμένος και προσπαθεί να φτιάξει μια νέα θρησκεία.

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ

[*1229]

Η υπόθεση διαδραματίζεται το 1327 και αρχίζει με την ανάβαση σε μια ορεινή μονή δύο μοναχών, του Φραγκισκανού Γουλιέλμου της Μπάσκερβιλ και του Άντσο που μαθητεύει δίπλα του. Ο Γουλιέλμος είναι αυτοκρατορικός απεσταλμένος και μεσολαβητής ανάμεσα στον Αυτοκράτορα και στον Πάπα Ιωάννη τον 22ο για το θέμα της ερμηνείας της Πενίας του Χριστού, μιας θρησκευτικής δοξασίας η οποία τάραξε τις σχέσεις της κοσμικής εξουσίας με την παπική στο τέλος του 13ου και αρχές του 14ου αιώνα. Όταν φθάνουν στο μοναστήρι τους υποδέχεται ο Ηγούμενος και σε μια συζήτηση που έχει ο Γουλιέλμος του εκμυστηρεύεται ο Ηγούμενος ότι συνέβηκε ένα ανεξιχνίαστο έγκλημα στην Μονή για την διαλεύκανση του οποίου ζητά την βοήθεια του Γουλιέλμου. Η ευφυία του είναι παγκοίνως γνωστή. Σ’ αυτόν καταφεύγουν συχνά εκκλησιαστικοί και λαϊκοί όταν πρόκειται για τη διαλεύκανση δυσεξιχνίαστων καταστάσεων. Ο Γουλιέλμος βρίσκει τον Ουμπερτίνο της Γκοζάλες, Φραγκισκανός είναι κι’ αυτός, όπως ο Γουλιέλμος, και έχουνε μια μεγάλη συζήτηση. Επίσης έχει συζήτηση με το βοτανολόγο Σεβερίνο. Ο Γουλιέλμος ξεκινά για τη διαλεύκανση του θανάτου του μοναχού Αντέλμου ο οποίος έχει προηγουμένως μια συνομιλία με το Χόρχε, το τυφλό βιβλιοθηκάριο που είναι ο διευθυντής μιας βιβλιοθήκης, ενός κτίσματος που ονομάζεται οικοδόμημα και είναι μια από τις πλουσιότερες βιβλιοθήκες της εποχής εκείνης.  Εδώ θα πρέπει να διαλευκάνει ένα νέο έγκλημα. Δολοφονείται ο Βενάνσιος που αργότερα θα αποδειχθεί ότι έχει σχέση με την ομοφυλοφιλία. Γίνεται μια συζήτηση με το γέρο Αβελάρδο ο οποίος τους περιγράφει κατά κάποιο τρόπο το λαβύρινθο και τους δίνει οδηγίες για το πως θα μπουν μέσα. Μπαίνουν στο λαβύρινθο με ένα περίεργο τρόπο και κατορθώνουν να ξαναβγούν χωρίς να τον εξερευνήσουν. Στο λαβύρινθο μπαίνουν μέσα στο πλαίσιο της έρευνας του Γουλιέλμου για τη διαλεύκανση δύο φόνων. Όταν βγαίνουν από τον λαβύρινθο πληροφορούνται ότι έγινε ακόμη ένας φόνος του Βερεγγάριου, ομοφυλόφιλος και αυτός.  Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με το Σαλβατόρε ο οποίος μιλά μια γλώσσα αποτελούμενη από φράσεις και λέξεις πολλών γλωσσών, “Βαβέλ”. Είναι άσχημος ο Σαλβατόρε. Έχει διατελέσει αιρετικός στο τάγμα των Φρατιτσέλλι στην αριστερή πτέρυγα των ανθρώπων που πίστευαν στην “πενία του Θεού”, ότι δηλ. οι εκκλησίες δεν πρέπει να έχουν πλούτο. Και εδώ βρίσκεται η σύγκρουση του Πάπα με τον Αυτοκράτορα. Ο Αυτοκράτορας εκμεταλλεύτηκε την αξίωση των πενιμένων για να κτυπήσει τον Πάπα. Σε άλλη προσπάθεια για ανί[*1230]χνευση του εγκλήματος ο Γουλιέλμος προσπαθεί να βρει τον τρόπο για να μπει στην βιβλιοθήκη, ένας τρόπος ο οποίος προϋποθέτει την αποκρυπτογράφηση κάποιων κειμένων ή στοιχείων που αφήνουν οι δολοφονούμενοι που και αυτοί θέλουν να μπουν στην βιβλιοθήκη για λόγους άγνωστους μέχρι τη στιγμή αυτή. Ο Άντσο έχει μια συνάντηση τυχαία με μια ωραία κοπέλα στην αποθήκη της Μονής όπου εκεί γνωρίζει το σαρκικό και πνευματικό έρωτα.

Η γλώσσα του Βερεγγάριου είναι μαύρη πράγμα περίεργο για κάποιο που βρέθηκε πνιγμένος στο νερό. Έρχονται μοναχοί Μινωρίτες απέξω και συζητούν με το Γουλιέλμο και τον Ουμπερτίνο για πράγματα σχετικά με την συζήτηση που θα γίνει στο μοναστήρι. Θα γίνει μια συζήτηση δύο αντιτιθέμενων τάξεων, έρχονται δηλαδή εκπρόσωποι από τον Πάπα, οπαδοί της δεξιάς, του πλούτου της Εκκλησίας και από τους Μινωρίτες που έχει πάρει στην σκέπη του ο Αυτοκράτορας. Επισκέπτονται και πάλι τον λαβύρινθο αλλά δεν μπορούν να μπουν μέσα επειδή μέχρι τη στιγμή αυτή δεν έχουν κατορθώσει να βρουν το μυστήριο των εγκλημάτων. Ο Γουλιέλμος αναθέτει το έργο αυτό στον Βερνάνδο Γκυ ένα από τους εκπροσώπους του Πάπα που έχει ήδη μπεί στην Μονή. Εξακολουθεί η συζήτηση για τη πενία του Ιησού.  Κατά τη διάρκεια της συζήτησης βρίσκεται δολοφονημένος ο Σεβερίνος, ο βοτανολόγος, ο οποίος είχε βρει ένα βιβλίο το οποίο κατά τον Γουλιέλμο θα έπρεπε να είχε κάποια σχέση με τα εγκλήματα. Δεν ξέρει ποιό είναι το βιβλίο αυτό. Για να το ψάχνουν και να το κρύβουν θα πρέπει να υπάρχει ένας λόγος που σχετίζεται με τα εγκλήματα. Ακολούθως δολοφονείται ο Μαλαχίας, ο βοηθός Βιβλιοθηκάριος, ο οποίος αποδεικνύεται ότι είναι ο δολοφόνος του Σεβερίνου. Και τέλος κατορθώνουν να μπουν μέσα στο λαβύρινθο και να ανακαλύψουν το μυστικό του.  Κατά τη διάρκεια όμως της εισόδου δολοφονείται και ο Ηγούμενος του μοναστηριού.  Δολοφονείται από το Χόρχε τον τυφλό βιβλιοθηκάριο ο οποίος έχοντας ανακαλύψει ότι ο Γουλιέλμος τείνει προς την εξιχνίαση των εγκλημάτων τα οποία σε μεγάλο βαθμό καθοδηγούνται από αυτόν στην προσπάθεια του να διαφυλάξει το βιβλίο. Τελικά υπάρχει μια συνάντηση του Χόρχε με τον Γουλιέλμο που είναι το αποκορύφωμα. Διεξάγεται μια συζήτηση περί ερμηνείας ενός κειμένου γενικά περί του ρόλου των βιβλίων στην σχέση του ανθρώπου με το Θεό και διατυπώνεται από το Χόρχε η άποψη της απόκρυψης του βιβλίου για το οποίο γίνεται θόρυβος. Αυτό το οποίο είναι το υποτιθέμενο χαμένο δεύτερο βιβλίο της ποιητικής του Αριστοτέλη το αναφερόμενο στην έν[*1231]νοια της κωμωδίας και του γέλωτος και εδώ ξαφνικά συνδέεται μια συζήτηση περί γέλωτος του Θεού και του ανθρώπου που έχουν πάντοτε αφορμή το Χόρχε και έχουμε τελικά μια σύγκρουση μεταξύ των δύο μοναχών κατά την οποία αποκαλύπτεται ότι ορισμένοι από τους μοναχούς που βρήκαν το βιβλίο στην πραγματικότητα δολοφονούνται από τον Χόρχε γιατί οι σελίδες του βιβλίου ήταν εμποτισμένες με δηλητήριο με σκοπό να αποτρέψουν αυτούς που θα το διάβαζαν. Ο Χόρχε αποτυγχάνει να δολοφονήσει τον Γουλιέλμο γιατί αυτός φόρεσε γάντια κατάλαβε το μυστικό και όταν βλέπει ότι χάνει το παιχνίδι προσπαθεί να φύγει με το βιβλίο, αλλά από ένα κερί που πέφτει καίγεται η βιβλιοθήκη μέσα σε αυτή και ο Χόρχε και η Μονή ολόκληρη. Ο Γουλιέλμος με τον Άντσο αναχωρούν από το μοναστήρι με τον Άντσο να νοιώθει αισθήματα για την κοπέλα που κάηκε στην πυρά με το Σαλβατόρε και τον Αποθηκάριο.”

Ο συνηθέστερος τρόπος διάπραξης πνευματικής πειρατείας είναι η αντιγραφή. Ως προς το τι συνιστά αντιγραφή προσφεύγουμε πάλιν στους Clerk & Lindsell on Torts, παραγ. 28-33 στη σελ. 1563:

“The primary act of infringement of the copyright in a literary, dramatic, musical or artistic work, is copying the work or a substantial part of it or (in the case of a literary, dramatic or musical work), the making or copying of an adaptation of the work or of a substantial part of the work. In cases where the original and the alleged infringement are, on their face, two different works, there may be difficulty in deciding whether there has been such copying or not. To constitute this there must be both a sufficient objective similarity between the two works and some causal connection between them such as would make it proper to infer derivation of the one from the other.”

Οι Copinger and Skone James on Copyright μας διαφωτίζουν ως προς την απόδειξη της αντιγραφής στην παράγραφο 460, σελ. 177 και 178:

“In most cases copying can only be deduced by inference from all the surrounding circumstances because normally there will be no evidence from anyone “being present and looking over the defendants’ shoulder” at the time they designed or made their work. With regard to literary infringements, the occurrence in both the plaintiff’s and defendant’s works of the [*1232]same errors, or idiosyncrasies in style, is some indication of copying .......”

Οι ανομοιότητες είναι επίσης ένας παράγων.  Στη σελ. 178 του παραπάνω συγγράμματος το σχόλιο συνεχίζει:

“Dissimilarities, which may assist in establishing that a substantial part has not been copied, may also assist in showing that there has been no copying in fact.”

Αναφέρεται ως παράδειγμα η υπόθεση Gomme Ltd. v. Relaxateze Upholstery Ltd. [1976] R.P.C. 377, που αφορούσε σχέδια επίπλων, στην οποία και παραπέμπουμε. Όπως και στη σημαντική υπόθεση Francis Day, ανωτέρω.

Η αντιγραφή δε χρειάζεται να είναι ακριβής, λέξη προς λέξη.  Δεν αποτελεί ασφαλώς υπεράσπιση η ελαφριά γλωσσική αλλοίωση του κειμένου. Η μέθοδος αυτή δεν το μετατρέπει σε ατομική πνευματική δημιουργία. Διαφορετικά η κατοχύρωση του δικαιώματος δε θα είχε πρακτική αξία.

Έχουμε αναφερθεί στο γραπτό μέρος της αγόρευσης των δικηγόρων του εφεσείοντα, που επιτρέψαμε, στην προσπάθεια και επιθυμία όλων των παραγόντων της δίκης να επιταχυνθεί η διαδικασία. Εκτείνεται σε 70 δακτυλογραφημένες σελίδες. Χωρίζεται σε “ενότητες”, όπως αποκλήθηκαν. Η πρώτη αφορούσε, ως προελέχθη, το βασικό μύθο των έργων. Ακολουθούν διάφορες “ενότητες” που ασχολούνται ειδικευμένα με τους πρωταγωνιστές του έργου, πολλά δευτερεύοντα πρόσωπα, τα διάφορα επεισόδια, όπως τα εγκλήματα στα έργα, τις δίκες κ.ο.κ. Σφαιρικός σκοπός της ανάλυσης αυτής ήταν να καταδειχθεί, μέσω των “συνταρακτικών”, όπως χαρακτηρίστηκαν, ομοιoτήτων των δύο μυθιστορημάτων, η αντιγραφή.

Όλα αυτά αντέκρουσε ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων γραπτώς, σύμφωνα πάλιν με τις οδηγίες μας. Ο κ. Μελίδης είχε αρχικά κάποιες αντιρρήσεις για το περιεχόμενο της παραπάνω γραπτής αγόρευσης. Βασικά διότι επεκτείνεται κατά πολύ το φάσμα των περιπτώσεων που αναφέρει η έκθεση απαίτησης. Αυτό είναι αλήθεια. Δε θα επιτρέψουμε τον εκτραχηλισμό από τα επικρατούντα θέσμια διεξαγωγής της εφετειακής δίκης. Όμως μπορούμε να σταθμίσουμε ό,τι δυνατό να αποτελεί γενικές ομοιότητες που υποστηρίζουν την εκδοχή του εφεσείοντα. Μας ενθαρρύνουν στην αντιμετώπιση αυτή όσα γράφουν οι Copinger [*1233]and Skone James, ανωτέρω, στην παράγραφο 660 στη σελ. 286:

“A plaintiff, whether on motion for interlocutory relief, or in an action, is expected to indicate, in an exhibit to an affidavit or in particulars to a statement of claim, by reference to parallel passages or otherwise, the parts he mainly relies upon as constituting an infringement, though he may well reserve the right at the trial to rely upon general similarities as further evidence of piracy.”

Είναι κατάλληλος τώρα ο χρόνος να εξετάσουμε ένα γενικό λόγο που συνάπτεται με το θέμα “ομοιότητες”. Στην πραγματικότητα είναι διττός. Το θέμα θίγουν οι λόγοι 6 και 13:  ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δε διεξήλθε μία προς μία τις περιπτώσεις αυτές και δεν προέβη σε χωριστό εύρημα υποστηριζόμενο από αιτιολογία. Η παράλειψη αυτή ήταν, κατά την εισήγηση (του κ. Λ. Κληρίδη) πρωτοφανής. Και αποτελεί άλλο ολίσθημα, που επιβάλλει την επανεκδίκαση. Διευκολύνει η παράθεση του αποσπάσματος της απόφασης που προκάλεσε την έντονη αυτή κριτική:

“Δεν θα επιχειρήσουμε να αντιπαραβάλουμε και να συγκρίνουμε κάθε μία ξέχωρα και τις 80 περιπτώσεις που αναφέρονται στην Έκθεση Απαίτησης. Τούτο το πράξαμε κατά την ετοιμασία της απόφασης. Δεν θα το καταγράψουμε όμως λόγω οικονομίας χώρου.

Από την εμπεριστατωμένη σύγκριση που κάναμε δεν συναντήσαμε να μεταφέρεται στο βιβλίο του Έκο αυτούσια καμμιά από τις ισχυριζόμενες ομοιότητες. Τούτο ισχύει περισσότερο σε ότι αφορά ολόκληρα χωρία ή φράσεις.”

Δεν υπάρχει πρότυπο συγγραφής της δικαστικής απόφασης.  Πρέπει όμως απαραίτητα - είναι εξάλλου συνταγματική επιταγή - να ενυπάρχουν σε αυτή τα συστατικά της αιτιολογημένης απόφασης.  Βασικά να προσδιορίζει τα επίδικα θέματα στις σωστές τους διαστάσεις, επιλύοντας τα πάνω σε αιτιολογημένη βάση. Από τη σκοπιά αυτή η απόφαση είναι έγκυρη. Του πιο πάνω αποσπάσματος προηγούνται και έπονται, σε έκταση, οι λόγοι και τα συμπεράσματα του δικαστηρίου γιατί οι προταθείσες περιπτώσεις, που είχε συγκρίνει και αντιπαραβάλει, δεν συνιστούν ομοιότητες. Στην ουσία της δεν περιορίστηκε η απόφαση σε παραδείγματα που καταγράφει. Αυτό συνάγεται και από την εξής πρόταση προ των παραδειγμάτων:

“Δεν είναι κατορθωτό σε μια απόφαση που θέλουμε να περιο[*1234]ρίσουμε σε έκταση να αραδιάσουμε ένα προς ένα όλα τα αποσπάσματα που χαρακτηρίζονται σαν ομοιότητες.  Θα δώσουμε όμως ορισμένα απτά δείγματα που υποστηρίζουν τα όσα εκθέσαμε πιο πάνω.”

Δε θα εξυπηρετούσε κανένα χρήσιμο σκοπό η μεταφορά της πολυσέλιδης έκθεσης απαίτησης και η ένταξή της στην απόφαση.  Δεν υπάρχει τέτοια υποχρέωση. Ο φόβος των συνηγόρων ότι η παράλειψη στερεί το δικαστήριο αυτό της δυνατότητας, να ελέγξει την ορθότητα της απόφασης, δεν ευσταθεί. Μπορεί στην περίπτωση που είναι λανθασμένη να προσβληθεί, πράγμα που έγινε και μάλιστα σε μεγάλη έκταση.

Ένα άλλο σημείο - το τρίτο και τελευταίο που ανέπτυξε ο κ. Λ. Κληρίδης - που θα δικαιολογούσε επίσης, κατά την άποψή του, διάταγμα επανεκδίκασης είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο μετακύλησε βάρος απόδειξης στους ώμους του εφεσείοντα, το οποίο δεν είχε. Του απέδωσε την υποχρέωση να αποδείξει ότι ο συγγραφέας του τεκμ. 2 είχε πρόσβαση στο έργο του, ενώ ήταν υποχρέωση των εναγομένων να αποδείξουν πως ο τελευταίος δεν είχε τέτοια ευχέρεια. Αυτό ακριβώς υποστηρίζει και το απόσπασμα από την απόφαση Francis Day Hunter, ανωτέρω, που επικαλέστηκε, αλλά παρανόησε η πρωτόδικη απόφαση.

Η σκέψη της απόφασης, που ενδιαφέρει εδώ, είναι ότι ακόμη και σε περίπτωση που το ένα έργο είναι βασικά απαράλλαχτο με το άλλο δε θεωρείται πως υπάρχει αναμφισβήτητη μαρτυρία αντιγραφής. Υπάρχουν περιθώρια να αποδειχθεί πως ήταν αδύνατο για το συγγραφέα που κατηγορείται για πειρατεία να είχε πρόσβαση ή να είχε λάβει γνώση του έργου που τυγχάνει προστασίας. Ο κ. Λ. Κληρίδης δε διαφωνεί με την πρόταση αυτή. Όμως είπε πως εφαρμόστηκε λανθασμένα. Και αναφέρθηκε στο εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία από τον ενάγοντα/εφεσείοντα ότι “Ο Αφορισμένος” μεταφράστηκε στα ιταλικά ή άλλη γλώσσα ή έστω ότι αντίτυπα του έργου στάληκαν στο εξωτερικό.  Και το εύρημα ότι από την αναντίλεκτη γνώση της αρχαίας ελληνικής από τον Ουμπέρτο Έκο δεν εξυπακουόταν και γνώση της νεοελληνικής. Το συμπέρασμα της πρωτόδικης απόφασης ότι το βιβλίο του εφεσείοντα δεν ήταν προσβατό στον Έκο παραβιάζει την παραπάνω αρχή, που αφορά το βάρος απόδειξης.

Πρέπει να λεχθεί ότι το εφετήριο δεν περιέχει τέτοιο λόγο έφεσης, που αποτελεί την προϋπόθεση συζήτησής του. Το μόνο παρα[*1235]πλήσιο ζήτημα είναι αυτό που θίγει ο λόγος 20, που είναι όμως άκυρος γιατί, όπως προκύπτει από το κείμενο που παραθέσαμε, βασίζεται σε ψευδοαιτιολογία.

Εν πάση πάντως περιπτώσει η θέση για το βάρος απόδειξης στο υπό συζήτηση ζήτημα, όπως εκτίθεται στο απόσπασμα που χρησιμοποίησε η πρωτόδικη απόφαση, είναι ορθή.  Τη δέχθηκαν άλλωστε και οι δικηγόροι του εφεσείοντα. Ολοκληρώνουμε με άλλο σχετικό παράθεμα από την απόφαση Francis Day Hunter, ανωτέρω, στη σελ. 598:

“In literary copyright, if substantial similarity is proved, the presumption of copying is irrebuttable unless the defendant can prove, for example, that he was in prison without access to books.”

H εφαρμογή της αρχής υπήρξε στο σημείο αυτό εσφαλμένη.  Ωστόσο το ζήτημα, και να είχαμε τη δυνατότητα κανονικής εξέτασής του, δε θα είχε το αποτέλεσμα που προώθησε ο συνήγορος. Όπως παρατήρησε ο Κωνσταντινίδης Δ., κατά τη συζήτηση - και φαίνεται να δέχθηκε ο κ. Κληρίδης - το θέμα θα έχει σημασία αν φανεί πως υπάρχουν ουσιώδεις ομοιότητες. Πρέπει φυσικά να υπογραμμισθεί ότι:

(1) ένα έργο είναι δεκτικό πειρατείας έστω και αν ο άλλος συγγραφέας δε γνωρίζει την ύπαρξή του: Clerk & Lindsell on Torts, παράγραφος 28-34, σελ. 1564:

“Α man may pirate a work of the very existence of which he is unaware.”

και

(2) το βάρος απόδειξης ότι υφίστανται ουσιαστικές ομοιότητες, που καταδείχνουν αντιγραφή, έχει πάντοτε ο ενάγων.”

Λόγοι 16, 17, 26 και 27

Θα εξετάσουμε τα παράπονα αυτά μαζί λόγω της συνάφειάς τους. Με τους λόγους 16 και 17 έχουμε δύο συγκεκριμένα παραδείγματα, που σχολιάζει η εκκαλούμενη απόφαση, τα οποία ο εφεσείων πρόβαλε ως επιλήψιμες ομοιότητες. Το πρώτο είναι στη σελ. 26 του τεκμ. 1, που μιλά ο Γοργίας στο γέρο σύντροφό του και ό,τι εμφανίζεται ως ομοιότητα το συναντάμε στη σελ. [*1236]629 του τεκμ. 2. Η δεύτερη περίπτωση (αντικείμενο του λόγου 17) είναι παρμένη από τις σελίδες 33 και 271 των δύο μυθιστορημάτων αντίστοιχα. Η επίκριση και στις δύο περιπτώσεις είναι ότι το δικαστήριο απέτυχε να διαπιστώσει εμφανείς ομοιότητες.  Ιδού τα σχετικά κείμενα:

“Σελ. 26 από τον “Αφορισμένο”

Καλό είναι τ’ άγαλμα, δε λέω, μα πιο καλό το βιβλίο. Εδώ έγραψαν σκέψεις και σκέψεις οι πιο σοφοί της Ελλάδας. Αργότερα, όταν κάηκε η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, μόνο έμεινε το βιβλίο τούτο, πόχει όλη τη σοφία του Κόσμου. Τούτο έχει αξία μεγάλη.

Σελ. 629 “Το Όνομα του Ρόδου”

“Τότε γιατί”, είπε, “επέτρεψε να χαθεί αυτό το κείμενο μες στην πορεία των αιώνων, και να σωθεί ένα μόνον αντίγραφό του, και το αντίγραφο αυτού του αντιγράφου, που ποιός ξέρει πού κατέληξε, να παραμείνει θαμμένο για χρόνια στα χέρια ενός απίστου που δεν ήξερε ελληνικά, κι έπειτα να κείτεται εγκαταλελειμμένο στη μοναξιά μιας παλιάς βιβλιοθήκης.

Σελ. 33 “Ο Αφορισμένος”

Ούτε που πέρνανε είδηση τα νέα κύματα που πλημμύριζαν την ανθρωπότητα. Νέα ρεύματα, νέες προλήψεις. Έπαυε ο άνθρωπος να πιστεύει στις παλιές του ιδέες.  Σιγά-σιγά νέες ιδεολογίες φαίνονταν.

Σελ. 271 “Το Όνομα του Ρόδου”

...... χρειάζεται ένα είδος θεολογίας. Πίστευε ότι η καινούρια επιστήμη της φυσικής θα’ πρεπε να είναι το νέο μεγάλο εγχείρημα των σοφών, ώστε, με μια διαφορετική γνώση των φυσικών διαδικασιών να συντονίσουν τις στοιχειώδεις ανάγκες, ........  Η νέα επιστήμη, η νέα φυσική μαγεία.”

Και από την απλή ακόμη ανάγνωση φαίνεται ότι είναι ανύπαρκτο θέμα αντιγραφής. Όπως παρατηρεί η επίδικη απόφαση, οι λέξεις ή οι φράσεις του κειμένου καθαυτές δεν προδίδουν ομοιότητες. Ούτε, προσθέτουμε, άλλο συνεκτικό δεσμό που να δείχνει μίμηση. Περαιτέρω σημειώνει η απόφαση - και συμφωνούμε - πως δεν ολοκληρώνεται το κείμενο με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται το [*1237]νόημα. Ο Χόρχε προχωρεί (στο τεκμ. 2) να πει πως επεδίωκε την απόκρυψη του βιβλίου για όσο μπορούσε περισσότερο χρόνο (αναφέρει 50 χρόνια). Ήθελε - και αυτό είναι το νόημα - να παρεμποδίσει μετάδοση της γνώσης από το αρχαίο κείμενο, που ερχόταν σε σύγκρουση με τις θρησκευτικές δοξασίες και συντηρητικές αντιλήψεις της εποχής, που ενστερνιζόταν και διακήρυσσε και ο ίδιος. Δεν ήταν αυτό το πνεύμα (και επίσης το γράμμα) του κειμένου του άλλου μυθιστορήματος. Ούτε υπήρχε τέτοια προοπτική. Μιλούσε ο δάσκαλος στον γέρο-Γιώργη μετά την ανακάλυψη του αγάλματος της Αφροδίτης.

Περαιτέρω η σκηνή στο “Όνομα του Ρόδου” αποτελεί την κορύφωση της αντιπαράθεσης των δύο ηρώων. Τίποτε τέτοιο δεν υπάρχει στο άλλο κείμενο. Και θα έχανε τη σοβαρότητα της η συζήτηση αν ένας διέβλεπε στοιχείο αντιγραφής μόνο και μόνο επειδή μνημονεύεται στα δύο κείμενα η λέξη “βιβλιοθήκη”. Εξάλλου η πιθανότητα να προκληθεί σύγχιση ήταν ανύπαρκτη εφόσον σε καμιά περίπτωση το τεκμ. 2 δεν κάμνει αναφορά στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας.

Στο δεύτερο παράδειγμα, πέραν του ότι δε δίδεται ολοκληρωμένη εικόνα των συμφραζομένων, υπάρχει και κάποια παραποίηση του κειμένου. Η πρωτόδικη απόφαση κακίζει τη μέθοδο αυτή και σημειώνει ότι χρησιμοποιείται - και είναι ορθό εύρημα - σε αρκετές περιπτώσεις. Η ίδια μεθοδολογία ακολουθείται και σε ένα τρίτο παράδειγμα, που μνημονεύει η απόφαση, και είναι στη σελ. 53 του τεκμ. 1 και στη σελ. 176 του τεκμ. 2. Ας σημειωθεί ότι ο ισχυρισμός για ομοιότητες έγκειται στη λέξη “γέλιο” που απαντάται και στα δύο κείμενα. Με το λόγο 27 ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η σύγκριση έπρεπε να γίνει με τη σελ. 133 του τεκμ. 2 και όχι με την 176:

“Αυτό αποδεικνύει ότι το γέλιο συγγενεύει με τον θάνατο και τη φθορά του σώματος.”

(σελ. 133)

Καμιά συνάφεια. Στην περίπτωση του τεκμ. 2 η αναφορά αυτή απομονώνεται από μια μακρά και ψηλού επιπέδου συζήτηση, σε δείπνο των μοναχών, μεταξύ Γουλιέλμου και Χόρχε.

Με το λόγο 26 επικρίνεται το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν υποδείχθηκαν, ως ομοιότητες, οι περιπτώσεις που καταγράφουν οι λόγοι 16 και 17. Η σύγκριση, κατά τον εφεσείοντα, έπρεπε να γίνει με τη σελ. 27 και όχι με την 33, που χρησιμοποιεί η απόφα[*1238]ση. Λάθος. Διαπιστώνεται αμέσως, αν κοιτάξει ένας την παράγραφο 41 της έκθεσης απαίτησης, στην οποία αναγράφεται ο ακριβής αριθμός των σελίδων και αντιπαραβάλλονται τα δύο κείμενα. Η εκκαλούμενη απόφαση τα εξέτασε όπως ακριβώς εμφανίζονται στην παράγραφο αυτή. Το απόσπασμα της σελ. 27 του τεκμ. 1 σε σχέση με τη σελ. 271 του τεκμ. 2, αφορά άλλη, κατά τον εφεσείοντα πάντοτε ομοιότητα, που εκτίθεται στην έκθεση απαίτησης με αρ. 47 και δε σχολιάστηκε ειδικά από το πρωτόδικο δικαστήριο.

Λοιποί λόγοι έφεσης

Οι εναπομείναντες λόγοι αμφισβητούν την ορθότητα των αιτιολογικών σκέψεων του πρωτόδικου δικαστηρίου, που το οδήγησε στο θεμελιώδες συμπέρασμά του πως δεν υπήρχαν ομοιότητες σε κανένα πεδίο, είτε την πλοκή είτε τη μορφή, έτσι ώστε “το Όνομα του Ρόδου” να αποτελεί αντιγραφή ή αναδημοσίευση του τεκμ. 1. Και ότι ακόμη οι δύο μύθοι δεν συμπίπτουν. Οι ελάχιστες ομοιότητες, όπως περαιτέρω παρατηρεί, είναι συμπτωματικές ή συναρτώνται με κοινούς τόπους, όπως είχε αναφέρει και ο μάρτυρας Τ. Βαγενάς.

Η πρωτόδικη απόφαση περιέλαβε μια λεπτομερειακή ανάλυση των απαραίτητων συγκρίσεων. Δε χρειάζεται να την επαναλάβουμε εκτός για να τονίσουμε, συνοπτικά, τα βασικά. Η ιστορία του τεκμ. 1 είναι σύγχρονη. Η άλλη εκτυλίσσεται το μεσαίωνα. Η εξωτερική εμφάνιση, όπως και η ψυχοσύνθεση των αντίστοιχων χαρακτήρων δεν ταυτίζεται. Η μετάβαση του Γουλιέλμου στο μοναστήρι δε συνδέεται, όπως στον “Αφορισμένο”, με την ανεύρεση του αγάλματος και του βιβλίου. Αντικειμενικός της στόχος ήταν να μεσολαβήσει ο ήρωας μεταξύ των δύο αντιφρονούντων παρατάξεων και να διευθετήσει την ακατασίγαστη διαμάχη τους. Η περίοδος που καλύπτει είναι διαφορετική. Η ιστορία του τεκμ. 1 συμπληρώνεται σε 6 μήνες. Του άλλου βιβλίου σε 7 ημέρες. Οι διαφορές επεκτείνονται και στον τρόπο εκτέλεσης των φόνων. Η δράση στο “Όνομα του Ρόδου” είναι μέσα στο μοναστήρι. Δε συμβαίνει το ίδιο με το άλλο έργο. Τα μυθιστορήματα έχουν διαφορετικό ξεκίνημα και τέλος. Οι μύθοι διαφέρουν.

Η πρωτόδικη απόφαση διαπιστώνει ότι τα χωρία που προτάθηκαν ως ομοιότητες είναι διάσπαρτα στα δύο βιβλία. Χρονολογικά δε συμπίπτουν. Όπως επί λέξει αναφέρεται “δεν ακολουθούν μια λογική σειρά στην εξελικτική πορεία των δύο μύθων.” Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε τα κείμενα και υπό το πρίσμα [*1239]που εισηγήθηκε ο εφεσείων “κατά πόσον εννοιολογικά υπήρχε σύμπτωση”. Αν, δηλαδή, αποδίδουν το ίδιο νόημα στον αναγνώστη έστω και αν διαφέρουν φραστικά. Κρίθηκε ότι σε καμιά περίπτωση δεν υφίσταται είτε εννοιολογική είτε πραγματική ομοιότης. Επεξηγώντας περαιτέρω τα κύρια συμπεράσματά του, το πρωτόδικο δικαστήριο δέχεται ότι, εκτός από το νοηματικό τους περιεχόμενο, οι περιπτώσεις στις οποίες βασίζεται ο εφεσείων, διαφέρουν μορφολογικά και χρονικά.

Λείπει επίσης η μεταξύ τους συνοχή. Σχολιάζοντας τη μαρτυρία του ενάγοντα, το δικαστήριο εκφράζει την άποψη πως τα συμπεράσματα του (ενάγοντα) δεν είναι ορθά γιατί χρησιμοποιεί ανύπαρκτα στοιχεία. Ακόμα προσφεύγει στη σποραδική παράθεση λέξεων ή φράσεων που δεν μπορεί να συσχετισθούν, για να βγάλει τα δικά του υποκειμενικά συμπεράσματα. Παράλληλα παραπλανεί γιατί παραθέτει συχνά ασυμπλήρωτες από το τεκμ. 2 περικοπές για να κάμει συγκρίσεις. Η εκτίμηση του δικαστηρίου προχωρεί και τελειώνει με τα εξής:

“Η εντύπωση αυτή της παραπλάνησης είναι έντονη σε κάποιον που περιορίζεται στη μελέτη των συγκρίσεων της μεθόδου αυτής χωρίς να μελετήσει αμφότερα τα βιβλία αλλά περιορίζεται μόνο στη σύγκριση. Πιστεύουμε ότι μερικοί από τους μάρτυρες του Ενάγοντα επέλεξαν αυτή τη μέθοδο σύγκρισης. Θα λέγαμε ότι υπάρχει κυριολεκτικά ένα ανακάτεμα των όσων εκτέθηκαν σαν ομοιότητες χωρίς κανένα συσχετισμό χρονικά, εννοιολογικά ή μορφολογικά και εντελώς ασυνάρτητα και ασύνδετα.”

Δεχόμαστε ως ορθές τις παραπάνω εκτιμήσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, τις σχετικές παρατηρήσεις και συμπεράσματά του.  Θα προσθέσουμε αργότερα μερικά δικά μας σχόλια.

Δεν αποτιμήθηκαν τα δύο μυθιστορήματα από αισθητική ή λογοτεχνική σκοπιά. Ούτε έχουμε εμείς την πρόθεση. Η λογοτεχνική αξία δεν είναι προϋπόθεση της κάλυψης και προστασίας που προσφέρει ο νόμος. Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρ. 2 του νόμου, τα μυθιστορήματα, όπως και τα άλλα είδη του λόγου που κατονομάζει, προστατεύονται “ανεξαρτήτως φιλολογικής ποιότητος”. Ο καθηγητής Κουμάντος, στη σελ. 110, στο σύγγραμμα του “Πνευματική Ιδιοκτησία”, της 6ης έκδοσης παρατηρεί εύστοχα:

“Το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι καταρχήν [*1240]αξιολογικά ουδέτερο ......”

Σε ό,τι ακολουθεί εντοπίζεται, πιστεύουμε, η ratio legis:

“Aυτή η ουδετερότητα είναι απαραίτητη για να περιφρουρηθεί η πνευματική ιδιοκτησία από τις αναπόφευκτες αβεβαιότητες και τον υποκειμενικό χρωματισμό κάθε αξιολογικής κρίσης - κάτι που θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο για ένα δικαίωμα με περιγράμματα κάπως ασαφή.”

Bλέπε επίσης Copinger and Skone James on Copyright, ανωτέρω, παράγραφο 152, σελ. 59. Η καλλιτεχνική αξία δε θεωρήθηκε από παλιά κριτήριο. Στη University of London Press Ltd., ανωτέρω, ο δικαστής Peterson παρατηρεί με εκφραστική σαφήνεια:

“.............. In my view the words “literary work” cover work which is expressed in print or writing irrespective of the question whether the quality or style is high.”

Οι συζεύξεις που επιχειρούνται για να αποδειχθεί μίμηση κινούνται σε ένα επιφανειακό επίπεδο. Σπασμωδικά. Χωρίς εσωτερική συνοχή. Δε διακρίνει ένας να υπάρχει η σχέση αιτίας και αιτιατού, την οποία απαιτεί η νομολογία. Πολλές φορές δε βγαίνει το πραγματικό νόημα από την ελλειπτική παρουσίαση των κειμένων. Γενικά οι προβληματισμοί και η μορφοποίηση τους είναι διαφορετικοί. Θα δείξουμε αμέσως τι εννοούμε με κάποιες παραπομπές στην έκθεση απαίτησης και το γραπτό κείμενο της αγόρευσης:

Έκθεση Απαίτησης

45)  Η αντίθεση του καλού και του κακού.

45α)  Ένα σανίδι, μια πέτρα στη μέση, και δυο παιδιά είναι όλα, όλα. Τα παιδιά είναι το μίσος και η αγάπη, ανεβοκατεβαίνουν. Κι’ όλο το ένα κι’ όλο το άλλο πηγαίνει κι’ έρχεται ψηλά.

“Αφορισμένος σελ. 80”

45β)  Ούτε σκέπτονταν να αναμορφώσουν τον κόσμο, γιατί, κατ’ αυτούς, η αντίθεση μεταξύ καλού και κακού δεν θα μπορέσει να διευθετηθεί ποτέ.

“Όνομα του Ρόδου σελ. 262.”

Η περικοπή από το τεκμ. 1 είναι απο μονόλογο του κεντρικού [*1241]ήρωα μετά που είδε στην εκκλησία του χωριού τη Ρηνέλα και την ερωτεύθηκε. Προηγούνται οι εξής προτάσεις:

“Παράξενο πράμα ο άνθρωπος, παράξενο!  Όλοι τούτοι φλογίζονταν, μούγγριζαν από αγάπη. μπήκα κι’ εγώ! Κοίταξα!  Τι ν’ αγαπήσω;  Ούτε εικόνες είχε ν’ αγαπήσω, ούτε παπάδες είχε. Σε μένα αντί η θρησκεία ήρτε η αγάπη, ο έρωτας. Άναψα κι’ εγώ, έγινε φωτιά και ξάφνου το μίσος μου έλειωσε, μετάλλαξε μέσα μου.  Ε! Δάσκαλε, μη σου φαίνεται παράξενο.”

Μετά έχουμε το επίμαχο απόσπασμα. Έπεται η φράση:

“Έκλεισε θλιμένα τα μάτια του ο Δάσκαλος. Την έφερε μπροστά του”.

Στο τεκμ. 2 ο Γουλιέλμος μιλά στον Άντσο και για τις διάφορες αιρέσεις.  Για να φανεί κάπως καλύτερα το γενικότερο πλαίσιο καταγράφουμε μερικές φράσεις που προηγούνται και που έπονται του επίδικου αποσπάσματος:

“Οι Καθαροί πίστευαν ότι ο κόσμος διαιρείται στις αντίθετες δυνάμεις του Καλού και του Κακού, και έκτισαν μια Εκκλησία όπου οι τέλειοι χωρίζονταν από τους απλούς πιστούς, και είχαν δικά τους μυστήρια και τελετές· είχαν εγκαθιδρύσει μια άκαμπτη ιεραρχία, όμοια σχεδόν με αυτήν της Αγίας μας Μητρός Εκκλησίας, και δεν σκοπεύανε καθόλου να καταστρέψουν κάθε μορφή εξουσίας. Έτσι εξηγείται γιατί προσκολλήθηκαν στους Καθαρούς και άνθρωποι της διοικήσεως, κτηματίες, φεουδάρχες.”

Ακολουθεί το απόσπασμα της έκθεσης απαίτησης. Η συνέχεια έχει ως εξής:

“Αντίθετα ακόμα οι Βάλδιοι (και μαζί τους οι Αρναλδιστές και οι Πένητες της Λομβαρδίας) ήθελαν να κτίσουν έναν διαφορετικό κόσμο με το ιδανικό της πενίας, και έτσι μάζευαν τους απόκληρους, και ζούσαν σε κοινόβια με τη δουλειά των χεριών τους.”

Παρουσιάζονται τα αποσπάσματα ως ομοιότητες διότι, σύμφωνα με την παρατήρηση της έκθεσης απαίτησης “Το μίσος και η αγάπη, όπως το καλό και το κακό διαρκώς ανεβοκατεβαίνουν χωρίς ποτέ να υπάρξει διευθέτηση”. Το απόσπασμα αυτό, όπως και πολλά άλλα, αποκαλύπτει τη μεθοδολογία της σύγκρισης, που εί[*1242]ναι άνιση, ελλιπής και συχνά παραπλανητική αφενός και τη χαρακτηρίζει η σπασμωδικότητα και σποραδικότητα αφετέρου.  Δεν είναι αυτό το κριτήριο αντιγραφής, όπως το εξηγήσαμε.

Στην έκθεση απαίτησης με αρ. 50 η ταυτότητα προκύπτει, κατά τον εφεσείοντα, από κοινή αναφορά στην πιο μεγάλη βιβλιοθήκη της Χριστιανοσύνης που είχε καεί:

“50)            Οι πιο Μεγάλες Βιβλιοθήκες

50α)  Αργότερα, όταν κάηκε η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, μόνο έμεινε το βιβλίο τούτο, πόχει όλη τη σοφία του Κόσμου.

     “Αφορισμένος σελ. 26”

50β)  “Ήταν η πιο μεγάλη βιβλιοθήκη της Χριστιανοσύνης” είπε ο Γουλιέλμος.

     “Όνομα του Ρόδου σελ. 645”

Αυτή η απομονωμένη και περιορισμένης έκτασης παράθεση μερικών μόνο προτάσεων, δυνατόν κάποτε να δημιουργεί, από μια πρώτη άποψη, λανθασμένη εντύπωση. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο γιατί δε φαίνονται οι συσχετισμοί με τα συμφραζόμενα, αλλά γιατί ελλείπουν και οι συνειρμοί που δημιουργούνται από άλλα μέρη του βιβλίου. Η απομόνωση της φράσης του Γουλιέλμου δίνει λανθασμένη εικόνα. Από την ανάγνωση της ίδιας σελίδας του βιβλίου είναι φανερό ότι καιγόταν ολόκληρο το μοναστήρι. Σχολιάζονται περαιτέρω και άλλα οικοδομήματα που κατέστρεψε η φωτιά. Πέραν τούτου στη σελ. 56 ο ηγούμενος δίνει το ιστορικό και το μυστικό της βιβλιοθήκης του μοναστηριού στο Γουλιέλμο. Με την ευκαιρία αυτή έγινε συζήτηση πάνω σε περιεχόμενο βιβλίων που φυλάγονταν στο μοναστήρι και που, κατά τον ηγούμενο, περιείχαν ψεύδη. Έτσι ήταν πολύ περιορισμένη η πρόσβαση στους χώρους της. Ο ηγούμενος μιλώντας με τον Γουλιέλμο, ο οποίος ήθελε να την εξερευνήσει για να εξιχνιάσει τα εγκλήματα, τού είπε:

“Η βιβλιοθήκη δημιουργήθηκε σύμφωνα μ’ ένα σχέδιο που έμεινε σκοτεινό ανά τους αιώνες και που κανένας μοναχός δεν αξιώθηκε να μάθει. Μόνον ο βιβλιοθηκάριος μαθαίνει το μυστικό από τον προκάτοχό του, και το κοινοποιεί, όσο είναι ακόμη ζωντανός, στον βοηθό του, ώστε να μην τον προλάβει ο θάνατος και στερήσει την κοινότητα απ’ αυτήν τη γνώση. Τα χείλη τους είναι σφραγισμένα, φυλάγοντας το μυστικό. Μόνον ο βιβλιοθηκάριος γνωρίζει και έχει το δικαίωμα να κινείται στον λαβύρινθο των βιβλίων, μόνο αυτός ξέρει πού θα τα βρει και πού θα τα τοποθετήσει, μόνον αυτός είναι υπεύθυνος για τη συντήρηση τους.”

Είναι λοιπόν η βιβλιοθήκη ένα λειτουργικό στοιχείο της εξέλιξης της πλοκής, κεντρικής σημασίας, ενώ στην περίπτωση του “Αφορισμένου” έχουμε μόνο εκείνη την παρατήρηση μόλις βρέθηκε το άγαλμα.  Για να συμπληρώσουμε πρέπει να πούμε ότι το θέμα της βιβλιοθήκης βρίσκεται πάντοτε στο επίκεντρο του βιβλίου και σε αυτή διαδραματίζονται πλείστα όσα επεισόδια.  Καμιά σχέση δε διακρίνουμε στις δύο αναφορές.

Γραπτή αγόρευση ημερ. 19/7/96 σελ. 32

“Η επιστήμη είναι η θρησκεία”

Η παράθεση των περικοπών είναι πάλιν σύντομη και αποσπασματική. Γίνεται επιλεκτική χρήση για να συμπέσουν κάποιες λέξεις, όπως “η φύση”. Ο Γοργίας στο βιβλίο του εφεσείοντα  απολογείται κατά τη δίκη του:

“- Η θρησκεία μου εμένα είναι τούτη. Μιά και καθάρια: Η επιστήμη· τούτη είναι η θρησκεία μου χωρίς Θεό. Εύκολο. χωρίς Θεό, λέω.  Κι’ ο άνθρωπος πώς φτιάχτηκε; Κι’ εγώ λέω από τη φύση φτιάχτηκε. Να, έγινε από την ένωση αρσενικών και θηλυκών μικροοργανισμών. Τούτα βγήκαν έξω από τον κύκλο της ακινησίας, μπήκαν στην κίνηση, στην συγκόλληση των μορίων. Κάποτες ήσαν όλα νεκρά, όπως το χώμα, να πούμε, όπως η γης και ξάφνου οι μικροοργανισμοί αρχίζουν σιγά-σιγά να ενώνουνται, θέλουν την ανταλλαγή των σωμάτων, τους, έτσι έλκονται και ενώνουνται. Γίνεται έτσι λίγο πιο μεγάλος μικροοργανισμός και .........”

(σελ. 140 “Ο Αφορισμένος)

Στο τεκμ. 2 πρόκειται για συζήτηση μεταξύ Γουλιέλμου και Άντσο, στην οποία ο πρώτος μιλά για τις πεποιθήσεις των Απλών στην Εκκλησία σε συνδυασμό με τις επιστημονικές απόψεις του [*1244]Ρογήρου Βάκωνα καθώς και άλλων. Και για ένα περιορισμένο απόσπασμα της σελ. 271 το θέμα του οποίου αναπτύσσεται σε πολλές σελίδες. Δίνουμε όμως ένα πιο  ολοκληρωμένο απόσπασμα που φανερώνει πόσο ετερούσιος είναι ο προβληματισμός στην απολογία Γοργία:

“Έτσι πιστεύω ότι, αφού εγώ και οι φίλοι μου υποστηρίζουμε σήμερα πως η πορεία των ανθρώπινων πραγμάτων δεν θα’ πρεπε να νομοθετείται από την Εκκλησία, μα από τη συνέλευση του λαού, στο μέλλον, κατά τον ίδιο τρόπο, εναπόκειται στην κοινότητα των λογίων να προτείνει τη νέα και ανθρώπινη αυτή θεολογία, που είναι η φιλοσοφία της Φύσης και η θετική μαγεία”.

“Υπέροχο εγχείρημα”, είπα, “είναι, όμως, δυνατόν;”.

“Ο Βάκων έτσι πίστευε”.

“Κι εσείς;”.

“Κι εγώ το πιστεύω. Για να το πιστέψεις όμως θα πρέπει να είσαι σίγουρος ότι οι απλοί έχουν δίκιο διότι διαθέτουν τη συναίσθηση της μερικότητος, που είναι το μόνο που αξίζει.  Όμως, αν η συναίσθηση της μερικότητος είναι το μόνο που αξίζει, πώς είναι δυνατόν η επιστήμη να κατορθώσει να ανασυνθέσει τους καθολικούς νόμους μέσω των οποίων, και με την ερμηνεία τους, η θετική μαγεία γίνεται αποτελεσματική;”

(σελ. 271 “Το Όνομα του Ρόδου”)

Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με αυτό τον τρόπο με τις παλιές περιπτώσεις (της έκθεσης απαίτησης), όπως και με τις νέες (που προστέθηκαν ή αναπροσαρμόστηκαν στη γραπτή αγόρευση). Δε χρειάζεται. Τα συμπεράσματα που μπορεί να εξαχθούν είναι τα ίδια.

Στο “Όνομα του Ρόδου” η δράση εκτυλίσσεται σε ένα σταθερό μεσαιωνικό σκηνικό, που στήνει η μυθοπλαστική φαντασία, η πλατιά γνώση και οι μελέτες του συγγραφέα του.  Έχει άρτιες και εκτεταμένες περιγραφές είτε πρόκειται για το ίδιο το μοναστήρι (που γίνεται στην αρχή του βιβλίου κατά την άφιξη των κεντρικών ηρώων) είτε για τις έριδες της καθολικής εκκλησίας και τις αιρέσεις της. Μια απαστράπτουσα πτυχή του βιβλίου είναι το έντονο αστυνομικό στοιχείο, που έχει επίπεδο ιστοριών Σέρλοκ Χόλμς. Είναι η σαγηνευτικά ευχάριστη αφήγηση αστυ[*1245]νομικών περιπετειών σε μοναστήρι, το 1327, που προκαλεί το αδιάπτωτο ενδιαφέρον και την αγωνία του αναγνώστη. Το αστυνομικό μυστήριο διαπερνά ολόκληρη την πλοκή.

Το βιβλίο αυτό είναι ακόμη ένα εκτεταμένο χρονικό των θρησκευτικών πολέμων του 14ου αιώνα.  Και επίσης των μοναστικών ταγμάτων της εποχής και των διαφόρων αιρέσεων που μάστιζαν την καθολική θρησκεία. Ακόμη η στροφή σε αλληγορήματα δεν είναι σπάνια. Η απαγόρευση της χρήσης του δεύτερου ορόφου της βιβλιοθήκης, στον οποίο, κατά τον ηγούμενο, υπήρχαν βιβλία με πολλά ψεύδη, συμβολίζει και ένα διαχρονικό κοινωνικό φαινόμενο. Την προσήλωση σε δόγματα και την εμπέδωσή τους με την παρεμπόδιση της ελεύθερης πρόσβασης και χρήσης της γνώσης.

Διαβάζοντας κανείς τα δύο βιβλία έχει τη συνεχή και έντονη αίσθηση της ετερότητας όλων των στοιχείων που απαρτίζουν ένα μυθιστόρημα, που σε τελική ανάλυση είναι η ίδια η ετερότητα των συγγραφέων τους.  Ο καθένας έθεσε τη δική του χωριστή σφραγίδα στο έργο του.

Για τους παραπάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται. Δε θα τροποποιήσουμε το διάταγμα εξόδων της πρωτόδικης δίκης (1/3 των εξόδων υπέρ των εφεσιβλήτων) για το λόγο που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο. Επιδικάζουμε όμως στο ακέραιο, σε βάρος του εφεσείοντα, τα έξοδα της έφεσης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο