Kαλφοπούλου Aσπασία (1998) 1 ΑΑΔ 55

(1998) 1 ΑΑΔ 55

[*55]21 Ιανουαρίου, 1998

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΥΣ ΑΝΗΛΙΚΟΥΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗ ΛΟΪΖΟΥ

ΚΑΙ

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΣΠΑΣΙΑΣ

ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΥ ΩΣ ΜΗΤΕΡΑΣ, ΝΟΜΙΜΗΣ ΚΗΔΕΜΟΝΟΣ ΚΑΙ ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΗΣ ΦΙΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ ΑΝΗΛΙΚΩΝ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ ΛΟΪΖΟΥ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ

ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS AD SUBJICIENDUM ΣΕ

ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΑ ΕΙΡΗΜΕΝΑ ΑΝΗΛΙΚΑ ΤΕΚΝΑ ΤΗΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ ΛΟΪΖΟΥ.

(Aίτηση Aρ. 100/97)

 

Προνομιακά εντάλματα — Habeas Corpus — Αίτηση από μητέρα ανηλίκων, για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus, για επανάκτηση της γονικής μέριμνας.

Προνομιακά εντάλματα — Habeas Corpus — Ιστορική αναδρομή — Διαδικασία έκδοσης του εντάλματος — Ποίος μπορεί να υποβάλει αίτηση — Υπαλλακτική θεραπεία — Έκδοση του εντάλματος στην Κύπρο — Έκδοση του εντάλματος σε περιπτώσεις ανηλίκων — Εφαρμοστέες αρχές — Εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία.

Προνομιακά εντάλματα — Habeas Corpus — Αρχή του Δεδικασμένου — Απόφαση για το ίδιο ζήτημα, εκδοθείσα εναντίον του ιδίου προσώπου από αλλοδαπό Δικαστήριο — Εμποδίζει την έκδοση απόφασης για το ίδιο ζήτημα εναντίον του ιδίου προσώπου από κυπριακό Δικαστήριο.

Προνομιακά εντάλματα — Habeas Corpus — Καταχώρηση πανομοιότυπων αιτήσεων — Κατάχρηση δικαιοδοσίας.

Mαρτυρία — Μαρτυρία ανήλικου τέκνου (που έχει ωριμότητα να διαμορφώσει γνώμη) αναφορικά με τις επιθυμίες του ως προς την επιμέλεια και φροντίδα του προσώπου του, σε υπόθεση διεκδίκησης της επανάκτησης της επιμέλειας και φροντίδας του τέκνου από τη μητέρα — Πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν από το Δικαστήριο.

[*56]Οικογενειακό Δίκαιο — Σχέσεις γονέων και τέκνων — Γονική μέριμνα — Ασκείται από κοινού και από τους δύο γονείς — Πότε οι γονείς χάνουν το δικαίωμα της γονικής μέριμνας — Τι πρέπει να εξετάζει το Δικαστήριο προτού αποφασίσει να αναθέσει τη γονική μέριμνα στον ένα εκ των δύο γονέων — Η συνεκτίμηση της γνώμης του ανηλίκου είναι υποχρεωτική — Το συμφέρον και η ευημερία του ανηλίκου συνιστούν παράγοντες ύψιστης σημασίας.

Δεδικασμένο (Res judicata) — Yπό ποίες προϋποθέσεις προηγούμενη δικαστική απόφαση συνιστά δεδικασμένο — Η εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι η απόφαση βασίζεται σε άλλη απόφαση ξένου Δικαστηρίου.

Δικαστήρια — Κατάχρηση δικαιοδοσίας — Επιδίωξη όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων — Υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο για τη διατήρηση της αξιοπιστίας και του κύρους της δικαστικής διαδικασίας ως του μέσου εφαρμογής του δικαίου.

Λέξεις και Φράσεις — Habeas Corpus.

H αιτήτρια που κατάγεται από την Ελλάδα τέλεσε πολιτικό γάμο στις 23.2.84 στη Θεσσαλονίκη με τον Αντρέα Λοΐζου, φοιτητή από την Κύπρο.  Από το γάμο τους απέκτησαν δύο παιδιά ένα αγόρι ηλικίας σήμερα 12 1/2 χρονών και ένα κορίτσι ηλικίας σήμερα 11 1/2 χρονών.  Τον Ιούνιο του 1992 το ζεύγος έστειλε τα παιδιά να μείνουν με τη γιαγιά τους στην Πάφο. Το αγόρι ήταν τότε 9 χρονών και το κορίτσι 8 χρονών. Ένα μήνα αργότερα ήλθε στην Κύπρο και ο πατέρας για να παραμείνει και να εργαστεί στην Κύπρο, με στόχο να βοηθήσει με τα εισοδήματά του την αποπληρωμή χρεών που δημιούργησαν από την επιχείρηση διακοσμητικών ειδών στην Ελλάδα. Στις 10.12.95 ο πατέρας έχασε τη ζωή του σε τροχαίο ατύχημα και τα παιδιά παρέμειναν στο ιδιόκτητο σπίτι της γιαγιάς που λίγους μήνες προηγουμένως, έχασε και το σύζυγό της. Όταν η μητέρα ήλθε στην Κύπρο για την κηδεία του συζύγου της, καταχώρησε αίτηση διεκδικώντας τη γονική μέριμνα των παιδιών της, την οποία αργότερα απέσυρε. Το 1997 αίτηση για επιστροφή των παιδιών της απορρίφθηκε και καταχώρησε έφεση η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί.

Η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ο λόγος που παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη ήταν για να αποφύγει την πώληση του σπιτιού της, αφού είχε εκδοθεί διάταγμα κατάσχεσης του για την αποπληρωμή χρεών.  Αναφορικά με την άρνηση των παιδιών να την ακολουθήσουν πρόβαλε ότι αυτά επηρεάστηκαν από την αρνητική εικόνα που η γιαγιά τους καλλιέργησε για το πρόσωπό της.

[*57]Η καθ’ ης η αίτηση ισχυρίστηκε ότι εκείνη προέτρεψε το ζεύγος να παντρευτεί, έστω και με πολιτικό γάμο, για να μη γεννηθεί νόθο το πρώτο τους παιδί.  Επίσης, ότι παρά τους ενδοιασμούς που είχε, λόγω της επιθυμίας της ο γυιός της να παντρευτεί με Κυπρία, αποφάσισε να δεχθεί την αιτήτρια ως μέλος της οικογένειάς της.

Τα παιδιά προέβηκαν σε κοινή ένορκη δήλωση χωρίς όμως να αντεξεταστούν επί του περιεχομένου της, στην οποία έκφραζαν την επιθυμία τους να συνεχίσουν να παραμένουν με τη γιαγιά τους.

Η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα αίτηση για έκδοση διατάγματος Habeas Corpus με το οποίο να διατάσσεται η γιαγιά να παρουσιάσει τα ανήλικα τέκνα της αιτήτριας στο Ανώτατο Δικαστήριο για να παραδοθούν στην αιτήτρια.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Το ένταλμα Habeas Corpus είναι προνομιακό ένταλμα το οποίο διασφαλίζει την ελευθερία του ατόμου. Το ένταλμα χρονολογείται από τα πρώτα στάδια της διαμόρφωσης του Αγγλικού δικαίου και συγκεκριμένα πριν την υιοθέτηση της Magna Carta το 1215 και έδιδε το δικαίωμα στο Βασιλιά να εξετάζει με ένδικο μέσο τους λόγους αποστέρησης της προσωπικής ελευθερίας του πολίτη.

2. Αρχικά τα εντάλματα εκδίδονταν σύμφωνα με τις αρχές του Κοινοδικαίου, αλλά σταδιακά υπήρξαν διάφορες νομοθετικές παρεμβάσεις σε μια προσπάθεια εξουδετέρωσης μεθόδων που μπορούσαν να καθυστερήσουν, ακόμα και να αποφύγουν την εφαρμογή της διαδικασίας έκδοσης του εντάλματος.

3. Το 1628 εγκρίθηκε το Petition of Right που αφαίρεσε την εξουσία από το Βασιλιά να διατάζει τη φυλάκιση με ειδικό διάταγμα (per special mandatum) χωρίς να προβάλλει ικανοποιητικούς λόγους.

4. Η διαδικασία έκδοσης του εντάλματος διέπεται από τους Αγγλικούς Δικονομικούς Κανόνες (Διαταγή 54, θ.1 των Rules of the Supreme Court in England). Αρχικά καταχωρείται μια μονομερής αίτηση (ex parte application) που συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του αιτητή για να δώσει στο Δικαστήριο την ευχέρεια να εξετάσει κατά πόσο υπάρχουν ικανοποιητικοί λόγοι που θα επιτρέψουν μια πλήρη ακρόαση (R.S.C. O.59, r.14). Η αίτηση επιδίδεται στην άλλη πλευρά η οποία καταχωρεί ένσταση με ένορκη δήλωση με τα περιστατικά που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κράτηση και το Δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της αίτησης για να αποφασίσει κατά πόσο [*58]ο κρατούμενος πρέπει να αφεθεί ελεύθερος. Το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να προβεί στην αμεση έκδοση του διατάγματος χωρίς να διατάξει επίδοση της αίτησης.

5. Ο κρατούμενος ή αν αυτό δεν είναι δυνατό, οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο για λογαριασμό του, μπορεί να υποβάλει τη σχετική αίτηση.

6. Όταν ο κρατούμενος φαίνεται ότι δίνει τη συγκατάθεσή του για την ισχυριζόμενη κράτησή του, ένα τρίτο πρόσωπο δεν μπορεί να ζητήσει την απελευθέρωσή του.

7. Απόλυτο κώλυμα στην έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, συνιστά η ύπαρξη μιας υπαλλακτικής θεραπείας όπως είναι π.χ. η διαδικασία έφεσης.

8. Ο αιτητής φέρει το βάρος απόδειξης μιας εκ πρώτης όψεως υπόθεσης που δημιουργεί ερωτηματικά ως προς την νομιμότητα της κράτησής του. Όπου εγείρονται επίδικα θέματα γεγονότων, το βάρος αποδείξεως ότι η κράτηση είναι δικαιολογημένη, μετατίθεται στους ώμους του καθ’ ου η αίτηση, που καλείται να δικαιολογήσει την κράτηση.

9. Το ένταλμα μπορεί να εκδοθεί, όχι μόνο εναντίον κρατικών τμημάτων αλλά και εναντίον ιδιωτών.

10.     Το πρόσωπο που έχει τη γονική μέριμνα ανηλίκου, μπορεί να την επανακτήσει όταν ο ανήλικος κρατείται παράνομα από ένα τρίτο πρόσωπο ή ίδρυμα.

11.     Η ηλικία του ανηλίκου πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν και όταν έχει φτάσει σε ηλικία που μπορεί να αποφασίζει, το Δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τις επιθυμίες του ανηλίκου. Αυτό συνάγεται ευθέως από τις πρόνοιες του Άρθρου 6(3) του Νόμου 216/90.

12.     Στην παρούσα περίπτωση η αιτήτρια, που είχε το βάρος να αποδείξει ότι τα παιδιά κρατούνται παράνομα και παρά τη θέλησή τους από τη γιαγιά, δεν έπεισε το Δικαστήριο για το βάσιμο των ισχυρισμών της.

13.     Το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε από τις απαντήσεις των παιδιών, ότι δεν κατακρατούνται από τη γιαγιά, αλλά ζουν μαζί της με τη δική τους συγκατάθεση και επιθυμούν να παραμείνουν μαζί της.  Το ίδιο συμπέρασμα εξάγεται και από τις μαρτυρίες των Κύπριων Κοινωνικών Λειτουργών.

[*59]14.         Οι ενστάσεις που υπέβαλε η καθ’ ης η αίτηση, περί δεδικασμένου και κατάχρησης εξουσίας είναι ορθές και τεκμηριώνονται από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Η εισήγηση όμως περί ύπαρξης υπαλλακτικής λύσης για ικανοποίηση του αιτήματος της αιτήτριας και συγκεκριμένα η δυνατότητα που είχε να προσφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου ζητώντας την ίδια θεραπεία που επιζητεί με την έκδοση του επίδικου εντάλματος, δεν ευσταθεί ενόψει του Άρθρου 2 του Νόμου 216/90 (όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 60(Ι)/95).

Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Aeroporos a.o. (1988) 1 C.L.R. 302,

Greene v. Secretary of State [1941] 3 All E.R. 368,

Witte [1853] 13 C.B. 680,

R. v. Greene [1941] 57 T.L.R. 533,

A.B. [1905] 9 C.C.C. 390,

Χατζησάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102,

R. v. Raynolds [1795] G.T.R. 497,

R. v. Clarke [1762] 3 Burr. 1362,

R. v. Inland Revenue Commissioners [1884] 12 Q.B.D. 461,

Wolverhampton Water Works v. Hawkesford [1859] 6 C.B. (NS) 336,

R. v. Commanding Officer of Morn Hill Camp., Ex parte Ferguson [1917] 1 K.B. 176,

Middlessex Sheriff’s Case [1840] 11 A and E 273,

Ahsan [1969] 2 Q.B. 222,

R. v. Secretary of State for the Home Department, Ex parte Mughal [1973] 3 W.L.R. 647,

Somersett’ s Case [1772] 20 St. Tr. 1,

[*60]Demosthenous (1967) 1 C.L.R. 186,

Barnardo v. Ford [1892] A.C. 326,

R. v. Clarke [1857] 7 E + B 186,

McClellan [1831] 1 Dowt. 81,

R. v. Greenhill, 4 Ad. and El. 313,

Agar-Ellis [1883] 24 Ch.D. 317,

R. v. Howes, 3 El. & El. 332,

R. v. Barardo [1891] 1 Q.B. 194,

R. v. Greenhill, 4 Ad. & El. 624,

Stylianou v. Stylianou (1988) 1 C.L.R. 520,

Στυλιανού v. Στυλιανού (1993) 1 Α.Α.Δ. 130,

Townsend v. Bishop [1939] 1 All E.R. 805,

Concha v. Concha [1886] 11 App. Cas. 541,

Williams and Glyn’s Bank Plc κ.ά. v. Πλοίου Maria (1992) 1 A.A.Δ. 309,

Constantinides v. Εkdotiki Eteria Vima Ltds a.o. (1983) 1(A) C.L.R. 348,

Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ.2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 248,

Reichel v. Magrath, 14 App. Cas. 665.

Aίτηση.

Aίτηση με την οποία η αιτήτρια ζητά την έκδοση εντάλματος  Habeas Corpus με το οποίο να διατάσσεται η Nίκη Λοΐζου να παρουσιάσει τα ανήλικα παιδιά της αιτήτριας στο Aνώτατο Δικαστήριο για να της παραδοθούν.

Ε. Βραχίμη με Λ. Βραχίμη, για την Αιτήτρια.

Α. Ευτυχίου, για την Καθ’ ης η Αίτηση.

[*61]Λ. Ζαννέτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα.

Cur. adv. vult.

HΛIAΔHΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση η αιτήτρια (μητέρα) ζητά την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus με το οποίο να διατάσσεται η Νίκη Λοΐζου (γιαγιά) από την Πάφο να παρουσιάσει τα ανήλικα παιδιά της αιτήτριας Κωνσταντίνο (ηλικίας σήμερα 13 χρονών και 11 μηνών) και Ελένη Λοΐζου (ηλικίας σήμερα 12 χρονών και 11 μηνών) στο Ανώτατο Δικαστήριο για να παραδοθούν στην αιτήτρια.

(Α) ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Τα γεγονότα της υπόθεσης σε μεγάλο βαθμό είναι αδιαμφισβήτητα. Η αιτήτρια που κατάγεται από την Ελλάδα παντρεύτηκε με πολιτικό γάμο στις 23/2/84 στη Θεσσαλονίκη, ενώ διένυε τα τελευταία στάδια της εγκυμοσύνης της, τον Αντρέα Λοΐζου από την Κύπρο που είχε μεταβεί στην Ελλάδα για να αποκτήσει το πτυχίο του Καθηγητή Σωματικής Αγωγής. Από το γάμο τους απέκτησαν δύο παιδιά. Τον Κωνσταντίνο που γεννήθηκε στις 28/2/84 (ηλικίας σήμερα 12½ χρονών) και την Ελένη που γεννήθηκε στις 12/2/85 (ηλικίας σήμερα 11½ χρονών). Το ζεύγος ασχολείτο με την κατασκευή και εμπορία διακοσμητικών ειδών αλλά επειδή η επιχείρηση αντιμετώπιζε διάφορα οικονομικά προβλήματα, τον Ιούνιο του 1992 έστειλαν τα δύο παιδιά για να μείνουν με τη γιαγιά τους στην Πάφο. Ο Κωνσταντίνος ήταν τότε 9 χρονών και η Ελένη 8 χρονών. Ένα μήνα αργότερα επέστρεψε στην Κύπρο και ο πατέρας τους για να παραμείνει και να εργαστεί ως Καθηγητής Σωματικής Αγωγής και με τα εισοδήματα του να βοηθήσει την αποπληρωμή των χρεών που είχαν δημιουργηθεί από την επιχείρηση στην Ελλάδα. Δυστυχώς όμως ο πατέρας σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα στις 10/12/95 και τα παιδιά παρέμειναν στο ιδιόκτητο σπίτι της γιαγιάς που είχε χάσει και αυτή εκτός από το γιό της και τον άντρα της λίγους μήνες πριν, στις 6/7/95. Όταν η μητέρα ήλθε στην Κύπρο για την κηδεία του συζύγου της κατεχώρισε την υπ’ αριθμό 48/95 αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο Πάφου για τη γονική μέριμνα των παιδιών της, την οποία όμως αργότερα απέσυρε. Ακολούθως η αιτήτρια κατεχώρισε την 82/97 αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου για την επιστροφή των παιδιών της η οποία απορρίφθηκε στις 31/7/97. Εναντίον της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης η αιτήτρια κατεχώρισε στις 8/8/97 την υπ’ αριθμό 10035 πολιτική έφεση, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί.

[*62](α)           Η θέση της αιτήτριας

Είναι η θέση της αιτήτριας ότι οι σχέσεις της με την καθ’ης η αίτηση δεν ήταν καλές γιατί αυτή δεν ενέκρινε το γάμο του γιού της με την αιτήτρια.  Μετά τον πολιτικό γάμο που έλαβε χώρα στις 23/2/84 η αιτήτρια και ο σύζυγός της, που ήταν Καθηγητής Φυσικής Αγωγής, ασχολήθηκαν με επιχείρηση εμπορίας και κατασκευής διακοσμητικών ειδών στη Θεσσαλονίκη. Τον Ιούνιο του 1992 έστειλαν τα παιδιά τους στη γιαγιά τους στην Κύπρο για διακοπές. Ένα μήνα αργότερα ήλθε στην Κύπρο και ο πατέρας των παιδιών, ο οποίος το Σεπτέμβριο διεμήνυσε στην αιτήτρια την απόφαση του να μείνει στην Κύπρο μόνιμα με τα παιδιά και να εργαστεί ως Καθηγητής Φυσικής Αγωγής βοηθώντας την οικονομικά για την αποπληρωμή των χρεών της επιχείρησης. Η αιτήτρια παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη για να αποφύγει την πώληση του σπιτιού της, αφού είχε εκδοθεί διάταγμα κατάσχεσης του για την αποπληρωμή χρεών. Το Δεκέμβριο του 1995 η αιτήτρια ήλθε στην Κύπρο για να παραστεί στην κηδεία του συζύγου της που σκοτώθηκε σε δυστύχημα και προς τούτο παρέμεινε μέχρι τον Ιανουάριο του 1996 στο σπίτι της γιαγιάς. Όταν ζήτησε να επιστρέψει στην Ελλάδα με τα παιδιά, η γιαγιά την εξεδίωξε από το σπίτι.  Ακολούθως η αιτήτρια έλαβε διάφορα δικαστικά μέτρα διεκδικώντας την επιστροφή των παιδιών της. Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η γιαγιά είχε καλλιεργήσει μια αρνητική εικόνα για το πρόσωπο της μητέρας. Τα παιδιά αρνούνται να ακολουθήσουν τη μητέρα τους γιατί ζουν κάτω από ένα συνεχή εκβιασμό και πλύση εγκεφάλου από τη γιαγιά σε βαθμό που δεν μπορούν να σχηματίσουν τη δική τους άποψη και προσωπική αντίληψη για το τι επιβάλλει το συμφέρον τους.

(β)       Η θέση της καθ’ης η αίτηση

Η καθ’ης η αίτηση ανέφερε ότι από τη σχέση που είχε ο γιός της (που σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη για την απόκτηση του πτυχίου της Φυσικής Αγωγής) με την αιτήτρια που ήταν ζωντοχήρα, η τελευταία έμεινε έγκυος.  Για να μη γεννηθεί το παιδί νόθο, η καθ’ης η αίτηση τους προέτρεψε να παντρευτούν έστω και με πολιτικό γάμο.  Ο πολιτικός γάμος έγινε στις 23/2/84 και η αιτήτρια γέννησε μερικές μέρες μετά, στις 28/2/84. Παρά τους ενδοιασμούς που είχε αφού ήθελε ο γιός της να παντρευτεί Κυπρία, η καθ’ης η αίτηση απεφάσισε να τη δεχθεί ως μέλος της οικογένειάς της.

Το καλοκαίρι του 1992 τα παιδιά ήλθαν στην Κύπρο και έμειναν μαζί της. Μετά από ένα μήνα ήλθε και ο πατέρας στην Κύπρο, [*63]ο οποίος έκτοτε βρισκόταν σε διάσταση με τη σύζυγό του. Ο τελευταίος ζήτησε από την αιτήτρια αν αγαπούσε τα παιδιά της να πωλήσει ό,τι μπορούσε να πωλήσει στην Ελλάδα και να έλθει να μείνει στην Κύπρο μαζί με την οικογένειά της, αλλά αυτή αρνήθηκε. Η καθ’ης η αίτηση έχασε το σύζυγό της τον Ιούλιο του 1995 και το γιό της το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου. Η αιτήτρια ήλθε στην Κύπρο για την κηδεία του συζύγου της και όταν ζήτησε να πάρει τα παιδιά πίσω μαζί της στη Θεσσαλονίκη, αυτά αρνήθηκαν να την ακολουθήσουν. Η αιτήτρια κατεχώρισε αρχικά μια αίτηση για την επιστροφή των παιδιών, την οποία αργότερα απέσυρε και ακολούθως κατεχώρισε την υπ’ αριθμό 82/97 αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου για την εγγραφή της απόφασης 1349/97 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που διέτασσε την επιστροφή των παιδιών στην αιτήτρια, η οποία απορρίφθηκε. Εναντίον της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου έχει ασκηθεί έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, η ακρόαση της οποίας εκκρεμεί.

Τα δύο παιδιά προέβηκαν σε μία κοινή ένορκη δήλωση και για ευνόητους λόγους (και πολύ ορθά κατά την κρίση του Δικαστηρίου) δεν αντεξετάστηκαν πάνω στο περιεχόμενο των όσων αναφέρουν στην ένορκη δήλωσή τους.  Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το περιεχόμενο της πιο πάνω ένορκης δήλωσης.

“1. Είμαστε τα παιδιά της Ασπασίας Καλφοπούλου-Λοΐζου από Ελλάδα και του Αντρέα Λοΐζου που πέθανε σε αυτοκινητικό δυστύχημα στις 10/12/95.

 2. Η Νίκη Λοΐζου από Πάφο είναι η γιαγιά μας.

 3. Από τον Ιούνιο του 1992 διαμένουμε στην οικία της πιο πάνω γιαγιάς μας η οποία μας φροντίζει και περιποιείται.

 4. Επιθυμούμε και θέλουμε να συνεχίσουμε να διαμένουμε με τη γιαγιά μας η οποία μας ανάγιωσε, μεγάλωσε και μας φροντίζει όλα τα χρόνια.

 5. Δεν θέλουμε να επιστρέψουμε στη μητέρα μας.”

Προς υποστήριξη των θέσεων της αιτήτριας καταχωρήθηκαν ένορκες δηλώσεις από την αιτήτρια και τη Γεωργία Βασιλείου που συνόδευσε την αιτήτρια στις 12/9/97 σε μια επίσκεψη στο σπίτι που διέμεναν τα ανήλικα παιδιά της αιτήτριας στην Πάφο. Οι πιο πάνω αντεξετάστηκαν πάνω στο περιεχόμενο των ενόρ[*64]κων δηλώσεών τους. Κατέθεσε επίσης και αντεξετάστηκε η Κωνσταντινιά Πέτρου, Κοινωνική Λειτουργός του Τμήματος Κοινωνικών Υπηρεσιών Ελλάδας. Η καθ’ης η αίτηση αντεξετάστηκε πάνω στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσής της, όπως επίσης και η Ελένη Δαγκλή, Κοινωνική Λειτουργός του Επαρχιακού Γραφείου Ευημερίας Πάφου, που είχε προσωπικές επαφές με τα παιδιά από τις 26/6/97 μέχρι 10/7/97 και η Μαρία Μονογιού, Κοινωνική Λειτουργός του Επαρχιακού Γραφείου Ευημερίας Πάφου, που είχε προσωπικές επαφές τόσο με τη μητέρα, όσο και με τη γιαγιά και τα παιδιά.

(Β) Η ΝΟΜΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ

(α) Ιστορική προέλευση

Το ένταλμα Habeas Corpus ad Subjiciendum που είναι γνωστό ως Habeas Corpus, είναι ένα προνομιακό ένταλμα το οποίο διασφαλίζει την ελευθερία του ατόμου. Οι λέξεις Habeas Corpus σημαίνουν “να έχεις το σώμα” (have the body) και το προνομιακό της φύσης του εντάλματος αποδίδεται στην εξάσκηση των προνομίων που είχε ο Βασιλιάς ως “Πηγή δικαιοσύνης” (Fountain of justice) για να διασφαλίζει και να προστατεύει την ελευθερία των πολιτών. Το ένταλμα που εμφανίστηκε κατά τα πρώτα στάδια της διαμόρφωσης του Αγγλικού δικαίου, και πιο συγκεκριμένα πριν από την υιοθέτηση της Magna Carta το 1215 (Hale’s “History of Criminal Law”, 33 Ed. 1), έδινε το δικαίωμα στο Βασιλιά να εξετάζει με ένδικο μέσο τους λόγους για τους οποίους ένας πολίτης είχε αποστερηθεί του δικαιώματος της προσωπικής του ελευθερίας.  Οπως περιγράφει το ένταλμα ο Blackstone,

“The great and efficacious writ, in all manner of illegal confinement, is that of habeas corpus ad subjiciendum, directed to the person detaining another, and commanding him to produce the body of the prisoner, with the day and cause of his caption and detention, ad faciendum, subjiciendum et recipiendum, to do, submit to and receive whatsoever the judge or court awarding such writ shall consider in that behalf ..... for the King is at all times entitled to have an account, when the liberty of any subjects is restrained, whenever that restraint may be inflicted.”

(Blackstone’s Commentaries 131)

Για τη φύση και προεκτάσεις του εντάλματος ο Durga Basu αναφέρει στο βιβλίο του “Commentary on the Constitution of [*65]India”, (5η Έκδοση, 3ος Τόμος, σελ. 438) τα πιο κάτω:

“The writ of habeas corpus ad subjiciendum is a prerogative writ by which the cause and validity of detention (civil or criminal) of a subject are investigated by the High Court, at the instance of the prisoner or of somebody on his behalf.  It is issued in the form of an order calling upon the person, who has detained another, whether in prison or in private custody, to “have the body” of that other before the Court, in order to let the Court know on what ground the latter has been confined, and thus to give the Court an opportunity of dealing with him as the law may require.”

Θεωρητικά το ένταλμα μπορούσε να πάρει διάφορες μορφές (Habeas Corpus testificandum: για τη μεταφορά καταδίκων για να καταθέτουν σαν μάρτυρες), Habeas Corpus ad respondendum: για τη μεταφορά καταδίκων για να απαντήσουν σε ποινικές κατηγορίες), (Habeas Corpus ad deliberandum et recepiendum: για τη μεταφορά καταδίκων από ένα μέρος κράτησης σε άλλο για σκοπούς εκδίκασης μιας υπόθεσης), Habeas Corpus ad satisfaciendum, Habeas Corpus ad prosequendum και Habeas Corpus ad faciendum et recipiendum, ανάλογα με τη θεραπεία που εζητείτο, αλλά σταδιακά παρέμειναν σε χρήση τα εντάλματα Αd subjiciendum, Τestificandum και Respondendum ενώ τα υπόλοιπα περιέπεσαν σε αχρησία.

Αρχικά τα εντάλματα εκδίδονταν σύμφωνα με τις αρχές που είχαν καθιερωθεί με την εξέλιξη του Κοινοδικαίου, αλλά σταδιακά υπήρξαν διάφορες νομοθετικές παρεμβάσεις σε μια προσπάθεια εξουδετέρωσης μεθόδων που μπορούσαν να καθυστερήσουν, ακόμα και να αποφύγουν την εφαρμογή της διαδικασίας έκδοσης του εντάλματος, όπως π.χ. η μετακίνηση κρατουμένων από μια φυλακή σε άλλη ακόμα μέχρι και τη Σκωτία για να μην πραγματοποιηθεί η επίδοση του εντάλματος, ποιό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει μια αίτηση, κατά πόσο το ένταλμα μπορούσε να εκδοθεί ενώ τα Δικαστήρια ήταν κλειστά λόγω διακοπών και ο πιθανός επηρεασμός των Δικαστών από την Εκτελεστική εξουσία. (Ίδε Habeas Corpus Act 1679 (για ποινικές υποθέσεις) και Habeas Corpus Act 1816 (για μη ποινικές υποθέσεις)). Ειδικότερα για τον τελευταίο λόγο, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Sir Thomas Darnel, όπως την περιγράφει ο Lord Denning στο βιβλίο του “Landmarks in the Law” σ. 213:

“The law says that no man is to be imprisoned except by judgment of the King’s courts or whilst awaiting trial by them. [*66]This freedom is safeguarded by the most famous writ in England, the writ of habeas corpus. Whenever any man in England is detained against his will, not by sentence of the King’s courts, but by anyone else, then he or anyone on his behalf is entitled to apply to any of the judges of the High Court to determine whether his detention is lawful or not. The court will then, by this writ, command the gaoler or whoever is detaining him, to bring him before the court; and, unless the detention is shown to be lawful, the court will at once set him free.

This was always so. In 1627, when the Executive Government cast Sir Thomas Darnel and four other knights into prison because they would not subscribe money for the King, the Court of King’s Bench, to its disgrace, held that if a man were committed by command of the King he was not to be delivered by habeas corpus. Those were the evil days when the judges took their orders from the executive.  But the people of England overthrew the Government which so assailed their liberties, and passed statutes which gave the writ its present power.  Never thereafter have the judges taken their orders from anyone.”

Η απόφαση στην υπόθεση Darnel οδήγησε το 1628 στην έγκριση του Petition of Right που καθιστούσε την πιο πάνω απόφαση άκυρη αφού ο Βασιλιάς δεν θα μπορούσε πλέον να φυλακίζει με ειδικό διάταγμα (per special mandatum) χωρίς να προβάλλει ικανοποιητικούς λόγους.

(β)       Διαδικασία έκδοσης του εντάλματος

Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση In Re Aeroporos (1988) 1 C.L.R. 302 η διαδικασία έκδοσης του εντάλματος διέπεται από τους Αγγλικούς Δικονομικούς Κανόνες που είναι η Διαταγή 54, θεσμός 1 των Rules of the Supreme Court in England. (Ιδε The Supreme Court Practice 1979 V.1 835 που αντιστοιχεί στη Διαταγή 59, θεσμό 14 των παλαιών Rules of the Supreme Court in England. (The Annual Practice 1956). Ίδε επίσης Halsbury’s Laws of England, 3rd Edition, r. 11, para 64). Το δικαίωμα καταχώρισης μιας αίτησης διασφαλίζεται με τις αρχές του Κοινοδικαίου άνκαι έχει επιβεβαιωθεί και νομοθετικά. Αρχικά καταχωρείται μια μονομερής αίτηση (ex parte application) που συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση του αιτητή για να δώσει στο Δικαστήριο την ευχέρεια να εξετάσει κατά πόσο υπάρχουν ικανοποιητικοί λόγοι που θα επιτρέψουν μια πλήρη ακρόαση. (R.S.C. O.59, r.14). Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Greene v. Secretary of State [1941] 3 All [*67]E.R. 368), το Δικαστήριο σε μια αίτηση για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus θα πρέπει να εξετάσει δύο ερωτήματα:

“The first question ... in any Habeas Corpus is whether a prima facie case is shown by the applicant that his freedom is unlawfully interfered with, and the next step is to determine if the return is good and sufficient.”

Αν το Δικαστήριο είναι ικανοποιημένο ότι υπάρχει ενώπιον του μια συζητήσιμη υπόθεση, τότε η αίτηση αναβάλλεται για να δοθεί η ευχέρεια στο πρόσωπο που κατακρατεί τον αιτητή ή στα πρόσωπα που έχουν συμβάλει στην κατακράτηση του αιτητή, να προβάλουν τις δικές τους θέσεις. Όμως πρέπει να τονιστεί ότι το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να προβεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις στην άμεση έκδοση του διατάγματος χωρίς να δώσει οδηγίες για την επίδοση της αίτησης, αν το θεωρήσει ορθό όπως π.χ. στην περίπτωση κράτησης ενός ανηλίκου όταν υπάρχει κίνδυνος ότι ο καθ’ ου η αίτηση θα εγκαταλείψει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για να αποστερήσει από τον αιτητή τη θεραπεία που ζητείται. (Ex parte Witte 1853 13 C.B. 680). Η ένσταση που καταχωρείται από τον καθ’ου η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση που αναφέρει τα περιστατικά που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κράτηση και το Δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της αίτησης για να αποφασίσει κατά πόσο ο κρατούμενος πρέπει να αφεθεί ελεύθερος.

(γ)  Ποιος μπορεί να υποβάλει αίτηση

Οποιοδήποτε πρόσωπο έχει φυλακιστεί ή έχει κρατηθεί παράνομα μπορεί να ζητήσει την έκδοση του εντάλματος.  Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται από δικηγόρο εκτός αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι που θα επιτρέψουν στον αιτητή να χειριστεί ο ίδιος προσωπικά την υπόθεση του. Όπως έχει λεχθεί από το Δικαστή Humphreys στην υπόθεση R. v. Greene [1941] 57 T.L.R. 533,

“We think that no applicant for a writ of habeas corpus should be heard in person unless some sufficient ground is shown for a departure from established practice: and the mere fact that an applicant prefers to act as his own advocate should not be regarded as good ground.”

Δεν υπάρχουν περιορισμοί ως προς την ικανότητα του αιτητή όπως π.χ. η ηλικία ή πνευματική ασθένεια. Όπως έχει λεχθεί,

“As the writ issues in the King’s name, the status of the [*68]petitioner is immaterial, and his detention may be inquired into even if legal disabilities would prevent his taking an action for the enforcement of civil rights.”  (Re A.B. 1905 9 C.C.C. 390)

Σε περίπτωση όπου ο κρατούμενος δεν μπορεί να επικοινωνήσει με ένα γνωστό του ή ένα δικηγόρο για να του δώσει σχετικές οδηγίες, η καταχώριση της αίτησης μπορεί να γίνει από ένα ανεξάρτητο τρίτο πρόσωπο χωρίς να έχει οδηγίες να ενεργήσει εκ μέρους του κρατουμένου ή χωρίς να ενεργεί ως αντιπρόσωπος του κρατουμένου. Και τούτο γιατί το πρόσωπο που ελέγχει τις κινήσεις του κρατουμένου μπορεί να επιβάλλει ειδικούς περιορισμούς ή να μετακινεί τον κρατούμενο από ένα χώρο σε άλλο, έτσι που η επικοινωνία του κρατουμένου με τρίτα πρόσωπα να καθίσταται αδύνατη.

Όπως έχει λεχθεί στην Αίτηση Χ”Σάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102,

“Ο κρατούμενος, ή σε αδυναμία τούτου πρόσωπο άλλο για λογαριασμό του, μπορεί να αποταθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο για την έκδοση του εντάλματος αυτού.”

Όταν όμως ο κρατούμενος φαίνεται ότι δίνει τη συγκατάθεση του για την ισχυριζόμενη κράτησή του, ένα τρίτο πρόσωπο δεν μπορεί να ζητήσει την απελευθέρωση του. (R. v. Raynolds [1795] G.T.R. 497.) Όμως δεν θα επιτραπεί η επέμβαση ενός ξένου ή ενός προσώπου που ενεργεί αυτόβουλα, όπως π.χ. στην περίπτωση του Γραμματέα ενός Συνδέσμου που προασπίζει τα συμφέροντα προσώπων που πάσχουν πνευματικά που επιζητεί την έκδοση του εντάλματος προς όφελος ενός προσώπου που κρατείται επειδή κατ’ ισχυρισμό είναι πνευματικά καθυστερημένος. (R. v. Clarke [1762] 3 Burr. 1362.)

(δ)  Υπαλλακτική θεραπεία

Η ύπαρξη υπαλλακτικής θεραπείας ως λόγος που εμποδίζει την καταχώριση αίτησης για την έκδοση ενός προνομιακού εντάλματος διαφέρει ανάλογα με τη φύση του εντάλματος. Στις περιπτώσεις Mandamus η ύπαρξη άλλης ικανοποιητικής και εξίσου πρακτικής θεραπείας αποτελεί απόλυτο κώλυμα στην καταχώριση αίτησης για την έκδοση εντάλματος Mandamus. (R. v. Inland Revenue Commissioners [1884] 12 Q.B.D. 461). Σε αιτήσεις Prohibition και Certiorari δεν θεωρείται κώλυμα και μπορεί να ληφθεί υπόψη εκτός από τις περιπτώσεις όπου προσφέρεται νομοθετικά μια αποκλειστική θεραπεία. Όπως έχει λεχθεί από τον Willes J.,

[*69]“Where a liability not existing at common law is created by a statute, which at the same time gives a special and particular remedy for enforcing it ..... the remedy provided by the statute must be followed and it is not competent to the party to pursue the course applicable to cases of the second class (i.e. to pursue the common law remedy).”

(Wolverhampton Water Works v. Hawkesford [1859] 6 C.B. (NS) 336.)

Το ένταλμα Habeas Corpus ad subjiciendum σε αντίθεση με άλλα εντάλματα, είναι ένα προνομιακό ένταλμα που έχει το χαρακτήρα μιας ασυνήθιστης θεραπείας.  Επειδή το ένταλμα εκδίδεται δικαιωματικά (as of right) όταν ο αιτητής αποδείξει το παράνομο της κράτησης του, η ύπαρξη μιας υπαλλακτικής θεραπείας μπορεί να λεχθεί ότι αποστερεί από τον αιτητή το δικαίωμα να ζητήσει την έκδοση του εντάλματος. Όπως αναφέρεται στο Annual Practice 1958 V.1 1735 και στο Supreme Court Practice 1979 V.1 835,

“It is a writ of right and granted ex debito justitiae, but not as of course and may be refused where another remedy lies whereby the validity of the restraint can be effectively questioned.”

(Ίδε Halsbury’s Laws of England, 4th Ed., Vol. 11, para. 1455 και Annander v. Annander (1982) 1 C.L.R. 479).

Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια τα Δικαστήρια αρνήθηκαν την έκδοση εντάλματος όταν μια διαδικασία έφεσης προσφερόταν ως μια καταλληλότερη θεραπεία, (R. v. Commanding Officer of Morn Hill Camp., Ex Parte Ferguson [1917] 1 K.B. 176), και τούτο γιατί τα Δικαστήρια επιζητούν έντονα τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας σε ποινικές υποθέσεις και την έκδοση τελεσίδικων αποφάσεων. Όμως σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπως π.χ. όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει την υπόθεση, το ένταλμα μπορεί να εκδοθεί. (Middlessex Sheriff’s Case [1840] 11 A and E 273).

(ε)  Βάρος απόδειξης

Το βάρος απόδειξης ότι εκ πρώτης όψης μια κράτηση είναι παράνομη, το έχει ο αιτητής. Σαν θέμα τακτικής ο αιτητής πρέπει να αποδείξει μια εκ πρώτης όψης υπόθεση που δημιουργεί ερωτηματικά ως προς τη νομιμότητα της κράτησής του. Όταν η υπόθεση του [*70]βασίζεται πάνω σε γεγονότα έχει το αποδεικτικό βάρος (evidential burden) να παρουσιάσει ικανοποιητική μαρτυρία που μπορεί να οδηγήσει στην πιθανότητα ενός ευνοϊκού για τον ίδιο συμπεράσματος.  Σε μια τέτοια περίπτωση το νομικό βάρος (legal burden) μεταφέρεται στους ώμους του καθ’ ου η αίτηση που καλείται να δικαιολογήσει την κράτηση.

Οι πιο πάνω αρχές ακολουθήθηκαν στην υπόθεση Ahsan (1969) 2 Q.B. 222, που αφορούσε την κράτηση του αιτητή από ένα υπάλληλο του Τμήματος Μετανάστευσης. Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι η κράτηση του ήταν παράνομη. Η κράτηση θα ήταν δικαιολογημένη αν ελάμβανε χώρα μέσα σε 24 ώρες από την άφιξη του αιτητή στην Αγγλία. Αποφασίστηκε ότι σε περιπτώσεις όπου εγείρονται επίδικα θέματα γεγονότων, το νομικό βάρος ότι η κράτηση είναι δικαιολογημένη, μετατίθεται στους ώμους του προσώπου που είχε το φυσικό έλεγχο των κινήσεων του αιτητή. Στην παρούσα περίπτωση, άνκαι το Δικαστήριο είχε τις επιφυλάξεις του ως προς την αλήθεια των ισχυρισμών του αιτητή και το βάρος της απόδειξης της νομιμότητας της κράτησης το είχαν οι καθ’ων η αίτηση, εφόσον το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αποφασίσει το θέμα υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς, η απόφαση έπρεπε να ήταν υπέρ του αιτητή.

Η πιο πάνω απόφαση εξετάστηκε στην υπόθεση R. v. Secretary of State for the Home Department, Εx parte Mughal [1973] 3 W.L.R. 647), που αφορούσε την είσοδο στην Αγγλία ενός μετανάστη. Στην υπόθεση αυτή το Δικαστήριο αποφάσισε ότι το βάρος απόδειξης ότι ο αιτητής μπορούσε να εισέλθει στη χώρα, βρισκόταν στους ώμους του αιτητή και εφόσον ο τελευταίος δεν παρουσίασε προς τούτο ικανοποιητική μαρτυρία, η σχετική αίτηση για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus έπρεπε να απορριφθεί. Μια προσεκτική εξέταση των παρατηρήσεων των Δικαστών που εκδίκασαν την υπόθεση αυτή, ότι η αίτηση έπρεπε να επιζητεί την έκδοση εντάλματος Certiorari και όχι Habeas Corpus, μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι δεν αμφισβητήθηκε η εγκυρότητα της απόφασης Ahsan που πρέπει να θεωρείται ορθή.

(στ)  Πότε μπορεί να εκδοθεί

Η δικαιοδοσία για την έκδοση του εντάλματος Habeas Corpus ασκείται μόνο στην περίπτωση που στοιχειοθετείται παράνομη κράτηση ή φυλάκιση.  Το ένταλμα μπορεί να εκδοθεί όχι μόνο εναντίον κρατικών τμημάτων, αλλά εναντίον και ενός ιδιώτη. Στην υπόθεση Somersett’s Case [1772] 20 St. Tr. 1), o Αρχιδικαστής [*71]Mansfield διέταξε την απελευθέρωση ενός νέγρου που βρισκόταν αλυσοδεμένος σε ένα ιδιωτικό πλοίο στον Τάμεση προτού το πλοίο αποπλεύσει για την Ιαμαϊκή, αφού “ο αέρας της Αγγλίας δεν μπορούσε να ανεχθεί την κράτηση σκλάβων”. Η ίδια γραμμή ακολουθήθηκε στην Κύπρο στην υπόθεση In Re Andreas Demosthenous (1967) 1 C.L.R. 186.

Αρχικά το ένταλμα μπορούσε να εκδοθεί σε ένα μεγάλο αριθμό υποθέσεων, όπως π.χ. σε περιπτώσεις κράτησης ξένων υπηκόων, κράτησης πολιτών σε σχέση με πολιτικά ή φορολογικά χρέη, καταφρόνησης του Κοινοβουλίου, υπέρβασης εξουσίας από Στρατοδικεία, απελάσεις, εκδόσεις φυγοδίκων και άλλες. Σταδιακά όμως η έκδοση περιορίστηκε στις ακόλουθες κυρίως περιπτώσεις:

(1)       Σε κρατήσεις υποδίκων ή καταδίκων,

(2)       Σε κρατήσεις προσώπων εναντίον των οποίων έχουν εκδοθεί διατάγματα απέλασης,

(3)       Σε κρατήσεις μεταναστών που είχαν εισέλθει παράνομα στην επικράτεια,

(4)       Σε κρατήσεις προσώπων που υποφέρουν από πνευματικές ασθένειες και,

(5)       Στην εξάσκηση του νομικού δικαιώματος της γονικής μέριμνας.

(η)       Η έκδοση του εντάλματος στην Κύπρο

Στην Κύπρο το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να εκδίδει προνομιακά εντάλματα σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος. Οι αρχές και οι Δικονομικοί κανόνες που καθορίζουν την έκδοση ενός τέτοιου εντάλματος είναι οι ίδιες με τις καθιερωμένες αρχές και Δικονομικούς κανόνες του Αγγλικού δικαίου (In Re Aeroporos (1988) 1 C.L.R. 302). Όπως έχει λεχθεί στην Αίτηση Χ”Σάββα (πιο πάνω) για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus,

“Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει, με βάση την παράγραφο 4 του Άρθρου 155 του Συντάγματος, αποκλειστική δικαιοδοσία να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, μεταξύ των οποίων της φύσης Habeas Corpus. ............................. Με το ένταλμα αυτό διατάσσεται η προσαγωγή του κρατουμένου στο Δικαστήριο και η έρευνα αναφορικά με την αιτία της φυλακίσεως ή κρατήσεώς του.  Εάν δεν υπάρχει νόμιμη δικαιολογία για την κράτηση, διατάσσεται η απόλυση του κρατουμένου. ...................”

[*72](θ)           Έκδοση του εντάλματος σε περιπτώσεις ανηλίκων

Η διαδικασία έκδοσης ενός διατάγματος Habeas Corpus μπορεί να είναι ποινικής ή αστικής μορφής. Στις περιπτώσεις που ζητείται η γονική μέριμνα ενός ανηλίκου, έχει αποφασιστεί ότι η διαδικασία είναι αστικής μορφής. (Barnardo v. Ford [1892] A.C. 326).

Το πρόσωπο που έχει τη γονική μέριμνα του ανηλίκου, μπορεί να την επανακτήσει όταν ο ανήλικος κρατείται παράνομα από ένα τρίτο πρόσωπο ή Ιδρυμα, όπως π.χ. ένα Ορφανοτροφείο. Μέσα στα πλαίσια της διαδικασίας έκδοσης του εντάλματος, η παράνομη κράτηση του ανήλικου θεωρείται ως παράνομη φυλάκιση (R. v. Clarke [1857] 7 E + B 186), έτσι που ο αιτητής ή η αιτήτρια να μην έχει την υποχρέωση να αποδείξει οποιοδήποτε περιορισμό ή εξάσκηση βίας πάνω στο ανήλικο από το πρόσωπο που ελέγχει τις κινήσεις του.  (Ex parte McClellan [1831] 1 Dowt. 81).

Ένας σοβαρός παράγων που πρέπει πάντα να λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο είναι και η ηλικία του ανηλίκου. Όπως έχει θέσει το θέμα ο Δικαστής Coleridge στην υπόθεση R. v. Greenhill (4 Ad. and El. 313),

“Α habeas corpus proceeds on the fact of an illegal restraint.  When the writ is obeyed and the party brought up is capable of using  discretion - the rule is simple - the individual who has been under restraint is declared to be at liberty, but when the person is too young to have a choice, we must refer to legal principles to see who is entitled to the custody, because the law presumes that where the legal custody is no restraint exists: and where the child is in the hands of a third party, the presumption is in favour of the father.”

Όταν ο ανήλικος έχει φτάσει σε ηλικία που μπορεί να αποφασίζει, το Δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τις επιθυμίες του ανηλίκου (Re Agar-Ellis [1883] 24 Ch.D. 317).  Από τη νομολογία φαίνεται ότι το κριτήριο για την ικανότητα της επιλογής εκ μέρους του ανηλίκου πρέπει κατά κανόνα να είναι η ηλικία και όχι το πνευματικό επίπεδο του ανηλίκου.  Στις υποθέσεις R. v. Clarke (πιο πάνω) και R. v. Howes (3 El. & El. 332), αποφασίστηκε ότι η ηλικία που μπορεί να οδηγήσει έναν ανήλικο σε μια σωστή επιλογή είναι για τα αγόρια η ηλικία των 14 χρόνων και για τα κορίτσια η ηλικία των 16 χρόνων.

Συμπληρωματικά, πρέπει να αναφερθεί ότι το Δικαστήριο θα [*73]πρέπει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο το δικαίωμα της γονικής μέριμνας του αιτητή, αλλά και τα ενδιαφέροντα και τις επιθυμίες του ανηλίκου. (R. v. Barardo [1891] 1 Q.B. 194).

Η συνεκτίμηση της γνώμης ανηλίκου μαζί με τα στοιχεία που παρουσιάζουν οι δύο γονείς αναγνωρίστηκε αρχικά νομολογιακά και αργότερα πήρε και νομοθετική κάλυψη. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 12 του Κυρωτικού Νόμου της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (αρ. 243/90),

“Τα Κράτη Μέρη οφείλουν να εγγυώνται στο παιδί που είναι ικανό για σχηματισμό δικής του γνώμης το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης της γνώμης του σχετικά με οποιοδήποτε θέμα που το ενδιαφέρει, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις του παιδιού σύμφωνα με την ηλικία του και το βαθμό ωριμότητας του.”

Στην Κύπρο το άρθρο 5 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου 216/90 καθορίζει ότι η γονική μέριμνα που συμπεριλαμβάνει μεταξύ άλλων και την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου ασκείται από κοινού από τους γονείς και στην περίπτωση θανάτου του ενός από τους δύο, η γονική μέριμνα ασκείται από τον άλλο. Όμως οι γονείς μπορεί να χάσουν το δικαίωμα της γονικής μέριμνας αν αποδειχθεί ότι ήταν ένοχοι ανήθικης συμπεριφοράς (R. v. Greenhill, 4 Ad. & El. 624), ή έχουν απεμπολήσει τη γονική εξουσία. (In Re Agar-Ellis πιο πάνω).

Το άρθρο 6(2)(α) του Νόμου 216/90 καθορίζει ότι το κύριο ερώτημα το οποίο θα πρέπει να εξετάζει το Δικαστήριο για την ανάθεση και φροντίδα του ανήλικου τέκνου είναι η ευημερία και το συμφέρον του παιδιού, η δε συνεκτίμηση της γνώμης του ανηλίκου είναι υποχρεωτική σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 6(3) του πιο πάνω Νόμου.

Το θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Στυλιανού v. Στυλιανού (1988) 1 C.L.R. 520 όπου η μητέρα ζητούσε διάταγμα κηδεμονίας για να πάρει τα παιδιά που βρίσκονταν στην Κύπρο με τον πατέρα και να τα πάρει στην Ελλάδα για να ζήσουν μαζί της.  Το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι οι επιθυμίες και επιλογές των δύο ανήλικων κοριτσιών που ήταν ηλικίας 11 και 14 χρονών δεν μπορούσαν να παραγνωριστούν.  Τα κορίτσια δήλωσαν ότι δεν ήθελαν να ακολουθήσουν τη μητέρα τους στην Αθήνα και αυτός ήταν ένας βασικός λόγος που οδήγησε στην απόρριψη της αίτησης της μητέρας.

[*74]Όπως έχει θέσει το θέμα της συνεκτίμησης της γνώμης των ανηλίκων ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Πικής στην υπόθεση Στυλιανού v. Στυλιανού (1993) 1 A.A.Δ. 130,

“Η μαρτυρία των ανηλίκων αναφορικά με τις επιθυμίες τους ως προς την επιμέλεια και φροντίδα του προσώπου τους αποτελεί πρωτογενές συστατικό στοιχείο για την άσκηση της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου για τη ρύθμιση της γονικής μέριμνας όπου καταρρέει ο γάμος.  Αυτό συνάγεται ευθέως από τις πρόνοιες του άρθρου 6(3) του Νόμου 216/90 που επιτάσσει την αναζήτηση της γνώμης των ανηλίκων, εφόσον έχουν την ωριμότητα να διαμορφώσουν γνώμη, πριν τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης σχετικά με τη γονική τους μέριμνα. Η μαρτυρία ανηλίκων σε διαδικασία για γονική μέριμνα δεν στρέφεται εξ αντικειμένου εναντίον οποιουδήποτε( είναι δηλωτική της γνώμης τους για το συμφέρον και την ευημερία τους. Το δικαίωμα που τους αναγνωρίζεται αποτελεί απόρροια της αυθυπαρξίας του ατόμου τους ............. Η λήψη της γνώμης του παιδιού, εφόσον η ωριμότητα του καθιστά δυνατή τη διαμόρφωση γνώμης, για την ανάθεση της επιμέλειας και μέριμνας του είναι υποχρεωτική, όπως προβλέπει το  άρθρο 6(3) του Νόμου 216/90 και ενέχει βαρύνουσα σημασία ως αποκαλυπτική της δικής του βούλησης για την ευτυχία και πρόοδο του. Όπως εξηγείται στην υπόθεση Gillick v. West Norfolk Area Health Authority [1985] 3 All E.R. 402, όσο μεγαλώνει το παιδί και ανεξαρτοποιείται ανάλογα μεγαλύτερη και βαρύνουσα καθίσταται η γνώμη του για την επιμέλεια του ατόμου του. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η ελευθερία του ατόμου συμπληρώνεται μεν στο 18ο έτος της ηλικίας, δεν παύει όμως να υφίσταται ως στοιχείο της προσωπικότητας του από το χρόνο που το παιδί είναι ικανό για λελογισμένη σκέψη. Στην προκείμενη περίπτωση τα τέκνα του ζεύγους 13½ και 12½ ετών περίπου αντίστοιχα, όταν κατέθεσαν είχαν την ωριμότητα να διαμορφώσουν άποψη για το συμφέρον και την ευημερία τους και η γνώμη τους ενείχε βαρύνουσα σημασία για την ανάθεση της επιμέλειας και φροντίδας του προσώπου τους ενόψει της ηλικίας τους.”

(Γ) ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Όπως έχει αναφερθεί και πιο πάνω η δικαιοδοσία για την έκδοση ενός εντάλματος Habeas Corpus ασκείται μόνο στην περίπτωση που ο αιτητής τελεί υπό παράνομη κράτηση ή φυλάκιση. Όπως έχει λεχθεί στην Αίτηση Χ”Σάββα (πιο πάνω),

[*75]“Το Habeas Corpus ad Subjiciendum είναι προνομιακή διαδικασία για τη διασφάλιση της ελευθερίας του πολίτη. Παρέχει αποτελεσματικό μέσο άμεσης απελευθέρωσης από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε στη φυλακή, είτε σε ιδιωτικό χώρο, από αρχή ή ιδιώτη.”

Η παράνομη κράτηση ή φυλάκιση σηματοδοτεί την προϋπόθεση για την επίκληση της διαδικασίας του Habeas Corpus. Για να επιτύχει ο αιτητής την έκδοση του εντάλματος θα πρέπει να αποδείξει το παράνομο της κράτησης ή της φυλάκισης.

Στην παρούσα περίπτωση η αιτήτρια είχε το βάρος να αποδείξει ότι τα παιδιά της κρατούνται παράνομα και παρά τη θέληση τους από τη γιαγιά τους. Η αιτήτρια εκτός από μερικούς αόριστους ισχυρισμούς ότι τα παιδιά ζουν κάτω από ένα συνεχή εκβιασμό και πλύση εγκεφάλου από τη γιαγιά σε βαθμό που δεν μπορούν να σχηματίσουν τη δική τους άποψη και προσωπική αντίληψη, δεν παρουσίασε οποιαδήποτε άλλη θετική μαρτυρία που μπορούσε να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι τα παιδιά κατακρατούνται παρά τη θέληση τους. Η αιτήτρια δεν έπεισε το Δικαστήριο για το βάσιμο των ισχυρισμών της. Αντίθετα είναι η θέση των ίδιων των παιδιών της αιτήτριας (όσο τραγικό και αν φαίνεται) ότι δεν θέλουν να ακολουθήσουν τη μητέρα τους και ότι θέλουν να παραμείνουν με τη γιαγιά τους η οποία είχε αναλάβει τη φροντίδα τους τα τελευταία χρόνια.  Το Δικαστήριο έχει ικανοποιηθεί με σχετικές ερωτήσεις που έχει υποβάλει στα παιδιά ότι αυτά αντιλαμβάνονται τη σοβαρότητα του όρκου και το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που έχουν υπογράψει (όταν ο Κωνσταντίνος ήταν 13½ χρονών και η Ελένη 12½ χρονών) και έχει διαπιστώσει την ικανότητα τους να διαμορφώσουν τη δική τους γνώμη για το συμφέρον και την ευημερία τους που οδήγησε στην απόφασή τους να ζητήσουν να παραμείνουν με τη γιαγιά.  Το λογικό συμπέρασμα που εξάγεται από τη δήλωση τους είναι ότι δεν κατακρατούνται από τη γιαγιά αλλά ζουν μαζί της με τη δική τους συγκατάθεση και επιθυμούν να παραμείνουν μαζί της. Το ίδιο συμπέρασμα εξάγεται και από τις μαρτυρίες και των Κύπριων Κοινωνικών Λειτουργών Ελένης Δαγκλή και Μαρίας Μονογιού σύμφωνα με τις οποίες τα παιδιά νοιώθουν μια ασφάλεια κοντά στη γιαγιά τους και έχουν δημιουργήσει τα τελευταία πέντε χρόνια φιλικές και συναισθηματικές σχέσεις μέσα στο περιβάλλον που ζουν, όπως επίσης και από τη μαρτυρία της Ελληνίδας Κοινωνικής Λειτουργού Κωνσταντινιάς Πέτρου που ανέφερε ότι τα παιδιά προτιμούν το περιβάλλον στο οποίο ζουν τώρα, αφού στο παρελθόν η μητέρα απου[*76]σίαζε για πολλές ώρες από το σπίτι και δεν ένοιωσε τα παιδιά ενώ ταυτόχρονα δεν υπήρξε μια θετική ροή μηνυμάτων από τη γιαγιά προς τα παιδιά για τη μητέρα.

Κάτω από τις περιστάσεις βρίσκω ότι η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει την απαραίτητη προϋπόθεση για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, ότι τα παιδιά της κατακρατούνται παράνομα.  Η αίτηση απορρίπτεται. Έχοντας υπόψη τα ιδιάζοντα περιστατικά της υπόθεσης δεν θα εκδώσω οποιοδήποτε διάταγμα για έξοδα.

(Δ) ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ

Η καθ’ης η αίτηση έχει προβάλει τρεις ενστάσεις που κατά την εισήγηση της, αν γίνονταν αποδεκτές δεν θα μπορούσαν να επιτρέψουν την προώθηση της παρούσας αίτησης. Ανεξάρτητα από την απόφαση μου να απορρίψω την αίτηση θα προχωρήσω να εξετάσω ξεχωριστά την κάθε μια από αυτές.

(α)       Δεδικασμένο

Έχει υποβληθεί εκ μέρους της καθ’ης η αίτηση ότι η παρούσα αίτηση δεν μπορεί να προχωρήσει αφού προβάλλεται ως κώλυμα το δεδικασμένο.  Ειδικότερα η καθ’ης η αίτηση ισχυρίζεται ότι η αίτηση 82/97 που καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου και η εκδοθείσα απόφαση που έχει εφεσιβληθεί χωρίς να έχει ακόμα εκδικαστεί, στοιχειοθετεί το κώλυμα του δεδικασμένου ( Res Judicata) σε βαθμό που να μην επιτρέπει τη συνέχιση της παρούσας διαδικασίας.  Η θέση της αιτήτριας είναι ότι δεν υπάρχει ταύτιση διαδίκων, η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης είναι απόφαση αλλοδαπού Δικαστηρίου και επιπρόσθετα το διάταγμα που εκδόθηκε στην πιο πάνω απόφαση είναι προσωρινό διάταγμα και όχι τελεσίδικη απόφαση.

Το Κώλυμα λόγω Δεδικασμένου (Res Judicata) εξυπακούει ότι ένας διάδικος εμποδίζεται από του να αρνηθεί την ύπαρξη μιας κατάστασης γεγονότων που έχει προβάλει προηγουμένως. (Ιδε Phipson on Evidence, 12 Edition, 912). Όπως παρουσιάζεται ο κανόνας,

“Αποκλεισμός από δεδικασμένο (of record) ή από ημιδεδικασμένο (quasi-record) εγείρεται όταν ένα επίδικο γεγονός έχει αποφασιστεί δικαστικά με τελεσίδικο τρόπο σε δίκη μεταξύ των διαδίκων από ένα Δικαστήριο που είχε αποκλειστική ή συντρέχουσα δικαιοδοσία να επιληφθεί του θέματος, και το ίδιο γεγονός επανεμφανίζεται άμεσα σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ [*77]των ίδιων διαδίκων”.

(Ίδε επίσης Halsbury’s Laws of England, 3rd Edition, V.15, p.336).

Η εφαρμογή του κωλύματος προϋποθέτει ότι

(1)   Η απόφαση είναι τελεσίδικη,

(2)   Υπάρχει ταύτιση διαδίκων,

(3)   Υπάρχει ταύτιση ιδιότητας διαδίκων και

(4)   Υπάρχει ταύτιση επίδικων θεμάτων.

(Ίδε Murphy on Evidence, 5th Edition, p. 331).

Μια προσεκτική εξέταση των στοιχείων των δύο διαδικασιών δείχνει ότι το κώλυμα του Δεδικασμένου θα μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή. Υπάρχει ταύτιση επίδικου θέματος (που είναι η επιστροφή των ανηλίκων στη μητέρα), υπάρχει ταύτιση διαδίκων (Townsend v. Bishop [1939] 1 All E.R. 805) όπως επίσης και της ταυτότητας των διαδίκων (αφού στη διαδικασία της αίτησης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου ο Υπουργός Δικαιοσύνης ενεργεί κατόπιν εξουσιοδότησης της αιτήτριας), όπως επίσης και τελεσίδικη απόφαση (ανεξάρτητα αν εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου εκκρεμεί έφεση. Ίδε Concha v. Concha [1886] 11 App. Cas. 541).  Η εφαρμογή της αρχής του Δεδικασμένου δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι η απόφαση βασίζεται σε άλλη απόφαση ξένου Δικαστηρίου. (Williams and Glyn’s Bank Plc κ.ά. v. The Ship Maria (1992) 1 Α.Α.Δ. 309).

(β) Κατάχρηση δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου

Είναι η θέση της καθ’ης η αίτηση ότι η παρούσα διαδικασία της έκδοσης εντάλματος Habeas Corpus αποτελεί κατάχρηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου αφού για το ίδιο θέμα η αιτήτρια έχει ήδη καταχωρήσει την υπ’ αριθμό 82/97 αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου που απορρίφθηκε στις 31/7/97 και εναντίον της απορριπτικής αυτής απόφασης η αιτήτρια έχει καταχωρήσει ήδη έφεση που εκκρεμεί. Η ταυτόχρονη επιδίωξη της ίδιας θεραπείας σε δύο διαφορετικά Δικαστήρια αποτελεί σύμφωνα με την καθ’ης η αίτηση κατάχρηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Όπως φαίνεται από τα στοιχεία που υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου, η αιτήτρια κατεχώρησε την υπ’ αριθμό 1349/97 αίτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης εναντίον της καθ’ης η αίτηση ζητώντας την έκδοση διατάγματος γονικής μέριμνας. Η καθ’ης η αίτηση δεν κατεχώρησε εμφάνιση και στις 17/1/97 το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης εξέδωσε διάταγμα για την “άμεση επι[*78]στροφή των ανηλίκων τέκνων της αιτούσας Κωνσταντίνου και Ελένης Λοΐζου του Ανδρέα, στο συνήθη τόπο διαμονής τους που είναι η Ελλάδα (Θεσσαλονίκη) και ειδικότερα στην αιτούσα, η οποία ως φυσική τους μητέρα ασκεί εκ του Νόμου τη γονική τους μέριμνα, και εξ αυτής την επιμέλεια τους”. Για να καταστεί δυνατή η εκτέλεση του πιο πάνω διατάγματος αφού τα ανήλικα ζουν στην Κύπρο με τη γιαγιά τους, η αιτήτρια σύμφωνα με τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Περί Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αποφάσεων Αφορωσών εις Κηδεμονίαν Ανηλίκων και εις Αποκατάστασιν Κηδεμονίας Ανηλίκων (Κυρωτικός) Νόμος αρ. 36/86 κατεχώρησε, μέσω του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, την υπ’ αριθμό 82/97 αίτηση με την οποία ζητούσε διάταγμα για αναγνώριση και εκτέλεση του διατάγματος του Ελληνικού Δικαστηρίου της 17/1/97.

Η πιο πάνω αίτηση απορρίφθηκε για διαδικαστικούς λόγους (δεν είχε δοθεί η ορθή ειδοποίηση στην καθ’ης η αίτηση για τη δικαστική διαδικασία στην Ελλάδα σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 13(1)(γ) του Νόμου 36/86) όπως επίσης και για λόγους ουσίας (το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ευημερία των ανηλίκων επέβαλλε την παραμονή τους μαζί με τη γιαγιά). Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε έφεση η οποία ακόμα δεν έχει εκδικαστεί.

Είναι η θέση της αιτήτριας ότι δεν μπορεί να τεκμηριωθεί κατάχρηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και τούτο γιατί οι διάδικοι στην αίτηση που καταχωρήθηκε στη Θεσσαλονίκη είναι η αιτήτρια και η καθ’ης η αίτηση ενώ στην αίτηση που καταχωρήθηκε στην Κύπρο διάδικοι ήταν ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης της Κύπρου και η καθ’ης η αίτηση.

Η λήψη μέτρων για κατάχρηση της δικαστικής δικαιοδοσίας (abuse of the process of the Court) βασίζεται στην εξουσία του Δικαστηρίου να ελέγχει την ενώπιον του διαδικασία σε μια προσπάθεια αποφυγής υιοθέτησης παράλληλων ή πολλαπλών ένδικων μέτρων. (Ίδε Constantinides v. Vima (1983) 1 C.L.R. 348, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ. 2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 248). Και τούτο γιατί όπως παρατηρεί ο Δικαστής Νικήτας,

“Αν το Δικαστήριο δεν ασκούσε τον έλεγχο αυτό θα κινδύνευε να παραμορφωθεί η δικαστική διαδικασία και να χάσει την αξιοπιστία και το κύρος της σαν το μέσο εφαρμογής του δικαίου.” (Ίδε Αίτηση 128/95 της 11/9/95)

[*79]Η κατάχρηση της δικαστικής δικαιοδοσίας μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Μια από αυτές είναι και η καταχώριση μιας αγωγής ή αίτησης που αποσκοπεί στην έκδοση απόφασης, για την οποία είχαν ήδη ληφθεί άλλα δικαστικά μέτρα από τους ίδιους διαδίκους.  Όπως έχει θέσει το θέμα ο Lord Halsbury στην υπόθεση Reichel v. Magrath 14 App. Cas. 665,

“I think it would be a scandal to the administration of justice if, the same question having been disposed of by one case, the litigant were to be permitted by changing the form of the proceedings to set up the same case again.”

Στην παρούσα περίπτωση η αίτηση 82/97 που καταχωρήθηκε στην Κύπρο ήταν αποτέλεσμα εξουσιοδότησης της αιτήτριας που δόθηκε στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης όπως προβάλλεται και στον τίτλο της αίτησης όπου φαίνεται ότι ο Κύπριος Υπουργός έπαιρνε μέτρα ως η “Κεντρική Αρχή”, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 36/86, κατόπιν εξουσιοδότησης της αιτήτριας Ασπασίας Καλφοπούλου. Η αίτηση αποσκοπούσε στην εγγραφή δικαστικής απόφασης που είχε εκδοθεί στην Ελλάδα μεταξύ των ίδιων διαδίκων και αποσκοπεί στην έκδοση διατάγματος παρόμοιου με εκείνο που ζητείται με την παρούσα διαδικασία.  Δηλαδή την επιστροφή των δύο ανηλίκων στη μητέρα.  Συνεπακόλουθα το Δικαστήριο βρίσκει ότι θα μπορούσε να υπάρξει στην ουσία κατάχρηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου με την ταυτόχρονη ύπαρξη δύο διαδικασιών μεταξύ των δύο διαδίκων που αποσκοπούν στο ίδιο αποτέλεσμα.

(γ)  Υπαλλακτική λύση

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της καθ’ης η αίτηση υπέβαλε επίσης ότι η αιτήτρια κωλύεται στην προώθηση της παρούσας διαδικασίας αφού μπορούσε να καταφύγει σε άλλη υπαλλακτική διαδικασία για την ικανοποίηση του αιτήματός της. Ειδικότερα είναι η θέση της καθ’ης η αίτηση ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου του Νόμου 60(1)/95 (που έχει τροποποιήσει το Νόμο 216/90) που προβλέπει τη ρύθμιση δικαιωμάτων γονέων και ανανεόντων συγγενών, η αιτήτρια θα μπορούσε να προσφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου ζητώντας την ίδια θεραπεία που επιζητεί με την αίτηση για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus. Η ύπαρξη της εναλλακτικής αυτής διαδικασίας ενεργεί ανασταλτικά στην έκδοση του αιτούμενου εντάλματος.

Αναφορικά με τον προβαλλόμενο ισχυρισμό περί ύπαρξης [*80]εναλλακτικής θεραπείας η αιτήτρια υπέβαλε ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 216/90 μετά το θάνατο του πατέρα η γονική μέριμνα περιήλθε στη μητέρα και η καθ’ης η αίτηση δεν είχε οποιοδήποτε δικαίωμα να κατακρατεί τα παιδιά.  Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι ο Νόμος 216/90 δεν μπορεί να προσφέρει οποιαδήποτε θεραπεία στην αιτήτρια αφού το ένδικο μέσο προσφέρεται μόνο σε περίπτωση ύπαρξης διαφωνίας μεταξύ των γονέων.

Μια προσεκτική εξέταση του άρθρου 2 του Νόμου 216/90 (όπως έχει τροποποιηθεί από το Νόμο 60(1)/95) που προνοεί ότι σε περίπτωση θανάτου και των δύο γονέων ή σε περίπτωση αδυναμίας εξάσκησης της γονικής μέριμνας από ένα γονέα όταν ο άλλος είναι νεκρός, η γονική μέριμνα ασκείται από τους πλησιέστερους ανανεόντες, αποδεικνύει ότι η αιτήτρια δεν θα μπορούσε να ζητήσει τη γονική μέριμνα των παιδιών της. Συνεπακόλουθα η εισήγηση της καθ’ης η αίτηση δεν μπορεί να ευσταθήσει.

H αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο