Mαραγκού Σταύρος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Διευθυντή Kοινωνικών Aσφαλίσεων (1997) 1 ΑΑΔ 1715

(1997) 1 ΑΑΔ 1715

[*1715]17 Δεκεμβρίου, 1997

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΑΡΑΓΚΟΥ,

Εφεσείων-Aιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Εφεσιβλήτων - Καθ’ ων η αίτηση.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9469).

 

Έφεση — Προδικασία — Απόρριψη έφεσης στο στάδιο της προδικασίας — Ο περί Εφέσεων Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996 — Εφαρμοστέες αρχές.

Πολιτική Δικονομία — Παράταση χρόνου προθεσμιών για λήψη δικαστικών μέτρων — Δ.57, θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας — Δεν τυγχάνει εφαρμογής σε προσφυγές κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Συνταγματικό Δίκαιο — Χρονικό πλαίσιο για άσκηση προσφυγής 75 ημέρες — Δεν είναι επιτρεπτή η παράτασή του — Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (περιστάσεις ανωτέρας βίας “force majeure”), η ροή του χρόνου των 75 ημερών μπορεί να ανακοπεί για όσο χρόνο αυτές διαρκούν.

Δικηγόροι — Αίτημα δικηγόρου για απόσυρση στο στάδιο της προδικασίας έφεσης — Έγινε αποδεκτό ενόψει της διαφωνίας του με τον εφεσείοντα ως προς τον χειρισμό της υπόθεσης και της μη καταβολής της αμοιβής του.

Η παρούσα έφεση απορρίφθηκε στο στάδιο της προδικασίας δυνάμει του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996.  Η έφεση εστρέφετο κατά [*1716]της απόρριψης από το πρωτόδικο Δικαστήριο της αίτησης του εφεσείοντα για την παράταση του χρόνου των 75 ημερών δυνάμει του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος για να καταστεί δυνατή η άσκηση προσφυγής. Απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμη, δυνάμει του πιο πάνω Διαδικαστικού Κανονισμού, αφού δεν παρεχόταν η δυνατότητα ικανοποίησης του αιτήματος του εφεσείοντα για παράταση του χρόνου για την άσκηση προσφυγής.

H έφεση απορρίφθηκε.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Moran v. Republic 1 R.S.C.C. 10,

Marcoullides v. The Greek Communal Chamber, 4 R.S.C.C. 7,

Potamitis v. Water Board of Limassol (1985) 3 C.L.R. 260.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα-αιτητή, με την οποία προσβάλλεται η απόρριψη της αιτήσεώς του για την παράταση του χρόνου των 75 ημερών για την καταχώρηση προσφυγής, όπως καθορίζει το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος.

Σ. Δράκος, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Κυριακίδου (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

Η απόφαση δόθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1997, ακολουθεί το πλήρες κείμενο της απόφασης με το αιτιολογικό.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε συνοπτικά αίτηση του εφεσείοντα, ημερομηνίας 14 Απριλίου 1995, για την παράταση του χρόνου των 75 ημερών που καθορίζει το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος για να καταστεί δυνατή η άσκηση προσφυγής εναντίον απόφασης του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων που λήφθηκε στις 16 Μαρτίου 1994 και κοινοποιήθηκε στον κ. Μαραγκό αμέσως μετά.

[*1717]Η απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου έχει ως εξής:

“Τα χρονικά πλαίσια καταχώρησης προσφυγής, δυνάμει του Άρθρου 146, ορίζονται από το Σύνταγμα και δεν μπορεί να καταχωρηθεί αίτηση μετά την εκπνοή της πιο πάνω προθεσμίας.

Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.”

Με την έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση και επιδιώκεται ο παραμερισμός της. Τόσο η αίτηση όσο και η έφεση υποβλήθηκαν εκ μέρους του αιτητή-εφεσείοντα, από το δικηγόρο κ. Δράκο. Η αίτηση του αιτητή, για παράταση του χρόνου, βασίζεται στους Κανονισμούς 17, 18, 19, του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, στη Δ.57, θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και στα Άρθρα 30 και 146 του Συντάγματος. Ο Κ.18 του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 καθιστά, τηρουμένων των αναλογιών, συμπληρωματικά εφαρμοστέες τις πρόνοιες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας.

Η μόνη από τις προαναφερθείσες διατάξεις η οποία κάνει πρόνοια για την παράταση χρόνου των προθεσμιών για τη λήψη δικαστικών μέτρων είναι η Δ.57 θ.2. Οι πρόνοιές της δεν τυγχάνουν εφαρμογής σε προσφυγές κάτω από το Άρθρο 146, εφόσον η εφαρμογή τους περιορίζεται σε προθεσμίες οι οποίες καθορίζονται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Ο χρόνος για την άσκηση προσφυγής καθορίζεται από το ίδιο το Σύνταγμα, στην παράγραφο 3 του Άρθρου 146, το οποίο κατοχυρώνει δικαίωμα προσφυγής κατά αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων οργάνου ή αρχής ή προσώπου που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία.

“Η προσφυγή ασκείται εντός εβδομήκοντα πέντε ημερών από της ημέρας της δημοσιεύσεως της αποφάσεως ή της πράξεως ή, εν περιπτώσει μή δημοσιεύσεως, ή εν περιπτώσει παραλείψεως, από της ημέρας καθ’ ην η πράξις ή παράλειψις περιήλθεν εις γνώσιν του προσφεύγοντος.”

Οι πρόνοιες του Άρθρου 146.3, όπως έχουν αυθεντικά ερμηνευθεί είναι επιτακτικές και τυγχάνουν εφαρμογής χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται η παράταση του χρόνου που καθορίζεται στο Άρθρο 146.3. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η ροή του χρόνου των 75 ημερών μπορεί να ανακοπεί, για όσο χρόνο αυτές διαρκούν· ο χρόνος συνεχίζει να τρέχει μόλις αυτές παρέλθουν.  Εξαιρετικές περιστάσεις είναι συ[*1718]νώνυμες με περιστάσεις ανωτέρας βίας «force majeure», οι οποίες καθιστούν την άσκηση προσφυγής για όσο χρόνο διαρκούν, αδύνατη. (Βλ. μεταξύ άλλων John Moran and The Republic (Attorney-General and Minister of Interior) 1 R.S.C.C. 10, 13. Joyce Marcoullides & The Greek Communal Chamber (Director of Greek Education) 4 R.S.C.C. 7, 10.  Potamitis v. Water Board of Limassol (1985) 3 C.L.R. 260, 270, 271.)

Στην προκείμενη περίπτωση, η απόφαση σε σχέση προς την οποία ο εφεσείων επιδιώκει την παράταση χρόνου για να την προσβάλει, λήφθηκε στις 16 Μαρτίου 1994, και περιήλθε σε γνώση του ευθύς μετά την έκδοσή της.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν παρέχεται η δυνατότητα παράτασης του χρόνου.  Η έφεση ορίστηκε για προδικασία βάσει των προνοιών του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, Παράρτημα Δεύτερο, 22.3.1996 αρ. 4.

Ο εφεσείων εκπροσωπήθηκε όπως και ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου από το δικηγόρο κ. Δράκο. Ο κ. Δράκος ζήτησε την άδεια του Δικαστηρίου να αποσυρθεί για δύο λόγους.

Πρώτο, διαφωνεί με τον εφεσείοντα ως προς το χειρισμό της υπόθεσης. Η διαφωνία του εντοπίζεται στη βιωσιμότητα της έφεσης. Ο ίδιος κρίνει ότι δεν παρέχεται δυνατότητα παράτασης της προθεσμίας των 75 ημερών και ως εκ τούτου η έφεση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.  Παράλληλα, πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι έχει υποβληθεί και δεύτερη αίτηση, (άλλη από εκείνη η οποία απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο), με την οποία επιδιώκεται όπως αναγνωριστεί ότι επιστολή του εφεσείοντα της 2ας Μαΐου 1994, προς τότε Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την οποία παραπονέθηκε για την απόφαση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων της 16ης Μαρτίου 1994, θεωρηθεί ως εκκρεμούσα προσφυγή.

Ο άλλος λόγος για τον οποίο ζητά να αποσυρθεί είναι διότι δεν έχει καταβληθεί η αμοιβή του. Ο εφεσείων ενίσταται στην παροχή άδειας στο δικηγόρο του να αποσυρθεί εκτός εάν το Δικαστήριο προβεί στο διορισμό άλλου δικηγόρου δεδομένου ότι ο ίδιος στερείται των μέσων για να διορίσει δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει. Το Δικαστήριο του γνωστοποίησε ότι θα εξετάσει [*1719]το βάσιμο του αιτήματός του για τη δυνατότητα παράτασης της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής.

Ο προαναφερθείς περί Εφέσεων Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996, ο οποίος εκδόθηκε βάσει των σχετικών προνοιών του Συντάγματος, των Άρθρων 35 και 163 του Συντάγματος, και του Άρθρου 17 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) (Τροποποιητικού) Νόμου 1964-1991, παρέχει, μεταξύ άλλων, εξουσία στο Δικαστήριο να απορρίψει, στο στάδιο της προδικασίας έφεση η οποία θεωρείται «προδήλως αβάσιμη».  Πρόκειται, για εξαιρετικό μέτρο το οποίο μπορεί να υιοθετηθεί μόνο εφόσον καταφαίνεται ότι η έφεση στερείται ολοσχερώς ερείσματος. Το αβάσιμο της έφεσης πρέπει να είναι πασίδηλο.  Στην προκείμενη περίπτωση δεν παρέχεται η δυνατότητα παράτασης του χρόνου για την άσκηση προσφυγής.

Λαμβάνοντας υπόψη τους λόγους για τους οποίους ζητείται άδεια από το δικηγόρο του εφεσείοντα να αποσυρθεί, παρέχεται σ’ αυτόν άδεια όπως αποσυρθεί.

Παράλληλα, κρίνουμε την έφεση καταφανώς αβάσιμη, και για το λόγο αυτό απορριπτέα.  Η κατάληξη αυτή δεν προδικάζει οποιαδήποτε άλλη διαδικασία η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με το αίτημα το οποίο είχε υποβληθεί σε σχέση με την επιστολή του της 2ας Μαΐου, 1994.

Η έφεση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη.

H έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο