ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Πρωτοβάθμια Δικαιοδοσία
Αίτηση Αρ. 68/98
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και το άρθρο 3 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964
- και -
Αναφορικά με την αίτηση του Παναγιώτη Χαραλάμπους από τη Λεμεσό, για άδεια να καταχωρήσει αίτηση για έκδοση εντάλματος της φύσης CERTIORARI και MANDAMUS
- και -
Αναφορικά με την απόφαση ημερομηνίας 10.7.98 του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και του Έντιμου Δικαστή κ. Κώστα Δ. Καμένου στην Αίτηση Διαιτησίας με αριθμό 490/95 μεταξύ:-
Παναγιώτη Χαραλάμπους, από τη Λεμεσό
Αιτητή
και
Famagusta General Agency Ltd., από τη Λεμεσό
Καθ΄ων η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 31 Ιουλίου, 1998.ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για τον αιτητή: Φ. Τσαγγαρίδης.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την αίτηση αυτή ο αιτητής ζητά τα ακόλουθα:-
(α) Άδεια για να καταχωρηθεί αίτηση για έκδοση διατάγματος CERTIORARI, για παραπομπή και παρουσίαση στο Ανώτατο Δικαστήριο, και την ακύρωση της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και του έντιμου Δικαστή αυτού κ. Κώστα Δ. Καμένου, ημερομηνίας 10.7.1998 με την οποία έχει απορριφθεί αίτηση του αιτητή ημερομηνίας 29.6.1998, δυνάμει του Κανόνα 17 των Διαδικαστικών Κανονισμών (Παράρτημα Συνημμένο στους Περί Διαιτητικού Δικαστηρίου Κανονισμούς του 1968) και του άρθρου 12, παράγραφος 13(β)(ιι) του Περί Ετησίων Αδειών Μετ΄ Απολαβών Νόμου 8/67, διά να εφεσιβάλει διά υπομνήματος, απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου ημερομηνίας 12.6.1998, στην πιο πάνω αναφερόμενη Αίτηση Διαιτησίας με αριθμό 490/95.
(β) Έκδοση εντάλματος MANDAMUS με το οποίο να διατάσσεται ο έντιμος δικαστής του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών κ. Κώστας Δ. Καμένος, να συντάξει υπόμνημα προς το Ανώτατο Δικαστήριο για να εφεσιβάλει ο Αιτητής την πιο πάνω αναφερόμενη απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου ημερομηνίας 12.6.1998.
(γ) Όπως δοθούν οι δέουσες και συνεπακόλουθες οδηγίες.
(δ) Όπως κάθε διαδικασία ανασταλεί μέχρι να εκδικαστεί η παρούσα αίτηση ή μέχρι νεώτερης διαταγής του Δικαστηρίου.”.
Τα γεγονότα όπως παρουσιάζονται στην αίτηση και στην ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει είναι τα ακόλουθα:-
Την 12.6.98 το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών εξέδωσε απόφαση, μετά από ακροαματική διαδικασία, με την οποία απεφάνθη ότι η απόλυση του αιτητή δεν ήταν παράνομη, αλλά οφείλετο σε λόγους πλεονασμού.
Την 29.6.98 ο αιτητής καταχώρησε, σύμφωνα με τους σχετικούς Κανονισμούς, αίτηση για σύνταξη υπομνήματος προς το Ανώτατο Δικαστήριο με σκοπό να εφεσιβάλει την απόφαση του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 12.6.98.
Οι νομικοί λόγοι που πρόβαλε ο αιτητής στην αίτηση του για τη σύνταξη υπομνήματος έχουν ως εξής:-
“1. Εσφαλμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του αιτητή έγινε κάτω από συνθήκες πλεονασμού αφού εσφαλμένα ερμήνευσε και/ή δεν έλαβε καθόλου υπόψη τις πρόνοιες του Περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου 24/67 και ειδικότερα του μέρους IV και ειδικότερα:
α. Ενώ είχε μαρτυρία ενώπιον του ότι δεν στάληκε από τους εργοδότες (Καθ΄ων η αίτηση) κοινοποίηση στον υπουργό για τον πλεονασμό σύμφωνα με το άρθρο 21 του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου 24/67 δεν έλαβε καθόλου υπόψη την πρόνοια αυτή, ούτε τις συνέπειες στη μη συμμόρφωση των εργοδοτών με την πρόνοια αυτή.
β. Ενώ οι εργοδότες (Καθ΄ων η αίτηση) ισχυρίστηκαν περιορισμό του όγκου της εργασίας ή τις επιχειρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 18(γ)(VII) του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου 24/67 δεν έφεραν καμία μαρτυρία για να αποδείξουν τον ισχυρισμό τους σύμφωνα με το άρθρο 6(1) του Νόμου, αλλά παρουσίασαν μαρτυρία για ζημιές στην εταιρεία τους και το Δικαστήριο ερμηνεύοντας εσφαλμένα την σχετική διάταξη του Νόμου, δέχτηκε ότι αποδείκτηκε περιορισμός του όγκου εργασίας ενώ δεν είχε ενώπιον του κατάλληλη μαρτυρία και/ή καμιά μαρτυρία για περιορισμό του όγκου της εργασίας ή της επιχείρησης των Καθ΄ων η αίτηση.
γ. Το Δικαστήριο εσφαλμένα έλαβε υπόψη του και/ή στήριξε την απόφαση του σε εξωγενείς παράγοντες και/ή προϋποθέσεις από αυτές που προβλέπει ο σχετικός Νόμος, όπως, (1) αν ο αιτητής δεν θα είχε πρόβλημα εργασίας μετά την απόλυση του ή (2) αν οι εργοδότες του, του παραχώρησαν την χρήση ενός VAN ή (3) αν άρχισε άλλη εργασία σύντομα μετά την απόλυση ή (4) πόσα κερδίζει από τη νέα εργασία του, ενώ τέτοιες προϋποθέσεις δεν προβλέπει ο σχετικός νόμος και εσφαλμένα το Δικαστήριο ερμήνευσε αυτόν.
2. Εσφαλμένα το Δικαστήριο αφού έκρινε την απόλυση του αιτητή ότι έγινε κάτω από συνθήκες πλεονασμού δέχθηκε ότι η επιλογή του αιτητή για απόλυση ήταν η πλέον εύλογη και ενδεδειγμένη σε σχέση με τους άλλους εργοδοτούμενους και ειδικότερα:
α. παρέβλεψε και/ή δεν έλαβε υπόψη και/ή ερμήνευσε λανθασμένα τα πραγματικά γεγονότα τα οποία το Δικαστήριο δέχτηκε ως αληθινά δηλαδή ότι ο αιτητής ήταν ο αρχαιότερος υπάλληλος, ο υπεύθυνος του τμήματος και ο πιο υψηλόμισθος και με βάση τα δεδομένα αυτά, λανθασμένα έκρινε ότι η απόλυση του αιτητή ήταν δικαιολογημένη αντί της απόλυσης άλλου υπαλλήλου με μικρότερη υπηρεσία, χαμηλότερο μισθό χωρίς υπεύθυνη θέση.
β. ενώ δέχτηκε το Δικαστήριο στην απόφαση του ότι η απόλυση έγινε για λόγους οικονομίας επειδή ο αιτητής ήταν υψηλόμισθος και αντικαταστάθηκε στα καθήκοντα του από άλλο υπάλληλο του τμήματος, ερμήνευσε λανθασμένα και/ή δεν έλαβε καθόλου υπόψη τις αρχές της σχετικής νομολογίας και του νόμου και έκρινε ότι η απόλυση του αιτητή ήταν η πιο εύλογη και δικαιολογημένη.”.
Με απόφαση του ο Προεδρεύων του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών απέρριψε την πιο πάνω αίτηση του αιτητή με το αιτιολογικό ότι “ούτε αμιγή νομικά σημεία δεν αποκαλύπτονται ούτε οι προτεινόμενοι λόγοι συνθέτουν υπόθεση υποκείμενη σε έφεση.”.
Ο συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε ότι οι λόγοι 1(α)(β)(γ) είναι νομικά σημεία ή νομικά ερωτήματα, παραπέμποντας με στις σχετικές πρόνοιες του Νόμου (Νόμος 24/67) και τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Για τους λόγους 2(α)(β) ο συνήγορος με παρέπεμψε γενικά στο Νόμο και τη νομολογία.
Η σύνταξη υπομνήματος διέπεται από τον Κανονισμό 17(1) των περί Διαιτητικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1968 σύμφωνα με τον οποίο ο ενδιαφερόμενος διάδικος πρέπει “να υποβάλει έγγραφον αίτησιν του Πρωτοκολλητή εκθέτων άμα και τα νομικά σημεία εφ΄ ων στηρίζει την έφεσή του.”. Η σύνταξη του υπομνήματος περιορίζεται σε νομικά σημεία τα οποία είναι απαραίτητα για την επίλυση της υπόθεσης. Το τί αποτελεί νομικό σημείο έχει επεξηγηθεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Κυριακίδης (1992) 1 ΑΑΔ 26 τονίζεται ότι:-
“Δεν υπάρχει πλήρης και εξαντλητικός ορισμός της φράσης “νομικό σημείο” ή “νομικό ερώτημα”. Συμπεριλαμβάνει όμως εφαρμογή του νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα. ζήτημα ερμηνείας και οριοθέτησης του σκοπού του νόμου. λανθασμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας ή άσκηση διακριτικής εξουσίας με βάση λανθασμένες νομικές αρχές. δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία. συμπεράσματα που είναι αντίθετα ή δε συνάδουν με την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία. άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί. Δεν περιλαμβάνει ευρήματα πρωτογενών γεγονότων, τα οποία δεν μπορούν να προσβληθούν με έφεση με υπόμνημα. (Βλ. Bracegirdle v. Oxley [1947] K.B. 349. Edwards v. Bairstow [1955] 3 All E.R. 48. Instrumatic, Ltd. v. Supabrase, Ltd. [1969] 2 All E.R. 131,132. Harris Simon & Co. Ltd. v. Manchester City Council [1975] 1 All E.R. 412. Anisminic, Ltd. v. The Foreign Compensation Commission and Another [1969] 1 All E.R. 208. Barty-King and Another v. Minsitry of Defence [1979] 2 All E.R. 80. de Smith’s Judicial Review of Administrative Action, 4η Έκδοση, σελ. 136-138. Stylianides v. Paschalides (1985) 1 C.L.R. 49. A.C.T. Textiles v. Zodhiatis (1986) 1 C.L.R. 89. In re Elbee Ltd. (1987) 1 C.L.R. 20. In re Elbee Ltd. (1987) 1 C.L.R. 364. και Louis Tourist Agency Ltd., Αίτηση Αρ. 127/88, (Απόφαση δόθηκε στις 28 Φεβρουαρίου, 1990, δε δημοσιεύτηκε ακόμα)).”.
Στην πιο πάνω απόφαση τονίζεται επίσης ότι δεν είναι επιτρεπτό το πρωτόδικο Δικαστήριο να αποφασίζει το αντικείμενο της έφεσης και να εμποδίζει τον διάδικο να παρουσιάσει την υπόθεσή του ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ούτε είναι επιτρεπτό να μην παραπέμψει τα νομικά σημεία που εκθέτει ο αιτητής στην αίτησή του.
Τα νομικά σημεία πρέπει να σχετίζονται με την επίλυση των επιδίκων θεμάτων. Επίδικο θέμα ήταν, όπως το περιγράφει το Δικαστήριο, εάν ο τερματισμός απασχόλησης του αιτητή έγινε για λόγους πλεονασμού σύμφωνα με το άρθρο 18(γ)(vii) του Νόμου 24/67, που αναφέρεται σε “περιορισμούς του όγκου εργασίας ή της επιχειρήσεως.”.
Μετά την παράθεση της ενώπιον του μαρτυρίας το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε τα ευρήματα του στα γεγονότα και κατέληξε στο συμπέρασμα πως η απόλυση του αιτητή οφείλετο σε πλεονασμό με βάση το άρθρο 18(γ)(vii) του Νόμου.
Είναι νομολογημένο ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στο παρόν στάδιο στην ουσία της αίτησης. Είναι ικανοποιητικό για την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari και Mandamus να φαίνεται στην αίτηση και στην ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για συζήτηση ώστε να δοθεί άδεια (Βλέπε: Attorney-General of the Republic v. Panayiotis Christou (1962) CLR 129, Ιn re Kakos (1985) 1 CLR 250, Costas Papadopoulos (Ex parte) (1986) 1 CLR 496).
Κρίνω εκ πρώτης όψεως ότι οι λόγοι 1(α)(β)(γ) αποκαλύπτουν νομικά προβλήματα. Ο λόγος (α) είναι αμιγές νομικό ερώτημα, δηλαδή ποιές οι επιπτώσεις από τη συμμόρφωση του εργοδότη στις πρόνοιες του άρθρου 21 του Νόμου. Οι λόγοι (β) και (γ) αναφέρονται στα συμπεράσματα - όχι ευρήματα - από τη μαρτυρία σε αναφορά με τα επίδικα θέματα (Βλέπε:- Κυριακίδης (πιο πάνω)).
Οι υπόλοιποι λόγοι, 2(α)(β) είναι διατυπωμένοι με τρόπο γενικό και αόριστο, δεν σχετίζονται με συγκεκριμένο επίδικο θέμα και δεν αποκαλύπτουν ορατό νομικό πρόβλημα. (Βλέπε: Φάνης Ελευθερίου, Αίτηση αρ. 58/96, ημερ. 7.5.96 και
Atlas Corpo Cyprus Ltd., Aίτηση αρ. 52/98, ημερ. 22.7.98).Προϋπόθεση για τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας είναι η αποκάλυψη “εκ πρώτης όψεως” ή “συζητήσιμης” υπόθεσης. Η πιο πάνω διαπίστωση μου σε σχέση με τους λόγους 1(α)(β)(γ) ικανοποιεί τη σχετική προϋπόθεση.
Παραχωρείται η αιτούμενη άδεια σε σχέση μόνο με τους λόγους 1(α)(β)(γ). Η αίτηση για την έκδοση ενταλμάτων Certiorari και Mandamus μπορεί να καταχωρηθεί εντός 30 ημερών από σήμερα. Να επιδοθεί στον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, όπως και στους καθ΄ων η αίτηση στην υπόθεση από την οποία προήλθε αυτή η διαδικασία. Ορίζεται για τις 18.9.98. Περαιτέρω οδηγίες θα δοθούν κατ΄ εκείνη την ημερομηνία.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/Επσ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο