(1997) 1 ΑΑΔ 1246
[*1246]29 Σεπτεμβρίου, 1997
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΕΛΕΝΗ ΛΟΪΖΟΥ ΚΑΣΙΕΡΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ,
Εφεσείοντες,
v.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Εφεσίβλητου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9049).
Aμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Σύγκρουση φορτηγού με αυτοκίνητο σαλούν το οποίο ερχόταν από αντίθετη κατεύθυνση, όταν το σαλούν μπήκε στην πλευρά κατεύθυνσης του φορτηγού — Καθήκον προσεκτικού οδηγού για λήψη αποτρεπτικών μέτρων — Πότε υφίσταται — Πως κρίνονται οι πράξεις οδηγού ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με δίλημμα το οποίο παρουσιάζεται στο δρόμο — Κατά πόσο οδηγός ο οποίος λαμβάνει ένα εσφαλμένο μέτρο κάτω από την αγωνία της σύγκρουσης, είναι ένοχος αμέλειας.
Μαρτυρία — Ευρήματα γεγονότων — Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων — Ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους από το εδώλιο του μάρτυρα — Πότε επεμβαίνει το Εφετείο — Το βάρος αποδείξεως να πείσει το Εφετείο ότι τα ευρήματα είναι εσφαλμένα βρίσκεται στο διάδικο ο οποίος τα αμφισβητεί.
Ο εφεσείων βρήκε το θάνατο όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε συγκρούστηκε στον κύριο δρόμο Λευκωσίας - Τροόδους, με αυτοκίνητο-φορτηγό που οδηγούσε ο εφεσίβλητος από την αντίθετη κατεύθυνση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αγωγή των διαχειριστών της περιουσίας του για αποζημιώσεις, αφού έκρινε ότι η μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσειόντων ήταν αναξιόπιστη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου ότι σε κάποιο στάδιο, για άγνωστο λόγο, ο αποβιώσας άλλαξε κατεύθυνση και κτύπησε στο πίσω μέρος του φορτηγού. Η εκδοχή αυτή, υποστηριζόταν τόσο από την πραγματική μαρτυρία όσο και από τη μαρτυρία του [*1247]εμπειρογνώμονα του αποβιώσαντα.
Οι λόγοι έφεσης εστρέφοντο κατά (1) της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και (2) του συμπεράσματος ότι ο εφεσίβλητος δεν κρίθηκε υπεύθυνος για οποιαδήποτε ευθύνη για το ατύχημα.
Το Εφετείο απέρριψε τον πρώτο λόγο της έφεσης και αποφάνθηκε ότι κατά κανόνα σπάνια επεμβαίνει σε θέματα αξιοπιστίας μαρτύρων. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.
Ο δεύτερος λόγος της έφεσης, απορρίφθηκε για τους πιο κάτω λόγους:
1. Η μικρή απόσταση που χώριζε τα δύο οχήματα ήταν τέτοια που εκμηδένιζε τις δυνατότητες του εφεσίβλητου να προβεί σε οποιοδήποτε ελιγμό για να αποφύγει τη σύγκρουση. Τα περιθώρια για αποτελεσματική αντίδραση όταν ο κίνδυνος συγκεκριμενοποιήθηκε ήταν ελάχιστα ή ανύπαρκτα ενόψει του ότι και τα δύο οχήματα ευρίσκοντο εν κινήσει σε συνάρτηση και με την αγωνία της επικείμενης σύγκρουσης.
2. Οι πράξεις οδηγού ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με δίλημμα, κρίνονται υπό το πρίσμα της διλημματικής κατάστασης που προκάλεσε ο άλλος οδηγός. Σύμφωνα με τη νομολογία, η λήψη εσφαλμένου μέτρου κάτω από την αγωνία της σύγκρουσης, δεν συνιστά κατ’ ανάγκη αμέλεια.
3. Η μοναδική αιτία της σύγκρουσης ήταν η απότομη αλλαγή της πορείας του αυτοκινήτου του αποβιώσαντος το οποίο βρέθηκε στην πλευρά κατεύθυνσης του εφεσίβλητου, ο οποίος οδηγούσε στην άκρα αριστερή πλευρά του δρόμου.
Η έφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.
Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:
Kyriacou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172,
Charalambides v. Hadjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269,
[*1248]Γιαννή κ.ά. v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340,
Σοφοκλή v. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003,
Λοΐζου v. Ρώσσου, Π.Ε. 8784, ημερ. 19.5.94,
Παναγιώτου v. Χατζηγιάννη (1994) 1 Α.Α.Δ. 178,
Δασκάλου v. Βουρία (1994) 1 Α.Α.Δ. 624,
Λεμονάρη v. Πολεμίτη (1995) 1 A.A.Δ. 530,
Πελεκάνου v. Πελεκάνου (1995) 1 Α.Α.Δ. 912,
Bauer v. Ηροδότου (1994) 1 Α.Α.Δ. 325,
Πίτσιλλος v. Ευγενίου (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 691,
Αθανασίου και Άλλος v. Κουνούνη (1997) 1 A.A.Δ. 614,
Χριστοδούλου v. Αγαθοκλέους (1997) 1 A.A.Δ. 396,
Whitehouse v. Jordan [1981] 1 W.L.R. 246,
Mylonas and Others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77,
Sakellarides v. Papasavva and Another (1966) 1 C.L.R. 261,
Imam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207,
Κυριάκου v. Φιλίππου (1992) 1 Α.Α.Δ. 642,
Παπαχριστοδούλου v. Χατζηνεοφύτου (1991) 1 Α.Α.Δ. 426,
Georgiou (No. 2) v. Asproftas and Another (1988) 1 C.L.R. 441,
Βλάσιος v. Αντωνίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 815,
Hadjigeorghiou and Another v. Rodinis (1978) 1 C.L.R. 175,
Γνάφτης v. Χατζηαντώνη (1993) 1 Α.Α.Δ. 1,
Τεμβριώτου v. Αντωνιάδη (1994) 1 Α.Α.Δ. 494,
[*1249]Ioannou and Another v. Michaelides (1966) 1 C.L.R. 235,
Adamis and Another v. Eracleous (1982) 1 C.L.R. 746,
Georgiades v. Hadjisavva (1984) 1 C.L.R. 597,
Roussou v. Aristodemou (1989) 1 C.L.R. 12,
Δημητρίου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 6295, ημ. 20.6.97,
Κωνσταντίνου v. Φιλίππου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1110.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Nικολαΐδης, Π.E.Δ.) που δόθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου, 1993 (Aρ. Aγωγής 4659/86), με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή των διαχειριστών της περιουσίας του αποβιώσαντος σε τροχαίο ατύχημα, εναντίον του εναγόμενου οδηγού του φορτηγού, για αποζημιώσεις.
Ε. Ευσταθίου, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Χρυσάνθου και Ν. Παπαευσταθίου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο Λοΐζος Κασιέρης (“ο αποβιώσας”) βρήκε τον θάνατό του στις 21.12.1984 συνεπεία τροχαίου ατυχήματος. Το αυτοκίνητο που οδηγούσε συγκρούστηκε στον κύριο δρόμο Λευκωσίας-Τροόδους με αυτοκίνητο - φορτηγό - που οδηγούσε ο εναγόμενος-εφεσίβλητος (“ο εφεσίβλητος”) από την αντίθετη κατεύθυνση.
Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία έχει απορριφθεί η αγωγή των διαχειριστών της περιουσίας του αποβιώσαντος εναντίον του οδηγού του φορτηγού, για αποζημιώσεις.
Η μαρτυρία:
Οι ενάγοντες δεν είχαν παρουσιάσει μαρτυρία σχετικά με τις [*1250]συνθήκες κάτω από τις οποίες είχε επισυμβεί η σύγκρουση. Παρουσίασαν μαρτυρία για την προηγούμενη κατάσταση του φορτηγού και τον τρόπο που αυτό συμπεριφερόταν στο δρόμο. Η μαρτυρία προερχόταν από τους Μ.Ε.2 και 3. Και οι δύο είπαν ότι σε προηγούμενες περιπτώσεις - ο ένας μάλιστα λίγο πιο πριν από το ατύχημα - είχαν δει τον εναγόμενο να οδηγεί το φορτηγό και το πίσω μέρος του να προεξέχει του εμπροσθίου. Η μαρτυρία τους συμπληρώθηκε με την μαρτυρία του ειδικού εμπειρογνώμονα, Μ.Ε.5, μηχανοδηγού-εκτιμητή, ο οποίος εξήγησε τους λόγους που η “κάσια” ενός οχήματος μπορεί να προεξέχει του υπόλοιπου οχήματος.
Ο εφεσίβλητος - οδηγός του φορτηγού - ισχυρίσθηκε ότι πρόσεξε το αυτοκίνητο του αποβιώσαντα από μακριά να οδηγείται από την αντίθετη κατεύθυνση. Ο δρόμος ήταν ευθύς, η ορατότητα καλή και ο αποβιώσας εκινείτο ίσια. Όταν ο αποβιώσας πλησίασε το φορτηγό σε απόσταση περίπου 30΄ άλλαξε κατεύθυνση και κατευθύνθηκε προς το φορτηγό, στη λωρίδα κυκλοφορίας του τελευταίου. Ο εφεσίβλητος ήχησε την σειρήνα του αλλά στη συνέχεια ένοιωσε ένα κτύπημα στο πισινό μέρος του αυτοκινήτου του. Προσπάθησε να συγκρατήσει το αυτοκίνητό του στο δρόμο αλλά δεν το κατόρθωσε και το όχημά του τελικά αναποδογυρίστηκε.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο:
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία των Μ.Ε.2 και 3, η οποία σχετιζόταν με την προηγούμενη κατάσταση του φορτηγού ήταν αναξιόπιστη. Αιτιολογώντας την κρίση του ανάφερε ότι η μαρτυρία τους “ήταν αόριστη και με σαφή προσπάθεια να βοηθηθούν οι ενάγοντες στην υπόθεσή τους”. Περαιτέρω υπόδειξε ότι οι “κάποιες αντιφάσεις και κενά που υπάρχουν στην κατάθεσή τους απλώς επιτείνουν την εικόνα που το δικαστήριο σχημάτισε γι’ αυτούς”.
Από την άλλη το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου. Επεσήμανε ότι η εκδοχή του ότι σε κάποιο στάδιο ο αποβιώσας άλλαξε κατεύθυνση και κτύπησε στο πίσω μέρος του φορτηγού “συνάδει τόσο με την πραγματική μαρτυρία, δηλαδή το σχεδιάγραμμα της σκηνής του ατυχήματος στο οποίο φαίνεται ότι το σημείο σύγκρουσης βρίσκεται πέραν της διαχωριστικής γραμμής και εντός της πλευράς του εναγομένου, όσο και με τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονά του”.
Ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου:
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε τις πιο κάτω διαπιστώσεις:
[*1251]“Ο αποβιώσας βρήκε το θάνατο στις 21.12.1984 όταν το αυτοκίνητό του συγκρούστηκε στο δρόμο Λευκωσίας-Τροόδους με το αυτοκίνητο του εναγομένου που ήλαυνε στην αντίθετη κατεύθυνση. Το σημείο σύγκρουσης ήταν στην πλευρά κατεύθυνσης του εναγομένου και σε απόσταση 1΄ 6” από το μέσο της διαχωριστικής γραμμής. Το ασφαλτωμένο μέρος του δρόμου είναι πλάτους 18΄ 6” με τα δύο κράσπεδα εκατέρωθεν του δρόμου πλάτους 2΄ 6” το καθένα. Το αυτοκίνητο του εναγομένου ήταν πλάτους 8΄ 2” ενώ το αυτοκίνητο του αποβιώσαντος 5΄.
..................................................................................................
Η σύγκρουση έγινε όταν το αυτοκίνητο του αποβιώσαντα, για άγνωστο λόγο, παρεξέκλινε της πορείας του και συγκρούστηκε με το πίσω μέρος του αυτοκινήτου του εναγομένου. Σαν αποτέλεσμα της σύγκρουσης ο άξονας του αυτοκινήτου του εναγομένου απεκόπηκε και το αυτοκίνητο αναποδογυρίστηκε ενώ ο οδηγός του άλλου αυτοκινήτου τραυματίστηκε θανάσιμα.”
Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω διαπιστώσεων το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν την οποιανδήποτε αμέλεια του εφεσίβλητου και απέρριψε την αγωγή. Εξ’ ου και η παρούσα έφεση.
Η έφεση:
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων υποστήριξε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο “δεν έλαβε υπ’ όψη ή/και δεν αξιολόγησε ορθώς την μαρτυρία των Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3 των εναγόντων ή/και λανθασμένα αξιολόγησε τις μαρτυρίες αυτών ως αόριστες παρ’ ότι αμφότερες σαφώς και αναντίλεκτα αναφέρονται στην συμπεριφορά, βλάβη ή/και προεξοχή της ‘κάσιας’ του φορτηγού οχήματος του εναγομένου-εφεσίβλητου”.
Αναπτύσσοντας περαιτέρω τον πιο πάνω λόγο έφεσης τόνισε ότι επρόκειτο για “μαρτυρία ακλόνητη, σαφέστατη και συγκεκριμένη η οποία αποτελούσε σπάνια περίπτωση μη αόριστης μαρτυρίας”.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων είχε να επιτελέσει ένα πολύ δύσκολο έργο. Η δυσκολία οφείλεται στην πάγια θέση της νομολογίας η οποία υπαγορεύει ότι στο δικό μας σύστημα η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ’ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρ[*1252]τυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous [1970] 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.ά. v. Χριστοφόρου, Πολιτική Έφεση 8892/12.4.95, Σοφοκλή v. Λεωνίδου, Πολιτική Έφεση 8122/17.12.93, Λοΐζου v. Ρώσσου, Πολιτική Έφεση 8764/19.5.94, Παναγιώτου v. Χ”Γιάννη, Πολιτική Έφεση 8128/18.3.94, Δασκάλου v. Βουρία, Πολιτική Έφεση 9407/14.10.94, Λεμονάρη v. Πολεμίτη, Πολιτική Έφεση 8398/22.5.95, Πελεκάνου v. Πελεκάνου, Πολιτική Έφεση 8896/14.11.95, Bauer v. Ηροδότου, Πολιτική Έφεση 8095/27.4.94, Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 691, Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη, Πολιτική Έφεση 9041/29.5.97, και Χριστοδούλου v. Αγαθοκλέους, Πολιτική Έφεση 9117/18.4.97).
Στην Αθανασίου (πιο πάνω) έγινε αναφορά σε απόσπασμα από την υπόθεση Whitehouse v. Jordan [1981] 1 W.L.R. 246 στο οποίο υπογραμμίζεται ότι το πλεονέκτημα που αποκτά το πρωτόδικο δικαστήριο με το να παρακολουθήσει και να ακούσει τους μάρτυρες πρέπει πάντοτε να γίνεται σεβαστό από το Εφετείο.
Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αμφισβητεί τα ευρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία να πείσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (Βλ. Mylonas and Others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papa Savva and Another (1966) 1 C.L.R. 261, 262 και Imam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208).
Έχουμε εξετάσει προσεκτικά την πρωτόδικη απόφαση σε συνάρτηση με την σχετική μαρτυρία και τις πιο πάνω αρχές. Έχουμε την άποψη ότι δεν υπάρχει τίποτε που να δικαιολογεί την επέμβασή μας στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των πιο πάνω μαρτύρων. Ο σχετικός λόγος έφεσης δεν μπορεί να πετύχει.
Ο δεύτερος λόγος της έφεσης στρέφεται εναντίον του συμπεράσματος του πρωτόδικου δικαστηρίου με το οποίο ο εφεσίβλητος είχε απαλλαγεί από οποιαδήποτε ευθύνη για το ατύχημα. Ο [*1253]ευπαίδευτος συνήγορος υποστήριξε ότι το σχετικό συμπέρασμα ήταν λανθασμένο και αναιτιολόγητο “δεδομένης - όπως το έθεσε - της μαρτυρίας του εναγομένου (μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας στην όλη υπόθεση) ότι καίτοι είδεν τον αποβιώσαντα οδηγόν του ετέρου οχήματος να τον πλησιάζει, να αλλάζει κατεύθυνση, να κατευθύνεται προς την δική του λωρίδα κυκλοφορίας διετήρησε το όχημα του στο κέντρο του δρόμου χωρίς φρένα ή ελιγμόν καίτοι ο κίνδυνος ήτο εμφανής και ορατός”.
Το δεσπόζον στοιχείο που διέπει το ζήτημα της τυχόν ευθύνης του εφεσίβλητου είναι η απόσταση που χώριζε το αυτοκίνητο του αποβιώσαντος από το φορτηγό όταν το πρώτο παρεξέκλινε της πορείας του και άρχισε να κατευθύνεται προς τη λωρίδα κυκλοφορίας του φορτηγού. Ο εφεσίβλητος προσδιόρισε την απόσταση εκείνη σε 30 περίπου πόδια.
Η αλλαγή πορείας του αυτοκινήτου του αποβιώσαντος ήταν κατά λογική πρόβλεψη απροσδόκητη. Πριν από την αλλαγή πορείας ο οδηγός του φορτηγού δεν είχε καθήκον επιμέλειας έναντι του αποβιώσαντος. Το καθήκον αυτό ηγέρθη όταν ο αποβιώσας άρχισε να κατευθύνεται προς τη λωρίδα κυκλοφορίας του οδηγού του φορτηγού. Ο προσεκτικός οδηγός δεν έχει καθήκον να λάβει αποτρεπτικά μέτρα πριν την εκδήλωση του κινδύνου (Βλ. Κυριάκου v. Φιλίππου (1992) 1 Α.Α.Δ. 642, Παπαχριστοδούλου v. Χ”Νεοφύτου (1991) 1 Α.Α.Δ. 426, 433).
Θεωρούμε ότι η μικρή απόσταση που χώριζε τα δύο οχήματα ήταν τέτοια που εκμηδένιζε τις δυνατότητες του οδηγού του φορτηγού να προβεί σε οποιοδήποτε ελιγμό για να αποφύγει τη σύγκρουση. Λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι και τα δύο οχήματα εκινούντο σε συνάρτηση με την αγωνία της επικείμενης σύγκρουσης τα περιθώρια για αποτελεσματική αντίδραση όταν ο κίνδυνος συγκεκριμενοποιήθηκε ήταν ελάχιστα ή ανύπαρκτα (Βλ. και Georgiou (No. 2) v. Asproftas and Another (1988) 1 C.L.R. 441, 444, Βλάσιος v. Αντωνίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 815, 819, Hadjigeorghiou and Another v. Rodinis (1978) 1 C.L.R. 175, Γνάφτης v. Χ”Αντώνη, Πολιτικές Εφέσεις 7870-71/18.1.93 και Τεμβριώτου v. Αντωνιάδη, Πολιτική Έφεση 8678/22.6.94).
Ο οδηγός του φορτηγού πρόλαβε να ηχήσει την σειρήνα του φορτηγού. Πρέπει δε να τονιστεί ότι οι πράξεις του οδηγού ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με δίλημμα το οποίο παρουσιάζεται στο δρόμο δεν κρίνονται μικροσκοπικά. Κρίνονται υπό το πρίσμα της διλημματικής κατάστασης που προκάλεσε ο άλλος οδηγός. Όπως [*1254]έχει πάγια νομολογηθεί ένα εσφαλμένο μέτρο που λαμβάνεται από ένα οδηγό κάτω από την αγωνία της σύγκρουσης δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη μέτρο αμέλειας. Επομένως έστω και αν υποθέσουμε ότι ο οδηγός του φορτηγού έχει λάβει ένα εσφαλμένο μέτρο δεν μπορεί και πάλιν να κριθεί ένοχος για αμέλεια εφόσον, λόγω της εγγύτητας του άλλου οχήματος, δεν είχε το χρόνο ή την ευκαιρία να λάβει αποτελεσματικά μέτρα για να αποφύγει την σύγκρουση (Βλ. Ioannou and Another v. Michaelides (1966) 1 C.L.R. 235, Adamis and Another v. Eracleous (1982) 1 C.L.R. 746, 750, 751, Georgiades v. HadjiSavva (1984) 1 C.L.R. 597, Roussou v. Aristodemou (1989) 1 C.L.R. 12, Δημητρίου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 6295/20.6.97, Κωνσταντίνου v. Φιλίππου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1110, Κυριάκου (πιο πάνω) και Παπαχριστοδούλου (πιο πάνω)).
Η μοναδική αιτία της σύγκρουσης ήταν η απότομη αλλαγή πορείας του αυτοκινήτου του αποβιώσαντος το οποίο βρέθηκε στην πλευρά κατεύθυνσης του εφεσίβλητου ο οποίος οδηγούσε στην άκρα αριστερή πλευρά του δρόμου.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω κρίνουμε ότι ορθά ο αποβιώσας κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο σαν αποκλειστικά υπεύθυνος για τη σύγκρουση. Ακολουθεί πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί.
Δικαστήριο προς κ. Χρυσάνθου: Ζητάτε έξοδα;
κ. Χρυσάνθου: Δεν ζητούμε έξοδα.
Δικαστήριο: Η έφεση απορρίπεται χωρίς έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο