Aγγελίδης Άγγελος ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Eταιρείας Παλλουριώτισσας (1997) 1 ΑΑΔ 1771

(1997) 1 ΑΑΔ 1771

[*1771]23 Δεκεμβρίου, 1997

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΆΓΓΕΛΟΣ ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

ΠΑΛΛΟΥΡΙΩΤΙΣΣΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 8522).

 

Δίκαιο των Συμβάσεων — Σύμβαση υποθήκης — Aντιπαροχή — Παρανομία— Παραχώρηση δανείων από Συνεργατική εταιρεία, προς άτομα που επαρουσιάζοντο ως μέλη της, με την έκδοση προς αυτά εικονικών γραμματίων τα οποία επλαστογραφούσε πελάτης της — Σύνδεση των γραμματίων με υποθήκες, οι οποίες εμφανίζονταν ότι έγιναν για την εξασφάλιση των εν λόγω δανείων, ενώ στην πραγματικότητα απέβλεπαν στην εξασφάλιση ποσού που προέκυψε από άλλες συναλλαγές, με αποτέλεσμα την απαλλαγή από την καταβολή δικαιωμάτων προς το δημόσιο — H πρωτόδικη απόφαση ότι οι υποθήκες ήταν έγκυρες, ανατράπηκε κατ’ έφεση.

Δίκαιο των Συμβάσεων — Παρανομία — Η αυτοτέλεια σύμβασης (υποθήκης) δεν την προστατεύει από τις συνέπειες της παρανομίας μιας άλλης με την οποία είναι λειτουργικά συνδεδεμένη.

Υποθήκες — Ακύρωση — Πότε επιτυγχάνεται με υποβολή αίτησης και πότε στο πλαίσιο αγωγής.

Ο εφεσείων και η σύζυγος κάποιου Ανδρέα Θεοδωρίδη, ήταν μέτοχοι στην εταιρεία Τ. & Α. Angelides & Theodorides Motors Ltd, η οποία ασχολείτο με την εμπορία αυτοκινήτων. Ο εφεσείων ήταν επίσης μαζί με τον Α. Θεοδωρίδη διευθυντής της εν λόγω εταιρείας.  Ο εφεσείων ο οποίος απουσίαζε για μακρά διαστήματα στο εξωτερικό κατέστησε τον Α. Θεοδωρίδη γενικό πληρεξούσιό του ώστε να δύναται να υποθηκεύσει ακίνητη περιουσία για την εγγύηση χρηματοδότησης πελατών της εταιρείας προς τους οποίους πωλούνταν [*1772]αυτοκίνητα. Έτσι ήταν που δηλώθηκαν οι επίδικες υποθήκες.  Για αυτή τη χρηματοδότηση η εταιρεία συνεργαζόταν με την εφεσίβλητη Συνεργατική, διατηρώντας τρεχούμενο λογαριασμό στο όνομα του Α. Θεοδωρίδη.  Η εφεσίβλητη χρέωσε το λογαριασμό με ποσά τα οποία σταδιακά ανήλθαν σε ΛΚ70.000.  Κι’ αυτό στη βάση τραπεζικών επιταγών χωρίς αντίκρυσμα τις οποίες εξέδιδε ο Α. Θεοδωρίδης και κατέθετε στο λογαριασμό.

Όταν η εφεσίβλητη τελικά ζήτησε κατοχύρωση για την αποπληρωμή του χρέους, με την υποθήκευση κτημάτων προς όφελός της, κατάρτισε εικονικά γραμμάτια για δάνεια από αυτή προς άτομα εμφανιζόμενα ως μέλη, ώστε τα ποσά τα οποία αναφέρονταν στα γραμμάτια να θεωρηθούν ότι λογιστικά εξοφλούσαν την υφιστάμενη οφειλή του ποσού των ΛΚ70.000.  Με το τέχνασμα αυτό η εφεσίβλητη εφαίνετο ότι εσυμμορφώνετο με το Άρθρο 37 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου του 1985, δυνάμει του οποίου είχε τη δυνατότητα να χορηγεί δάνεια. Λόγω του μεγάλου ύψους της οφειλής καταρτίστηκαν δύο γραμμάτια: ένα για ΛΚ40.000 και άλλο για ΛΚ30.000. Αυτό έγινε προφανώς για να εμφανίζεται η εφεσίβλητη εντάξει με τα θέσμιά της. Επιπλέον, επειδή οι εσωτερικοί κανονισμοί της εφεσίβλητης περιόριζαν το ύψος του δανείου στο κάθε άτομο σε ΛΚ5.000, χρειάζονταν για πραγμάτωση του σκοπού δεκατέσσερα άτομα που να εμφανίζονταν ως οφειλέτες: οκτώ στο ένα γραμμάτιο και έξι στο άλλο.

Οι επίδικες υποθήκες αφορούσαν κτήματα αναφορικά με τα οποία ο εφεσείων είχε το ½ μερίδιο και προορίζονταν να εξασφαλίσουν την πληρωμή των πιο πάνω ποσών αντίστοιχα προς όφελος της εφεσίβλητης.

Ο εφεσείων προσέβαλε με αγωγή την εγκυρότητα των επίδικων υποθηκών του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα ευρήματα ότι τα γραμμάτια που καταρτίστηκαν δεν ήταν μόνο εικονικά αλλά ήταν και πλαστά και ότι η πλαστογράφηση έγινε εν αγνοία της εφεσίβλητης η οποία δεν επέδειξε ωστόσο την αναμενόμενη από τραπεζικό οργανισμό επιμέλεια και προσοχή. Οι επίδικες υποθήκες καταρτίστηκαν στη συνέχεια στη βάση αυτών των πλαστογραφημένων γραμματίων.  Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι έστω και αν τα γραμμάτια ήταν πλαστά, δοθέντος ότι οι συμβάσεις υποθήκευσης είναι πρωτογενείς υποχρεώσεις και τα χρήματα του δανείου δόθηκαν από την εφεσίβλητη στους οφειλέτες, εδημιουργείτο αντιπαροχή. Επίσης ότι το ζήτημα δεν μπορούσε να προωθηθεί με αγωγή αλλά μόνο με αίτηση βάσει του Άρθρου 36 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύ[*1773]σεως Ακινήτων Νόμου του 1965 (Ν. 9/1965), όπως τροποποιήθηκε.  Ως αποτέλεσμα απέρριψε την αγωγή.

Οι εφεσείοντες, με την παρούσα έφεση, αμφισβήτησαν τη νομική ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Σημαντικό στοιχείο στην παρούσα υπόθεση, είναι η ρητή αναφορά στη Σύμβαση και Δήλωση Υποθήκης ότι αυτή διέπεται από τους όρους του συνημμένου γραμματίου. Είναι επίσης σημαντικό ότι τις υποθήκες συνόδευαν πιστοποιητικά, τα οποία εξέδωσε η εφεσίβλητη, σύμφωνα με τα οποία οι φερόμενοι στα γραμμάτια ως χρεώστες της, ήταν μέλη της. Αυτό σήμαινε την διά νόμου εξαίρεση των υποθηκών από την πληρωμή δικαιωμάτων.  Η έλλειψη σχέσης των φερομένων ως μελών της εφεσίβλητης με τα γραμμάτια επί των οποίων τοποθετήθηκαν οι υποθήκες, εγείρει αφ’ εαυτής ζήτημα ως προς την υπόσταση των υποθηκών. Η εφεσίβλητη έφερε ίση ευθύνη εφόσον γνώριζε πως στην πραγματικότητα οι υποθήκες απέβλεπαν στην εξασφάλιση ποσού που προέκυψε από άλλες συναλλαγές.

2.  Η πρωτόδικη επισήμανση ότι η σύμβαση υποθήκης δημιουργεί πρωτογενή υποχρέωση με αυτοτέλεια, είναι ορθή αλλά η εξαγωγή συμπεράσματος ότι υπήρχε για τις υποθήκες αντιπαροχή ανεξάρτητα από τα γραμμάτια, παραγνώριζε τους πιο κάτω δύο παράγοντες:

α) ότι, στην παρούσα περίπτωση η σύμβαση υποθήκης δεν ήταν ανεξάρτητη από τα γραμμάτια.  Αυτά ρητώς ενσωματώθηκαν στη σύμβαση υποθήκης και αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της. Η ανυπαρξία οφειλής στη βάση των πλαστογραφημένων γραμματίων σήμαινε κατ’ ανάγκη και την έλλειψη αντικειμένου για τις υποθήκες εφόσον οριζόταν σε αυτές ότι για τα γραμμάτια ήταν που έγιναν και όχι για κάποιο άλλο χρέος.

β) Η αυτοτέλεια μιας σύμβασης δεν την προστατεύει από τις συνέπειες της παρανομίας μιας άλλης με την οποία είναι λειτουργικά συνδεδεμένη. Στην προκείμενη περίπτωση το τέχνασμα των γραμματίων, ακόμα και αν δεν ήταν πλαστογραφημένα, μόλυνε τις συμβάσεις υποθήκης, επειδή με αυτό το τέχνασμα καταδολιευόταν το δημόσιο. Ο εφεσείων δεν είχε οποιαδήποτε συμμετοχή στην παρανομία ώστε να μη δικαιούνται στην παροχή της αιτούμενης θεραπείας.

[*1774]3.    Το Άρθρο 36 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965 (N. 9/1965), στο οποίο για ακύρωση υποθήκης, προβλέπεται η υποβολή αίτησης, δεν καλύπτει την παρούσα περίπτωση όπου η υποθήκη ήταν εξ υπαρχής άκυρη και όπου ήταν αναγκαία η διερεύνηση θεμάτων που δεν μπορούσε παρά να γίνει στο πλαίσιο αγωγής.

Η έφεση έγινε δεκτή. Εκδόθηκε δήλωση ότι οι επίδικες υποθήκες ήταν άκυρες. Επιδικάστηκαν έξοδα υπέρ του εφεσείοντα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Spector v. Ageda [1971] 3 All E.R. 417,

Ιωάννου κ.ά. v. Μουσκάλλη κ.ά. (1997) 1 A.A.Δ. 1595.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Nικολαΐδης, Π.E.Δ. και X”Xαμπής, E.Δ.), που δόθηκε στις 13/6/91 (Aρ. Aγωγής 1667/89), με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του για την προσβολή της εγκυρότητας των υποθηκών με αρ. Y 1167/88 και Y 1168/88 του Eπαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακος.

Π. Παύλου, για τον Εφεσείοντα.

Σ. Μαμαντόπουλος και Π. Αγγελίδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων προσέβαλε με αγωγή την εγκυρότητα των υποθηκών με αρ. Υ1167/88 και Υ1168/88 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας. Οι υποθήκες αφορούσαν κτήματα στα οποία ο εφεσείων είχε το ένα δεύτερο μερίδιο και προορίζονταν να εξασφαλίσουν την πληρωμή ποσών £40.000 και £30.000 αντίστοιχα προς όφελος της εφεσίβλητης Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Παλλουριώτισσας. Το δικαστήριο έκρινε ότι οι υποθήκες ήταν έγκυρες. Και πρόσθεσε [*1775]πως εν πάση περιπτώσει το ζήτημα δεν μπορούσε να προωθηθεί με αγωγή αλλά μόνο με αίτηση βάσει του άρθρου 36 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965, (Ν. 9/1965), όπως τροποποιήθηκε.  Ως αποτέλεσμα απέρριψε την αγωγή. Με την έφεση αμφισβητείται η νομική ορθότητα της πρωτόδικης αντίκρυσης και των δύο εν λόγω ζητημάτων.

Τα βασικά γεγονότα που συνέθεταν το κοινό βάθρο της έλευσης και κατάρτισης των υποθηκών δεν τέθηκαν υπό αμφισβήτηση. Τα συνοψίζουμε. Η εταιρεία T. & A. Angelides & Theodorides Motors Ltd, η οποία κατέχει κεντρική θέση στην όλη υπόθεση, ασχολείτο με την εμπορία αυτοκινήτων. Μέτοχοι ήταν ο εφεσείων και η σύζυγος κάποιου Ανδρέα Θεοδωρίδη - που απεβίωσε πριν από τη δίκη - στενού φίλου και μυρωτικού κουμπάρου του εφεσείοντος, ενώ διευθυντές ήταν ο εφεσείων και ο Α. Θεοδωρίδης. Στην πραγματικότητα η επιχείρηση διεξαγόταν από το δεύτερο μαζί με τον πατέρα του εφεσείοντος. Διότι ο εφεσείων απουσίαζε επί μακρόν στο εξωτερικό. Προς διευκόλυνση της επιχείρησης, ο εφεσείων κατέστησε τον Α. Θεοδωρίδη γενικό πληρεξούσιό του, ώστε να δύναται να υποθηκεύει ακίνητη περιουσία για την εγγύηση χρηματοδότησης πελατών της εταιρείας προς τους οποίους πωλούνταν αυτοκίνητα. Και έτσι ήταν που δηλώθηκαν οι επίδικες υποθήκες. Για αυτή τη χρηματοδότηση, η εταιρεία συνεργαζόταν με την εφεσίβλητη Συνεργατική, διατηρώντας τρεχούμενο λογαριασμό, όχι όμως στο δικό της όνομα αλλά στο όνομα του Α. Θεοδωρίδη. Οι λεπτομέρειες της συνεργασίας δεν διερευνήθηκαν στη δίκη. Ό,τι κατέστη γνωστό ήταν πως η εφεσίβλητη χρέωσε τον λογαριασμό με ποσά τα οποία, σταδιακά, ανήλθαν σε £70.000. Κι αυτό, στη βάση τραπεζικών επιταγών χωρίς αντίκρυσμα τις οποίες εξέδιδε ο Α. Θεοδωρίδης και κατέθετε στο λογαριασμό.

Συνάγεται πάντως, παρά την έλλειψη συγκεκριμενοποίησης, ότι αυτές οι συναλλαγές δεν μπορούσαν να αντέξουν στο φως της ημέρας. Γι’ αυτό, όταν εν τέλει η εφεσίβλητη επεζήτησε κατοχύρωση για την αποπληρωμή του χρέους, με την προς όφελός της υποθήκευση κτημάτων, επινόησε τέχνασμα με το οποίο να εμφανίζεται αυτή η εξέλιξη ως συναρτημένη με νόμιμη διεξαγωγή των εργασιών της. Σύμφωνα με το άρθρο 37(1) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου του 1985 (Ν. 22/1985), όπως τροποποιήθηκε, η εφεσίβλητη ως “εγγεγραμμένη εταιρεία” εντός της έννοιας του Νόμου - βλ. άρθρο 2 - περιοριζόταν, σε ό,τι αφορά τη χορήγηση δανείων, από την εξής διάταξη:

“37. - (1) Εγγεγραμμένη εταιρεία δεν δύναται να χορηγήση [*1776]δάνειον εις πρόσωπον όπερ δεν είναι μέλος της:

..........................................................................................

(2) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1) εγγεγραμμένη εταιρεία δύναται να χορηγήση δάνειον εις καταθέτην της με ασφάλειαν τας καταθέσεις του.”

Ο Ανδρέας Θεοδωρίδης δεν ήταν μέλος. Αυτό σήμαινε ότι στην περίπτωσή του, εφαρμογή θα μπορούσε να είχε μόνο το εδάφιο (2) του άρθρου 37 το οποίο απαιτούσε, ως προϋπόθεση, την ασφάλεια με δικές του καταθέσεις. Οι οποίες όμως δεν υπήρχαν για το εν λόγω χρέος.

Το τέχνασμα λοιπόν που επινοήθηκε από την εφεσίβλητη  ήταν η κατάρτιση εικονικών γραμματίων για δάνεια από αυτή προς εμφανιζόμενα ως μέλη, ώστε τα ποσά στα οποία αναφέρονταν τα γραμμάτια να θεωρηθούν ακολούθως ότι λογιστικά εξοφλούσαν την υφιστάμενη οφειλή του ποσού των £70.000 παρόλον που, ας σημειωθεί, υπογράφτηκαν και εικονικές αποδείξεις για τη δήθεν είσπραξη των χρημάτων από τους φερόμενους ως υπογράψαντες τα γραμμάτια. Και μια λεπτομέρεια. Ένεκα του θεωρηθέντος ως μεγάλου ύψους της οφειλής, καταρτίστηκαν δύο γραμμάτια: ένα για £40.000 και άλλο για £30.000. Κι αυτό προφανώς για να εμφανίζεται η εφεσίβλητη εντάξει με τα θέσμιά της. Επιπλέον, επειδή οι εσωτερικοί κανονισμοί της εφεσίβλητης περιόριζαν το ύψος του δανείου στο κάθε άτομο σε μόνο £5.000, χρειάζονταν για πραγμάτωση του σκοπού δεκατέσσερα άτομα που να εμφανίζονταν ως οφειλέτες: οκτώ στο ένα γραμμάτιο και έξι στο άλλο.

Εν τέλει τα γραμμάτια που καταρτίστηκαν δεν ήταν μόνο εικονικά. Ήταν και πλαστά. Σύμφωνα με τα ευρήματα του δικαστηρίου, η εφεσίβλητη παρέδωσε στον Α. Θεοδωρίδη κενά έντυπα γραμματίων τα οποία εκείνος εν συνεχεία επέστρεψε συμπληρωμένα και υπογεγραμμένα μόνο που, ήταν με πλαστογραφημένες τις υπογραφές. Σύμφωνα με το εύρημα του δικαστηρίου η πλαστογράφηση έγινε εν αγνοία της εφεσίβλητης η οποία ωστόσο δεν επέδειξε την “αναμενόμενη από τραπεζικό οργανισμό επιμέλεια και προσοχή”. Οι επίδικες υποθήκες καταρτίστηκαν ακολούθως στη βάση αυτών των πλαστογραφημένων γραμματίων. Ρητά αναφέρεται στη “Σύμβαση και Δήλωση Υποθήκης” της αντίστοιχης περίπτωσης ότι αυτή “διέπεται υπό των όρων του συνημμένου γραμματίου ....”. Είναι επίσης σημαντικό ότι τις υποθήκες τις συνόδευαν πιστοποιητικά, τα οποία εξέδωσε η εφεσίβλητη, σύμφωνα με τα οποία  οι φερόμενοι στα γραμμάτια ως χρεώστες ήταν μέλη της. Που σήμαινε την διά [*1777]νόμου εξαίρεση των υποθηκών από την πληρωμή δικαιωμάτων. Ο συνήγορος του εφεσείοντος μας ανέφερε ότι και τα πιστοποιητικά μελών ήταν ψευδή. Παρόλον που αυτή η πτυχή απασχόλησε στη δίκη, εν τούτοις δεν διατυπώθηκε σχετικό εύρημα. Δεν μπορούμε λοιπόν να καταλογίσουμε στην εφεσίβλητη τη διάπραξη παρανομίας σε σχέση συγκεκριμένα με αυτή την πτυχή. Πάντως και να εκλάβει κανείς δεδομένη την ορθότητα των πιστοποιητικών, η έλλειψη σχέσης των φερομένων ως μελών της εφεσίβλητης Συνεργατικής με τα γραμμάτια επί των οποίων τοποθετήθηκαν οι υποθήκες, εγείρει αφεαυτής ζήτημα ως προς την υπόσταση των υποθηκών. Οι οποίες εμφανίζονταν να έγιναν για την εξασφάλιση δανείων προς μέλη.  Με αποτέλεσμα βέβαια την ως εκ τούτου απαλλαγή - έτσι λέγει ο νόμος - από την καταβολή δικαιωμάτων προς το δημόσιο.  Τουλάχιστο ως προς αυτό, η εφεσίβλητη έφερε ίση ευθύνη εφόσον γνώριζε - εκείνη ήταν που τροχιοδρόμησε αυτή την εξέλιξη - πως στην πραγματικότητα οι υποθήκες απέβλεπαν στην εξασφάλιση ποσού που προέκυψε από άλλες συναλλαγές.

Αυτό το τελευταίο αποτελεί το κλειδί της υπόθεσης.  Η πρωτόδικη κατάληξη περί εγκυρότητας των υποθηκών είχε ως αφετηρία τη θέση ότι η υποχρέωση του ενυπόθηκου χρεώστη πηγάζει πρωτογενώς και αυτοτελώς από τη “σύμβαση υποθήκευσης” η οποία περιέχεται στον Τύπο “Β” που προβλέπεται  στο άρθρο 21(2) του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965, (όπως τροποποιήθηκε).  Ο Τύπος “Β” έχει ως εξής:

“                                     Τύπος “Β”

ΣΥΜΒΑΣΙΣ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΙΣ ΥΠΟΘΗΚΗΣ

Ο υποφαινόμενος                             (α) εκ                 (α) συνάπτω σύμβασιν μετά του               (β) εκ                     (β) (εν τοις εφεξής αναφερομένου ως “ενυπόθηκος δανειστής”) όν και γνωρίζω προσωπικώς, όπως τη

                      (γ) καταβάλω αυτώ το ποσό των £         μίλς πλέον απλούν/σύνθετον (δ) τόκον επί £            μίλς  προς     

               επί τοις εκατόν από της                 19   ,    και εν περιπτώσει λήψεως νομίμων μέτρων προς ανάκτησιν του ως είρηται ποσού και τόκου, τα σχετικά έξοδα.

      Νοείται ότι                                                              (ε).

     Προς καλλιτέραν εξασφάλισιν της πληρωμής του ως είρηται ποσού, τόκου και των ως εκ της λήψεως οιουδήποτε νο[*1778]μίμου μέτρου ως άνω διενεργηθησομένων εξόδων δηλώ ότι υποθηκεύω εις τον ως άνω ενυπόθηκον δανειστήν το συμφέρον μου επί του εν τω συνημμένω Πίνακι περιγραφομένου ακινήτου, ούτινος είμαι ο εγγεγραμμένος κύριος, και αιτούμαι εγγραφήν της παρούσης υποθήκης επί του ειρημένου ακινήτου εν τοις βιβλίοις του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου υπέρ του ως άνω ενυποθήκου δανειστού.

       Εγένετο εν                               (στ) σήμερον          19

                                                                                   (ζ)

                                                   Ενυπόθηκος Οφειλέτης.”

Το δικαστήριο παρατήρησε ότι και αν ακόμα θα μπορούσε να λεχθεί ότι η σύμβαση υποθήκης δεν δημιουργούσε πάντοτε πρωτογενή υποχρέωση, δεν θα μπορούσε εν τούτοις ποτέ να είναι σύμβαση εγγύησης ώστε η εγκυρότητά της να εξαρτάται από την κύρια σύμβαση, αλλά σύμβαση κάλυψης με επιπτώσεις τις ίδιες όπως και η κύρια σύμβαση. Με αυτά ως βάση, συμπέρανε πως υπήρχε για τις υποθήκες νόμιμη αντιπαροχή εκ των προηγούμενων συναλλαγών. Το ακόλουθο απόσπασμα συνοψίζει το σκεπτικό του δικαστηρίου:

“Ακόμα και με δεδομένο ότι τα γραμμάτια είναι πλαστά, δοθέντος ότι οι συμβάσεις υποθήκευσης είναι πρωτογενείς υποχρεώσεις και τα χρήματα του δανείου, δηλαδή £40,000.- και £30,000.- αντίστοιχα δόθηκαν από τον δανειστή στους οφειλέτες, δημιουργείται αντιπαροχή.”

Κατά την άποψή μας, η πρωτόδικη επισήμανση ότι η σύμβαση υποθήκης δημιουργεί πρωτογενή υποχρέωση με αυτοτέλεια, είναι ορθή αλλά η εν συνεχεία εξαγωγή του συμπεράσματος ότι υπήρχε, για τις υποθήκες, αντιπαροχή ανεξάρτητα από τα γραμμάτια, παραγνώρισε δύο τινά.

Το πρώτο είναι ότι εν προκειμένω η σύμβαση υποθήκης δεν ήταν ανεξάρτητη από τα γραμμάτια. Αυτά ρητώς ενσωματώθηκαν στη σύμβαση υποθήκης και αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της. Το θεμέλιό της μάλιστα. Τα γραμμάτια δεν παρέμειναν ως απλές παράλληλες συμβατικές διευθετήσεις μέσα σε δικό τους στεγανό που να μην άγγιζε τις υποθήκες. Συνεπώς, η ανυπαρξία οφειλής στη βάση των πλαστογραφημένων γραμματίων σήμαινε κατ’ ανάγκη και την έλλειψη αντικειμένου για τις υποθήκες εφόσον οριζόταν σε αυτές ότι για τα γραμμάτια ήταν που έγιναν και όχι για κάποιο άλλο χρέος. Όπως ακριβώς πρότεινε ο συνήγορος του εφεσείοντος.

[*1779]Το δεύτερο είναι ότι η αυτοτέλεια μιας σύμβασης δεν την προστατεύει από τις συνέπειες της παρανομίας μιας άλλης με την οποία είναι λειτουργικά συνδεδεμένη: βλ. για παράδειγμα τη Spector v. Ageda [1971] 3 All E.R. 417. Στην προκείμενη περίπτωση το τέχνασμα των γραμματίων, ακόμα και πλαστογραφημένα να μην ήταν, μόλυνε τις συμβάσεις υποθήκης επειδή με αυτό το τέχνασμα καταδολιευόταν το δημόσιο. Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Ιωάννου κ.ά. v. Μουσκαλλή κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 9746 ημερ. 3 Δεκεμβρίου 1997, γίνεται υπόμνηση των επιπτώσεων της παρανομίας σε συμβάσεις.  Είναι όμως σημαντικό σε σχέση με αυτό το ζήτημα ότι καμιά ένδειξη δεν υπάρχει ότι ο εφεσείων είχε οποιαδήποτε συμμετοχή στην παρανομία ώστε να του αποστερηθεί θεραπεία.

Το άλλο ζήτημα, το δικονομικό, επιδέχεται σύντομης απάντησης. Το άρθρο 36 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, στο οποίο, για την ακύρωση υποθήκης, προβλέπεται η υποβολή αίτησης, αφορά μόνο περιπτώσεις - οι οποίες ρητά εκτίθενται - όπου η υποθήκη συστάθηκε νόμιμα αλλά δικαιολογείται η εξάλειψή της, είτε διότι ο σκοπός της εκπληρώθηκε είτε διότι κατέστη πλέον ανέφικτος. Δεν καλύπτει περίπτωση όπως εδώ όπου πρόκειται περί ακυρότητας εξ υπαρχής, η διάγνωση της οποίας απαιτούσε τη διερεύνηση θεμάτων που δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο στο πλαίσιο αγωγής.

Καταλήγουμε ότι η αξίωση του εφεσείοντος για δήλωση ότι οι υποθήκες είναι άκυρες θα έπρεπε να είχε γίνει δεκτή, ενώ η επί πλέον αξίωση για την έκδοση και σχετικών διαταγμάτων καθίσταται αχρείαστη. Τέλος, η αξίωση για αποζημιώσεις παρέμεινε εντελώς χωρίς στοιχειοθέτηση.

Η έφεση επιτρέπεται. Εκδίδεται δήλωση ότι οι υποθήκες με αρ. Υ1167/88 και Υ1168/88 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας είναι άκυρες. Επιδικάζονται, υπέρ του εφεσείοντος, έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και της έφεσης.

H έφεση επιτρέπεται. Eκδίδεται δήλωση ότι οι επίδικες υποθήκες είναι άκυρες. Eπιδικάζονται έξοδα υπέρ του εφεσείοντα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο