Subotic Vidisava ν. Δήμου Στυλιανίδη (1998) 1 ΑΑΔ 22

(1998) 1 ΑΑΔ 22

[*22]21 Ιανουαρίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

VIDISAVA SUBOTIC,

Εφεσείουσα-Εναγόμενη,

v.

ΔΗΜΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9821)

 

Πολιτική Δικονομία — Συνοπτική απόφαση — Πρέπει να δίδεται μόνο όπου είναι αναμφίβολο ότι ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή — Η ύπαρξη καλόπιστης ανταπαίτησης δικαιολογεί την παροχή άδειας για καταχώρηση υπεράσπισης.

Πολιτική Δικονομία — Συνοπτική απόφαση — Βάρος αποδείξεως για “καλή τη πίστει” υπεράσπιση — Διακριτική ευχέρεια πρωτόδικου Δικαστηρίου — Πότε επεμβαίνει το Εφετείο.

Δυνάμει γραπτής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων ο εφεσίβλητος-ενάγων πώλησε στην εφεσείουσα-εναγόμενη ένα διαμέρισμα για το ποσό των Λ.Κ.33.100-. Η συμφωνία αυτή, αναφέρετο ρητά σε άλλο συμβόλαιο μεταξύ του εφεσιβλήτου και τρίτου προσώπου και σε πληρεξούσιο έγγραφο τρίτου προσώπου, το οποίο υπέγραψε τη συμφωνία και αναλάμβανε ρητά στους όρους της, την υποχρέωση, ως πληρωτής, να εξοφλήσει το τίμημα ή μέρος του τιμήματος. Το συμβόλαιο και το πληρεξούσιο έγγραφο δεν ετέθησαν από τον εφεσίβλητο ενώπιον του Δικαστηρίου, παρά το γεγονός ότι αυτά επισυνάπτοντο στη γραπτή συμφωνία μεταξύ των διαδίκων.

Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αίτηση για συνοπτική απόφαση.  Στην ένορκη δήλωσή του, επιβεβαιώνει τα γεγονότα που αναφέρονται στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα και επίσης ότι η εφεσείουσα δεν επλήρωσε οποιοδήποτε ποσό μετά την καταχώρηση της αγωγής. Επίσης ισχυρίζεται ότι η εφεσείουσα δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή.

Η εφεσείουσα υπέβαλε ένσταση.  Στην έκθεση υπεράσπισής της, [*23]που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένσταση, προβάλλονται διάφοροι ισχυρισμοί και γεγονότα που εγείρουν σοβαρά ζητήματα προς εξέταση και αποτελούν εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε συνοπτική απόφαση με την οποία διατάσσετο η έξωση της εφεσείουσας από το επίδικο διαμέρισμα και/ή η παράδοσή του από την εφεσείουσα στον εφεσίβλητο.

Με την έφεση αμφισβητείται: α) η εξουσία του Δικαστηρίου με βάση τη Δ.18, θ.1, να εκδώσει συνοπτική απόφαση είτε για γενικές αποζημιώσεις είτε, σε ό,τι αφορά την παρούσα έφεση, διηνεκές διάταγμα και β) η εκτίμηση του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν αποκάλυψε υπεράσπιση ή επαρκή γεγονότα για θεμελίωση του δικαιώματός της να υπερασπιστεί.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Συνοπτική απόφαση πρέπει να δίδεται μόνο όπου είναι αναμφίβολο ότι ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή. Όπου όμως δίδει στην ένορκη δήλωσή του αρκετές λεπτομέρειες που δείχνουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης ή εγείρει θέμα, σε απάντηση της απαίτησης, που θα πρέπει να εκδικάζεται, τότε πρέπει να του δίνεται το δικαίωμα να καταχωρήσει υπεράσπιση.

2.  Ο πρωτόδικος Δικαστής απέτυχε να ερμηνεύσει ορθά τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας που περιέχονται τόσο στην ένορκη δήλωσή της όσο και στο κείμενο της Έκθεσης Υπεράσπισής της και στις λεπτομέρειες που καθιστούσαν πρόδηλο ποια ήταν αυτή η υπεράσπιση. Επίσης η απόρριψη της ανταπαίτησης χωρίς να προηγηθεί ανάλυση των γεγονότων που τη συνθέτουν και της νομικής της πλευράς, είναι εσφαλμένη.

3.  Είναι καθιερωμένο ότι όπου εγείρεται “καλή τη πίστει” ανταπαίτηση που προκύπτει από τα ίδια γεγονότα της αγωγής και συνδέεται άμεσα με τους λόγους υπεράσπισης, πρέπει να δίδεται τέτοια άδεια, ακόμα και αν ο εναγόμενος παραδέχεται μέρος ή ολόκληρη την απαίτηση.

4.  Με τα γεγονότα και τις λεπτομέρειες που εξέθεσε η εφεσείουσα, εγείρει συζητήσιμη υπόθεση και “καλή τη πίστει” υπεράσπιση.  Στην υπόθεση, εγείρονται πολύπλοκα νομικά και πραγματικά ζητήματα τα οποία δεν μπορούν να αποφασιστούν χωρίς να παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου η ολότητα της μαρτυρίας. Τα [*24]έγγραφα στα οποία αναφέρεται η επίδικη συμφωνία είναι σημαντικά και έπρεπε να είχαν παρουσιαστεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

     Το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς εξάσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ του εφεσιβλήτου-ενάγοντα. Η απόφαση ακυρώνεται και παραχωρείται άδεια στην εφεσείουσα-εναγομένη να καταχωρήσει την υπεράσπισή της εντός 15 ημερών από σήμερα.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Kyprianides v. Ioannou (1966) 1 C.L.R. 265,

Hermes Insurance Co. Ltd. v. Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333,

Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. v. Χατζηνέστωρος (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 204,

CY.E.M.S. Co. Ltd. v.  Central Co-Operative Industries Co. Ltd. (1982) 1 C.L.R. 897,

Τrans Middle East Trading (T.M.E.T.) Ltd. v. Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239,

Morgan & Son Ltd. v. S. Martin Johnson & Co. [1949] 1 K.B. 107,

Zoedone Co. v. Barrett [1882] 26 S.J. 657.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη εναντίον της συνοπτικής απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Kορφιώτης, Α.E.Δ.) που δόθηκε στις 16 Οκτωβρίου, 1996 (Aρ. Aγωγής 2726/95) με την οποία διατάχθηκε η έξωσή της από το επίδικο διαμέρισμα, καθώς και η παράδοσή του στον ενάγοντα.

Χρ. Πουργουρίδης, για την Eφεσείουσα.

Στ. Παύλου, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.

[*25]ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η έφεση αυτή καταχωρήθηκε κατά συνοπτικής απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της εφεσείουσας-εναγομένης με την οποία διατάσσετο η έξωσή της από το επίδικο διαμέρισμα και/ή η παράδοσή του από την εφεσείουσα στον εφεσίβλητο.

Με την έφεση αμφισβητείται, πρώτον η εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με βάση την Δ.18, θ.1, να εκδώσει συνοπτική απόφαση είτε για γενικές αποζημιώσεις, είτε σε ό,τι αφορά στην παρούσα έφεση, διηνεκές διάταγμα και δεύτερο η εκτίμησή του ότι δεν αποκάλυψε η εφεσείουσα υπεράσπιση ή γεγονότα επαρκή για τη θεμελίωση του δικαιώματός της να υπερασπιστεί.

Η απαίτηση του εφεσίβλητου-ενάγοντα, όπως διαγράφεται στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο της αγωγής και υποστηρίζεται από ένορκη δήλωσή του, συνίσταται σε διάταγμα έξωσης της εφεσείουσας από το επίδικο διαμέρισμα και σε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για παράβαση γραπτής σύμβασης.

Η γραπτή συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, που επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση του εφεσιβλήτου που συνοδεύει την αίτησή του για συνοπτική απόφαση, αναφέρεται σε πώληση στην εφεσίβλητη ενός διαμερίσματος για το ποσό των £33.100,=. Η συμφωνία αυτή, ρητά αναφέρεται σε άλλο συμβόλαιο μεταξύ του εφεσιβλήτου και τρίτου προσώπου ημερομηνίας 1.6.93 και σε πληρεξούσιο έγγραφο τρίτου προσώπου, το οποίο μάλιστα υπογράφει τη συμφωνία και αναλαμβάνει ρητά στους όρους της την υποχρέωση ως πληρωτής να εξοφλήσει το τίμημα ή μέρος του τιμήματος. Τα δύο έγγραφα αυτά, δηλαδή το προηγούμενο συμβόλαιο και το πληρεξούσιο έγγραφο δεν ετέθησαν από τον εφεσίβλητο ενώπιον του Δικαστηρίου, παρά το γεγονός ότι αυτά επισυνάπτοντο στη γραπτή συμφωνία μεταξύ των διαδίκων.

Στην ένορκη δήλωση του ο εφεσίβλητος επιβεβαιεί τα γεγονότα που αναφέρονται στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα και επίσης ότι η εφεσείουσα δεν επλήρωσε οποιοδήποτε ποσό μετά την καταχώρηση της αγωγής. Επίσης ισχυρίζεται ότι η εφεσείουσα δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή και η καταχώριση σημειώματος εμφάνισης έγινε μόνο για σκοπούς καθυστέρησης της διαδικασίας.

Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την γραπτή ένσταση της εφεσείουσας υιοθετείται και επιβεβαιώνεται η Έκθεση Υπεράσπισης που καταχωρήθηκε στο φάκελο της υπόθεσης και επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Α. Στις παραγράφους 5 και 6 της ένορκης [*26]δήλωσης αναφέρονται τα εξής:-

“5.   Αρνούμαι ότι η καταχώρηση εμφάνισης από την Εναγομένη έγινε μόνο για σκοπούς καθυστέρησης της διαδικασίας και ότι δήθεν η Εναγομένη δεν έχει υπεράσπιση καθότι όπως φαίνεται στο ΤΕΚΜ. Α το περιεχόμενο του οποίου υιοθετώ και επαναλαμβάνω για σκοπούς της παρούσης, αποτελεί την θέση της καθ’ ης η αίτηση ότι η ίδια ουδέποτε παρέβηκε τους όρους της επίδικης συμφωνίας και ότι εν πάση περιπτώσει ο Ενάγων αιτητής δε δικαιούται σε οιανδήποτε θεραπεία εναντίον της.

6.  Περαιτέρω έντιμα και ειλικρινά πιστεύω ότι στο ΤΕΚΜ. Α εγείρονται πολύπλοκα νομικά ζητήματα κοινοδικαίου και επιείκιας τα οποία δεν μπορούν να αποφασιστούν χωρίς να παρουσιαστεί ενώπιον του Σεβαστού Δικαστηρίου η ολότητα της υπάρχουσας μαρτυρίας τόσο γραπτής όσο και προφορικής.”.

Στην Έκθεση Υπεράσπισης που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένσταση προβάλλονται διάφοροι ισχυρισμοί και γεγονότα που εγείρουν σοβαρά ζητήματα προς εξέταση και αποτελούν εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι ο Zeljko Marincovic ήταν μέρος στη γραπτή συμφωνία την οποία και, υιοθετώντας την, την υπέγραψε ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της Ljubica D. Marincovic που ήταν η πρώτη αγοράστρια του διαμερίσματος, δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 1.6.93.

Περαιτέρω αναφέρεται στην Έκθεση Υπεράσπισης ότι με βάση τη συμφωνία ο εν λόγω Ζ. Marincovic ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει ολόκληρο το ποσό της επίδικης συμφωνίας ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος όχι της εφεσείουσας, αλλά της Ljubica D. Marincovic. Περαιτέρω δε ότι ο εφεσίβλητος είχε την υποχρέωση να μεταβιβάσει το επίδικο διαμέρισμα στην εφεσείουσα, πράγμα που αρνήθηκε να πράξει. Επίσης είναι ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι ουδέποτε παρέβηκε την επίδικη γραπτή συμφωνία γιατί υποχρέωση καταβολής του υπολοίπου του τιμήματος την είχε ο Z. Marincovic και όχι η ίδια.

Σ’ αυτό το σημείο θα θέλαμε να παρατηρήσουμε ότι η παραπομπή με την ένορκο δήλωση σε κείμενα άλλα, ως η Έκθεση Υπεράσπισης, δεν είναι η ενδεδειγμένη.  Ρητά προβλέπεται από τους Κανονισμούς στην ένορκη δήλωση να περιλαμβάνονται [*27]όλα τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται ο ενιστάμενος και αποδεικνύουν καλή και συζητήσιμη υπεράσπιση. Το ζήτημα όμως αυτό δεν ηγέρθη και επομένως δε θα μας απασχολήσει άλλο.

Από την παράθεση των πιο πάνω γεγονότων προκύπτουν τα βασικά ερωτήματα που προβάλλονται στο δεύτερο λόγο έφεσης.  Πρώτο ότι στην αίτηση και την ένορκη δήλωση για συνοπτική απόφαση επισυνάπτεται μόνο η επίδικη γραπτή συμφωνία. Δεν επισυνάπτονται δύο άλλα έγγραφα τα οποία συνόδευαν την επίδικη συμφωνία, δηλαδή το πωλητήριο έγγραφο μεταξύ του εφεσιβλήτου και κάποιας D. Marincovic και το πληρεξούσιο έγγραφο του Z. Marincovic. Και δεύτερο εάν το εύρημα του Δικαστηρίου ότι δεν απεκαλύφθησαν γεγονότα επαρκή και ικανοποιητικά που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα έχει καλή υπεράσπιση είναι ορθό.

Εξετάζοντας το δεύτερο ζήτημα παρατηρούμε ότι οι αρχές που διέπουν τούτο έχουν αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης σε πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλέπε: Κύπρος Κυπριανίδης v. Συμεών Ιωάννου (1966) 1 Α.Α.Δ. 265, Hermes Insurance Co. Ltd. v. Ιούλιος Θεοδωρίδης (1983) 1 Α.Α.Δ. 333, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. v. Χ”Νέστωρος (1989) 1 Α.Α.Δ. 204).

Βασική αρχή που προκύπτει από τις αυθεντίες είναι ότι συνοπτική απόφαση πρέπει να δίδεται μόνο όπου είναι αναμφίβολο ότι ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή. Όπου όμως δίδει στην ένορκη δήλωση του αρκετές λεπτομέρειες που να δείχνουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης ή να εγείρει θέμα σε απάντηση της απαίτησης που θα πρέπει να εκδικάζεται, ή όπου ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι έχει καλή και ουσιαστική υπεράσπιση ή αποκαλύπτει τέτοια γεγονότα που μπορούν να κριθούν ως αρκετά για να του δώσουν το δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπισή του, τότε πρέπει να δίδεται τέτοιο δικαίωμα (Βλέπε: CY.E.M.S. Co. Ltd. v. The Central Co-Operative Industries Co. Ltd. (1982) 1 A.A.Δ. 897, Τrans Middle East Trading (T.M.E.T.) Ltd. v. Abdul Aziz Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239).

Στην Trans Middle East (πιο πάνω) συμπερασματικά αναφέρονται τα εξής:-

“Έτσι είναι μόνο σε καθαρές περιπτώσεις που μπορεί το Δικαστήριο να στερήσει διάδικο από του να προβάλει την υπε[*28]ράσπισή του ενώπιον του Δικαστηρίου, γιατί σε διαφορετική περίπτωση τέτοια ενέργεια θα αποτελούσε άρνηση δικαιοσύνης προς τον επηρεαζόμενο διάδικο.”.

Έχουμε εξετάσει με προσοχή το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της εφεσίβλητης καθώς και το περιεχόμενο της Έκθεσης Υπεράσπισης στην οποία παραπέμπει η πρώτη. Διαφωνούμε με το εύρημα και την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστή ότι η εφεσείουσα δεν αποκάλυψε γεγονότα επαρκή που να θεωρούνται ικανοποιητικά ότι έχει καλή υπεράσπιση. Ενώ ο πρωτόδικος Δικαστής έστρεψε ορθά την προσοχή του στις αρχές που έχουν καθιερωθεί από τη νομολογία, απέτυχε να ερμηνεύσει ορθά τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας που περιέχονται τόσο στην ένορκη δήλωσή της όσο και στο κείμενο της Έκθεσης Υπεράσπισής της και τις λεπτομέρειες που καθιστούσαν πρόδηλο ποιά ήταν αυτή η Υπεράσπιση.

Σχετικά δε με την Ανταπαίτηση της εφεσείουσας ο πρωτόδικος Δικαστής την απέρριψε δεχόμενος την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσιβλήτου ότι στην ουσία δεν υπάρχει. Ο πρωτόδικος Δικαστής δεν αναλύει καθόλου τα γεγονότα που συνθέτουν την Ανταπαίτηση, ούτε και τη νομική πλευρά της για να καταλήξει στην απόρριψή της.

Είναι καθιερωμένο ότι όπου εγείρεται καλή τη πίστει ανταπαίτηση που προκύπτει από τα ίδια γεγονότα της αγωγής και συνδέεται άμεσα με τους λόγους υπεράσπισης πρέπει να δίδεται τέτοια άδεια, ακόμα και αν ο εναγόμενος παραδέχεται μέρος ή ολόκληρη την απαίτηση (Βλέπε: Morgan & Son Ltd. v. S. Martin Johnson & Co. [1949] 1 K.B. 107). Η ανταπαίτηση είναι αγωγή (cross action) αλλά για τους σκοπούς της Δ.18 πρέπει να θεωρείται ως Υπεράσπιση (Βλέπε: Zoedone Co. v. Barrett [1882] 26 S.J. 657).

Στην παρούσα υπόθεση η ανταπαίτηση συνδέεται άμεσα με τους λόγους που προβάλλονται στην υπεράσπιση της εφεσείουσας και προκύπτει από τα ίδια γεγονότα και θέματα της αγωγής.

Το βάρος εναποτίθεται στον εναγόμενο να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι “καλή τη πίστει” έχει καλή υπεράσπιση υπό την έννοια ότι έχει συζητήσιμη υπόθεση που πρέπει να εκδικαστεί από το αρμόδιο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο επιλαμβανόμενο του θέματος αυτού πρέπει να ασκήσει διακριτική εξουσία.

[*29]Είναι καθιερωμένο νομολογιακά ότι όταν ο Δικαστής έχει εξασκήσει την εξουσία του σύμφωνα με τη Δ.18, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου εμφιλοχώρησε κάποιο λάθος αρχής ή παρανόησης των γεγονότων ή δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα σε οποιαδήποτε πτυχή των γεγονότων.

Στην παρούσα υπόθεση και στις παραγράφους 2 και 4 της Έκθεσης Υπεράσπισης που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει τη γραπτή ένσταση της εφεσείουσας προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο Zeljko Marincovic ήταν ένα από τα μέρη της γραπτής συμφωνίας την οποία και υπέγραψε, ανέλαβε δε να καταβάλει ολόκληρο το τίμημα της πώλησης προς τον εφεσίβλητο ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της Ljubica Marincovic και όχι της εφεσείουσας, όπως είναι ο ισχυρισμός της Έκθεσης Απαίτησης. Περαιτέρω υπάρχει ισχυρισμός εκ μέρους της εφεσείουσας ότι κατέχει το επίδικο διαμέρισμα δυνάμει τόσο της επίδικης συμφωνίας, όσο και δυνάμει της συμφωνίας με την εν λόγω Ljubica Marincovic η οποία και εισέπραξε ολόκληρο το τίμημα και η συμφωνία αυτή ήταν εν γνώσει του εφεσίβλητου. Περαιτέρω είναι ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι ουδέποτε παρέβηκε οποιονδήποτε όρο της επίδικης συμφωνίας εφ’ όσον ο εν λόγω Jeljko Marincovic είχε την υποχρέωση προς τον εφεσίβλητο, ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της Ljubica Marincovic, να εξοφλήσει ολόκληρο το τίμημα.

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί, λεπτομέρειες και γεγονότα που προβάλλονται ως υπεράσπιση από την εφεσείουσα δεν αντικρύστηκαν δεόντως από τον πρωτόδικο Δικαστή ούτε ακόμα και σε συνάρτηση με την επίδικη συμφωνία και την ερμηνεία της, ως ζητήματα για τα οποία απαιτείτο δικαστική απόφαση μέσα στο πλαίσιο δίκης.

Έχουμε καταλήξει ότι με τα γεγονότα και τις λεπτομέρειες που εξέθεσε η εφεσείουσα εγείρει συζητήσιμη υπόθεση και “καλή τη πίστει” υπεράσπιση. Τα πολύπλοκα νομικά και πραγματικά ζητήματα τα οποία εγείρονται δεν μπορούν να αποφασιστούν χωρίς να παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου η ολότητα της μαρτυρίας, τόσο γραπτής όσο και προφορικής. Τονίζουμε, εκ νέου, ότι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν παρουσιάσθηκαν σημαντικά έγγραφα στα οποία αναφέρεται η επίδικη συμφωνία.

Έχοντας καταλήξει στην απόφασή μας για το δεύτερο λόγο έφεσης, θεωρούμε περιττό να ασχοληθούμε λεπτομερώς στους [*30]υπόλοιπους.

Για τους λόγους που έχουμε εκθέσει πιο πάνω, βρίσκουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς εξάσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ του εφεσίβλητου-ενάγοντα και ακυρώνουμε την απόφαση, δίδοντας άδεια στην εφεσείουσα-εναγόμενη να καταχωρήσει την υπεράσπιση της στην αγωγή εντός 15 ημερών από σήμερα.

Η έφεση γίνεται δεκτή με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και της έφεσης.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο