Larissa Fedossova (Aρ. 2) (1997) 1 ΑΑΔ 1333

(1997) 1 ΑΑΔ 1333

[*1333]16 Οκτωβρίου, 1997

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ FEDOSSOVA LARISSA (AΡ. 2) ΓΙΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΣΕΡΤΙΟΡΑΡΙ (CERTIORARI)

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ/ΔΙΑΤΑΓΜΑ/RULING ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 1861/96 Ε.Δ. ΛΕΜΕΣΟΥ ΕΚΔΟΘΕΙΣΑ ΥΠΟ ΤΗΣ ΕΝΤΙΜΟΥ

ΔΙΚΑΣΤΟΥ ΚΑΣ Μ. ΜΑΔΕΛΛΑ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ ΔΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΣΕΡΤΙΟΡΑΡΙ (CERTIORARI) ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ 61/97.

METAΞY:

CHRISTODOULOU & GEORGIOU DEVELOPMENT LTD.,

Εναγόντων,

v.

FEDOSSOVA LARISSA,

Εναγομένης.

(Αίτηση Aρ. 62/97).

 

Αποφάσεις και Διατάγματα — Προσωρινά διατάγματα που εξασφαλίζονται σε μονομερείς αιτήσεις — Υποχρέωση αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων — Παράλειψη της πιο πάνω υποχρέωσης οδηγεί σε ακύρωση της διαταγής που δίδεται — Oι αρχές αυτές εφαρμόζονται και σε αιτήσεις για εξασφάλιση άδειας για επίδοση του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας όπως επίσης και σε περιπτώσεις προνομιακών ενταλμάτων.

Προνομιακά Εντάλματα — Certiorari — Αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για ακύρωση διατάγματος κατασχέσεως εις χείρας τρίτου (writ of attachment) — Απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων — Εξαπάτηση του Δικαστηρίου — Δεν συνιστά προϋπόθεση [*1334]για ακύρωση του διατάγματος — Απέβη όμως μοιραία για την τύχη της αίτησης.

Aνθρώπινα Δικαιώματα — Δικαίωμα για δίκαιη δίκη — Σύνταγμα,  Άρθρο 30.2 και 30.3 — H κεντρική προβληματική της δίκαιης δίκης εντοπίζεται αφ’ ενός στη διασφάλιση του δικαιώματος ακρόασης και αφ’ ετέρου στην ανάγκη για απόδοση δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο — H άσκηση των δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από το πιο πάνω άρθρο του Συντάγματος πρέπει να επιδιώκεται εντός των πλαισίων της δικαστικής λειτουργίας.

Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Θεμελιωτικά γεγονότα του επιδίκου δικαιώματος, αν δεν περιλαμβάνονται στη δικογραφία, πρέπει να παρουσιασθούν με ένορκη δήλωση.

Στις 25.11.96, είχε εκδοθεί συνοπτική απόφαση για ποσό ΛΚ4.000.- κατά της αιτήτριας στην παρούσα αίτηση, (Εναγομένης στην αγωγή υπ’ αρ. 1861/96 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού η οποία είχε εγερθεί από τους πιο πάνω ενάγοντες).

Στις 11.4.97 εκδόθηκε διάταγμα κατασχέσεως εις χείρας τρίτου (writ of attachment) με το οποίο διατάχθηκε η Ελληνική Τράπεζα όπως πληρώσει στους ενάγοντες το ποσό των ΛΚ4.000.- το οποίο ήταν κατατεθειμένο στον λογαριασμό της αιτήτριας. Το πιο πάνω διάταγμα επιδόθηκε στην αιτήτρια στις 21.4.97 μαζί με ειδοποίηση ότι είχε ορισθεί για ακρόαση την 2.5.97.

Η αιτήτρια είχε δώσει οδηγίες στον πρώην δικηγόρο της να καταχωρήσει ένσταση στην αίτηση για συνοπτική απόφαση, ο οποίος ουδέποτε την πληροφόρησε για την έκδοσή της. Το πληροφορήθηκε μετά την επίδοση του διατάγματος κατασχέσεως εις χείρας τρίτου. Στη συνέχεια διόρισε νέο δικηγόρο με οδηγίες να εμφανιστεί ενώπιον του δικαστηρίου την 8.5.97 ημερομηνία κατά την οποία ήταν ορισμένη η αίτηση για κατάσχεση εις χείρας τρίτου και να ενστεί στην εν λόγω αίτηση.  Όμως η αιτήτρια και ο δικηγόρος της, παρουσιάσθηκαν και στις 2.5.97 στο δικαστήριο, σύμφωνα με το σχετικό πρακτικό, στο οποίο αναφέρετο ότι είχε λάβει γνώση της διαδικασίας και της αναγνωρίστηκε το δικαίωμα εκπροσώπησής της σ’ αυτή. Tο διάταγμα κατάσχεσης εις χείρας τρίτου εκδόθηκε με έξοδα υπέρ των αιτητών.

Η παρούσα αίτηση αφορά την έκδοση Certiorari για ακύρωση του εν λόγω διατάγματος.

[*1335]Στην ένορκη δήλωσή της, η οποία υποστήριζε τη μονομερή αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώρηση της παρούσας αίτησης, η αιτήτρια απέκρυψε το πρακτικό της 2.5.97.

Οι ενάγοντες στην πιο πάνω αγωγή στους οποίους είχε επιδοθεί η παρούσα αίτηση, έφεραν ένσταση η οποία εβασίζετο στα διαδραματισθέντα στις 2.5.97 και 8.5.97 ενώπιον του δικαστηρίου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι μια μονομερής αίτηση είναι υψίστης πίστεως (uberrima fides) και παράλειψη παρουσίασης ουσιαστικών γεγονότων ενώπιον του δικαστηρίου οδηγεί στην ακύρωση διαταγής που δόθηκε σε τέτοια αίτηση. Η υποχρέωση πλήρους αποκάλυψης δεν καλύπτει μόνο ουσιώδη γεγονότα που είναι γνωστά στον αιτητή, αλλά και όσα μπορούσε να ανακαλύψει με εύλογη έρευνα. Ο Δικαστής κρίνει αν το γεγονός που παραλήφθηκε είναι ουσιαστικό, αν δεν ήταν γνωστό στον αιτητή και δεν μπορούσε εύλογα να γίνει γνωστό και αν η παράλειψη έγινε χωρίς σκοπό παραπλάνησης.

2.  Οι πιο πάνω αρχές έχουν κυρίως διαμορφωθεί σε υποθέσεις μονομερών αιτήσεων για εξασφάλιση προσωρινών διαταγμάτων ή για εξασφάλιση άδειας για επίδοση του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας. Έχουν όμως τύχει εφαρμογής και στις περιπτώσεις προνομιακών ενταλμάτων.

3.  Το θέμα που χρήζει εξέτασης είναι κατά πόσο το περιεχόμενο του πρακτικού της 2.5.97 (α) ήταν γνωστό στην αιτήτρια και (β) ήταν ουσιαστικό.

4.  Το πρώτο θέμα απαντάται καταφατικά αφού ο νέος δικηγόρος της ήταν παρών κατά τη διαδικασία της 2.5.97 και η γνώση του αποτελεί και γνώση της αιτήτριας.

5.  Το δεύτερο ερώτημα πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με το νομικό βάθρο της αίτησης.

6.  Η αιτήτρια επικαλείται παράβαση των Κανόνων της Φυσικής Δικαιοσύνης και παράβαση του Άρθρου 30.3 του Συντάγματος.

7.  Όπως προκύπτει σαφώς από το πρακτικό της 2.5.97 διασφαλίσθηκε από τη μια το δικαίωμα που κατοχυρώνεται με το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος και από την άλλη το δικαίωμα που κατο[*1336]χυρώνεται με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Το σημαντικό στοιχείο που αναδύεται από το εν λόγω πρακτικό είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, είχε πριν από την έκδοση του επίδικου διατάγματος, δώσει την ευκαιρία στην αιτήτρια να εκπροσωπηθεί.  Αυτό το στοιχείο καθιστά τα όσα έλαβαν χώραν την 2.5.97 πολύ ουσιαστικά και έπρεπε να είχαν τεθεί υπ’ όψιν του δικαστηρίου και να μην είχαν αποκρυβεί.

8.  Το πρακτικό της 2.5.97 διεδραμάτισε επίσης ουσιαστικό ρόλο σε σχέση με τον ισχυρισμό για παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

9.  Το συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι η ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης δεν ήταν ειλικρινής και παρέθεσε τα γεγονότα με παραπλανητικό τρόπο ως προς τα ποία από αυτά ήταν τα αληθινά γεγονότα. Η μη αποκάλυψή τους είχε σαν αποτέλεσμα την εξαπάτηση του δικαστηρίου. Παρόλο που η εξαπάτηση του δικαστηρίου, δεν συνιστά προϋπόθεση για ακύρωση του διατάγματος, τα γεγονότα της 2.5.97 ήταν τόσο σημαντικά με τα επίδικα θέματα της αίτησης, που δημιούργησαν στο δικαστήριο την πίστη ότι η απόκρυψή τους είχε σαν αποτέλεσμα την εξαπάτησή του. Για την προστασία του δικαστηρίου και για παρεμπόδιση της κατάχρησης της διαδικασίας του, δεν θα εξεταστεί η ουσία της αίτησης λόγω της συμπεριφοράς της αιτήτριας για μη αποκάλυψη ουσιαστικών γεγονότων. Η αίτηση πρέπει να απορριφθεί με έξοδα.

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Tουβλοποιεία Παλαικύθρου Γίγας Λτδ v. Ουστά (Aρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 262,

Στυλιανού v. Στυλιανού (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 583,

Γρηγορίου v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248,

Cobelfret Ro-Ro Services N.V. και Άλλοι v. Cyprus Potato Marketing Board (1996) 1 A.A.Δ. 733,

Attorney-General and Another v. Savvides (No.2) (1979) 1 C.L.R. 349,

P. v. Kensington Commissioners, ex p. Polignac [1917] 1 K.B. 486,

[*1337]S. v. Barnes, ex p. Vernon [1910] 102 L.T. 860,

Castelli v. Cook [1849] 7 Hare, 89,

Θεοδώρου v. Θεοδώρου (1996) 1 A.A.Δ. 66,

Αρέστη v. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984,

Γρηγορίου v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222,

Τρύφωνος v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακής Λτδ (1993) 1 Α.Α.Δ. 706,

Μαυρομιχάλη v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1 A.A.Δ. 530,

Royal Insurance International Ltd. v. Δήμου Λεμεσού (1995) 2 A.A.Δ. 185,

Μουγής v. Σπανούδη (1996) 1 A.A.Δ. 997,

Νικήτα v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 6251, ημερ. 24.3.97.

Aίτηση.

Aίτηση με την οποία η αιτήτρια ζητά την έκδοση διατάγματος Certiorari για ακύρωση της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Mαδέλλα, E.Δ.) ημερομηνίας 8.5.97 στην αγωγή 1861/96 με την οποία εκδόθηκε διάταγμα κατάσχεσης εις χείρας τρίτου.

Μ. Β. Ιωάννου, για την Αιτήτρια.

Λ. Χριστοδούλου (κα.) για Ν. Χρ. Αναστασιάδη, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

KAΛΛHΣ, Δ.: Aνάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Η αιτήτρια επιδιώκει διάταγμα της φύσεως Certiorari για ακύρωση του διατάγματος κατάσχεσης εις χείρας τρίτου το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού την 8.5.97.

Πριν αγορεύσει επί της ουσίας της αίτησης ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υποστήριξε, με την μορφή προδικαστικής ένστασης, ότι η ένσταση των καθ’ ων η αίτηση δεν υπογράφεται [*1338]από δικηγόρο ο οποίος είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο των δικηγόρων. Η προδικαστική ένσταση είχε σαν έρεισμα το γεγονός ότι η ένσταση φέρεται να έχει καταχωρηθεί από: “Νίκος Χρ. Αναστασιάδης & Σία, Δικηγόροι εναγόντων-καθ’ ων η αίτησις”. Ανέφερε ότι ο “Νίκος Χρ. Αναστασιάδης & Σία” δεν είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο των δικηγόρων. Έθεσε επίσης ενώπιόν μου ορισμένους άλλους ισχυρισμούς. Η παράθεσή τους θεωρείται αχρείαστη. Όπως υπέδειξα στον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας οι ισχυρισμοί εκείνοι δεν περιλαμβάνονται στη δικογραφία. Τονίζεται ότι στις περιπτώσεις που γεγονότα που είναι θεμελιωτικά του επίδικου δικαιώματος δεν προκύπτουν από το φάκελο της διαδικασίας πρέπει να παρουσιασθούν με ένορκη δήλωση (Βλ. Γίγας Λτδ v. Ουστά, Πολιτικές Εφέσεις 8185, 8949/13.4.94).

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, σε απάντηση στην προδικαστική ένσταση, ανέφερε ότι την ένσταση την είχε υπογράψει η ίδια η οποία είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο δικηγόρων.

Δεν υπάρχει τίποτε ενώπιόν μου που να αντικρούει τον πιο πάνω ισχυρισμό της ευπαίδευτης συνηγόρου των καθ’ ων η αίτηση. Εφόσον η ένσταση υπογράφεται από δικηγόρο ο οποίος ικανοποιεί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από τον περί Δικηγόρων Νόμο η ένσταση είναι νομότυπη. Η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

Ουσία της αίτησης.

Τα γεγονότα που περιβάλλουν την αίτηση,όπως τα έχει θέσει η αιτήτρια με ένορκη δήλωσή της, έχουν ως πιο κάτω:

Στις 11.4.97 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε “διάταγμα κατασχέσεως εις χείρας τρίτου” (“Writ of attachment”) “διατάττον την Ελληνική Τράπεζα όπως πληρώσει το ποσό Λ.Κ.4,000.- το οποίο ήταν κατατεθημένο εις το λογαριασμό της αιτήτριας”. Είχε, στις 25.11.96, προηγηθεί η έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον της αιτήτριας για το πιο πάνω ποσό στην Αγωγή αρ. 1861/96 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού την οποίαν είχαν εγείρει εναντίον της οι πιο πάνω ενάγοντες.

Το πιο πάνω διάταγμα επιδόθηκε στην αιτήτρια στις 21.4.97 μαζί με ειδοποίηση ότι είχε ορισθεί για ακρόαση την 2.5.97.

Μετά την καταχώριση αίτησης για συνοπτική απόφαση στην πιο πάνω αγωγή με αρ. 1861/96 η αιτήτρια έδωσε οδηγίες στο δικηγόρο κ. Σοφοκλέους (“ο πρώην δικηγόρος της”) να καταχωρήσει ένσταση. Η συνοπτική απόφαση εκδόθηκε στις 25.11.96.  Ο πρώην δικηγόρος της, όμως, ουδέποτε την πληροφόρησε για την έκδοσή της. Το πληροφορήθηκε στις 21.4.97 μετά την επίδοση του πιο πάνω διατάγματος κατασχέσεως εις χείρας τρίτου. Επειδή εκτός από την Ρωσσική γλώσσα δεν ομιλεί ούτε αντιλαμβάνεται οποιαδήποτε άλλη γλώσσα, επισκέφθηκε μαζί με διερμηνέα τον δικηγόρο κ. Μ. Β. Ιωάννου (“ο νέος δικηγόρος της”) και του έδωσε οδηγίες να ενεργεί ως δικηγόρος της εις αντικατάσταση του προηγούμενου δικηγόρου της και να εμφανισθεί. Ταυτόχρονα του υπέγραψε και τύπον διορισμού δικηγόρου και του έδωσε οδηγίες να πληροφορήσει τον πρώην δικηγόρο της ότι τερμάτιζε τις υπηρεσίες του. Επίσης του έδωσε οδηγίες να τον καλέσει να της αποστείλει κατάλογο της αμοιβής του για να τον πληρώσει “όπως και έγινεν την 15.5.97 και απέστειλε εις τούτον την αμοιβήν του” μέσω του νέου δικηγόρου της.

Περαιτέρω έδωσε οδηγίες εις τον νέο δικηγόρο της να εμφανισθεί ενώπιον του δικαστηρίου την 8.3.97* “ημερομηνίαν που ήτο ωρισμένη η αίτησις δια κατάσχεσιν εις χείρας τρίτου και να φέρει ένστασιν στην εν λόγω αίτησιν”. Παράλληλα του έδωσε οδηγίες να προσβάλει με όλα τα ένδικα μέσα την εναντίον της εκδοθείσαν συνοπτική απόφαση.

Το τί έλαβε χώραν κατά την 8.5.97 - ημερ. που ήταν ορισμένη η αίτηση για κατάσχεση εις χείρας τρίτου - καταγράφεται στο σχετικό πρακτικό του δικαστηρίου.  Το μεταφέρω:

“Ημερομηνία:  8.5.1997.

Αίτηση ημερ. 17.4.97.

Εμφανίσεις:

Για τους Αιτητές/Ενάγοντες: κα. Λ. Χριστοδούλου για κ. Αναστασιάδη.

Για την Καθ’ ης η Αίτηση/Εναγόμενη: κ. Νικολαΐδης για κ. Σοφοκλέους.

Για την Καθ’ ης η Αίτηση/Εναγόμενη: κ. Μ. Ιωάννου.

[*1340]κ. Σοφοκλέους: Η Καθ’ ης η αίτηση δεν μας έχει καταβάλει τα έξοδα μας και δεν μπορώ να αποσυρθώ.

κ. Ιωάννου:  Εγώ αυτές τις οδηγίες είχα από την Καθ’ ης η αίτηση να εμφανισθώ, μέσω του μεταφραστή Πέτρου Βανέζη, διότι αυτή δεν γνωρίζει ούτε ελληνικά, ούτε αγγλικά. Παρουσιάζω retainer.

κα. Χριστοδούλου: Έχω ένσταση στην εμφάνιση του κ. Μ. Ιωάννου εφόσον ο κ. Νικολαΐδης εξακολουθεί να εμφανίζεται στην υπόθεση για δικούς του λόγους.

Δικαστήριο:  Εφόσον ο κ. Νικολαΐδης δηλώνει ότι εξακολουθεί να εμφανίζεται για την Εναγομένη δεν μπορώ να δεχθώ την εμφάνιση του κ. Μ. Ιωάννου εις αντικατάσταση του άλλου δικηγόρου της.

κα. Χριστοδούλου: Ζητώ διάταγμα ως η αίτηση.

κ. Νικολαΐδης: Θα παρακαλούσα επειδή δεν έχω οδηγίες ως προς την ένσταση να μου δοθούν 3-4 μέρες να πάρω οδηγίες ως προς το τί επιθυμεί η Εναγομένη να πράξουμε.

κα. Χριστοδούλου: Έχω ένσταση στην αιτούμενη αναβολή.  Η εμφάνιση είναι εμφάνιση από ενδιαφερόμενο μέρος και καμιά άλλη θέση δεν έχει. Ενόψει των όσων βρίσκονται ενώπιον σας ζητώ όπως προβείτε στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

Δικαστήριο: Ενόψει της φύσης της αίτησης αυτής η Εναγόμενη παρουσιάζεται όντως ως ενδιαφερόμενο μέρος. Ήδη είχε δοθεί χρόνος για να ξεκαθαρίσει τη θέση της και δεν το έπραξε.

Εν πάση περιπτώσει, ενόψει της δήλωσης που δόθηκε στις 2.5.97 εκ μέρους της Ελληνικής Τράπεζας, το Δικαστήριο δεν έχει παρά να εκδώσει το ζητούμενο διάταγμα τώρα χωρίς να δοθεί άλλη αναβολή.

Εκδίδεται ένταλμα κατάσχεσης ως η αίτηση.

Τα έξοδα υπέρ των Αιτητών όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.”

Οι Ενάγοντες στην πιο πάνω αγωγή, στους οποίους έχει επι[*1341]δοθεί η παρούσα αίτηση, έφεραν ένσταση. Η ένστασή τους βασίζεται κυρίως πάνω στα όσα διαδραματίσθηκαν στις 2.5.97 και 8.5.97 ενώπιον του δικαστηρίου. Έχω παραθέσει το πρακτικό της 8.5.97. Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω και εκείνο της 2.5.97:

“Ημερομηνία: 2.5.97.

Αίτηση ημερομηνίας 17.4.97.

Για τους Αιτητές:  Φιλίππου για Αναστασιάδη.

Για την Καθ’ ης η αίτηση-Εναγόμενη: Νικολαΐδης για Α. Σοφοκλέους και Μ. Ιωάννου.

Αντώνης Χαρίτου εκ μέρους της Ελληνικής Τράπεζας.

Εναγόμενη παρούσα.

κ. Ιωάννου: Ζητώ αναβολή για να μου δοθεί χρόνος να καταχωρήσω σημείωμα εμφάνισης και ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου.

κ. Φιλίππου: Έχω ένσταση. Η αίτηση σήμερα αφορά μόνο την Ελληνική Τράπεζα και δεν υπάρχει δικαίωμα στον συνάδελφο να ζητά αναβολή.

κ. Νικολαΐδης: Ζητώ και εγώ αναβολή για να εξετάσουμε το θέμα της εκπροσώπησης της Εναγομένης και αυτή αν και είναι μόνο ενδιαφερόμενο μέρος έχει δικαίωμα εκπροσώπησης.

κ. Χαρίτου: Δηλώνω εκ μέρους της Τράπεζας ότι υπάρχει ο εν λόγω λογαριασμός της Εναγομένης και ήδη δεσμεύσαμε το ποσό της απόφασης.

Δικαστήριο: Εφόσον η ειδοποίηση αναφέρεται προς την Εναγομένη και αυτή έχει λάβει γνώση της παρούσας διαδικασίας αυτή έχει δικαίωμα να εκπροσωπηθεί σ’ αυτή τη διαδικασία.  Υπό τις περιστάσεις η υπόθεση παραμένει για οδηγίες στις 8.5.97. Έξοδα στην πορεία αλλά σε καμιά περίπτωση εναντίον των Εναγόντων.”

Στην ένορκη δήλωσή της, η οποία υποστήριζε την μονομερή αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώρηση της παρούσας αίτησης, η αιτήτρια δεν είχε κάμει οποιαδήποτε αναφορά στο πιο πάνω πρα[*1342]κτικό της 2.5.97, το απέκρυψε. Κατά την έναρξη της ακρόασης της παρούσας αίτησης τέθηκε υπόψη του ευπαίδευτου συνήγορου της αιτήτριας η μη αναφορά στο πιο πάνω πρακτικό της 2.5.97 στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την μονομερή αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώριση της παρούσας αίτησης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος δεν θέλησε να σχολιάσει ή να εξηγήσει την παράλειψη.

Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι μια μονομερής αίτηση είναι υψίστης πίστεως (“uberrima fides”) και παράλειψη παρουσίασης ουσιαστικών γεγονότων ενώπιον του δικαστηρίου οδηγεί στην ακύρωση της διαταγής που δόθηκε στην μονομερή αίτηση (βλ. Στυλιανού v. Στυλιανού, Έφεση αρ. 8/31.3.92). Η υποχρέωση πλήρους αποκάλυψης δεν καλύπτει μόνο ουσιώδη γεγονότα που είναι γνωστά στον αιτητή, αλλά και εκείνα που μπορούσε να ανακαλύψει με εύλογη έρευνα. Ο Δικαστής κρίνει αν το γεγονός που παραλείφθηκε είναι ουσιαστικό, αν δεν ήταν γνωστό στον αιτητή και δεν μπορούσε εύλογα να γίνει γνωστό, και αν η παράλειψη έγινε χωρίς σκοπό παραπλάνησης. (Βλ. Γρηγορίου v. Χριστοφόρου, Πολιτική Έφεση 8181/23.3.95).

Στην Cobelfret κ.α. v. Cyprus Potato Marketing Board, Πολιτική Έφεση 8351/8.7.96 (απόφαση Ολομέλειας) το θέμα τέθηκε ως εξής:

“Είναι θεμελιωμένο ότι διάδικος ο οποίος επιδιώκει με μονομερή αίτηση τη χορήγηση θεραπείας, πρέπει να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη των γεγονότων τα οποία επενεργούν στην άσκηση των εξουσιών του Δικαστηρίου για την παροχή θεραπείας.  Η αρχή αυτή συναρτάται με την καλή πίστη η οποία πρέπει να επιδεικνύεται οποτεδήποτε επιδιώκεται η θεραπεία στην απουσία του αντιδίκου (Βλ. Jadranska Slobodna Providba v. Photos Photiades & Co (1965) 1 C.L.R. 58, Abdu All Altobeiqui v. M/V Nada G. and Another (1985) 1 C.L.R. 543, Sekavin S.A. v. Ship “Platon Ch” (1987) 1 C.L.R. 297, Amathus Navigation Co Ltd v. Concort Express Liners and Others, Αγωγή Ναυτοδικείου 27/93/22.12.93, και Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co. Ltd κ.α., Αίτηση για Αναθεώρηση στην Αγωγή Ναυτοδικείου 157/90/30.5.96).”

Στην Demstar (πιο πάνω) (απόφαση Ολομέλειας) κρίθηκε ότι το στοιχείο της εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για ακύρωση του διατάγματος.

Στην Attorney-General and Another (No. 2) v. Savvides (1979) 1 C.L.R. 349, 367 με αναφορά στο Supreme Court Practice 1979, σελ. 477, υποδεικνύεται ότι όλα τα γεγονότα πρέπει να τίθενται ενώπιον του δικαστηρίου και να μην αποκρύβεται τίποτε άλλως το διάταγμα δύναται να ακυρωθεί χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ουσία.

Οι πιο πάνω αρχές έχουν κυρίως διαμορφωθεί σε υποθέσεις μονομερών αιτήσεων για εξασφάλιση προσωρινών διαταγμάτων ή για εξασφάλιση άδειας για επίδοση του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας. Έχουν όμως τύχει εφαρμογής και στις περιπτώσεις προνομιακών ενταλμάτων. Όπως υποδεικνύεται στο Supreme Court Practice 1988 ο αιτητής που ζητά άδεια πρέπει να επιδείξει ύψιστη πίστη, και αν δοθεί άδεια με βάση ψευδείς δηλώσεις ή με απόκρυψη ουσιαστικών γεγονότων στην ένορκη δήλωση το δικαστήριο δύναται να αρνηθεί να χορηγήσει το διάταγμα χωρίς να λάβει υπόψη την ουσία της αίτησης (βλ.  R. v. Kensington Commissioners, ex p. Polignac [1917] 1 K.B. 486: R. v. Barnes, ex p. Vernon [1910] 102 L.T. 860)*.

Στην Kensington (πιο πάνω) το Εφετείο επικύρωσε απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία, λόγω απόκρυψης ουσιαστικών γεγονότων, είχε απορρίψει την αίτηση για ένταλμα Prohibition χωρίς εξέταση της ουσίας.

Στην πρωτόδικη απόφαση στην Kensington (πιο πάνω) ο σχετικός κανόνας έχει διατυπωθεί ως πιο κάτω, στις σελ. 495-96:

“Where an ex parte application has been made to this Court for a rule nisi or other process, if the Court comes to the conclusion that the affidavit in support of the application was not candid and did not fairly state the facts, but stated them in such a way as to mislead the Court as to the true facts, the Court ought, for its own protection and to prevent an abuse of its process, to refuse to proceed any further with the examination of the merits. This is a power inherent in the Court, but one which should only be used in cases which bring conviction to the mind of the Court that it has been deceived.”

Σε ελληνική μετάφραση:

[*1344]“Οσάκις έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου μονομερής αίτηση για προσωρινό διάταγμα (rule nisi) ή άλλη διαδικασία, αν το δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση δεν ήταν ειλικρινής και δεν παρέθετε τα γεγονότα με δίκαιο τρόπο, αλλά με τρόπο που θα παραπλανούσε το δικαστήριο ως προς τα αληθινά γεγονότα, το δικαστήριο πρέπει, για δική του προστασία και για να παρεμποδίσει κατάχρηση της διαδικασίας του, να αρνηθεί να προχωρήσει περαιτέρω με την εξέταση της ουσίας.  Η εξουσία είναι σύμφυτη εξουσία, αλλά πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο στις περιπτώσεις που το δικαστήριο είναι πεπεισμένο ότι έχει εξαπατηθεί.”

Από την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Kensington (πιο πάνω) παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα από τις σελ. 505 και 508:

“... on an ex parte application uberrima fides is required, and unless that can be established, if there is anything like deception practised on the Court, the Court ought not to go into the merits of the case, but simply say ‘We will not listen to your application because of what you have done’.

................................................................................................

... the view taken by the Divisional Court was perfectly right. The Court, for its own protection, is entitled to say ‘We refuse this writ of prohibition without going into the merits of the case on the ground of the conduct of the applicant in bringing the case before us’.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“... σε μονομερή αίτηση χρειάζεται ύψιστη πίστη, και εκτός αν αποδειχθεί, αν υπάρχει κάτι όπως η εξαπάτηση του δικαστηρίου, το δικαστήριο δεν πρέπει να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης, αλλά να πεί απλώς ‘Δεν θα ακούσουμε την αίτηση σας λόγω αυτού που έχετε κάμει’.

................................................................................................

... η άποψη που υιοθέτησε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν εντελώς ορθή.  Το δικαστήριο για την δική του προστασία δικαιούται να πει: ‘Αρνούμεθα την χορήγηση εντάλματος Prohibition και δεν εξετάζουμε την ουσία λόγω της συμπεριφοράς του αιτητή όταν έθεσε την υπόθεση ενώπιόν μας’.”

[*1345]Στην Castelli v. Cook [1849] 7 Hare, 89, 94 το θέμα τέθηκε ως εξής:

“A plaintiff applying ex parte comes (as it has been expressed) under a contract with the Court that he will state the whole case fully and fairly to the Court. If he fails to do that, and the Court finds, when the other party applies to dissolve the injunction, that any material fact has been suppressed or not properly brought forward, the plaintiff is told that the Court will not decide on the merits, and that, as he has broken faith with the Court, the injunction must go.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Ένας ενάγοντας που αποτείνεται με μονομερή αίτηση συμβάλλεται (καθώς έχει διατυπωθεί) με το Δικαστήριο ότι θα θέσει την όλη υπόθεση με πλήρη και δίκαιο τρόπο ενώπιον του δικαστηρίου. Αν παραλείψει να το πράξει, και όταν το άλλο μέρος αποταθεί για ακύρωση του διατάγματος το δικαστήριο διαπιστώσει ότι έχει αποκρυφθεί οποιοδήποτε ουσιαστικό γεγονός ή δεν έχει υποβληθεί με τον ορθό τρόπο, στον ενάγοντα θα ειπωθεί ότι το δικαστήριο δεν θα εξετάσει την ουσία, και ότι εφόσο έχει παραβεί την σύμβαση του για επίδειξη καλής πίστης, το διάταγμα πρέπει να ακυρωθεί.”

Αυτό που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο το γεγονός που δεν έχει αποκαλυφθεί - το περιεχόμενο του πρακτικού της 2.5.97 - (α) ήταν γνωστό στην αιτήτρια και (β) ήταν ουσιαστικό.  

Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική. Ο νέος δικηγόρος της ήταν παρών κατά τη διαδικασία της 2.5.97 και η γνώση του αποτελεί και γνώση της αιτήτριας.

Σε σχέση με το δεύτερο ερώτημα αυτό πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με το νομικό βάθρο της αίτησης.

Η αιτήτρια επικαλείται παράβαση των δικαιωμάτων της που κατοχυρώνονται από το άρθρο 30.3 του Συντάγματος και παράβαση των Κανόνων της Φυσικής Δικαιοσύνης.

Σε σχέση με τον πρώτο νομικό λόγο έχει νομολογηθεί ότι το άρθρο 30.3 παρέχει τη διαδικαστική δομή και προσφέρει μια επεξεργασμένη θεσμική βάση της δίκαιης δίκης χωρίς, όπως έχει  λεχθεί, να εξαντλείται στα καθοριζόμενα από το άρθρο 30.3 στοι[*1346]χεία. Η κεντρική προβληματική της δίκαιης δίκης εντοπίζεται ανάμεσα σε δύο πόλους:  την παροχή των εχέγγυων που διασφαλίζουν το δικαίωμα ακρόασης αφενός και αφετέρου την ανάγκη απόδοσης δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο (άρθρ. 30.2). Η εξισορρόπιση ανάμεσα σε αυτές τις συνταγματικές αρχές είναι λεπτό έργο, αλλά μπορεί να επιτευχθεί λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη και τα δεδομένα κάθε περίπτωσης (Βλ. Θεοδώρου v. Θεοδώρου, Έφεση αρ. 56/23.1.96). Έχει επίσης νομολογηθεί ότι η άσκηση των δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από τα άρθρα 30.2 και 30.3 του Συντάγματος πρέπει να επιδιώκεται μέσα στα πλαίσια της δικαστικής λειτουργίας και όχι έξω ή σε αντίθεση με αυτά (Βλ. Γίγας Λτδ v. Ουστά, Πολιτική Έφεση 8949/18.2.94. Βλ. και Αρέστη v. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, Γρηγορίου v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222, Τρύφωνος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακής Λτδ., Πολιτικές Εφέσεις 8344 και 8497/29.2.93, Μαυρομιχάλη v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση 8848/21.5.96, Royal Insurance International Ltd v. Δήμου Λεμεσού, Ποινική Έφεση 5901/23.6.95, Μουγής v. Σπανούδη, Πολιτική Έφεση 8942/25.9.96 και Νικήτα v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 6251/24.3.97).

Λαμβάνω υπόψη ότι την 2.5.97 εμφανίσθηκε ενώπιον του δικαστηρίου και ο νέος δικηγόρος της αιτήτριας. Προκύπτει σαφώς από το πρακτικό της 2.5.97 ότι η υπόθεση ορίσθηκε για οδηγίες την 8.5.97 για να δοθεί η ευκαιρία στην αιτήτρια να εκπροσωπηθεί. Με το πρακτικό της 2.5.97 διασφαλίσθηκε από τη μια το δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.3 του Συντάγματος και από την άλλη το δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Το πρωτόδικο δικαστήριο έχει λειτουργήσει σύμφωνα με την αναγκαιότητα εξισορρόπησης των δύο δικαιωμάτων.  Το δεσπόζον στοιχείο το οποίο αναδύεται από το πρακτικό της 2.5.97 είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο είχε, πριν από την έκδοση του επίδικου διατάγματος, δώσει την ευκαιρία στην αιτήτρια να εκπροσωπηθεί. Κατά την κρίση μου αυτό το στοιχείο καθιστά τα όσα έλαβαν χώραν την 2.5.97 πολύ ουσιαστικά. Έπρεπε να είχαν τεθεί υπόψη αυτού του δικαστηρίου και να μην είχαν αποκρυβεί.

Σε σχέση με τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης αυτοί υπαγορεύουν προς το δικαστήριο το καθήκον να ενεργεί με δίκαιο τρόπο (Supreme Court Practice 1988, σελ. 797). Το δικαστήριο πρέπει να παρέχει σε  κάθε διάδικο μια δίκαιη ευκαιρία να θέσει την υπόθεσή του ενώπιον του δικαστηρίου (Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 1, παραγ. 76).

[*1347]Θεωρώ ότι η παροχή ευκαιρίας την 2.5.97 στην αιτήτρια να εκπροσωπηθεί κατά τη διαδικασία της 8.5.97 αποτελεί παράγοντα ο οποίος είναι πολύ σχετικός όταν εξετάζεται το κατά πόσο έχουν παραβιασθεί οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης. Έχω, επομένως, την άποψη ότι το πρακτικό της 2.5.97 ήταν ουσιαστικό και σε σχέση με τον ισχυρισμό για παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

Καταλήγω λοιπόν στο συμπέρασμα ότι τα όσα καταγράφονται στο πρακτικό της 2.5.97 αποτελούν ουσιαστικά γεγονότα τα οποία ήταν σε γνώση της αιτήτριας και τα οποία παρέλειψε να αποκαλύψει. Επομένως η ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης δεν ήταν ειλικρινής και δεν παρέθεσε τα γεγονότα με δίκαιο τρόπο. Τα παρέθεσε με τρόπο που παραπλάνησε το δικαστήριο ως προς τα ποιά ήταν τα αληθινά γεγονότα. Παρόλο που η εξαπάτηση του δικαστηρίου δεν αποτελεί προϋπόθεση για ακύρωση του διατάγματος (βλ. Demstar, πιο πάνω) θεωρώ ότι τα γεγονότα της 2.5.97 ήταν τόσο σημαντικά σε σχέση με τα επίδικα θέματα της αίτησης που έχουν δημιουργήσει στο δικαστήριο την πίστη ότι η μη αποκάλυψή τους είχε σαν αποτέλεσμα την εξαπάτησή του. Για την προστασία του δικαστηρίου και για παρεμπόδιση της κατάχρησης της διαδικασίας του αρνούμαι να προχωρήσω με την εξέταση της ουσίας της αίτησης λόγω της πιο πάνω συμπεριφοράς της αιτήτριας - μη αποκάλυψη ουσιαστικών γεγονότων. Ακολουθεί πως η αίτηση πρέπει να απορριφθεί με έξοδα.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο