Γιάλλουρου Kυριακού Aντωνίου κ.ά. ν. Eλλάδας A. Mιχαηλίδη κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 31

(1998) 1 ΑΑΔ 31

[*31]21 Ιανουαρίου, 1998

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΓΙΑΛΛΟΥΡΟΥ,

2. ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Εφεσείουσες-Ενάγουσες,

v.

1. ΕΛΛΑΔΑΣ Α. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,

2. ΜΕΛΠΟΜΕΝΗΣ Η. ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πoλιτική Έφεση Αρ. 9642)

 

Ακίνητη Ιδιοκτησία — Ισχυρισμός για λάθος του Κτηματολογίου — Αν ο ισχυρισμός αφορά λάθος κτηματολογικής φύσεως, όπως λάθος στα χωρομετρικά σχέδια, μόνο με τη διαδικασία δυνάμει των Άρθρων 61 και 80 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου, Κεφ. 224 μπορεί να αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου — Αν όμως το λάθος δεν είναι απλής κτηματολογικής φύσης, όπως σε περίπτωση ύπαρξης ισχυρισμών για εχθρική κατοχή ή δόλο, τότε το θέμα μπορεί να εξεταστεί με αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Απόδειξη — Εξ ακοής μαρτυρία — Καταγραφή δηλώσεων αποβιωσάντων προσώπων — Ποιες προϋποθέσεις πρέπει να ικανοποιεί για να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο ως εξαίρεση του κανόνα περί μη αποδοχής της εξ ακοής μαρτυρίας.

Ευρήματα Δικαστηρίου — Αξιολόγηση μαρτυρίας — Παράλειψη αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο ουσιώδους στοιχείου της μαρτυρίας — Οδηγεί σε επανεκδίκαση της υπόθεσης.

Απόδειξη — Εξ ακοής μαρτυρία — Ακίνητη Ιδιοκτησία — Πιστοποιητικά Χωριτικών Αρχών — Δεν είναι αποδεκτά από το Δικαστήριο επειδή περιέχουν εξ ακοής πληροφορίες — Το περιεχόμενό τους πρέπει να αποδεικνύεται με αποδεκτή μαρτυρία — Η αναφορά στους πληροφοριοδότες είναι απαραίτητη, για να καθίσταται δυνατή η κλήση τους ενώπιον του Δικαστηρίου — Η διατύπωση των εν [*32]λόγω πιστοποιητικών πρέπει να συνάδει με τις πρόνοιες του Άρθρου 82(3) του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου, Κεφ. 224.

Το επίδικο τεμάχιο, υπ’ αρ. 898, βρίσκεται στο χωριό Φοινί και μαζί με το τεμάχιο 897/3 αποτελούν το τεμάχιο 1134. Το τεμάχιο 1134 ήταν καταχωρημένο στο όνομα του Νικόλα Χ”Λοΐζου. Το τεμ. 898 διανεμήθηκε πριν από τριάντα χρόνια στα τρία παιδιά του εν λόγω Νικόλα Χ”Λοΐζου ήτοι το Λοΐζο, την Ευρυδίκη και την Χρυσταλλού, ανά ένα τρίτο.

Ο Λοΐζος δώρησε το μερίδιό του από το τεμ. 898 στην κόρη του Ουρανία, μητέρα των εναγομένων.  Η Ευρυδίκη δώρησε το μερίδιο της στην ενάγουσα 1 και η Χρυσταλλού στην ενάγουσα 2.

Οι ενάγουσες κατέχουν και νέμονται το μερίδιό τους, που είναι αμπέλι, από το 1960.

Η Ουρανία Λοΐζου, με αίτησή της ημερ. 16.8.84 που συνοδεύετο με πιστοποιητικό της Χωριτικής Αρχής Φοινιού ημερ. 16.8.84, πέτυχε την εγγραφή ολοκλήρου του τεμαχίου 898 στο όνομά της, με το πιστοποιητικό εγγραφής 6148. Στη συνέχεια το μεταβίβασε στις εναγόμενες, που είναι θυγατέρες της.

Οι ενάγουσες καταχώρησαν αγωγή για: α) ακύρωση της εγγραφής επ’ ονόματι των εναγομένων, β) δήλωση του Δικαστηρίου ότι είναι συνιδιοκτήτριες κατά το 1/3 μέρος για την κάθε μια από αυτές και/ή ότι δικαιούντο να εγγραφούν ως συνιδιοκτήτριες και γ) διάταγμα του Δικαστηρίου που να ακυρώνει τη συγχώνευση των τεμαχίων 898 και 897/3 σε ένα τεμάχιο ήτοι, το τεμάχιο 1134, καθώς και να κάμει τις αναγκαίες διορθώσεις στα βιβλία του Κτηματολογίου έτσι ώστε το τεμάχιο 898 να εγγραφεί ανά ένα τρίτο μερίδιο και στο όνομά τους.

Οι εναγόμενες ισχυρίστηκαν ότι το επίδικο κτήμα το δώρησε ο Νικόλας Χ”Λοΐζου προ πενήντα ετών στο γιο του Λοΐζο. Ο τελευταίος το δώρησε στη μητέρα των εναγομένων Ουρανία Λοΐζου, η οποία κατείχε έκτοτε αδιαφιλονίκητη κατοχή του. Στις 16.8.84 η Ουρανία Λοΐζου υπέβαλε αίτηση προς την αρμόδια αρχή, η οποία, μετά από επιτόπια έρευνα και με σχετικό πιστοποιητικό της Χωριτικής Αρχής Φοινιού (Τεκμ. Α), διαπίστωσε τα ανωτέρω και το ενέγραψε επ’ ονόματί της, εκδίδοντας το πιστοποιητικό εγγραφής με αριθμό 6148.

[*33]Σύμφωνα με τη μαρτυρία η έρευνα έγινε από υπάλληλο του Κτηματολογίου στην παρουσία του αγροφύλακα, ως αντιπροσώπου της Χωριτικής Αρχής και της Ουρανίας Λοΐζου.  Το πιστοποιητικό της Χωριτικής Αρχής Τεκ. Α, το οποίο η Ουρανία Λοΐζου επισύναψε στην αίτησή της ημερ. 16.8.84, ανέφερε ότι αυτή έχει στην αδιαφιλονίκητη κατοχή της από 40ετίας και άνω τα τεμ. 897/3 και 898 υπό σύνορα δρόμου. Σαν αποτέλεσμα της πιο πάνω έρευνας διαπιστώθηκε ότι το τεκ. Α ήταν λανθασμένο. Διορθώθηκε με τη γνώση και συγκατάθεση της Χωριτικής Αρχής η οποία εξέδωσε νέο πιστοποιητικό (Τεκ. Β). Το Τεκ. Β ανέφερε ότι τα πιο πάνω τεμάχια δε συνόρευαν με δημόσιο δρόμο και επίσης ότι λανθασμένα καταχωρήθηκαν στο όνομα των κληρονόμων του Νικόλα Χ”Λοΐζου, ενώ έπρεπε να είχαν καταχωρηθεί στο όνομα της Ουρανίας Λοΐζου που το κατέχει από το 1945 δυνάμει δωρεάς από τον πατέρα της.

Ο Κοινοτάρχης έδωσε μαρτυρία σύμφωνα με την οποία το Τεκ. Α γράφτηκε από τον αγροφύλακα και υιοθετήθηκε από τον ίδιο, ο οποίος ουδέποτε επισκέφθηκε επί τόπου τα αναφερόμενα τεμάχια γης. Ούτε ήταν παρών στην επιτόπια εξέταση. Στην εν λόγω εξέταση ήταν παρών μόνο ο αγροφύλακας, ο οποίος είχε ήδη αποβιώσει. Δέχθηκε ότι υπέγραψε το Τεκ. Β, το οποίο σύνταξε υπάλληλος του Κτηματολογίου με σκοπό να εκδοθεί τίτλος επ’ ονόματι της Ουρανίας Λοΐζου, χωρίς να ρωτήσει οποιονδήποτε κληρονόμο πριν θέσει την υπογραφή του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αγωγή, αποφάνθηκε ότι η επίδικη διαφορά έπρεπε να παραπεμφθεί στο Κτηματολόγιο κάτω από τη διαδικασία του Άρθρου 61 του Κεφ. 224 και όχι να προωθηθεί με αγωγή. Επίσης ότι, παρόλον ότι τα Τεκ. Α και Β δε συνάδουν με τις πρόνοιες του Άρθρου 82(3) του Κεφ. 224, η μαρτυρία του Κοινοτάρχη, ο οποίος δήλωσε ενόρκως ότι η πιστοποίησή του έγινε με βάση τα όσα του ανέφερε ο αγροφύλακας, κάλυψε το κενό.

Η έφεση στρέφεται κατά των πιο πάνω ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Υποστηρίχθηκε εκ μέρους των εφεσειουσών ότι τα θέματα που εγείρονται είναι ευρύτερα και δεν αφορούν απλώς την ύπαρξη λάθους στα μητρώα του Κτηματολογίου. Αντίθετα η διόρθωση λάθους ήταν αναγκαία λόγω προηγούμενης συμφωνίας διαμοιρασμού και/ή διανομής του τεμαχίου 898, η οποία ουδόλως λήφθηκε υπ’ όψιν από τη Χωριτική Αρχή και/ή τον κτηματολόγο κατά την επιτόπια έρευνα. Επίσης ότι οι πληροφορίες του αγροφύλακα προς τον [*34]κτηματολόγο δυνατό να ήταν λανθασμένες, αφού δεν ήταν αναγκαίο να γνωρίζει περί της ύπαρξης της συμφωνίας.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, ο Κοινοτάρχης δεν είχε προσωπική γνώση των όσων διαλαμβάνονται στο πιστοποιητικό της Χωριτικής Αρχής. Παρά το γεγονός ότι το περιεχόμενο του πιστοποιητικού βασίζεται στις πληροφορίες τρίτου - του αγροφύλακα - και ως εκ τούτου τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Άρθρου 82(3) του Κεφ. 224, το πιστοποιητικό δε διατυπώθηκε με τον τρόπο που προσδιορίζεται από εκείνο το άρθρο.

2. Εσφαλμένα το Κτηματολόγιο προχώρησε στην εγγραφή του επίδικου κτήματος στο όνομα της Ουρανίας Λοΐζου με βάση το τεκ. Β, το οποίο διατυπώθηκε με τρόπο αντίθετο με τον τρόπο που προδιαγράφεται από το Άρθρο 82(3).

3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να αποδεχθεί τη μαρτυρία του αγροφύλακα ως εξαίρεση στον κανόνα της μη αποδοχής εξ ακοής μαρτυρίας, στην απουσία νομοθετικού ή άλλου δεσμευτικού κανόνα που να διέπει το καθήκον καταγραφής της δήλωσής του. Σύμφωνα με τον περί Αγροφυλάκων Νόμο, Κεφ. 287, ο αγροφύλακας δεν έχει καθήκον να παρευρίσκεται στις επιτόπιες εξετάσεις που διεξάγονται από το Κτηματολόγιο και να προβαίνει σε δηλώσεις σχετικά με τα αποτελέσματά τους. Ως εκ τούτου δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για επίκληση του κανόνα που επιτρέπει την προσαγωγή της δήλωσης του αποβιώσαντα αγροφύλακα, ως δήλωσης που έγινε στη διάρκεια εκτέλεσης καθήκοντος.

4. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το κενό στο τεκ. Β καλύφθηκε από τη μαρτυρία του Κοινοτάρχη και η πρόσθεση από το Δικαστήριο στη συνέχεια ότι “αν ο κοινοτάρχης δεν προσερχόταν για προφορική μαρτυρία, η υπόθεση θα έπαιρνε εντελώς διαφορετική τροπή” χωρίς άλλη διευκρίνιση ή συσχετισμό ή εύρημα αναφορικά με την ιδιοκτησία του κτήματος, συνιστά έλλειψη της απαραίτητης δικαστικής κρίσης πάνω σ’ αυτό το ζωτικό ζήτημα.

5. Οι ισχυρισμοί των εφεσειουσών δεν μπορούν, εν όψει των γεγονότων της υπόθεσης, να θεωρηθούν ισχυρισμοί για λάθος ή παράλειψη με την έννοια του Άρθρου 61 του Κεφ. 224. Συνθέτουν ευρύτερα επίδικα θέματα που προϋποθέτουν διερεύνηση, όχι απλώς κτηματολογική. Η αξίωση μπορούσε να προωθηθεί με αγωγή και [*35]η περί του αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένη.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Φιλίππου v. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 448,

Χριστοδούλου v. Xατζηλοϊζή (1992) 1 Α.Α.Δ. 658,

Χατζηϊωάννου v. Κωνσταντίνου κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 844,

Socratous v. Μezou (1975) 1 C.L.R. 62,

Papaloizou v. Themistokleous, 22 C.L.R. 177,

Παναγιώτου v. Κυριάκου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 362,

Fatsita v. Fatsita (1988) 1 C.L.R. 210,

Hassidoff v. Santi a.ο. (1970) 1 C.L.R. 220,

Aradipioti v. Kyriakou a.ο. (1971) 1 C.L.R. 381,

R. v. Worth, 4 Q.B. 132,

Massey v. Allen, 13 Ch. D. 558,

Trotter v. Maclean, 13 Ch. D. 574,

Sturla v. Freccia, 5 App. Cas. 623,

Lyell v. Kennedy, 56 L.T. 647,

Smith v. Blakey [1867] L.R. 2 Q.B. 326,

Simon v. Simon [1936] P. 17,

Mills v. Mills, 36 T.L.R. 772,

Χαραλάμπους κ.ά. v. Ηλιάδης & Υιοί Λτδ (1993) 1 Α.Α.Δ. 529,

Βασιλείου  κ.ά. v. Μενελάου κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125,

[*36]Αντωνίου v. Μάρκου (1992) 1 Α.Α.Δ. 591.

Έφεση.

Έφεση από τις ενάγουσες κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Nαθαναήλ, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 31 Ιανουαρίου, 1996 (Aρ. Aγωγής 3980/92) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή τους (α) για ακύρωση της επ’ ονόματί των εναγομένων εγγραφής του τεμ. 898 στο χωρίο Φοινί (β) για εγγραφή τους ως συνιδιοκτήτριες του εν λόγω τεμαχίου και (γ) για ακύρωση της συγχώνευσης των τεμαχίων 898 και 897/3 σε ένα τεμάχιο, το 1134.

Χρ. Πουργουρίδης, για τους Εφεσείοντες.

Κ. Κυριακόπουλος, για τους Εφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των εναγουσών-εφεσειουσών δια:

“(1) Διάταγμα του Δικαστηρίου που να ακυρώνει την επ’ ονόματι των εναγομένων εγγραφή του τεμ. 898 στο χωριό Φοινί που σήμερα αποτελεί μέρος του τεμ. 1134 και που καλύπτεται από το πιστοποιητικό εγγραφής 6148.

(2)   Δήλωση του δικαστηρίου ότι οι ενάγουσες είναι συνιδιοκτήτριες και/ή δικαιούνται να εγγραφούν ως συνιδιοκτήτριες του τεμ. 898 κατά ένα τρίτο μέρος δια την κάθε μια από αυτές.

(3)   Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει το Κτηματολόγιο να ακυρώσει την συγχώνευση και/ή ενοποίηση των τεμαχίων 898 και 897/3 σ’ ένα τεμάχιο, δηλαδή το τεμάχιο 1134, καθώς επίσης και να κάμει στα βιβλία του Κτηματολογίου όλες τις αναγκαίες διορθώσεις έτσι που το τεμάχιο 898 να εγγραφεί από ένα τρίτο μερίδιο στις (α) Κυριακού Αντωνίου Γιάλλουρου, (β) Πολυξένη Αντωνίου αμφότερες από το Φοινί και (γ) στις Ελλάδα Α. Μιχαηλίδη και Μελπωμένη Η. Κυριάκου, από την Κάτω Λακατάμια.”

[*37]Οι έγγραφες προτάσεις.

Η έκθεση απαίτησης:

Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης το πιο πάνω τεμ. 1134 έχει προκύψει από τα τεμ. 898 και 897/3 τα οποία κατά τη γενική χωρομετρία και εκτίμηση καταχωρήθηκαν στο όνομα του Νικόλα Χ”Λοΐζου. Το τεμ. 898 “διεμοιράσθη και/ή διενεμήθη προ 30 και πλέον ετών στα τρία παιδιά του εν λόγω Νικόλα Χ” Λοΐζου ήτοι το Λοΐζο, την Ευριδίκη και την Χρυσταλλού, οι οποίοι πήραν από ένα τρίτο του εν λόγω τεμαχίου”.

Ο Λοΐζος εδώρησε το μερίδιο του από το τεμ. 898 στην κόρη του Ουρανία Λοΐζου μητέρα των εναγομένων.  Η Ευριδίκη εδώρησε το μερίδιο της στην Κυριακού Αντωνίου Γιάλλουρου, ενάγουσα 1 και η Χρυσταλλού εδώρησε το μερίδιο της στην Πολυξένη Αντωνίου, ενάγουσα 2.

Οι ενάγουσες κατέχουν, καρπούνται και νέμονται το μερίδιο τους που είναι αμπέλι από το 1960 ενώ προηγουμένως το μερίδιο της καθεμιάς κατείχετο από την Ευριδίκη και Χρυσταλλού αντίστοιχα.

Η πιο πάνω Ουρανία Λοΐζου με αίτησή της ημερ. 16.8.1984 που συνοδεύετο με πιστοποιητικό της Χωριτικής Αρχής Φοινιού ημερ. 16.8.1984 πέτυχε την εγγραφή ολόκληρου του τεμαχίου 898 στο όνομά της με το πιστοποιητικό εγγραφής 6148 “ενώ εγνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι το εν λόγω τεμάχιο κατείχετο και/ή ανήκε κατά ένα τρίτο μερίδιο στις ενάγουσες”.

Ήταν ο ισχυρισμός των εναγουσών ότι το τεμ. 898 δεν έπρεπε να εγγραφεί ολόκληρο στο όνομα της πιο πάνω Ουρανίας αλλά έπρεπε να εγγραφεί ανά ένα τρίτο στο όνομα της και στο όνομα των εναγουσών.

Η έκθεση υπεράσπισης:

Ήταν η θέση των εναγομένων ότι το επίδικο κτήμα (τεμ. 898) το εδώρησε ο Νικόλας Χ”Λοΐζου προ πενήντα ετών στο γιό του Λοΐζο. Ο τελευταίος το εδώρησε στη θυγατέρα του και μητέρα των εναγομένων, Ουρανία Λοΐζου, η οποία το κατείχε έκτοτε και είχε την αδιαφιλονίκητη κατοχή του. Στις 16.8.84 η Ουρανία Λοΐζου υπέβαλε αίτηση προς την αρμόδια αρχή, η οποία μετά από επιτόπια έρευνα και με σχετικό πιστοποιητικό της Χωριτι[*38]κής Αρχής Φοινιού, διεπίστωσε τα ανωτέρω και ενέγραψε το τεμ. 898 στο όνομα της και εξέδωσε το πιστοποιητικό εγγραφής με αριθμό 6148.

Η μαρτυρία:

Η επιτόπια έρευνα έγινε από τον υπάλληλο του Κτηματολογίου, Βάσο Θεοδούλου (Μ.Υ.1), στις 19.11.94, στην παρουσία της πιο πάνω Ουρανίας Λοΐζου και του Αγροφύλακα Μιχαήλ Αθανασίου, ο οποίος ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της Χωριτικής Αρχής. Το πιστοποιητικό της Χωριτικής Αρχής (Τεκ. Α), το οποίο η πιο πάνω Ουρανία Λοΐζου είχε επισυνάψει στην αίτηση της, ημερ. 16.8.84, ανέφερε ότι “η Ουρανία Λοΐζου έχει εις την αδιαφιλονίκητον αυτής κατοχήν από 40ετίας και άνω τα τεμ. 897/3 και 898 υπό σύνορα δρόμου ...”. Σαν αποτέλεσμα της πιο πάνω έρευνας διαπιστώθηκε ότι το αρχικό πιστοποιητικό της Χωριτικής Αρχής ήταν λανθασμένο. Διορθώθηκε με τη γνώση και συγκατάθεση της Χωριτικής Αρχής η οποία εξέδωσε νέο πιστοποιητικό (Τεκ. Β), ημερ. 19.11.84, το οποίο, στο βαθμό που είναι σχετικό, έχει ως πιο κάτω:

“1. Πιστοποιούμε ότι ο κτηματολόγος Βάσος Θεοδούλου μας εξήγησε όλες τις λεπτομέρειες επί των ενσφραγίστων τύπων Ν63 αρ. 1-3 και όλες είναι ορθές παρά τις διαφορές μας με την αρχική μας πιστοποίηση.

......................................................................................................

3. Το κτήμα υπό τεμ. 898, 897/3 του Φ/Σχ. XLVII δεν συνορεύει με δημόσιο δρόμο, όπως λανθασμένα αναφέραμε στο αρχικό μας πιστοποιητικό.

......................................................................................................

6. Λανθασμένα δυνάμει φακέλου Α1212/70 το κτήμα υπό τεμ. 898, 897/3 του Φ/Σχ. XLVII/2 καταχωρήθηκε στο όνομα των κληρονόμων του Νικόλα Χ”Λοΐζου Κοντού. Στην πραγματικότητα έπρεπε να καταχωρηθεί στο όνομα της Ουρανίας Λοΐζου Νικολάου που το κατέχει από το 1945 δυνάμει δωρεάς από τον πατέρα της.”

Σαν αποτέλεσμα της επιτόπιας έρευνας, του περιεχομένου του πιο πάνω πιστοποιητικού (Τεκ. Β), και των όσων ανάφερε προς τον υπάλληλο του Κτηματολογίου ο αγροφύλακας-αντιπρόσωπος της Χωριτικής Αρχής, έχει εκδοθεί ο επίδικος τίτλος ιδιοκτησίας στο όνομα της Ουρανίας Λοΐζου.

Τα πιστοποιητικά - Τεκ. Α και Β - είχαν υπογραφεί από τον [*39]Κοινοτάρχη του χωριού Φοινί (Αντρέα Σπύρου Μ.Ε.6) και από δύο μέλη της Χωριτικής Αρχής. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Κοινοτάρχη το Τεκ. Α είχε γραφτεί από τον αγροφύλακα. Υιοθέτησε το Τεκ. Α δεχόμενος, όμως, ότι ο ίδιος ουδέποτε επισκέφθηκε επί τούτου τα αναφερόμενα τεμάχια γής. Γνώριζε ότι η Ουρανία κατείχε ένα κτήμα, αλλά ποιό και για πόσο χρονικό διάστημα, δεν ήταν σε  θέση να ξέρει. Παρόμοια δεν γνώριζε την έκταση των χωραφιών που αναγράφονται στο πιστοποιητικό. Ούτε ήταν παρών στις 19.11.84 όταν έγινε η επιτόπια εξέταση. Απ’ ό,τι ήταν σε θέση να γνωρίζει, εκεί ήταν μόνο ο αγροφύλακας Αθανασίου ο οποίος έχει ήδη αποβιώσει. Δέχθηκε ότι υπέγραψε το Τεκ. Β, το οποίο σύνταξε ο υπάλληλος του Κτηματολογίου με σκοπό να εκδοθεί τίτλος επ’ ονόματι της Ουρανίας Λοΐζου, χωρίς να ρωτήσει οποιοδήποτε κληρονόμο πριν να θέσει την υπογραφή του. Ο ίδιος δεν γνωρίζει προσωπικά τα όσα είναι καταγραμμένα στο Τεκ. Β, αλλά βασίστηκε στα όσα το Κτηματολόγιο του είπε. Έδωσε πίστη στον αγροφύλακα και στον Κτηματολόγο, και υπέγραψε το Τεκ. Β κατόπιν συνομιλίας τόσο με τον Κτηματολόγο όσο και με τον αγροφύλακα. Ο ίδιος επ’ ακριβώς δεν γνώριζε τα όσα περιέχονται στο τεκμήριο, απλά είχε έλθει κοντά του η Ουρανία Λοΐζου και του είχε πει ότι το επίδικο ήταν του παππού της, χωρίς να φέρει οποιοσδήποτε άλλος ένσταση.

Διαπιστώσεις και συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου:

Μετά από την αξιολόγηση της μαρτυρίας το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη στις πιο κάτω διαπιστώσεις:

Ο Νικόλας Χ”Λοΐζου είχε δώσει το κτήμα υπ’ αρ. 898 και 897/3 στο γιό του Λοΐζο που το έδωσε με τη σειρά του στην Ουρανία Λοΐζου - μητέρα των εναγομένων - η οποία κατόπιν σχετικής αίτησης και μετά από επιτόπια έρευνα ενεγράφη ως αποκλειστική ιδιοκτήτρια, με βάση τη μαρτυρία του αποβιώσαντα αγροφύλακα ότι το κατείχε για 40 χρόνια. Η Ουρανία Λοΐζου το μεταβίβασε μετά στις θυγατέρες της, εναγόμενες 1 και 2. Η Ουρανία Λοΐζου καλλιεργούσε το κτήμα αρχικά ενώ μετέπειτα όχι. Ενώ από το 1985 το επίδικο μεταβιβάστηκε στις εναγόμενες και παρά τις αντίθετες εκκλήσεις τους, οι ενάγουσες καλλιεργούν τα 2/3 αυτού.

Εξετάζοντας την υπόθεση από την νομική της πλευρά το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι από το “ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα δεν αποκαλύπτεται στην ουσία καμιά αιτία αγωγής”. Όπως το έθεσε στην απόφαση του η απλή παράθεση κάποιων βασικών γεγονότων στο κλητήριο παρέμεινε [*40]χωρίς εξειδίκευση και χωρίς την αναγκαία παροχή λεπτομερειών, η δε κατάληξη στο αιτητικό, όπου καταγράφησαν οι αξιούμενες θεραπείες, στερείται σύνδεσης με οποιαδήποτε νομική βάση που να αποκαλύπτει αιτία αγωγής.

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε και το κατά πόσο η βάση αγωγής που εκτίθεται από τα γεγονότα είναι η αδιάληπτη εχθρική κατοχή. Έδωσε αρνητική απάντηση επειδή ελλείπουν επαρκείς λεπτομέρειες και στοιχεία. Επεσήμανε, επίσης, ότι με βάση πάγια νομολογία δεν μπορούν να συνυπάρχουν αξιώσεις για εχθρική κατοχή και λόγω λάθους στα κτηματολογικά βιβλία.   Αφού υπέδειξε ότι είναι ασυμβίβαστη με τη χρησικτησία αξίωση στην κυριότητα κτήματος με βάση ισχυριζόμενη δωρεά από προκάτοχο έκρινε ότι η αγωγή δεν μπορεί να προωθηθεί από πλευράς εχθρικής κατοχής. Πρόσθεσε, ωστόσο, “ότι και αν η αγωγή μπορούσε να εξεταστει από αυτή τη σκοπιά η κατάληξη δεν θα ήταν υπέρ των εναγουσών διότι από τη μαρτυρία δεν έχει προκύψει αδιαφιλονίκητη κατοχή για 30 αδιάλειπτα χρόνια δεδομένου ότι η κατοχή του μέρους του επίδικου διήρκεσε από το 1960 μέχρι το 1985 όταν εκδόθηκε τίτλος επ’ ονόματι της Ουρανίας Λοΐζου μετά την επιτόπια έρευνα στις 19.11.84”.

Παρά την πιο πάνω διαπίστωσή του ότι δεν αποκαλύπτεται στην ουσία καμιά αιτία αγωγής το πρωτόδικο δικαστήριο σε κατοπινό στάδιο της απόφασης του ανέφερε ότι στην παραγματικότητα η μόνη βάση αγωγής είναι η υπάρξη λάθους στην έκδοση του τίτλου ιδιοκτησίας στο όνομα της Ουρανίας Λοΐζου. Σαν αποτέλεσμα της πιο πάνω διαπίστωσης το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι εφόσον η αγωγή δεν βασίζεται επί εχθρικής κατοχής ή δόλου το θέμα έπρεπε να παραπεμφθεί στο ίδιο το Κτηματολόγιο κάτω από το άρθρο 61 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224.  Για την κατάληξη του αυτή το Πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από τις αποφάσεις στις υποθέσεις Φιλίππου v. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 448, Χριστοδούλου v. Χ”Λοϊζή (1992) 1 Α.Α.Δ. 658 και Χ”Ιωάννου v. Κωνσταντίνου (1993) 1 Α.Α.Δ. 844, στις οποίες έχει νομολογηθεί ότι η διόρθωση λάθους στα μητρώα μπορεί να επιδιωχθεί μόνο μέσω της διαδικασίας που προβλέπεται από το πιο πάνω άρθρο 61 του Κεφ. 224 με διοικητική λειτουργία του Κτηματολογίου, ελεγχόμενη με τη σειρά της με αίτηση - έφεση όπως διασφαλίζει το άρθρο 80 του Κεφ. 224.

Ανεξάρτητα από την πιο πάνω κατάληξη του το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι “και με διαφορετική [*41]αντιμετώπιση επί της ουσίας η αγωγή δεν μπορεί να πετύχει”.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σ’ αυτό το συμπέρασμα μετά από αναφορά στα πιο κάτω ζητήματα:

(α)       Την αποδεικτική βαρύτητα του πιστοποιητικού της Χωριτικής Αρχής (Τεκ. Β).

(β)       Την δεκτικότητα της μαρτυρίας του Κοινοτάρχη ο οποίος μετέφερε στο Δικαστήριο τα όσα του είχε αναφέρει ο αποβιώσας αγροφύλακας.

(γ)        Τις πρόνοιες του άρθρου 82 του Κεφ. 224.

(δ)       Την νομιμότητα της εκπροσώπησης της Χωριτικής Αρχής από τον Αγροφύλακα.

Σε σχέση με τα ζητήματα (α), (β) και (γ), πιο πάνω, το πρωτόδικο δικαστήριο υπέδειξε: Ένα πιστοποιητικό κατοχής από την Χωριτική Αρχή στο οποίο βασίζεται το Κτηματολόγιο μπορεί σύμφωνα με τη νομολογία να αποτελέσει απόδειξη οποιουδήποτε γεγονότος για την κατοχή και χρησιμοποιείται από το Κτηματολόγιο μ’ αυτόν τον τρόπο (άρθρο 82 του Κεφ. 224).  Αλλά για το Δικαστήριο, τα αναγραφόμενα στο πιστοποιητικό πρέπει να αποδεικνύονται αυστηρά με βάση τους περί αποδείξεως κανόνες και ο Πρόεδρος και τα μέλη της χωριτικής αρχής που υπογράφουν το πιστοποιητικό πρέπει να κλητεύονται ως μάρτυρες για να εξετάζονται σχετικώς (Βλ. Σωκράτους v. Μέζου (1975) 1 Α.Α.Δ. 62).

Ο Κοινοτάρχης δέχθηκε ότι τα γραφόμενα στα Τεκ. Α και Β, δεν προέκυψαν από ιδία προσωπική γνώση ούτε και είχε επισκεφθεί επί τόπου τα σχετικά τεμάχια. Το άρθρο 82 του Κεφ. 224 προνοεί στο εδάφιο (3) αυτού, ότι όπου τα γεγονότα που πιστοποιούνται δεν βρίσκονται στην προσωπική γνώση του Κοινοτάρχη και των μελών της Χωριτικής Αρχής, το πιστοποιητικό πρέπει να έχει τέτοιο λεκτικό που να είναι εμφανές ότι το πιστοποιητικό βασίζεται σε πληροφορίες τρίτων, πρέπει δε να κατονομάζονται οι πληροφοριοδότες. Προνοείται περαιτέρω ότι ο Κοινοτάρχης δεν θα υπογράφει ή πιστοποιεί οποιοδήποτε έγγραφο εκτός και αν είναι ικανοποιημένος ότι οι πληροφοριοδότες του είναι αξιόπιστα πρόσωπα.

Αφού υπέδειξε ότι ούτε το Τεκ. Α ούτε το Τεκ. Β συνάδουν με [*42]τις πιο πάνω πρόνοιες του άρθρου 82(3) του Κεφ. 224 το Πρωτόδικο Δικαστήριο διατύπωσε τη θέση ότι ο Κοινοτάρχης με τη μαρτυρία του κάλυψε “αυτό το κενό δηλώνοντας και επεξηγώντας ενόρκως ότι η πιστοποίησή του έγινε με βάση τα όσα ο αγροφύλακας του είχε αναφέρει, τον οποίο χαρακτήρισε ως εκείνον που γνώριζε την περιοχή και τα δρώμενα για περισσότερα από 30 χρόνια, αλλά και ως αξιόπιστο πρόσωπο”. Σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο με τη μαρτυρία του Κοινοτάρχη και του υπαλλήλου του Κτηματολογίου δόθηκε στο δικαστήριο η προφορική δήλωση του αγροφύλακα όσον αφορά την κυριότητα των επιδίκων.  Η μαρτυρία αυτή αφέθηκε να παρουσιαστεί χωρίς ένσταση και ήταν - σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο - αποδεκτή μαρτυρία “με βάση την κατά το κοινοδίκαιο εξαίρεση στον κανόνα της εξ ακοής μαρτυρίας, ότι όπου η δήλωση γίνεται από άτομο στα πλαίσια καθήκοντος που στο μεταξύ έχει αποθάνει, είναι δυνατή η λήψη μαρτυρίας από τρίτο πρόσωπο”.

Με την πιο πάνω αξιόπιστη μαρτυρία - συνέχισε το πρωτόδικο δικαστήριο - πρέπει να θεωρείται ότι ο σκοπός του άρθρου 82(3), που δεν είναι άλλος από του να φαίνεται (για σκοπούς μεταγενέστερου ελέγχου) από πού αντλήθησαν οι πληροφορίες στο πιστοποιητικό, έχει πλήρως ικανοποιηθεί, δεδομένου ότι ο ίδιος ο κοινοτάρχης διά ζώσης είπε ενόρκως αυτά τα οποία πιθανώς εκ παραδρομής δεν περιέλαβε στα σχετικά τεκμήρια.

Σε σχέση με το τέταρτο ζήτημα - νομιμότητα της εκπροσώπισης της Χωριτικής Αρχής από τον Αγροφύλακα - το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε ότι νόμιμα ο Κοινοτάρχης, έστω προφορικά, διόρισε τον αγροφύλακα ως αντιπρόσωπο του στην επιτόπια έρευνα. Ο αγροφύλακας, ενόψει του νομότυπου διορισμού του, είχε καθήκον να προβεί στις αναγκαίες δηλώσεις είτε προφορικώς είτε γραπτώς.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στην απόρριψη της αγωγής με βάση την μαρτυρία του Κοινοτάρχη. Όπως δε υποδεικνύει στην  απόφαση του “αν ο Κοινοτάρχης δεν προσερχόταν για προφορική μαρτυρία, η εξέλιξη της υπόθεσης θα έπαιρνε εντελώς διαφορετική τροπή”.

Η έφεση.

Το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη διαφορά έπρεπε να παραπεμφθεί στο Κτηματολόγιο κάτω από την διαδικασία του άρθρου 61 του Κεφ. 224 και όχι να προωθηθεί με [*43]αγωγή προσβάλλεται ως εσφαλμένο. Υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο λανθασμένο αυτό εύρημα παραγνωρίζοντας τους ισχυρισμούς της έκθεσης απαιτήσεως και ιδιαίτερα τους ισχυρισμούς της παραγράφου 3 που καταδεικνύουν ότι τα επίδικα θέματα ήσαν ευρύτερα και δεν αφορούσαν απλώς διόρθωση λάθους στα μητρώα του Κτηματολογίου.  Αντίθετα η διόρθωση λάθους στα μητρώα ήταν αναγκαία λόγω προηγούμενης συμφωνίας διαμοιρασμού και/ή διανομής του τεμαχίου 898 συμφωνία που ουδόλως λήφθηκε υπόψη από την Χωριτική Αρχή και/ή τον κτηματολογικό υπάλληλο κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας. Ούτε βεβαίως ήταν αναγκαίο να γνωρίζει ο αγροφύλακας περί της ύπαρξης της συμφωνίας και συνεπώς οι πληροφορίες που έδωσε στον υπάλληλο του Κτηματολογίου δυνατό να ήσαν λανθασμένες.

Στην Papaloizou v. Themistokleous, 22 C.L.R. 177, μετά από σχετική αίτηση για καθορισμό των συνόρων, το Κτηματολόγιο καθόρισε τα σύνορα σύμφωνα με τα σχέδια. Στο Διευθυντή του Κτηματολογίου δεν λέχθηκε και δεν του ζητήθηκε να προβεί σε οποιαδήποτε διόρθωση ή ακύρωση πιστοποιητικού εγγραφής με βάση ισχυριζόμενο σφάλμα ή λάθος στα μητρώα. Η υπόθεση είχε αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και η συζήτηση της περιορίσθηκε μόνο πάνω σε μια και μόνη πτυχή. Κατά πόσο ο εναγόμενος εδικαιούτο του επίδικου κτήματος λόγω κατοχής κατά τη διάρκεια της περιόδου παραγραφής. Κρίθηκε ότι οσάκις υπάρχει ισχυρισμός για λάθος στα σχέδια ή μητρώα του Κτηματολογίου ο συνδυασμός των άρθρων 75 και 59 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 231 (αντιστοιχούν με τα άρθρα 80 και 61 του Κεφ. 224) επιβάλλει ότι τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να αναφέρονται πρωτογενώς στο Διευθυντή του Κτηματολογίου και να επιδιωχθεί η απόφαση του. Μέχρι την λήψη της απόφασης του Διευθυντή το ζήτημα δεν μπορεί να προωθηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και τότε μόνο δυνάμει του άρθρου 75 (τώρα άρθρου 80).

Κρίθηκε περαιτέρω ότι ο σκοπός του πιο πάνω Νόμου είναι διττός:

(α)       Οι κτηματολογικές αρχές πρέπει να έχουν την ευκαιρία να εξετάσουν την υπόθεση και αν ικανοποιηθούν ότι υπάρχει λάθος στα μητρώα να προβούν στην αναγκαία διόρθωση μετά που θα δώσουν ειδοποίηση στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.

(β)       Για να αποφεύγεται αχρείαστη αντιδικία για μικροδιαφορές.

[*44]Η υπόθεση PapaLoizou (πιο πάνω) έχει υιοθετηθεί από σειρά αποφάσεων της Νομολογίας μας (Βλ. Φιλίππου v. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 448, Χριστοδούλου v. Χ”Λοΐζου κ.α. (1992) 1 Α.Α.Δ. 658).

Στη Φιλίππου (πιο πάνω) το θέμα έχει τεθεί ως εξής:

“Η διόρθωση λάθους συνιστά κατ’ εξοχή διοικητική λειτουργία η οποία ανάγεται στην αρμοδιότητα του τμήματος το οποίο είναι υπεύθυνο για το λάθος. Άλλωστε, το Κτηματολόγιο είναι εξόχως σε θέση να διαπιστώσει λάθη σε κτηματολογικές εγγραφές και μητρώα. Πρόκειται για διοικητική λειτουργία στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου. Ο δικαστικός έλεγχος που προβλέπεται από το άρθρο 80 διασφαλίζει στο ακέραιο το δικαίωμα του πολίτη για προσφυγή στο δικαστήριο για την προστασία των δικαιωμάτων του που θίγονται από σφάλματα των διοικητικών Αρχών. Εφόσο το θέμα αφορά κατ’ εξοχή ιδιωτικά δικαιώματα, δικαιοδοσία για την αναθεώρηση διοικητικής απόφασης παρέχεται στα πολιτικά δικαστήρια της χώρας (βλ. Valana v. Republic, 3 R.S.C.C, 41, Hadji Kyriacou v. Hadjiapostolou and Others, 3 R.S.C.C. 89, Charalambides v. Republic, 4 R.S.C.C. 114, Antoniou and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623 και Machlouzarides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2342).

Στην υπόθεση Παναγιώτου v. Κυριάκου κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 362, 391, αποφασίσθηκε ότι το άρθρο 80 του Κεφ. 224 στην έκταση που αποκλείει την προσφυγή σε δικαστήριο, είναι ασύμφωνο και αντίθετο με το άρθρο 30.1 και 2 του Συντάγματος (Βλ. και Fatsita v. Fatsita (1988) 1 C.L.R. 210). Ωστόσο το ζήτημα της συνταγματικότητας του άρθρου 80 δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω, επειδή τέτοιο ζήτημα δεν είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ούτε και έχει συζητηθεί ενώπιόν μας. Επίσης τα όσα αποφασίσθηκαν στις πιο πάνω δύο υποθέσεις δυνατόν να μη συμβαδίζουν με μεταγενέστερη νομολογία (Βλ. Φιλίππου (πιο πάνω) στην οποία υποδεικνύεται ότι ο δικαστικός  έλεγχος που προβλέπεται από το άρθρο 80 διασφαλίζει στο ακέραιο το δικαίωμα του πολίτη για προσφυγή στο δικαστήριο).  Θα προσεγγίσουμε το επίδικο θέμα με το να εξετάσουμε κατά πόσο τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 61 του Κεφ. 224 για επίλυση της επίδικης διαφοράς. Έχει νομολογηθεί (βλ. Παναγιώτου (πιο πάνω), στη σελ. 371) “ότι η εφαρμογή του άρθρου 61 περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες που το λάθος μπορεί να ευρεθεί και να διορθωθεί από τα σχέδια και βιβλία του Κτηματολογίου χωρίς περαιτέρω έρευνα”.

[*45]

Όπως υποδεικνύεται στην Χ”Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 844, 849:

“Σε σειρά υποθέσεων επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη δικαιοδοσίας προς εκδίκαση αγωγών στις οποίες υποβλήθηκαν ισχυρισμοί για λάθος στα κτηματολογικά μητρώα, όχι βέβαια εξ αιτίας διαφορετικής προσέγγισης ως προς την ισχύουσα νομοθετική ρύθμιση αλλά ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι, στις περιπτώσεις εκείνες, οι ισχυρισμοί που υποβλήθηκαν συνέθεταν επίδικα θέματα ευρύτερα που προϋπόθεταν διερεύνηση όχι απλώς κτηματολογική και που, επομένως, δεν θεωρήθηκαν ως ισχυρισμοί για λάθος ή παράλειψη με την έννοια του άρθρου 61 (Βλ. Imbrahim Mehmed Chakkarto v. The Attorney-General (1961) C.L.R. 231, Melpomeni Panayiotou Chrysanthou and Others v. Neoclis Antoniades (1969) 1 C.L.R. 622, Abraham Hassidoff v. Paul Antoine-Aristide Santi and Others (1970) 1 C.L.R. 220, Michaelides v. Ttapoura (1980) 1 C.L.R. 610, Panayiotou v. Kyriacou (1985) 1 C.L.R. 156, Κυριακού Νικήτα Παναγιώτου v. Σόνιας Ανδρέα Χ”Κυριάκου και Άλλης (1991) 1 Α.Α.Δ. 362)

Τυγχάνει λοιπόν εξεταστέο κατά πόσο πρόκειται για περίπτωση “που το λάθος μπορεί να ευρεθεί και να διορθωθεί από τα σχέδια και βιβλία του Κτηματολογίου χωρίς περαιτέρω έρευνα” ή κατά πόσο πρόκειται για περίπτωση που “υποβλήθηκαν ισχυρισμοί οι οποίοι συνθέτουν επίδικα θέματα ευρύτερα που προϋποθέτουν διερεύνηση όχι απλώς κτηματολογική”.

Από την εξέταση της έκθεσης απαιτήσεως και της μαρτυρίας που έχει προσαχθεί προκύπτει σαφώς ότι δεν πρόκειται για περίπτωση που το λάθος μπορεί να ευρεθεί και να διορθωθεί από τα κτηματολογικά σχέδια και βιβλία. Παρά το ότι η έκθεση απαίτησης δεν έχει διατυπωθεί με τον πλέον κατάλληλο τρόπο αυτή δεν αποδίδει την επίδικη εγγραφή σε λάθος των σχεδίων και βιβλίων του Κτηματολογίου. Αντίθετα την αποδίδει στο πιστοποιητικό της χωριτικής αρχής και στην Ουρανία Λοΐζου η οποία - σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης - “γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι το εν λόγω τεμάχιο κατείχετο και/ή ανήκει κατά ένα τρίτο μερίδιο στις ενάγουσες”. Έχουμε επομένως την άποψη πως οι ισχυρισμοί που τέθηκαν δεν μπορούν να θεωρηθούν ισχυρισμοί για λάθος ή παράλειψη με την έννοια του άρθου 61 του Κεφ. 224. Συνθέτουν επίδικα θέματα ευρύτερα που προϋποθέτουν διερεύνηση όχι απλώς κτηματολογική.  Άλλωστε η σχετι[*46]κή διερεύνηση έχει πράγματι λάβει χώραν εν όψει της μαρτυρίας η οποία έχει προσαχθεί και η οποία δεν συνδεόταν με λάθος ή παράλειψη με την έννοια του άρθρου 61. Ακολουθεί πως η αξίωση μπορούσε να προωθηθεί με αγωγή και η περί του αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένη.

Στο επίκεντρο της επιχειρηματολογίας του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσειουσών ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετιζόταν με την μαρτυρία του Κοινοτάρχη στο βαθμό που αυτή έθεσε ενώπιον του δικαστηρίου την προφορική δήλωση του αποβιώσαντος αγροφύλακα. Η σχετική κατάληξη του πρωτόδικου δικστηρίου προσβάλλεται ως εσφαλμένη.

Η προφορική δήλωση του αγροφύλακα δεν καλύπτεται από την κατά το Κοινοδίκαιο εξαίρεση στον κανόνα της εξ ακοής μαρτυρίας. Έπρεπε, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο, να κριθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο ως μη αποδεκτή μαρτυρία καθότι δεν δόθηκε καμιά απολύτως μαρτυρία αναφορικά με τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του αποβιώσαντα αγροφύλακα. Έτσι το δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να αποφασίσει αν ικανοποιούντο οι προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία και εν πάση περιπτώσει ο αγροφύλακας κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας δεν είχε καμιά απολύτως υποχρέωση να κάμει οποιαδήποτε δήλωση και ούτε είχε καθήκο να καταγράφει ή να κάμνει αναφορά για τις πράξεις του.

Προσβάλλεται, επίσης, σαν εσφαλμένη και η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζεται με τα πιστοποιητικά της Χωριτικής Αρχής, Τεκ. Α και Β. Υποστηρίχθηκε συναφώς ότι ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι τα Τεκμήρια Α και Β δεν συνάδουν με τις πρόνοιες του άρθρου 82 (3) του Κεφ. 224 λανθασμένα έκρινε ότι οι παραβιάσεις αυτές της νομοθεσίας δεν είχαν καμιά συνέπεια επειδή ο κοινοτάρχης κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του δικαστηρίου. Υποστηρίχθηκε, επίσης, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να κρίνει ότι το πιστοποιητικό της χωριτικής αρχής έπασχε νομικά καθότι εξεδόθη κατά παράβαση του άρθρου 82(3) και κατά συνέπεια να θεωρήσει ότι το Κτηματολόγιο λανθασμένα έκαμε δεκτό το πιστοποιητικό και λανθασμένα στηρίχθηκε στο περιεχόμενό του.

Αρχίζουμε με το λόγο έφεσης που σχετίζεται με το άρθρο 82 του Κεφ. 224.

Είναι πρόδηλο από το λεκτικό του άρθρου 82(1) ότι το περιεχόμενο πιστοποιητικού της χωριτικής αρχής θεωρείται από το [*47]Κτηματολόγιο ως απόδειξη οποιουδήποτε γεγονότος που αφορά οποιοδήποτε ζήτημα το οποίο επηρεάζει οποιαδήποτε ιδιοκτησία (Βλ. Hassidoff v. Santi and Othes (1970) 1 C.L.R. 220, 239).  Είναι επίσης πρόδηλο ότι η πρόνοια του άρθρου 82(3) για διατύπωση του πιστοποιητικού με τέτοιο τρόπο ώστε να καθίσταται σαφές από μόνο του ότι βασίζεται σε πληροφορίες τρίτων είναι επιτακτική. Κατά την κρίση μας η πρόνοια αυτή έχει λάβει τον επιτακτικό χαρακτήρα εν όψει, κυρίως, της μεγάλης αποδεικτικής αξίας την οποία προσδίδουν στα πιστοποιητικά των Χωριτικών Αρχών οι Κτηματολογικές Υπηρεσίες. Με δεδομένη την αποδεικτική βαρύτητα τέτοιων πιστοποιητικών για τις Κτηματολογικές Υπηρεσίες θα ήταν άκρως ανασφαλές για τις τελευταίες να βασίζονται πάνω σε πιστοποιητικά τα οποία περιέχουν εξ ακοής πληροφορίες και να αποφασίζουν επί θεμάτων ιδιοκτησίας χωρίς να γνωρίζουν ποιοί είναι οι πληροφοριοδότες και χωρίς την πιστοποίηση του Κοινοτάρχη ότι αυτοί είναι πρόσωπα αξιόπιστα. Η απαίτηση του Νόμου για να κατανομάζονται οι πληροφοριοδότες έχει και μια άλλη σκοπιμότητα, η οποία συνδέεται με την δεκτικότητα των πιστοποιητικών ενώπιον των Δικαστηρίων. Τέτοια πιστοποιητικά, καθώς έχει νομολογηθεί, δεν είναι αποδεκτά από το Δικαστήριο επειδή περιέχουν εξ ακοής πληροφορίες (Βλ. Hassidoff (πιο πάνω) στη σελ. 239). Απόρροια αυτού του αποδεικτικού κανόνα είναι ότι το περιεχόμενο τους πρέπει να αποδεικνύεται με αποδεκτή μαρτυρία. Επομένως η αναφορά στους πληροφοριοδότες είναι απαραίτητη για να καθίσταται δυνατή η κλήση τους ενώπιον του δικαστηρίου.

Στην κρινόμενη περίπτωση αποτελεί κοινό τόπο ότι ο Κοινοτάρχης δεν είχε προσωπική γνώση των όσων διαλαμβάνονται στο πιστοποιητικό της Χωριτικής Αρχής και ότι το υπέγραψε αφού βασίσθηκε πάνω στις πληροφορίες που του έδωσε ο Αγροφύλακας. Τονίζεται ότι το πιστοποιητικό το ετοίμασε ο υπάλληλος του Κτηματολογίου. Παρά το γεγονός ότι το περιεχόμενο του πιστοποιητικού βασίζεται σε πληροφορίες τρίτου - του Αγροφύλακα - και επομένως τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 82(3) του Κεφ. 224, το πιστοποιητικό δεν έχει διατυπωθεί με τον τρόπο που προσδιορίζεται από εκείνο το άρθρο.

Στην Aradipioti v. Kyriakou and Others (1971) 1 C.L.R. 381 ο Κοινοτάρχης δεν είχε προσωπική γνώση των διαλαμβανομένων στο πιστοποιητικό αλλά πήρε πληροφορίες από τον πρώην Κοινοτάρχη. Κρίθηκε ότι η εγγραφή είχε ληφθεί εσφαλμένα.   Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

“... in the light of the evidence before the trial Judge that, the [*48]facts which were certified by the village authorities of Oroklini were not within their personal knowledge, we are of the view that the said certificate has been shown to be false and that the registration was wrongly obtained because it contravened the provisions of section 82(3) of the Immovable Property (Tenure, Registration and Valuation) Law, Cap. 224.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“... υπό το φως της μαρτυρίας ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι τα γεγονότα που πιστοποιήθηκαν από την χωριτική αρχή Ορόκλινης δεν ήταν εντός της προσωπικής τους γνώσης, έχουμε την άποψη ότι το πιστοποιητικό έχει αποδειχθεί ψευδές και ότι εσφαλμένα έχει εξασφαλισθεί η εγγραφή γιατι παραβίαζε τις πρόνοιες του άρθρου 82(3) του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224.”

Ομοίως και στην παρούσα περίπτωση θα πρέπει να θεωρηθεί ότι εσφαλμένα το Κτηματολόγιο προχώρησε στην εγγραφή του επίδικου κτήματος στο όνομα της Ουρανίας Λοΐζου με βάση το πιστοποιητικό, Τεκ. Β, το οποίο είχε διατυπωθεί κατά τρόπο αντίθετο με τον τρόπο που προδιαγράφεται από το άρθρο 82(3). Απομένει να εξεταστεί κατά πόσο η μαρτυρία του Κοινοτάρχη πλήρωσε το κενό και κατά πόσο μπορούσε να μεταφέρει στο δικαστήριο τη δήλωση του αγροφύλακα όπως είχε βρεί το πρωτόδικο δικαστήριο.

Παρά τον κανόνα που αποκλείει την εξ ακοής μαρτυρία το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αποδεκτή - όπως έχει ήδη υποδειχθεί - τη μαρτυρία του Κοινοτάρχη ο οποίος έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου την προφορική δήλωση του αποβιώσαντος αγροφύλακα. Έκρινε ότι αποτελούσε δήλωση αποβιώσαντος προσώπου, η οποία έγινε στη διάρκεια εκτέλεσης καθήκοντος, και εμπίπτει, επομένως, μέσα στις εξαιρέσεις του πιο πάνω κανόνα.

Στον Phipson on Evidence, 9η έκδοση, σελ. 301, ο σχετικός κανόνας διατυπώνεται ως πιο κάτω:

“DECLARATIONS, oral or written, made by deceased persons in the ordinary course of duty, contemporaneously with the facts stated and without motive to misrepresent, are admissible in proof of their contents.”

Σε ελληνική μετάφραση:

[*49]

“Δηλώσεις, προφορικές ή γραπτές, που έγιναν από αποβιώσαντα πρόσωπα στη διάρκεια εκτέλεσης του συνήθους καθήκοντος, ταυτόχρονα με τα γεγονότα που δηλώνονται και χωρίς κίνητρο για παραποίηση, είναι δεκτά για απόδειξη του περιεχομένου τους.”

Επεξηγείται από το ίδιο σύγγραμμα ότι:

“The declarations must have been made in the discharge of a duty to a third person; a mere personal custom, not involving responsibility, is insufficient (R. v. Worth, 4 Q.B. 132; Massey v. Allen, 13 Ch. D. 558; Trotter v. Maclean, 13 Ch. D. 574; Mills v. M., 36 T.L.R. 772; Simon v. Simon [1936] P. 17). It has been said, also, that the duty must not be a general one, involving a variety of acts that may change from time to time, but specific and twofold - i.e., to do a particular act and to record or report it when done (Smith v. Blakey, L.R. 2 Q.B. 326; Sturla v. Freccia, 5 App. Cas. 623; Lyell v. Kennedy, 56 L.T. 647).”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Οι δηλώσεις έπρεπε να είχαν γίνει κατά την εκπλήρωση καθήκοντος προς τρίτο πρόσωπο. Μια απλή προσωπική συνήθεια η οποία δεν συνεπάγεται ευθύνες δεν αρκεί (R. v. Worth, 4 Q.B. 132; Massey v. Allen, 13 Ch. D. 558; Trotter v. Maclean, 13 Ch. D. 574; Mills v. M., 36 T.L.R. 772; Simon v. Simon [1936] P. 17). Έχει επίσης ειπωθεί, ότι το καθήκο δεν πρέπει να είναι γενικό, και να συνεπάγεται ποικιλία πράξεων οι οποίες αλλάζουν από καιρού εις καιρό αλλά εξειδικευμένο και διττό, δηλαδή να γίνει μια πράξη και να καταγραφεί ή δηλωθεί όταν έγινε (Smith v. Blakey, L.R. 2 Q.B. 326; Sturla v. Freccia, 5 App. Cas. 623; Lyell v. Kennedy, 56 L.T. 647)”.

Σύμφωνα με τον Peter Murphy, “A practical approach to Evidence”, 4th Ed., 212:

“Declarations by persons since deceased are admissible if they consist of declarations of the acts of the maker of the statement which he owed a specific duty to record, and if the acts recorded were actually performed by him. The duty must be one owed by the maker to another.”

Σε ελληνική μετάφραση:

[*50]

“Δηλώσεις από πρόσωπα που έχουν πεθάνει είναι αποδεκτές αν συνιστούν δηλώσεις ή πράξεις του προσώπου που έχει προβεί στη δήλωση, αν είχε συγκεκριμένη υποχρέωση καταγραφής και αν οι πράξεις που καταγράφηκαν είχαν τελεσθεί από τον ίδιο. Η υποχρέωση πρέπει να οφειλόταν από το πρόσωπο που προέβηκε στη δήλωση σε κάποιο άλλο.”

Ο Adrian Keane στο βιβλίο του “The Modern Law of Evidence”, 2α έκδοση, καταγράφει 6 προϋποθέσεις δεκτικότητας:

“(1) First it must be shown that the deceased was under a duty not only to do the particular thing to which his declaration related but also to report or record it.

(2)   It must be shown that the duty was owed to another, rather than self-imposed.

(3)   The declaration must relate to acts done by the deceased and not by others.

(4)   The act must have been performed before the declaration was made.

(5)   The declaration must have been made more or less contemporareously with the performances of the act.

(6)   The declarant must have had no motive to misstate what occurred.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“(1) Πρέπει να καταδειχθεί ότι ο αποβιώσας είχε καθήκο όχι μόνο να τελέσει την συγκεκριμένη πράξη με την οποία σχετίζεται η δήλωση του, αλλά να την αναφέρει ή καταγράψει.

(2)   Πρέπει να καταδειχθεί ότι το καθήκο οφειλόταν προς κάποιον άλλο παρά να είναι αυτό - επιβαλλόμενο.

(3)   Η δήλωση πρέπει να σχετίζεται με πράξεις τις οποίες τέλεσε ο αποβιώσας και όχι άλλοι.

(4)   Η πράξη πρέπει να είχε τελεσθεί πριν γίνει η δήλωση.

(5)   Η δήλωση πρέπει να είχε γίνει κατά το μάλλον ή ήττον [*51]ταυτόχρονα με την τέλεση της πράξης.

(6)   Ο αποβιώσας δεν πρέπει να είχε κίνητρο να παραποιήσει τα όσα είχαν συμβεί.”

Στην Smith v. Blakey [1867] L.R. 2 Q.B. 326, 335, το ζήτημα έχει τεθεί ως πιο κάτω:

“We ought to be extremely cautious how we extend the exception which makes hearsay evidence against third persons. The general rule is that evidence ought to be on oath, and subject to cross-examination by the person against whom it is given. The admissibility of declarations by deceased persons is limited to a very few cases. And when an entry is said to be admissible, as made in the course of duty, it is not meant that every entry or statement which it is the duty of the deceased to make can be used in evidence against third persons: but the exception is limited to the case in which it was the duty of the deceased to do a particular thing and to record the fact of having done it.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Πρέπει να είμεθα εξαιρετικά προσεκτικοί ως προς το πως θα επεκτείνουμε την εξαίρεση η οποία επιτρέπει εξ ακοής μαρτυρία εναντίον τρίτων προσώπων. Ο γενικός κανόνας είναι ότι η μαρτυρία πρέπει να δίνεται ενόρκως, και να υπόκειται σε αντεξέταση από το πρόσωπο εναντίον του οποίου προσφέρεται. Η δεκτικότητα δηλώσεων από αποβιώσαντα πρόσωπα περιορίζεται σε πολύ ελάχιστες περιπτώσεις. Και οσάκις λέγεται ότι μια καταχώριση είναι δεκτή, επειδή έγινε στη διάρκεια εκτέλεσης καθήκοντος, δεν σημαίνει ότι η κάθε καταχώριση ή δήλωση την οποία ο αποβιώσας έχει καθήκο να κάμει μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν μαρτυρία εναντίον τρίτων προσώπων. Η εξαίρεση περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου ήταν καθήκο του αποβιώσαντος να τελέσει την συγκεκριμένη πράξη και να προβεί σε καταγραφή του γεγονότος της τέλεσης της.”

Στην Simon v. Simon [1936] P. 17 σε αίτηση διαζυγίου που ασκήθηκε από το σύζυγο, η σύζυγος τον κατηγόρησε για μοιχεία με κατονομαζόμενη γυναίκα η οποία κατά τον κρίσιμο χρόνο είχε εξεταστεί από γιατρό σε σχέση με την σεξουαλική της κατάσταση. Ο γιατρός είχε χορηγήσει πιστοποιητικό και έκαμε και σχετική σημείωση στα βιβλία του. Μετά το θάνατο του γιατρού επιχειρήθηκε η προσαγωγή του πιστοποιητικού και της σημείω[*52]σης κατά την ακρόαση της αγωγής του συζύγου. Κρίθηκε ότι τα περιστατικά της υπόθεσης δεν θεμελίωναν εξαίρεση στον γενικό κανόνα ο οποίος υπαγορεύει ότι η μαρτυρία πρέπει να δίνεται ενώπιον του δικαστηρίου και να υπόκειται σε αντεξέταση. Η εξαίρεση περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου ήταν καθήκο του αποβιώσαντος να τελέσει κάποια πράξη και αφού την τελέσει να προβεί σε καταγραφή του γεγονότος της τέλεσης της. Στην περίπτωση εκείνη δεν ήταν μέσα στα καθήκοντα του γιατρού να καταγράψει τα ευρήματα του και τα σχετικά έγγραφα δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτά.

Στην Mills v. Mills 36 T.L.R. 772 αποφασίσθηκε ότι οι δηλώσεις πρέπει να γίνονται κατ’ εφαρμογή νομοθετικών διατάξεων ή κάποιου δεσμευτικού επαγγελματικού κανόνα. Το θέμα έχει τεθεί ως πιο κάτω:

“Entries made by a doctor in his case book as to the nature of the complaint for which he treated a patient are not, after the death of the doctor who made them, admissible in evidence as entries made in the course of business in pursuance of a duty, at all events where he was not in partnership and did not make the entries in pursuance of any statutory rule or of any binding rule of the profession.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Καταχωρίσεις που έκαμε ένας γιατρός στο βιβλίο πελατών σε σχέση με τη φύση της πάθησης για την οποία είχε περιθάλψει κάποιο ασθενή, μετά το θάνατο του γιατρού δεν είναι δεκτές ως καταχωρίσεις που έγιναν στη διάρκεια της εργασίας κατ’ εφαρμογή καθήκοντος, εν πάση περιπτώσει όταν δεν είχε συνέταιρο και δεν έκαμε τις καταχώρισεις κατ’ εφαρμογή οποιουδήποτε νομοθετικού κανόνα ή κάποιου δεσμευτικού επαγγελματικού κανόνα.”

Βλέπουμε λοιπόν ότι το καθήκο καταγραφής της δήλωσης πρέπει να διέπεται από νομοθετικό κανόνα ή από κάποιο δεσμευτικό κανόνα του συγκεκριμένου επαγγέλματος.

Τα καθήκοντα και ευθύνες των Αγροφυλάκων διέπονται από τον περί Αγροφυλάκων Νόμο, Κεφ. 287. Δεν επιβάλλουν με κανένα τρόπο το καθήκο που έχει τελέσει ο αποβιώσας αγροφύλακας στην παρούσα περίπτωση. Δεν επιβάλλουν να παρευρίσκεται στις επιτόπιες εξετάσεις που διεξάγονται από το Κτηματο[*53]λόγιο και να προβαίνει σε δηλώσεις σχετικά με τα αποτελέσματα τους.  Δεν του επιβάλλουν να εκδίδει πιστοποιητικά δυνάμει του άρθρου 82(3) του Κεφ. 224. Το συγκεκριμένο καθήκο βαρύνει, σύμφωνα με το άρθρο 12(n) του περί Χωριτικών Αρχών Νόμου, Κεφ. 244 και το άρθρο 82 του Κεφ. 224, τις Χωριτικές Αρχές, χωρίς ο Νόμος να επιτρέπει εκχώρηση ή μεταβίβαση του.

Το γεγονός ότι ο αγροφύλακας είχε ορισθεί ως αντιπρόσωπος της Χωριτικής Αρχής κατά την επιτόπια εξέταση δεν καθιστά το συγκεκριμένο καθήκο ως καθήκο που έχει τελεσθεί κατ’ εφαρμογή νομοθετικού κανόνα ή κάποιου δεσμευτικού επαγγελματικού κανόνα. Δεν ήταν μέσα στα καθήκοντα του αγροφύλακα να τελέσει την πράξη έκδοσης του πιστοποιητικού και να προβεί σε καταγραφή του γεγονότος της τέλεσής της. Με άλλα λόγια δεν ήταν μέσα στα καθήκοντά του να παρευρεθεί στην επιτόπια εξέταση και να προβεί σε δήλωση για τα αποτελέσματα της (Βλ. Smith v. Blakey, L.R. 2 Q.B. 326). Ακολουθεί πως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για επίκληση του κανόνα που επιτρέπει την προσαγωγή της δήλωσης του αποβιώσαντα αγροφύλακα ως δήλωσης που έγινε στη διάρκεια εκτέλεσης καθήκοντος.  Η περί του αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένη.

Η εγγραφή του επίδικου κτήματος στο όνομα της Ουρανίας Λοΐζου κατέστη δυνατή λόγω του πιστοποιητικού της χωριτικής αρχής, Τεκ. Β. Σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο το κενό στο πιστοποιητικό καλύφθηκε από τη μαρτυρία του Κοινοτάρχη.  Ωστόσο το πρωτόδικο δικαστήριο πρόσθεσε στη συνέχεια:

“Αν ο κοινοτάρχης δεν προσερχόταν για προφορική μαρτυρία, η εξέλιξη της υπόθεσης θα έπαιρνε εντελώς διαφορετική τροπή. Όμως η ένορκη κατάθεση του δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ότι υπερκάλυψε το οποιοδήποτε πρόβλημα. A fortiori διότι ο κοινοτάρχης υπήρξε ένας απόλυτα αξιόπιστος μάρτυρας σε αντίθεση με άλλες υποθέσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω στις οποίες ούτε συμμόρφωση με το άρθρο 82(3) υπήρχε, ούτε αξιόπιστη ήταν η μαρτυρία.”

Μετά την πιο πάνω επισήμανση - ότι αν ο Κοινοτάρχης δεν προσερχόταν για προφορική μαρτυρία η εξέλιξη της υπόθεσης θα έπαιρνε εντελώς διαφορετική τροπή - το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έχει προσδιορίσει ποιά θα ήταν αυτή η τροπή. Η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η υπόθεση θα έπαιρνε εντελώς άλλη τροπή χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση ή συσχετισμό ή εύρημα αναφορικά με την ιδιοκτησία του κτήματος ισοδυναμεί με παρά[*54]λειψη χειρισμού ενός ζωτικού ζητήματος (Βλ. Χαραλάμπους κ.α. v. Ηλιάδης & Υιοί Λτδ. (1993) 1 Α.Α.Δ. 529) με αποτέλεσμα να ελλείπει η απαραίτητη δικαστική κρίση πάνω σ’ αυτό το ζωτικό ζήτημα (Βλ. Βασιλείου v. Μενελάου (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125).

Επειδή μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν ως προς το ποιά θα ηταν η εντελώς νέα τροπή και ποιά θα ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τα επίδικα θέματα, και επειδή το κενό που έχει σημειωθεί είναι εξ αντικειμένου αδύνατο να πληρωθεί με την επίκληση των εξουσιών που παρέχονται στο Εφετείο, θα πρέπει να διαταχθεί επανεκδίκαση (Βλ. Αντωνίου v. Μάρκου (1992) 1 Α.Α.Δ. 591).

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο μέλος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της νέας δίκης.

H έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο