Tράπεζα Kύπρου Λτδ (Aρ. 6) (1997) 1 ΑΑΔ 1639

(1997) 1 ΑΑΔ 1639

[*1639]10 Δεκεμβρίου, 1997

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΆΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ)

ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ. (AP. 6), ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (ΓΛ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ, ΑΝΩΤΕΡΟΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΣ), ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΙΣ 14.7.97 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 8969/97 ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΘΗΚΕ ΣΤΗΝ

ΑΙΤΗΤΡΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΣΤΙΣ 16.7.97.

(Αίτηση Αρ. 89/97).

 

Αποφάσεις και Διατάγματα — Ενδιάμεσα προσωρινά διατάγματα — Χρόνος ισχύος — Άρθρο 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 —Εφαρμοστέες αρχές.

Προνομιακά εντάλματα — Certiorari — Αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari για ακύρωση ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος — Ισχυρισμοί για υπέρβαση εξουσίας λόγω του χρόνου ορισμού του ως επιστρεπτέου (3 βδομάδες), πλάνη και συνέχιση των εξαιρετικών περιστάσεων — Αποφασίστηκε ότι παρά τις εξαιρετικές περιστάσεις, δεν σημειώθηκε υπέρβαση δικαιοδοσίας ούτε πρόδηλη πλάνη ως προς το νόμο.

Λέξεις και Φράσεις — “Πρακτικό” — Το τι είναι πρακτικό ποικίλλει ανάλογα με την περίπτωση.

Προνομιακά Εντάλματα — Certiorari — Προϋποθέσεις έκδοσης certiorari για ακύρωση προσωρινών διαταγμάτων.

[*1640]Οι καθ’ ων η αίτηση, κατεχώρησαν αγωγή την 14.7.97 κατά των αιτητών, ισχυριζόμενοι ότι οι μεταξύ τους γραπτές συμβάσεις και/ή γραμμάτια και/ή διάφορα άλλα έγγραφα ήταν άκυρα και παράνομα για καταστρατήγηση των διατάξεων του περί Τόκου Νόμου του 1977. Αυθημερόν, με μονομερή αίτηση, πέτυχαν την έκδοση προσωρινού διατάγματος εναντίον των αιτητών επιστρεπτέου κατά την 4.8.97.  Σκοπός του διατάγματος ήταν να εμποδίσει τους διορισθέντες την 11.7.97 από τους αιτητές να ενεργήσουν ως διαχειριστές και/ή παραλήπτες (managers and/or receivers) δυνάμει κυμαινομένης επιβάρυνσης στις μεταξύ των καθ’ ων η αίτηση και των αιτητών, συμβάσεις.

Οι αιτητές καταχώρησαν αίτηση για έκδοση εντάλματος certiorari για ακύρωση του προσωρινού διατάγματος.  Ισχυρίστηκαν ότι ο χρόνος των τριών εβδομάδων που το Επαρχιακό Δικαστήριο το όρισε ως επιστρεπτέο, ήταν τόσο υπερβολικός, που παραβίαζε το εδάφιο 3 του Άρθρου 9 του Κεφ. 6 και καθιστούσε άκυρο το διάταγμα. Επίσης ισχυρίστηκαν ότι υπάρχει πλάνη καταφανής επί του πρακτικού (error of law on the face of the record), και συνέχιση των εξαιρετικών συνθηκών, οι οποίες ενισχύονται από το γεγονός ότι οι διαχειριστές και παραλήπτες είναι ενδιαφερόμενα πρόσωπα αφού μνημονεύονται στο επίδικο διάταγμα το οποίο τους επιδόθηκε.

Ο συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι:

1. Δεν παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου το πρακτικό που να φαίνεται το λάθος.

2. Κατά τον ορισμό του προσωρινού διατάγματος ως επιστρεπτέου, το Επαρχιακό Δικαστήριο ασκεί διακριτική εξουσία η οποία δεν ελέγχεται με Certiorari.

3. H περίοδος των τριών εβδομάδων για επίδοση του διατάγματος ήταν υπό τις περιστάσεις αναγκαία και δεν υπερέβαινε τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.

Σε απάντηση ο δικηγόρος των αιτητών εισηγήθηκε ότι αυτό που εξετάζεται είναι η απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου και τι αποτελεί απόφαση είναι θέμα που διαφέρει από υπόθεση σε υπόθεση.  Εισηγήθηκε επίσης ότι το ενώπιον του Δικαστηρίου υλικό, είναι επαρκές για την εξέταση του θέματος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το “πρακτικό” ποικίλλει ανάλογα με την περίπτωση. Η νομολο[*1641]γία δεν καθορίζει με σαφήνεια τι ακριβώς πρέπει να περιλαμβάνει το πρακτικό. Το θέμα είναι κατά πόσο το υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου είναι επαρκές για την εξέταση του θέματος που εγείρεται με την αίτηση. Το πρακτικό που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου, ήτοι το επίδικο διάταγμα, η αγωγή, η αίτηση και η ένορκη δήλωση των καθ’ ων η αίτηση, είναι επαρκές για να εξεταστεί ο ισχυρισμός των αιτητών για εμφανές σφάλμα στην όψη του πρακτικού.

2.  Το μοναδικό ερώτημα από την απάντηση του οποίου κρίνεται το αποτέλεσμα της αίτησης, είναι κατά πόσο ο χρόνος που καθορίστηκε ως επιστρεπτέο το προσωρινό διάταγμα, συνιστά υπέρβαση δικαιοδοσίας ή ενέργεια ληφθείσα κατά πλάνη, αναφορικά με το Άρθρο 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, Νόμος αρ. 11/65, 161/89 και 228/89.

3.  Η απάντηση στο ερώτημα είναι αρνητική, παρά τις εξαιρετικές περιστάσεις που συνθέτουν την παρούσα υπόθεση.

4.  Με βάση τους Θεσμούς της Πολιτικής Δικονομίας, παρέχεται στους αιτητές ένδικο μέσο για τον παραμερισμό ή τη διαφοροποίηση, ακόμα και ως προς το χρόνο, του επίδικου διατάγματος.

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

In Re Philippou (1986) 1 C.L.R. 568,

Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,

B.P. Cyprus Ltd. (1996) 1 A.A.Δ. 861,

Φάντης (1995) 1 A.A.Δ. 714,

Attorney-General v. Christou (1962) C.L.R. 129,

Pastellopoulos v. Republic (1985) 2 C.L.R. 165,

Christofi and Others v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236,

Λουκά (1992) 1 Α.Α.Δ. 648,

Μπάτσιου (1994) 1 A.A.Δ. 634,

[*1642]Attorney-General and Another v. Savvides (No.2) (1979) 1 C.L.R. 349,

Ιερόπουλος (1995) 1 Α.Α.Δ. 905,

Κωνσταντίνου (1992) 1 Α.Α.Δ. 853.

Aίτηση.

Aίτηση για έκδοση διατάγματος certiorari για ακύρωση προσωρινού διατάγματος του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Mιχαηλίδης, A.E.Δ.) ημερομηνίας 14.7.97 στην Aγωγή Aρ. 8969/97.

Π. Γ. Πολυβίου, για τους Aιτητές.

Σπ. Ευαγγέλου με Θ. Ευαγγέλου (δνις), για τους Kαθ’ ων η αίτηση.

Γ. Τριανταφυλλίδης, για τους Παρεμβαίνοντες.

Cur. adv. vult.

KPONIΔHΣ, Δ.: Aνάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Μετά από άδεια του Δικαστηρίου, οι αιτητές καταχώρησαν αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari για ακύρωση προσωρινού διατάγματος (interim order) του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 14.7.97 στην Αγωγή αρ. 8969/97.

Αφού συμπληρώθηκαν τα δικόγραφα και επιλύθηκαν τα διαδικαστικά θέματα, άκουσα τις μακρές αγορεύσεις των δικηγόρων των διαδίκων και του δικηγόρου για τους παρεμβαίνοντες, καθώς και την απάντηση του δικηγόρου των αιτητών.

Είναι σκόπιμο όπως παραθέσω τα γεγονότα και το ιστορικό της υπόθεσης.

Οι καθ’ ων η αίτηση με αγωγή την οποία κατεχώρησαν την 14.7.97 εναντίον των αιτητών στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας υπ’ αριθμό 8969/97, ισχυρίζονται ότι οι μεταξύ τους γραπτές συμβάσεις και/ή γραμμάτια και/ή υποθήκες και/ή έγγραφα και/ή ομόλογα κυμαινόμενης επιβάρυνσης είναι άκυρα και παράνομα, γιατί καταστρατηγούν τις διατάξεις του περί Τόκου Νόμου του 1977.

[*1643]Με μονομερή αίτηση της ίδιας ημερομηνίας οι καθ’ ων η αίτηση αξίωσαν την έκδοση προσωρινού διατάγματος εναντίον της αιτήτριας. Αυθημερόν Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εξέδωσε το πιο κάτω διάταγμα:

“Μετά από αίτηση των κ.κ. Αλέκου Ευαγγέλου & Σία, δικηγόρων των εναγόντων, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ, αφού ανάγνωσε την ένορκο δήλωση που κατατέθηκε από ή εκ μέρους των εναγόντων και μετά την κατάθεση από αυτούς εγγύησης για το ποσό των Λ.Κ.20,000 για πλήρη κάλυψη οιωνδήποτε ζημιών και εξόδων που οι πιο πάνω εναγόμενοι ήθελον υποστεί από την έκδοση του παρόντος διατάγματος, ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ την εναγόμενη και/ή τους υπαλλήλους και /ή αντιπροσώπους της και/ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ενεργεί με βάση τις οδηγίες της και/ή τις εξουσιοδοτήσεις της και/ή το διορισμό της και/ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ενεργεί με βάση τον προτεινόμενο από μέρους της εναγομένης διορισμό ημ. 11.7.1997, των κ.κ. Ντίνου Παπαδόπουλου και/ή Αντώνη Χ“Ρούσου ως διαχειριστών και/ή παραληπτών (Managers and/or Receivers) της ενάγουσας, όπως μη κοινοποιήσουν και/ή δημοσιεύσουν και/ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο καταστήσουν γνωστό στον Έφορο Εταιρειών και/ή σε οποιαδήποτε άλλη Αρχή και/ή άλλο πρόσωπο και/ή στον ημερήσιο και/ή άλλο τύπο, τον προτεινόμενο από μέρους της διορισμό ημ. 11.7.1997, των κ.κ. Ντίνου Παπαδόπουλου και/ή Αντώνη Χ”Ρούσου ως διαχειριστών και/ή παραληπτών (Managers and/or Receivers) της ενάγουσας, μέχρι την εκδίκαση της παρούσας αγωγής και/ή νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.

ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ την εναγόμενη και/ή τους υπαλλήλους και/ή αντιπροσώπους της και/ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ενεργεί με βάση τις οδηγίες της και/ή τις εξουσιοδοτήσεις της και/ή το διορισμό της και/ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ενεργεί με βάση τον προτεινόμενο από μέρους της εναγομένης διορισμό 11.7.1997, των κ.κ. Ντίνου Παπαδόπουλου και/ή Αντώνη Χ”Ρούσου ως διαχειριστών και/ή παραληπτών (Managers and/or Receivers) της ενάγουσας, μέχρι την εκδίκαση της παρούσας αγωγής και/ή νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.

ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ στην εναγόμενη και/ή τους υπαλλήλους και/ή αντιπροσώπους της και/ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο [*1644]ενεργεί με βάση τις οδηγίες της και/ή τις εξουσιοδοτήσεις της και/ή το διορισμό της και/ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ενεργεί με βάση τον προτεινόμενο από μέρους της εναγομένης διορισμό 11.7.1997, των κ.κ. Ντίνου Παπαδόπουλου και/ή Αντώνη Χ”Ρούσου ως διαχειριστών και/ή παραληπτών (Managers and/or Receivers) της ενάγουσας όπως εισέλθουν εντός των υποστατικών της ενάγουσας στη Λεωφόρο Αθαλάσσας αρ. 150Α στη Λευκωσία και/ή στη Βιομηχανική Περιοχή Στροβόλου και/ή στη Λεωφόρο Αρχ. Μακαρίου στα Λατσιά και/ή απαιτήσουν να παραλάβουν και/ή παραλάβουν έγγραφα και/ή άλλα περιουσιακά στοιχεία της ενάγουσας και/ή επέμβουν και/ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο προκαλέσουν αναστάτωση στην ομαλή λειτουργία και διεξαγωγή των δραστηριοτήτων της ενάγουσας, μέχρι την εκδίκαση της παρούσας αγωγής και/ή νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.

Η Εναγόμενη δύναται να εμφανισθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την 4.8.97 και ώρα 8.30 π.μ. και δείξει λόγο γιατί το παρόν διάταγμα να μη συνεχίσει να ισχύει.

Δόθηκε την 14.7.97

Συντάχθηκε την 14.7.97

Οπισθογράφηση: Αν εσείς η πιο πάνω αναφερόμενη εναγόμενη Εταιρεία παραλείψετε να συμμορφωθείτε με το παρόν διάταγμα, σεις μεν οι κατά νόμον υπεύθυνοι υπόκεισθε σε σύλληψη, η δε περιουσία σας σε κατάσχεση.

Πιστόν Αντίγραφον”.

Το διάταγμα συντάχθηκε αυθημερόν και τη μεθεπόμενη, 16.7.97, επεδόθη στην εναγομένη και στους διαχειριστές-παραλήπτες, ενδιαφερόμενα μέρη στην παρούσα διαδικασία.

Οι αιτητές στη μακρά αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου τους, ανέπτυξαν σε έκταση το μοναδικό λόγο που επικαλούνται.  Είναι η θέση των αιτητών ότι το επίδικο προσωρινό διάταγμα πάσχει από ακυρότητα γιατί τέθηκε χρόνος ισχύος του κατά ρητή παράβαση του εδαφίου 3 του άρθρου 9 του Κεφαλαίου 6. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών ισχυρίστηκε ότι ο χρόνος των τριών εβδομάδων που το Επαρχιακό Δικαστήριο όρισε ως επιστρεπτέο το διάταγμα (και για το χρόνο αυτό θα παρέμενε σε ισχύ) ήταν τόσο υπερβολικός που καθιστούσε άκυρο το διάταγμα. Βάσισε δε ολόκληρη την επιχειρηματολογία του σε δύο απο[*1645]φάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, την In Re Philippou (1986) 1 C.L.R. 568 και την Aνθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41.

Το εδάφιο 3 του άρθρου 9 έχει ερμηνευθεί από την Ολομέλεια στην υπόθεση Ανθίμου (πιο πάνω).  Στη σελίδα 49 αναφέρεται:-

“Το εδάφιο (3) του Άρθρου 9 περιορίζει χρονικά την ισχύ του διατάγματος που εκδίδεται σε μονομερή αίτηση και καθορίζει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται μετά την έκδοσή του. Τούτο παραμένει σε ισχύ για χρόνο όχι μακρύτερο από όσο είναι αναγκαίος για την επίδοση ειδοποίησής του στον επηρεαζόμενο και την παροχή της δυνατότητας σ΄ αυτόν να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου για να ενστεί.  Διάταγμα που προβλέπει ισχύ μακρύτερη από όση περιοριστικά ο νομοθέτης έθεσε με το εδάφιο (3) δεν είναι έγκυρο.”.

Στην υπόθεση In Re Philippou (πιο πάνω) ο Δικαστής όπως ήταν τότε, Α. Λοΐζου, αναφέρει στη σελίδα 571:-

“The essential elements of this statutory provision are that the order:

(a) Shall not remain in force for a longer period than is necessary for service of notice of it on all persons affected by it and this is to enable them to appear before the Court and object to it, thus affording them the opportunity to be heard. This means that the order has to be made for a specified duration by fixing a date upon which the person affected may appear and object to it. In practice normally this period has been eight days, but that is not a hard and fast rule. There may be instances where on account of the subject matter affected by the order the period may be shorter, so long as it is of such a length as to make service of notice thereof on the persons affected possible.”.

Ακόμα στην απόφαση In Re B.P. Cyprus Ltd., Aίτηση αρ. 143/96, ημερομηνίας 1/8/96, ο Δικαστής Κωνσταντινίδης παραχωρώντας άδεια για καταχώρηση αίτησης Certiorari αναφέρει στη σελίδα 5:-

“Ο αιτητές είναι εταιρεία που εδρεύει στη Λευκωσία και το ίδιο το γεγονός ότι η επίδοση τελικά πραγματοποιήθηκε μέσα σε τρεις ημέρες είναι ενδεικτικό των δυνατοτήτων που προσφέρονται για σύντομη επίδοση. Βρίσκω ότι στοιχειοθετείται εκ πρώτης όψεως υπόθεση σε σχέση με τον ορισμό, ως ημερο[*1646]μηνία επιστροφής του διατάγματος της 26 Αυγούστου 1996, ένα δηλαδή μήνα μετά την έκδοσή του.”.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών εισηγήθηκε τελικά ότι υπάρχει υπέρβαση δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου, διότι ο ορισμός ως επιστρεπτέου του προσωρινού διατάγματος σε χρόνο μακρύτερο απ’ αυτόν που το εδάφιο 3 του άρθρου 9 επιτρέπει κατέστησε τούτο άκυρο. Επίσης εισηγήθηκε ότι υπάρχει πλάνη καταφανής επί του πρακτικού (error of law on the face of the record) ήτοι το ελάττωμα είναι καταφανές επί του πρακτικού που είναι το επίδικο διάταγμα. Προχωρώντας ακόμα εισηγείται ότι εξακολουθούν να υπάρχουν οι εξαιρετικές συνθήκες, παρ’ όλο που παραδέχεται ότι αυτές λαμβάνονται υπ’ όψη κατά την έκδοση της άδειας για καταχώρηση της αίτησης. Οι συνθήκες αυτές ενισχύονται, κατά το συνήγορο, από το γεγονός ότι οι διαχειριστές και παραλήπτες είναι ενδιαφερόμενα πρόσωπα, αφού μνημονεύονται στο επίδικο διάταγμα το οποίο και τους επιδόθηκε. Ισχυρίστηκε, ότι με βάση το Νόμο η διαχείριση της Εταιρείας μετά από διορισμό ανήκει στους διαχειριστές-παραλήπτες και όχι στους μέχρι τότε διευθυντές.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των ενδιαφερομένων μερών υιοθέτησε τις εισηγήσεις του κ. Πολυβίου.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση εστίασε την εισήγησή του σε τρεις λόγους. Πρώτο ότι ενώπιον του Δικαστηρίου δεν έχει παρουσιασθεί το πρακτικό που να φαίνεται το λάθος. Εισηγήθηκε ότι μόνο το επίδικο διάταγμα είναι ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και όχι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου και τα γεγονότα στα οποία στηρίχθηκε και άσκησε τη διακριτική του εξουσία. Δεύτερο ότι κατά τον ορισμό του προσωρινού διατάγματος ως επιστρεπτέου το Επαρχιακό Δικαστήριο ασκεί διακριτική εξουσία, η οποία δεν ελέγχεται με Certiorari.  Και τρίτο ότι η περίοδος των τριών εβδομάδων για επίδοση του διατάγματος κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης ήταν αναγκαία και δεν υπερέβαινε τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.

Υπέβαλε ο δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση ότι ενώπιον του Δικαστηρίου δεν υπήρχε πρακτικό στο οποίο να εμφαίνεται το λάθος. Ανέλυσε δε εκτενώς τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος. Εισηγήθηκε ότι η παράλειψη να τεθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου το πρακτικό του Δικαστηρίου όπου εμφαίνεται η απόφαση να ορίσει επιστρεπτέο το διάταγμα σε χρόνο τριών εβδομάδων είναι καθοριστική γιατί δεν θα μπορεί να εξετασθεί το επίδικο θέμα που εγείρεται με την αίτηση αυτή.

[*1647]Στην απάντησή του ο δικηγόρος των αιτητών αντέτεινε ότι ουσιαστικά αυτό που εξετάζεται είναι η “απόφαση” του κατώτερου Δικαστηρίου και τί αποτελεί την απόφαση αυτή είναι θέμα που ποικίλει από υπόθεση σε υπόθεση. Εισηγήθηκε ότι αυτό το οποίο είναι ενώπιον του Δικαστηρίου είναι επαρκές για την εξέταση του θέματος. Εάν είναι εμφανές από το υλικό που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου ότι το κατώτερο Δικαστήριο διέπραξε λάθος εμφανές στο πρακτικό τότε μπορεί το Δικαστήριο να προχωρήσει στην εξέταση του θέματος. Εισηγήθηκε ακόμα ότι, εφ’ όσον έχει επιδώσει την αίτηση στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου που εξέδωσε το διάταγμα, ο τελευταίος είχε υποχρέωση να παρουσιάσει το φάκελο στο Ανώτατο Δικαστήριο ή το τελευταίο αν ήταν της γνώμης ότι απαιτείται και άλλο υλικό να διατάξει την προσαγωγή του φακέλου ενώπιόν του.

Τί είναι το “πρακτικό” το οποίο εξετάζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξετασθεί σε αρκετές υποθέσεις.  Δεν είναι σαφές από τη νομολογία τί ακριβώς πρέπει να περιλαμβάνει το “πρακτικό”. Ουσιαστικά αυτό που εξετάζεται είναι η απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου. Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση In re Akis Fantis, Αίτηση αρ. 123/95 του αδελφού Δικαστή Γ. Νικολάου “τί είναι που συνίσταται το “πρακτικό” δεν έχει οριστεί αυθεντικά αλλά η νομολογία παρέχει παραδείγματα και προσφέρει απόψεις. Φαίνεται ότι το “πρακτικό” ποικίλλει ανάλογα με την περίπτωση”.

Το θέμα, κατά συνέπεια, είναι κατά πόσο το υλικό το οποίο είναι ενώπιον του Δικαστηρίου είναι επαρκές για την εξέταση του θέματος που εγείρεται με την αίτηση. Κατά την άποψή μου το ισχυριζόμενο νομικό σφάλμα, όπως καθορίζεται στην αίτηση διακρίνεται στο “πρακτικό” που είναι ενώπιόν μου. Είναι, όπως ισχυρίζονται οι αιτητές, ο ορισμός του διατάγματος ως επιστρεπτέου σε μακρινή ημερομηνία κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 9 εδάφιο 3 του Κεφ. 6. Κατά συνέπεια ευρίσκω ότι το “πρακτικό” που είναι ενώπιόν μου, ήτοι το επίδικο διάταγμα, η αγωγή, η αίτηση και η ένορκη δήλωση των καθ΄ ων η αίτηση είναι επαρκές για να εξετασθεί ο ισχυρισμός των αιτητών για εμφανές σφάλμα στην όψη του πρακτικού.

Ο δεύτερος και τρίτος λόγος που προσβάλλονται από τους ενιστάμενους καθ’ ων η αίτηση θα εξετασθούν μαζί γιατί διαπλέκονται μεταξύ τους.

Ο έλεγχος με το ένταλμα Certiorari γίνεται για να περιορίζονται τα κατώτερα Δικαστήρια μέσα στη δικαιοδοσία τους και να [*1648]τηρούν το Νόμο. Το ένταλμα Certiorari είναι διορθωτικού χαρακτήρα.  Το πρακτικό της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου εξετάζεται και, αν υπάρχει υπέρβαση δικαιοδοσίας ή πλάνη νόμου πρόδηλη στο πρακτικό, προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, ή λήψη της απόφασης με δόλο ή ψευδορκία, η ελεγχόμενη απόφαση ακυρώνεται (Βλέπε: The Attorney-General v. Panayiotis Christou (1962) C.L.R. 129, Pastellopoulos v. Republic (1985) 2 C.L.R. 165, Christofi and Others v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236 και In re Chrystalla Louca (1992) 1 A.A.Δ. 648).

Είναι βασική αρχή δικαίου ότι το Δικαστήριο αποφασίζει τις διαφορές των μερών, αφού ακούσει και τους δύο διαδίκους.  Κατά παρέκκλιση της αρχής αυτής, ο νομοθέτης για επείγουσες περιπτώσεις ή άλλες ιδιάζουσες περιστάσεις, για να είναι αποτελεσματική η θεραπεία, επιτρέπει την έκδοση προσωρινού διατάγματος χωρίς ειδοποίηση στο άλλο μέρος.

Certiorari μπορεί να εκδοθεί για ακύρωση προσωρινού διατάγματος, αν το κατώτερο Δικαστήριο πρόδηλα δεν έχει δικαιοδοσία ή στην περίπτωση που δεν ορίζεται ημερομηνία ισχύος του και, έτσι, δεν δίδεται ευκαιρία στο επηρεαζόμενο μέρος να παρουσιαστεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και να ενστεί (Βλέπε: Attorney-General and Another (No. 2) v. Savvides (1979) 1 C.L.R. 349 και In re Philippou (1986) 1 C.L.R. 568).

Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία, τοπική και καθ’ ύλη, για έκδοση του προσωρινού διατάγματος. Εφ’  όσον στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις αυτές για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση της άσκησης των δικαιοδοσιών του εκτός αν αποκαλύπτεται νομικό σφάλμα καταφανές στο πρακτικό του Δικαστηρίου (Βλέπε: In re Καλλιόπη Μπάτσιου, Αίτηση αρ. 134/94, ημερομηνίας 17.10.94).

Το μοναδικό ερώτημα που προκύπτει άμεσα και χρήζει απάντησης στην παρούσα υπόθεση είναι, αν το Επαρχιακό Δικαστήριο, ορίζοντας ως επιστρεπτέο το προσωρινό διάταγμα σε τρεις εβδομάδες υπερέβη τη δικαιοδοσία του ή ενήργησε κατά πλάνη όσον αφορά το άρθρο 9 εδάφιο 3 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, Νόμος αρ. 11/65, 161/89 και 228/89. 

Για την απάντηση στο ερώτημα αυτό έχω ανατρέξει στην πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέμα[*1649]τος. Έχει πράγματι λεχθεί από την Ολομέλεια στην υπόθεση Ανθίμου (πιο πάνω) ότι διάταγμα που προβλέπει ισχύ μακρύτερη από όση περιοριστικά ο νομοθέτης έθεσε με το εδάφιο 3 του άρθρου 9 δεν είναι έγκυρο. Και στην απόφαση In re Philippou (πιο πάνω) ο Α. Λοΐζου (Δικαστής όπως ήταν τότε) ακύρωσε με ένταλμα Certiorari προσωρινό διάταγμα, στο οποίο δεν ορίστηκε ημερομηνία ισχύος του, και έτσι δεν έδιδε την ευκαιρία στο επηρεαζόμενο πρόσωπο να παρουσιαστεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και να ενστεί. Οι παρατηρήσεις του στο κείμενο της απόφασης που θέτουν εκ των προτέρων καθορισμένες χρονικές περιόδους που πρέπει να ορίζονται επιστρεπτέα τα προσωρινά διατάγματα δεν αποτελούν το λόγο (ratio) της απόφασης και έτσι δεν συνιστούν δεσμευτικό προηγούμενο.

Παρά τις εξαιρετικές περιστάσεις που συνθέτουν την παρούσα υπόθεση, έχω καταλήξει ότι η περίοδος των τριών εβδομάδων που το Επαρχιακό Δικαστήριο όρισε το διάταγμα ως επιστρεπτέο δεν συνιστά υπέρβαση της δικαιοδοσίας του ούτε και πρόδηλη πλάνη ως προς το Νόμο (Βλέπε: In Re Δώρου Ιερόπουλου, Αίτηση αρ. 182/95, ημερομηνίας 10.11.95, Χρυστάλλα Λουκά (πιο πάνω), The Attorney-General of the Republic (No. 2) v. George Savvides (πιο πάνω)).

Δεν θεωρώ σκόπιμο να υπεισέλθω σε άλλους λόγους που συνηγορούν επίσης στην απόρριψη της αίτησης αυτής, γιατί δεν προβλήθηκαν ούτε αναπτύχθηκαν σε έκταση ενώπιόν μου.  Παρατηρώ, όμως, ότι με βάση τους Θεσμούς της Πολιτικής Δικονομίας παρέχεται στους αιτητές ένδικο μέσο για τον παραμερισμό ή τη διαφοροποίηση, ακόμα και ως προς το χρόνο, του επίδικου διατάγματος (Βλέπε: In Re Αυγή Κωνσταντίνου (1992) 1 Α.Α.Δ. 853).

Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

H αίτηση απορρίπτεται με έξοδα τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο