A/φοί Παπαλαζάρου Λτδ ν. Σοφοκλή Mιχαήλ (1997) 1 ΑΑΔ 1388

(1997) 1 ΑΑΔ 1388

[*1388]30 Οκτωβρίου, 1997

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

Α/ΦΟΙ ΠΑΠΑΛΑΖΑΡΟΥ ΛΤΔ.,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

ΣΟΦΟΚΛΗ ΜΙΧΑΗΛ,

Εφεσίβλητου-Εναγόμενου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9198).

 

Μαρτυρία — Αξιοπιστία μαρτύρων — Πραγματική μαρτυρία — Τροχαίο ατύχημα — Διϊστάμενες εκδοχές των διαδίκων ως προς το σημείο της σύγκρουσης — Εύρημα πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εκδοχή του εναγόμενου συμφωνούσε με τα περισσότερα από τα στοιχεία της πραγματικής μαρτυρίας — Ήταν το μόνο ορθό που μπορούσε να εξαχθεί μετά την αποδοχή της εκδοχής του εναγόμενου — Η πραγματική μαρτυρία είναι ο γνώμονας με βάση τον οποίο δοκιμάζεται η αξιοπιστία της προφορικής μαρτυρίας.

Η επίδικη διαφορά, προέκυψε από τροχαίο ατύχημα μεταξύ των οχημάτων των διαδίκων, και αφορούσε μόνο το θέμα της ευθύνης, η οποία επερρίφθη αποκλειστικά στην εφεσείουσα-ενάγουσα, με αποτέλεσμα να απορριφθεί η απαίτησή της και να εκδοθεί απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου-εναγόμενου δυνάμει της ανταπαίτησής του. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η εκδοχή του εναγόμενου όπως αυτή προέκυπτε από την μαρτυρία του, συμφωνούσε με τα περισσότερα από τα στοιχεία της πραγματικής μαρτυρίας, δηλαδή με τις πορείες των οχημάτων, τα ίχνη τροχοπέδησης και τις τελικές τους θέσεις.

Η κατάληξη του Δικαστηρίου να επιρρίψει αποκλειστική αμέλεια στην ενάγουσα, προσβάλλεται στην έφεση ως λανθασμένη για το μοναδικό λόγο ότι ελήφθη κατ’ αντίθεση προς την προσαχθείσα μαρτυρία και/ή κατά λανθασμένη εφαρμογή αυτής.

Ο συνήγορος της εφεσείουσας ισχυρίστηκε ότι η σύγκρουση έγινε στην άκρα αριστερά πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου της που οδηγούσε ο υπάλληλός της. Η εισήγηση στηρί[*1389]χθηκε στο γεγονός ότι στη σκηνή του ατυχήματος βρέθηκαν ίχνη διέλευσης του αυτοκινήτου της στο αριστερό κράσπεδο και όχθο του δρόμου, τα οποία δεν λήφθηκαν υπ’ όψιν από το Δικαστήριο.

Αντίθετα η θέση του εφεσίβλητου ήταν ότι η σύγκρουση των δύο οχημάτων έγινε στην πλευρά του μπροστά από τα ίχνη τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του, όπως κατέληξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Αποφασίστηκε ότι ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν συνάδουν με την προσαχθείσα μαρτυρία δεν ευσταθεί.  Αντίθετα τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν τα μόνα ορθά που μπορούσαν να εξαχθούν μετά την αποδοχή της εκδοχής του εφεσίβλητου.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Charalambous and Another v. Kaifas (1986) 1 C.L.R. 278,

Adamis  and Another v. Eracleous (1982) 1 C.L.R. 746.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Γεωργίου, E.Δ.) που δόθηκε στις 25.4.94 (Aρ. Aγωγής 10977/89) με την οποία τους επέρριψε πλήρη ευθύνη για το δυστύχημα και απέρριψε την απαίτησή τους ενώ επεδίκασε το ποσό των Λ.K.760 υπέρ του εναγόμενου δυνάμει της ανταπαίτησής του.

Μ. Ιακώβου, για τους Εφεσείοντες-Ενάγοντες.

Α. Λαδάς με Χρ. Ιερείδη, για τον Εφεσίβλητο-Εναγόμενο.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η επίδικη διαφορά προέκυψε από τροχαίο ατύχημα, που συνέβηκε στις 2.1.1988 στο δρόμο Λευκωσίας-Αναγυιών, μεταξύ των φορτηγών αυτοκινήτων που οδηγούσαν ο εφεσίβλητος και υπάλληλος της εφεσείουσας Εταιρείας.

[*1390]

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε μόνο με το θέμα της ευθύνης αφού πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιόν του, όλα τα άλλα θέματα είχαν διευθετηθεί μεταξύ των διαδίκων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση επέρριψε όλη την ευθύνη για το ατύχημα στην εφεσείουσα-ενάγουσα, με αποτέλεσμα να απορρίψει την απαίτησή της και να εκδώσει απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου δυνάμει της ανταπαίτησής του.

Η εφεσείουσα προσβάλλει την κατάληξη του Δικαστηρίου, να επιρρίψει αποκλειστική αμέλεια σ’ αυτή, ως λανθασμένη, για το μοναδικό λόγο ότι ελήφθη κατ’ αντίθεση προς την προσαχθείσα μαρτυρία και/ή κατά λανθασμένη εφαρμογή αυτής.

Βασική εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου της εφεσείουσας Εταιρείας ήταν ότι η σύγκρουση έγινε στην άκρα αριστερή πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου της που οδηγούσε ο υπάλληλός της. Αυτή την εισήγηση την στηρίζει στο γεγονός ότι στη σκηνή του ατυχήματος βρέθηκαν ίχνη διέλευσης του αυτοκινήτου της στο αριστερό κράσπεδο και όχθο του δρόμου. Αυτά τα ίχνη, κατά την εφεσείουσα, το πρωτόδικο Δικαστήριο τα παραγνώρισε χωρίς να δώσει καμιά αιτιολογία. Τα ίχνη αυτά στο κράσπεδο και τον όχθο αρχίζουν σε παράλληλη πορεία με το δρόμο και απότομα σε κάποιο σημείο πραγματοποιούν στροφή προς τα αριστερά και καταλήγουν εκτός του δρόμου όπου και η τελική θέση του αυτοκινήτου.

Αντίθετα η θέση του εφεσίβλητου ήταν ότι η σύγκρουση των δύο οχημάτων έγινε στην πλευρά του μπροστά από τα ίχνη τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του, όπως κατέληξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τα ίχνη αυτά βρίσκονται καθαρά στην αριστερή πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του εφεσίβλητου.  Στο μεγαλύτερο μέρος τους σε παράλληλη πορεία με το δρόμο, εκτός του τελευταίου μικρού μέρους τους που δείχνουν διαγώνια κλίση προς τα δεξιά.

Δε συμμεριζόμαστε την εισήγηση της εφεσείουσας. Στη μακροσκελή απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο αφιερώνει μεγάλο μέρος για το σχολιασμό αυτής της εισήγησης. Το Δικαστήριο αφού παραθέτει ολόκληρη την πραγματική μαρτυρία και τη μαρτυρία του ΜΥ2 Αστυνόμου Χ”Χριστοδούλου, ειδικού εμπειρογνώμονα σε τροχαία ατυχήματα, κατέληξε:-

[*1391]

“Εδώ σημειώνω ότι αν όλες οι ενδείξεις που υπάρχουν στο Τεκ. 1, δηλαδή ολόκληρη η πραγματική μαρτυρία είναι ορθή, τότε υπάρχει η άποψη του ΜΥ2, ο οποίος είναι ειδικός, ότι η σύγκρουση δε θα μπορούσε να είχε γίνει. Επομένως κάποιο μέρος της πραγματικής μαρτυρίας αυτής, θα πρέπει να αγνοηθεί. Το θέμα είναι ότι σε τέτοια περίπτωση η αξία της πραγματικής μαρτυρίας μειώνεται γιατί εφόσον θα πρέπει να αντικρυστεί τμηματικά, τότε χάνει, σημαντικό τουλάχιστον μέρος της αξίας της, αναφορικά με τη χρήση της ως μέτρο κρίσης για τις εκδοχές των εμπλεκομένων οδηγών, που στην προκειμένη περίπτωση αποκτούν ιδιαίτερη σημασία.”.

Ακολούθως το Δικαστήριο παραθέτει την προφορική μαρτυρία και τις αντίθετες εκδοχές των διαδίκων. Καταλήγει δε να δεχθεί την εκδοχή του εναγομένου-εφεσίβλητου και των μαρτύρων του.

Ως συνήθως σε τροχαία ατυχήματα η κάθε πλευρά προβάλλει τη δική της εκδοχή και το Δικαστήριο έχει την υποχρέωση, αξιολογώντας την ενώπιόν του μαρτυρία, να επιλέξει ποιά εκδοχή είναι η ορθή και να καταλήξει στα ευρήματά του.  Πέρα από τις δικές του παρατηρήσεις όσον αφορά την αξιοπιστία των μαρτύρων, βασική βοήθεια για το Δικαστήριο είναι η πραγματική μαρτυρία, που αποτελεί μια στέρεη βάση και το γνώμονα με βάση τον οποίο δοκιμάζεται η αξιοπιστία της προφορικής μαρτυρίας (Βλέπε: Charalambous and Another v. Kaifas (1986) 1 C.L.R. 278 και Adamis v. Eracleous (1982) 1 C.L.R. 746).

Tο πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε σε έκταση την πραγματική μαρτυρία.  Κατέληξε δε να απορρίψει τη θέση ότι τα ίχνη διέλευσης του αυτοκινήτου της εφεσείουσας, όπως φαίνονται στο σχεδιάγραμμα, είναι ορθά, γιατί άλλως, όπως αναφέρει, δεν θα μπορούσε να αντλήσει βοήθεια από την πραγματική μαρτυρία.  Το Δικαστήριο, αντίθετα, δέχθηκε την ορθότητα του μέρους εκείνου των ιχνών διέλευσης μετά τη στροφή τους προς αριστερά που οδήγησαν το αυτοκίνητο εκτός του δρόμου.  Απέρριψε δε τα ίχνη διέλευσης που ήταν παράλληλα προς το δρόμο ότι ανήκαν στο αυτοκίνητο της εφεσείουσας. Δέχθηκε δε προς τούτο τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Χ”Χριστοδούλου ότι εάν ελαμβάνετο υπόψη στην ολότητά της η πραγματική μαρτυρία τα ενεχόμενα οχήματα δεν θα μπορούσαν να συγκρουστούν ποτέ.  Και καταλήγει:-

“Η εκδοχή του εναγομένου, όπως αυτή προκύπτει από τη μαρτυρία του, συνάδει με τα περισσότερα από τα στοιχεία [*1392]της πραγματικής μαρτυρίας που είναι αναντίλεκτα, δηλαδή με τις πορείες των ενεχομένων οχημάτων, με τα ίχνη τροχοπέδησης και τις τελικές θέσεις των οχημάτων.”.

Δεν έχουμε πεισθεί από την επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου δικηγόρου της εφεσείουσας εταιρείας ότι τα ευρήματα και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν συνάδουν με τη δοθείσα μαρτυρία. Αντίθετα τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι τα μόνα ορθά που μπορούσαν να εξαχθούν μετά την αποδοχή της εκδοχής του εφεσίβλητου.

Κατ’ ακολουθία, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα που θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο