Aνδρέας Θεμιστοκλέους & Yιοί Λτδ και Άλλοι ν. Arizona Trading Co. Ltd (1997) 1 ΑΑΔ 1354

(1997) 1 ΑΑΔ 1354

[*1354]22 Oκτωβρίου, 1997

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Εφεσείοντες-Καθών η αίτηση,

v.

ARIZONA TRADING CO. LTD.,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 9728).

 

Αποφάσεις και Διατάγματα — Συνοπτική απόφαση — Η διαδικασία για τη λήψη της είναι πολύ αυστηρή, ιδιαίτερα αναφορικά με την ένορκη δήλωση — Η απουσία της βεβαίωσης του Πρωτοκολλητή (jurat) από την ένορκη δήλωση, την κατέστησε έγγραφο χωρίς αποδεικτική αξία να στηρίξει την αίτηση για συνοπτική απόφαση — Ούτε επρόκειτο για θεραπεύσιμη παρατυπία δυνάμει της Δ.64 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού του 1995 — Η συνοπτική απόφαση παραμερίσθηκε από το Εφετείο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε, ύστερα από ακροαματική διαδικασία, συνοπτική απόφαση κατά των καθ’ ων η αίτηση-εφεσειόντων, για ποσό ΛΚ67.027,20 με τόκους προς 8,5% από 30.6.95.  Διέταξε περαιτέρω την απόδοση στην εφεσίβλητη αριθμού μηχανημάτων καθώς και την πώλησή τους για εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους.

Μεταξύ των θεμάτων που εγέρθηκαν κατά την πρωτόδικη δίκη ήταν η εγκυρότητα της ένορκης δήλωσης με την οποία υποστηρίχθηκε το αίτημα για συνοπτική απόφαση και στην οποία βασίστηκε η απόφαση του δικαστηρίου.  Από την εν λόγω ένορκη δήλωση έλειπε η βεβαίωση του Πρωτοκολλητή (jurat), το πρότυπο της οποίας παρέχει το έντυπο 35 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού, που καθιστά απαραίτητη η Δ.39, θ.10.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο άφησε την εξέταση του θέματος κατά το πέρας της ακρόασης στο στάδιο των αγορεύσεων, αποφασίζοντας τελικά ότι είναι παρατυπία και σαν τέτοια είναι θεραπεύσιμη με βάση τις διατάξεις της νέας Δ.64: Ο περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) Διαδικαστικός Κανονισμός του 1995 (παράρτη[*1355]μα 11 της Επίσημης Εφημερίδας αρ. 2956 ημερ. 24.2.95).

Οι δικηγόροι της εφεσίβλητης υπέβαλαν ότι η αντικανονικότητα αναφορικά με το jurat διασώζεται από τις διατάξεις της αναμορφωμένης Δ.64 που όπως οι ανάλογες νέες διατάξεις που εφαρμόστηκαν στην Αγγλία, έχουν καταργήσει τη διάκριση μεταξύ παρατυπίας και αντικανονικότητας των νομικών διαδικασιών.

Οι δικηγόροι των εφεσειόντων επέμειναν πως η παρούσα περίπτωση δεν καλύπτεται από τη Δ.64 και ως εκ τούτου η αίτηση δεν είναι έγκυρη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η Δ.64 δεν αποτελεί πανάκεια για κάθε είδους ελάττωμα, παρανομία ή αντικανονικότητα.

2.  Όπως προκύπτει από τη νομολογία, η Δ.39, θ.15, καλύπτει κυρίως τις επουσιώδεις παρατυπίες στη βεβαίωση. Στην παρούσα περίπτωση παραλείπεται ολόκληρη η βεβαίωση. Και το σημαντικότερο η λέξη “ορκίστηκε” που είναι το ουσιαστικό στοιχείο της. Το ότι υπάρχει υπογραφή δεν μεταβάλλει την κατάσταση.

3.  Η διαδικασία για τη λήψη συνοπτικής απόφασης, ιδιαίτερα αναφορικά με την ένορκη δήλωση, είναι πολύ αυστηρή.

4.  Τα κενά και οι ελλείψεις δεν μπορούν να αφεθούν να συμπληρώνονται με μαρτυρία. Ακριβώς αυτός είναι ο σκοπός της jurat να αποφεύγονται με τρόπο αναντίλεκτο οι οποιεσδήποτε αμφισβητήσεις.

5.  Το έγγραφο που κατατέθηκε για να στηρίξει το αίτημα δεν έχει καμιά αποδεικτική αξία με αποτέλεσμα να πάσχει ριζικά ολόκληρη η διαδικασία.

     Η έφεση επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα και στις δύο διαδικασίες εις βάρος της εφεσίβλητης.

H έφεση έγινε δεκτή.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Symeonides and Others v. Symeonides [1976] 11 J.S.C. 1706,

In re Heymann, Ex Parte Heymann, 7 I.R. Ch. 488, 20 W.R. 457 & 26 L.T. 339,

[*1356]Fernyhotch v. Naylor 23 W.R. 228,

In re El-Boustani (1991) 1 C.L.R. 736.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της συνοπτικής απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Bλαδιμήρου, E.Δ.) που δόθηκε στις 31/5/96 (Aρ. Aγωγής 2373/95) με την οποία επιδικάσθηκε υπέρ των εναγόντων το ποσό των Λ.K.67.027,20 με τόκο 8,5%.

Αιμ. Θεοδούλου και Φ. Σωφρονίου, για τους Εφεσείοντες.

Χρ. Κληρίδης, Χρ. Χριστοφή και Δ. Θεοδώρου, για την Εφεσίβλητη.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Αντικείμενο της κρινόμενης έφεσης είναι η συνοπτική απόφαση που εκδόθηκε πρωτόδικα προς όφελος της εφεσίβλητης εταιρείας και εναντίον των εφεσειόντων. Προηγήθηκε αίτηση της πρώτης, που βασίστηκε στις διατάξεις της Δ.18 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού.  Η απόφαση κατά των εφεσειόντων είναι για ποσό £67.027,20 με τόκους προς 8 ½% από 30/6/95. Περαιτέρω διατάχθηκε η απόδοση στην εφεσίβλητη αριθμού μηχανημάτων, τα οποία οι εφεσείοντες κατείχαν με βάση τους όρους γραπτής συμφωνίας, που είχαν συνάψει με την εφεσίβλητη, καθώς και η πώλησή τους προς εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους. Υπάρχει και αντέφεση με την οποία επιδιώκεται μεταρρύθμιση της απόφασης έτσι ώστε (1) να επιδικασθούν τόκοι και επί ποσού £97.027,20 από συγκεκριμένη ημερομηνία και (2) να διακηρυχθεί ότι η έκδοση της απόφασης ήταν δικαιολογημένη όχι μόνο δυνάμει συμφωνίας ενοικιαγοράς, αλλά πάνω στη διαζευκτική βάση αγωγής που πρόβαλε παράλληλα η εφεσίβλητη.

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν έντονα - και για πολλούς λόγους - το δικαίωμα της εφεσίβλητης σε συνοπτική απόφαση χωρίς να τους παρασχεθεί κανονικά το δικαίωμα κατάθεσης γραπτής υπεράσπισης. Ύστερα από ακροαματική διαδικασία το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε πως οι εφεσείοντες “δεν έχουν ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι έχουν καλή υπεράσπιση, ούτε παρουσίασαν τέτοια γεγονότα που να θεωρούνται επαρκή από το Δικαστήριο για να [*1357]τους δώσει το δικαίωμα να υπερασπιστούν”.

Μεταξύ των θεμάτων που είχαν εγερθεί κατά την πρωτόδικη δίκη ήταν η εγκυρότητα της ένορκης δήλωσης με την οποία υποστηρίχθηκε το αίτημα για συνοπτική απόφαση και στην οποία το δικαστήριο βάσισε την απόφασή του. Πρέπει να λεχθεί στο σημείο αυτό ότι από την ένορκη δήλωση, που καταλαμβάνει 4 σελίδες, έλειπε η βεβαίωση του Πρωτοκολλητή (jurat), το πρότυπο της οποίας παρέχει το έντυπο αρ. 35 του παραπάνω Δικονομικού Κανονισμού που καθιστά απαραίτητη η Δ.39 θ. 10.  Στο κάτω αριστερό μέρος της τελευταίας σελίδας υπάρχει μια υπογραφή κάτω από τη λέξη και τους αριθμούς “καταχωρήθηκε 10/7/95 (η ημερομηνία είναι χειρόγραφη) και πάνω από τη λέξη (ιδιόγραφη επίσης) “πρωτοκολλητής”. Το κείμενο του jurat σύμφωνα με το παραπάνω πρότυπο έχει ως εξής:

“Form No. 35

Jurat on Affidavit (O. 39, r. 10).

Sworn and signed before me  on  the           day of         , 19 

at                                       .

                                                            (Signed)

                                                            Registrar.”

Ως πρώτος μάρτυς της εφεσίβλητης κλήθηκε η πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας Πόλυ Γρηγορίου. H μάρτυς αναγνώρισε πως η παραπάνω υπογραφή ήταν δική της.  Περαιτέρω ανέφερε ότι κατά την εν λόγω ημερομηνία ο Χρ. Κ. Μανώλης ορκίστηκε και υπέγραψε την ένορκη δήλωση ενώπιόν της.  Στην αντεξέταση της έγινε εισήγηση ότι προσήλθε στο πρωτοκολλητείο ο Αντωνάκης Λοΐζου, που είναι το πρόσωπο που αναφέρεται στο σώμα της αίτησης ότι επρόκειτο να ορκισθεί.  Ας σημειωθεί ότι στο κείμενο της δήλωσης αναφέρεται ο Χρ. Κ. Μανώλη. Η μάρτυς απάντησε ότι θυμόταν τη φυσιογνωμία του τελευταίου (χωρίς να της υποδειχθεί στο δικαστήριο), δεν ήταν όμως βέβαιη για την ημερομηνία που έγινε η ένορκη δήλωση.

Ο δικηγόρος των εφεσειόντων ζήτησε, λόγω της σπουδαιότητας του θέματος και των επιπτώσεων του στο κύρος της όλης διαδικασίας, να εξεταστεί το ζήτημα προκαταρκτικά, αλλά το πρωτόδικο δικαστήριο δε συμφώνησε.  Το άφησε να εγερθεί κατά το πέρας της [*1358]ακρόασης στο στάδιο των αγορεύσεων.  Και αποφάσισε τελικά ότι είναι παρατυπία και σαν τέτοια είναι θεραπεύσιμη με βάση τις διατάξεις της νέας Δ.64:  ο περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) Διαδικαστικός Κανονισμός του 1995 (παράρτημα ΙΙ της Επίσημης Εφημερίδας αρ. 2956,ημερ. 24/2/95).

Η πρωτόδικη απόφαση δέχθηκε περαιτέρω ότι οι παραλείψεις καλύφθηκαν από την παραπάνω μαρτυρία της πρωτοκολλητού, που καθιστούσε αχρείαστη την έκδοση οποιουδήποτε διορθωτικού διατάγματος. Η αντιμετώπιση του προβλήματος από τον πρωτόδικο δικαστή εντοπίζεται σε μια σύντομη παράγραφο της απόφασής του που καλό είναι να την παραθέσουμε εξολοκλήρου:

“Μια ακόμη παρατυπία είναι η παράλειψη να γραφτεί στην ένορκη δήλωση, ο τόπος που λήφθηκε και σημείωση από το πρόσωπο που την πήρε ότι η ένορκη κατάθεση βεβαιώθηκε και υπογράφτηκε ενώπιον του, όπως προβλέπει η Δ.39 Κ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Δόθηκε όμως μαρτυρία από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας Π. Γρηγορίου, ενώπιον του Δικαστηρίου, που κάλυψε τις πιο πάνω παραλείψεις και παρατυπίες έτσι που το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπάρχει ουσιώδης παρατυπία και δεν χρειάζεται σχετική διαταγή του Δικαστηρίου.”

Οι δικηγόροι της εφεσίβλητης υπέβαλαν ότι η αντικανονικότητα που αφορά το jurat δεν είναι πλέον μοιραία για την εγκυρότητα της ένορκης δήλωσης.  Διασώζεται από τις δικαιοκρατικές διατάξεις της αναμορφωμένης Δ.64, που, όπως οι ανάλογες νέες διατάξεις που εφαρμόστηκαν στην Αγγλία, έχουν καταργήσει τη διάκριση μεταξύ παρατυπίας και ακυρότητας των νομικών διαδικασιών. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υποβλήθηκε καν αίτηση για παραμερισμό από τους εφεσείοντες, όπως διαλαμβάνει ο θ. 2 της Δ.64, αλλά αντίθετα συμμετέσχαν ενεργά στη διεξαγωγή της διαδικασίας που απέληξε στην έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης.  Έτσι η ανακίνηση του θέματος τώρα είναι αντίθετη και με τους κανόνες της καλής πίστης. Το επιχείρημα πλαισιώθηκε και με παραπομπές για τα κρατούντα στην Αγγλία.  Έγινε επίσης ενισχυτική επίκληση στις διατάξεις της Δ.39 θ.15, που καθιστούν δυνατή τη χρήση ένορκης δήλωσης παρά την οποιαδήποτε παρατυπία ή ελάττωμα στη βεβαίωση (jurat), αφού το δικαστήριο προβεί σε σχετική σημείωση στο έγγραφο που γίνεται δεκτό.

Οι δικηγόροι των εφεσειόντων επέμειναν πως δεν υπάρχει [*1359]έγκυρη αίτηση και ότι η παρούσα δεν είναι από τις περιπτώσεις που μπορεί να καλύψει η Δ.64.  Στηρίχθηκαν στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Symeonides and Others v. Symeonides [1976] 11 J.S.C. 1706. Στην υπόθεση εκείνη ο αρμόδιος υπάλληλος δεν υπέγραψε τη βεβαίωση. Με αποτέλεσμα το προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε με βάση το περιεχόμενο τέτοιας ένορκης δήλωσης να ακυρωθεί. Το δικαστήριο καθοδηγήθηκε από παρόμοιο προηγούμενο, την υπόθεση ex parte Heymann, In re Heymann 7 I.R. Ch. 488, 20 W.R. 457 και 26 L.T. 339. Κρίθηκε πως η παρατυπία δεν μπορούσε να θεραπευθεί με την εκ των υστέρων υπογραφή της jurat.

Ο κ. Κληρίδης απάντησε ότι, όταν αποφασίστηκε η Symeonides, ανωτέρω, ίσχυαν οι παλιές δικονομικές ρυθμίσεις, που δεν παρείχαν θεραπεία σε περίπτωση ακυρότητας. Περαιτέρω, αναφορικά με την ουσία, λέχθηκε ότι η παρούσα υπόθεση, διακρίνεται διότι υπάρχει υπογραφή της πρωτοκολλητού, στοιχείο που έλειπε στη Heymann, ανωτέρω. Επομένως στην παρούσα περίπτωση βεβαιώθηκε η αυθεντικότητα της ένορκης δήλωσης. Προφανώς το επιχείρημα έχει ως βάση την ακόλουθη σκέψη της απόφασης Heymann:

“If an order of committal in Chancery were expressed to be made upon evidence consisting, in part, of an affidavit not authenticated in such a way as to entitle the Court to look at it, the order would be bad.”

Κατά την εισήγηση του συνηγόρου η παράλειψη είχε τυπικό χαρακτήρα και δεν επηρέασε το κύρος της ένορκης δήλωσης, όπως αποφασίστηκε και στην Fernyhotch v. Naylor 23 W.R. 228 και πρόσφατα στην υπόθεση In re El-Boustani (1991) 1 A.A.Δ.736.

Η Δ.64 δεν αποτελεί πανάκεια για κάθε είδους ελάττωμα, παρανομία ή αντικανονικότητα.  Αυτό είναι και το πνεύμα των αντίστοιχων αγγλικών διατάξεων, όπως συνάγεται από την παρακάτω σύντομη περικοπή από τη Supreme Court Practice 1988, 1ος τόμος, παράγ. 2/1/1, σελ. 9:

“...................though it may still be that there are other failures to comply with statutory requirements or other improprieties so serious as to render the proceedings in which they occur, and any order made therein, a nullity. “Proceedings” for the purposes of this rule, includes any application to the Court, however informal.”

[*1360]Όπως προκύπτει από τη νομολογία η Δ.39 θ.15 καλύπτει κυρίως τις επουσιώδεις παρατυπίες στη βεβαίωση ως, λ.χ., τις λέξεις “before me” ή την καταχώρηση της βεβαίωσης σε χωριστή σελίδα (βλέπε Atkin’s Court Forms in Civil Proceedings, 2nd ed., vol. 3, σελ. 330).  Στην περίπτωσή μας παραλείπεται ολόκληρη η βεβαίωση.  Και το πιο σημαντικό η λέξη “ορκίστηκε”, που είναι το ουσιαστικό στοιχείο της.  Το ότι υπάρχει η υπογραφή δεν μεταβάλλει την κατάσταση.

Η διαδικασία για τη λήψη συνοπτικής απόφασης, ιδιαίτερα όσον αφορά την ένορκη δήλωση, είναι πολύ αυστηρή.  Αυτό επιβάλλει ο δραστικός χαρακτήρας της. Σε άρθρο στο Solicitors Journal Vol. 139 (1995) στη σελ. 1125 και 1128 με τον τίτλο “Don’t forget the affidavit” αναφέρεται:

“Regardless of the merits of an application for summary judgment under RSC Ord. 14, it will undoubtedly fail if the procedural requirements are not met. This has been revisited in a recent case, Barclays Bank plc v. Piper, The Times, 31 May 1995 and emphasises the need for care in preparing an Ord 14 application.....”

....................................................................................................

Why are these requirements so important in an Ord 14 application? Order 14 is a summary process and should only be used when appropriate, where the defendant has no defence to the claim and not for tactical purposes. The essence of the application means that if the plaintiff succeeds the defendant is deprived of an opportunity to defend the case on the merits and is denied access to justice.  As a summary procedure there is no room for error.”

Δε θα σχολιάσουμε τη μαρτυρία της πρωτοκολλητού ή την έλλειψη μαρτυρίας αναγνώρισης του ομώσαντος Χρ. Κ. Μανώλη, ή άλλες ατέλειες. Τα κενά ή οι ελλείψεις δεν μπορούν να αφεθούν να συμπληρώνονται με μαρτυρία. Ακριβώς αυτός είναι ο σκοπός της jurat να αποφεύγονται με τρόπο αναντίλεκτο οι οποιεσδήποτε αμφισβητήσεις.  Είναι γιαυτό που όπως παρατηρεί ο Atkin στη σελ. 325 του ίδιου τόμου:

“Τhe parties cannot waive an irregularity in the jurat”

H απόφαση Fernyhotch v. Naylor, ανωτέρω, δεν μπορεί να παραλληλιστεί με την κρινόμενη όπως φαίνεται από τη σύντομη έκθεση γεγονότων και το λακωνικό σκεπτικό στο Weekly Reporter, σελ. 228:

[*1361]“In this case, the Clerk of Records and Writs had refused to file some affidavits made by marksmen, on the ground that the jurat stating that the affidavits had been read over to the deponents truly, distinctly, and audibly by a third person had been omitted.  They had in fact been so read over.

After the deponents had made their marks the commissioner refused to insert the jurat which had been omitted.

Ince, applied to the court to know whether any alteration was necessary or whether the affidavits might be filed as they were.

Malins, V.C., said he did not think any alteration necessary; it would be casting a slur on the commissioner. The affidavits might be filed as they stood.”

H υπόθεση In re El-Bustani, ανωτέρω, αφορά την ένορκη δήλωση που κατατέθηκε για να υποστηρίξει αίτηση για habeas corpus, η οποία έγινε σε γλώσσα άλλη απ’ εκείνη του αιτητή.  Δεν τηρήθηκαν τα εχέγγυα που προβλέπει η Δ.39 θ. 13 για τη βεβαίωση ένορκης δήλωσης (jurat) αναλφάβητων ή τυφλών προσώπων. Παρά την παρατυπία το δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε την ουσία της αίτησης. Δεν προκύπτει από την απόφαση ότι υπήρξε συζήτηση του θέματος, η δε σχετική παρατήρηση του δικαστηρίου φαίνεται να έχει χαρακτήρα obiter. Εν πάση περιπτώσει πρόκειται για ανόμοιες καταστάσεις, που δεν ευνοούν τις συγκρίσεις ή συσχετισμούς.

Επανερχόμενοι στην υπόθεση παρατηρούμε ότι το έγγραφο που κατατέθηκε για να στηρίξει το αίτημα δεν είχε καμιά αποδεικτική αξία. Επομένως πάσχει ριζικά ολόκληρη η διαδικασία. Γιαυτό και παραμερίζουμε την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου με έξοδα και στις δύο διαδικασίες σε βάρος της εφεσίβλητης.

H έφεση επιτυγχάνει. H επίδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα και στις δύο διαδικασίες εις βάρος της εφεσίβλητης.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο