Θεοδούλου Στέλιος ν. Aσπίς Πρόνοια Aνώνυμη Aσφαλιστική Eταιρεία ζωής (1997) 1 ΑΑΔ 1551

(1997) 1 ΑΑΔ 1551

[*1551]27 Νοεμβρίου, 1997

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΣΤΕΛΙΟΣ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΖΩΗΣ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9353).

 

Δίκαιο των Συμβάσεων — Σύμβαση μεταξύ ασφαλιστικής εταιρείας και ασφαλιστή “ειδικού συνεργάτη” για παραγωγή ασφαλειών προς αμοιβαίο οικονομικό όφελος — Αξίωση από την ασφαλιστική εταιρεία επιστροφής χρηματικού ποσού το οποίο ο ασφαλιστής εισέπραξε από αυτή, όταν ο τελευταίος τερμάτισε τη σύμβαση — Η επίλυση της διαφοράς εξαρτήθηκε από τη φύση της σχέσης μεταξύ των διαδίκων — Αποφασίστηκε ότι η σχέση ήταν συμβατική και όχι σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου και ως εκ τούτου υπήρχε υποχρέωση με βάση τη σύμβαση για επιστροφή του.

Επαγγελματικές συναλλαγές — Μπορεί να προκύπτουν από σύμβαση ή να έχουν τη φύση εργοδότη και εργοδοτουμένου — Ποίο το εφαρμοστέο κριτήριο για προσδιορισμό της σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου.

Δίκαιο των συμβάσεων — Ερμηνεία συμβάσεων — Ως θέμα νομικό είναι έργο του Δικαστηρίου — Ο τίτλος της σύμβασης ή το όνομα της συναλλαγής δεν συνιστούν παράγοντες αποφασιστικής σημασίας.

Οι εφεσίβλητοι ήγειραν αγωγή με την οποία αξίωναν από τον εφεσείοντα την επιστροφή του ποσού των ΛΚ15.000 το οποίο ο εφεσείων εισέπραξε από τους εφεσίβλητους στα πλαίσια της μεταξύ τους συμβατικής σχέσης.  Αυτό έγινε όταν ο εφεσείων τερμάτισε αναίτια τη σύμβαση η οποία ήταν αόριστης διάρκειας.

Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι τερμάτισε τη σύμβαση εξ υπαιτιότητας των εφεσιβλήτων και ότι το ποσό των ΛΚ15.000, αποτελεί αμοιβή για τις υπηρεσίες που πρόσφερε ως υπάλληλος των εφεσιβλήτων, σχέση η οποία με βάση τους όρους της σύμβασης τον απαλ[*1552]λάσσει από κάθε υποχρέωση επιστροφής του εν λόγω ποσού στους εφεσίβλητους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η σχέση μεταξύ των διαδίκων δεν ήταν σχέση εργοδότη εργοδοτουμένου και ότι ο εφεσείων με βάση τη σύμβαση έχει υποχρέωση να επιστρέψει τα χρήματα που εισέπραξε στους εφεσίβλητους.

Αποφασίστηκε στην έφεση ότι:

1.  Ο προσδιορισμός της φύσης της σχέσης μεταξύ των διαδίκων από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά κρίθηκε ότι αποτελεί σημαντικό στοιχείο στην επίλυση της διαφοράς.

2.  Ο τίτλος της σύμβασης ή το όνομα που δίδουν τα μέρη στη συναλλαγή, αν και είναι στοιχεία σχετικά, δεν έχουν αποφασιστική σημασία ούτε δεσμεύουν το δικαστήριο.  Η ερμηνεία της σύμβασης ως θέμα νομικό είναι έργο του δικαστηρίου.

3.  Το ζήτημα του κατά πόσο υπάρχει σχέση εργοδότη και εργοδοτουμένου είναι πάντοτε ζήτημα πραγματικό και τα γεγονότα που αφορούν την κάθε υπόθεση πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπ’ όψιν.  Η πληρωμή μισθού σε ένα πρόσωπο για τις υπηρεσίες που πρόσφερε δεν αποτελεί το μοναδικό κριτήριο για τον προσδιορισμό της σχέσης αλλά θα πρέπει να θεμελιωθεί ακόμα ότι ο εργοδότης μπορεί να ασκεί έλεγχο στην δουλειά του άλλου.

4.  Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν ήταν εργοδοτούμενος - υπάλληλος των εφεσιβλήτων είναι ορθό.

5.  Στην προκείμενη περίπτωση η καταβολή του ποσού των ΛΚ15.000 στα πλαίσια των προβλεπομένων οικονομικών παροχών προς τον εφεσείοντα, συναποτελούν ένα ευρύτερο σύστημα παροχών συνηρτημένο άμεσα και καθοριστικά με το βαθμό παραγωγικότητας του εφεσείοντα και των ασφαλιστών που μετείχαν στην ομάδα του, τους οποίους ήλεγχε ο ίδιος ο εφεσείων.

6.  Η διατήρηση της παραγωγής σε καθορισμένα επίπεδα, η μείωση ή η αύξηση της παραγωγής, είναι παράγοντες σχετικοί με τη διακύμανση του ύψους των παροχών προς τον εφεσείοντα, τη συνέχιση ή τη διακοπή τους καθώς και την επιστροφή μέρους των παροχών που έλαβε ο εφεσείων ανάλογα με την περίπτωση, όπως ρητά καθορίζεται στη σύμβαση και τα σχετικά παραρτήματά της.

[*1553]7.    Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, με βάση την αποδεκτή μαρτυρία, το ύψος της παραγωγής που πέτυχε ο εφεσείων κατά τη διάρκεια της συνεργασίας του με τους εφεσίβλητους και η διατηρησιμότητα της παραγωγής του, δημιούργησε υποχρέωση για επιστροφή των ΛΚ15.000, είναι ορθό.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Saab and Another v. Holy Monastery of Ayios Neophytos (1982)  C.L.R. 499,

Georghiades v. Georghiades (1988) 1 C.L.R. 428,

Λάμπρου v. Παράσχου και Άλλων (1993) 1 Α.Α.Δ. 397,

Αλεξάνδρου v. Κωμοδρόμου και Άλλου (1997) 1 A.A.Δ. 576,

Prousi v. Redundant Employees Fund (1988) 1 C.L.R. 363.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του πλήρους Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Nικολαΐδης, Π.E.Δ. και Πασχαλίδης, E.Δ.) που δόθηκε στις 11.11.94 (Aρ. Aγωγής 9393/92), με την οποία εκδόθηκε απόφαση εναντίον του για το ποσό των £14.772,60 σεντ, ως ποσό εισπραχθέν από αυτόν στα πλαίσια της συμβατικής σχέσης του ιδίου με τους ενάγοντες.

Ν. Γιαπανάς, για τον Εφεσείοντα.

Δ. Λιβέρας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

KPAMBHΣ, Δ.: Η υπό κρίση έφεση έχει ως αντικείμενο την ερμηνεία γραπτής σύμβασης των διαδίκων, ημερομηνίας 1.5.91. Πρόκειται για “σύμβαση συνεργασίας” όπως ο τίτλος του κειμένου ορίζει και περιλαμβάνει τρία παραρτήματα (Α, Β, Γ). Στη συνέχεια θα αναφέρεται ως “η σύμβαση”, και όπου χρειάζεται θα γίνεται αναφορά στο συγκεκριμένο παράρτημα.

[*1554]Οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι είναι ασφαλιστική εταιρεία προσέλαβαν τον εφεσείοντα στην υπηρεσία τους ως “ειδικό συνεργάτη” τους και η σύμβαση διέπει τη σχέση που δημιουργήθηκε. Η σύμβαση και τα τρία παραρτήματα (Α, Β, Γ) καθιερώνουν σύστημα οικονομικών παροχών προς τον εφεσείοντα.  Οι οικονομικές παροχές προς τον εφεσείοντα συναρτώνται από μετρήσιμους παράγοντες το δε εξυπονοούμενο στοιχείο της σύμβασης είναι η παροχή κινήτρων προς τον εφεσείοντα για παραγωγή ασφαλειών προς αμοιβαίο οικονομικό όφελος.

Η σύμβαση ήταν αόριστης διάρκειας και τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν τη δυνατότητα τερματισμού της οποτεδήποτε. Η σύμβαση τερματίστηκε από τον εφεσείοντα τον Αύγουστο του 1992. Ένεκα του τερματισμού της σύμβασης ανέκυψε οικονομική διαφορά μεταξύ των διαδίκων. Οι εφεσίβλητοι ήγειραν αγωγή εναντίον του εφεσείοντα με την οποία αξίωναν την επιστροφή σ’ αυτούς ΛΚ15.000, ποσό το οποίο ο εφεσείων εισέπραξε από τους εφεσίβλητους στα πλαίσια της μεταξύ τους συμβατικής σχέσης. 

Οι εφεσίβλητοι διατείνονται ότι ο εφεσείων υπέχει έναντί τους υποχρέωση για επιστροφή του ποσού της απαίτησης εφόσον η σύμβαση τερματίστηκε αναίτια από τον εφεσείοντα. Διατείνονται επίσης ότι ο εφεσείων κατείχε με βάση τη σύμβαση θέση ανεξάρτητου ειδικού συνεργάτη και ότι η σχέση που δημιουργήθηκε με βάση τη σύμβαση δεν υπόκειται στις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.

Η θέση που προώθησε ο εφεσείων είναι ότι τερμάτισε τη σύμβαση εξ υπαιτιότητας των εφεσιβλήτων και ότι το ποσό των ΛΚ15.000, που εισέπραξε από τους εφεσίβλητους, αποτελεί  αμοιβή για τις υπηρεσίες που  πρόσφερε ως υπάλληλος των εφεσίβλητων, σχέση η οποία με βάση τους όρους της σύμβασης τον απαλλάσσει από κάθε υποχρέωση επιστροφής του ποσού των ΛΚ15.000 στους εφεσίβλητους.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι η σύμβαση τερματίστηκε αναίτια από τον εφεσείοντα.  Η φύση της σχέσης των διαδίκων κρίθηκε ότι δεν ήταν σχέση εργοδότη εργοδοτούμενου και ότι ο εφεσείων με βάση τη σύμβαση υπέχει υποχρέωση επιστροφής των χρημάτων που εισέπραξε στους εφεσείοντες.

Ο προσδιορισμός της φύσης της σχέσης των διαδίκων ορθά κρίθηκε ότι αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την επίλυση της διαφοράς. Η σύμβαση αναντίλεκτα αποτελεί σημαντική πηγή αναζή[*1555]τησης και εντοπισμού της βούλησης των συμβαλλομένων μερών καθόσον αφορά τη ρύθμιση των μεταξύ τους συμβατικών σχέσεων. Εκ των πραγμάτων ανέκυψε ζήτημα ερμηνείας της σύμβασης.

Ο τίτλος της σύμβασης ή το όνομα που τα μέρη δίνουν στη συναλλαγή είναι στοιχεία σχετικά χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποτελούν παράγοντα αποφασιστικής σημασίας και ούτε δεσμεύουν το δικαστήριο. Η ερμηνεία της σύμβασης ως θέμα νομικό είναι έργο του δικαστηρίου. Βλ. Saab and Another v. The Holy Monastery of Ayios Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499, Georghiades v. Georghiades (1988) 1 C.L.R. 428, Ανδρέας Κώστα Λάμπρου v. Γεώργιου Μιχαήλ Παράσχου και Άλλων, Π.Ε. 8077, ημερ. 14.6.93, Χριστάκης Αλεξάνδρου v. Κυριακής Κωμοδρόμου και Άλλου, Π.Ε. 8586 και 9006, ημερ. 21.5.97.

Οι παράγραφοι 2 και 3 της σύμβασης άπτονται του θέματος του προσδιορισμού της συμβατικής σχέσης των διαδίκων και τις παραθέτουμε:

“2.   Ο τόπος, ο χρόνος και ο τρόπος παροχής των υπηρεσιών του ΕΙΔΙΚΟΥ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗ, θα καθορίζεται από τον ίδιο. Η Εταιρεία θα παρέχη εφ’ όσον τούτο είναι πρακτικώς δυνατό εις τον ΕΙΔΙΚΟΝ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΝ την άδειαν χρησιμοποιήσεως των γραφείων της οσάκις κατά την κρίσιν του ΕΙΔΙΚΟΥ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗ διευκολύνεται ούτος εις την παροχήν των υπηρεσιών του, χωρίς κατά την τοιαύτην χρησιμοποίησιν να επιτρέπεται η εναπόθεσις προσωπικών πραγμάτων του Συνεργάτη εις τα γραφεία της Εταιρείας, η οποία εν πάση περιπτώσει ουδεμίαν ευθύνην φέρει διά την φύλαξιν τοιούτων πραγμάτων.

3.  Διευκρινίζεται ότι η διά του παρόντος συναπτομένη σχέσις δεν είναι υπαλληλική αλλά τοιαύτη εμπιστευτικών ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου και ουδεμίαν ισχύν έχουν επ’ αυτής αι διατάξεις εργατικής νομοθεσίας. Οιαδήποτε επιβάρυνσις εκ τυχόν υποχρεώσεως ασφαλίσεως του ΕΙΔΙΚΟΥ ΣΥΝΕΡΓΑΤΟΥ θα βαρύνει εξ ολοκλήρου αυτόν.”

Το ζήτημα του κατά πόσον υπάρχει σχέση εργοδότη και εργοδοτουμένου είναι πάντοτε ζήτημα πραγματικό και τα γεγονότα που αφορούν την κάθε υπόθεση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Η πληρωμή μισθού σ’ ένα πρόσωπο για τις υπηρεσίες που πρόσφερε δεν αποτελεί το μοναδικό κριτήριο για τον προσδιορισμό της σχέσης αλλά θα πρέπει ακόμα να θεμελιωθεί ότι ο εργοδότης [*1556]μπορεί να ασκεί έλεγχο πάνω στη δουλειά του άλλου.  Prousi v. Redundant Employees Fund (1988) 1 C.L.R. 363.

Το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε τις πιο πάνω παραγράφους της σύμβασης και συνεκτίμησε τη σχετική προφορική μαρτυρία επί του θέματος.  Θεωρούμε ότι το δικαστήριο ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο εφεσείων δεν ήταν εργοδοτούμενος - υπάλληλος των εφεσιβλήτων. Η προφορική μαρτυρία, όπως ορθά αξιολογήθηκε από το δικαστήριο, συγκλίνει προς την πρωτόδικη κατάληξη καθόσον αφορά το θέμα του προσδιορισμού της φύσης της σχέσης των διαδίκων. 

Με το άρθρο 2 του παραρτήματος Γ ο ειδικός συνεργάτης ανέλαβε να επιτύχει συγκεκριμένους στόχους παραγωγής σε τακτά χρονικά διαστήματα και σε συνολική διάρκεια συνεχούς αυξανόμενης παραγωγής 4 ετών, ήτοι: 

1ος χρόνος ΛΚ50.000

2ος χρόνος ΛΚ60.000

3ος χρόνος ΛΚ80.000

4ος χρόνος ΛΚ90.000

Οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν στον εφεσείοντα το ποσό των £15.000 του οποίου ζητούν την επιστροφή με βάση την παράγραφο 3 του παραρτήματος Γ , η οποία προβλέπει:

“3. Ο ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ θα πάρει αποζημίωση Λ.Κ. 7.500 με το κλείσιμο της συμφωνίας και Λ.Κ. 7.500 μετά το πρώτο χρόνο, με τους ακόλουθους όρους:

(α) Σε περίπτωση που στον πρώτο χρόνο η παραγωγή της ομάδος είναι κάτω από Λ.Κ.30.000 δεν θα λάβει τις Λ.Κ.7.500 της δεύτερης δόσης.

(β) Αν στο τέλος του δεύτερου χρόνου, αθροιστικά για τα δυο χρόνια η παραγωγή δεν ξεπεράσει τις Λ.Κ.70.000, θα επιστρέψει με μηνιαίο διακανονισμό τις Λ.Κ.7.500 της πρώτης δόσης.

(γ) Αν η παραγωγή του πρώτου χρόνου ξεπεράσει τις Λ.Κ.30.000 θα πάρει και την δεύτερη δόση των Λ.Κ.7.500 και μετά το τέλος και του δεύτερου χρόνου θα πρέπει αθροιστικά και τα δύο χρόνια να έχει κάνει Λ.Κ.90.000 διαφορετικά για την δεύτερη δόση των Λ.Κ.7.500 θα αρχίσει να πληρώνει με μηνιαίο διακανονισμό.”

[*1557]Η ευθύνη ελάχιστης παραγωγής κατ’ έτος όπως προβλέπεται στο άρθρο 2 του παραρτήματος Γ συνδέεται με το άρθρο 4 του ιδίου παραρτήματος στο οποίο διευκρινίζεται ότι με τη συμπλήρωση των τεσσάρων ετών συνεργασίας η παραγωγή αθροιστικά θα πρέπει να είναι ΛΚ280.000 και άνω (που είναι το σύνολο της παραγωγής των τεσσάρων χρόνων που προβλέπει το άρθρο 2 του παραρτήματος Γ) για να μην επιστρέψει τίποτε από τις £15.000.

Ωσαύτως ο εφεσείων θα έπρεπε με βάση το άρθρο 5 του παραρτήματος Γ να επιτύγχανε στη λήξη των 4 χρόνων συνολική διατηρησιμότητα και για τα τέσσερα χρόνια σε ποσοστό 70% στην κατ’ ελάχιστο συνολική παραγωγή των ΛΚ280.000, η οποία αντιστοιχεί στο ποσό των ΛΚ196.000.

Τέλος η παράγραφος 6 του παραρτήματος Γ προβλέπει ότι στην περίπτωση που ο εφεσείων διακόψει τη συνεργασία μετά τη συμπλήρωση δύο ετών αλλά προτού συμπληρωθούν τα τέσσερα χρόνια συνεργασίας υποχρεούται να επιστρέψει στους εφεσίβλητους οποιοδήποτε ποσό έλαβε από αυτούς δυνάμει της παραγράφου 3 του παραρτήματος Γ.

Στην προκειμένη περίπτωση η καταβολή του ποσού των ΛΚ15.000 στα πλαίσια των προβλεπόμενων οικονομικών παροχών προς τον εφεσείοντα συναποτελούν ένα ευρύτερο σύστημα παροχών συνηρτημένο άμεσα και καθοριστικά με το βαθμό παραγωγικότητας του εφεσείοντα και των ασφαλιστών που μετείχαν στην ομάδα του τους οποίους ήλεγχε ο ίδιος ο εφεσείων. 

Η διατήρηση της παραγωγής σε καθορισμένα επίπεδα, η μείωση ή η αύξηση της παραγωγής είναι παράγοντες σχετικοί με την διακύμανση του ύψους των παροχών προς τον εφεσείοντα, τη συνέχιση ή τη διακοπή τους καθώς και την επιστροφή μέρους των παροχών που έλαβε ο εφεσείων ανάλογα με την περίπτωση όπως ρητά καθορίζεται στη σύμβαση και τα παραρτήματα (Α, Β, Γ).

Ο εφεσείων κατέθεσε ότι μέχρι την ημερομηνία του τερματισμού της σύμβασης πέτυχε παραγωγή ύψους ΛΚ78.000. Το θέμα του ύψους της παραγωγής που πέτυχε ο εφεσείων κατέστη επίδικο με την ίδια την υπεράσπιση του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του κ. Χρ. Ελευθερίου (ΜΕ1) και για τους λόγους που εξηγεί στην απόφασή του ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ύψος της παραγωγής που πέτυχε ο εφεσείων κατά το διάστημα της συνεργασίας του με τους εφεσίβλητους δεν ξεπέρασε τις ΛΚ66.98 ενώ η διατηρησιμότητα της παραγωγής του [*1558]μέχρι την ημερομηνία της παραίτησης του ήταν μόνο 30% γεγονός το οποίο, με βάση και κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3 του παραρτήματος Γ δημιουργεί υποχρέωση σε βάρος του εφεσείοντα για επιστροφή των ΛΚ15.000 στους εφεσίβλητους.

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση με τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή και έλαβε υπόψη του όλους τους παράγοντες σε σχέση με το νόμο και τη νομολογία στο θέμα της ερμηνείας της σύμβασης και του τερματισμού από τον εφεσείοντα.  Η κατάληξη του δικαστηρίου είναι ορθή και δεν δικαιολογείται καμία παρέμβαση.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο