Ξυπτερά Kώστας ν. Xριστόδουλου Kυπριανού (1997) 1 ΑΑΔ 1696

(1997) 1 ΑΑΔ 1696

[*1696]16 Δεκεμβρίου, 1997

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΩΣΤΑΣ ΞΥΠΤΕΡΑ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

Εφεσίβλητου-Εναγόμενου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9250).

 

Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Μερική απόφραξη κύριου δρόμου από αυτοκίνητο το οποίο προσπαθούσε να διασταυρώσει το δρόμο διαγώνια και να εισέλθει στην απέναντι πλευρά του, με αποτέλεσμα αυτοκίνητο που ακολουθούσε να συγκρουσθεί με αυτό — Κρίθηκε πρωτόδικα ότι αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα έφερε ο οδηγός του προπορευόμενου οχήματος — Δεν επενέβη το Εφετείο.

Αμέλεια — Καθήκον για επιμελή οδήγηση — Ποία η προϋπόθεση για την απόδοση αμέλειας — Ένας οδηγός δεν είναι ένοχος αμέλειας αν στην αγωνία της στιγμής δεν παίρνει την καλύτερη αποτρεπτική ενέργεια, νοουμένου ότι ακολουθεί μια λογική πορεία.

Το δυστύχημα συνέβηκε κοντά σε στροφή στο κύριο δρόμο Τροόδους-Λευκωσίας κάτω από τις ακόλουθες συνθήκες: Ο εφεσείων που οδηγούσε το όχημά του στον πιο πάνω δρόμο με κατεύθυνση τη Λευκωσία αποφάσισε να διασταυρώσει το δρόμο, που στο σημείο εκείνο διαχωριζόταν με συνεχή άσπρη γραμμή, όταν ένα από τα παιδιά του ήθελε να ικανοποιήσει φυσική του ανάγκη.  Κάλυψε μια μικρή απόσταση περίπου μέχρι την άλλη πλευρά του δρόμου με αναμμένα τα φώτα του οχήματός του. Ο εφεσίβλητος που εκινείτο προς την ίδια κατεύθυνση εντός των επιτρεπομένων ορίων ταχύτητας, είδε ξαφνικά στο μέσο περίπου του δρόμου σχεδόν σταματημένο αλλά να κινείται με χαμηλή ταχύτητα το αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Στην προσπάθειά του να οδηγήσει στην δεξιά πλευρά του δρόμου για να αποφύγει τη σύγκρουση, κτύπησε το όχημα του εφεσείοντα στο μέσο περίπου μεταξύ των δύο θυρών.  Η πρώτη φορά που πρόσεξε το όχημα του εφεσείοντα ήταν όταν βρισκόταν 20-30 [*1697]μέτρα πιο πίσω επί της στροφής.  Η ορατότητα από το σημείο που άρχισε να διασταυρώνει ο εφεσείων μέχρι την καμπή του δρόμου από την οποία ερχόταν ο εφεσίβλητος ήταν πολύ μικρή.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ευθύνη για τη σύγκρουση βαρύνει αποκλειστικά τον εφεσείοντα.  Το συμπέρασμα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασίστηκε επί των αρχών της σχετικής νομολογίας με βάση τις οποίες ο οδηγός δεν είναι ένοχος αμέλειας αν στην αγωνία της στιγμής δεν πάρει την καλύτερη αποτρεπτική ενέργεια, νοουμένου ότι ακολουθεί μια λογική πορεία.  Επίσης ότι η ενέργεια οδηγού ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με μια επικείμενη σύγκρουση, δεν πρέπει να κρίνεται μικροσκοπικά αλλά με ευρύτητα ανάλογη με τα αγωνιώδη διλήμματα που αντιμετωπίζει και την έλλειψη ουσιαστικής ευκαιρίας για προγραμματισμό των πράξεών του.

Στην έφεση, προβλήθηκε ο ισχυρισμός, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε κάτω από εσφαλμένη καθοδήγηση, θεωρώντας ότι ο εφεσείων εξήλθε από πλαγιόδρομο και γι’ αυτό κρίθηκε αποκλειστικά υπεύθυνος για το δυστύχημα. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα ισχυρίσθηκε επίσης ότι η υπόθεση κακώς απεφασίσθη για τους πιο κάτω λόγους:

(α)   Το δυστύχημα οφειλόταν στην υπερβολική ταχύτητα του εφεσίβλητου.

(β)   Ο εφεσίβλητος δεν μαρτύρησε ότι ξαφνιάστηκε, αλλά ούτε στην υπεράσπισή του υπάρχει ισχυρισμός ότι ενήργησε κάτω από την αγωνία της στιγμής.

(γ)   Ο εφεσίβλητος προερχόταν από στροφή και λόγω υψηλής ταχύτητας δεν είχε πεδίο ορατότητας, έτσι που με βάση την ταχύτητά του να μπορεί να ελέγχει απόλυτα το δρόμο μπροστά του.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο εφεσίβλητος οδηγούσε εντός του ορίου της επιτρεπομένης ταχύτητας. Δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ταχύτητας του εφεσίβλητου και του συμβάντος. Αποτελεί καλώς θεμελιωμένη αρχή ότι η ταχύτητα από μόνη της δεν είναι αρκετή να οδηγήσει σε συμπέρασμα για αμέλεια.

2.  Η περίπτωση βρισκόταν εντός του πλαισίου των υποθέσεων όπου το ζήτημα της αμέλειας εξετάζεται με βάση την αγωνία της σύγκρουσης, έστω και αν ο εφεσίβλητος δεν έκαμε χρήση του όρου αιφνιδιάστηκε στη μαρτυρία του.

[*1698]3.    Οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου στην υπεράσπισή του ήταν αρκετοί για να καταστήσουν δυνατή την εξέταση της υπεράσπισης που διέπει ενέργειες που λαμβάνονται κάτω από την αγωνία της σύγκρουσης.

4.  Ο εφεσείων μπορούσε εύλογα να προβλέψει ότι η απόφραξη του δρόμου σε σημείο πολύ κοντά στη στροφή θα προκαλούσε δυστύχημα. Η μοναδική αιτία της σύγκρουσης ήταν ο επικίνδυνος ελιγμός του εφεσείοντα. Η μικρή απόσταση που χώριζε τα δύο οχήματα όταν ο εφεσείων παρεμβλήθηκε στην πορεία του εφεσίβλητου ήταν τέτοια που εκμηδένιζε τη δυνατότητα του τελευταίου να λάβει αποτελεσματικά μέτρα για να αποφύγει τη σύγκρουση. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο εφεσίβλητος ενήργησε κάτω από την αγωνία της σύγκρουσης, απαλλάσσοντάς τον από οποιαδήποτε ευθύνη για τη σύγκρουση, είναι ορθό.

5.  Η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από την Πουρίκκος v. Βασιλείου επειδή σ’ εκείνη την υπόθεση ο ενεχόμενος οδηγός οδηγούσε καθ’ υπέρβαση του επιτρεπομένου ορίου ταχύτητας.

6.  Ο νουνεχής οδηγός εύλογα μπορεί να υποθέσει ότι όπως ο ίδιος έτσι και άλλοι οδηγοί θα εκπληρώσουν το καθήκον επιμέλειας έναντι του ιδίου και άλλων οδηγών. Το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών.

7.  Περαιτέρω δεν είναι εύλογα προβλεπτό ότι ένας οδηγός θα βρεθεί αντιμέτωπος με την απόφραξη του δρόμου μετά την στροφή.

8.  Ο εφεσίβλητος δεν είχε καθήκον, υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης να ελαττώσει την ταχύτητά του κάτω από το επιτρεπόμενο όριο, όπως ήταν η θέση του εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Αντωνίου v. Ιορδάνους κ.ά. (1976) 1 Α.Α.Δ. 341,

Χατζηγεωργίου v. Ροδίνης (1978) 1 Α.Α.Δ. 175,

Καρικάτου v. Σωτηρίου (1979) 1 Α.Α.Δ. 150,

Γεωργιάδης v. Χατζησάββα (1984) 1 Α.Α.Δ. 597,

[*1699]Παπαχριστοδούλου v. Χατζηνεοφύτου (1991) 1 Α.Α.Δ. 426,

Adamis and Another v. Eracleous (1982) 1 C.L.R. 746,

Κυριάκου v. Φιλίππου (1992) 1 Α.Α.Δ. 642,

Demou v. Constantinou and Another (1979) 1 C.L.R. 21,

Ioakim v. Soteriades (1984) 1 C.L.R. 175,

Alexandrou v. Gamble (1974) 1 C.L.R. 5,

Βρυωνίδης v. Σωφρονίου, (1997) 1 A.A.Δ. 1181,

Κασιέρη κ.ά. v. Κυριάκου (1997) 1 A.A.Δ. 1246,

Κυριάκου κ.ά. v. Κανάρη, (1997) 1 A.A.Δ. 1436,

Πουρίκκος v. Βασιλείου (1993) 1 Α.Α.Δ. 256,

Νικολαΐδης κ.ά. v. Κλεοβούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 422,

Fardon v. Harcourt-Rivington [1932] All E.R. 81,

Panayiotou v. Mavrou (1970) 1 C.L.R. 215.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Mιχαηλίδης, A.E.Δ.), που δόθηκε στις 29/6/94 (Aρ. Aγωγής 10681/90), με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του για ειδικές αποζημιώσεις λόγω σωματικών βλαβών και υλικών ζημιών, που του προκάλεσε ο εναγόμενος σε οδικό δυστύχημα.

Π. Αγγελίδης με Λ. Αστραίου (κα.), για τον Εφεσείοντα.

Στ. Ερωτοκρίτου (κα.), για τον Εφεσίβλητο.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ενώ ο εφεσείων-ενάγων (“ο εφεσείων”) οδηγούσε το αυτοκίνητο του στο δρόμο Λευκωσίας-Τροόδους προς τη Λευκωσία συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο [*1700]εφεσίβλητος-εναγόμενος (“ο εφεσίβλητος”) προς την ίδια κατεύθυνση. Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία έχει απορριφθεί η αγωγή του εφεσείοντα εναντίον του εφεσίβλητου για αποζημιώσεις.

Οι συνθήκες της σύγκρουσης - Διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου:

Κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητό του με συνεπιβάτες τη σύζυγό του και τα παιδιά του κατά μήκος του δρόμου Τροόδους-Λευκωσίας προς Λευκωσία. Σε κάποιο σημείο του δρόμου, το οποίο βρισκόταν κοντά σε στροφή, ένα από τα παιδιά του ήθελε να ικανοποιήσει φυσική του ανάγκη.  Σαν αποτέλεσμα, ο εφεσείων αποφάσισε, αντί να σταματήσει στην αριστερή πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του, να διασταυρώσει τον δρόμο, που στο σημείο εκείνο διαχωριζόταν με συνεχή άσπρη γραμμή και να οδηγήσει το όχημά του σε χώρο που βρισκόταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Ο εφεσείων δεν έστριψε απλά προς τα δεξιά για να μεταβεί στην απέναντι πλευρά. Κοίταξε δεξιά και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε άλλο αυτοκίνητο. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα έβαλε την πρώτη ταχύτητα και κάλυψε μια μικρή απόσταση περίπου μέχρι την άλλη πλευρά του δρόμου με αναμμένα τα φώτα κατεύθυνσης του οχήματος. Την ίδια στιγμή ο εφεσίβλητος οδηγούσε το αυτοκίνητό του προς Λευκωσία. Ξαφνικά είδε στο μέσο περίπου του δρόμου σχεδόν σταματημένο αλλά να κινείται με πολύ μικρή ταχύτητα το αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Έκρινε σκόπιμο να οδηγήσει στη δεξιά πλευρά του δρόμου στην προσπάθειά του να αποφύγει τη σύγκρουση. Σε εκείνη την προσπάθεια του κτύπησε το όχημα του εφεσείοντα στο μέσον περίπου μεταξύ των δύο θυρών. Η σύγκρουση έγινε νύκτα και η ταχύτητα του εφεσίβλητου ήταν 70 Χ.Α.Ω., δηλαδή μέσα στα επιτρεπόμενα όρια. Η πρώτη φορά που πρόσεξε το όχημα του εφεσείοντα ήταν όταν βρισκόταν 20-30 μέτρα πιο πίσω επί της στροφής. Η ορατότητα από το σημείο που άρχισε ο εφεσείων να διασταυρώνει μέχρι την καμπή του δρόμου από την οποία ερχόταν ο εφεσίβλητος ήταν μικρή.

Συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έθεσε το ερώτημα κατά πόσο ο εφεσίβλητος είναι ένοχος αμέλειας επειδή την ώρα “που έγινε η σύγκρουση οδηγούσε το όχημα του στη δεξιά πλευρά του δρόμου”.   Απάντησε αρνητικά το ερώτημα. Έκρινε, με αναφορά σε σχετικές αυθεντίες ότι ένας οδηγός δεν είναι ένοχος αμέλειας “αν στην αγω[*1701]νία της στιγμής δεν πάρει την καλύτερη δυνατή αποφευκτική ενέργεια νοουμένου ότι ακολουθεί μια λογική πορεία (Βλ. Αντωνίου v. Ιορδάνους κ.ά. (1976) 1 Α.Α.Δ. 341, Χατζηγεωργίου v. Ροδίνης (1978) 1 Α.Α.Δ. 175, Καρικάτου v. Σωτηρίου (1979) 1 Α.Α.Δ. 150, Γεωργιάδης v. Χατζησάββα (1984) 1 Α.Α.Δ. 597, Παπαχριστοδούλου v. Χατζηνεοφύτου (1991) 1 Α.Α.Δ. 426, 430 και Adamis and Another v. Eracleous (1982) 1 C.L.R. 746, 750, 751). Έκρινε, περαιτέρω, πως η ενέργεια ενός οδηγού ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με μια επικείμενη σύγκρουση, δεν πρέπει να κρίνεται μικροσκοπικά αλλά με ευρύτητα ανάλογη με τα αγωνιώδη διλήμματα που αντιμετωπίζει και την έλλειψη ουσιαστικής ευκαιρίας για προγραμματισμό των πράξεών του. Αν δε η αντίδραση του οδηγού ήταν τέτοια που παρ’ όλη την αγωνία της στιγμής ήταν ικανοποιητική υπό τις περιστάσεις και αναμενόταν εύλογα από τον μέσο συνετό οδηγό, τότε ο οδηγός δεν μπορεί να κριθεί ένοχος αμέλειας (Βλ. Κυριάκου v. Φιλίππου (1992) 1 Α.Α.Δ. 642).

Υπό το φως της πιο πάνω θέσης της νομολογίας το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι την ευθύνη για την σύγκρουση την φέρει αποκλειστικά ο εφεσείων. Όπως το έθεσε στην απόφασή του:

“Η συμπεριφορά του εναγομένου δεν μπορεί να κριθεί σαν αμέλεια. Κρατούσε την αριστερή πλευρά του δρόμου και οδηγούσε το όχημα του με την ταχύτητα που επιτρεπόταν στο συγκεκριμένο σημείο. Εντελώς ξαφνικά και προερχόμενος από κάποια στροφή η οποία δεν του παρείχε προηγουμένως πεδίο ορατότητας, αντικρύζει μπροστά του ένα αυτοκίνητο που βρισκόταν κάθετα μέσα στο δρόμο, και παρεμπόδιζε την πορεία του σε απόσταση 20-30 μέτρων.  Μετά προχωρεί στη δεξιά πλευρά του δρόμου για να αποφύγει τη σύγκρουση με το εμπόδιο που συνάντησε. Δυστυχώς, όμως, για εκείνον, το εμπόδιο, που ήταν το αυτοκίνητο του ενάγοντα, βρισκόταν εν κινήσει όπως ο ίδιος ο ενάγων ομολόγησε, και στο διάστημα που απαιτήθηκε για να καλύψει ο εναγόμενος την απόσταση των 20-30 μέτρων που είχε μπροστά του, ο ενάγων προχώρησε τα λίγα μέτρα που ήταν οπωσδήποτε κρίσιμα για την περίπτωση με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί ο εναγόμενος επί του αυτοκινήτου του ενάγοντα.”

Η έφεση.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι αδικαιολόγητα το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε το σχεδιάγραμμα της σκηνής της σύγκρουσης.  Αυτός ο λόγος έφεσης είχε σαν έρεισμα παρατηρήσεις στις οποίες είχε προβεί το πρωτόδικο δικαστή[*1702]ριο στην απόφασή του. Παρατήρησε ότι πέρα από την οπτική εικόνα που παρουσιάζει το τεκμήριο το “δικαστήριο δεν μπορεί να προσδώσει σ’ αυτό καμιά σημασία ούτε και να αντλήσει από αυτό βοήθεια”, επειδή δεν ζητήθηκε από τον αστυνομικό που το κατάθεσε, “να επεξηγήσει το σχέδιο ή να εξηγήσει τις πληροφορίες που περιέχει ή ακόμα και να υιοθετήσει τα αναφερόμενα”.

Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα ότι ο αστυνομικός που κατέθεσε το σχεδιάγραμμα το είχε διευκρινίσει επαρκώς. Η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο, το έχει οδηγήσει σε λανθασμένη καθοδήγηση όπως προκύπτει από την απόφασή του “καθότι εξέλαβε (βλ. σελ. 11-12 της απόφασης) ότι ο εφεσείων εξήλθε από πλαγιόδρομο και γι’ αυτό θεώρησε ότι έχει πλήρη ευθύνη αναφερόμενος σε σχετική νομολογία”.

Αρχίζουμε από την τελευταία θέση του ευπαίδευτου συνήγορου. Παρατηρούμε ότι το σχετικό απόσπασμα από τις σελ. 11-12 της εκκαλούμενης απόφασης δεν αναφέρεται στην παρούσα υπόθεση. Πρόκειται σαφώς για γενική θέση που έχει προβάλει το πρωτόδικο δικαστήριο στην προσπάθειά του να προσδιορίσει τις νομικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της οδικής αμέλειας. Δεν έχουμε, επομένως, εντοπίσει οποιαδήποτε λανθασμένη καθοδήγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου επί του προκειμένου. Έχουμε, επίσης, την άποψη ότι οι πιο πάνω παρατηρήσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν έχουν διαδραματίσει οποιοδήποτε ρόλο στη διαμόρφωση της τελικής κρίσης του. Η υπόθεση έχει κριθεί με βάση την προφορική μαρτυρία και την άποψη που έχει διαμορφώσει το πρωτόδικο δικαστήριο επί της προφορικής μαρτυρίας. Ανεξάρτητα από τις παρατηρήσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου ενώπιόν του είχε τεθεί το αποδεικτικό υλικό το οποίο ήταν απαραίτητο για την διαμόρφωση της τελικής κρίσης του και δεν έχει επηρεασθεί με οποιοδήποτε τρόπο η θέση του ενάγοντα από τις πιο πάνω παρατηρήσεις.  Ο πρώτος λόγος εφέσεως δεν ευσταθεί.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε περαιτέρω ότι “κακώς απεφασίσθει η παρούσα υπόθεση” για τους πιο κάτω λόγους:

(α)       Το δυστύχημα οφειλόταν στην υπερβολική ταχύτητα του εφεσίβλητου επειδή δεν διατήρησε το όχημα του στην αριστερή πλευρά του δρόμου και/ή επειδή δεν οδήγησε το όχημα του στο “παγκέτο” στην αριστερή πλευρά του δρόμου.

[*1703](β)       Το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος δεν ενήργησε αμελώς οδηγώντας το αυτοκίνητο του στη δεξιά πλευρά του δρόμου διότι ενήργησε κάτω από την αγωνία της στιγμής είναι λανθασμένο για το λόγο ότι ούτε ο εφεσίβλητος “μαρτύρησε ότι ‘ξαφνιάστηκε’ αλλά ούτε υπάρχει στην υπεράσπιση του εφεσίβλητου ισχυρισμός ότι ενήργησε κάτω από την αγωνία της στιγμής”.

(γ)        Ο εφεσίβλητος προερχόταν από στροφή και λόγω υψηλής ταχύτητας δεν είχε πεδίο ορατότητας “έτσι που με βάση την ταχύτητα του να μπορεί να ελέγχει απόλυτα τον δρόμο μπροστά του”.

Αποτελεί καλώς θεμελιωμένη αρχή ότι η ταχύτητα από μόνη της δεν είναι αρκετή για να οδηγήσει σε συμπέρασμα για αμέλεια (Βλ. Demou v. Constantinou and Another (1979) 1 C.L.R. 21, Ioakim v. Soteriades (1984) 1 C.L.R. 175, Alexandrou v. Gamble (1974) 1 C.L.R. 5, Βρυωνίδη v. Σωφρονίου, Πολιτική Έφεση 9479/23.9.97). Στην κρινόμενη περίπτωση ο εφεσίβλητος οδηγούσε εντός του ορίου της επιτρεπόμενης ταχύτητας. Δεν υπάρχει τίποτε ενώπιόν μας που να υποδεικνύει ότι η ταχύτητα του εφεσίβλητου έχει αιτιώδη συνάφεια με το συμβάν.

Αναφορικά με τον λόγο έφεσης (β), πιο πάνω, ο εφεσίβλητος ανέφερε στη μαρτυρία του ότι μόλις είδε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα “φοβήθηκε και πάτησε τα στόπερ”. Το γεγονός ότι δεν έκαμε χρήση του όρου “αιφνιδιάστηκε” δεν θέτει την περίπτωσή του εκτός του πλαισίου των υποθέσεων όπου το ζήτημα της αμέλειας εξετάζεται με βάση την αγωνία της σύγκρουσης.

Ο εφεσίβλητος έχει ισχυρισθεί στην υπεράσπισή του, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι ο εφεσείων απέκοψε την πορεία του, και ότι “εδημιούργησε κίνδυνο εντός του δρόμου”.

Θεωρούμε ότι αυτοί οι ισχυρισμοί ήταν αρκετοί για να καταστήσουν δυνατή την εξέταση της υπεράσπισης που διέπει ενέργειες που λαμβάνονται κάτω από την αγωνία της σύγκρουσης.

Αυτό που πρέπει να εξεταστεί στην κρινόμενη περίπτωση είναι κατά πόσο το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος έχει ενεργήσει κάτω από την αγωνία της σύγκρουσης - και επομένως δεν έφερε ευθύνη για το ατύχημα - ήταν ορθό. Σε πολύ πρόσφατη απόφασή μας (βλ. Κασιέρη κ.ά. v. Κυριάκου, Πολιτική Έφεση 9049/29.9.97) έχουμε προβεί σε επισκόπηση της σχετικής νομολογίας. Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα:

[*1704]“Πρέπει δε να τονιστεί ότι οι πράξεις του οδηγού ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με δίλημμα το οποίο παρουσιάζεται στο δρόμο δεν κρίνονται μικροσκοπικά. Κρίνονται υπό το πρίσμα της διλημματικής κατάστασης που προκάλεσε ο άλλος οδηγός. Όπως έχει πάγια νομολογηθεί ένα εσφαλμένο μέτρο που λαμβάνεται από ένα οδηγό κάτω από την αγωνία της σύγκρουσης δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη μέτρο αμέλειας. Επομένως έστω και αν υποθέσουμε ότι ο οδηγός του φορτηγού έχει λάβει ένα εσφαλμένο μέτρο δεν μπορεί και πάλιν να κριθεί ένοχος για αμέλεια εφόσον, λόγω της εγγύτητας του άλλου οχήματος, δεν είχε τον χρόνο ή την ευκαιρία να λάβει αποτελεσματικά μέτρα για να αποφύγει την σύγκρουση (Βλ. Ioannou and Another v. Michaelides (1966) 1 C.L.R. 235, Adamis and Another v. Eracleous (1982) 1 C.L.R. 746, 750, 751, Georgiades v. HadjiSavva (1984) 1 C.L.R. 597, Roussou v. Aristodemou (1989) 1 C.L.R. 12, Δημητρίου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 6295/20.6.97, Κωνσταντίνου v. Φιλίππου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1110, Κυριάκου v. Φιλίππου (1992) 1 Α.Α.Δ. 642 και Παπαχριστοδούλου v. Χ”Νεοφύτου (1991) 1 Α.Α.Δ. 426)”.

Στην κρινόμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο εφεσείων βρισκόταν κάθετα μέσα στο δρόμο και ότι ο εφεσίβλητος αντιλήφθηκε την απόφραξη του δρόμου από απόσταση 20-30 μέτρων λόγω κάποιας στροφής η οποία δεν του παρείχε προηγουμένως πεδίο ορατότητας. Έχει νομολογηθεί ότι  μόνο όπου η απόφραξη του δρόμου συνδέεται ευθέως με το δυστύχημα και αποτελεί μέρος των γενεσιουργών αιτιών που το προκάλεσαν δικαιολογείται η απόδοση ευθύνης (Βλ. Κυριάκου κ.ά. v. Κανάρη, Πολιτική Έφεση 8907/5.11.97). Θεωρούμε ότι ήταν εύλογα προβλεπτό ότι η απόφραξη του δρόμου σε σημείο πολύ κοντά στη στροφή θα προκαλούσε δυστύχημα. Κατά την κρίση μας η μοναδική αιτία της σύγκρουσης ήταν ο επικίνδυνος ελιγμός του εφεσείοντα. Η μικρή απόσταση που χώριζε τα δύο οχήματα όταν ο εφεσείων παρεμβλήθηκε στην πορεία του εφεσίβλητου ήταν τέτοια που εκμηδένιζε τις δυνατότητες του τελευταίου να λάβει αποτελεσματικά μέτρα για να αποφύγει τη σύγκρουση. Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσίβλητος είχε ενεργήσει κάτω από την αγωνία της σύγκρουσης και τον απάλλαξε από οποιαδήποτε ευθύνη για τη σύγκρουση.

Η υπόθεση Πουρίκκος v. Βασιλείου (1993) 1 Α.Α.Δ. 256 διακρίνεται από την παρούσα επειδή σε εκείνη την υπόθεση ο ενεχόμενος οδηγός οδηγούσε καθ’ υπέρβαση του επιτρεπόμενου ορίου ταχύτητας. Ένας οδηγός ο οποίος βρίσκεται κοντά σε στροφή δεν έχει καθήκο να ελαττώσει την ταχύτητά του κάτω από το επιτρεπόμενο όριο για να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει κινδύνους που θα εμφανισθούν μετά τη στροφή λόγω της αμέλειας άλλων οδηγών.

Όπως το έχει θέσει η υπόθεση Νικολαΐδης κ.ά. v. Κλεοβούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 422 και επανατονίστηκε στην Κυριάκου (πιο πάνω), στη σελ. 645:

“Το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών. Ο νουνεχής οδηγός εύλογα μπορεί να υποθέσει ότι όπως ο ίδιος έτσι και άλλοι οδηγοί θα εκπληρώσουν το καθήκον επιμέλειας έναντι του ιδίου και άλλων οδηγών.”

Περαιτέρω δεν είναι εύλογα προβλεπτό ότι ένας οδηγός θα βρεθεί αντιμέτωπος με την απόφραξη του δρόμου ευθύς μετά τη στροφή.  Βλ. Fardon v. Harcourt-Rivington [1932] All E.R. 81, 83 η οποία έχει υιοθετηθεί στην Panayiotou v. Mavrou (1970) 1 Α.Α.Δ. 215, 219:

“... if the possibility of the danger emerging is reasonably apparent, then to take no precautions is negligence; but if the possibility of danger emerging is only a mere possibility which would never occur to the mind of a reasonable man, then there is no negligence in not having taken extraordinary precautions.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“... εάν η δυνατότητα εμφάνισης κινδύνου είναι εύλογα προβλεπτή, η μη λήψη προληπτικών μέτρων αποτελεί αμέλεια.   Ωστόσο αν η δυνατότητα εμφάνισης κινδύνου είναι μόνο μια απλή δυνατότητα η οποία ποτέ δεν θα ερχόταν στο μυαλό ενός λογικού ανθρώπου, τότε δεν υπάρχει αμέλεια επειδή δεν λήφθηκαν εξαιρετικά μέτρα.”

Όπως υποδεικνύεται στην Panayiotou (πιο πάνω) ένας συνετός οδηγός πρέπει να λαμβάνει προληπτικά μέτρα εναντίον της πιθανής αμέλειας των άλλων όταν η πείρα καταδεικνύει ότι τέτοια αμέλεια αποτελεί συχνό φαινόμενο*. Η πείρα δεν καταδει[*1706]κνύει ότι οι οδηγοί αποκόπτουν την πορεία των άλλων οχημάτων κοντά σε στροφές. Ακολουθεί πως ο εφεσίβλητος δεν είχε καθήκον να ελαττώσει την ταχύτητά του κάτω από το επιτρεπόμενο όριο όπως ήταν η θέση του εφεσείοντα.

Για τους λόγους που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε η έφεση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο