Toumbouros Estates Limited ν. Xαριτίνης X. Iωαννίδου και Άλλων (1997) 1 ΑΑΔ 1512

(1997) 1 ΑΑΔ 1512

[*1512]20 Νοεμβρίου, 1997

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

TOUMBOUROS ESTATES LIMITED,

Εφεσείοντες-Eναγόμενοι,

v.

ΧΑΡΙΤΙΝΗΣ Χ. ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Eναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9647).

 

Πολιτική Δικονομία — Αίτηση για παραμερισμό απόφασης για απόρριψη αγωγής, η οποία εκδίδεται ερήμην — Εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου για επαναφορά απορριφθείσας αγωγής — Οι περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί Δ.33, θ.4 και 5 — Υιοθέτηση κατά πλειοψηφία της αρχής στη Μεσολογγίτης v. Κούτας.

Οι εφεσίβλητοι, ενάγοντες σε αγωγή ενώπιον του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ζήτησαν, κατά την ημερομηνία της ακρόασης, μέσω του δικηγόρου τους, αναβολή της ακρόασης λόγω αιφνίδιας ασθένειας της πρώτης ενάγουσας η οποία ως εκ τούτου δεν μπορούσε να συνοδεύσει το δεύτερο ενάγοντα, σύζυγό της, που έπασχε από σοβαρή αναπηρία να μεταβεί στο Δικαστήριο.  Το Δικαστήριο αποδέκτηκε αίτημα των εφεσειόντων-εναγομένων για απόρριψη της αγωγής. Οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν αίτηση για επαναφορά της αγωγής και το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ικανοποιήθηκε ότι η απουσία των εφεσιβλήτων ήταν αιτιολογημένη, επέτρεψε το αίτημά τους. Οι εφεσείοντες τόσο πρωτόδικα όσο και στην έφεση κατά της απόφασης, εισηγήθηκαν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εστερείτο κατά νόμο εξουσίας να διατάξει την επαναφορά της υπόθεσης και ότι η ενδεδειγμένη διαδικασία ήταν η καταχώρηση έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης για απόρριψη του αιτήματος για αναβολή.

Το Εφετείο απέρριψε την έφεση κατά πλειοψηφία.

Αποφασίστηκε ότι:

Α) Υπό Αρτεμίδη Δ., συμφωνούντος και του Κρονίδη, Δ.:

[*1513]1.           Το διαδικαστικό θέμα της παρούσας υπόθεσης, είναι απλό και ξεκάθαρο στη νομολογία μας. Τα γεγονότα προσομοιάζουν προς τα γεγονότα της υπόθεσης Μεσολογγίτης v. Κούτα στην οποία το Εφετείο ομόφωνα έκρινε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εξουσία δυνάμει της Δ.33 θ.5 να διατάξει επαναφορά απορριφθείσας αγωγής. Η υπόθεση Μεσολογγίτη είναι αυθεντική και καθοριστική επί του επιδίκου θέματος. Ως εκ τούτου οι αρχές της υιοθετούνται και στην παρούσα υπόθεση. Σημειωτέον ότι, όπως σχολιάσθηκε και στην υπόθεση Ευαγόρου v. Χριστοδούλου κ.ά., και η Δ.26 θ.14, δίδει γενική εξουσία στο Δικαστήριο να παραμερίζει απόφασή του που εκδίδεται ερήμην.

2. Η εφαρμογή της αγγλικής νομολογίας, σε πανομοιότυπες διατάξεις, στις οποίες γίνεται αναφορά στη ερμηνεία και εφαρμογή του σχετικού Κανονισμού στη Μεσολογγίτης από το Εφετείο της Κύπρου, είναι ορθή. Η υπόθεση Dick v. Piller την οποία επικαλέσθηκε η δικηγόρος των εφεσειόντων δεν έχει καμία εφαρμογή στα θέματα που συζητούνται στην παρούσα υπόθεση.

3. Η επίδικη απόφαση εκδόθηκε ερήμην των εφεσιβλήτων. Δεν εκδόθηκε επί της ουσίας της διαφοράς μετά την αξιολόγηση οποιουδήποτε αποδεικτικού υλικού. Σύμφωνα με τη νομολογία μας, η οποία αναφέρεται πιο πάνω, το Δικαστήριο έχει εξουσία να την παραμερίσει. Τόσο το Εφετείο της Κύπρου όσο και το Αγγλικό Εφετείο έχουν την άποψη ότι όπου υπάρχει παράλληλη δικαιοδοσία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως στην προκειμένη περίπτωση, είναι επιθυμητό να γίνεται πρώτα το διάβημα στο πρωτόδικο Δικαστήριο.

Β) Υπό Νικολάου, Δ.:

1. Η θέση των εφεσειόντων ότι το μόνο προσφερόμενο στους εφεσίβλητους ένδικο μέσο ήταν η έφεση κατά της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα για αναβολή, είναι ορθή. Σε τέτοια περίπτωση, επιτυχία στην έφεση θα συμπαρέσυρε και την απόφαση για απόρριψη της αγωγής. Η απόρριψη της αγωγής στην παρούσα υπόθεση, δεν ήταν το αποτέλεσμα απουσίας διαδίκου, αλλά μη προώθησης της αγωγής εν όψει αδυναμίας για προσκόμιση μαρτυρίας. Ήταν εντελώς συμπτωματικό ότι ο μόνος μάρτυρας που θα κατέθετε για την υπόθεση των εφεσιβλήτων ήταν ένας από τους εφεσίβλητους ο οποίος όμως δεν ήταν παρών.

[*1514]2.           Ο κ.4 της Δ.33, που αφορά τη μη εμφάνιση του ενάγοντα στη δίκη, οπότε προβλέπεται η θεραπεία του κ.5, δεν έχει εφαρμογή εδώ, όπου εμφανίστηκε δικηγόρος κατά τη δίκη εκ μέρους των εφεσιβλήτων.

3. Η απόφαση στην υπόθεση Μεσολογγίτη αναδεικνύεται έκδηλα εσφαλμένη διότι αντιμάχεται ότι ρητώς προβλέπεται στη Δ.35 θ.4.  Οι Αγγλικές αποφάσεις στις οποίες στηρίχθηκε εκεί το Εφετείο αφορούσαν όλες τις περιπτώσεις όπου δεν υπήρξε εμφάνιση είτε διαδίκου αυτοπροσώπως είτε του δικηγόρου του. Ως εκ τούτου δικαιολογείται η ανατροπή της. Το συμπέρασμα είναι ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο υπερέβη με την εκκαλούμενη απόφαση την εξουσία και τη δικαιοδοσία του.

Η έφεση έγινε δεκτή με έξοδα. Η εκκαλούμενη απόφαση παραμερίσθηκε.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Κουλουντής v. Δομοχημική Εταιρεία Λτδ (1997) 1 A.A.Δ. 438,

Χατζηκυριάκου v. Κουλέρμου κ.ά. (1997) 1 A.A.Δ. 699,

Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων και Άλλων (Aρ. 3) (1996) 1 A.A.Δ. 315,

Μεσολογγίτης κ.ά. v. Κούτα (1986) 1 Α.Α.Δ. 161,

Ευαγόρου v. Χριστοδούλου κ.ά. (1982) 1 Α.Α.Δ. 771,

Dick v. Piller (1943) 1 C.L.R. 629,

Vulkan v. South Indian Shipping Corpn Ltd [1981] 2 W.L.R. 141,

Priddler v. Fisher & Sons [1968] 3 All E.R. 506,

Rose v. Humbles [1972] 1 All E.R. 314.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Πλήρους Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Iωαννίδης, Π.E.Δ., Σταματίου, E.Δ.) που δόθηκε στις 23.2.96 (Aρ. Aγωγής 5803/87), με την οποία διατάχθηκε η επαναφορά της αγωγής και παραμερίστηκε η προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας [*1515]18.10.95.

Ε. Βραχίμη, για τους Εφεσείοντες.

Χρ. Θεμιστοκλέους, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι προσβάλλουν την απόφαση του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (23.2.96), με την οποία διατάχθηκε η επαναφορά στον κατάλογο ακροάσεων της αγωγής των εφεσιβλήτων-εναγόντων, που είχε προηγουμένως απορριφθεί (18.10.95) όταν δεν έγινε δεκτό, κατά την ημερομηνία της ακρόασης, αίτημα του δικηγόρου τους για αναβολή επειδή η πρώτη ενάγουσα ασθένησε αιφνιδίως και δεν μπορούσε να παραστεί στο Δικαστήριο, ο δε δεύτερος ενάγων, σύζυγός της, λόγω σοβαρής αναπηρίας δεν μπορούσε να μεταβεί μόνος του στο Δικαστήριο χωρίς τη βοήθειά της. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του συνηγόρου των εφεσιβλήτων κρίνοντας πως δεν είχε ενώπιόν του επαρκή απόδειξη των λόγων που προβλήθηκαν για αναβολή. Μετά την εξέλιξη αυτή η δικηγόρος των εφεσειόντων ζήτησε την απόρριψη της αγωγής, αίτημα που έγινε αποδεκτό. Ακολούθησε εκ μέρους των εφεσιβλήτων αίτηση για επαναφορά της αγωγής της. Με την υπό έφεση απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε για το αιτιολογημένο της απουσίας των εφεσιβλήτων, κατά την ακρόαση της αγωγής τους, και παρεχώρησε το αίτημά τους.

Στην αίτηση για επαναφορά, που στηρίζεται στη Δ.33 θ.1, 4 και 5 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, ενέστησαν οι εφεσείοντες με μοναδική εισήγηση, που επαναλήφθηκε και ενώπιόν μας, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε κατά νόμο εξουσία να διατάξει την επαναφορά της υπόθεσης. Η μόνη θεραπεία των εφεσιβλήτων, λέγει η δικηγόρος των εφεσειόντων, ήταν η καταχώριση έφεσης εναντίον της άρνησης του Δικαστηρίου να δώσει αναβολή της δικασίμου, κατά την οποία οι εφεσίβλητοι αντιπροσωπεύονταν από συνήγορο, που υπέβαλε και το σχετικό αίτημα. Η Δ.33(5) κατά τη δικηγόρο των εφεσειόντων, δεν εφαρμόζεται στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, γιατί οι εφεσίβλητοι δεν ήσαν απόντες, εφόσον αντιπροσωπεύονταν από το δικηγόρο τους, ο οποίος και υπέβαλε το σχετικό αίτημα αναβολής, που απορρίφθηκε. Δεδομένου ότι ο συνήγορος δεν μπορούσε να προχωρήσει με την προσαγωγή της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων στην αγωγή τους, το Δικαστήριο την απέρριψε. Η συνήγορος υπέβαλε τέλος πως η επίδικη απόφαση του πρωτόδικου Δικα[*1516]στηρίου ισοδυναμεί με άσκηση δικαιοδοσίας εφέσεως επί της δικής του αποφάσεως.

Η Δ.33 θ.5 προβλέπει τα εξής:

“Any judgment obtained where one party does not appear at the trial may in a proper case be set aside by the Court upon such terms as may seem fit, upon an application made within fifteen days after the trial.”

Σε μετάφραση:

“Οποιαδήποτε απόφαση, η οποία λαμβάνεται λόγω μη εμφάνισης του ενός διαδίκου κατά τη δίκη μπορεί σε κατάλληλη περίπτωση να ακυρωθεί από το Δικαστήριο με τέτοιους όρους που θα έκρινε σκόπιμους, κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται εντός δεκαπέντε ημερών μετά τη δίκη.”

Η υπό συζήτηση πρωτόδικη απόφαση ακολούθησε την αυθεντία: Παναγιώτης Μεσολογγίτης κ.ά. Λοϊζος Κούτας (1986) 1 Α.Α.Δ. σελ.161 (Α.Λοΐζου, Δημητριάδης και Πικής Δ.Δ.) στην οποία το Εφετείο, ομόφωνα, και σε υπόθεση με πανομοιότυπα με την παρούσα γεγονότα, έκρινε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εξουσία, δυνάμει της Δ.33 θ.4 και 5, να διατάξει επαναφορά απορριφθείσας αγωγής. Αυτή την υπόθεση επικαλείται ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων, κατά κύριο λόγο, αλλά και την Κώστας Ευαγόρου v. Κόκος Χριστοδούλου κ.ά. (1982) 1 Α.Α.Δ. σελ.771, για να προωθήσει τη δική του θέση.

Η δικηγόρος των εφεσειόντων δεν αμφισβητεί ποσώς τη δυναμική και το αποτέλεσμα στην υπόθεση Μεσολογγίτη. Είσηγείται όμως ότι είναι έκδηλα εσφαλμένη, για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω, και μας καλεί να διαφωνήσουμε με αυτή, ουσιαστικά ανατρέποντάς την.

Η γνώμη μας είναι πως η υπόθεση Μεσολλογίτη είναι αυθεντική και καθοριστική, πάνω στο ζήτημα που μας απασχολεί.  Το νομικό θέμα, με το οποίο καταπιάνεται η απόφαση ήταν απλό και ποτέ αμφιλεγόμενο στη νομολογία μας. Έτσι, δε νιώθουμε να έχουμε την ευχέρεια να εκφράσουμε και εμείς, ως Εφετείο, κάποια δική μας διαφοροποιημένη άποψη, που εν πάση περιπτώσει δεν έχουμε. Το ζήτημα αφορά σε ένα καθαρά διαδικαστικό θέμα και η ερμηνεία που αποδίδεται στον Κ.33 θ.5 συνάδει απόλυτα με την ορθή και δίκαιη αντιμετώπιση της κατάστασης, [*1517]στην οποία σκοπεί η εφαρμογή του. Ας σημειωθεί, όπως έχει σχολιαστεί και στην υπόθεση Ευαγόρου, πως και η Δ.26 θ.14 δίδει γενική εξουσία στο Δικαστήριο να παραμερίζει απόφασή του που εκδίδεται ερήμην.  Ο θεσμός έχει ως εξής:

“Any judgment by default, whether under this Order or under any other of these rules, may in a proper case be set aside by the Court upon such terms as to costs or otherwise as the Court may think fit.”

Σε μετάφραση

“Οποιαδήποτε απόφαση λόγω παράλειψης, είτε σύμφωνα με αυτή τη Διαταγή είτε σύμφωνα με οποιοδήποτε άλλο από αυτούς τους Κανονισμούς, μπορεί σε κατάλληλη περίπτωση να ακυρωθεί (set aside) από το Δικαστήριο με τέτοιους όρους ως προς τα έξοδα ή διαφορετικά, όπως θα έκρινε σκόπιμο το Δικαστήριο.”

Στη σελίδα 774, στην Ευαγόρου, διαβάζουμε τα εξής:

“Τhere is jurisdiction to set aside any judgment not founded on an appraisal of the merits of the case and revoke the prior exercise of the coersive power of the Court.  This statement of the law is adopted in the White Book as accurately reflecting the practice of English Courts as respects applications for setting aside a judgment given by default.  Reinstatement may be ordered upon such terms as the Court deems appropriate. (See Annual Practice (supra), p.617). The power to reinstate may be invoked in every kind of action (Annual Practice (supra) p.618).

Σε μετάφραση:

“Υπάρχει δικαιοδοσία παραμερισμού κάθε απόφασης η οποία δεν στηρίζεται στην εκτίμηση της αξίας της υπόθεσης και ακύρωσης προηγούμενου κυρωτικού μέτρου του Δικαστηρίου.  Η νομική αυτή αρχή υιοθετείται στο White Book ως αντικατοπτρίζουσα ορθά την πρακτική των Αγγλικών Δικαστηρίων που αφορά σε αιτήσεις παραμερισμού αποφάσεων που δόθηκαν λόγω παραλείψεως. Επαναφορά δυνατό να διαταχθεί με τέτοιους όρους όπως θα κρίνει σκόπιμο το Δικαστήριο (δες Annual Practice σελ.617). Η εξουσία επαναφοράς δυνατό να ασκηθεί σε οποιαδήποτε φύση αγωγής (Annual Practice σελ.618).

[*1518]Στην ερμηνεία και εφαρμογή του σχετικού Κανονισμού βοηθητική αποδείκτηκε και η Αγγλική νομολογία, σε πανομοιότυπες διατάξεις, στις οποίες γίνεται αναφορά στην Μεσολογγίτη. Δε συμφωνούμε με την εισήγηση πως εσφαλμένα το Εφετείο μας προσήγγισε και εφάρμοσε τη νομολογία αυτή. Στην υπόθεση Dick v. Piller (1943) 1 C.L.R. 629, την οποία επικαλείται η δικηγόρος των εφεσειόντων, για να προωθήσει αυτή την εισήγηση, ότι δηλαδή η Αγγλική νομολογία δεν υποστηρίζει αυτά που διατυπώθηκαν από το Εφετείο μας στη Μεσολογγίτης, είχε αρχίσει η ακροαματική διαδικασία όταν ζητήθηκε από το δικηγόρο αναβολή της παραπέρα ακρόασης, η οποία και απορρίφθηκε. Έγινε έφεση από την απορριπτική απόφαση, που έγινε δεκτή από το Αγγλικό Εφετείο. Το αντικείμενο, και σκεπτικό της απόφασης, αφορά στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικάσαντος Δικαστηρίου στην αναβολή της ακρόασης και την σπανιότητα που το Εφετείο επεμβαίνει σ’ αυτή. Δεν έχει η υπόθεση καμιά εφαρμογή σε ό,τι εδώ συζητούμε.

Η απόφαση, που μας απασχολεί εδώ, και που παραμερίστηκε αργότερα από το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν εκδόθηκε επί της ουσίας της διαφοράς, μετά την αξιολόγηση οποιουδήποτε αποδεικτικού υλικού, αλλά ερήμην των εφεσιβλήτων. Σύμφωνα με τη νομολογία μας, την οποία παραθέτουμε πιο πάνω, το Δικαστήριο είχε εξουσία να παραμερίσει την απόφαση. Προχωρούμε μάλιστα να υπενθυμίσουμε πως όταν το Εφετείο της χώρας μας, αλλά και της Αγγλίας, έχει παράλληλη, με το πρωτόδικο δικαστήριο, δικαιοδοσία, όπως στην προκείμενη περίπτωση, αυτά εκφράζουν την άποψη πως είναι επιθυμητό να γίνεται πρώτα το διάβημα στο πρωτόδικο Δικαστήριο.

Ενόψει των ανωτέρω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ό,τι ενδιαφέρει ως προς το ιστορικό της υπόθεσης μπορεί να εκτεθεί με συντομία. Η αγωγή υπ’ αρ. 5803/87 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, την οποία κίνησαν οι εφεσίβλητοι εναντίον των εφεσειόντων, βρισκόταν στις 18 Οκτωβρίου 1995 ορισμένη για επανεκδίκαση κατόπιν διαταγής του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκδοθείσας κατ’ έφεση. Εμφανίστηκαν ενώπιον του δικαστηρίου οι συνήγοροι των διαδίκων. Ο συνήγορος των εφεσιβλήτων υπέβαλε τότε αίτημα για αναβολή της ακρόασης, προβάλλοντας προς τούτο δύο λόγους: πρώτο, ότι θα ήταν χρήσιμος ο χρόνος για να μελετηθεί πρόταση για συμβιβασμό και, δεύτερο, ότι οι εφεσίβλητοι, που ήταν προχωρημένης ηλικίας, ασθενούσαν εκείνη την ημέρα και δεν μπορούσαν ως εκ τούτου να παραστούν, η δε παρουσία του ενός ήταν απαραίτητη καθότι θα ήταν ο μόνος μάρ[*1519]τυρας για την υπόθεσή τους. Το δικαστήριο, με λεπτομερή απόφασή του της ίδιας ημερομηνίας, απέρριψε το αίτημα για αναβολή, αναφέροντας, ανάμεσα σε άλλα, ότι δεν δόθηκαν επαρκείς λόγοι ούτε προσκομίστηκε απόδειξη για τον περί ασθένειας ισχυρισμό. Ο συνήγορος των εφεσιβλήτων δήλωσε αδυναμία να προχωρήσει με την ακρόαση. Οπότε η συνήγορος των εφεσειόντων κάλεσε το δικαστήριο να απορρίψει την αγωγή ένεκα της μη προώθησής της (for want of prosecution). Το δικαστήριο το έπραξε. Το πρακτικό αυτής της κατάληξης έχει ως εξής:

“Δικαστήριο: Εφόσον ζητείται η απόρριψη της υπόθεσης και η πλευρά των εναγόντων δεν μπορεί να προχωρήσει σήμερα, δεν έχουμε άλλη εκλογή από του να απορρίψουμε την υπόθεση, λόγω μη προώθησής της και με έξοδα εναντίον των εναγόντων.”

Με αίτηση ημερ. 23 Οκτωβρίου 1995, οι εφεσίβλητοι ζήτησαν επαναφορά της αγωγής με αναφορά προς το λόγο που κατέστησε αδύνατη την παρουσία των εφεσιβλήτων στη δίκη και συνακόλουθα τη μη προσκόμιση μαρτυρίας.  Οι εφεσείοντες καταχώρησαν ένσταση. Προέβαλαν τη θέση ότι το δικαστήριο δεν διατηρούσε δυνατότητα να παράσχει την αιτουμένη θεραπεία εφόσον η απόρριψη της αγωγής δεν ήταν αποτέλεσμα παράλειψης των εφεσιβλήτων - ως εναγόντων - να εμφανιστούν. Κατόπιν ακρόασης το δικαστήριο, με απόφαση ημερ. 23 Φεβρουαρίου 1996, ενέκρινε το αίτημα με την έκδοση σχετικού διατάγματος. Έκρινε, ακολουθώντας την απόφαση του Εφετείου στη Mesolongitis and Others v. Koutas (1986) 1 C.L.R. 161, ότι “έχει δικαιοδοσία να εξετάσει την αίτηση και να διατάξει επαναφορά της υπόθεσης εάν βρει δικαιολογημένη την αίτηση.” Και εν συνεχεία κατέληξε, στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, ότι οι εφεσίβλητοι πράγματι ασθενούσαν και αυτό εξηγούσε ικανοποιητικά την απουσία τους.

Με την παρούσα έφεση εκκαλείται η απόφαση για επαναφορά.  Προβάλλεται ως μόνος λόγος ότι το δικαστήριο δεν είχε τέτοια εξουσία ή δικαιοδοσία. Η θέση αυτή των εφεσειόντων εξειδικεύεται με σαφήνεια στη δοθείσα αιτιολογία. Την παραθέτω:

“(α) Μετά την απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία είχε απορριφθεί αίτημα για αναβολή η μόνη θεραπεία η οποία ήταν διαθέσιμη για τους ενάγοντες ήταν εκείνη της έφεσης κατά της απορριπτικής του αιτήματος για αναβολή απόφασης, (Βλ. Dick v. Piller [1943] 1 All E.R. 627, Priddle v. Fisher & Sons [*1520][1968] 3 All E.R. 506, Rose v. Humbles [1972] 1 All E.R. 314), και όχι αίτηση για επαναφορά.

(β) Η απόρριψη της αγωγής λόγω έλλειψης προωθήσεως ήταν απόρροια και συνέπεια της απόφασης για απόρριψη του αιτήματος για αναβολή. Η απόφαση εκείνη είχε δημιουργήσει έννομα αποτελέσματα τα οποία μόνο με έφεση θα μπορούσαν να ανατραπούν.

(γ) Με το να αποφασίσει όπως έχει αποφασίσει το πρωτόδικο δικαστήριο έχει ενεργήσει ως Εφετείο από δική του απόφαση κατά παράβαση των αρχών του δικαίου, των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών (Δ.33 και Δ.35), του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Αρ. 25(1)) και των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και στο βαθμό που έχει βασισθεί πάνω στην απόφαση Μεσολογγίτη v. Κούτα (1986) 1 Α.Α.Δ. 161. Θα είναι η εισήγησή μας, ενόψει των πιο πάνω αυθεντιών, ότι η υπόθεση εκείνη έχει εσφαλμένως αποφασισθεί (wrongly decided) και πρέπει να παραμερισθεί, επειδή οι αγγλικές αυθεντίες πάνω στις οποίες βασίσθηκε το Εφετείο στην υπόθεση Μεσολογγίτης (ανωτέρω) δεν πηγάζουν από αποφάσεις πρωτοδίκων δικαστηρίων οι οποίες δόθηκαν μετά από απόρριψη αιτήματος για αναβολή, αλλά από αποφάσεις που δόθηκαν απλώς στην απουσία ενός από τους διαδίκους.

(δ)  Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι στην παρούσα υπόθεση ετύγχαναν εφαρμογής οι πρόνοιες των διαταγών Δ.33 θ.θ.1, 4 και 5 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας. Οι θεσμοί αυτοί δεν ισχύουν στις περιπτώσεις όπου εκδίδεται απόφαση από το πρωτόδικο δικαστήριο μετά από απόρριψη αιτήματος για αναβολή και μετά από δήλωση του δικηγόρου των εναγόντων, ότι αδυνατεί να παρουσιάσει μαρτυρία στην υπόθεση, αλλά στις περιπτώσεις που εκδόθηκε απόφαση απλώς στην απουσία ενός από τους διαδίκους.  Στην παρούσα υπόθεση η απόρριψη της υπόθεσης των διαδίκων δεν ήταν αποτέλεσμα της παράλειψης των εναγόντων-αιτητών να εμφανισθούν στο Δικαστήριο κατά την εν λόγω ημερομηνία που ήταν ορισμένη η υπόθεσή τους για ακροάση, αλλά η παράλειψη τους να αποδείξουν την υπόθεση τους κατά την ακρόαση, στο βαθμό που απαιτείται στις πολιτικές υποθέσεις όταν κλήθηκαν από το Δικαστήριο να το πράξουν.”

Οι εφεσίβλητοι στηρίχθηκαν σε ό,τι πρότειναν ως την ορθότητα της Mesolongitis and Others v. Kouta (ανωτέρω).

[*1521]Συμφωνώ με τη θέση των εφεσειόντων ότι το μόνο προσφερόμενο στους εφεσίβλητους ένδικο μέσο ήταν η έφεση κατά της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα για αναβολή. Οπότε, επιτυχία στην έφεση θα συμπαρέσυρε και τα επακολουθήσαντα. Πρόσφατα παραδείγματα αποτελούν οι υποθέσεις Κουλουντής v. Δομοχημική Εταιρεία Λτδ, Πολ. Έφ. 9684, ημερ. 21 Απριλίου 1997 και Χ”Κυριάκου v. Κουλέρμου κ.ά., Πολ. Έφ. 9612, ημερ. 17 Ιουνίου 1997.

Η απόρριψη της αγωγής στην προκείμενη περίπτωση δεν ήταν το αποτέλεσμα της απουσίας διαδίκου. Οι εφεσίβλητοι εμφανίστηκαν μέσω δικηγόρου, δυνάμει της Δ.1 θ. 4.  Η απόρριψη ήταν το αποτέλεσμα μη προώθησης της αγωγής ενόψει αδυναμίας προσκόμισης μαρτυρίας. Υπήρχε προς τούτο εξουσία: βλ. την Bremer Vulkan v. South Indian Shipping Corpn Ltd [1981] 2 W.L.R. 141, H.L. Ήταν εντελώς συμπτωματικό το ότι ο μόνος μάρτυρας που θα κατέθετε για την υπόθεση των εφεσιβλήτων ήταν ένας από τους εφεσίβλητους ο οποίος όμως δεν ήταν παρών.

Η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα για αναβολή καθόρισε αμετάκλητα την περαιτέρω πορεία της διαδικασίας. Θα μπορούσε να μεταβληθεί μόνο με έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960, (όπως τροποποιήθηκε). Και όμως, με την αίτηση για επαναφορά, το Επαρχιακό Δικαστήριο ανέλαβε αυτή τη δικαιοδοσία. Ο λόγος της απόφασης για επαναφορά ήταν στοχευμένα η ανατροπή της απόφασης με την οποία είχε απορριφθεί το αίτημα για αναβολή.

Οι περιπτώσεις στις οποίες παρέχεται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας η δυνατότητα αναθεώρησης από το Επαρχιακό Δικαστήριο, έχουν ως λόγο την έλευση δικαστικής πράξης χωρίς εμφάνιση από την πλευρά που εν συνεχεία κινεί το μηχανισμό. Όπως ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση του κ. 4 της Δ.33 που αφορά τη μη εμφάνιση ενάγοντα στη δίκη οπότε προβλέπεται η θεραπεία στην οποία αναφέρεται ο κ. 5. Δεν είχε όμως εδώ εφαρμογή ο κ. 4 ενόψει, καθώς ήδη ανέφερα, της εμφάνισης κατά τη δίκη συνηγόρου εκ μέρους των εφεσιβλήτων.

Κατά την γνώμη μου, που εκφράζω με εκτίμηση προς την πλειοψηφία, η απόφαση στην υπόθεση Mesolongitis and Others v. Kouta (ανωτέρω) αναδεικνύεται έκδηλα εσφαλμένη χωρίς δυνατότητα αμφισβήτησης. Διότι αντιμάχεται ό,τι ρητώς προβλέπεται στη Δ.33 κ.4. Οι Αγγλικές αποφάσεις στις οποίες στηρίχθηκε εκεί το Εφετείο αφορούσαν όλες, όπως ορθά παρατήρησε [*1522]η συνήγορος των εφεσειόντων, περιπτώσεις όπου δεν υπήρξε εμφάνιση είτε διαδίκου αυτοπροσώπως είτε του δικηγόρου του.

Με βάση τα κριτήρια που έθεσε η πλειοψηφία της Ολομέλειας στην υπόθεση Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά., Εκλογική Αίτηση Αρ. 1/95, ημερ. 26 Μαρτίου 1996, δικαιολογείται η ανατροπή της Mesolongitis and Others v. Kouta (ανωτέρω).  Και δεν μπορεί να παραμείνει νομολογιακός ρυθμιστής του δικαίου.

Καταλήγω ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο υπερέβη με την εκκαλούμενη απόφαση την εξουσία και τη δικαιοδοσία του.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Η εκκαλούμενη απόφαση παραμερίζεται.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. H εκκαλούμενη απόφαση παραμερίζεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο