Takis P. Markides Ltd. ν. Γενικού Eισαγγελέα της Δημοκρατίας (1997) 1 ΑΑΔ 1424

(1997) 1 ΑΑΔ 1424

[*1424]5 Νοεμβρίου, 1997

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

TAKIS P. MARKIDES LTD.,

Εφεσείοντες-ενάγοντες,

v.

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9388).

 

Διοικητικό Δίκαιο — Εκτελεστή διοικητική πράξη — Χορήγηση άδειας εισαγωγής εμπορευμάτων και ανάκλησή της — Συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις που επενεργούν στο πεδίο του δημοσίου δικαίου — Υπόκεινται αποκλειστικά στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος — Πλήρης ο διαχωρισμός της αναθεωρητικής και της πολιτικής δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων — Η αναθεώρηση διοικητικών πράξεων από πολιτικό Δικαστήριο είναι ανεπίτρεπτη.

Αυτεπάγγελτη εξέταση θεμάτων — Δικαιοδοσία — Η ύπαρξη ή μη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου μπορεί να εξεταστεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ακόμη και αυτεπάγγελτα.

Διοικητικό Δίκαιο — Προπαρασκευαστική πράξη — Έρευνα για χορήγηση άδειας εισαγωγής εμπορευμάτων από την αρμόδια αρχή — Συνιστά αναπόσπαστο μέρος της διοικητικής διαδικασίας για την έκδοση της εν λόγω άδειας.

Συνταγματικό Δίκαιο — Διεκδίκηση αποζημιώσεων ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος — Ποίες οι προϋποθέσεις.

Τεκμήριο νομιμότητας — Επενεργεί υπέρ εκτελεστής διοικητικής πράξης ή απόφασης η οποία δεν ακυρώθηκε βάσει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

Οι εφεσείοντες εξασφάλισαν άδεια, μετά από υποβολή αίτησης στο Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας, για εισαγωγή αριθμού κυ[*1425]λίνδρων υγραερίου και βαλβίδων μαζί με τους ρυθμιστές τους και εισήγαγαν μέρος των εμπορευμάτων για τα οποία τους δόθηκε άδεια.

Το Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας ανακάλεσε την άδεια για εισαγωγή βαλβίδων μετά από διαπίστωση ότι ήταν ελαττωματικές με αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας στους εφεσείοντες στην οποία συνυπολόγισαν και το διαφυγόν κέρδος από την αδυναμία διάθεσης των εμπορευμάτων που εισήγαγαν και όσων προορίζοντο για μελλοντική εισαγωγή.

Οι εφεσείοντες καταχώρησαν κατά της Δημοκρατίας αγωγή, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, για αποζημιώσεις για τη ζημία που υπέστησαν, ισχυριζόμενοι αμέλεια από πλευράς των αρμοδίων και επικαλούμενοι τις αρχές της Hedley Byrne & Co. v. Hellers & Partners.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εξετάζοντας αυτεπάγγελτα το θέμα της δικαιοδοσίας. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εστερείτο δικαιοδοσίας λόγω του ότι το αντικείμενο της αγωγής ήταν συνυφασμένο με την άσκηση της διοικητικής λειτουργίας η αναθεώρηση των αποτελεσμάτων της οποίας ανάγεται αποκλειστικά στη διαδικασία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.  Επίσης τόνισε ότι προϋπόθεση για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων για πλημμελή άσκηση διοικητικής λειτουργίας, είναι η ακύρωση της διοικητικής, κατ’ ισχυρισμό, ζημιογόνου απόφασης ή πράξης.

Οι εφεσείοντες επρόσβαλαν την πρωτόδικη απόφαση λόγω:

(α)          Του εσφαλμένου της πρωτόδικης απόφασης ως προς τη φύση του αγώγιμου δικαιώματος και

(β)          Της άνευ ερείσματος αυτεπάγγελτης θεώρησης του βάσιμου της αγωγής.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η παράβαση καθήκοντος επιμέλειας επί της οποίας βασίζεται η αγωγή, δεν εξουδετερώνει την προέλευση του αγώγιμου δικαιώματος ούτε αλλοιώνει το γεγονός ότι η πράξη ή παράλειψη η οποία στοιχειοθετεί το δικαίωμα αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της διοικητικής λειτουργίας, συνυφασμένη με την έκδοση εκτελεστής απόφασης, στο πεδίο του δημοσίου δικαίου.

2.  Τόσο η απόφαση για χορήγηση άδειας εισαγωγής των επίδικων εμπορευμάτων όσο και η ανάκλησή της, συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις οι οποίες επενεργούν στο πεδίο του δημοσίου [*1426]δικαίου. Επίσης κάθε προπαρασκευαστική πράξη, όπως η έρευνα που διεξήχθη από την αρμόδια Αρχή για τη χορήγηση της άδειας εισαγωγής, συνιστά αναπόσπαστο μέρος της διοικητικής διαδικασίας για την έκδοση της εν λόγω άδειας.

3.  Το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος αποκλείει την εξέταση άμεσα, έμμεσα ή παρεμπιπτόντως από οποιοδήποτε Δικαστήριο άλλο από το Ανώτατο Δικαστήριο της νομιμότητας και εγκυρότητας εκτελεστής διοικητικής πράξης και κάθε προπαρασκευαστικής πράξης ή ενέργειας συναφούς προς την έκδοσή της.

4.  Η ακύρωση εκτελεστής διοικητικής πράξης από το Ανώτατο Δικαστήριο συνιστά προϋπόθεση για τη διεκδίκηση ζημίας, δυνάμει του Άρθρου 146.6, η οποία προκύπτει από την έκδοσή της. Η δεύτερη προϋπόθεση αφορά την παράλειψη της αρμόδιας διοικητικής αρχής ή οργάνου να ικανοποιήσει την αξίωση για αποκατάσταση μετά την ακύρωση της πράξης. Το πολιτικό δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση της διοικητικής πράξης. Με την ακύρωση της διοικητικής πράξης θεμελιώνεται το παράνομο της πράξης.

5.  Το κριτήριο και μέτρο για την αποζημίωση βάσει του Άρθρου 146.6, είναι διάφορο από εκείνο του Αγγλικού κοινού δικαίου το οποίο ισχύει στον τομέα των αστικών αδικημάτων.

6.  Εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία δεν ακυρώθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας του Άρθρου 146.1, τεκμαίρεται ως νόμιμη με όλες τις συνέπειες που ενέχει η διαπίστωση αυτή στα δικαιώματα των επηρεαζομένων.

7.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι τα επίδικα θέματα της αγωγής εκφεύγουν της δικαιοδοσίας πολιτικού δικαστηρίου είναι ορθή και κατά συνέπεια η απόφασή του ότι στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί του αντικειμένου της αγωγής, είναι ορθή.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Vassos Eliades Ltd. v. Republic (1979) 3 C.L.R. 259,

Demetriades & Sons v. Republic (1968) 3 C.L.R. 444,

Hedley Byrne & Co. v. Heller & Partners [1963] 2 All E.R. 575,

[*1427]Central Co-Operative Bank v. CY.E.M.S. (1984) 1 C.L.R. 435,

“Sevegep” Ltd v. United Sea Transport Limited και Άλλου (1989) 1(E) A.A.Δ. 729,

Safarino v. Σταυρινού (1991) 1 Α.Α.Δ. 1059,

Μούρτζινος v. Global Cruises Ltd. (1992) 1 A.A.Δ. 1160,

Antoniou and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623,

Machlouzarides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2342,

Λανίτης Λτδ και Άλλοι v. Γενικού Εισαγγελέα (1991) 1 Α.Α.Δ. 225,

Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων & Πολιτικών Μηχανικών v. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 453,

Εγγλεζάκη και Άλλες v. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1 Α.Α.Δ. 697,

Kyriakides v. Republic 1 R.S.C.C. 66,

Petrides v. The Greek Communal Chamber and Another (1965) 1 C.L.R. 39,

Attorney-General v. Markoullides and Another (1966) 1 C.L.R. 242,

Marcou and Another v. Republic (1968) 3 C.L.R. 166,

Tsakistos v. Attorney-General (1969) 1 C.L.R. 355,

Hapeshis v. Republic (1979) 3 C.L.R. 550,

Christofides v. Attorney-General (1981) 1 C.L.R. 80,

Frangoulides v. Republic (1982) 1 C.L.R. 462,

Kampis v. Republic (1984) 1 C.L.R. 314,

Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ και Άλλοι v. Διευθυντή Τμήματος Δασών και Άλλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 225,

Κεντρική Τράπεζα v. Θεοδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 420,

[*1428]Director of Customs v. Grecian Hotel (1985) 1 C.L.R. 476,

Hawaii Hotels Limited v. Δημοκρατίας, Yπ. Aρ. 273/94, ημερ. 29/12/1995,

Δημοκρατία v. Κασσέρα (1996) 3 A.A.Δ. 27.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του πλήρους Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Kαλλής, Π.E.Δ. Eρωτοκρίτου, E.Δ.), που δόθηκε στις 30.12.94 (Aρ. Aγωγής 2802/92), με την οποία κρίθηκε, ότι το Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αγωγής και ως εκ τούτου την απέρριψε.

Στ. Παύλου, για τους Εφεσείοντες.

Α. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Tην ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Οι εφεσείοντες  αποτάθηκαν στην αρμόδια κατά  νόμο αρχή, το Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας για την εξασφάλιση άδειας εισαγωγής κυλίνδρων και βαλβίδων κυλίνδρων υγραερίου. Η αίτηση υποβλήθηκε, όπως συμπεραίνεται, βάσει του περί Κανονισμού Εισαγωγών Νόμου του 1962 (Ν.49/62), ο οποίος διέπει την εισαγωγή εμπορευμάτων. Όπου απαιτείται άδεια εισαγωγής η παροχή της ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού.  Αναμφίλεκτο είναι ότι η χορήγηση άδειας εισαγωγής εμπορευμάτων συνιστά εκτελεστή  διοικητική πράξη υποκείμενη στον αναθεωρητικό έλεγχο που καθιερώνει το Άρθρο 146 του Συντάγματος. (Βλ. Vassos Eliades Ltd v. Republic (1979) 3 C.L.R. 259. Demetriades & Sons v. Republic (1968) 3 C.L.R. 444.) Στο πλαίσιο διερεύνησης του αιτήματος των εφεσειόντων εξετάστηκαν και δείγματα των εμπορευμάτων τα οποία θα εισήγοντο. Το αίτημα εγκρίθηκε. Χορηγήθηκε στους εφεσείοντες άδεια εισαγωγής, αριθμού κυλίνδρων υγραερίου και βαλβίδων μαζί με τους ρυθμιστές τους. Σκοπός της εισαγωγής των βαλβίδων ήταν η προσαρμογή τους στους κυλίνδρους προς παρεμπόδιση της διαρροής υγραερίου.

Βάσει της άδειας που εξασφάλισαν (οι εφεσείοντες) εισήγαγαν μέρος των εμπορευμάτων για τα οποία τους δόθηκε άδεια.

Μετά την άφιξη της πρώτης παρτίδας κυλίνδρων και βαλβίδων, οι αρμόδιες αρχές διαπίστωσαν, μετά από έλεγχο, ότι οι βαλβίδες ήταν ελαττωματικές. Η προσαρμογή στους κυλίνδρους δεν επέφερε την πλήρη σφράγισή τους. Υπήρχε διαρροή υγραερίου.

Το Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας ανακάλεσε την άδεια για την εισαγωγή των βαλβίδων. Το γεγονός αυτό προκάλεσε ζημία στους εφεσείοντες στην οποία συνυπολογίζουν και το διαφυγόν κέρδος από την αδυναμία διάθεσης των εμπορευμάτων που εισήγαγαν και εκείνων που προόριζαν να εισαγάγουν στο μέλλον.

Με αγωγή τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, ήγειραν απαίτηση εναντίον της Δημοκρατίας για αποζημιώσεις για τη ζημία που υπέστησαν. Αποδίδουν τη ζημία στην ανάκληση της απόφασης για την εισαγωγή των βαλβίδων.  Ως γενεσιουργό αιτία της ζημίας καθορίζουν την αμελή, κατά τους ισχυρισμούς τους, διερεύνηση του αιτήματός τους για τη χορήγηση άδειας εισαγωγής από τις αρμόδιες διοικητικές αρχές της Δημοκρατίας.  Βασίστηκαν, όπως ισχυρίζονται, στα αποτελέσματα της έρευνας των διοικητικών αρχών ως προς την ποιότητα των εμπορευμάτων τα οποία θα εισήγαγαν. Η αμέλεια των αρχών συνιστούσε παράβαση οφειλόμενου καθήκοντος επιμέλειας.  Συναρτούν την απαίτησή τους και το συναφές προς αυτή αγώγιμο δικαίωμα προς τις αρχές της Hedley Byrne & Co. v. Heller & Partners [1963] 2 All E.R. 575* .

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε, αφού εξέτασε το ζήτημα ιδία πρωτοβουλία, ότι εστερείτο δικαιοδοσίας να επιληφθεί του επιδίκου θέματος. Έκρινε ότι το αντικείμενο της αγωγής είναι συνυφασμένο με την άσκηση της διοικητικής λειτουργίας η αναθεώρηση των αποτελεσμάτων της οποίας ανάγεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 146.1. Η ζημιογόνος πράξη ή ακριβέστερα η ζημία η οποία διεκδικείται προέκυψε, σύμφωνα με την απαίτηση των εφεσειόντων (εναγόντων), από εκτελεστή διοικητική πράξη, δηλαδή από την ανάκληση της άδειας εισαγωγής των βαλβίδων.  Η θεώρηση της πράξης εκείνης ανάγεται αποκλειστικά στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η απόσυρση [*1430]όπως διατυπώνεται στην έκθεση απαιτήσεως της άδειας εισαγωγής, «προκάλεσε και την απώλεια της δυνατότητας διάθεσης των επιπρόσθετων 25,000 κυλίνδρων που θα έφερναν οι ενάγοντες μόλις διατίθεντο οι πρώτοι κύλινδροι, όπως και τη δυνατότητα διάθεσης άλλων μεταγενέστερων εισαγωγών.»

Η ίδια πράξη, (η ανάκληση της άδειας εισαγωγής των βαλβίδων) προκάλεσε, σύμφωνα με ισχυρισμούς οι οποίοι προβάλλονται στην έκθεση απαιτήσεως, και δυσφήμηση των εναγόντων αναφορικά με τα εμπορεύματά τους. Στις λεπτομέρειες «αμέλειας και/ή παράβασης των καθηκόντων των αρμοδίων υπηρεσιών», περιλαμβάνεται και ο ακόλουθος ισχυρισμός. «Επηρεάστηκαν από φήμες και κατηγορίες ανταγωνιστών των εναγόντων και αναθεώρησαν προηγούμενη έγκρισή τους χωρίς να συντρέχουν σοβαροί ή βάσιμοι λόγοι για να το κάμουν.» Ο ισχυρισμός αυτός σκοπεί στη θεμελίωση της θέσης ότι η ανάκληση της άδειας εισαγωγής των βαλβίδων ήταν ανυπόστατη.

Ο άλλος ισχυρισμός ο οποίος προβάλλεται στην αγωγή προς υποστήριξη της αξίωσης για αποζημιώσεις, είναι ότι σημειώθηκε καθυστέρηση δύο μηνών στην εισαγωγή των κυλίνδρων λόγω των στοιχείων τα οποία ζητήθηκαν από τις αρχές για την εισαγωγή των εμπορευμάτων. Και αυτή η πτυχή της απαίτησης συναρτάται άμεσα με τις διοικητικές λειτουργίες, σχετικές με την άδεια εισαγωγής.

Στην απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο κάμνει εκτεταμένη αναφορά στο διαχωρισμό της αναθεωρητικής και της πολιτικής δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων, που καθιστά ανεπίτρεπτη την αναθεώρηση αποφάσεων ή πράξεων της Διοίκησης στον τομέα του δημοσίου δικαίου από πολιτικό Δικαστήριο. Προϋπόθεση, όπως τονίζεται για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων για την πλημμελή άσκηση της διοικητικής λειτουργίας είναι η ακύρωση της διοικητικής, κατ’ ισχυρισμό, ζημιογόνου απόφασης ή πράξης. 

Στο περίγραμμα και στην προφορική αγόρευση των εφεσειόντων δύο είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση, όπως διευκρίνισε ο δικηγόρος των εφεσειόντων ενώπιόν μας. Συνοψίζονται πιο κάτω:

(α) Το εσφαλμένο της πρωτόδικης απόφασης ως προς τη φύση του αγώγιμου δικαιώματος. Το δικαίωμα το οποίο διεκδικείται αποσυναρτάται, κατά τους εφεσείοντες, από τη διοικητική λειτουργία και εντοπίζεται σε πράξεις που στοιχειοθετούν το αστικό αδί[*1431]κημα της αμέλειας. Η απόφαση περί του αντιθέτου του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, βασίζεται σε εσφαλμένη  εκτίμηση του αγώγιμου δικαιώματος.

(β) Η άνευ ερείσματος αυτεπάγγελτη θεώρηση του βάσιμου της αγωγής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προέβη σε θεώρηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου χωρίς να προηγηθεί αίτηση για το σκοπό αυτό βάσει της Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Εάν η αγωγή δεν στοιχειοθετεί αγώγιμο δικαίωμα η μόνη οδός για τη συνοπτική απόρριψη είναι εκείνη που προβλέπεται από τη  Δ.27.

Θέση των εφεσιβλήτων είναι ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή σ’ όλα της τα σημεία και αναπόφευκτη υπό το φως της απαίτησης των εφεσειόντων.

Θ’ αρχίσουμε με το αυτεπάγγελτο της διερεύνησης της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Είναι θεμελιωμένο ότι θέμα δικαιοδοσίας μπορεί να εξεταστεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας είτε κατόπιν αιτήσεως διαδίκου ή αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. (Βλ. μεταξύ άλλων Central Co-Operative Bank v. CY.E.M.S. (1984) 1 C.L.R. 435.)

Το Επαρχιακό όπως και κάθε άλλο Δικαστήριο δεν μπορεί να υπερβεί τη δικαιοδοσία του ή να λειτουργήσει έξω από τα όριά της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο υπερβαίνει τη δικαιοδοσία του μπορεί να παρεμποδιστεί με ένταλμα τύπου prohibition (Άρθρο 155.4, του Συντάγματος).

Όντως διακρίνεται το θέμα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου από το ανυπόστατο του αγώγιμου δικαιώματος στο οποίο βασίζεται η απαίτηση. Εάν το βάσιμο του αγώγιμου δικαιώματος ανάγεται στη στοιχειοθέτησή του κατά τις αρχές του ιδιωτικού δικαίου δεν εγείρεται ζήτημα δικαιοδοσίας.

Τα ίδια γεγονότα, εκείνα τα οποία προσδιορίζουν τα επίδικα θέματα, προσμετρούν τόσο στον προσδιορισμό της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου όσο και του αγώγιμου δικαιώματος. (Βλ. “SEVEGEP” Limited v. United Sea Transport Limited and Another (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 729. Safarino v. Σταυρινού (1991) 1 Α.Α.Δ. 1059. Μούρτζινος v. Global Cruises Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 1160.)

Είναι ορθό ότι η αγωγή βασίζεται σε παράβαση καθήκοντος επιμέλειας. Αυτό δεν εξουδετερώνει την προέλευση του δικαιώμα[*1432]τος ούτε αλλοιώνει το γεγονός ότι η πράξη ή παράλειψη η οποία στοιχειοθετεί το δικαίωμα αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της διοικητικής λειτουργίας συνυφασμένη με την έκδοση εκτελεστής απόφασης στο πεδίο του δημοσίου δικαίου. Η χορήγηση άδειας εισαγωγής εμπορευμάτων δεν ανάγεται ούτε στο ιδιωτικό δίκαιο ούτε σχετίζεται με το δίκαιο των συναλλαγών. Συναρτάται με μονομερή κυριαρχική (imperium) πράξη, δηλωτική της βούλησης της Διοίκησης. Άξονας της διοικητικής λειτουργίας στο δημόσιο τομέα είναι η προαγωγή των σκοπών του δικαίου για τους οποίους παρέχεται η εξουσία σε κρατική αρχή η όργανο. (Βλ. μεταξύ άλλων Αntoniou and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623. Μachlouzarides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2342.)

Η διοικητική λειτουργία περιλαμβάνει το σύνολο των πράξεων που σχετίζονται με την άσκησή της και η οποία απολήγει στην έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης ή απόφασης· περιλαμβανόμενης και κάθε προπαρασκευαστικής πράξης και ενέργειας σχετιζόμενης προς την άσκησή της. Η έρευνα η οποία διεξήχθη από την αρμόδια Αρχή, για τη χορήγηση της άδειας εισαγωγής των εμπορευμάτων περιλαμβανομένου και του ελέγχου των κυλίνδρων και βαλβίδων, αποτελούσε προπαρασκευαστική πράξη και αναπόσπαστο μέρος της διοικητικής διαδικασίας για την έκδοση της άδειας εισαγωγής. Η ζημιογόνος πράξης αφετέρου, εκείνη από την οποία προέκυψε η ζημία, δηλαδή η ανάκληση του μέρους της άδειας εισαγωγής που αφορούσε τις βαλβίδες, συνιστούσε αυτοτελή διοικητική πράξη επενεργούσα όπως και η απόφαση την οποία ανακάλεσε, στο πεδίο του δημοσίου δικαίου.

Η αναθεώρηση εκτελεστών διοικητικών πράξεων στον τομέα του δημοσίου δικαίου ανάγεται αποκλειστικά στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Άρθρο 146.1 αποκλείει την εξέταση, άμεσα, έμμεσα ή παρεμπιπτόντως, από οποιοδήποτε δικαστήριο άλλο από το Ανώτατο Δικαστήριο, της νομιμότητας και εγκυρότητας εκτελεστής διοικητικής πράξης και κάθε προπαρασκευαστικής πράξης ή ενέργειας συναφούς προς την έκδοσή της.

Όπως υποδεικνύεται στη Λανίτη Λτδ και Άλλοι v. Γεν. Εισαγγελέα (1991) 1 Α.Α.Δ. 225, 231,

“Όπως είναι πρόδηλο από το κείμενο του άρθρ. 146, παρέχεται στο Ανώτατο Δικαστήριο αποκλειστική δικαιοδοσία για την αναθεώρηση κάθε πράξης διοικητικής Αρχής ή οργάνου το οποίο ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία. Το άρθρο 146.1 καλύπτει την ολότητα του φάσματος διοικητικών πράξεων, αποφάσε[*1433]ων και παραλείψεων της Διοίκησης στον τομέα του δημοσίου δικαίου. Ο μόνος περιορισμός αφορά το πεδίο της λειτουργίας διοικητικής Αρχής ή οργάνου το οποίο εξυπακούεται από τη φύση της δικαιοδοσίας, κάτω από το άρθρο 146.1. Υπόκεινται στην αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου μόνο αποφάσεις ή παραλείψεις της Διοίκησης στον τομέα του δημοσίου δικαίου.”

Ο διαχωρισμός, όπως νωρίτερα σημειώσαμε, μεταξύ της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και της πολιτικής δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου, είναι απόλυτος.  Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην Συμβ. Εγγρ. Αρχ. & Πολιτικών Μηχανικών v. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 453, 458, κατοπτρίζει το απόλυτο του διαχωρισμού.

“Η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος διαχωρίζεται θεσμικά από την πολιτική δικαιοδοσία των Επαρχιακών Δικαστηρίων. Οι δύο δικαιοδοσίες δεν εφάπτονται σε κανένα σημείο.”

Η ακύρωση εκτελεστής διοικητικής πράξης από το Ανώτατο Δικαστήριο αποτελεί προϋπόθεση για τη διεκδίκηση ζημίας η οποία προκύπτει από την έκδοσή της.  Η ακύρωση δεν είναι η μόνη προϋπόθεση, όπως εξηγείται στην Εγγλεζάκη και Άλλες v. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1 Α.Α.Δ. 697, δίνοντας έκφραση στην προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η δεύτερη προϋπόθεση αφορά την παράλειψη της αρμόδιας διοικητικής αρχής ή οργάνου να ικανοποιήσει την αξίωση για αποκατάσταση μετά την ακύρωση της πράξης. (Βλ. επίσης Phedias Kyriakides v. Republic, 1 R.S.C.C. 66. Pantelis Petrides v. The Greek Communal Chamber and Another (1965) 1 C.L.R. 39Attorney-General v. Andreas A. Markoullides and Another (1966) 1 C.L.R. 242. Marcou and Another v. Republic (1968) 3 C.L.R. 166. Costas Tsakistos v. Attorney-General (1969) 1 C.L.R. 355. Hapeshis v. Republic (1979) 3 C.L.R. 550. Christofides v. Attorney-General (1981) 1 C.L.R. 80. Frangoulides v. Republic (1982) 1 C.L.R. 462. Kampis v. Republic (1984) 1 C.L.R. 314. Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ. και Άλλοι v. Διευθυντή Τμήματος Δασών και Άλλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 225.)

Το ακόλουθο απόσπασμα από την Κεντρική Τράπεζα v. Θεοδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 420, 425, σκιαγραφεί τις προϋποθέσεις για τη διεκδίκηση ζημίας απορρέουσας από παράνομη διοικητική πράξη.

“Όπως το κείμενο του άρθρου 146.6 υποδηλώνει και η νομο[*1434]λογία βεβαιώνει, προϋπόθεση για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου βάσει του άρθρου 146.6 αποτελεί η ακύρωση της διοικητικής πράξης που προκάλεσε τη ζημία. Το πολιτικό δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση της διοικητικής πράξης. Η έκνομη λειτουργία της Διοίκησης τεκμηριώνεται από την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο οποίο εναποτίθεται αποκλειστική δικαιοδοσία δικαστικής αναθεώρησης των διοικητικών πράξεων, αποφάσεων και παραλείψεων. Η πρώτη προϋπόθεση για την επίκληση του Άρθρου 146.6 είναι η ακύρωση της διοικητικής πράξης. Με την ακύρωση θεμελιώνεται το παράνομο της πράξης.

Γεννάται δικαίωμα για αποζημίωση εφόσον η απαίτηση δεν ικανοποιηθεί από το δημόσιο όργανο, αρχή ή πρόσωπο που φέρει την ευθύνη για την ακυρωθείσα πράξη.”

Το κριτήριο και μέτρο για την αποζημίωση βάσει του Άρθρου 146.6, είναι διάφορο από εκείνο του Αγγλικού κοινού δικαίου το οποίο ισχύει στον τομέα των αστικών αδικημάτων. (Βλ. μεταξύ άλλων Phedias Kyriakides v. Republic, 1 R.S.C.C. 66, Pantelis Petrides v. The Greek Communal Chamber and Another (1965) 1 C.L.R. 39, Attorney-General v. Andreas A. Markoullides and Another (1966)1 C.L.R. 242, Marcou and Another v. Republic (1968) 3 C.L.R. 166, Costas Tsakistos v. Attorney-General (1969) 1 C.L.R. 355, και Frangoulides, Kampis, Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ., Εγγλεζάκη και Θεοδωρίδη (ανωτέρω).

Θεώρηση του αγώγιμου δικαιώματος, στην προκείμενη περίπτωση όπως στοιχειοθετείται στην έκθεση απαιτήσεως των εφεσειόντων αποκαλύπτει ότι:

(α)   Το αγώγιμο δικαίωμα θεμελιώνεται σε πράξη ή παράλειψη που συνιστά αναπόσπαστο μέρος της έρευνας και προπαρασκευαστικών πράξεων για την έκδοση εκτελεστής διοικητικής απόφασης, δηλαδή της άδειας εισαγωγής. Συναφείς προς την άδεια εισαγωγής είναι και οι όροι για την προσαγωγή των απαραίτητων εγγράφων για τη διενέργεια της εισαγωγής.

(β)   Η ζημία για την οποία εγείρεται αξίωση, προέκυψε από την έκδοση αυτοτελούς εκτελεστής διοικητικής πράξης ή απόφασης συνιστάμενης στην ανάκληση του μέρους της άδειας εισαγωγής που αφορά τις βαλβίδες. Η ανάκληση προηγούμενης εκτελεστής απόφασης ή πράξης συνιστά αυτοτελή εκτελεστή διοικητική απόφαση ή πράξη η αναθεώρηση της οποίας ανάγεται αποκλειστι[*1435]κά στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 146. (Βλ. μεταξύ άλλων Dir. of Customs v. Grecian Hotel (1985) 1 C.L.R. 476. Δεν θα επεκταθούμε σε εξήγηση των αρχών που διέπουν τη σύννομη ανάκληση διοικητικής πράξης. Αυτές εξηγούνται σε έκταση στην Hawaii Hotels Limited v. Δημοκρατίας, Υπ. αρ. 273/94 - 29.12.1995, και στην σχετικά πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία v. Κασσέρα, Α.Ε. αρ. 1409 - 31.1.1996. Βλ. επίσης Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959 σελ. 198, και Π. Δ. Δαγτόγλου Γενικό Διοικητικό Δίκαιο Τρίτη Έκδοση σελ. 303.

Ό,τι άλλο πρέπει να τονιστεί είναι ότι επενεργεί υπέρ εκτελεστής διοικητικής πράξης ή απόφασης το τεκμήριο της νομιμότητας. Στην απουσία αμφισβήτησης πράξης ή απόφασης βάσει του Άρθρου 146.1, και ακύρωσης στο πλαίσιο εκείνης της διαδικασίας, εκτελεστή διοικητική πράξη τεκμαίρεται ως νόμιμη με όλες τις συνέπειες που ενέχει αυτή η διαπίστωση στα δικαιώματα των επηρεαζομένων.

Καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διαπίστωσε ότι τα επίδικα θέματα της αγωγής εκφεύγουν της δικαιοδοσίας πολιτικού δικαστηρίου. Συνεπώς ορθά αποφασίστηκε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί του αντικειμένου της αγωγής.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο