Zηντίλης Γεώργιος ν. Γεώργιου Παν. Aνδρέου και Άλλων (1997) 1 ΑΑΔ 1603

(1997) 1 ΑΑΔ 1603

[*1603]4 Δεκεμβρίου, 1997

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΗΝΤΙΛΗΣ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΝ. ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10020).

 

Αποφάσεις και Διατάγματα — Παρεμπίπτοντα διατάγματα — Έφεση κατά της ακύρωσης παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος το οποίο εκδόθηκε κατά των εφεσιβλήτων, αναφορικά με την τοποθέτηση αντικειμένων και θαλασσίων ειδών επί της παραλίας, χωρίς άδεια, κατά παράβαση του περί Προστασίας της Παραλίας Νόμου, Κεφ. 59, λόγω μη ικανοποίησης των προϋποθέσεων του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Nόμου, Ν. 14/60 — Το Εφετείο επέτρεψε την έφεση αφού έκρινε πως μπορούσε να στηριχτεί αγώγιμο δικαίωμα στην παράβαση του Κεφ. 59, πως υπήρχε δυνατότητα θεραπείας και επίσης πως θα ήταν δύσκολη η απονομή δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο — Ποίοι παράγοντες διαδραματίζουν ρόλο αποφασιστικής σημασίας αναφορικά με τη διαμόρφωση κρίσεως επί των πιο πάνω θεμάτων.

Ο εφεσείων, κάτοχος άδειας για την τοποθέτηση αντικειμένων για θαλάσσια αθλήματα επί συγκεκριμένης παραλίας στη Αγία Νάπα για σκοπούς επιχειρηματικής εκμετάλλευσης, διεκδίκησε αποζημιώσεις και απαγορευτικό διάταγμα σε βάρος των εφεσιβλήτων, οι οποίοι τοποθέτησαν αντικείμενα και θαλάσσια είδη στην ίδια περιοχή ασκώντας χωρίς άδεια επιχείρηση παροχής υπηρεσιών κατά παράβαση του περί Προστασίας της Παραλίας Νόμου Κεφ. 59, όπως τροποποιήθηκε. Με ex parte αίτηση πέτυχε την έκδοση παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος αναφορικά με τη δραστηριότητα των εφεσιβλήτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε το εν λόγω διάταγμα για τους πιο κάτω λόγους, οι οποίοι αποτελούν και το αντικείμενο της έφεσης:

1.  Δεν στοιχειοθετήθηκε σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και δεν [*1604]υπήρχε δυνατότητα να δικαιούται ο εφεσείων σε θεραπεία.

2.  Δεν θα ήταν δύσκολη ή αδύνατη η απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, χωρίς το διάταγμα.

Στην έφεση ηγέρθηκαν τα ακόλουθα δύο ερωτήματα:

1.  Κατά πόσο η παράβαση των διατάξεων του Κεφ. 59, εκτός από την ποινική ευθύνη, δημιουργεί και αιτία αγωγής.

2.  Κατά πόσο ήταν δύσκολο να υπολογιστούν οι αποζημιώσεις και αντιστοίχως δύσκολη η απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Σε κάθε περίπτωση η απάντηση εξαρτάται από το τι προκύπτει, ενόψει του συνόλου του νόμου, ως η πρόθεση του νομοθέτη.  Παράγοντες όπως το κατά πόσο προβλέπεται ποινή και ποιά, διαδραματίζουν ρόλο αλλά δεν είναι αποφασιστικής σημασίας από μόνοι τους. Σε δύο αποφάσεις του Εφετείου το ερώτημα απαντήθηκε καταφατικά ενώ προβλεπόταν ποινή και δεν υπήρχε στους νόμους που εξετάστηκαν αναφορά σε δικαίωμα διεκδίκησης αποζημιώσεων.  Στις πιο πάνω αποφάσεις προσδιορίστηκαν ως τα πιο σημαντικά το κατά πόσο η αγωγή εγείρεται σε σχέση προς είδος βλάβης την οποία ο νόμος αποσκοπεί να παρεμποδίσει, ο ενάγων ανήκει σε τάξη που ο Νόμος σκοπεύει να προστατεύσει και η ειδική θεραπεία που προβλέπει ο Νόμος επαρκεί για την προστασία του προσώπου που βλάπτεται.

2. Εκείνο που έχει σημασία είναι αν υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και πιθανότητα επιτυχίας όπως οι όροι εξηγήθηκαν στην Odysseos v. Pieris Estates and Others.

3. Το Άρθρο 12 του Νόμου αναφέρει μεν πως άδεια για παροχή υπηρεσιών ή διευκολύνσεων δεν δημιουργεί ή παρέχει στον κάτοχό της οποιοδήποτε δικαίωμα, προνόμιο, συμφέρον ή πλεονέκτημα αλλά, όπως καθορίζει “στο μέρος της παραλίας στο οποίο αναφέρεται”.  Δεν αναιρεί τα δικαιώματα που παρέχει η άδεια αλλά προσδιορίζει τη φύση τους, αποσυναρτώντας τα από την παραλία την ίδια.

4. Η επιχειρηματική δραστηριότητα του εφεσείοντα θα ήταν, σύμφωνα με την προσαχθείσα μαρτυρία, δυνατό να αποκατασταθεί μόνο με αγωγή. Ως εκ τούτου εσφαλμένα κρίθηκε ότι δεν υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση ή πιθανότητα να δικαιούται ο εφε[*1605]σείων σε θεραπεία.

5. Ο εφεσείων είχε υποχρέωση να αποδείξει τη ζημιά του της οποίας ο υπολογισμός δεν ήταν εύκολος. Οι εφεσίβλητοι δεν θα δέχονταν σε καμιά περίπτωση πως ο εφεσείων υπέστη τη ζημιά που ανέφερε ή οποιαδήποτε ζημιά με βάση τις ημερήσιες εισπράξεις του.

6. Η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι παρά τη συνύπαρξη των τριών προϋποθέσεων του Άρθρου 32 του Ν. 14/60, εκδίδεται παρεμπίπτον διάταγμα εφόσον τελικά έτσι κρίνεται ως δίκαιο ή πρόσφορο, είναι ορθή. Στην παρούσα περίπτωση κρίνεται ότι είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδοθεί και να έχει ισχύ μέχρι τη λήξη της άδειας του εφεσείοντα στις 31.12.97. Δεν ενδείκνυται η έκδοση του εν λόγω διατάγματος μέχρι την εκδίκαση της αγωγής.

    Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αποκαθίσταται το παρεμπίπτον διάταγμα που εκδόθηκε ex parte το οποίο θα ισχύει μέχρι την 31.12.97.  Τα έξοδα της έφεσης και της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα.

H έφεση έγινε δεκτή με έξοδα.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Peristeronopighi Transport Co. Ltd. v. Toumazou (1970) 1 C.L.R. 196,

Karydas Taxi Co. Ltd. v. Komodikis (1975) 1 C.L.R. 321,

M & M Transport Co. Ltd. v. Eteria Astikon Leoforion Lemesou Ltd. (1981) 1 C.L.R. 605,

Kythreotis v. Constantinou (1984) 1 C.L.R. 811,

Flourentzou v. Christodoulou (1988) 1 C.L.R. 791,

Επίσημος Παραλήπτης και Άλλοι v. Δημητρίου και Άλλης (1997) 1 A.A.Δ. 336,

Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Aμμοχώστου (Σάντης, E.Δ.), που δό[*1606]θηκε στις 27/6/97 (Aρ. Aγωγής 778/97), με την οποία ακυρώθηκε το διάταγμα το οποίο απαγόρευε στους εναγόμενους να τοποθετούν αντικείμενα και θαλάσσια είδη στην περιοχή “Πανταχού”.

Γ. Πιττάτζιης, για τον Εφεσείοντα.

Φ. Βαλιαντής, για τους Εφεσίβλητους 1, 2 και 5.

Ν. Γερολέμου, για τους Εφεσίβλητους 3 και 4.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, ως κάτοχος άδειας για την τοποθέτηση αντικειμένων για θαλάσσια αθλήματα επί της παραλίας στην περιοχή “Πανταχού” στην Αγία Νάπα για σκοπούς επιχειρηματικής εκμετάλλευσης, διεκδίκησε αποζημιώσεις και απαγορευτικό διάταγμα σε βάρος των εφεσιβλήτων. Επειδή τους φέρει να τοποθετούν αντικείμενα και θαλάσσια είδη στην ίδια περιοχή, ασκώντας, χωρίς την απαιτούμενη άδεια, επιχείρηση παροχής υπηρεσιών κατά παράβαση του περί Προστασίας της Παραλίας Νόμου Κεφ. 59, όπως τροποποιήθηκε.

Με ex parte αίτηση του εφεσείοντα εκδόθηκε παρεμπίπτον διάταγμα, απαγορευτικό τέτοιας δραστηριότητας. Οι εφεσίβλητοι ενέστησαν και το πρωτόδικο Δικαστήριο, με εμπεριστατωμένη απόφασή του, το ακύρωσε για τους πιο κάτω λόγους που αποτελούν και το αντικείμενο της έφεσης:

1.  Δεν εστοιχειοθετείτο σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και δεν υπήρχε δυνατότητα να δικαιούται ο εφεσείων σε θεραπεία.

2.  Και να συνέτρεχαν οι πιο πάνω προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν. 14/60, δεν συνέτρεχε η τρίτη. Δεν θα ήταν δύσκολη ή αδύνατη η απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, χωρίς το διάταγμα.

Το πρώτο ζήτημα

Το πρώτο ζήτημα αφορά στο κατά πόσο η παράβαση των διατάξεων του Κεφ. 59, πέρα από την ποινική ευθύνη που δημιουργείται, γεννά και αιτία αγωγής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέ[*1607]ληξε αρνητικά και αυτό, όπως σημείωσε στο τέλος, επειδή διατηρούσε “επιφυλάξεις ως προς το κατά πόσο το Κεφ. 59 αναφύει αιτία αγωγής της φύσης που εδώ εξετάζεται”.  Θα ετίθετο ζήτημα ως προς το συμβιβάσιμο της αναγνώρισης πως αρκεί να καταδεικνύεται συζητήσιμη υπόθεση και ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας με τη στήριξη της απόφασης σε απλές επιφυλάξεις.  Φαίνεται όμως πως το πρόβλημα αφορά στην καταληκτική διατύπωση, έτσι δε πρέπει να το είδε και ο εφεσείων αφού δεν εγείρει τέτοιο θέμα.  Προηγήθηκε εκτεταμένη αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα όσα συνυπολόγισε και αναδύεται από το σύνολο θετική απόφανση πως δεν μπορεί να στηριχτεί αγώγιμο δικαίωμα στην παράβαση του Νόμου.

Συνοψίζουμε το σκεπτικό. Ο νόμος, ερμηνευόμενος στο σύνολό του, στοχεύει στην προστασία της παραλίας και μόνο. Η απαγόρευση της χωρίς άδεια τοποθέτησης αντικειμένων ή της παροχής υπηρεσιών ή διευκολύνσεων στην παραλία, απέβλεπε στην προώθηση αυτού του στόχου και δεν ήταν ρυθμιστική των επιχειρήσεων θαλασσίων αθλημάτων. Η αγωγή όχι μόνο δεν φαινόταν να είχε εγερθεί με βάση κάποια παράβαση ή βλάβη που το νομοθέτημα αποσκοπούσε να αποτρέψει σε σχέση με άτομα όπως ο εφεσείων αλλά ούτε και φαινόταν να κατατάσσονται οι επιχειρηματίες θαλασσίων αθλημάτων σε προστατευόμενη κατηγορία ατόμων. Ο Νόμος προβλέπει ποινές για την παράβαση των διατάξεών του και αφού δεν υπάρχει αναφορά σε δυνατότητα καταβολής αποζημιώσεων, κατά τεκμήριο, εξαντλείται σ’ αυτές η μοναδική ενυπάρχουσα θεραπεία για τον εφεσείοντα.  Αναφέρθηκε στις υποθέσεις Peristeronopighi Transport Co Ltd v. Toumazoς Τh. Toumazou (1970) 1 C.L.R. 196, Karydas Taxi Co Ltd v. Andreas Komodikis (1975) 1 C.L.R. 321 και Μ & Μ Τransport Co. Ltd v. Eteria Astikon Leoforion Lemessou Ltd (1981) 1 C.L.R. 605, τις οποίες όμως διέκρινε.  Αναφέρονταν στο Ν. 16/64 που στόχευε στην προστασία συγκεκριμένης έκφανσης του επαγγέλματος των οδηγών ταξί και λεωφορείων και όχι στη διασφάλιση του οδικού δικτύου. Ενώ οι σκοποί του Κεφ. 59 “συγκεράζονται .... στην προστασία της παραλίας”. Σημείωσε συναφώς, με προφανή αναφορά στο άρθρο 12 του Νόμου, πως “καμιά άδεια που χορηγείται με βάση το νομοθέτημα αυτό δεν φαίνεται να δημιουργεί η παρέχει στον κάτοχό της οποιοδήποτε δικαίωμα, προνόμιο, συμφέρον ή πλεονέκτημα στο μέρος της παραλίας στο οποίο αναφέρεται η άδεια”. Κατέληξε με την επισήμανση πως η άδεια του εφεσείοντα ισχύει μόνο για περιορισμένο χρόνο και υπέκειτο σε ανάκληση, αναστολή ή ακύρωση ανά πάσα στιγμή.

Ήταν στο επίκεντρο της επιχειρηματολογίας του ευπαιδεύτου [*1608]συνηγόρου του εφεσείοντα ο Ν. 75(Ι)/94. Επέφερε, κατά την εισήγησή του, δραστική μεταβολή στο βασικό θεσμικό πλαίσιο ώστε, όποια και αν ήταν η κατάσταση προηγουμένως, να είναι πλέον σαφές πως ο νόμος δεν αρκείται στην πρόβλεψη κύρωσης για την παράβαση των διατάξεών του. Εισάχθηκαν έννοιες όπως “επαγγελματίας” και “παροχή διευκολύνσεων και υπηρεσιών” στο πλαίσιο επιχειρηματικής δραστηριότητας, αποκαλυπτικές της πρόθεσης για δυνατότητα θεμελίωσης αγώγιμου δικαιώματος από την παράβαση των απαγορευτικών διατάξεών του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αναφερθεί και σε άλλη πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με τον ίδιο νόμο με την ίδια κατάληξη, και είναι η εισήγηση του κ. Πιττάτζη πως διέλαθε της προσοχής του το γεγονός ότι εκείνη η απόφαση είχε εκδοθεί πριν τη θέσπιση του Νόμου 75(Ι)/94.  Εισηγήθηκε πως κατά τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε θα έπρεπε να ήταν καταφατική.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων υποστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση.  Στάθηκαν ιδιαίτερα στο άρθρο 12 του Νόμου και στον τίτλο του ως προσδιοριστικών του αποκλειστικού σκοπού του.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ασχολήθηκε επανειλημμένα με το θέμα. Στις υποθέσεις που αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση, αλλά έχουμε υπόψη μας και τις μεταγενέστερες, Κythreotis v. Constantinou (1984) 1 C.L.R. 811, Flourentzou v. Christodoulou (1988) 1 C.L.R. 791 και Επίσημος Παραλήπτης και Άλλοι ν. Γεωργίου Εφρέμ Δημητρίου και Άλλη, Πολιτικές Εφέσεις 8976 και άλλες - 9.4.97. Δεν θα επαναλάβουμε τις αρχές. Το κύριο είναι πως σε κάθε περίπτωση η απάντηση εξαρτάται από το τί προκύπτει, ενόψει του συνόλου του νόμου, ως η πρόθεση του νομοθέτη.  Παράγοντες όπως το κατά πόσο προβλέπεται ποινή και ποιά διαδραματίζουν ρόλο αλλά δεν είναι από μόνοι τους αποφασιστικής σημασίας. Τόσο στην υπόθεση Peristeronopighi (ανωτέρω) αλλά και μετά, στην υπόθεση Επίσημος Παραλήπτης (ανωτέρω) το ερώτημα απαντήθηκε καταφατικά ενώ προβλεπόταν ποινή και, βέβαια, δεν υπήρχε στους νόμους που εξετάστηκαν αναφορά σε δικαίωμα διεκδίκησης αποζημιώσεων. Στην πρώτη δε, που αφορούσε σε χρήση μηχανοκινήτου οχήματος κατά παράβαση των όρων άδειας οδικής χρήσης, η άδεια του αιτητή ήταν κατά το νόμο ορισμένης διάρκειας, ανανεώσιμη βέβαια και υπό προϋποθέσεις υπέκειτο σε ανάκληση. Και παρεμβάλλουμε εδώ πως σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 32(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) “το δικαστήριον δύναται καθ’ οιονδήποτε χρόνον, επί αποδείξει ευλόγου [*1609]αιτίας, να ακυρώση ή τροποποιήση οιονδήποτε τοιούτον διάταγμα”.

Εξ αρχής στην υπόθεση Peristeronopighi, (ανωτέρω) με αναφορά σε αγγλική νομολογία αλλά και τελευταία στην υπόθεση Επίσημος Παραλήπτης (ανωτέρω) προσδιορίστηκαν ως τα πιο σημαντικά, το κατά πόσο η αγωγή εγείρεται σε σχέση προς είδος βλάβης την οποία ο νόμος αποσκοπεί να παρεμποδίσει, ο ενάγων ανήκει σε τάξη που ο Νόμος σκοπεύει να προστατεύσει και η ειδική θεραπεία που προβλέπει ο Νόμος επαρκεί για την προστασία του προσώπου που βλάπτεται. (βλ. συναφώς Charlesworth and Percy on Negligence 8η έκδοση σελ. 848 παράγραφος 11 -10).

Εξετάσαμε το θέμα στο πλαίσιο της συζήτησης ως προς την συνύπαρξη των προϋποθέσεων του άρθρου 32(1) του Νόμου 14/60. Η δυνατότητα διατύπωσης θετικής γνώμης πως δεν συντρέχουν, για το λόγο που δόθηκε, δεν πρέπει να μας απομακρύνει από το ζητούμενο. Ενδιαφέρει αν υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και πιθανότητα επιτυχίας, όπως οι όροι εξηγήθηκαν στην Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557, και θα περιοριστούμε σ΄αυτό.

Δεν μπορούμε να συμμεριστούμε την άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η ύπαρξη των εννοιών του “επαγγελματία” και της παροχής υπηρεσιών και διευκολύνσεων, δεν είναι χωρίς σημασία.  Ο νόμος, έστω κάτω από τον αναλλοίωτο τίτλο του, ρυθμίζει τη χορήγηση αδειών για δραστηριότητες αυτής της φύσης, προς ενοικίαση ή άλλου είδους εκμετάλλευση. Αναφέρεται σε υποβολή προσφορών προς εξασφάλισή τους αλλά και παρέχει εξουσία για ρύθμιση ζητημάτων όπως το ύψος των δικαιωμάτων για την παροχή υπηρεσιών ή διευκολύνσεων στην παραλία.  Το δε άρθρο 12 φαίνεται να  στοχεύει αλλού. Αναφέρει μεν πως άδεια για παροχή υπηρεσιών ή διευκολύνσεων δεν δημιουργεί ή παρέχει στον κάτοχό της οποιοδήποτε δικαίωμα, προνόμιο, συμφέρον ή πλεονέκτημα αλλά, όπως καθορίζει, “στο μέρος της παραλίας στο οποίο αναφέρεται”. Δεν αναιρεί τα δικαιώματα που παρέχει η άδεια αλλά προσδιορίζει τη φύση τους, αποσυναρτώντας τα από την παραλία την ίδια.

Ο εφεσείων προσήγαγε μαρτυρία ως προς την παράνομη δραστηριότητα που καταλογίζει στους εφεσίβλητους και η συζήτηση έγινε πάνω στη βάση πως εξ αυτής επηρεάζεται η επιχειρηματική δραστηριότητα που διεξάγει με άδεια δυνάμει των διατάξεων του Νόμου και υφίσταται ζημιά.  Η οποία, παρά την πρόβλεψη ποι[*1610]νών ή ακόμα και δικαστικού διατάγματος, που όμως θα μπορεί να αφορά μόνο στη μετακίνηση αντικειμένων, θα ήταν δυνατό να αποκατασταθεί μόνο με αγωγή. Στην υπόθεση Peristeronopighi (ανωτέρω) προσδόθηκε σημασία στην επάρκεια της θεραπείας που πρόβλεπε ο Νόμος από αυτή την άποψη και θεωρήθηκε πως ήταν στις προθέσεις του Νομοθέτη η αποτελεσματικότερη επίτευξη του στόχου να μήν χρησιμοποιείται όχημα κατά παράβαση των όρων της άδειας, όπως θα τη διασφάλιζε η αναγνώριση δικαιώματος αγωγής στον ζημιούμενο.

Καταλήγουμε πως εσφαλμένα κρίθηκε ότι δεν υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση ή πιθανότητα να δικαιούται ο εφεσείων σε θεραπεία.

Το δεύτερο ζήτημα

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στην υπόθεση Karydas Taxi Co Ltd v. Komodikis (ανωτέρω) αναγνώρισε πως στοιχειοθετείται η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν. 14/60 εφόσον καταφαίνεται δυσκολία ή αδυναμία υπολογισμού της αποζημίωσης σε σχέση με τη ζημιά που κατ’ ισχυρισμόν προκαλείται. Έκρινε ωστόσο πως έλειπε και αυτή η προϋπόθεση γιατί ο εφεσείων κατέθεσε πως υπολόγισε τη ζημιά του σε £20,000 περίπου, με μέτρο τον περιορισμό του ημερήσιου κύκλου των εργασιών του.  Πρόσθεσε πως δεν κατεφάνη ούτε πως οι εφεσίβλητοι δεν θα ήταν σε θέση να καταβάλουν όποια αποζημίωση επιδικαζόταν σε βάρος τους αλλά δεν είναι σ’ αυτό που αφορά η έφεση. Ο Εφεσείων, για λόγους που εξηγήθηκαν, πρότεινε πως ο υπολογισμός της ζημιάς θα ήταν πράγματι δύσκολος και πρέπει να σημειώσουμε πως τελικά δεν διαφώνησαν επ’ αυτού ούτε οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων. Πρόσθεσαν μάλιστα πως σε καμιά περίπτωση δεν θα δέχονταν πως ο εφεσείων υπέστη τη ζημιά που ανέφερε ή οποιαδήποτε ζημιά με γνώμονα τη διαφορά στις ημερήσιες εισπράξεις του. Υπήρχαν ζητήματα που θα έπρεπε να αποδειχθούν. Όχι απλώς για να θεμελιωθεί η όποια απώλεια εισοδήματος κατά ορισμένη περίοδο αλλά και για να στοιχειοθετηθεί η αιτιώδης συνάφειά της προς τις κατ’ ισχυρισμόν παράνομες ενέργειες των εφεσιβλήτων. Συμφωνούμε πως θα ήταν δύσκολο να υπολογιστούν οι αποζημιώσεις και πως ήταν αντιστοίχως δύσκολη η απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο.

Ορθά το επισημαίνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο πως, παρά τη συνύπαρξη των τριών προϋποθέσεων, εκδίδεται παρεμπίπτον διάταγμα εφόσον τελικά έτσι κρίνεται ως δίκαιο ή πρό[*1611]σφορο.  Δεν αναπτύχθηκε επί αυτού επιχείρημα από τους εφεσίβλητους και πράγματι δεν μπορούμε να δούμε οτιδήποτε που θα έκλινε την πλάστιγγα υπέρ τους. Αφού είναι κατά παράνομης δραστηριότητας που επιδιώκεται η έκδοση του διατάγματος.

Μένει ένα τελευταίο θέμα. Αφορά στη διάρκεια του διατάγματος που κρίνουμε ότι είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδοθεί. Ο εφεσείων στηρίζει τη νομιμοποίησή του στην άδεια που του χορηγήθηκε. Είναι τα δικαιώματα που του αναγνωρίζονται ως εκ της ύπαρξής της που προβάλλει και αποκτά πλέον σημασία το γεγονός της περιορισμένης χρονικής της διάρκειας. Η άδεια του λήγει στις 31.12.97 και, στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής, η έκταση των αξιώσεών του οριοθετείται ανάλογα. Η εξασφάλιση άδειας από εκεί και πέρα αποτελεί ενδεχόμενο που δεν είναι δυνατό να διαδραματίσει ρόλο εδώ. Συνεπώς δεν ενδείκνυται η έκδοση απαγορευτικού διατάγματος που θα ίσχυε επί αόριστο χρόνο, μέχρι την εκδίκαση της αγωγής. Θα υπερβαίναμε σε τέτοια περίπτωση όσα κατά το μέγιστον προσδιορίζουν τις προσδοκίες του εφεσείοντα στο πλαίσιο της αγωγής του και των στοιχείων που υπάρχουν ως προς τις τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32(1) του Ν. 14/60.

Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αποκαθίσταται το παρεμπίπτον διάταγμα που εκδόθηκε ex parte. Με τον περιορισμό πως θα ισχύει μέχρι την 31.12.97. Τα έξοδα της έφεσης και της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο