Πανάρετου Θέκλα Hλία και Άλλες ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1997) 1 ΑΑΔ 1707

(1997) 1 ΑΑΔ 1707

[*1707]16 Δεκεμβρίου, 1997

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΘΕΚΛΑ ΗΛΙΑ ΠΑΝΑΡΕΤΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛEΣ,

Αιτήτριες,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Αποζημιούσας Αρχής.

(Υπομνήματα Aρ. 321 & 322).

 

Αναγκαστική απαλλοτρίωση — Ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως (Τροποποιητικός) Νόμος 1983 (Ν.25/83), Άρθρο 8 — Δεν εφαρμόζεται επί εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων — Υιοθέτηση της αρχής στην απόφαση Θεοσκέπαστη v. Δημοκρατίας.

Εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων — Καθυστέρηση στην πορεία της διαδικασίας — Το Δικαστήριο πρέπει να ασκεί τον οφειλόμενο έλεγχο, ώστε να αντιμετωπίζεται η μη συμμόρφωση προς τους θεσμούς, αλλά και να μην εκτρέπεται η διαδικασία από την κατεύθυνσή της.

Oι αιτήτριες καταχώρησαν τις Παραπομπές 90/78 και 101/78, που εξακολουθούν να εκκρεμούν 19 χρόνια μετά την καταχώρησή τους, για να υπολογισθεί η καταβλητέα αποζημίωση για την απαλλοτρίωση των κτημάτων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Aναγκαστικής Aπαλλοτριώσεως Nόμου, N. 15/62.

Η απαλλοτριούσα αρχή υπέβαλε προσφορά μέσα σε δεκατρείς μήνες από την έναρξη της ισχύος του Ν. 25/83, της αποζημίωσης που υπολόγισε η ίδια, αναφορικά με την απαλλοτρίωση της ακίνητης ιδιοκτησίας των αιτητριών.

Οι αιτήτριες ισχυρίστηκαν ότι δεν υπήρχε εν ισχύι διάταγμα αναγκαστικής απαλλοτρίωσης κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Τροποποιητικού Νόμου (Ν. 25/83), και συνεπώς αντικείμενο στη διαδικασία των Παραπομπών.  Επίσης ότι η προσφορά της απαλλοτριούσας αρχής ήταν άκυρη, αφού δεν υποβλήθηκε εντός 10 μηνών από την έναρξη της ισχύος του Ν. 25/83.

[*1708]Τα υπομνήματα τα οποία υποβλήθηκαν δυνάμει των Κανονισμών 34-39 των περί Ειδικού για τον Καθορισμό Αποζημιώσεων Δικαστηρίου Κανονισμών του 1956, αναφέρονται σε δύο νομικά σημεία τα οποία εξετάστηκαν ως προκαταρκτικά από το πρωτόδικο Δικαστήριο και τα οποία θέτουν τα εξής ερωτήματα:

1. Αν η παράβαση του Άρθρου 8 του Ν. 25/83, έχει σαν αποτέλεσμα την αυτοδίκαιη άρση της διαδικασίας απαλλοτρίωσης και

2. Aν η προσφορά που έγινε μετά την πάροδο των δέκα μηνών, είναι έγκυρη και δεσμευτική για τις αιτήτριες.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρώντας πως εγείρεται θέμα δικαιοδοσίας για ακύρωση της διαδικασίας απαλλοτρίωσης, αποφάσισε ότι δεν είχε τέτοια δικαιοδοσία και αποφάσισε ότι η δική του δικαιοδοσία περιοριζόταν στον καθορισμό της αποζημίωσης πάνω στη βάση πως η διαδικασία της απαλλοτρίωσης ήταν έγκυρη.  Επίσης ότι η καθυστέρηση της προσφοράς της αποζημίωσης δεν επηρέαζε την εγκυρότητά της.

Εκείνο το οποίο τέθηκε από το Εφετείο ως θέμα πρωταρχικής σημασίας και στις δύο πλευρές, ήταν κατά πόσο η μεταβατική διάταξη του Άρθρου 8 του Ν. 25/83, κάλυπτε και περιπτώσεις όπως η παρούσα, σε σχέση με τις οποίες, κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου, εκκρεμούσε παραπομπή στο Δικαστήριο προς καθορισμό του ύψους της καταβλητέας αποζημίωσης. Στην υπόθεση Θεοσκέπαστη v. Δημοκρατίας (απόφαση Ολομέλειας) που αφορούσε τη μεταβατική διάταξη του Άρθρου 5 του Ν. 84/88, που και εκείνη επέβαλλε στην απαλλοτριούσα αρχή υποχρέωση προσφοράς της αποζημίωσης που η ίδια υπολόγισε, αποφασίστηκε από το Εφετείο πως δεν εφαρμόζεται το άρθρο στις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου για τον καθορισμό της πληρωτέας αποζημίωσης.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Όπως προκύπτει από την υπόθεση Θεοσκέπαστη, το ζήτημα δεν ήταν αν η διαδικασία απαλλοτρίωσης εκκρεμούσε από την άποψη που εισηγήθηκε ο δικηγόρος των αιτητριών (δεν καταβλήθηκε αποζημίωση στις αιτήτριες, τα απαλλοτριωθέντα δεν περιήλθαν στην κυριότητα της απαλλοτριούσας αρχής, η απαλλοτρίωση εξακολουθεί να παραμένει ασυμπλήρωτη), αλλά αν εκκρεμούσε ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία υπολογισμού της αποζημίωσης.  Και είναι ακριβώς επειδή εκκρεμούσε τέτοια δικαστική διαδικασία κατά τον ουσιώδη χρόνο, που αποφασίστηκε στην [*1709]υπόθεση εκείνη, πως δεν κάλυπτε την περίπτωση η μεταβατική διάταξη.

2. Ο Ν. 25/83, δεν αναφέρεται σε διαδικασίες που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου και εν όψει των προνοιών του Νόμου, η απόφαση στην υπόθεση Θεοσκέπαστη, είναι καταλυτική και οδηγεί την παρούσα υπόθεση στο ίδιο αποτέλεσμα ότι δηλαδή το Άρθρο 8 του Ν. 25/83, δεν καλύπτει τις παραπομπές των αιτητριών.

3. Η εκδίκαση των υποθέσεων πρέπει να προωθηθεί χωρίς άλλη καθυστέρηση, για να υπολογιστεί η καταβλητέα αποζημίωση σύμφωνα με τις ουσιαστικές διατάξεις του Νόμου. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα λόγω της κρίσης του θέματος πάνω σε άλλη βάση από τη συζητηθείσα πρωτοδίκως και ενώπιον του Εφετείου.

Διαταγή για συνέχιση της εκδίκασης της ουσίας των υποθέσεων.

Per Curiam: Δεν είναι επιτρεπτή η διά Νόμου ακύρωση διαδικασιών απαλλοτρίωσης.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Μιχαήλ Θεοδοσίου Λτδ v. Δήμου Λεμεσού (1993) 3 Α.Α.Δ. 25

Michael Theodosiou Ltd. v. Municipality of Limassol & Another (1987) 3 C.L.R. 1750

Koupepa v. The Municipal Committee of the Municipal Corporation of Limassol  and Another (1968) 3 C.L.R. 496,

Θεοσκέπαστη v. Δημοκρατίας (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 534.

Yπόμνημα.

Yπoμνήματα από τις αιτήτριες δυνάμει των Kανονισμών 34-39 των περί Eιδικού για τον Kαθορισμό Aποζημιώσεων Δικαστηρίου Kανονισμών του 1956, με τα οποία ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει εν ισχύϊ διάταγμα αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και συνεπώς αντικείμενο στη διαδικασία των Παραπομπών.

Λ. Κυθραιώτης, για τις Αιτήτριες.

Α. Δημητριάδης και Λ. Χριστοδουλίδου, Δικηγόρος της Δη[*1710]μοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Έχουμε ενώπιόν μας δυο υπομνήματα δυνάμει των Κανονισμών 34 - 39 των περί Ειδικού για τον Καθορισμό Αποζημιώσεων Δικαστηρίου Κανονισμών του 1956.  Αφορούν στο ίδιο θέμα και τα ακούσαμε μαζί.

Προηγήθηκε απόφαση Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου στο πλαίσιο των Παραπομπών 90/78 και 101/78 που εξακολουθούν να εκκρεμούν 19 χρόνια μετά την καταχώρισή τους. Αναφέρεται ο Πρόεδρος, εξηγώντας την καθυστέρηση, που βέβαια δεν οφειλόταν στον ίδιο, σε κοινά αιτήματα των διαδίκων για αναβολή προς επίτευξη συμβιβασμού και σε παράλειψή τους να καταθέσουν τα δικόγραφα μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται.  Η πορεία της διαδικασίας δεν είναι ιδιωτική υπόθεση των διαδίκων. Και η τήρηση των θεσμών δεν είναι θέμα επιλογής. Η δήλωση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των αιτητριών ενώπιόν μας, σε σχέση με κάποιο από τους χειρισμούς τους, πως τις ενδιέφερε η καθυστέρηση γιατί η τελείωση της απαλλοτρίωσης θα σήμαινε την ανεπιθύμητη γι’ αυτές εγκατάλειψη της κατοχής των απαλλοτριωθέντων, προκαλεί πρόσθετη ανησυχία. Και τονίζει την ανάγκη να ασκεί το Δικαστήριο, στην ευθύνη του οποίου εμπίπτει η πορεία της διαδικασίας, τον οφειλόμενο έλεγχο. Ώστε να αντιμετωπίζεται η μή συμμόρφωση προς τους θεσμούς αλλά και να μήν εκτρέπεται η διαδικασία από την κατεύθυνσή της.

Οι ισχυρισμοί των αιτητριών μας παίρνουν πίσω στην εποχή της θέσπισης του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως (Τροποποιητικού) Νόμου του 1983 (Ν. 25/83). Ειδικά, στη μεταβατική διάταξη του άρθρου 8, σύμφωνα με την οποία η απαλλοτριούσα αρχή οφείλει εντός 10 μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου “να έλθη εις διαπραγματεύσεις δια την απόκτησιν της υπό αναγκαστικήν απαλλοτρίωσιν ιδιοκτησίας”. Με στόχο τη συμφωνία, εξ’ ου και η συνέχεια. Όπως προβλέπεται, “εάν δεν επέλθη συμφωνία εντός της προαναφερθείσης χρονικής περιόδου, η απαλλοτριούσα αρχή υποχρεούται εις άμεσον προσφοράν της υπ’ αυτής υπολογισθείσης αποζημιώσεως”.

Λέγουν οι αιτήτριες πως, κατ’ εφαρμογήν αυτών των διατάξεων, δεν υπάρχει εν ισχύι διάταγμα αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και, συνεπώς, αντικείμενο στη διαδικασία των Παραπο[*1711]μπών. Ούτε προσφορά της απαλλοτριούσας αρχής έγκυρη όπως, κατά την εισήγησή τους, απαιτεί ο Νόμος για να κτισθεί οτιδήποτε από εκεί και πέρα. Αυτά, επειδή η απαλλοτριούσα αρχή υπέβαλε προσφορά όχι σε δέκα αλλά σε δεκατρείς μήνες μετά την έναρξη της ισχύος του Ν. 25/83.

Διατυπώθηκαν δυο νομικά σημεία και το πρωτόδικο Δικαστήριο τα εξέτασε ως προκαταρκτικά. Έχουμε διαγράψει την ιδέα τους αλλά είναι ορθό να τα καταγράψουμε κιόλας. Αφού είναι σ΄αυτά που αναφέρονται τα υπομνήματα. Το ένα, θέτει το γενικότερο ερώτημα. Αν η “παράβαση του άρθρου 8 του Ν. 25/83 έχει σαν αποτέλεσμα την αυτοδίκαιη άρση της διαδικασίας απαλλοτρίωσης”. Το άλλο εμφανίζεται ως επιμέρους. Αναφέρεται στο κατά πόσο η προσφορά που έγινε μετά την πάροδο των δέκα μηνών “είναι έγκυρη και δεσμευτική για τις αιτήτριες.”

Μια παρατήρηση πριν προχωρήσουμε. Θεσπίστηκε στη συνέχεια ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως (Τροποποιητικός) Νόμος του 1988 (Ν. 84/88) και, κατά τις ρητές πλέον διατάξεις του, κάθε διαδικασία αναγκαστικής απαλλοτρίωσης που κάλυπτε, “θα ατονή και θα λογίζηται ως εγκαταλειφθείσα”, εκτός άν η απαλλοτριούσα αρχή προέβαινε σε προσφορά της αποζημίωσης που υπολόγισε, μέχρι την ημερομηνία που οριζόταν. Στην υπόθεση Μιχαήλ Θεοδοσίου Λτδ v. Δήμου Λεμεσού (1993) 3 Α.Α.Δ. 25, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε τη δια του Νόμου εξαφάνιση διαδικασιών απαλλοτρίωσης ως αντισυνταγματική.  Επέφερε, όπως κρίθηκε, την ακύρωση διαταγμάτων απαλλοτρίωσης που εκδόθηκαν στο πλαίσιο άσκησης εκτελεστικής εξουσίας, κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Θα ανέκυπτε, συνεπώς, ερώτημα αναφορικά με την πρακτική σημασία των ζητημάτων που εγέρθηκαν, αφού, ούτως ή άλλως, η επίπτωση της διά του νόμου ακύρωσης των διαταγμάτων απαλλοτρίωσης, που επικαλούνται οι αιτήτριες, έχει ήδη κριθεί αντισυνταγματική.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είδε δικαιοδοτικό πρόβλημα.  Θεώρησε πως “ουσιαστικά η πλευρά των αιτητριών ζητά από το Δικαστήριο τούτο να κηρύξει άκυρη τη διαδικασία απαλλοτρίωσης”. Και επειδή, όπως εξήγησε, η απαλλοτρίωση είναι διοικητική πράξη που εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου κατέληξε πως, σύμφωνα με το άρθρο 146.1 του Συντάγματος, το θέμα ανήκε στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η δική του δικαιοδοσία, όπως έκρινε, περιοριζόταν στον καθορισμό της αποζημίωσης πάνω στη βάση πως η διαδικασία της απαλλοτρίωσης είναι έγκυρη.  Αποφάσισε, όμως, και την ουσία [*1712]του θέματος.  Καθοδηγούμενο από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μichael Theodosiou Ltd v. Municipaliliy of Limassol and Another (1987) 3 C.L.R. 1750, έκρινε πως δεν είχε η καθυστέρηση της προσφοράς της αποζημίωσης το αποτέλεσμα που εισηγήθηκαν οι αιτήτριες.

Συγκατένευσε ενώπιόν μας και ο ευπαίδευτος συνήγορος της απαλλοτριούσας αρχής πως τα θέματα ενέπιπταν στη δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Κατανοούμε αυτή τη θέση. Δεν είχε παρεμβληθεί διοικητική δράση οποιασδήποτε μορφής ώστε να τίθεται ζήτημα ακύρωσής της από το Δικαστήριο. Ούτε ήταν υπό συζήτηση αυτή καθ’ εαυτή η διοικητική πράξη της έκδοσης του διατάγματος απαλλοτρίωσης. Αντικείμενο της συζήτησης ήταν οι επιπτώσεις από την εφαρμογή του νόμου κατ’ ευθείαν. Οι ισχυρισμοί απέληγαν πως εκ του Νόμου δεν υπήρχε υπόβαθρο για την ανάληψη δικαιοδοσίας προς καθορισμό αποζημιώσεων. (βλ. συναφώς Κalliopi K. Koupepa v. The Municipal Committee of The Municipal Corporation of Limassol and Another (1968) 3 C.L.R. 496). Δεν θα χρειαστεί όμως να επεκταθούμε.  Ούτε επ’ αυτού αλλά ούτε και επί της ουσίας, στην οποία οι δυο πλευρές επικέντρωσαν τα επιχειρήματά τους.

Διακρίναμε άλλο, πρωταρχικής σημασίας, ζήτημα και το θέσαμε στις δυο πλευρές. Ρωτήσαμε άν η μεταβατική διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 25/83 κάλυπτε και περιπτώσεις, όπως η παρούσα, σε σχέση με τις οποίες, κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου, εκκρεμούσε παραπομπή στο Δικαστήριο προς καθορισμό του ύψους της καταβλητέας αποζημίωσης.

Είχαμε επί του προκειμένου υπόψη την υπόθεση Θεοσκέπαστη v. Δημοκρατίας (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 534. Αφορούσε στη μεταβατική διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 84/88 που και εκείνη επέβαλλε στην απαλλοτριούσα αρχή υποχρέωση προσφοράς της αποζημίωσης που η ίδια υπολόγισε. Όπως είδαμε, με την επιπρόσθετη ρητή διάταξη πως σε περίπτωση παράλειψης υποβολής της μέχρι την ημερομηνία που ορίστηκε, η διαδικασία απαλλοτρίωσης “θα ατονή και θα λογίζηται ως εγκαταλειφθείσα”.

Το τριμελές εφετείο, ενόψει της σοβαρότητας του ζητήματος, διευρύνθηκε και η ακρόαση προχώρησε ενώπιον οκταμελούς σύνθεσης. Προβλήθηκε και τότε ισχυρισμός για αντισυνταγματικότητα του άρθρου αλλά δεν κρίθηκε αναγκαίο να εξεταστεί τέτοιο θέμα. Θεωρήθηκε ορθή η πρώτη εισήγηση πως δεν εφαρμόζεται το άρθρο “στις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου [*1713]για τον καθορισμό της πληρωτέας αποζημίωσης”. Όπως εξηγήθηκε, “αυτό συνάγεται από τις πρόνοιες του ίδιου του νόμου, στις οποίες πράγματι καμιά μνεία δεν γίνεται αναφορικά με υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου για τον καθορισμό της πληρωτέας αποζημίωσης μετά τη διαδικασία απαλλοτρίωσης”.

Συμφώνησαν οι δυο πλευρές πως όμοια κρίση στην παρούσα υπόθεση θα άφηνε τα νομικά ερωτήματα που προκύπτουν από τα υπομνήματα και το χειρισμό τους από το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς αντικείμενο. Και πως σε τέτοια περίπτωση δεν θα έπρεπε να απαντηθούν. Αυτή η θέση είναι ορθή. Αν το άρθρο 8 του Ν. 25/83 δεν καλύπτει τις παραπομπές αυτές, που ήδη εκκρεμούσαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την έναρξη της ισχύος του, ερωτήματα ως προς το νόημα και τις επιπτώσεις του δεν θα αφορούν σε ζήτημα εγειρόμενο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Αναγνώρισε και ο κ. Κυθραιώτης πως, από την άποψη που μας απασχολεί, το άρθρο 8 του Ν. 25/83 είναι όμοιο με το άρθρο 8 του Ν. 84/88.  Και δεν εισηγήθηκε διαφορετική κατάληξη με αναφορά σε οτιδήποτε το διαφοροποιητικό της μιας από την άλλη διάταξη. Συμφωνούμε. Ούτε στην περίπτωση του άρθρου 8 του Ν. 25/83 γίνεται μνεία αναφορικά με υποθέσεις που ήδη εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου.  Να δούμε λοιπόν την αιτιολόγηση της πρόσκλησης του κ. Κυθραιώτη να οδηγηθούμε σε αντίθετη κατάληξη. Αφού, όπως λέγει, ενόψει του άρθρου 23 του Συντάγματος, του Νόμου και της πάγιας νομολογίας μας, η απαλλοτρίωση δεν  τελειούται πριν την πράγματι καταβολή της αποζημίωσης, η άποψη, όπως τη χαρακτήρισε, της Ολομέλειας στην υπόθεση Θεοσκέπαστη v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) είναι εσφαλμένη και συγκρούεται με την προηγούμενη νομολογία. Δεν καταβλήθηκε αποζημίωση στις αιτήτριες, τα απαλλοτριωθέντα δεν περιήλθαν στην κυριότητα της απαλλοτριούσας αρχής, η απαλλοτρίωση εξακολουθεί να παραμένει ασυμπλήρωτη και η αντίθετη προσέγγιση της Ολομέλειας δεν πρέπει να ακολουθηθεί.

Διαπιστώνουμε παρανόηση της απόφασης της Ολομέλειας. Είναι ορθή η θέση του κ. Δημητριάδη πως ήταν πάνω σε εντελώς διαφορετική βάση που κρίθηκε πως η μεταβατική διάταξη ήταν ανεφάρμοστη στην περίπτωση. Το ζήτημα δεν ήταν αν η διαδικασία απαλλοτρίωσης εκκρεμούσε από την πιο πάνω άποψη αλλά  αν εκκρεμούσε ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία υπολογισμού της αποζημίωσης. Και, όπως είδαμε, είναι επειδή εκκρεμούσε ήδη τέτοια δικαστική διαδικασία κατά τον ουσιώδη χρόνο που αποφασίστηκε πως δεν κάλυπτε την περίπτωση η μεταβατική διάταξη. Κάθε άλλο [*1714]παρά προκύπτει από την απόφαση της Ολομέλειας πως η μή εφαρμογή της μεταβατικής διάταξης σημαίνει πως η απαλλοτρίωση έχει συμπληρωθεί, όπως εισηγήθηκε ο κ. Κυθραιώτης.

Η έναρξη διαδικασίας για καθορισμό από το Δικαστήριο της καταβλητέας αποζημίωσης σήμαινε ήδη, πριν τη θέσπιση του Ν. 25/83, πως δεν είχε επέλθει ή δεν προβλεπόταν πως θα επέλθει συμφωνία μεταξύ της απαλλοτριούσας αρχής και του ενδιαφερομένου προσώπου. (βλ. άρθρα 8 και 9 του Ν. 15/62 πριν την τροποποίησή τους). Αν η μεταβατική διάταξη του άρθρου 8 κάλυπτε και περιπτώσεις για τις οποίες εκκρεμούσε τέτοια διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, θα οδηγούμαστε σε υπερκερασμό της με αναβίωση του μηχανισμού για επίτευξη συμφωνίας που προβλέπει, σε περίπτωση αποτυχίας, την προσφυγή στο Δικαστήριο. Ενώ ήδη το θέμα βρισκόταν ενώπιον του Δικαστηρίου. Στο ίδιο αποτέλεσμα θα οδηγούσε και η ενδεχόμενη  υπό επιφύλαξη αποδοχή της προσφοράς που θα γινόταν αφού, σύμφωνα με το άρθρο 8(1)(β) του Ν. 25/83, σε τέτοια περίπτωση ο ιδιοκτήτης, μέσα σε 75 μέρες, αποτείνεται στο Δικαστήριο για τον καθορισμό του ποσού της αποζημίωσης. Πολύ περισσότερο αφού, σύμφωνα και πάλιν με το άρθρο 8(1)(β), αν δεν προσφύγει ο ιδιοκτήτης στο Δικαστήριο μέσα στην προθεσμία, “θα θεωρήται ότι επήλθε συμφωνία μεταξύ αυτού και της απαλλοτριούσης αρχής”. Δεν υπάρχει ούτε στο Ν. 25/83 μνεία ως προς διαδικασίες που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου και ενόψει των προνοιών του Νόμου καταλήγουμε πως πράγματι, όπως εισηγήθηκε ο κ. Δημητριάδης, η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Θεοσκέπαστη (ανωτέρω) είναι καταλυτική. Καταλήγουμε στο ίδιο αποτέλεσμα και βρίσκουμε πως το άρθρο 8 του Ν. 25/83 δεν καλύπτει τις παραπομπές των αιτητριών.

Αναμένεται πως θα προωθηθεί χωρίς άλλη καθυστέρηση η εκδίκαση των υποθέσεων για να υπολογιστεί η καταβλητέα αποζημίωση σύμφωνα με τις ουσιαστικές διατάξεις του Νόμου.  Το θέμα κρίθηκε πάνω σε βάση άλλη από τη συζητηθείσα πρωτοδίκως αλλά και ενώπιόν μας και δεν θα εκδώσουμε διαταγή για έξοδα.

Διαταγή ως ανωτέρω.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο